The Project Gutenberg eBook of Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Γ

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Νόμοι και Επινομίς, Τόμος Γ

Author: Plato

Translator: Kyriakos Zambas

Release date: May 22, 2011 [eBook #36191]

Language: Greek

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΝΌΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΊΣ, ΤΌΜΟΣ Γ ***

Produced by Sophia Canoni. Book provided by Iason Konstantinides

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been placed at the end of the book. Although the page numbers are continuous, at the beginning of a page it seems as there is missing text. Tis is denoted with […].

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου. Αν και οι αριθμοί των σελίδων είναι συνεχείς, στην αρχή μιας σελίδας φαίνεται να λείπει κείμενο. Αυτό υποδηλώνεται με […].

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

ΠΛΑΤΩΝ

ΝΟΜΟΙ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΜΙΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ

ΤΟΜΟΣ Γ.'

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, αφού κανείς κανονίση όσον το δυνατόν τον αριθμόν των δούλων και την αρμοδιότητά των εις έκαστον βοηθητικόν των έργον, δεν πρέπει πλέον κατόπιν να σχεδιάση τας κατοικίας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φαίνεται δε ότι διά την νέαν πόλιν πρέπει σχεδόν να φροντίσωμεν περί όλης της οικοδομικής προηγουμένως, δηλαδή πώς θα κατασκευασθή το καθέν από αυτά και τα ιερά και τα τείχη. Αυτά δε ήρχοντο, φίλε Κλεινία, προηγουμένως από τους γάμους. Τόρα όμως εις την συζήτησίν μας τα εθέσαμεν δεύτερα, και βεβαίως είναι δυνατόν προς το παρόν να γίνη κατ' αυτόν τον τρόπον. Όταν όμως εφαρμοσθούν εις την πράξιν, τότε αυτά, αν θέλη ο θεός, θα τα θέσωμεν προηγουμένως από τους γάμους και τότε πλέον θα τα εκτελέσωμεν με όλας τας λεπτομερείας. Τόρα όμως ας τα εξετάσωμεν συντόμως με γενικάς γραμμάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εις τους ναούς λοιπόν πρέπει να κτισθή ολόγυρα η αγορά και κατόπιν κυκλικώς ολόκληρος η πόλις πλησίον των υψηλών τόπων χάριν ασφαλείας και καθαριότητος, πλησίον δε εις αυτά αι οικοδομαί των αρχόντων και των δικαστηρίων, εις τα οποία, επειδή είναι πολύ ιερά μέρη, θα λάβουν και θα αποδώσουν την δικαιοσύνην, και διότι πρόκειται περί ευσεβών έργων και διότι είναι ιδρύματα των θεών. Μεταξύ δε αυτών θα είναι και τα δικαστήρια, όπου θα γίνωνται και αι αρμόδιαι δίκαι των φόνων και όσα αδικήματα είναι άξια θανάτου. Ως προς τα τείχη όμως, φίλε Μέγιλλε, εγώ θα εσυμφωνούσα με την Σπάρτην, να αφήσωμεν τα τείχη να κοιμηθούν κάτω εις την γην και να μη τα ανοικοδομήσωμεν διά τους εξής λόγους. Καλά βεβαίως διαδίδεται περί αυτών και η ποιητική έκφρασις, ότι πρέπει μάλλον σιδήρινα και χάλκινα να είναι τα τείχη παρά από χώμα. Αλλά εκτός αυτού πολύ αξιογέλαστος θα ήτο η ιδική μας συνήθεια να στέλλωμεν έκαστον έτος εις την χώραν τους νέους, είτε διά να σκάψουν, είτε διά να κάμουν τάφρους, είτε διά να εμποδίσουν τους εχθρούς και με κάποια προτειχίσματα, βεβαίως με την πεποίθησιν ότι δεν θα τους επιτρέψουν να πατήσουν εις τα σύνορα της χώρας μας. Αλλά τότε τι θέλομεν να προφυλαχθώμεν με τείχος ολόγυρα εις την πόλιν, το οποίον πρώτον μεν διά την υγείαν διόλου δεν συμφέρει εις τας πόλεις, εκτός δε τούτου συνηθίζει κάπως να κάμνη μαλθακήν την διάθεσιν της ψυχής των κατοίκων της, διότι τους παρακινεί να καταφεύγουν εις αυτό και να μην αντικρούουν τους εχθρούς, ούτε να στηρίζουν την σωτηρίαν εις το να φρουρούν μερικοί διαρκώς εις αυτήν νύκτα και ημέραν, αλλά να φρονούν ότι είναι φραγμένοι με τείχη και με πύλας και ότι, και εάν κοιμούνται, θα έχουν τα μέσα της σωτηρίας, ως να επλάσθησαν όχι διά να κοπιάζουν, και ως να μη γνωρίζουν ότι η πραγματική ανάπαυσις δημιουργείται από τους κόπους; Αντιθέτως όμως πάλιν, νομίζω, από την επονείδιστον ανάπαυσιν και την οκνηρίαν δημιουργούνται οι κόποι. Αλλά, εάν είναι ανάγκη να υπάρχη διά τους ανθρώπους κάποιον τείχος, πρέπει αι οικοδομαί των ιδιωτικών κατοικιών να κτίζωνται ούτω πως εξ αρχής, ώστε όλη η πόλις να σχηματίζη έν τείχος, διά να έχουν προφύλαξιν με την κανονικότητα και την ισότητα των οδών όλαι οι οικίαι, και διά να είναι ευχάριστον θέαμα, όταν η πόλις έχη σχήμα μιας οικίας, και τότε και διά την ευκολίαν της φρουρήσεως και υπό πάσαν έποψιν διά την σωτηρίαν της θα ήτο πολύ ανωτέρα. Δι' αυτά δε, αφού κτισθούν τα πρώτα οικοδομήματα, πρέπει να φροντίζουν κυρίως οι κατοικούντες εντός, οι δε αστυνόμοι να φροντίζουν και να αναγκάζουν τους αμελούντας και να τους τιμωρούν. Και γενικώς δε εις την πόλιν να φροντίζουν διά την καθαριότητα και πώς κανείς ιδιώτης να μη θέτη χείρα ούτε εις κανέν οικοδόμημα ούτε εις καμμίαν διοχέτευσιν της πόλεως, και εν γένει αυτοί πρέπει να φροντίζουν διά την καλήν διοχέτευσιν των υδάτων της βροχής και δι' όσα είναι πρέπον να γίνουν εντός της πόλεως και εκτός αυτής. Αυτά όλα λοιπόν ας τα συσκεφθούν αναλόγως της ανάγκης οι νομοφύλακες και ας προσθέτουν και διά τα άλλα όσα παρέλειψε ο νόμος από αβλεψίαν. Αφού δε τελειώσουν και αυτά τα πέριξ της αγοράς οικοδομήματα και τα γυμναστήρια και όλα όσα εκτίσθησαν ως σχολεία και περιμένουν τους μαθητάς των και τους θεατάς των τα θέατρα, τότε πλέον ας προχωρήσωμεν εις τα κατόπιν των γάμων, συνεχίζοντες την νομοθεσίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας υποθέσωμεν, φίλε Κλεινία, ότι ετελείωσαν οι γάμοι, περί των οποίων ωμιλήσαμεν. Τόρα δε η δίαιτα έως ότου να γεννηθούν τα τέκνα δεν πρέπει να διαρκέση ολιγώτερον από έν έτος. Και λοιπόν πώς πρέπει να ζη ο γαμβρός και η νύμφη εις μίαν πόλιν, η οποία πρόκειται να υπερτερή τας συνηθισμένας; Λοιπόν η συνέχεια με όσα είπαμεν δεν είναι το ευκολώτερον πράγμα, αλλά, και αν υπάρχουν εις τα προηγούμενα πολλά ζητήματα δύσκολα, τούτο είναι πολύ δυσκολώτερον από εκείνα διά να το παραδεχθή ο λαός. Και όμως εκείνο, το οποίον μας φαίνεται ορθόν και αληθές, πρέπει βεβαίως να το ειπούμεν, φίλε Κλεινία.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν όστις μελετά να υποδείξη νόμους εις τας πόλεις, δηλαδή πώς πρέπει να εκτελούν τα δημόσια και κοινωνικά έργα, ενώ διά τα ιδιωτικά ούτε νομίζει ορθόν τούτο, εφ' όσον το επιβάλλει η ανάγκη, αλλά φρονεί ότι πρέπει να έχη δικαίωμα έκαστος να ζη την ημέραν όπως θέλει και ότι δεν πρέπει όλα να γίνωνται με τάξιν, και αφού παραμελήση ανομοθέτητα τα ιδιωτικά, φρονεί ότι εις τα κοινωνικά και τα δημόσια θα θελήσουν οι πολίται να ζήσουν με νόμους, αυτός δεν σκέπτεται ορθώς. Διά ποίον λόγον λοιπόν ελέχθησαν αυτά; Διά τον εξής, διότι θα παραδεχθώμεν ότι οι νεόνυμφοι δεν πρέπει να ζουν εις τα συσσίτια διόλου διαφορετικά από τον καιρόν τον προηγηθέντα του γάμου των. Και αυτό μεν είναι ανεξήγητον βεβαίως, πώς επεκράτησε κατ' αρχάς εις τα συσσίτια καθώς φαίνεται, ίσως το επέβαλε κάποιος πόλεμος ή κανέν άλλο παρομοίας δυνάμεως πράγμα, όταν ευρέθημεν εις μεγάλην στενοχωρίαν από την ολιγανθρωπίαν. Αφού δε εδοκιμάσαμεν και αναγκάσθημεν να μεταχειρισθώμεν τα συσσίτια, εφάνη αυτό το νόμιμον ότι είναι πολύ ανώτερον διά την σωτηρίαν μας, και λοιπόν επεκράτησε με κάποιον παρόμοιον τρόπον ο θεσμός των συσσιτίων μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό φαίνεται τουλάχιστον πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν αυτό, το οποίον ήτο ανεξήγητον και επίφοβον διά να το επιβάλη κανείς εις άλλους, τόρα δεν είναι εξ ίσου δύσκολον διά να το επιβάλη ο νομοθέτης. Αλλά το συνεχόμενον με αυτό το οποίον επλάσθη ορθόν, εάν γίνεται ορθώς, αλλά τόρα δεν γίνεται εις κανέν μέρος, και το οποίον σχεδόν κάμνει τους νομοθέτας, καθώς κάμνουν οι παίζοντες, να γρονθοκοπούν το πυρ και άπειρα παρόμοια ανωφελή, αυτό δεν είναι ούτε εύκολον να το ειπούμεν ούτε να το εκτελέσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι είναι αυτό, φίλε Ξένε, το οποίον προσπαθείς να το ειπής, αλλά φαίνεται ότι πολύ διστάζεις;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακούετε, διά να μη χάνεται πολλή ώρα εις μάτην δι' αυτό. Δηλαδή παν ό,τι μετέχει νόμου και τάξεως μέσα εις μίαν πόλιν δημιουργεί όλα τα αγαθά, ενώ τα περισσότερα από τα καλώς τακτοποιημένα διαλύουν πολλά άλλα αδιάτακτα ή κακώς τακτοποιημένα. Και ακριβώς εις αυτό έφθασε η συζήτησίς μας. Διότι, φίλε Κλεινία και Μέγιλλε, τα μεν ανδρικά συσσίτια καλώς και, καθώς είπα, θαυμασίως επεκράτησαν από κάποιαν θεϊκήν ανάγκην, αλλά τα γυναικεία πολύ κακώς έμειναν ανομοθέτητα και δεν επαρουσιάσθη εις το φως το σύστημα των συσσιτίων των. Αφού δε και αλλέως αυτό το θηλυκόν γένος μας επλάσθη μυστικώτερον και απατηλότερον, ένεκα της αδυναμίας, δεν παρελείφθη από ορθήν υποχώρησιν του νομοθέτου, διά να μείνη ατακτοποίητον. Από την παράλειψιν δε αυτού πολλά πράγματα μάς καταστρέφονται, ενώ θα ήσαν καλλίτερα από τόρα, εάν επεριλαμβάνοντο εις την νομοθεσίαν. Διότι δεν αποτελεί το ήμισυ μόνον, καθώς θα ενόμιζε κανείς, η ατακτοποίητος παραμέλησις των γυναικών, αλλά όσον χειροτέρα είναι η θηλυκή φύσις από την αρσενικήν ως προς την αρετήν, τόσον είναι πλειοτέρα η διαφορά από το διπλάσιον. Λοιπόν είναι καλλίτερον διά την ευτυχίαν της πόλεως αυτό να επαναφέρωμεν και να διορθώσωμεν και όλας τας ασχολίας να τας τακτοποιήσωμεν κοινώς μεταξύ των ανδρών και των γυναικών. Τόρα όμως με τοιούτον τρόπον παιδαγωγείται το ανθρώπινον γένος, όχι βεβαίως ευτυχή ως προς αυτό, ώστε ούτε να το ενθυμηθή αυτό είναι δυνατόν εις άλλους τόπους και πόλεις ο φρόνιμος άνθρωπος, αφού εντελώς ούτε συσσίτια δεν απεφασίσθη να υπάρχουν εις την πόλιν. Λοιπόν από πού ως πού δεν θα περιγελασθή κανείς, εάν δοκιμάση να επιβάλη να φαίνεται φανερά εις τας γυναίκας η εξόδευσις των τροφών και των ποτών; Διότι δεν υπάρχει άλλο από αυτό, που να το ανεχθή δυσκολώτερον αυτή η φυλή. Διότι, επειδή συνήθισε να ζη κρυμμένη και στα σκοτεινά, όταν συρθή εις το φως διά της βίας, θα φέρη πάσαν αντίστασιν και θα υπερισχύση πολύ περισσότερον από τον νομοθέτην. Λοιπόν αυτή, καθώς είπα εις άλλο μέρος, δεν θα υπομείνη ούτε τον λόγον ο οποίος ελέχθη ορθώς, χωρίς να ξεφωνήση με όλα της τα δυνατά, εδώ όμως πολύ πιθανόν. Εάν λοιπόν νομίζετε ότι δεν πρέπει να μείνη άτυχος η συζήτησίς μας περί πολιτείας τουλάχιστον από λόγους, είμαι πρόθυμος να είπω ό,τι είναι αγαθόν και πρέπον, εάν και σεις θέλετε να ακούσετε· ει δε μη ας το αφήσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλέ Ξένε, παρά πολύ επιθυμούμεν ημείς τουλάχιστον να το ακούσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας ακούωμεν. Να μη απορήσετε όμως διόλου, εάν σας φανώ ότι αρχίζω κάπως από υψηλά. Διότι έχομεν σχόλη και τίποτε δεν μας βιάζει να μη ερευνώμεν τους νόμους υπό όλας τας επόψεις.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά το είπες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας επιστρέψωμεν εις όσα ελέχθησαν προηγουμένως. Δηλαδή πρέπει να εννοήση έκαστος καλά το εξής, ότι η γένεσις των ανθρώπων ή εντελώς δεν έλαβε καμμίαν αρχήν ποτέ ούτε θα έχη τέλος, αλλά ήτο πάντοτε και θα υπάρχη διαρκώς, ή το διάστημα της αρχής αφ' ότου εδημιουργήθη θα αποτελή όλως ανυπολόγιστον χρόνον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ πώς αλλέως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Άραγε οι συνοικισμοί των πόλεων και αι καταστροφαί και αι διαφόροι εφευρέσεις διά την τάξιν και την αταξίαν και την εξημέρωσιν και τα ποτά και διάφορα ορεκτικά φαγητά δεν φρονούμεν ότι έγιναν διαρκώς και εις ολόκληρον την γην, και διάφοροι μεταβολαί των ωρών, εις τας οποίας τα ζώα υπέστησαν πολυπληθείς μεταβολάς του οργανισμού των;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Δεν πιστεύομεν άραγε ότι κάποτε ανεφάνησαν εις κάποιον μέρος αι άμπελοι, ενώ προηγουμένως δεν υπήρχαν; Ομοίως δε και αι ελαίαι και τα δώρα της Δήμητρος και της Περσεφόνης; Και ότι ο Τριπτόλεμος έγινε καλλιεργητής των τοιούτων; Εις το διάστημα δε που δεν υπήρχαν αυτά, άραγε δεν φρονούμεν ότι τα ζώα, καθώς τόρα, ετρώγοντο μεταξύ των;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως το να θυσιάζουν οι άνθρωποι ο είς τον άλλον βλέπομεν ότι και τόρα ακόμη διατηρείται εις πολλά μέρη. Και αντιθέτως ακούομεν εις άλλα μέρη ότι δεν ετολμούσαν να τρώγουν ούτε βους, και δεν εχρησίμευαν τα ζώα ως θύματα διά τους θεούς, αλλά τα γλυκίσματα και καρποί βρεγμένοι εις το μέλι και άλλα παρόμοια αγνά θύματα, από δε τας σάρκας απεμακρύνοντο, διότι ενόμιζαν ότι όχι μόνον δεν είναι όσιον να τας τρώγουν, αλλ' ούτε να μολύνουν με αίμα τους βωμούς των θεών, και κάπως υπήρχεν έν είδος ορφικής ζωής των τοτινών ανθρώπων, και όλα μεν τα άψυχα τα επροτιμούσαν, τα δε έμψυχα αντιθέτως τα απέφευγαν όλα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Είπες πράγματα που και πολύ διαδίδονται και πολύ πιστευτά φαίνονται.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Προς τι λοιπόν, ημπορεί να μας ειπή κανείς, ελέχθησαν όλα αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλά με επρόλαβες, καλέ Ξένε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν, εάν ημπορέσω, φίλε Κλεινία, θα ειπώ την συνέχειαν με αυτά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ημπορείς να ειπής.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βλέπω ότι όλα τα πράγματα των ανθρώπων αποτελούνται από τρεις ανάγκας και επιθυμίας, εις τας οποίας εάν εφαρμοσθή η αρετή γίνονται ορθώς, και αντιθέτως, εάν ενεργηθούν κακώς. Αυτά δε είναι η τροφή μεν και τα ποτόν ευθύς από την γέννησιν, διά την οποίαν έχει πόθον έμφυτον παν ζώον και είναι φορτωμένον από παραφοράν και από απείθειαν εις τον λέγοντα ότι πρέπει να κάμη άλλο τίποτε, παρά να εκπληρώνη τας ηδονάς και επιθυμίας τας περιστρεφομένας εις όλα αυτά και να σώζεται από όλην την λύπην πάντοτε. Η τρίτη δε και μεγίστη ανάγκη και ο σφοδρότατος έρως έρχεται τελευταίον, κάμνει όμως εντελώς φλογισμένους από μανίας τους ανθρώπους, δηλαδή ο φλεγόμενος με πολλήν ατασθαλίαν διά την διαιώνισιν του είδους. Αυτά λοιπόν τα τρία νοσήματα πρέπει να προσπαθούμεν να τα μετατρέψωμεν εις το καλλίτερον και με τρία πράγματα να τα συγκρατούμεν έξω από το θεωρούμενον ηδονικώτατον, δηλαδή με τον φόβον και τον νόμον και τον αληθή λόγον, πάντοτε όμως έχοντες ως βοηθούς τας Μούσας και τους θεούς των αγώνων, οι οποίοι σβύνουν την αύξησιν και το εκχύλισμα. Και λοιπόν κατόπιν από τους γάμους ας υποθέσωμεν την γέννησιν των παίδων και κατόπιν την ανατροφήν και παιδείαν. Και ίσως, ενώ προχωρούν κατ' αυτόν τον τρόπον οι λόγοι, έκαστος νόμος καταλήξη από ημάς εις τα προηγηθέντα συσσίτια, διά να φθάσωμεν εις αυτάς τας επιμιξίας και ιδούμεν αν πρέπει μόνον των ανδρών να υπάρχουν ή και των γυναικών και πλησιάσαντες αυτά ίσως τα εννοήσωμεν καλλίτερα. Έπειτα θα θέσωμεν εμπρός από αυτά όσα μένουν ακόμη ανομοθέτητα τακτοποιούντες αυτά εις την κατάλληλον θέσιν των, και, καθώς είπαμεν προ ολίγου, θα τα εννοήσωμεν ακριβέστερον και θα ημπορέσωμεν ίσως να θέσωμεν τους πλέον καταλλήλους και αρμονικούς δι' αυτά νόμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας κρατήσωμεν εις την μνήμην μας όσα είπαμεν τόρα. Διότι ίσως κάποτε λάβωμεν ανάγκην όλων αυτών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διά ποία λοιπόν μας παρακινείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όσα ωρίζαμεν με τας τρεις λέξεις. Δηλαδή κάπου ελέγαμεν το φαγητόν και δεύτερον το ποτόν, και τρίτον κάποιαν μανίαν των αφροδισιακών ηδονών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εντελώς, φίλε Ξένε, θα έχωμεν εις τον νουν μας αυτά που μας παρακινείς τόρα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ καλά. Λοιπόν ας έλθωμεν εις τα γαμήλια, και ας διδάξωμεν τους νεονύμφους· πώς και με ποίαν μέθοδον πρέπει να τεκνοποιούν, και, αν δεν υπακούουν, ας τους απειλήσωμεν με κάποιον νόμον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Η νύμφη και ο γαμβρός πρέπει να σκέπτωνται πώς να παρουσιάσουν εις την πόλιν όσον το δυνατόν ωραιότερα και καλλίτερα παιδιά. Όλοι όμως οι άνθρωποι, όταν λαμβάνουν μέρος εις μίαν πράξιν, εάν μεν προσέχουν καλά και τον εαυτόν των και την πράξιν των, όλα τα κάμνουν καλά και αγαθά, εάν όμως δεν προσέχουν ή δεν έχουν νουν, κάμνουν τα αντίθετα. Λοιπόν ας προσέχη και ο γαμβρός την νύμφην και την τεκνοποιίαν, ομοίως δε και η νύμφη εις το διάστημα προ πάντων εις το οποίον ακόμη δεν απέκτησαν τέκνα. Ας είναι δε επιθεωρηταί αυτών αι γυναίκες τας οποίας εξελέξαμεν, είτε περισσότεραι είτε ολιγώτεραι, όσας και όταν εγκρίνουν να επιβάλλουν οι άρχοντες, συναθροιζόμεναι κάθε ημέραν εις τον ναόν της Ειλειθυίας έως έν τρίτον της ώρας, και εκεί αφού συναθροισθούν ας πληροφορούνται μεταξύ των, αν καμμία βλέπει κανένα άνδρα ή καμμίαν γυναίκα να προσέχη εις άλλα πράγματα παρά εις τα επιβαλλόμενα υπό των θυσιών και ιερουργιών, αι οποίαι έγιναν εις τους γάμους. Η δε τεκνοποιία και η επιτήρησις των τεκνοποιούντων ας διαρκή δέκα έτη, όχι όμως περισσότερον χρόνον, εάν υπάρχη πληθώρα γεννήσεων. Αν δε μερικοί μένουν άγονοι εις αυτό το διάστημα, να χωρίζουν εκ συμφώνου με τους συγγενείς και με τας επιθεωρούσας γυναίκας σκεπτόμενοι τα συμφερώτερα εις τον καθένα από τους δύο. Εάν όμως συμβή φιλονικία δι' όσα είναι ορθά και συμφέροντα εις έκαστον, ας εκλέξουν δέκα από τους νομοφύλακας και όσα επιτρέψουν και επιβάλλουν αυτοί εις αυτά να εμμένουν. Όταν δε εισέρχωνται εις τας οικίας των νεονύμφων αι γυναίκες, με συμβουλάς και με απειλάς ας τους διακόπτουν από τα σφάλματα και από την αμάθειαν. Εάν δε δεν το κατορθώνουν, ας σπεύδουν να το ειδοποιήσουν εις τους νομοφύλακας, και εκείνοι ας τους περιορίζουν. Εάν δε και εκείνοι κάπως δεν το κατορθώσουν, ας το ανακοινώσουν δημοσίως, και ας τοιχοκολλήσουν ενόρκως ότι πραγματικώς αδυνατούν να βελτιώσουν τον δείνα και τον δείνα. Όστις δε καταγραφή ας θεωρήται άτιμος δι' αυτά, εάν δεν νικήση εις το δικαστήριον τους καταγράψαντας αυτόν. Δηλαδή ας μη προβαίνη ούτε εις γάμους ούτε εις τας αποτελειώσεις των παιδίων, εάν δε προχωρήση, όποιος τον τιμωρήση με ξύλον, ας μείνη ατιμώρητος. Αυτά δε τα ίδια νόμιμα ας ισχύουν και περί γυναικός.

Δηλαδή ας μη λαμβάνη μέρος εις τους περιπάτους τους γυναικείους και τας τιμάς και συναντήσεις διά τους γάμους και τας γεννήσεις τέκνων, εάν καταγραφή ότι ατακτεί και δεν κερδίση την δίκην. Όταν δε βεβαίως γεννήσουν τέκνα συμφώνως με τους νόμους, εάν κανείς σχετίζεται με ξένην γυναίκα ή γυνή με άνδρα ξένον, ενόσω μεν αυτοί τεκνοποιούν, ας λαμβάνουν τας ιδίας τιμωρίας καθώς και όσοι εξακολουθούν να τεκνοποιούν. Κατόπιν δε όποιος και όποια μεν είναι σώφρων ας είναι ευυπόληπτος, ο δε αντίθετος ας μη τιμάται, ή μάλλον ας ατιμάζεται. Και εφ' όσον οι περισσότεροι κρατούν το ορθόν μέτρον εις αυτά ας αποσιωπώνται χωρίς νόμους, εάν όμως παρεκτρέπωνται, ας νομοθετηθούν κατ' αυτόν τον τρόπον και ας εκτελούνται τότε συμφώνως με τους τεθέντας νόμους. Και αρχή μεν της ζωής δι' έκαστον είναι το πρώτον έτος. Το οποίον πρέπει να γραφή εις τα πάτρια ιερά ως αρχή και διά τον νέον και διά την νέαν. Ας γραφή δε πλησίον εις ασβεστωμένον τοίχον με ολόκληρον την φρατρίαν ο αριθμός των αρχόντων, οι οποίοι εχρημάτισαν εκείνο το έτος. Της δε φρατρίας να γράφωνται όλοι οι ζώντες πλησίον, οι δε μεταστάντες να εξαλείφωνται. Όριον δε του γάμου διά μεν την κόρην ας είναι τα δεκαέξ έτη έως τα είκοσι, ως ανώτερος όρος, διά δε τον νέον από τριάντα έως τα τριανταπέντε. Ως προς δε την εξουσίαν διά μεν την γυναίκα τα σαράντα έτη, διά δε τον άνδρα τα τριάντα. Ως προς δε τον πόλεμον διά μεν τον άνδρα τα είκοσι έως τα εξήντα, διά δε την γυναίκα, η οποία θα κριθή κατάλληλος να χρησιμοποιηθή εις τα πολεμικά, αφού τεκνοποιήση, να επιβάλλωμεν εις εκάστην ό,τι είναι δυνατόν και πρέπον έως τα πενήντα έτη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αφού δε γεννηθούν παιδιά αρσενικά και θηλυκά, είναι πλέον πολύ ορθόν να ομιλήσωμεν διά την ανατροφήν και την εκπαίδευσιν, η οποία όλως διόλου μεν να παραλειφθή είναι αδύνατον, ίσως όμως φανή πρέπον να λεχθή μάλλον με διδαχήν και συμβουλήν παρά με νόμους. Διότι ιδιωτικώς και κατά οικογενείας, όταν συμβαίνουν πολλά και μικρά και όχι γνωστά εις όλους, ευκόλως θα εισχωρήσουν διαφορετικά πράγματα από τας συμβουλάς του νομοθέτου ένεκα των διαφόρων θλίψεων και ηδονών και επιθυμιών εκάστου, και θα καταστήσουν ποικιλώτατα και ανόμοια μεταξύ των τα ήθη των πολιτών. Αυτό δε είναι κακόν διά τας πόλεις. Διότι, επειδή είναι μικρά και πολλά, εάν τα καταστήση επιβλαβή ο νομοθέτης, είναι απρεπές και άσχημον. Αυτά δε συγχρόνως καταστρέφουν και τους γραπτώς τεθέντας νόμους, αφού εσυνήθισαν οι άνθρωποι να παρανομούν εις τα μικρά και πολλά. Ώστε υπάρχει μεν δυσκολία εις το να νομοθετήσωμεν δι' αυτά, αλλ' όμως να τα αποσιωπήσωμεν είναι αδύνατον. Τι δε εννοώ, πρέπει να προσπαθήσω να το διασαφήσω παρουσιάζων τρόπον τινά εις το φως παραδείγματα. Διότι τόρα ομοιάζουν ως να λέγωνται εις το σκότος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ότι μεν η ορθή ανατροφή πρέπει ωρισμένως να αποδεικνύεται ότι ημπορεί να κατασκευάζη τα σώματα και τας ψυχάς όσον το δυνατόν ωραιότερα και καλλίτερα, αυτό βεβαίως ελέχθη, νομίζω, ορθώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά, φρονώ, τα ωραιότερα σώματα, διά να ειπούμεν απλούστερον, πρέπει να γίνωνται εξ αρχής ευθυτενέστατα από την νεαράν ακόμη ηλικίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Δεν εννοούμεν άραγε το εξής, ότι η πρώτη βλάστησις παντός ζώου γίνεται πολύ υπερβολική και άφθονος, ώστε και πολλοί διεφιλονίκησαν μεταξύ των, ότι το ανθρώπινον ανάστημα, όσον αυξάνει κατά τα πρώτα πέντε έτη, δεν διπλασιάζεται κατά τα είκοσι κατόπιν έτη;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Όταν συρρέη πολλή αύξησις χωρίς πολλούς και συμμετρικούς κόπους, δεν γνωρίζομεν ότι προξενεί άπειρα κακά εις τα σώματα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν χρειάζονται άραγε τότε οι περισσότεροι κόποι, όταν προστίθεται η περισσοτέρα θρέψις εις τα σώματα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και τι λοιπόν, καλέ Ξένε; Μήπως θέλεις να επιβάλωμεν εις τους νεογεννήτους και νεωτάτους όσον το δυνατόν πολλούς κόπους;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Διόλου μάλιστα, αλλά και προηγουμένως ακόμη μάλιστα εις τους τρεφομένους εντός των μητέρων των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς το εννοείς, λαμπρέ μου άνθρωπε; Ή μήπως εννοείς τους ευρισκομένους εις την κοιλίαν των μητέρων των;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα. Δεν είναι δε διόλου παράδοξον να αγνοήτε σεις την γυμναστικήν των εχόντων τοιαύτην ηλικίαν, την οποίαν θα επιθυμούσα να σας την αναπτύξω, αν και είναι αλλόκοτος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν είναι δυνατόν να εννοηθή καλλίτερα εις τον τόπον μας, διότι εκεί τα παιγνίδια παίζονται εις μεγαλιτέραν κλίμακα από όσον πρέπει. Δηλαδή εις τον τόπον μας όχι μόνον οι παίδες, αλλά και μερικοί γεροντότεροι ανατρέφουν μερικά πτηνά, και γυμνάζουν αυτά τα ζώα διά τας μεταξύ των μάχας. Επομένως πολύ απέχουν από το να νομίζουν ότι πρέπει να είναι μέτριαι αι κοπώσεις, εις τας οποίας υποβάλλουν αυτά μεταξύ των. Διότι εκτός αυτών τα λαμβάνουν έκαστος κάτω από την μασχάλην, και τα μεν μικρότερα εις τας χείρας, τα δε μεγαλίτερα εις την αγκάλην των, και περιπατούν πολλά χιλιόμετρα χάριν ευρωστίας όχι των ιδικών των σωμάτων, αλλά αυτών των σφαχτών. Και τουλάχιστον τούτο αποδεικνύει εις τον ικανόν να αντιληφθή ότι όλα τα σώματα από τους κλονισμούς και τας κινήσεις ακόπως ωφελούνται, δηλαδή και όσα μόνα των κινούνται και όσα με αιώρας, ή εις την θάλασσαν ή επί ίππων, και με οποιαδήποτε άλλα μέσα μεταφέρονται κινητώς, και ένεκα τούτου απορροφούν τας θρεπτικάς ουσίας των τροφών και των ποτών και είναι ικανά τα μας αποδώσουν την υγείαν και το κάλλος και όλην την ρωμαλεότητα.

Λοιπόν, αφού αυτά συμβαίνουν ούτω πως, τι πρέπει ημείς να κάμωμεν κατόπιν από αυτά; Θέλετε με γέλια νομοθετούντες να ειπούμεν ότι πρέπει η έγκυος να περιπατή, το δε γεννηθέν να το διαπλάττη ωσάν κήρινον, ενόσω είναι ελαστικόν, και επί δύο έτη να το σπαργανώνη; Και ωρισμένως, δεν θα αναγκάζωμεν άραγε και τας τροφούς δι' επιβολής νομίμου προστίμου πάντοτε να μεταφέρουν τα νήπια ή εις τας εξοχάς ή εις τους ναούς ή εις τους συγγενείς, έως ότου να γίνουν ικανά να στηρίζωνται εις τους πόδας των; Τότε δε να προσέχουν πολύ, ενόσω είναι νεαρά μήπως κάπου στηρίζονται με πίεσιν και στραβίζονται τα σκέλη των και με υπομονήν να τα χειραγωγούν έως ότου να συμπληρώση το νεογέννητον τα τρία έτη; Και δεν πρέπει όσον το δυνατόν αυταί να είναι ισχυραί και όχι ανά μίαν; Έπειτα δε από αυτά όλα, εάν δεν επιτύχη ο σκοπός, δεν πρέπει να ορίσωμεν τιμωρίαν διά τας αποτυχούσας; Τι μήπως απέχομεν πολύ από αυτό; Διότι το προ ολίγου λεχθέν θα συμβή πολύ και αφθόνως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το να περιγελασθούμεν πολύ ημείς χωριστά από το ότι ίσως δεν θα θέλωμεν να υποτασσώμεθα εις τα γυναικεία και δουλοπρεπή ήθη των τροφών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ναι, αλλά διά ποίον σκοπόν ενομίσαμεν πρέπον να λεχθούν αυτά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Διά τον εξής. Εάν μάθη κανείς τα ήθη των κυριάρχων και ελευθέρων εις εκάστην πόλιν, ίσως έλθη εις την ορθήν σκέψιν, ότι δηλαδή χωρίς να γίνη ορθώς η ιδιωτική διοίκησις εις τας πόλεις, εις μάτην θα ήλπιζε κανείς ότι θα αποκτήσουν τα κοινά κάποιαν ασφάλειαν νομοθετικήν, και όταν σκεφθή αυτά, θα μεταχειρισθή τους νόμους που είπαμεν τόρα, και εφαρμόζων αυτούς καλώς θα διοική καλώς και την οικίαν του και την πατρίδα του και θα ευτυχή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ λογικά ωμίλησες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας μη σταματήσωμεν την τοιαύτην νομοθεσίαν, πριν να παραστήσωμεν και τας ψυχικάς ασχολίας των νεαρωτάτων κατά τον ίδιον τρόπον, καθώς εξετάσαμεν τα ζητήματα τα περιστρεφόμενα εις τα σώματά των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας λάβωμεν λοιπόν διά την ψυχήν και το σώμα των νεαρωτάτων ως ουσιώδες συστατικόν την θήλασιν και την κίνησιν την γινομένην όσον το δυνατόν περισσότερον νύκτα και ημέραν, δεχόμενοι ότι είναι συμφέρουσα και εις όλους μεν τους άλλους, όχι ολιγώτερον όμως εις τους όλως νεωτάτους, και ακόμη και το να κατοικούν, εάν είναι δυνατόν κάπως διαρκώς εντός πλοίου. Τόρα όμως πρέπει όσον το δυνατόν το όμοιον να κάμνωμεν διά τα νεογέννητα παιδιά τα οποία παιδοκομούμεν. Πρέπει δε να συμπεραίνωμεν και από τα εξής, ότι εκ πείρας το έλαβαν και έμαθαν ό,τι είναι χρήσιμον αι τροφοί των μικρών και όσαι υπηρετούν εις τας θεραπείας των Κορυβάντων. Διότι, όταν θέλουν να αποκοιμίσουν τα άυπνα παιδία αι μητέρες, δεν τα αφήνουν εις την ησυχίαν των, αλλά, αντιθέτως, τα κινούν, και διαρκώς τα κουνούν εις τας αγκάλας των, και δεν σιωπαίνουν, αλλά λέγουν κάποιαν μελωδίαν, και κυριολεκτικώς τα ξεκουφαίνουν, καθώς γίνονται αι θεραπείαι των μανιακών βακχειών, μεταχειριζόμεναι αυτήν την κίνησιν του χορού και της μουσικής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λοιπόν, καλέ Ξένε, ποία είναι κυρίως η αιτία τούτων κατά την γνώμην μας; (!)

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν είναι διόλου δυσνόητος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τρόμος είναι και τα δύο αυτά πάθη, και οι τρόμοι υπάρχουν από κάποιαν συνήθειαν της ψυχής. Όταν λοιπόν εις αυτά τα πάθη προσθέτη κανείς από έξω κλονισμόν, η εξωτερική κίνησις επηρεάζει και νικά την εσωτερικήν τρομακτικήν κίνησιν, και νικώσα φαίνεται ότι παρέχει εις την ψυχήν γαλήνην και ησυχίαν, ενώ οι σφυγμοί της καρδίας εις έκαστον αραιούνται, και όλως προς ευχαρίστησίν των τους κάμνει διά τον ύπνον μεν επιρρεπείς, εκείνους δε οι οποίοι αγρυπνούν μέσα εις τους χορούς και τους αυλούς με την βοήθειαν των θεών, εις τους οποίους ο καθείς θυσιάζει ευοιώνως, τους κάμνει αντί των μανιακών διαθέσεων να έχουν σωφρονικάς καταστάσεις. Και αυτά, όσον διά να λεχθούν με αυτήν την συντομίαν, φαίνονται κάπως λογικά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν δε αυτά έχουν τοιαύτην δύναμιν, πρέπει να εννοήσωμεν από αυτά και το εξής, ότι δηλαδή πάσα ψυχή ίσως μάλλον από την παιδικήν ηλικίαν συνηθίζει να κατέχεται από τρόμον. Αυτό δε βεβαίως ημπορεί κανείς να το ονομάση εξάσκησιν εις την δειλίαν, και όχι πλέον εις την ανδρείαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά βεβαίως το αντίθετον έργον της ανδρείας αμέσως από την παιδικήν ηλικίαν θα ειπούμεν ότι είναι να νικά τους αιφνιδίους τρόμους και φόβους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν μεταξύ άλλων και τούτο θα παραδεχθώμεν ότι συντελεί μεγάλως εις την αρετήν ενός μέρους της ψυχής, δηλαδή η γυμναστική των εντελώς μικρών παιδίων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως η γλυκύτης και η δυστροπία της ψυχής δεν αποτελούν μικρόν μέρος της ευψυχίας και της κακοψυχίας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν με ποίον τρόπον ημπορεί να εμπνευσθή εις το νεογέννητον όποιον από αυτά τα δύο θέλομεν, αυτό βεβαίως πρέπει να προσπαθήσωμεν να το εξηγήσωμεν με όποιον τρόπον και όσον ημπορεί κανείς να το εκτελέση.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι βεβαίως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν λέγω την γνώμην του τόπου μας, ότι δηλαδή η μεν τρυφηλότης κάμνει δύστροπα και ακρόχολα και υπερβολικά εξαπτόμενα τα ήθη των νέων, το αντίθετον δε και η υπερβολική και αγρία υποδούλωσις τους κάμνει χαμερπείς και ανελευθέρους και μισανθρώπους και ακαταλλήλους ως συνοίκους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς πρέπει λοιπόν όλη η πόλις να ανατρέφη αυτά που ούτε την γλώσσαν εννοούν, ούτε είναι ικανά να αποκτήσουν την άλλην μόρφωσιν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ιδού πώς. Βεβαίως απ' αρχής παν νεογέννητον συνηθίζει να φωνάζη με δύναμιν, και προ πάντων το ανθρώπινον γένος. Και ωρισμένως περισσότερον από τα άλλα συνδέεται με τα κλάματα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν αι τροφοί προσέχουσαι τι επιθυμεί, το συμπεραίνουν με την προσφοράν του ιδίου πράγματος. Δηλαδή εις όποιαν προσφοράν σιωπά, φρονούν ότι καλά προσφέρουν αυτό το πράγμα, εις όποιαν δε κλαίει και φωνάζει φρονούν ότι το προσφέρουν όχι καλά. Λοιπόν εις τα νήπια η εκδήλωσις των πραγμάτων τα οποία αγαπούν και μισούν είναι τα κλάματα και αι φωναί, τα οποία δεν είναι διόλου καλά σημεία. Αυτό δε το διάστημα δεν είναι μικρότερον των τριών ετών. (1)

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ο δύστροπος και ο άκαμπτος δεν φαίνεται άραγε εις τους δύο σας ότι είναι κλαψάρης και συνήθως περισσότερον φορτωμένος από παράπονα παρ' όσον είναι πρέπον εις τον αγαθόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εγώ τουλάχιστον αυτό φρονώ.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Εάν κανείς εις αυτά τα τρία έτη δοκιμάση με όλας τας μεθόδους πώς το ανατρεφόμενον να δοκιμάση όσον το δυνατόν ολιγώτερον πόνον και φόβον και λύπην εν γένει, άραγε δεν φρονούμεν ότι τότε θα καταστήσωμεν περισσότερον καλόγνωμον και επιεική την ψυχήν του ανατρεφομένου;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως και μάλιστα, φίλε Ξένε, εάν κανείς προπαρασκευάζη δι' αυτό πολλάς ηδονάς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εις αυτό πλέον εγώ δεν ημπορώ να συμφωνήσω με τον Κλεινίαν, αξιοθαύμαστε φίλε. Διότι βεβαίως αυτή η πράξις είναι η μεγαλειτέρα από όλας τας καταστροφάς. Διότι συμβαίνει εις την αρχήν πάντοτε της ανατροφής. Αλλ' ας προσέξωμεν αν λέγομεν τίποτε σπουδαίον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε τι εννοείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι τόρα η συζήτησίς μας δεν περιστρέφεται εις μικρόν ζήτημα. Πρόσεχε δε και συ, και κρίνε συγχρόνως ημάς συ, Μέγιλλε. Δηλαδή ο μεν ιδικός μου διισχυρισμός λέγει ότι δεν πρέπει ούτε τας ηδονάς πάντοτε να επιδιώκη ο ορθός βίος ούτε εις το έπακρον να αποφεύγη τας λύπας, αλλά να προτιμά το μέσον, το οποίον, προ ολίγου το εχαρακτήρισα ως επιείκειαν, την οποίαν βεβαίως διάθεσιν και θεϊκήν την θεωρούμεν όλοι ευστόχως κατά τινα διάδοσιν μαντικήν. Αυτήν την διάθεσιν νομίζω ότι πρέπει να επιδιώκη και όστις από ημάς θέλει να γίνη θείος, και επομένως ούτε εντελώς επιρρεπής να είναι εις τας ηδονάς, διότι δεν θα ημπορέση να μένη πάντοτε έξω από τας λύπας, ούτε κανένα άλλον νέον ή γέροντα αρσενικόν ή θηλυκόν να αφήνη να παθαίνη αυτό το ίδιον, πολύ δε ολιγώτερον το εντελώς νεογέννητον. Διότι βεβαίως εις όλους εμφυτεύεται εις εκείνην την εποχήν ισχυρότερον το ήθος από την συνήθειαν. Ακόμη δε εγώ τουλάχιστον, εάν δεν νομισθώ ότι αστειεύομαι, θα έλεγα ότι πρέπει και τας εγκύους από όλας τας άλλας γυναίκας να περιποιούμεθα περισσότερον εκείνο το έτος, πώς να μη απολαύσουν ηδονάς πολλάς και μανιώδεις ούτε πάλιν λύπας, αλλά να τιμούν την ιλαρότητα και ευμένειαν και μειλιχιότητα εις όλον το διάστημα (της εγκυμοσύνης).

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Δεν έχεις καμμίαν ανάγκην, καλέ Ξένε, να ερωτάς τον Μέγιλλον, ποίος από τους δύο μας ωμίλησε ορθότερα. Διότι εγώ ο ίδιος παραδέχομαι ότι πρέπει όλοι να αποφεύγουν τον βίον της άκρας λύπης και ηδονής, και ότι πρέπει να διάγουν μέσον βίον κάπως. Επομένως καλά είπες και καλά ήκουσες συγχρόνως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ορθά βεβαίως, φίλε Κλεινία. Λοιπόν το εξής ας σκεφθώμεν κατόπιν από αυτά οι τρεις μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι όλα αυτά όσα εξετάζομεν, είναι εκείνα τα οποία οι περισσότεροι τα ονομάζουν άγραφα νόμιμα. Και ό,τι ονομάζουν πατροπαραδότους νόμους δεν είναι τίποτε άλλο παρά όλα αυτά. Ακόμη δε και ο τελευταίος περιχυμένος λόγος μας, ότι δηλαδή ούτε νόμους πρέπει να τα ονομάσωμεν αυτά, ούτε να τα αποσιωπήσωμεν, καλά ελέχθη. Διότι αυτοί είναι οι δεσμοί όλης της πολιτείας ευρισκόμενοι εις το μέσον όλων των γραπτώς θεσπισθέντων νόμων και των υπαρχόντων και όσοι μέλλουν να θεσπισθούν κυριολεκτικώς ως άλλα πατροπαράδοτα και εντελώς αρχαία νόμιμα. Τα οποία, εάν μεν τεθούν και συνηθισθούν καλώς, προφυλάττουν με πλήρη ασφάλειαν τους τότε γραφέντας νόμους, εάν όμως βαδίζουν εσφαλμένως έξω από το καλόν, ωσάν τα υποστηρίγματα των οικοδομών, τα οποία καταρρέουν εις το μέσον και κάμνουν να πέσουν το έν εις το άλλο όλα μαζί εκτός των άλλων και τα καλώς κτισθέντα εις το τέλος, αφού έπεσαν τα πρώτα κάτωθεν. Αυτά λοιπόν σκεπτόμενοι και ημείς, φίλε Κλεινία, πρέπει να σφικτοδέσωμεν ολόγυρα την πόλιν σου, η οποία είναι νέα, χωρίς να παραλείψωμεν το παραμικρόν, όσον μας είναι δυνατόν, από όσα ονομάζουν νόμους ή συνηθείας ή ασχολίας. Διότι με όλα αυτά σφικτοδένεται η πόλις, εάν δε είναι χωρισμένα αυτά μεταξύ των, δεν είναι στερεά. Ώστε δεν πρέπει να απορούμεν, αν πολλά και μικρά μας φαίνονται ως νόμιμα ή συνήθειαι και πλημμυρούντα μας κάμνουν τους νόμους μακροτέρους κάπως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και συ ορθώς ομιλείς και ημείς αυτά θα έχωμεν στον νουν μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν έως εις το τρίτον έτος της ηλικίας, αν κανείς εκτελή αυτά ακριβώς εις το αγόρι και εις το κορίτσι, και δεν μεταχειρίζεται τα λεχθέντα ως πάρεργα, δεν θα είναι ασήμαντα διά την ωφέλειαν των ανατρεφομένων. Και λοιπόν τόρα ίσως είναι ανάγκη να εξετάσωμεν τα παιγνίδια τα αρμόζοντα εις τα τριετή και τετραετή και πενταετή και εξαετή ήθη της ψυχής. Και τόρα πλέον πρέπει να τους ελευθερώσωμεν από την τρυφήν με την τιμωρίαν, όχι όμως την άτιμον, αλλά καθώς ελέγαμεν διά τους δούλους, δηλαδή να μη τους τιμωρούμεν με ύβρεις και να εμπνέωμεν οργήν εις τους τιμωρηθέντας, ούτε να τους αφήνωμεν ατιμωρήτους εις την τρυφηλότητα, αυτό ακριβώς πρέπει να κάμωμεν και διά τους ελευθέρους. Υπάρχουν δε κάποια έμφυτα παιγνίδια εις τους τοιούτους, τα οποία, όταν συναντηθούν, σχεδόν μόνοι των τα εφευρίσκουν. Πρέπει δε πλέον όλα αυτά τα τοιαύτης ηλικίας παιδία να συναθροίζωνται εις τους ναούς των χωρίων των, από τριών ετών έως τα έξ, εκάστου χωρίου όλα ομού εις το ίδιον μέρος. Αι δε τροφοί να φροντίζουν ακόμη διά την ευπρέπειαν και (μη) ασχημοσύνην των τοιούτων, επί κεφαλής δε αυτών των τροφών και όλης της συγκεντρώσεως, να επιστατή μία από τας δώδεκα γυναίκας ως κοσμήτωρ επί έν έτος, από εκείνας που είπαμεν, όποιαν διορίσουν οι νομοφύλακες. Αυτάς δε ας τας εκλέγουν αι αρμόδιαι διά την επιμέλειαν των γάμων, ανά μίαν από εκάστην φυλήν και συνομήλικάς των. Η δε διορισθείσα ας κυριαρχή συχνάζουσα κάθε ημέραν εις τον ναόν και τιμωρούσα εκάστοτε τον αδικούντα, τον μεν δούλον και την δούλην και τον ξένον και την ξένην μόνη της με κάποιους υπηρέτας της πόλεως, τον δε πολίτην, εάν μεν αυτός δυστροπή διά την τιμωρίαν, ας τον φέρη εις τους αστυνόμους, διά να δικασθή, εάν δε δεν δυστροπή, τότε και τον πολίτην ας τον τιμωρή η ιδία. Μετά δε την εξαετή ηλικίαν ας χωρίζεται πλέον το γένος και των δύο φύλων. Και οι μεν παίδες μαζί με τους παίδας, αι δε παρθένοι επίσης ας συναναστρέφωνται μεταξύ των. Πρέπει δε να στραφούν και τα δύο μέρη προς τα μαθήματα, και οι μεν άρρενες εις τους διδασκάλους της ιππικής και των τόξων και των ακοντίων και της σφενδόνης, εάν δε κάπως συμβιβάζωνται, έως ότου να μάθουν ας πηγαίνουν και τα θήλεα, και προ πάντων όσα θέλουν να συνηθίσουν τα όπλα. Διότι βεβαίως η σημερινή κατάστασις ως προς αυτά δεν είναι γνωστή σχεδόν εις όλους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι τάχα τα δεξιά μας και τα αριστερά μας είναι εκ φύσεως διαφορετικά ως προς τας χείρας δι' εκάστην πράξιν, καθόσον ως προς τους πόδας και τα κάτω μέλη είναι βέβαιον ότι δεν έχουν καμμίαν διαφοράν. Ως προς τας χείρας όμως από ανοησίαν των τροφών και των μητέρων εμείναμεν ωσάν χωλοί. Διότι η φύσις και των δύο μερών του σώματος είναι σχεδόν ισόρροπος, αλλά μόνοι μας από συνήθειαν τα κατεστήσαμεν διάφορα μεταχειριζόμενοι αυτά όχι ορθώς. Δηλαδή εις όσα έργα δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά, λόγου χάριν να χρησιμοποιούμεν την μεν λύραν με την αριστεράν χείρα, το δε πλήκτρον με την δεξιάν, εις αυτά δεν δυσκολευόμεθα, καθώς και εις τα όμοια. Έχοντες δε αυτά ως παραδείγματα, εάν δεν τα εφαρμόσωμεν και εις άλλα ομοίως, θα ήτο μωρία. Απέδειξε δε αυτά ο νόμος των Σκυθών, οι οποίοι δεν τεντώνουν μόνον με την αριστεράν το τόξον, ενώ με την δεξιάν κρατούν το βέλος, αλλά εξ ίσου μεταχειρίζονται και τας δύο χείρας διά τα δύο αυτά. Πλείστα δε άλλα παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν και εις τας ηνιοχείας και εις άλλα, από τα οποία ημπορούμεν να εννοήσωμεν, ότι στρεβλώνουν την φύσιν όσοι κάμνουν τα αριστερά αδυνατώτερα από τα δεξιά. Αυτά δε, καθώς είπα, δεν είναι τόσον σπουδαία επί κερατίνων πλήκτρων και παρομοίων οργάνων, έχουν όμως μεγάλην διαφοράν, όταν πρόκειται να μεταχειρισθή κανείς εις τον πόλεμον σιδηρά είτε τόξα είτε ακόντια και όλα τα παρόμοια. Διαφέρει δε πάρα πολύ ο μαθών από τον μη μαθόντα και ο γυμνασμένος από τον αγύμναστον. Διότι καθώς ο ασκηθείς τελείως εις το παγκράτιον ή την πυγμήν ή την πάλην πρέπει από μεν τα αριστερά μέρη να μη είναι ανίκανος να πολεμή, και μήτε να χωλαίνη μήτε εσφαλμένως να έλκη όταν κανείς μοιράζη και εις τα δύο την δύναμιν και τα αναγκάζη να κοπιάζουν, ακριβώς το ίδιον, νομίζω, πρέπει να θεωρούμεν ορθόν και διά τα όπλα και διά τα άλλα, ότι δηλαδή όστις θέλει να έχη διπλά τα αμυντικά και τα επιθετικά μέσα του δεν πρέπει από αυτά όσον είναι δυνατόν τίποτε να μη αφήση να μείνη αργόν. Εάν δε βεβαίως εγεννάτο κανείς έχων την φύσιν του Γηρυόνου ή του Βριάρεω, τότε με τας εκατόν χείρας πρέπει να είναι ικανός να ρίπτη εκατόν βέλη. Δι' όλα δε αυτά η φροντίς πρέπει να ανατεθή εις τας αρχούσας και τους άρχοντας, και εκείναι μεν να γίνουν επιθεωρηταί εις τα παιγνίδια και εις τας τροφούς, αυτοί δε εις τα μαθήματα, διά να γίνουν όλοι και όλαι αρτιόποδες και αρτιόχειρες και όσον είναι δυνατόν να μη βλάπτουν διόλου με την άσκησιν τα φυσικά των χαρίσματα.

Τα δε μαθήματα ημπορούμεν να ειπούμεν ότι είναι δύο ειδών, και τα μεν περιστρεφόμενα εις το σώμα αποτελούν γενικώς την γυμναστικήν, τα δε της καλλιεργείας της ψυχής αποτελούν την μουσικήν. Και πάλιν της γυμναστικής είναι δύο είδη, ο χορός και η πάλη. Του δε χορού άλλο είδος είναι η μίμησις της εκφράσεως των ποιημάτων, με την πιστήν απόδοσιν της μεγαλοπρεπείας και της ελευθεριότητος, και άλλο το χάριν της ευρωστίας και της ελαφρότητος και της ευμορφίας των μελών αυτού του σώματος, με απόδοσιν της αρμοδίας κάμψεως και εκτάσεως εις έκαστον από αυτά, και με εύρυθμον κίνησιν τελείως διαμοιραζομένην και ομοιόμορφον εις όλον τον χορόν. Και ωρισμένως ως προς την πάλην όσα μεν ο Ανταίος ή ο Κερκύων με ιδικήν των εφεύρεσιν εσυστηματοποίησαν διά άχρηστον φιλονικίαν, ή ο Επειός και ο Άμυκος διά την πυγμήν, επειδή δεν είναι διόλου χρήσιμα διά την συμμετοχήν εις τον πόλεμον, δεν είναι άξια να τα υμνήσωμεν με λόγον. Όσα δε εις την ορθήν πάλην εκτελούνται με το γύρισμα των λαιμών και των χειρών και των πλευρών, μέσα εις τον ανταγωνισμόν και την αξιοπρεπή διάταξιν χάριν ρωμαλεότητος και υγείας, αυτά όλα, επειδή είναι χρήσιμα εις όλα, δεν πρέπει να τα παραμελήσωμεν, αλλά να τα επιβάλωμεν και εις τους μαθητάς και εις τους διδασκάλους, όταν φθάσωμεν εις το σχετικόν μέρος των νόμων, ώστε αυτοί μεν όλα αυτά να τα προσφέρουν με εύνοιαν, εκείνοι δε να τα δέχωνται ευγνωμόνως. Ούτε πάλιν πρέπει να παραλείψωμεν τας κινήσεις όσαι είναι άξιαι μιμήσεως, καθώς είναι εις τον τόπον αυτών εδώ των Κουρήτων (2) τα ένοπλα παιγνίδια, εις δε την Λακεδαίμονα των Διοσκούρων. Εις ημάς δε πάλιν η κόρη και δέσποινα Περσεφόνη ευχαριστηθείσα από το παιγνίδι του χορού, ενόμισε ότι δεν πρέπει να παίζη με αδειανά χέρια, αλλά να στολισθή με τελείαν πανοπλίαν και τότε να εκτελέση τον χορόν. Τα οποία βεβαίως πρέπει να τα μιμούνται οι νέοι και αι νέαι, τιμώντες την ευχαρίστησιν της θεάς και χάριν του πολέμου και των εορτών. Οι δε παίδες, από μικράν ηλικίαν και ενόσω ακόμη δεν πηγαίνουν εις τον πόλεμον, να κάμνουν επισκέψεις και πομπάς εις όλους τους θεούς στολισμένοι με όπλα και με ίππους και να κάμνουν ταχύτερον ή βραδύτερον με χορόν ή με βηματισμόν τας προσευχάς των προς τους θεούς και τους παίδας των θεών. Ακόμη δε και εις τους αγώνας και τους προαγώνας όχι δι' άλλα τίποτε, αλλά δι' αυτά πρέπει να προαγωνισθούν. Διότι αυτοί και εν καιρώ ειρήνης και εις τον πόλεμον είναι χρήσιμοι και έξω εις την πόλιν και εις τας ιδιωτικάς οικίας, οι δε άλλοι κόποι και τα παιγνίδια και αι ασχολίαι με τα σώματα δεν ανήκουν εις τους ελευθέρους, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία.

Λοιπόν αυτό το οποίον εις τους πρώτους λόγους είπα ότι πρέπει να εξετασθή ως γυμναστική σχεδόν το εξήτασα πλέον και είναι συμπληρωμένον. Εάν όμως σεις έχετε καμμίαν καλλιτέραν από αυτήν, φέρετέ την εις το μέσον και ειπέτε την.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Δεν είναι εύκολον, καλέ Ξένε, να αφήσωμεν αυτά και να έχωμεν άλλα να ειπούμεν διά την γυμναστικήν και τα αγωνίσματα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν διά τα ερχόμενα κατόπιν δώρα των Μουσών και του Απόλλωνος, τότε μεν, ως να τα εξηντλήσαμεν εντελώς, ενομίσαμεν ότι πρέπει να αφήσωμεν μόνον την γυμναστικήν. Τόρα όμως είναι φανερά ποία είναι και ότι πρέπει να τα ειπούμεν μεταξύ των πρώτων. Λοιπόν ας ομιλήσωμεν εις την συνέχειαν περί αυτών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πρέπει να ομιλήσωμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακούσατε λοιπόν εμέ, τον οποίον ηκούσατε και προηγουμένως. Και όμως πρέπει να προσέχη διά το υπερβολικά παράλογον και ασυνήθιστον και ο ομιλών και ο ακούων, και μάλιστα τόρα. Δηλαδή εγώ τόρα θα ομιλήσω λόγον όχι ακίνδυνον, και όμως κάπως θα λάβω θάρρος και δεν θα τον διακόψω.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον λόγον εννοείς, καλέ Ξένε;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φρονώ ότι εις όλας τα πόλεις δεν είναι γνωστόν ότι το είδος των παιγνιδίων είναι σπουδαιότατον διά την νομοθεσίαν και διά την μονιμοποίησιν ή όχι των τεθέντων νόμων. Διότι, εάν μεν τακτοποιηθή αυτό και εφαρμοσθή το να παίζουν οι ίδιοι με τους ίδιους όρους και με τον ίδιον τρόπον πάντοτε και να διασκεδάζουν με τα ίδια παιγνίδια, τούτο αφήνει και τα σοβαρά νόμιμα να μένουν ήσυχα· εφ' όσον όμως αυτά τα ίδια μετακινούνται και νεωτερίζουν, και λαμβάνουν όλας τας μεταβολάς διαρκώς και ποτέ οι νέοι δεν θεωρούν ευχάριστα τα ίδια ούτε εις τους σχηματισμούς των ιδικών των σωμάτων ούτε εις τα ίδια σκεύη ομολογούν ότι έγκειται το ωραίον και το άσχημον, αλλά εκτιμάται υπερόχως όστις νεωτερίζει και εισάγει κάτι νέον διάφορον από τα συνηθισμένα και ως προς τα σχήματα και ως προς τα χρώματα και όλα τα παρόμοια, τότε διά την πόλιν είναι πολύ ορθόν να ειπούμεν ότι δεν υπάρχει καταστροφή μεγαλιτέρα από αυτήν. Διότι ανεπαισθήτως μετακινούν τα ήθη των νέων και κάμνουν δι' αυτούς το μεν παλαιόν άτιμον, το δε νέον έντιμον. Από αυτήν δε, επαναλαμβάνω, και την λέξιν και την δοξασίαν δεν υπάρχει μεγαλιτέρα ζημία εις όλας τας πόλεις. Ακούσατε πόσον κακόν θεωρώ ότι είναι αυτό.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Άραγε μήπως εννοείς το να κατακρίνεται η αρχαιότης μέσα εις τας πόλεις;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λοιπόν δεν μας έχεις μηδαμινούς ακροατάς εις αυτόν τον λόγον, αλλά όσον είναι δυνατόν ευνοϊκωτάτους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό είναι επόμενον τουλάχιστον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε και μη σε μέλει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εμπρός λοιπόν ας τον ακούσωμεν εκτενέστερον κάπως ημείς οι ίδιοι και από ημάς τους ίδιους προερχόμενον (!). Δηλαδή την μεταβολήν όλων των πραγμάτων εκτός των κακών θα την εύρωμεν πολύ απατηλοτέραν εις όλας τας εποχάς, τους ανέμους, τας διαίτας των σωμάτων, τους τρόπους της ψυχής, και γενικώς όχι μόνον εις αυτά εδώ και όχι και εις εκείνα, αλλά εις όλα, εκτός, καθώς είπα προ ολίγου, εις τα κακά. Ώστε, εάν κανείς ρίψη έν βλέμμα εις τα σώματα θα ιδή ότι με όλα μεν τα φαγητά, με όλα δε τα ποτά και τους κόπους εξοικειώνονται, και, ενώ εις την αρχήν ταράσσονται από αυτά, κατόπιν ένεκα αυτών των ιδίων με την πολυκαιρίαν αποκτήσαντα σάρκας σχετικάς με αυτά γίνονται φιλικά συνειθισμένα και γνώριμα με όλην αυτήν την δίαιταν και διάκεινται άριστα εις την ηδονήν και την υγείαν. Και, αν τυχόν κάποτε αναγκασθή κανείς να μεταβάλη πάλιν οποιανδήποτε ευδόκιμον δίαιταν, εις την αρχήν τουλάχιστον συνταράσσεται από ασθενείας και πολύ αργά αποκαθίσταται εις την κράσιν του, αφού αποκτήση την συνήθειαν της διαίτης αυτής εκ νέου. Αυτό λοιπόν το ίδιον πρέπει να φρονούμεν ότι συμβαίνει και εις τας διανοίας των ανθρώπων και συγχρόνως εις τα φυσικά της ψυχής των. Δηλαδή με όποιους νόμους ανατραφούν, όταν αυτοί με κάποιαν θεϊκήν μοίραν μείνουν ακίνητοι εις μακρόν διάστημα, ώστε κανείς να μην ενθυμήται ούτε να ήκουσε ότι άλλοτε ήσαν διαφορετικοί από σήμερον, τότε σέβεται και φοβείται η ψυχή να μετακινήση κάτι τι από τα υπάρχοντα τότε καθεστώτα. Λοιπόν πρέπει έκαστος πολίτης να σκεφθή μέθοδον, πώς να συμβή τούτο με οποιονδήποτε τρόπον εις την πόλιν. Λοιπόν εγώ την εξής μέθοδον ευρίσκω. Όλοι θεωρούν μεταβλητά τα παιγνίδια των νέων, καθώς ελέγαμεν προηγουμένως, και ότι είναι πραγματικώς παιγνίδια και ότι δεν συμβαίνει μεγίστη πρόοδος ή βλάβη από αυτά, και διά τούτο δεν τα εμποδίζουν, αλλά τα παρακολουθούν υποχωρούντες, και δεν σκέπτονται ότι αυτοί, οι οποίοι νεωτερίζουν εις τα παιγνίδια, θα γίνουν κατόπιν διαφορετικοί άνδρες από εκείνους, οι οποίοι είναι τόρα και οι οποίοι ήσαν προηγουμένως παίδες, αφού δε θα γίνουν διαφορετικοί, θα ζητούν άλλον βίον και τοιουτοτρόπως θα επιθυμήσουν άλλας ασχολίας και νόμους και κατόπιν από αυτό, ωσάν να ήλθε εις την πόλιν το μεγαλίτερον κακόν, δεν θα φοβήται κανείς από αυτούς. Και τα μεν άλλα, όταν μεταβάλλωνται, ολιγώτερα κακά προξενούν, δηλαδή όσα πάσχουν το τοιούτον ως προς το εξωτερικόν σχήμα (τρόπους). Όσα όμως περιστρέφονται εις τα ήθη και ευκόλως μεταπίπτουν από τον έπαινον εις την κατάκρισιν, νομίζω ότι αυτά έχουν ανάγκην της μεγαλιτέρας προσοχής από όλα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Άραγε πιστεύομεν εις τους προηγουμένους λόγους, όπου ελέγαμεν, ότι δηλαδή οι ρυθμοί και όλη η μουσική είναι απομίμησις των τρόπων των καλλιτέρων και των χειροτέρων ανθρώπων, ή πώς αλλέως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Διόλου διαφορετική δεν ημπορεί να είναι η γνώμη από μέρους μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν φρονούμεν ότι πρέπει να σκεφθώμεν παν μέσον, ώστε οι παίδες μας να μη επιθυμούν να δοκιμάζουν άλλας μιμήσεις εις τους χορούς και τας μελωδίας, ούτε να ημπορέση κανείς να τους καταπείση, όταν τους παρουσιάζη όλων των ειδών τας ηδονάς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν κανείς από ημάς γνωρίζει καμμίαν καλλιτέραν τέχνην δι' αυτά από τους Αιγυπτίους;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίαν λοιπόν εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Να καθιερωθούν όλοι οι χοροί και όλαι αι μελωδίαι, και να ορισθούν πρώτον μεν αι εορταί ολοκλήρου του έτους ομού ποίαι πρέπει να γίνωνται εις την δείνα εποχήν και εις τους δείνα θεούς και εις τους παίδας αυτών και τους δαίμονας. Έπειτα δε εις εκάστην θυσίαν των θεών ποία ωδή πρέπει να ψάλλεται και με ποίους χορούς πρέπει να γεραίρεται η θυσία εκείνη, αυτά να τακτοποιήσουν πρώτον μερικοί, και όσα ορισθούν να τα καθιερώσουν με θυσίας εις τας Μοίρας και όλους τους άλλους θεούς όλοι οι πολίται συγχρόνως, εκάστην δηλαδή ωδήν εις έκαστον θεόν και εις εκάστην από τας άλλας θεότητας. Εάν δε κανείς έξω από αυτά προσφέρη εις κάποιον θεόν άλλους ύμνους και χορούς, τότε να έχουν το δικαίωμα οι ιερείς και αι ιέρειαι μετά των νομοφυλάκων να τους εμποδίζουν ευσεβώς συμφώνως με τον νόμον, ο δε εμποδιζόμενος, εάν δεν παύη εκουσίως, να υφίσταται εις όλην του την ζωήν δίκας ασεβείας από τον πρώτον επιθυμούντα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αφού λοιπόν εφθάσαμεν εις αυτό το μέρος του λόγου, ας υποστώμεν ό,τι αρμόζει εις τον εαυτόν μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ως προς τι εννοείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πας νέος βεβαίως, πολύ δε περισσότερον ο ηλικιωμένος, όταν ιδή ή και ακούση απλώς κανέν έκτροπον και όλως ασυνήθιστον, ποτέ δεν είναι δυνατόν να κατευνάση την αμφιβολίαν περί αυτού, τόσον αποτόμως σπεύδων, αλλά θα σταθή ωσάν να ευρίσκεται εις διασταύρωσιν οδών και να μη γνωρίζη καλά τον δρόμον, είτε τύχη μόνος του να βαδίζη είτε μαζί με άλλους, και θα ερωτήση τους άλλους διά την απορίαν του, και δεν θα ξεκινήση προηγουμένως, πριν να βεβαιωθή με την εξέτασιν της διευθύνσεως, πού άραγε θα τον οδηγήση. Και λοιπόν και ημείς τόρα το ίδιον πρέπει να κάμωμεν. Δηλαδή, αφού τόρα εις την συζήτησιν των νόμων μας έτυχε ένας παράδοξος λόγος, είναι ανάγκη να κάμωμεν όλην την εξέτασιν, και όχι τόσον ευκόλως να αποφανθώμεν διά τόσον σπουδαίον πράγμα, αφού έχομεν τόσον μεγάλην ηλικίαν, και να διισχυριζώμεθα ότι ημπορούμεν εις την στιγμήν να ειπούμεν κάτι τι σαφές.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εις αυτό μεν θα δώσωμεν καιρόν, θα το επικυρώσωμεν δε τότε, όταν το εξετάσωμεν επαρκώς. Αλλά τόρα, διά να μην εμποδισθώμεν ματαίως να τελειώσωμεν την συνέχειαν της διατάξεως των νόμων τούτων, ας προχωρήσωμεν προς το τέλος αυτών. Διότι είναι πολύ πιθανόν, αν θέλη ο θεός, και αυτή όλη η έρευνα εάν τελειώση ικανοποιητικώς, να μας εξηγήση και αυτήν την τορινήν μας απορίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά ομιλείς, καλέ Ξένε, και ας κάμωμεν καθώς είπες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, είπαμεν, ας δεχθώμεν αυτό το παράλογον, δηλαδή να γίνουν νόμοι αι ωδαί μας, καθώς έκαμαν οι παλαιοί ως προς την κιθαρωδίαν και τους ωνόμασαν νόμους διά παρόμοιον λόγον, καθώς φαίνεται. Ώστε πολύ πιθανόν ούτε εκείνοι να μη απεμακρύνοντο από αυτό που λέγομεν τόρα, αλλά να το εμάντευσε κανείς ωσάν εις τον ύπνον του ή και εις τον ξύπνον του. Και λοιπόν η απόφασις περί αυτού ας είναι η εξής. Έξω από τας δημοσίας μελωδίας και τα ιερά και όλους τους χορούς των νέων κανείς ας μη προφέρη τίποτε περισσότερον ή διαφορετικόν από τους νόμους ούτε μετακίνησιν να εκτελή. Και ο μεν τοιούτος ας απομακρύνεται ατιμώρητος, όστις δε δεν υπακούει, καθώς είπαμεν προ ολίγου, ας τον τιμωρούν οι νομοφύλακες και αι ιέρειαι και οι ιερείς. Αυτά δε τόρα ας είναι παραδεκτά εις την συζήτησίν μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ας είναι παραδεκτά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά με ποίον τρόπον ημπορεί κανείς να νομοθετήση αυτά χωρίς να περιγελασθή; Λοιπόν ας εξετάσωμεν και το εξής ακόμη ως προς αυτά. Είναι ασφαλέστερον να κατασκευάσωμεν ως είδος εκμαγεία πρώτον με τον λόγον. Εννοώ δε έν μεν από αυτά τα εκμαγεία να είναι το εξής. Αφού γίνη θυσία και καούν τα σφάγια συμφώνως με τον νόμον, εάν κανείς, λέγομεν, ατομικώς παρουσιαζόμενος εις τους βωμούς και τα ιερά, είτε υιός είτε αδελφός, βλασφημή παντός είδους βλασφημίας, άραγε τότε δεν θα ειπούμεν ότι εμπνέει με τους λόγους του απογοήτευσιν και κακήν πρόρρησιν και μαντείαν διά τον πατέρα του και τους άλλους συγγενείς του;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εις τα ιδικά μας μέρη αυτό γίνεται, πάντοτε σχεδόν, διά να εκφρασθώ ούτω πως, εις όλας τας πόλεις. Δηλαδή, όταν καμμία αρχίση να εκτελέση δημοσίως καμμίαν θυσίαν, κατόπιν έρχεται όχι είς χορός, αλλά πλήθος χορών, και αφού σταθούν οι χορευταί όχι μακράν από τους βωμούς αλλά πλησίον αυτών, κάποτε ξεστομίζουν κάθε είδος βλασφημίας επάνω εις τα ιερά, με λέξεις και με ρυθμούς και με θρηνωδεστάτας μελωδίας συγκλονίζοντες τας ψυχάς των ακροατών, και όστις κατορθώση να κάμη την θυσιάζουσαν πόλιν να δακρύση αμέσως, αυτός αναγνωρίζεται νικητής. Αυτόν λοιπόν τον νόμον άραγε δεν τον καταργούμεν; Και αν τυχόν γίνη ανάγκη να ακούσουν οι πολίται τοιαύτας θρηνωδίας, όταν συμβούν όχι ημέραι φαιδραί αλλά αποφράδες, τότε θα ήτο καλόν μάλλον απ' έξω να έλθουν κάποιοι χοροί ωδικοί μισθωμένοι, καθώς είναι οι πληρωνόμενοι διά να συνοδεύουν τους νεκρούς με κάποιαν Καρικήν μούσαν. Ακριβώς αυτό έπρεπε να γίνεται και εις αυτάς τας ωδάς, και μάλιστα ως επίδειξις διά τας επικηδείους ωδάς δεν αρμόζουν οι στέφανοι ούτε οι χρυσοί στολισμοί, αλλά όλως το αντίθετον, διά να τελειώνω όσον το δυνατόν την ομιλίαν μου περί αυτών. Απλώς δε το εξής σας ερωτώ πάλιν περί αυτών, αν σας αρέσει αυτό ως πρώτον εκμαγείον με τας ωδάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Η ευφημία. Και μάλιστα αν θέλετε να είναι το είδος της ωδής μας εντελώς εύφημον; Ή θέλετε να μη σας εξαναρωτώ, αλλά να το παραδέχωμαι ούτως πως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα παραδέξου το. Διότι αυτός ο νόμος επικυρώνεται με όλας μας τας ψήφους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν κατόπιν από την ευφημίαν ποίος έρχεται ως δεύτερος νόμος της μουσικής; Όχι άραγε το να γίνωνται προσευχαί εις τους θεούς, εις τους οποίους θυσιάζομεν εκάστοτε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τρίτος δε νόμος θα είναι, νομίζω, ότι οι ποιηταί πρέπει να γνωρίζουν ότι αι προσευχαί είναι παρακλήσεις εις τους θεούς. Και λοιπόν πρέπει αυτοί πολύ να προσέχουν μήπως απατηθούν κάποτε και ζητήσουν τίποτε κακόν ως αγαθόν. Διότι βεβαίως αυτό το πάθημα θα ήτο γελοίον, εάν πραγματοποιηθή τοιαύτη ευχή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ημείς ολίγον προηγουμένως δεν επείσθημεν εις τον λόγον, ότι πρέπει ούτε αργυρούς πλούτος ούτε χρυσούς να ευρίσκεται εντός της πόλεως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν διά ποίον πράγμα να δεχθώμεν ότι χρησιμεύει ως παράδειγμα αυτός ο διισχυρισμός; Άραγε όχι διά το εξής, ότι δηλαδή το γένος των ποιητών δεν είναι ικανόν να γνωρίζη τόσον καλά τα αγαθά και τα μη αγαθά; Λοιπόν, εάν κανείς ποιητής συνθέση με λέξεις ή και με μελωδίαν εσφαλμένας ευχάς, θα κάμη ημάς τους πολίτας να προσευχώμεθα τα αντίθετα διά σπουδαιότατα πράγματα. Και όμως, καθώς ελέγαμεν, από αυτό το σφάλμα δεν θα εύρωμεν πολλά άλλα μεγαλίτερα. Λοιπόν θέλετε να δεχθώμεν και αυτόν τον νόμον και τον τύπον ως ένα από τους σχετικούς με την μούσαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον; Ειπέ το σαφέστερον εις ημάς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ο ποιητής έξω από τα νόμιμα της πόλεως και τα δίκαια ή τα καλά ή τα αγαθά τίποτε δεν πρέπει να κάμνη, όσα δε συνθέση να μην έχη το δικαίωμα να τα δείξη εις κανένα ιδιώτην προηγουμένως πριν να παρουσιασθούν εις τους ιδίους τους εκλεχθέντας δι' αυτά κριτάς και νομοφύλακας και να εγκριθούν. Σχεδόν δε υπάρχουν οι νομοθέται, τους οποίους εξελέξαμεν διά τα μουσικά και ο επιμελητής της παιδείας. Και λοιπόν: Καθώς σας ερώτησα πολλάκις θέλετε να τεθή αυτός ο νόμος και ο τύπος και αυτό το τρίτον εκμαγείον, ή πώς φρονείτε;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως να τεθή. Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κατόπιν δε από αυτά είναι ορθότατον να ψάλλωνται ύμνοι θεών και εγκώμια ανάμικτα με προσευχάς, και πάλιν κατόπιν από τους θεούς εις τους δαίμονας και τους ήρωας θα ήσαν αρμόδιαι μαζί με τα εγκώμια αι προσευχαί.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κατόπιν δε από αυτά πλέον πρέπει αμέσως να τεθή χωρίς φθόνον ο εξής νόμος. Όσοι πολίται αποθάνουν, αφού εκτελέσουν με το σώμα των ή με τας ψυχάς των έργα ένδοξα και κοπιώδη και εφάνησαν ευπειθείς εις τους νόμους, αυτοί πρέπει να απολαύσουν εγκώμια.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως όμως όσοι ακόμη ζουν δεν είναι φρόνιμον να τους τιμωρούν με εγκώμια και ύμνους, πριν κανείς να περάση όλην του την ζωήν και να προσθέση καλόν τέλος. Αυτά δε όλα από ημάς ας γίνουν κοινά διά τους άνδρας και τας γυναίκας τους πασιγνώστους αγαθούς και τας αγαθάς. Τας δε ωδάς και τους χορούς πρέπει να τας καθιερώσωμεν ως εξής. Πολλαί υπάρχουν από τους παλαιούς παλαιαί και καλαί συνθέσεις ως προς την μουσικήν και μάλιστα επίσης καλοί χοροί διά τα σώματα, από τους οποίους κανείς δεν φθονεί να εκλέξη το πρέπον και αρμόζον εις το καθεστώς πολίτευμα. Να εκλέξουν δε κριτάς αυτών όχι νεωτέρους από τα πενήντα έτη, και όποιον μεν από τα παλαιά ποιήματα ευρεθή κατάλληλον, να το εγκρίνουν, όποιον δε είναι ελλιπές ή εντελώς ακατάλληλον, αυτό να το απορρίπτουν ολοτελώς. Όποιον δε εκλέγεται, να το μεταρρυθμίζουν, αφού το παραλάβουν ποιητικοί και μουσικοί συγχρόνως άνδρες, εφαρμόζοντες την ποιητικήν των δύναμιν, από δε τας ηδονάς των και επιθυμίας εις πολύ ολίγας εμπιστευόμενοι, και ερμηνεύοντες τον σκοπόν του νομοθέτου να εγκαταστήσουν τον χορόν και την ωδήν όσον το δυνατόν σύμφωνον με το πνεύμα των. Πάσα δε ατακτοποίητος μελέτη ως προς την μουσικήν, όταν λάβη τάξιν και όταν δεν προσφερθή η θελκτική μουσική, είναι πάντοτε πολύ καλλιτέρα. Το ηδονικόν όμως είναι κοινόν εις όλα τα είδη αυτής. Δηλαδή αναλόγως της μουσικής με την οποίαν θα ζήση κανείς από την παιδικήν του ηλικίαν έως την ακμαίαν και σώφρονα, εάν μεν συνηθίση σώφρονα μουσικήν και τακτοποιημένην και ακούση την αντίθετον, την μισεί και την ονομάζει δουλοπρεπή, εάν δε ανατραφή με την κοινήν θελκτικήν, λέγει ότι είναι ψυχρά και αηδής η αντίθετος. Ώστε, καθώς είπαμεν προ ολίγου, το ζήτημα της ηδονής ή της αηδίας της μιας ή της άλλης δεν κερδίζει τίποτε, εκ περισσού δε η μεν μία κάμνει καλλιτέρους τους ανατραφέντας με αυτήν, η δε άλλη χειροτέρους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά το είπες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη δε θα είναι ανάγκη να διακρίνη κανείς με γενικάς γραμμάς τας ωδάς, αι οποίαι αρμόζουν εις τα θήλεα και εις τα άρρενα, και μάλιστα να τας προσαρμόση με τας αρμονίας και με τους ρυθμούς. Διότι θα είναι φρικώδες να παραφωνή εις όλην την αρμονίαν ή να εκτροχιάζεται από τον ρυθμόν, όταν έκαστον από αυτά δεν συμβιβάζεται διόλου με τας μελωδίας. Λοιπόν είναι ανάγκη και αυτών τους τύπους να νομοθετήση. Είναι δε ανάγκη και εις τα δύο γένη να αποδίδη κανείς τα κοινά γνωρίσματα, αλλά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των θηλέων πρέπει να τα εξαίρη με την κυρίαν διαφοράν της φύσεώς των. Επομένως την μεγαλοπρέπειαν και την ροπήν προς την ανδρείαν πρέπει να την θεωρήση ως ανδροπρεπή, την δε περισσοτέραν κλίσιν προς την κοσμιότητα και την σωφροσύνην ως θηλυπρεπέστερον πρέπει να το αναγράψωμεν εις τον νόμον και εις τον λόγον. Η τάξις λοιπόν των ωδών αυτή ας είναι. Τόρα πλέον όμως ας ορίσωμεν την διδασκαλίαν και την παράδοσιν τούτων, δηλαδή με ποιον τρόπον και ποίοι και πότε πρέπει να κάμνουν έκαστον από αυτά. Καθώς λοιπόν ο ναυπηγός, θέτων ως βάσιν την αρχήν της ναυπηγήσεως, σχεδιάζει το σκάρωμα των πλοίων, το ίδιον νομίζω και εγώ ότι κάμνω, δηλαδή, ενώ προσπαθώ να ξεχωρίσω τα σχέδια των διαφόρων βίων συμφώνως με την φύσιν της ψυχής των, πραγματικώς θέτω ως βάσιν το σκάρωμα αυτών, και ορίζω ότι πρέπει να σκεφθώμεν καλά με ποίαν μέθοδον και με ποίους τρόπους συναναστρεφόμενοι θα ταξιδεύσωμεν όσον το δυνατόν καλλίτερον εις αυτό το ταξίδι της ζωής. Και λοιπόν τα ανθρώπινα πράγματα δεν είναι μεν άξια μεγάλης προσοχής, πρέπει όμως να τα μελετώμεν. Αυτό όμως δεν επιτυγχάνει πάντοτε. Αφού όμως εφθάσαμεν έως εδώ, εάν ημπορέσωμεν να το εκτελέσωμεν οπωσδήποτε αρμοδίως, ίσως είναι ανάλογον των δυνάμεών μας. Τι εννοώ όμως άραγε; Εάν μου υποβάλη κανείς αυτήν την ένστασιν, ίσως έχει δίκαιον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εγώ φρονώ ότι πρέπει το μεν σπουδαίον να το σπουδάζωμεν, το δε μη σπουδαίον να μη το σπουδάζωμεν. Εκ φύσεως δε ο μεν θεός είναι άξιος πάσης της αξιομακαρίστου μελέτης, ο άνθρωπος όμως, καθώς είπαμεν προηγουμένως, είναι έν παιγνίδιον εφευρημένον από τον θεόν, και βεβαίως αυτό το έργον αυτού είναι το ανώτερον από όλα. Λοιπόν αυτόν τον τρόπον πρέπει να ακολουθή και να παίζη όσον το δυνατόν ωραιότερα παιγνίδια έκαστος ανήρ και εκάστη γυνή εις όλην των την ζωήν, σκεπτόμενοι αντιθέτως από ό, τι συνηθίζουν τόρα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα βεβαίως νομίζουν ότι αι μελέται πρέπει να γίνωνται χάριν των παιγνιδίων. Δηλαδή τα πολεμικά, τα οποία θεωρούν σπουδαία, νομίζουν ότι πρέπει να τελειοποιούν χάριν της ειρήνης. Αλλά καθώς φαίνεται τόρα εν καιρώ πολέμου δεν υπάρχει δι' ημάς ούτε παιγνίδιον ούτε σπουδή αξιόλογος, ούτε εις το παρόν ούτε εις το μέλλον, η οποία να λέγωμεν βεβαίως ότι είναι το σπουδαιότερον πράγμα. Πρέπει λοιπόν έκαστος να διέλθη περισσότερον και καλλίτερον τον ειρηνικόν βίον. Λοιπόν ποίον είναι το ορθόν;

Πρέπει να περάση κανείς όλην την ζωήν του παίζων μερικά παιγνίδια εις τας θυσίας και ψάλλων και χορεύων, ώστε να ημπορέση τους μεν θεούς να τους καταστήση ευσπλαγχνικούς προς τον εαυτόν του, τους δε εχθρούς να τους αποκρούη και να τους νικά εις την μάχην. Ποίας ωδάς ψάλλων και χορεύων θα κάμη αυτά τα δύο, το μεν γενικόν σχέδιον ελέχθη και ωσάν δρόμοι χωρίζουν εμπρός του, τους οποίους πρέπει να διαβή έχων ελπίδα ότι και ο ποιητής καλά λέγει τους στίχους (3)

     Τηλέμαχε, άλλα μόνος θα βρης με το μυαλό σου
     Και άλλα ο θεός θα σου τα ειπή. Γιατί εγώ νομίζω
     Πως συ με θέλημα θεού εγεννήθης και ανετράφης.

Αυτό λοιπόν το ίδιον πρέπει να έχουν εις τον νουν των και οι ιδικοί μας τρόφιμοι και να φρονούν ότι τα λεχθέντα ελέχθησαν ικανοποιητικώς, μερικά δε και ο δαίμων και ο θεός θα τους συμβουλεύση ως προς τας θυσίας και τους χορούς εις ποίους και πότε προσφέροντες αυτάς και εξιλεώνοντες θα ζήσουν συμφώνως με την φύσιν, το περισσότερον αποτελούντες ταχυδακτυλουργήματα, πολύ δε ολίγον μετέχοντες της πραγματικότητος.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Όλως διόλου εξευτελίζεις, καλέ Ξένε, το ανθρώπινον γένος μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μη απορείς, φίλε Μέγιλλε, αλλά συγχώρησέ με. Διότι έρριψα βλέμμα εις τον θεόν (4) και με την εντύπωσιν εκείνην είπα αυτό που είπα τόρα. Όμως ας είναι το γένος μας όχι μηδαμινόν, αφού το θέλεις, αλλ' άξιον κάποιας προσοχής.

Εις την σειράν όμως κατόπιν από αυτά ελέχθησαν αι οικοδομαί των γυμναστηρίων και των δημοσίων σχολείων εις τρία μέρη εντός της πόλεως, έξω δε από την πόλιν πάλιν εις τρία μέρη γυμναστήρια διά τους ίππους και εκτάσεις τακτοποιημέναι χάριν της τοξικής και των άλλων ακροβολισμών (σφενδόνης) συγχρόνως χάριν μαθήσεως και ασκήσεως των νέων. Εάν δε τυχόν δεν ελέχθησαν τότε ικανοποιητικώς, τάρα ας λεχθούν με την έρευναν των νόμων. Εις όλα δε αυτά να μένουν διδάσκαλοι ξένοι συμφωνημένοι με μισθόν και να διδάσκουν εις τους φοιτώντας όσα μαθήματα συντελούν εις τον πόλεμον και όσα συντελούν εις την μουσικήν. Και όχι μόνον να φοιτά εκείνος, τον οποίον επιτρέπει ο πατήρ του, όποιον δε δεν επιτρέπει να τον αμελούν, αλλά καθώς λέγομεν πας ανήρ και παις όσον είναι δυνατόν πρέπει να μορφωθή υποχρεωτικώς, διότι μάλλον ανήκει εις την πόλιν παρά εις τους γονείς του. Τα ίδια λοιπόν και περί των θηλέων, δηλ. ο ιδικός μου νόμος θα ειπή ότι πρέπει και τα θήλεα να γυμνάζωνται εις όλα, εις όσα και τα άρρενα. Και λέγων τούτο δεν έχω τίποτε να φοβηθώ ούτε από την ιππικήν ούτε από την γυμναστικήν, ότι τάχα εις μεν τους άνδρας αρμόζουν, εις δε τας γυναίκας δεν αρμόζουν. Διότι και από μύθους παλαιούς που έχω ακούσει επείσθην και από σημερινά σχεδόν γνωρίζω ότι αμέτρητες χιλιάδες γυναικών υπάρχουν εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου, τας οποίας τας ονομάζουν Σαυρομάτιδας, αι οποίαι όχι μόνον εις των ίππων αλλά και των τόξων και των άλλων όπλων την άσκησιν μετέχουν υποχρεωτικώς εξ ίσου με τους άνδρας. Κάμνω δε από αυτάς τον εξής συλλογισμόν. Λέγω ότι, αφού αυτά είναι δυνατόν να γίνωνται ούτω πως, τότε είναι εντελώς ανόητα τα γινόμενα εις τα μέρη μας, δηλαδή ότι δεν εκτελούν με μίαν ψυχήν και με μίαν ρωμαλεότητα τα ίδια οι άνδρες και αι γυναίκες. Διότι σχεδόν εις το όλον γίνεται μισή η πόλις από διπλασίαν με τας ιδίας ασχολίας και τους κόπους. Και όμως αυτό θα ήτο παράδοξον σφάλμα δι' ένα νομοθέτην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Φαίνεται βεβαίως. Και όμως, καλέ Ξένε, πάρα πολλά από όσα λέγεις είναι έξω από τα συνηθισμένα πολιτεύματα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' όμως είπα ότι πρέπει να αφήσωμεν να τελειώση η συζήτησις, όταν δε τελείωση καλώς, τότε πλέον να εκλέξωμεν ό,τι κρίνομεν ορθόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ αρμονικά ωμίλησες και με έκαμες να κάμω παρατηρήσεις ο ίδιος εις τον εαυτόν μου, διότι τα είπα αυτά. Λέγε λοιπόν τόρα πάλιν ό,τι σου αρέσει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το εξής μου αρέσει, φίλε Κλεινία, που το είπα και προηγουμένως, ότι δηλαδή, εάν αυτά δεν ήσαν βασανισμένα τελείως με τα έργα ότι είναι δυνατόν να τελεσθούν, ίσως τότε έπρεπε κάπως να εναντιωθή κανείς εις τον λόγον μου, ο οποίος δεν δέχεται με κανένα τρόπον τον νόμον τούτον, και ποτέ δεν θα κατορθώση να εξαλείψη μέσα εις αυτούς την διαταγήν μας, ώστε να μη λέγωμεν ότι πρέπει να μετέχη όσον το δυνατόν εξ ίσου εις την παιδείαν το θήλυ με το άρρεν γένος. Και βεβαίως πρέπει ως εξής να σκεπτώμεθα δι' αυτά. Μήπως, εάν δεν μετέχουν αι γυναίκες με τους άνδρας από κοινού εις όλην την ζωήν, δεν θα είναι ανάγκη να δημιουργηθή κάποια ιδιαιτέρα διάταξις δι' αυτάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως είναι ανάγκη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ποίαν λοιπόν συμμετοχήν εξ όλων των συνηθιζομένων ημπορούμεν να θεωρήσωμεν προτιμοτέραν από αυτήν, την οποίαν ημείς τόρα επιβάλλομεν εις αυτάς; Τάχα αυτήν που εφαρμόζουν εις τας γυναίκας των οι Θράκες και άλλαι πολλαί φυλαί, δηλαδή να καλλιεργούν την γην και να βόσκουν αγέλας και ποίμνια και να υπηρετούν χωρίς καμμίαν διαφοράν από τους δούλους; Ή καθώς ημείς και όλοι οι κάτοικοι εκείνων των μερών; Δηλαδή εις ημάς το εξής συμβαίνει ως προς αυτά. Σωριάζομεν, καθώς λέγουν, εις μίαν κατοικίαν όλα τα πράγματα και τα παραδίδομεν εις τας γυναίκας να τα διαχειρίζωνται και να διευθύνουν τας σαΐττας και όλην την υφαντικήν. Ή μήπως πρέπει να δεχθώμεν τον μέσον βαθμόν τούτου, φίλε Μέγιλλε, τον Λακωνικόν; Δηλαδή ότι πρέπει αι μεν κόραι να μετέχουν εις τα γυμνάσια και εις την μουσικήν, αι δε γυναίκες να απέχουν από την υφαντικήν, και να υφαίνουν μίαν ζωήν γυμνασμένην και όχι διόλου μηδαμινήν και περιφρονημένην, τας δε περιποιήσεις πάλιν και τας διαχειρίσεις και την ανατροφήν των παίδων να τας καταστήσωμεν κοινάς. Εις δε τα πολεμικά να μη λαμβάνουν μέρος, ώστε, ούτε αν παρουσιασθή καμμία επείγουσα ανάγκη να υπερασπισθούν την πόλιν και τα τέκνα των, να μη ημπορούν εντέχνως να λάβουν μέρος εις τα τόξα ως άλλαι Αμαζόνες, ούτε να κρατήσουν ασπίδα και δόρυ και να μιμηθούν την Αθηνάν και να αντικρούσουν γενναίως την εκπόρθησιν της πατρίδος των και, αν όχι άλλο, τουλάχιστον να ημπορέσουν να προξενήσουν φόβον εις τους εχθρούς, όταν παρατηρηθούν εις κάποιαν παράταξιν; Τας δε Σαυρομάτιδας ουδέ εις το ελάχιστον ημπορούν να τας μιμηθούν, εάν ζουν με αυτόν τον τρόπον, συγκρινόμεναι δε με αυτάς εκείναι αι γυναίκες θα εφαίνοντο άνδρες. Εις αυτά λοιπόν όποιος θέλει να επαινή τους νομοθέτας των μερών σας, ας τους επαινή. Εγώ όμως δεν ημπορώ να ομιλήσω διαφορετικά. Διότι ο νομοθέτης πρέπει να είναι πλήρης και όχι μισός και το μεν θήλυ να το παραμελή να εντρυφά με ατακτοποίητον ζωήν, και μόνον διά άρρεν να φροντίζη καλά, και σχεδόν το ήμισυ της ευτυχισμένης ζωής αντί της διπλασίας να αφήνη εις την πόλιν.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Τι θα κάμωμεν, καλέ Κλεινία; θα αφήσωμεν αυτόν τον Ξένον να καταφέρεται τόσον πολύ εναντίον της Σπάρτης μας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα. Αφού δηλαδή του εδώσαμεν το θάρρος, ας τον αφήσωμεν έως ότου να εξετάση εντελώς τους νόμους

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Καλά λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν οφείλω άραγε εγώ να προσπαθήσω, να εξηγήσω την συνέχειαν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πόσην πρόοδον θα έχουν εις την ζωήν των οι άνθρωποι, οι οποίοι τας μεν απολύτους ανάγκας τας έχουν μετρίας, τας δε τέχνας τας εμπιστεύθησαν εις άλλους, ανέθεσαν δε εις τους δούλους την γεωργίαν, η οποία φέρει αρκετόν μερίδιον εις ανθρώπους ζώντας σωφρονικώς, υπάρχουν δε συσσίτια· χωριστά μεν διά τους άνδρας, παραπλεύρως δε τα των συγγενών των, δηλαδή των τέκνων των και των θηλέων και των μητέρων των· είναι δε ανατεθειμένον εις τους άρχοντας και εις τας αρχούσας να απολύουν αυτά εκάστην ημέραν, αφού επιθεωρήσουν και ιδούν την διαγωγήν των συσσίτων, κατόπιν δε, αφού κάμη σπονδήν ο άρχων και οι άλλοι εις τους θεούς, εις τους οποίους είναι καθιερωμένη εκείνη η νυξ και η ημέρα, τότε πλέον να απέλθουν εις τας οικίας των; Εις τους έχοντας λοιπόν τοιαύτην διάταξιν άραγε δεν μένει κανέν υποχρεωτικόν και αρμόδιον έργον, αλλά ως σφακτόν πρέπει έκαστος να ζη, διά να παχαίνη; Λοιπόν βεβαίως δεν το θεωρούμεν δίκαιον ούτε καλόν, ούτε είναι δυνατόν ό,τι ζη ούτω πως να μη λάβη ό,τι του αρμόζει, αρμόζει δε εις αργόν ζώον και οκνηρώς παχυνθέν σχεδόν να φαγωθή από άλλα ζώα υπερβολικά κατατρυχόμενα και έχοντα ανδρείαν και φιλοπονίαν. Αυτά λοιπόν όλα, εάν τα ζητήσωμεν με αρκετήν ακρίβειαν, καθώς τόρα, ίσως δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν, ενόσω δεν αποκτήση έκαστος από ημάς γυναίκας και παίδας και ιδιαιτέρας κατοικίας ατομικώς. Αλλά, εάν πραγματοποιηθούν τα ερχόμενα εις δευτέραν σειράν από εκείνα που λέγομεν, θα ήτο αρκετά καλόν. Λοιπόν εις τους ζώντας κατ' αυτόν τον τρόπον φρονούμεν ότι δεν απομένει το μικρότερον ούτε το μηδαμινώτερον καθήκον, αλλά ότι επιβάλλεται από τον δίκαιον νόμον το ανώτερον από όλα τα καθήκοντα. Δηλαδή από όσα προετοιμάζει η ασχολία του βίου εις όλα τα άλλα έργα, αυτή η οποία επιδιώκει νίκην εις τα Πύθια και εις τα Ολύμπια διπλασίας και πολύ περισσοτέρας ασχολίας, είναι φορτωμένος αυτός ο βίος, ο οποίος εχαρακτηρίσθη ορθότατα ότι ασχολείται εις την τελειοποίησιν της αρετής του σώματος και της ψυχής. Δηλαδή δεν πρέπει να γίνεται κανέν έργον παράκαιρον, το οποίον εμποδίζει να προσφέρη εις το σώμα του τας καταλλήλους ασκήσεις και την τροφήν, ούτε εις την ψυχήν του μαθήματα και ήθη, πάσα δε νυξ και ημέρα ανεξαιρέτως χρησιμοποιουμένη δεν αρκεί σχεδόν εις τον εκτελούντα αυτά να αποκτήση την τελειότητα και την αυτάρκειαν, Αφού λοιπόν αυτά επλάσθησαν ούτω πως, πρέπει να δώσουν όλοι οι ελεύθεροι τάξιν εις την ζωήν των διαρκώς, αρχίζοντες σχεδόν από την μίαν αυγήν έως την άλλην αυγήν και την ανατολήν του ηλίου. Εάν λοιπόν ο νομοθέτης αναφέρη πολλά και μικρά ζητήματα, ίσως νομισθή κάπως άσχημος ως προς την διοίκησιν των οικιών, και ως προς τα άλλα και πόσον αρμόζει να αγρυπνούν όσοι θέλουν να φυλάξουν όλην την πόλιν ακριβώς έως το τέλος. Δηλαδή το να κοιμάται ολόκληρον μίαν οποιανδήποτε νύκτα οποιοσδήποτε πολίτης και να μη είναι φανερός εις όλους τους υπηρέτας ότι εξυπνά και σηκώνεται πάντοτε πρώτος, αυτό πρέπει να θεωρηθή από όλους αισχρόν και όχι αρμόζον εις ελεύθερον, είτε νόμον θελήσωμεν να ονομάσωμεν αυτό είτε ασχολίαν. Και μάλιστα η οικοδέσποινα της οικίας να σηκώνεται από κάποιαν υπηρέτριαν και όχι αυτή πρώτη να σηκώνη τας άλλας, είναι εντροπή να το λέγη εις τον εαυτόν του ο δούλος και η δούλη και ο υπηρέτης και αν είναι δυνατόν και ολόκληρος η οικία. Αφού δε εξυπνήσουν από την νύκτα όλοι, πρέπει να εκτελούν πολλά μέρη από τα πολιτικά και οικογενειακά, οι μεν άρχοντες εις την πόλιν, αι δε οικοδέσποιναι και οι οικογενειάρχαι εις τας οικίας των. Διότι ο πολύς ύπνος δεν είναι εκ φύσεως αρμόδιος ούτε εις τα σώματα ούτε εις τας ψυχάς μας ούτε πάλιν εις τας πράξεις τας περιστρεφομένας εις όλα αυτά. Δηλαδή, όταν κοιμάται κανείς, δεν έχει καμμίαν αξίαν, καθώς και ο μη ζων. Όστις όμως από ημάς φροντίζει πολύ διά την ζωήν και την φρόνησίν του, αυτός αγρυπνεί όσον το δυνατόν περισσότερον καιρόν, λαμβάνων μόνον όσον είναι χρήσιμον εις την υγείαν του. Αυτό δε δεν είναι πολύ, όταν γίνη καλή συνήθεια. Οι δε αγρυπνούντες άρχοντες μέσα εις τας πολιτείας είναι τρομεροί διά τους κακούς εχθρούς και τους κακούς πολίτας, αγαπητοί δε και τίμιοι εις τους δικαίους και σώφρονας και ωφέλιμοι εις τον εαυτόν των και εις όλην την πόλιν.

Λοιπόν, όταν η νυξ διέρχεται κατ' αυτόν τον τρόπον εκτός όλων των λεχθέντων, ημπορεί και να δώση ανδρείαν εις τας ψυχάς εκάστου πολίτου. Όταν δε επανέλθη η ημέρα και η αυγή, οι μεν παίδες πρέπει να βαδίζουν εις τα σχολεία, αλλά χωρίς ποιμένα δεν πρέπει να μένουν ούτε τα πρόβατα ούτε κανέν άλλο, επομένως ούτε οι παίδες χωρίς παιδονόμους, ούτε οι δούλοι χωρίς κυρίους. Ο παις όμως από όλα τα θηρία είναι το πλέον δυσκολομεταχείριστον. Διότι, ενόσω ακόμη η πηγή της φρονήσεώς του δεν είναι κατηρτισμένη, γίνεται επικίνδυνον και σφοδρόν και αγερωχότερον από όλα τα ζώα. Διά τούτο πρέπει να δεσμεύεται με πολλά δεσμά ως είδος χαλινών, πρώτην φοράν μεν όταν απελευθερώνεται από τας τροφούς και μητέρας του με τους παιδονόμους χάριν των παιγνιδιών και της ανηλικότητός του, έπειτα δε και με τους διδάσκοντας οτιδήποτε και με τα μαθήματα ως ελεύθερος. Εάν δε είναι δούλου παις, οποιοσδήποτε ελεύθερος ας τιμωρή και τον ίδιον τον παίδα και τον παιδονόμον του και τον διδάσκαλόν του, εάν κάμνη κανέν τοιούτον σφάλμα. Εάν δε πάλιν ευρεθή κανείς παρών και δεν τιμωρήση δικαίως, πρώτον μεν ας υπόκειται εις το μεγαλίτερον όνειδος, όποιος δε από τους νομοφύλακας προωρίσθη διά την επίβλεψιν των παίδων ας σημειώνη αυτόν που παρευρέθη και δεν ετιμώρησε, ενώ έπρεπε, ή ετιμώρησε, καθώς έπρεπε. Πρέπει δε να είναι διορατικός και να φροντίζη υπερβολικά διά την ανατροφήν των παίδων και να διορθώνη τας φύσεις αυτών, μετατρέπων πάντοτε προς το αγαθόν συμφώνως με τους νόμους.

Αλλά τόρα πάλιν πώς θα μορφώνη αυτόν επαρκώς ο νόμος μας; Διότι έως τόρα δεν είπε τίποτε σαφές ούτε αρκετόν, αλλά μερικά μεν είπε, μερικά δε όχι. Και όμως πρέπει όσον είναι δυνατόν τίποτε να μην παραλείψη και να εξηγή πάντα λόγον, διά να γίνεται αυτός εις τους άλλους εξηγητής και παιδαγωγός. Και λοιπόν τα μεν σχετικά με τον χορόν και με τα μέλη και τα χοροπηδήματα ελέχθησαν, με ποίον τύπον πρέπει να εκλεχθούν και να διορθωθούν και να καθιερωθούν, από όσα δεν είναι μεν τυπωμένα συγγράμματα, χωρίς μέτρα όμως, δεν είπαμεν ακόμη, καλέ μου διδάσκαλε των παίδων, ποία και με ποίον τρόπον πρέπει να μεταχειριζώμεθα. Και βεβαίως ως προς τον πόλεμον ποία πρέπει να μανθάνουν και να μελετούν αυτοί, τα έχεις μέσα εις τον λόγον. Ως προς τα γράμματα όμως πρώτον, και δεύτερον ως προς την λύραν και την λογιστικήν, τα οποία είπαμεν ότι χρειάζονται, και ως προς τα πολεμικά και την οικιακήν οικονομίαν και την διοίκησιν της πόλεως πώς πρέπει να λάβουν όλοι μέρος, και εκτός αυτών ακόμη όσα είναι χρήσιμα από τα ερευνώντα τας κινήσεις των επουρανίων και των άστρων και του ηλίου και της σελήνης εφ' όσον είναι ανάγκη να ενεργή ως προς αυτά όλη η πόλις. —

Αλλά ποία λοιπόν εννοούμεν; Την κατάταξιν των ημερών συμφώνως με το διάστημα των μηνών, και των μηνών συμφώνως με έκαστον έτος, εις τρόπον ώστε αι ώραι και αι θυσίαι και αι εορταί να λαμβάνουν την αρμόζουσαν τάξιν εις αυτάς διά της εκτελέσεως αυτών συμφώνως με την φύσιν, και να παρουσιάζουν την πόλιν ζωντανήν και άγρυπνον και τα οποία εις μεν τους θεούς αποδίδουν τας τιμάς, τους δε ανθρώπους ως προς αυτά τους κάμνουν περισσότερον νοήμονας. Όλα αυτά, φίλε μου, δεν ελέχθησαν καλώς εις σε από τον νομοθέτην. Λοιπόν πρόσεχε καλά εις όσα πρόκειται να ειπούμεν κατόπιν. Είπαμεν ότι πρώτον από τα γράμματα δεν έχεις αρκετάς γνώσεις, και ευρήκαμεν έλλειψιν εις τον λόγον, ότι δεν σου ώρισε ακόμη ακριβώς, αν άραγε πρέπει να προχωρήση εις την εντέλειαν αυτού του μαθήματος όστις μέλλει να γίνη πολίτης, ή όλως διόλου ούτε αρχήν να κάμη. Ομοίως δε και διά την λύραν. Τόρα όμως λέγομεν ότι πρέπει να αρχίση. Και διά μεν τα γράμματα απαιτούνται εις παίδα ηλικίας δέκα ετών τρία έτη, διά να αρχίση δε την λύραν, είναι κατάλληλος καιρός το δέκατον τρίτον έτος της ηλικίας, άλλα δε τρία διά να εξακολουθήση. Και ούτε περισσότερα από αυτά ούτε ολιγώτερα έτη να επιτρέπεται να σπουδάζη παρανόμως, έστω αν αυτός είτε ο πατήρ του αγαπά ή μισή τα μαθήματα. Όστις δε δεν υπακούει ας είναι στερημένος των τιμών των τέκνων του, τας οποίας θα ειπούμεν ολίγον κατωτέρω.

Αλλά εις αυτό το διάστημα τι πρέπει να μανθάνουν οι νέοι και τι να διδάσκουν οι διδάσκαλοι, αυτό πρώτον άκουσε. Λοιπόν, ως προς τα γράμματα (του αλφαβήτου), πρέπει να σπουδάση έως ότου να γίνη ικανός να γράφη και να αναγινώσκη. Το να γίνουν όμως μερικοί τέλειοι εις την ταχυγραφίαν και την καλλιγραφίαν, εάν η φύσις των δεν προχωρή εις τα ορισθέντα έτη, ας αφεθή κατά μέρος, όσον δε διά τα μη ψαλλόμενα με την λύραν διδάγματα των ποιητών, τα οποία υπάρχουν τυπωμένα ως συγγράμματα, άλλα μεν με μέτρον, άλλα δε χωρίς διαιρέσεις ρυθμικάς, τα οποία μάλιστα λέγονται απλώς πεζά συγγράμματα, στερούμενα ρυθμού και αρμονίας, μας διεσώθησαν επικίνδυνα έργα από πάρα πολλούς τοιούτους ανθρώπους. Και αυτά, λαμπροί μου φίλοι νομοφύλακες, τι θα τα κάμετε; Ή τι αν σας διατάξη να κάμετε εις αυτά ο νομοθέτης θα είναι ορθή η διαταγή του; Νομίζω ότι αυτός θα ευρεθή εις μεγάλην απορίαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι είναι αυτή, καλέ Ξένε, η απορία, την οποίαν μόνος σου αποτείνεις εις τον εαυτόν σου;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλά με επρόλαβες, φίλε Κλεινία. Και λοιπόν εις εσάς, οι οποίοι μετέχετε εις την συζήτησιν των νόμων (!), είναι ανάγκη να εξηγήσω τι μου φαίνεται εύκολον και τι όχι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λοιπόν; Ως προς αυτά τόρα, τι πάθημα σου συνέβη και τα λέγεις αυτά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα θα σου το ειπώ. Δηλαδή πολλάκις δεν είναι εύκολον να ομιλή κανείς τα αντίθετα από άπειρα άλλα στόματα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Και πώς; Τάχα ολίγον αντίθετα προς τους πολλούς σου φαίνονται ότι είναι όσα είπαμεν προηγουμένως περί νόμων;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό που λέγεις τόρα είναι πολύ αληθές. Δηλαδή, καθώς μου φαίνεται, με προτρέπεις με τον ίδιον δρόμον, ο οποίος εις πολλούς έγινε μισητός — ίσως όμως και αγαπητός εις άλλους όχι ολιγωτέρους, και, αν ολιγωτέρους, όχι όμως χειροτέρους τουλάχιστον — , με αυτούς με παρακινείς να ριψοκινδυνεύω και να τολμώ να βαδίζω τον δρόμον, τον οποίον ανοίξαμεν με την νομοθεσίαν της συζητήσεώς μας, χωρίς να υποχωρώ διόλου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν δεν υποχωρώ. Λέγω λοιπόν ότι υπάρχουν και πάρα πολλοί ποιηταί εξαμέτρων στίχων και τριμέτρων και όλων εν γένει των μέτρων, άλλοι μεν επιδιώκοντες το σοβαρόν, άλλοι δε το αστείον, με τα οποία λέγουν αυτοί οι αριθμούμενοι εις πολλάς χιλιάδας ότι πρέπει να ανατρέφουν τους ορθώς εκπαιδευομένους και να τους κάμνουν εντριβείς, καθιστώντες αυτούς πολύ προσεκτικούς ακροατάς εις τας αναγνώσεις και πολυμαθείς και μανθάνοντας απ' έξω ολοκλήρους ποιητάς. Άλλοι δε εκλέγουν από όλους μερικά κεφάλαια και απανθίζουν μερικά πλήρη ρητά, και λέγουν ότι πρέπει να τα μάθη απ' έξω όστις θέλει να γίνη αγαθός και σοφός από πολυγνωσίαν και πολυμάθειαν. Δι' αυτούς λοιπόν με προτρέπεις συ να ειπώ με θάρρος, τι λέγουν ορθώς και τι όχι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τι λοιπόν άραγε πρέπει να ειπώ με μίαν εξήγησιν δι' όλα αυτά, διά να απαντήσω ικανοποιητικώς; Νομίζω σχεδόν το εξής, το οποίον και ο καθείς θα μου το συγχωρήση, ότι δηλαδή έκαστος από αυτούς πολλά μεν έχει ειπεί καλώς, πολλά όμως και αντιθέτως. Αφού δε αυτό συμβαίνει ούτω πως, νομίζω ότι φέρει κίνδυνον εις τους παίδας η πολυμάθεια.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς λοιπόν και τι συμβουλεύεις εις τον νομοφύλακα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ως προς τι εννοείς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι παράδειγμα θα έχη υπ' όψει του, ώστε άλλα μεν να επιτρέπη να τα μανθάνουν όλοι οι νέοι, άλλα δε να τα εμποδίζη; Λέγε και μη διστάζεις διόλου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αγαπητέ μου Κλεινία, πλησιάζω να είμαι ευτυχής με κάποιον καλόν τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ως προς τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ως προς το να μη ευρίσκωμαι εις πλήρη απορίαν παραδείγματος. Διότι τόρα έρριψα βλέμμα εις τους λόγους, τους οποίους εσυζητήσαμεν ημείς από την αυγήν έως εδώ, όχι χωρίς κάποιαν έμπνευσιν, μου φαίνεται, των θεών, και οπωσδήποτε μου εφάνησαν ότι ομοιάζουν εντελώς με κάποιαν ποίησιν. Και ίσως δεν είναι διόλου παράδοξον αυτό το πάθημα που μου συνέβη, δηλαδή να ρίψω βλέμμα εις ιδικούς μας λόγους τόσον πολλούς μαζί και να ευχαριστηθώ υπερβολικά. Το κυριώτερον όμως είναι ότι από τους περισσοτέρους λόγους, τους οποίους έμαθα και ήκουσα εις στίχους ή κατ' αυτόν τον τρόπον πεζούς, αυτοί εδώ από όλους μου εφάνησαν πρακτικώτεροι και περισσότερον κατάλληλοι διά να τους ακούουν οι νέοι. Και λοιπόν εις τον νομοφύλακα και εις τον παιδαγωγόν δεν έχω, καθώς νομίζω, να ειπώ άλλο καλλίτερον παράδειγμα παρά να προτρέψουν τους διδασκάλους αυτά να διδάσκουν εις τους παίδας και τα σχετικά και όμοια με αυτά. Δηλαδή, αν ο ίδιος αναγινώσκη έργα ποιητών ή πεζά συγγράμματα ή παρευρίσκεται εις συζήτησιν χωρίς γραπτά και εύρη παρόμοια προς όσα λέγομεν τόρα, να μη τα αμελή διόλου, αλλά να τα γράφη αμέσως. Και πρώτον μεν να αναγκάζη τους ιδίους τους διδασκάλους να τα μανθάνουν και να τα επαινούν, εις όσους δε διδασκάλους δεν αρέσουν αυτά να μη τους έχη συνεργάτας, αλλά μόνον όσοι είναι ομόψηφοι εις τους επαίνους, αυτούς να χρησιμοποιή και εις αυτούς να παραδίδη τους νέους, διά να τους διδάσκουν και να τους εκπαιδεύουν. Αυτός είναι ο λόγος μου εδώ και ούτω πως ας τελειώνη, εφαρμοζόμενος εις τους γραμματοδιδασκάλους συγχρόνως και εις τα γράμματα του αλφαβήτου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ως προς τον σκοπόν μας, φίλε Ξένε, μου φαίνεται ότι δεν παρεκβαίνομεν από το σχέδιον της συζητήσεώς μας. Αν όμως εις το σύνολον επιτυγχάνωμεν ή όχι ίσως αυτό είναι δύσκολον να το διισχυριζώμεθα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως, φίλε Κλεινία, διότι τούτο τότε μόνον θα εννοηθή καλλίτερα, καθώς είναι επόμενον, όταν, καθώς έχομεν ειπεί πολλάκις, φθάσωμεν εις το τέλος της συζητήσεώς μας περί νόμων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν δεν πρέπει άραγε κατόπιν από τον γραμματοδιδάσκαλον να ομιλήσωμεν διά τον κιθαριστήν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν νομίζω ότι ημείς ενθυμούμενοι τους προηγουμένους λόγους θα αποδώσωμεν εις τους κιθαριστάς το αρμόζον μέρος και από την διδασκαλίαν και από όλην την σχετικήν με αυτά εκπαίδευσιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίους λόγους λοιπόν εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είπαμεν, νομίζω, ότι οι ψάλται του Διονύσου οι εξήντα ετών πρέπει να είναι υπερβολικά καλαίσθητοι διά τους ρυθμούς και τας συνθέσεις των αρμονιών, ώστε από την καλήν και την κακήν μίμησιν των μελωδιών, αι οποίαι μιμούνται τα πάθη, όσα συμβαίνουν εις την ψυχήν, να ημπορούν να εκλέγουν τας απομιμήσεις της αγαθής και της αντιθέτου, και αυτά μεν να τα αποβάλλουν, εκείνα δε να τα παρουσιάζουν εις το μέσον και να τα εξυμνούν και να μαγεύουν τας ψυχάς των νέων, προτρέποντες έκαστον να τους ακολουθήση εις την απόκτησιν της αρετής διά των μιμήσεων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν χάριν αυτών πρέπει να μεταχειρίζωνται τους φθόγγους της λύρας και ο κιθαριστής και ο εκπαιδευόμενος διότι αι χορδαί έχουν καθαρούς φθόγγους, και να αποδίδουν συμφώνως με τας χορδάς τους φθόγγους της φωνής των. Την δε υπόκρουσιν και την ποικιλίαν της λύρας, όταν άλλας μεν μελωδίας αποδίδουν αι χορδαί, άλλας δε ο συνθέτης της μελωδίας και μάλιστα ως προς την δύναμιν και την ηρεμίαν, ή την ταχύτητα και την αργοπορίαν και την οξυφωνίαν και βαρυφωνίαν, διά να την αποδίδουν αρμονικώς με τας αντιθέσεις, παρομοίως δε τας διαφόρους ποικιλίας των ρυθμών τας προσαρμοζομένας προς τους φθόγγους της λύρας, όλα αυτά δεν πρέπει να τα διδάξωμεν εις αυτούς οι οποίοι πρόκειται εντός τριών ετών να αποκτήσουν ταχέως ό,τι είναι χρήσιμον από την μουσικήν. Διότι τα αντίθετα συγκρούονται μεταξύ των και μανθάνονται δυσκόλως. Και όμως πρέπει οι νέοι να μανθάνουν όσον το δυνατόν ευκόλως. Διότι τα υποχρεωτικά μαθήματά των δεν είναι ολίγα, θα τα υποδείξη δε όσον προχωρεί η συζήτησις μαζί με τον καιρόν. Αλλά όσον διά την μουσικήν ας φροντίζη ούτω πως ο παιδαγωγός. Όσον δε διά τας μελωδίας καθ' εαυτάς και τας λέξεις τας οποίας πρέπει να διδάξουν οι χοροδιδάσκαλοι (διδάσκαλοι της χωρωδίας) και όλα αυτά ελέχθησαν εις τα προηγούμενα λεπτομερώς, τα οποία μάλιστα είπαμεν ότι πρέπει να καθιερωθούν, και να είναι αρμόδια δι' εκάστην εορτήν, διά να δίδουν δόκιμον ηδονήν εις τας πόλεις και να τας ωφελούν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αληθή είναι και αυτά που ελεπτολόγησες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν είναι πολύ ορθόν να παραλάβη και αυτά ο εκλεχθείς από ημάς άρχων εις την μουσικήν και να επιμελήται με καλήν τύχην, ημείς δε ας ομιλήσωμεν περί χορού και περί της γενικής γυμναστικής του σώματος εκτός εκείνων τα οποία είπαμεν προηγουμένως. Δηλαδή καθώς διά την μουσικήν προσεθέσαμεν το διδακτικόν μέρος το οποίον υπελείπετο, ομοίως ας κάμωμεν και περί της γυμναστικής. Διότι οι παίδες και αι κόραι πρέπει να μανθάνουν να χορεύουν και να γυμνάζωνται. Δεν είναι έτσι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Διά τους παίδας λοιπόν οι χορευταί, διά δε τας κόρας αι χορεύτριαι θα είναι επιτήδειοι να τους γυμνάζουν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ας είναι έτσι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας προσκαλέσωμεν πάλιν αυτόν που θα έχη τας μεγαλιτέρας δυσκολίας, δηλαδή τον επιμελητήν των παίδων, ο οποίος δεν θα έχη πολλήν σχόλην διά να φροντίζη και διά την μουσικήν και διά την γυμναστικήν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς λοιπόν θα είναι εις θέσιν, αφού είναι γεροντότερος, να έχη τόσας φροντίδας;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εύκολα, φίλε μου. Διότι ο νόμος του επιτρέπει και θα επιτρέψη να προσλαμβάνη εις αυτήν την εργασίαν όσους θέλει άνδρας και γυναίκας από τους πολίτας. Θα γνωρίση δε ποίους πρέπει να εκλέξη και θα θελήση να μη σφάλλη εις αυτά έχων την φρόνιμον εντροπήν, και γνωρίζων την σπουδαιότητα του αξιώματός του, και σκεπτόμενος καλώς, ότι, εάν μεν ανατραφούν καλώς οι νέοι, όλα μας πηγαίνουν καλά, όταν δε όχι καλώς, τότε ούτε πρέπει να το ειπούμεν ούτε ημείς το λέγομεν, απομακρύνοντες από την νεόκτιστον πόλιν τους υπερβολικά φιλομάντεις. Λοιπόν είπαμεν πολλά και δι' αυτά, δηλαδή διά τους χορούς και όλας τας κινήσεις της γυμναστικής. Δηλαδή ως γυμναστικήν θεωρούμεν και όλας τας κοπώσεις των σωμάτων εις τον πόλεμον και με την τοξικήν και εν γένει με την ακροβολιστικήν, και με την πελταστικήν και με όλην την οπλομαχίαν και των τακτικών μετακινήσεων και όλων των στρατιωτικών πορειών και στρατοπεδεύσεων και με όσα μαθήματα συντείνουν εις την ιππικήν. Δηλαδή όλων αυτών πρέπει να υπάρχουν κοινοί διδάσκαλοι, λαμβάνοντες μισθόν από την πόλιν και μαθηταί αυτών οι παίδες της πόλεως και οι άνδρες και αι κόραι και αι γυναίκες να γίνουν επιστήμονες όλων αυτών. Και ενόσω μεν είναι κόραι αι γυναίκες να γυμνασθούν εις όλους τους ενόπλους χορούς και τας μάχας, αι δε γυναίκες εις τας μετακινήσεις και εις τας τάξεις και εις την κατάθεσιν και άρσιν των όπλων γυμνασμέναι, αν όχι δι' άλλο τίποτε, τουλάχιστον αν γίνη κάποτε ανάγκη να εγκαταλείψουν πανδήμως με όλας τας δυνάμεις των την πόλιν και να στρατοπεδεύσουν έξω, να είναι ικανοί όσοι θα φυλάξουν τους παίδας και την άλλην πόλιν δι' αυτό το διάστημα, ή και αντιθέτως (διότι τίποτε δεν πρέπει κανείς να βεβαιώνη με όρκον, εάν απ' έξω επιπέσουν οι εχθροί με κάποιαν μεγάλην ρωμαλεότητα και δύναμιν, είτε βάρβαροι είτε Έλληνες, ώστε να γίνη ανάγκη να εκτελεσθή η μάχη χάριν αυτής της πόλεως. Τότε βεβαίως θα είναι μεγάλη έλλειψις της πολιτείας, αι γυναίκες να είναι τόσον αισχρώς αναθρεμμέναι, ώστε ούτε ως όρνεα πολεμούσαι διά τα τέκνα των εναντίον οποιουδήποτε ισχυροτάτου ζώου να μη είναι πρόθυμοι να αποθνήσκουν και να υφίστανται όλους τους κινδύνους, αλλά αμέσως να τρέχουν εις τα ιερά και να πλημμυρίζουν και βωμούς και ναούς και να αποκτήσουν φήμην διά το γένος των ανθρώπων, ότι εκ φύσεως είναι το δειλότερον από όλα τα ζώα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μα τον Δία, φίλε Ξένε, δεν θα ήτο διόλου ευπρεπές, οπουδήποτε συμβή τούτο εις μίαν πόλιν, χωριστά από την δυστυχίαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν να θέσωμεν αυτόν τον νόμον, δηλαδή έως εις αυτόν τον βαθμόν ότι δεν πρέπει αι γυναίκες να αμελούν τα πολεμικά, αλλά όλοι οι πολίται και αι πολίτιδες να γυμνάζωνται;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Εγώ τουλάχιστον συμφωνώ.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν διά την πάλην μερικά μεν τα είπαμεν, το σπουδαιότερον όμως, καθώς εγώ φρονώ, δεν το είπαμεν, ούτε είναι εύκολον να κρίνωμεν αυτό, χωρίς να το αποδεικνύωμεν με το σώμα, ενώ το εξηγούμεν διά του λόγου. Αυτό λοιπόν τότε μόνον θα το κρίνωμεν, όταν ο λόγος παρακολουθήσας την εκτέλεσιν μας πληροφορήση τίποτε σαφές και δι' όλα τα άλλα όσα είπε και ότι με την πολεμικήν σύγκρουσιν όλων των κινήσεων πάρα πολύ συγγενής είναι η τοιαύτη πάλη, και μάλιστα ότι αυτήν πρέπει να την συνηθίζωμεν χάριν εκείνης, όχι όμως εκείνην χάριν αυτής να μανθάνωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά ωμίλησες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Προς το παρόν λοιπόν ας σταθούμεν έως εδώ εις το ζήτημα της παλαιστικής ικανότητος. Διά την άλλην όμως κίνησιν του σώματος ολοκλήρου, της οποίας το περισσότερον μέρος θα ήτο ορθόν να το ονομάση κανείς χορόν, πρέπει να δεχθώμεν ότι υπάρχουν δύο είδη αυτού, το έν το οποίον μιμείται σοβαρώς την κίνησιν των ωραιοτέρων σωμάτων, και το άλλο το οποίον μιμείται την κίνησιν των ασχημοτέρων προς εξευτελισμόν, και έπειτα πάλιν δύο είδη του μηδαμινού και άλλα δύο του σοβαρού. Και λοιπόν του σοβαρού το μεν έν είναι εν καιρώ πολέμου και με βιαίας κοπώσεις συμπλοκή των ωραίων σωμάτων και της ανδρικής ψυχής, το δε άλλο όταν ευρίσκεται εις ευδοκίμησιν η σώφρων ψυχή και εις μετριασμένας ηδονάς, το οποίον πολύ φυσικά ημπορεί κανείς να το ονομάση ειρηνικόν χορόν. Λοιπόν από αυτούς τους δύο τον πολεμικόν, ο οποίος διαφέρει από τον ειρηνικόν, είναι ορθόν να τον ονομάση κανείς πυρρίχιον, ο οποίος μιμείται και την προσεκτικήν αποφυγήν όλων των επιθέσεων με παρακάμψεις και υποχωρήσεις διαφόρους και με υπερπήδησιν εις τα ύψη και με χαμηλώσεις, και τας αντιθέτους από αυτάς κινήσεις, δηλαδή όσαι προσπαθούν να μιμηθούν τας επιθέσεις με δραστήρια σχήματα και την ώραν της ρίψεως των τόξων και των ακοντίων και όλων των κτυπημάτων. Εις αυτά το ορθόν και το τονισμένον το οποίον μιμείται τα αγαθά σώματα και τας ψυχάς συνίσταται συνήθως εις την ευθυγραμμίαν των μελών του σώματος, το δε αντίθετον από αυτά δεν είναι ορθόν. Τον δε ειρηνικόν χορόν πάλιν εις εκάστην λεπτομέρειαν πρέπει να τον εξετάσωμεν ως εξής, διά να ιδούμεν αν κανείς ορθώς ή όχι εκτελεί τον ωραίον χορόν κατά φύσιν και αν συγκαταλέγεται εις τους χορευτάς των ευνομουμένων εθνών. Πρέπει λοιπόν πρώτον να αναλύσωμεν τον φιλονικούμενον χορόν προηγουμένως χωριστά από τον αδιαφιλονίκητον.

Ποίος λοιπόν είναι αυτός και πώς πρέπει να αναλύσωμεν το καθέν είδος; Όσον μέρος του χορού θεωρείται ως βακχεία και είναι μίμησις των μεθυσμένων ακολούθων του Βάκχου, οι οποίοι λέγονται Νύμφαι και Πάνες και Σειληνοί και Σάτυροι, και αι οποίαι εκτελούνται εις μερικούς καθαρμούς και εις τελετάς, ολόκληρον αυτό το είδος του χορού δεν είναι εύκολον να το χαρακτηρίσωμεν ούτε ως ειρηνικόν ούτε ως πολεμικόν ούτε ό,τι άλλο θελήση κανείς. Νομίζω όμως ότι ημπορούμεν να το χωρίσωμεν κατά τον εξής τρόπον, δηλαδή να το θέσωμεν έξω από το πολεμικόν και το ειρηνικόν είδος και να το ονομάσωμεν όχι πολιτικόν αυτό το είδος του χορού, αφού δε το αφήσωμεν εις αυτόν τον τίτλον να επιστρέψωμεν τόρα εις το πολεμικόν και ειρηνικόν συγχρόνως, διότι αυτό ακριβώς υπάγεται εις το θέμα μας. Λοιπόν το μη πολεμικόν είδος της μούσης, το οποίον με χορούς τιμά και τους θεούς και τους παίδας των θεών ημπορεί να αποτελέση έν γένος, όταν γίνεται καλώς, τούτο δε ημπορούμεν να το διαιρέσωμεν εις δύο, το έν μεν είδος αυτού είναι όταν φεύγωμεν τας κοπώσεις και τους κινδύνους και φθάνωμεν εις τα αγαθά, το οποίον έχει μεγαλιτέρας ηδονάς, το δε άλλο όταν τα προηγούμενα αγαθά διατηρούνται και αυξάνουν, το οποίον έχει μετριωτέρας ηδονάς από εκείνα. Εις αυτά λοιπόν τα είδη πας άνθρωπος, όταν μεν αι ηδοναί είναι μεγαλίτεραι, κάμνει κινήσεις του σώματος μεγαλιτέρας, όταν δε μικρότεραι, μικροτέρας, και πάλιν, όταν μεν είναι αξιοπρεπέστερος και περισσότερον συνηθισμένος εις την εξάσκησιν της ανδρείας, κάμνει μικροτέρας κινήσεις, όταν δε είναι δειλός και αγύμναστος εις την σωφροσύνην, κάμνει μεγαλιτέρας και ορμητικωτέρας μεταβολάς της κινήσεως. Και εν γένει δε, όταν φωνάζη είτε ψάλλων είτε ομιλών, δεν κρατεί διόλου εις ακινησίαν ολόκληρον το σώμα του. Διά τούτο η μίμησις των λεγομένων εκτελουμένη με σχήματα αποτελεί όλα τα είδη της χορευτικής τέχνης. Άλλος λοιπόν από ημάς κινείται εις όλα αυτά ορθώς, άλλος δε εσφαλμένως. Και βεβαίως και άλλας πολλάς από τας αρχαίας ονομασίας πρέπει να επαινούμεν ότι ετέθησαν καλώς, και συμφώνως με την φύσιν, μία δε από αυτάς είναι και οι χοροί των ευτυχούντων, οι οποίοι είναι μετριασμένοι ως προς τας ηδονάς, πόσον πραγματικώς ορθώς και μουσικώς τους ωνόμασε οποιοσδήποτε και αν ήτο και πολύ λογικά έθεσε εις αυτούς κοινόν όνομα και τους ωνόμασε όλους εμμελείας, και κατ' αυτόν τον τρόπον δύο είδη του καλού χορού καθιέρωσε, τον πολεμικόν πυρρίχιον, και την ειρηνικήν εμμέλειαν, εις έκαστον από τους δύο αποδώσας το πρέπον και αρμόδιον όνομα. Δι' αυτά λοιπόν ο νομοθέτης οφείλει να περιγράψη τους τύπους των, ο δε νομοφύλαξ να τα εξετάση και να τα ερευνήση και μαζί με την άλλην μουσικήν να συνθέση τους χορούς και να μοιράση εις εκάστην πανήγυριν διά τας θυσίας το κατάλληλον είδος, και, αφού καθιερώση με τοιαύτην τάξιν όλα αυτά, εις το εξής να μη μετακινή κανέν ούτε σχετικόν με τον χορόν ούτε με την ωδήν, και με τας ιδίας ηδονάς πάντοτε να διάγη η ιδία πόλις και οι πολίται, και να μένουν όσον το δυνατόν όμοιοι και να ζουν καλά και με ευτυχίαν.

Και λοιπόν έλαβε τέλος το ζήτημα ποίου είδους πρέπει να είναι οι χοροί των ωραίων σωμάτων και των ευγενών ψυχών. Είναι όμως ανάγκη να εξετάσωμεν και να γνωρίζωμεν και των ασχήμων σωμάτων και σκέψεων και τας μιμήσεις τας περιστρεφομένας εις τας γελοίας κωμωδοποιήσεις, αι οποίαι εκτελούνται με τας λέξεις και με την ωδήν και με τον χορόν και με όλας αυτάς τας μιμήσεις. Διότι χωριστά από τα αξιογέλαστα δεν είναι διόλου δυνατόν να μάθη κανείς τα σπουδαία, καθώς και παν πράγμα, χωρίς το αντίθετον, εάν πρόκειται κανείς να γίνη φρόνιμος. Να τα εκτελέση όμως και τα δύο δεν είναι δυνατόν, και αν πρόκειται κανείς να έχη ολίγην δόσιν αρετής, αλλά ακριβώς διά τούτο πρέπει να τα γνωρίζη, δηλαδή μόνον και μόνον διά να μη κάμνη ή λέγη από άγνοιαν όσα είναι αξιογέλαστα, ενώ δεν πρέπει να τα κάμνη, αλλά εις δούλους και εις μισθωμένους ξένους να επιβάλλη να τα απομιμούνται, μελέτη όμως δι' αυτά ποτέ να μη γίνεται καμμία ούτε να φανή κανείς από τους ελευθέρους ότι μανθάνει αυτά, ούτε γυνή ούτε ανήρ, αλλά να φαίνεται πάντοτε πρωτόπειρος εις αυτάς τας μιμήσεις. Λοιπόν όσα παιγνίδια περιστρέφονται εις τον γέλωτα, τα οποία μάλιστα τα ονομάζομεν όλοι κωμωδίαν, ας έχουν αυτήν την διάταξιν εις τον νόμον και την συζήτησίν μας. Από δε τους σπουδαίους ποιητάς μας τους καταγινομένους εις την τραγωδίαν, εάν έλθη κανείς να μας ερωτήση τα εξής· Καλοί μου ξένοι, θέλετε άραγε να συχνάζωμεν εις την πόλιν και τον τόπον σας ή όχι, και την ποίησίν μας να την μεταφέρωμεν σωρηδόν, ή πώς εκρίνατε ορθόν να κάμετε ως προς αυτά; Λοιπόν τι είναι ορθόν να απαντήσωμεν δι' αυτά εις τους θείους αυτούς ανθρώπους; Δηλαδή εγώ μεν φρονώ τα εξής· Να ειπούμεν: Αγαπητοί φίλοι ξένοι, ημείς είμεθα οι ίδιοι (!) ποιηταί τραγωδίας όσον το δυνατόν ωραιοτάτης και συγχρόνως καλλίστης. Τουλάχιστον όλη η πολιτεία μας αποτελεί μίμησιν του ωραιοτέρου και καλλιτέρου βίου, και αυτό ακριβώς ημείς φρονούμεν ότι είναι η αληθεστέρα τραγωδία. Λοιπόν και σεις μεν είσθε ποιηταί, αλλά και ημείς ποιηταί είμεθα των ιδίων πραγμάτων, ομότεχνοι με σας και ανταγωνισταί του καλλιτέρου δράματος, το οποίον ακριβώς μόνον ο νόμος επλάσθη διά να το εκτελή, καθώς είναι η ιδική μας γνώμη. Λοιπόν μη σας περάση η ιδέα ότι ημείς θα σας αφήσωμεν τόσον εύκολα να στήσετε σκηνάς εις τον τόπον μας μέσα εις την αγοράν και παρουσιάζοντες καλλιφώνους ηθοποιούς φωνάζοντας δυνατώτερα από ημάς να σας επιτρέψωμεν να εκφωνήτε λόγους εμπρός εις τους παίδας και τας γυναίκας μας και όλον τον λαόν, και να λέγετε διά τα ίδια πράγματα όχι συμφώνους θεωρίας με τας ιδικάς μας, αλλά συνήθως μάλιστα πράγματα αντίθετα κατά το πλείστον. Διότι βεβαίως έπρεπε να ήμεθα παράφρονες και ημείς και όλη η πόλις, η οποία θα σας επέτρεπε να κάμετε αυτά που λέγομεν τόρα, πριν να τα εξελέγξουν αι αρχαί, αν είναι ορθά και κατάλληλα να λέγωνται δημοσίως όσα εσυνθέσατε ή όχι. Τόρα λοιπόν, καλά παιδιά, που είσθε απόγονοι των μαλθακών Μουσών, παρουσιάσατε πρώτον εις τους άρχοντας τας ιδικάς σας ωδάς πλησίον των ιδικών μας και, αν μεν φαίνωνται τα λεγόμενά σας τα ίδια ή και καλλίτερα από τα ιδικά μας, θα σας παραχωρήσωμεν χορόν, ειδεμή, δεν θα ημπορέσωμεν ποτέ, καλοί μας φίλοι. Αυτά λοιπόν τα έθιμα ας είναι θεσπισμένα με νόμους ως προς όλους τους χορούς και την μάθησιν αυτών, δηλαδή χωριστά μεν των δούλων, χωριστά δε των κυρίων, εάν συμφωνήτε.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τόρα πλέον (!) πώς δεν συμφωνούμεν βεβαίως;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη λοιπόν υπάρχουν τρία μαθήματα διά τους ελευθέρους, πρώτον οι λογαριασμοί και τα σχετικά με τους αριθμούς, δεύτερον πάλιν η καταμέτρησις του μήκους και της επιφανείας και του βάθους, τρίτον δε ποία είναι εκ φύσεως η περίοδος των ουρανίων σωμάτων. Όλα δε αυτά δεν πρέπει να τα εκτελούν με μεγάλην ακρίβειαν οι περισσότεροι άνθρωποι αλλά πολύ ολίγοι μόνον. Ποίοι όμως, θα το ειπούμεν όταν πλησιάσωμεν προς το τέλος (5). Διότι τότε ίσως είναι πρέπον. Πόσα δε από αυτά είναι αναγκαία εις τον λαόν και πώς είναι ορθόν να λέγωνται, να μη το γνωρίζουν μεν οι περισσότεροι είναι εντροπή, να ζητούν όμως όλα με τας λεπτομερείας, δεν είναι εύκολον ούτε εντελώς δυνατόν. Ό,τι όμως είναι αναγκαίον από αυτά δεν ημπορούμεν να το αποδιώξωμεν, αλλά φαίνεται ότι όστις εφήρμοσε την παροιμίαν της ανάγκης και εις τους θεούς, ότι δηλαδή ούτε ο θεός είναι δυνατόν να πολεμήση την ανάγκην, είχε αυτά υπ' όψει του, εφ' όσον βέβαια, νομίζω, υπάρχουν ανάγκαι των θεών. Άλλως τε ως προς τας ανθρωπίνους ανάγκας τας οποίας έχουν υπ' όψει των οι περισσότεροι, όταν λέγουν αυτήν την παροιμίαν, αυτός ο λόγος είναι ο ανοητότερος από όλους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τότε λοιπόν, καλέ Ξένε, αι ανάγκαι των μαθημάτων, αν δεν είναι τοιαύται αλλά θείαι, ποίου είδους είναι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φρονώ τοιαύται, ώστε, εάν κανείς δεν εκτελέση αυτάς ούτε τας μάθη, διόλου δεν είναι δυνατόν να γίνη θεός μεταξύ των ανθρώπων, ούτε δαίμων ούτε ήρως, ώστε να ημπορή να φροντίζη σοβαρώς διά τους ανθρώπους. Πολύ δε μακράν είναι του να γίνη θείος άνθρωπος, εάν δεν ημπορή να γνωρίζη ούτε το έν ούτε τα δύο ούτε τα τρία ούτε γενικώς τα άρτια και τα περιττά, ούτε εντελώς να αριθμή, ούτε να ημπορή να μετρή τας ώρας της νυκτός και της ημέρας, και να είναι αμαθής της τροχιάς της σελήνης και του ηλίου και των άλλων άστρων. Όλα αυτά λοιπόν ότι μεν δεν είναι αναγκαία μαθήματα εις εκείνον όστις θέλει να μάθη και το ελάχιστον από τα ωραιότερα μαθήματα, θα ήτο πολλή μωρία και να το σκεφθούμεν. Ποίον όμως είναι το καθέν από αυτά και πόσα και πότε πρέπει να τα μάθη κανείς και ποίον είναι μαζί με ποίον, και ποίον χωριστά από τα άλλα και όλην την σύνδεσιν αυτών, αυτά πρώτον πρέπει κανείς να μάθη ορθώς, διά να εννοήση τα άλλα τα οποία εξάγονται από αυτά τα μαθήματα. Διότι τοιαύτην ανάγκην μας επιβάλλει η φύσις, εις την οποίαν φρονούμεν ότι ούτε κανείς θεός τόρα ημπορεί να αντισταθή ούτε εις το μέλλον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως, φίλε Ξένε, τόρα που τα είπες έτσι, φαίνεται ότι είναι ορθά και συμφώνως με την φύσιν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μάλιστα έτσι είναι, φίλε Κλεινία, είναι όμως δύσκολον να τα θέσωμεν εμπρός και να τα νομοθετήσωμεν με αυτόν τον τρόπον. Λοιπόν, εάν εγκρίνετε, ας αναβάλωμεν να τα νομοθετήσωμεν λεπτομερέστερον άλλην φοράν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μου φαίνεσαι, Ξένε μου, ότι φοβείσαι την ιδικήν μας αμάθειαν εις αυτά. Λοιπόν δεν έχεις δίκαιον να φοβήσαι. Επομένως όσον δι' αυτά προσπάθησε να ειπής χωρίς να κρύψης τίποτε.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φοβούμαι μεν και αυτά που λέγεις τόρα, περισσότερον όμως τρομάζω εκείνους που ήρχισαν αυτά τα μαθήματα, αλλά τα ήρχισαν κακώς. Διότι η αμάθεια όλων των πραγμάτων, ποτέ δεν είναι φοβερόν και βαρύ ούτε το μεγαλίτερον κακόν, αλλά η πολυπειρία και πολυμάθεια με την κακήν ανατροφήν είναι πολύ μεγαλιτέρα ζημία από αυτάς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγεις την αλήθειαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πρέπει να παραδεχθώμεν ότι τόσα μόνον πρέπει να μανθάνουν οι ελεύθεροι, όσα και πλήθος πολύ λαού εις την Αίγυπτον μανθάνει μαζί με τα γράμματα. Και πρώτον μεν διά τους λογαριασμούς κυριολεκτικώς σχεδόν διά τους παίδας ευρήκαν μέθοδον με παιγνίδια και με ηδονήν να τους μανθάνουν, και τοιαύτα είναι τα μοιράσματα μήλων και στεφάνων τα οποία εφαρμόζονται και εις περισσοτέρους και εις ολιγωτέρους συγχρόνως, ενώ είναι ο ίδιος αριθμός, έπειτα με τους εφέδρους, των πυκτών και των παλαιστών και με τον συνδυασμόν των διά κλήρου και χωριστά και κατά σειράν, καθώς γίνονται εις το πρα […]

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά μας προτρέπεις, και τόρα ας αποκριθώμεν ότι αυτά είναι αληθή.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ακόμη όμως και το εξής. Άραγε όλοι οι άνθρωποι ομοίως ευχαριστούμεθα με όλους τους χορούς, ή πολύ απέχομεν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ολότελα μάλιστα απέχομεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ποίον ημπορούμεν να δεχθώμεν ότι είναι αυτό που μας απατά; Άραγε δεν είναι τα ίδια πράγματα ωραία δι' όλους μας, ή είναι μεν, αλλά δεν φαίνονται ότι είναι τα ίδια; Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να ειπή κανείς ποτέ ότι οι χοροί της κακίας είναι καλλίτεροι παρά της αρετής, ούτε ότι αυτός μεν ευχαριστείται με τα σχήματα της μοχθηρίας, οι άλλοι όμως με κάποιαν αντίθετον Μούσαν προς αυτά. Και βεβαίως οι περισσότεροι νομίζουν ότι ορθότης της μουσικής είναι η δύναμις η οποία προξενεί εις τας ψυχάς ηδονήν. Αλλ' αυτό μεν δεν είναι ούτε υποφερτόν ούτε απολύτως όσιον να το λέγη κανείς, αλλά το εξής είναι περισσότερον πιθανόν να μας πλανά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Επειδή όσα συμβαίνουν εις τους χορούς είναι μιμήσεις των χαρακτήρων και γίνονται με πολυειδείς πράξεις και τύχας και ηθοποιίας και μιμήσεις, τας οποίας εκτελεί έκαστον πρόσωπον, δι' όσους μεν είναι σύμφωνα με τον χαρακτήρα των όσα εψάλησαν ή και οπωσδήποτε αλλέως εχορεύθησαν ή εκ φύσεως ή από συνήθειαν ή και από τα δύο, αυτοί μεν είναι λογικόν να ευχαριστούνται με αυτά και να τα επαινούν και να τα ονομάζουν καλά, δι' όσους όμως είναι έξω από το φυσικόν των ή τον χαρακτήρα των ή από κάποιαν συνήθειάν των, αυτοί δεν είναι δυνατόν ούτε να ευχαριστούνται, ούτε να τα επαινούν, τα ονομάζουν δε άσχημα. Εις όσους δε αι μεν φυσικαί ιδιότητες είναι ορθαί, αι δε συνήθειαι αντίθετοι, ή αι μεν συνήθειαι ορθαί, αι δε φυσικαί ιδιότητες αντίθετοι, αυτοί πάλιν αποδίδουν επαίνους αντιθέτως από τας ηδονάς. Δηλαδή λέγουν ότι το καθέν από αυτά είναι ηδονικόν, αλλά και πονηρόν, και εμπρός εις άλλους, τους οποίους θεωρούν φρονίμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν όμως μερικά πράγματα δεν επιδέχωνται ούτε άκραν σφοδρότητα ούτε ηρεμίαν, αλλά μόνον μερικά επιδέχονται, όχι όμως και τα άλλα, συ δε όλα τα θεωρείς τοιαύτα, πώς νομίζεις ότι ευρίσκεσαι ως προς αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως άσχημα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά πάλιν; Διά το μήκος και το πλάτος προς το βάθος, ή διά το πλάτος και μήκος μεταξύ των, τάχα όλοι οι Έλληνες δεν φρονούμεν το ίδιον, ότι δηλαδή είναι δυνατόν να καταμετρηθούν το έν με το άλλο κατά τινα τρόπον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν όμως πάλιν δεν είναι δυνατόν με κανένα τρόπον απολύτως να καταμετρηθούν μεταξύ των, όλοι όμως, καθώς είπα, οι Έλληνες τα θεωρούμεν δυνατά, τάχα δεν αξίζει να εντραπώμεν διά λογαριασμόν όλων και να ειπούμεν εις αυτούς: Αγαπητοί Έλληνες, ιδού αυτό είναι έν από εκείνα διά τα οποία είπαμεν ότι είναι εντροπή να μην τα γνωρίζωμεν, και ότι το να γνωρίζη κανείς τα αναγκαιούντα δεν είναι τόσον ένδοξον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εκτός όμως αυτών υπάρχουν και άλλα συγγενή με αυτά, εις τα οποία μας συμβαίνουν λάθη όμοια με εκείνα τα λάθη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τα συμμετρικώς μετρητά μεταξύ των και τα ασύμμετρα, πώς επλάσθησαν εκ φύσεως. Διότι αυτά όστις τα εξετάζει πρέπει να τα εννοήση τελείως, ειδεμή θα είναι ολότελα μηδαμινός, και πρέπει πάντοτε να τα προτείνη εις τον κύκλον των φίλων, και να περνά την ώραν του γεροντικά με πολύ περισσοτέραν ευχαρίστησιν από τους κύβους και να συζητή εις τοιαύτα άξια του κόπου διαλείμματα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ίσως. Τουλάχιστον φαίνεται ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των κύβων και αυτών των μαθημάτων.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτά λοιπόν εγώ μεν, φίλε Κλεινία, φρονώ ότι πρέπει να τα μανθάνουν οι νέοι. Διότι δεν είναι ούτε βλαβερά ούτε δύσκολα, επειδή δε εξ άλλου μανθάνονται ως παιγνίδια, θα ωφελήσουν, αλλά δεν θα βλάψουν διόλου την πόλιν. Εάν όμως κανείς φρονή αλλέως, πρέπει να τον ακούσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως, εάν αποδειχθούν τοιαύτα, είναι φανερόν ότι θα τα εγκρίνωμεν, εάν όμως δεν αποδειχθούν, θα τα αποκηρύξωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως είναι φανερόν. Αμέ τι; Λοιπόν, Ξένε μου, ας δεχθώμεν ότι αυτά είναι από τα αναγκαιούντα μαθήματα, διά να μη αφήνωμεν χάσματα μεταξύ των νόμων μας.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας είναι δεκτά ωσάν ενέχυρα, τα οποία θα τα ελευθερώση το υπόλοιπον πολίτευμα, εάν δεν αρέσουν διόλου ή εις εμέ τον νομοθετήσαντα ή εις σας τους δεχθέντας αυτά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Δίκαιος είναι ο τρόπος της νομοθετήσεως, τον οποίον προτείνεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κατόπιν λοιπόν από αυτά σκέψου την μάθησιν των άστρων διά τους νέους, αν σας αρέσει καθώς θα την ειπώ ή όχι.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε και μη σε μέλει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως ως προς αυτά υπάρχει ένα πολύ παράδοξον πράγμα, το οποίον δεν πρέπει να το υποφέρωμεν με κανένα τρόπον απολύτως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τον μέγιστον θεόν και ολόκληρον το σύμπαν νομίζομεν ότι δεν πρέπει ούτε να τον εξετάζωμεν, ούτε να σκοτιζώμεθα ερευνώντες τας αιτίας του. Διότι δεν είναι ούτε ευσεβές. Και όμως φαίνεται ότι όλως διόλου το αντίθετον αν γίνη, θα είναι ορθόν. (6)

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είναι παράδοξον αυτό που λέγω και ίσως νομίση κανείς ότι δεν αρμόζει αυτό εις γέροντας. Αλλά όταν κανείς νομίση ότι ένα μάθημα είναι καλόν και αληθές και συμφέρον εις την πόλιν και όλως αγαπητόν εις τον θεόν, τότε πλέον δεν υπάρχει κανείς τρόπος διά να ημπορέση να μη το ειπή.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ομιλείς πολύ λογικά. Αλλά διά τα άστρα ποίον μάθημα θα εύρωμεν να είναι τοιούτον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αγαπητοί μου, ημπορώ να ειπώ ότι οικτρώς απατώμεθα όλοι οι Έλληνες διά τους μεγάλους θεούς, δηλαδή τον ήλιον και την σελήνην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία είναι η απάτη;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Νομίζομεν ότι αυτά ποτέ δεν διαγράφουν τον ίδιον δρόμον, καθώς και μερικά άλλα άστρα, τα οποία ονομάζομεν πλανήτας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μα τον Δία, Ξένε μου, αυτό που λέγεις είναι αληθές. Διότι εις όλην μου την ζωήν και εγώ ο ίδιος είδα πολλάκις και τον αυγερινόν και τον έσπερον και μερικούς άλλους αστέρας να μη διαγράφουν ποτέ τον ίδιον δρόμον, αλλά να περιπλανώνται εντελώς. Τον ήλιον όμως βεβαίως και την σελήνην γνωρίζομεν όλοι ότι κάμνουν πάντοτε τον ίδιον δρόμον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτά λοιπόν, φίλε Μέγιλλε και Κλεινία, φρονούμεν ότι πρέπει να μάθουν περί όλων των ουρανίων θεών οι πολίται και οι νέοι ημών έως εις το σημείον να μη λέγουν βλασφημίας ως προς αυτά, αλλά να ευφημούν όταν κάμνουν θυσίας και να προσεύχωνται ευσεβώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι ορθόν, εάν βεβαίως πρώτον είναι δυνατόν αυτό που λέγεις, έπειτα, και αν τόρα δεν λέγωμεν κανέν από αυτά ορθώς, αφού όμως το μάθωμεν, θα το λέγωμεν, και συμφωνώ και εγώ ότι πρέπει αυτό που είναι τόσον σπουδαίον να το μάθωμεν. Αυτά λοιπόν ως να είναι καθώς τα λέγεις, προσπάθησε και συ να τα εξηγήσης τελείως και ημείς θα προσπαθήσωμεν να σε παρακολουθήσωμεν μανθάνοντες.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν είναι εύκολον βεβαίως να μάθη κανείς αυτό που λέγω, ούτε και εντελώς δύσκολον, ούτε και απαιτεί παρά πολύν καιρόν. Απόδειξις δε είναι το εξής: Εγώ περί αυτών δεν είχα ακούσει, ούτε όταν ήμην νέος, ούτε προ πολλών ετών, και εν τούτοις θα ημπορούσα να σας τα εξηγήσω όχι εις πολύν καιρόν. Και όμως, αν ήσαν δύσκολα, βεβαίως δεν θα ημπορούσα να σας τα εξηγήσω, αφού είμαι τόσον γέρων και είσθε και σεις τόσον γέροντες.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγεις την αλήθειαν. Αλλά ποίον να είναι αυτό το μάθημα, το οποίον θεωρείς θαυμάσιον, αλλά πάλιν αρμόδιον διά να το μάθουν οι νέοι, και τo οποίον ημείς δεν το γνωρίζομεν; Προσπάθησε να μας εξηγηθής ως προς τούτο τουλάχιστον καθαρά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας προσπαθήσω. Δηλαδή, αγαπητοί μου φίλοι, δεν είναι ορθή η επικρατούσα εδώ γνώμη περί της σελήνης και του ηλίου και των άλλων αστέρων, ότι τάχα περιπλανώνται, αλλά όλως το αντίθετον από αυτό. Διότι έκαστον από αυτά διατρέχει την ιδίαν τροχιάν και όχι πολλάς αλλά μίαν πάντοτε κυκλικώς, φαίνεται δε απλώς ότι διαγράφει πολλάς. Επίσης το ταχύτερον από αυτά ουχί ορθώς θεωρείται ως το βραδύτερον, και το αντίθετον αντιθέτως. Αυτά λοιπόν, εάν μεν επλάσθησαν ούτω πως, ημείς όμως δεν φρονούμεν ούτω πως, είναι ωσάν να σκεπτώμεθα ομοίως διά τους ίππους τους τρέχοντας εις την Ολυμπίαν ή τους άνδρας τους διανύοντας τον δόλιχον και τον ταχύτερον να τον χαρακτηρίζωμεν ως βραδύτερον, τον δε βραδύτερον ως τον ταχύτερον από όλους, και συνθέτοντες εγκώμια να ψάλλωμεν τον νικημένον ως νικητήν, το οποίον, νομίζω, δεν είναι ούτε ορθός ούτε ευχάριστος τρόπος διά να αποδίδωμεν τα εγκώμια εις τους αγωνιστάς, όσον και αν είναι άνθρωποι. Αλλά τόρα, αφού εις τους ιδίους τους θεούς τα ίδια σφάλματα κάμνομεν, τάχα φρονούμεν ότι εκείνο που είναι γελοίον εκεί και απρεπές, τόρα εδώ, και εμπρός εις αυτούς δεν είναι διόλου γελοίον ουδέ θεάρεστον μάλιστα όταν ημείς εγκωμιάζωμεν περί θεών ψευδείς δοξασίας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές, εάν αυτά είναι ούτω πως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, εάν μεν αποδείξωμεν ότι αυτά είναι ούτω πως, δεν πρέπει να μανθάνωμεν έως εις αυτό το σημείον τουλάχιστον, εάν δε δεν τα αποδείξωμεν, να τα αφήσωμεν; Συμφωνήτε να τα παραδεχθώμεν και αυτά ούτω πως;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν πρέπει να ειπούμεν ότι ετελείωσαν οι νόμοι ως προς την εκπαίδευσιν. Πρέπει δε το ίδιον να σκεφθώμεν και διά το κυνήγιον και δι' όλα τα παρόμοια. Διότι βεβαίως σχεδόν ο νομοθέτης έχει ανώτερον καθήκον παρά απλώς να θέση τους νόμους και να απαλλαχθή, και υπάρχει και κάτι άλλο εκτός των νόμων, το οποίον είναι μεταξύ συμβουλής και νομοθεσίας, το οποίον μάλιστα πολλάκις συνέπεσε να το αναφέρωμεν εις την συζήτησίν μας, καθώς διά την ανατροφήν των πολύ μικρών παιδιών. Δηλαδή δεν θέλομεν να τα αφήσωμεν ανεξήγητα, αλλά πάλιν να νομίζωμεν ότι τα θέτομεν ως νόμους θα ήτο μεγάλη ανοησία. Αφού όμως καταγραφούν κατ' αυτόν τον τρόπον οι νόμοι και ολόκληρος η πολιτεία, δεν είναι τέλειος ο έπαινος του υπερτερούντος πολίτου διά την αρετήν, όταν ειπή κανείς ότι αγαθός πολίτης είναι όστις υπηρετεί καλλίτερον εις τους γραπτούς νόμους και υπακούει εις αυτούς. Καλλίτερον είναι να λέγεται ως εξής, ότι δηλαδή αγαθός είναι όστις συμμορφώνεται με την νομοθεσίαν του νομοθέτου και ως προς τους επαίνους και τας αποδοκιμασίας και ζη τέλειον βίον. Αυτός ο λόγος είναι ορθότατος προς έπαινον του πολίτου, και ο νομοθέτης οφείλει όχι μόνον να γράφη νόμους, αλλά εκτός των νόμων να παρενείρη μεταξύ των νόμων και όσα του φαίνονται καλά και όσα άσχημα, ο δε τέλειος πολίτης όχι ολιγώτερον αυτά να φυλάττη, παρά όσα προλαμβάνονται από τους νόμους με τιμωρίας, ως μαρτυρίαν δε φέρομεν αυτό το ζήτημά μας. Και πραγματικώς αυτό καλλίτερα εκφράζει εκείνο το οποίον θέλομεν να ειπούμεν. Δηλαδή το κυνήγιον είναι ένα ζήτημα πολύπλοκον, αλλά περιλαμβάνεται τόρα σχεδόν εις μίαν λέξιν. Διότι πολλών ειδών είναι το κυνήγιον των ενύδρων και πολλών ειδών των πτηνών, περισσοτέρων δε ακόμη και το κυνήγιον της ξηράς, και δεν πρέπει να εννοούμεν μόνον το κυνήγιον των ζώων, αλλά και των ανθρώπων και το γινόμενον εις τον πόλεμον, αλλά και το φιλικόν, το οποίον άλλοτε είναι αξιέπαινον και άλλοτε αξιοκατάκριτον. Ακόμη δε και αι κλοπαί και καταδιώξεις των ληστών και των στρατοπέδων είναι κυνήγια. Όταν δε ο νομοθέτης νομοθετή περί κυνηγίου, ούτε να μη ορίση όλα αυτά είναι δυνατόν, ούτε πάλιν να θέση εις όλα διατάξεις και πρόστιμα και να κάμνη νόμους απειλητικούς.

Τι πρέπει λοιπόν να κάμνη ως προς αυτά; Ο μεν νομοθέτης οφείλει να επαινέση και να κατακρίνη τα κυνηγετικά εν σχέσει προς τας κοπώσεις και τας ασχολίας των νέων, ο δε νέος πάλιν, αφού τα ακούση, να υπακούη, και ούτε η ηδονή ούτε ο κόπος να τον παραπλανά, από όσα δε επεβλήθησαν απειλητικώς με πρόστιμα εις την νομοθεσίαν ώστε να προτιμά τα λεχθέντα και επιβληθέντα επαινετικώς και να τα εκτελή. Αφού λοιπόν είπαμεν αυτά ως προοίμιον, τόρα ίσως γίνη κατάλληλος ο έπαινος και η κατάκρισις του κυνηγίου, εάν επαινή εκείνο το οποίον κάμνει καλλιτέρας τας ψυχάς των νέων και κατακρίνη εκείνο που τας κάμνει χειροτέρας. Λοιπόν ας ειπούμεν την συνέχειαν προσφωνούντες τους νέους με μίαν ευχήν: Αγαπητοί φίλοι, είθε ποτέ να μη σας κυριεύση ούτε επιθυμία ούτε μανία του θαλασσινού κυνηγίου, ούτε του αγκίστρου ούτε γενικώς των ενύδρων ζώων, ούτε άγρυπνοι ούτε κοιμώμενοι να εκτελήτε με καλαμωτήν αργόν κυνήγιον. Ούτε πάλιν προς σύλληψιν ανθρώπων εις την θάλασσαν και προς ληστείαν να σας κυριεύση πόθος και να σας κάμη κυνηγούς σκληρούς και παρανόμους. Κλοπάς δε εις τους αγρούς και εις την πόλιν ας μη αξιωθή να φαντασθή ούτε ο τελευταίος. Μήτε πάλιν των πτηνών ο αγαπητός πόθος ο όχι πολύ φιλελεύθερος να καταλάβη κανένα από τους νέους. Τότε λοιπόν μόνον των πεζών το κυνήγιον και η παγίδευσις μένει εις τους αθλητάς, μεταξύ υμών, από τα οποία πάλιν το κυνήγιον των μεν κοιμωμένων επιτοπίως, το οποίον ωνομάσθη νυκτέρι, και είναι έργον των αργών ανθρώπων, δεν είναι άξιον επαίνου, ούτε εκείνο που έχει διαλείμματα των κοπώσεων, και γίνεται με δόκανα και με παγίδας και όχι ενώ νικάται με την φιλόπονον ψυχήν η αγρία ρωμαλεότης των θηρίων. Επομένως υπολείπεται μόνον ως καλλίτερον από όλα το κυνήγιον των τετραπόδων, με ίππους και με σκύλλους και με τα ιδικά των σώματα, τα οποία όλα τα νικούν με το τρέξιμον και με κτυπήματα και με βολάς και με τα χέρια των οι κυνηγοί, όσοι φροντίζουν διά την θείαν ανδρείαν.

Λοιπόν δι' όλα αυτά έπαινος και κατάκρισις είναι ο λεπτολογημένος λόγος μας, νόμος δε είναι ο εξής. Αυτούς τους πραγματικώς ιερούς κυνηγούς ας μη τους εμποδίζη κανείς, οπουδήποτε και οπωσδήποτε θέλουν να κυνηγούν. Τον δε ξενύχτην, ο οποίος βασίζεται εις τα δόκανα και εις τα καλάθια, ποτέ να μη τον αφήση κανείς να κυνηγήση εις κανέν μέρος. Τον δε κυνηγόν των πτηνών εις μεν τα ακαλλιέργητα μέρη και εις τα βουνά ας μη τον εμποδίζη· εις τα καλλιεργημένα όμως και εξοχικά προσκυνήματα ας τον εμποδίζη όστις τον συναντά. Ο δε ψαράς, εκτός των λιμένων και των ιερών ποταμών και των τελμάτων και των λιμνών, εις όλα τα άλλα ας επιτρέπεται να ψαρεύη, αρκεί να μη μεταχειρίζεται φράξεις των οπών. Τόρα λοιπόν πρέπει να θεωρήσωμεν ότι έλαβαν τέλος όλοι οι νόμοι περί εκπαιδεύσεως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ίσως ομιλείς πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Συνέχεια λοιπόν με αυτά είναι να τακτοποιήσωμεν και να νομοθετήσωμεν τας εορτάς μαζί με τας μαντείας των Δελφών, ποίαι θυσίαι και εις ποίους θεούς είναι καλόν και ωφέλιμον να γίνωνται από την πόλιν. Πότε δε να γίνωνται και πόσαι ως προς τον αριθμόν, σχεδόν ίσως είναι ιδικόν μας έργον να νομοθετήσωμεν μερικά από αυτά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ως προς τον αριθμόν (!) πολύ πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν τον αριθμόν ας λέγωμεν πρώτον. Δηλαδή, ας μην είναι διόλου ολιγώτεραι από τριακοσίας εξήντα πέντε, ούτως ώστε μία τουλάχιστον αρχή να κάμνη θυσίαν κάθε ημέραν εις ένα θεόν ή δαίμονα υπέρ της πόλεως και των πολιτών και των κτημάτων των. Δι' αυτά δε ας συνέλθουν εις συνέλευσιν οι ερμηνευταί και οι ιερείς και αι ιέρειαι και οι μάντεις μαζί με τους νομοφύλακας και ας τακτοποιήσουν όσα είναι επόμενον να παραλείψη ο νομοθέτης. Μάλιστα δε αυτοί οι ίδιοι πρέπει να είναι οι τελεσίδικοι αρμόδιοι και δι' αυτά τα παραλειπόμενα. Δηλαδή ο μεν νόμος θα ορίση δώδεκα εορτάς διά τους δώδεκα θεούς, όσοι εδώκαν το όνομα εις εκάστην από τας φυλάς, διά να θυσιάζουν εις αυτούς μηνιαίας θυσίας και να εκτελούν χορούς και αγώνας μουσικούς και αθλητικούς, διαμοιράζοντες αυτάς καθώς αρμόζει και εις αυτούς τους θεούς και εις εκάστην ώραν του έτους, και ορίζοντες και γυναικείας εορτάς, όσαι πρέπει να εορτάζωνται χωρίς άνδρας και όσαι όχι. Ακόμη δε και να μη συγχέωνται οι υποχθόνιοι θεοί με τους θεούς, τους οποίους πρέπει να ονομάσουν επουρανίους, και με τους ακολούθους αυτών, αλλά να τους αποχωρίσουν εις τον μήνα του Πλούτωνος τον δωδέκατον συμφώνως με τον νόμον και δεν πρέπει να δυσαρεστήσουν τον θεόν αυτόν, αφού είναι πολιτικοί άνθρωποι, διότι αυτός είναι πάντοτε ο καλλίτερος διά το ανθρώπινον γένος. Διότι, καθώς εγώ ημπορώ να ειπώ σοβαρώς, η σύνδεσις της ψυχής με το σώμα δεν είναι με κανένα τρόπον ανωτέρα της διαλύσεως αυτών. Εκτός δε τούτου όσοι θέλουν να ορίσουν αυτά τελείως πρέπει να σκεφθούν ότι η πόλις μας αυτή όσον καμμία άλλη από τας σημερικάς έχει μεγάλην σχόλην και αφθονίαν των απολύτως αναγκαίων, και πρέπει να ζη καλά ως ενιαίον άτομον.

Αλλά όσοι ζουν με ευτυχίαν πρέπει πρώτον να έχουν το προσόν να μη αδικούν άλλους ούτε να αδικώνται οι ίδιοι από άλλους. Από αυτά δε τα δύο το πρώτον δεν είναι πολύ δύσκολον, διά να μη αδικούνται όμως είναι πολύ δύσκολον να αποκτήσουν την απαιτουμένην δύναμιν και δεν είναι δυνατόν να αποκτήσουν αυτό, τελείως παρά εάν γίνουν τελείως αγαθοί. Αυτό λοιπόν το ίδιον είναι δυνατόν να υπάρχη και διά την πόλιν, δηλαδή, εάν μεν γίνη αγαθή, ο βίος της θα είναι ειρηνικός, αν όμως είναι κακή, θα είναι πολεμικός και εξωτερικώς και εσωτερικώς. Αφού δε αυτά είναι σχεδόν καθώς τα είπαμεν, δεν πρέπει έκαστος εν καιρώ πολέμου να γυμνάζεται διά τον πόλεμον, αλλά εν καιρώ ειρήνης. Λοιπόν η πόλις η οποία έχει νουν πρέπει έκαστον μήνα να επιστρατεύεται όχι ολιγώτερον από μίαν ημέραν, και περισσοτέρας δε, όταν εγκρίνουν και οι άρχοντες, χωρίς να φοβούνται τας κακοκαιρίας και τους καύσωνας, και οι ίδιοι και αι γυναίκες και οι παίδες, όταν εγκρίνουν οι άρχοντες να τους επιστρατεύουν πανδήμως, άλλοτε δε χωριστά έκαστον μέρος.

Και πρέπει να επινοούνται πάντοτε μερικά παιγνίδια μαζί με τας θυσίας, διά να γίνωνται μάχαι κάπως πανηγυρικαί, όσον το δυνατόν τελείως απομιμούμεναι τας πολεμικάς μάχας. Πρέπει δε να μοιράζωνται βραβεία και δώρα, και να λέγουν μεταξύ των με εγκώμια και με κατακρίσεις ποίους είδους ανεδείχθη έκαστος και εις τους αγώνας και εις όλας τας περιστάσεις του βίου και όστις αποδεικνύεται ο καλλίτερος να τον υπολήπτωνται, όστις δε όχι, να τον κατακρίνουν (7). Ποιητής δε διά τα τοιαύτα ας μη γίνεται παραδεκτός οποιοσδήποτε, αλλά όστις πρώτον μεν έχει ηλικίαν όχι κατωτέραν των πενήντα ετών, όχι όμως πάλιν από εκείνους οι οποίοι ποίησιν μεν και φιλομουσίαν απέκτησαν αρκετήν, καλόν όμως έργον και διάσημον δεν έκαμαν ποτέ κανέν. Αλλά μόνον όσοι και οι ίδιοι είναι αγαθοί και ευυπόληπτοι εις την πόλιν και συγχρόνως είναι εργάται καλών έργων (!), αυτών τα ποιήματα ας ψάλλωνται, και αν δεν είναι αριστουργήματα συνθέσεως.

Η δε κρίσις περί αυτών ας ανατεθή εις τον παιδαγωγόν και εις τους άλλους νομοφύλακας, και ας αποδώσουν τούτο μόνον το βραβείον εις αυτούς, δηλαδή εις αυτούς μόνον να υπάρχη άδεια μουσικής παραστάσεως, εις δε τους άλλους να μη δίδεται καμμία άδεια, ούτε να τολμά κανείς να ψάλη μουσικήν ανέγκριτον από τους νομοφύλακας, ούτε ακόμη και αν είναι γλυκυτέρα από τους ύμνους του Θαμύρου και του Ορφέως, μόνον δε όσα ποιήματα εθεωρήθησαν ιερά και αφιερώθησαν εις τους θεούς και όσα είναι έργα αγαθών ανδρών ως κατάκρισις ή έπαινος μερικών προσώπων και ενεκρίθησαν ως κατάλληλα, αυτά να έχουν αυτό το δικαίωμα. Αυτά τα ίδια δε και περί της εκστρατείας και περί της αδείας ποιημάτων λέγω ότι πρέπει να εφαρμόζωνται και εις τας γυναίκας καθώς εις τους άνδρας. Πρέπει δε να ερωτά ο ίδιος ο νομοθέτης τον εαυτόν του ενδομύχως: Ας προσέξω, τι είδους πολίτας ανατρέφω, αφού ίδρυσα ολόκληρον την πόλιν; Άραγε όχι αθλητάς των σπουδαιοτέρων αγώνων, εις τους οποίους υπάρχουν αμέτρητοι ανταγωνισταί;

— Βεβαιότατα, θα απαντήση κανείς, πολύ ορθώς ομιλών.

— Και λοιπόν, εάν επροετοιμάζαμεν πυγμάχους ή παγκρατιαστάς ή αθλητάς διά κανέν παρόμοιον αγώνισμα, άραγε κατ' ευθείαν θα επηγαίναμεν εις τον αγώνα χωρίς προηγουμένως να γυμνασθώμεν καμμίαν ημέραν; Ή μήπως ως πύκται βεβαίως έπρεπε πάρα πολλάς ημέρας προ του αγώνος να διδαχθώμεν το αγώνισμα και να ασκηθώμεν, απομιμούμενοι όλας εκείνας τας κινήσεις, τας οποίας θα ημπορούσαμεν να χρησιμοποιήσωμεν τότε αγωνιζόμενοι διά την νίκην; Και, διά να πλησιάσωμεν περισσότερον εις την πραγματικότητα, δεν θα εθέταμεν εις τας πυγμάς αντί ιμάντων πιλήματα, ώστε τα κτυπήματα και ο τρόπος της αποφυγής των κτυπημάτων να μελετηθούν όσον το δυνατόν επαρκώς; Ακόμη δε, εάν ετύχαινε έλλειψις περισσοτέρα συγγυμναστών, τάχα θα εφοβούμεθα μήπως μας περιγελάσουν οι ανόητοι και δεν θα ετολμούσαμεν να κρεμάσωμεν άψυχον ανδρείκελον και να αγωνιζώμεθα εναντίον αυτού; Ακόμη περισσότερον δε, εάν λάβωμεν έλλειψιν όλων απολύτως, και των εμψύχων και των αψύχων, και μη έχοντες συγγυμναστάς τάχα δεν θα ετολμούσαμεν να σκιαμαχήσωμεν κυριολεκτικώς με τον εαυτόν μας; Ή τότε πώς άλλως πρέπει να θαυμάση κανείς την γύμνασιν εις τας χειρονομίας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Σχεδόν, Ξένε μου, τίποτε άλλο δεν θα εκάμναμεν παρά αυτό που είπες τόρα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Άραγε οι μάχιμοι της πόλεώς μας πρέπει να προγυμνασθούν χειρότερα από αυτούς τους αγωνιστάς, διά να παρουσιασθούν εις τον σπουδαιότερον από όλους τους αγώνας, δηλαδή διά να πολεμήσουν υπέρ της σωτηρίας της ιδικής των ψυχής και των παίδων και των χρημάτων των και ολοκλήρου της πόλεως; Και τάχα θα φοβηθή ο νομοθέτης μήπως φανούν γελοία αυτά τα μεταξύ των γυμνάσια και δεν θα νομοθετήση να επιστρατεύωνται κυρίως μεν εκάστην ημέραν τουλάχιστον οι μικροί χωρίς όπλα, και δεν θα ενισχύση εις αυτά συγχρόνως τους χορούς και ολόκληρον την γυμναστικήν; Τα δε κάπως εις μεγαλιτέραν κλίμακα γυμνάσια θα διατάξη να γίνονται όχι ολιγώτερα από μίαν φοράν τον μήνα και να διαγωνίζωνται μεταξύ των εις όλην την χώραν, γυμναζόμενοι εις κατάληψιν οχυρωμάτων και εις ενέδρας, και μιμούμενοι ολόκληρον την πολεμικήν τέχνην να σφαιρομαχούν και να εκτελούν κτυπήματα ομοιότατα προς τα αληθινά με επικίνδυνους βολάς, διά να μην είναι εντελώς άφοβον αυτό το μεταξύ των παιγνίδιον, αλλά να προξενή φόβους και με κάποιον τρόπον να φανερώνη και τον θαρραλέον και τον δειλόν και εις εκείνον μεν να αποδίδη τιμάς, εις αυτόν δε προσβολάς, διά να καθιστά χρήσιμον όλην την πόλιν εις τον αληθινόν αγώνα ισοβίως. Και ωρισμένως, αν αποθάνη και κανείς με αυτόν τον τρόπον, να θεωρηθή ο φόνος ότι έγινε ακουσίως, και να γίνη παραδεκτόν ο φονεύς να καθαρθή συμφώνως με τους νόμους και να είναι αμόλυντος εις τας χείρας, με την σκέψιν ότι, όταν αποθάνουν όχι πολλοί άνθρωποι, θα γεννηθούν πάλιν άλλοι όχι κατώτεροι, όταν όμως αποθάνη ο ίδιος ο φόβος, διά να ειπώ ούτω πως, εις όλα αυτά, δεν θα ευρεθή έλεγχος των καλλιτέρων και των χειροτέρων, το οποίον δεν είναι διά την πόλιν ολίγον μεγαλίτερον κακόν από εκείνο.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Συμφωνούμεν ημείς, Ξένε μου, ότι πρέπει όλη η πόλις και να νομοθετήση και να εκτελή τα τοιαύτα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλ' άραγε γνωρίζομεν διά ποίαν αιτίαν τόρα σχεδόν εις καμμίαν πόλιν δεν υπάρχει αυτού του είδους ο χορός και οι αγώνες, εκτός πολύ ολίγων εξαιρέσεων; Ή να ειπούμεν ότι αιτία είναι η αμάθεια του λαού και των νομοθετών αυτού;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Διόλου δεν είναι αυτή, αξιομακάριστε Κλεινία. Αλλά πρέπει να δεχθώμεν δύο αιτίας αυτών και πολύ μάλιστα, δικαιολογημένας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίας;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Η μία είναι ότι η μανία προς τον πλούτον δεν τους αφήνει καιρόν διά να ασχοληθούν εις άλλα εκτός των κτημάτων των. Όταν δε ολόκληρος η ψυχή όλων των πολιτών είναι κρεμασμένη από αυτά, δεν είναι δυνατόν να λάβη φροντίδα δι' άλλα εκτός του καθημερινού κέρδους. Και παν μάθημα ή ασχολίαν, η οποία οδηγεί εις τούτο — αυτά είναι έκαστος έτοιμος ιδιαιτέρως να τα μάθη και να ασκηθή, όλα δε τα άλλα τα περιγελά. Και αυτό μεν πρέπει να ειπούμεν ότι είναι έν και μία αιτία διά να μη θέλη η πόλις να επιδιώκη ούτε τούτο ούτε κανέν άλλο καλόν έργον, αλλά από απληστίαν διά τον χρυσόν και τον άργυρον είναι πρόθυμος έκαστος άνθρωπος να ανέχεται πάσαν τέχνην και εφεύρεσιν είτε έντιμον είτε άτιμον, εάν πρόκειται να γίνη πλούσιος, και να εκτελή πάσαν πράξιν είτε ευσεβή είτε ασεβή και όλως αισχράν, χωρίς να στενοχωρήται διόλου, αρκεί μόνον να έχη τα μέσα καθώς το ζώον διά να φάγη πολλών ειδών φαγητά και να πίη επίσης και να απολαύση όλας τας ηδονάς των αφροδισίων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας δεχθώμεν ότι αυτή που είπα είναι μία από τας αιτίας που εμποδίζει τας πόλεις και τας κάμνει να μη γυμνάζωνται ούτε εις κανέν άλλο καλόν ούτε εις τα πολεμικά, αλλά κάμνει εμπόρους και εμποροπλοιάρχους και υπηρέτας εντελώς τους εκ φύσεως αξιοπρεπείς ανθρώπους, τους δε ανδρείους, τους κάμνει ληστάς και διαρρήκτας και ιεροσύλους και φιλοπολέμους και τυραννικούς, ενώ πολλάκις δεν είναι διόλου αδικημένοι από την φύσιν, αλλά μόνον από την κακήν των τύχην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς το εννοείς αυτό;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πώς ημπορώ βεβαίως εγώ να μη θεωρήσω εντελώς δυστυχείς εκείνους, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να περάσουν όλην των την ζωήν με πειναλέαν ψυχήν;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Τότε λοιπόν αυτή είναι μία αιτία. Αλλά δευτέραν αιτίαν ποίαν θεωρείς, καλέ Ξένε;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλά μου ενθύμισες.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγεις λοιπόν συ ότι αυτή μεν είναι μία ακόρεστος δίψα εις όλην την ζωήν, η οποία κάμνει έκαστον πολυάσχολον και εμποδίζει έκαστον να μη γυμνάζεται καλώς εις τα πολεμικά. Έστω. Τόρα λοιπόν ειπέ μας την δευτέραν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Μήπως λοιπόν φρονείτε ότι δεν ομιλώ, αλλά αργοπορώ από στενοχωρίαν;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Όχι, αλλά μας φαίνεσαι ως να τιμωρής από μίσος αυτήν την συνήθειαν περισσότερον από όσον πρέπει μέσα εις την τυχαίαν σειράν της συζητήσεως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ ωραία, καλοί μου ξένοι, μου εκάματε παρατηρήσεις. Και δι' αυτό θα ακούσετε, καθώς φαίνεται, τόρα την συνέχειαν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λέγε και μη σε μέλει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εγώ φρονώ ότι πταίουν τα ανάξια πολιτεύματα, τα οποία ανέφερα εις τας προηγουμένας συζητήσεις, δηλαδή η οχλοκρατία και η ολιγαρχία και η τυραννίς. Διότι από αυτά κανέν δεν είναι πολίτευμα, αλλά έκαστον είναι ορθόν να λέγεται φατρίευμα. Δηλαδή κανέν από αυτά δεν κυριαρχεί εκουσίως εις εκουσίους, αλλά ακουσίως εις ακουσίους πάντοτε με κάποιον εκβιασμόν. Όταν δε φοβήται ο άρχων τον αρχόμενον, δεν θα τον αφήση ποτέ να γίνη ούτε καλός ούτε πλούσιος ούτε ισχυρός ούτε ανδρείος ούτε απολύτως πολεμικός. Αυτά τα δύο λοιπόν είναι σχεδόν πρωτίστη αιτία όλων των κακών, κυρίως όμως αυτών εδώ είναι η κυριωτέρα αιτία. Αλλά η πολιτεία, την οποίαν νομοθετούμεν τόρα με την συζήτησίν μας, απέφυγε και τα δύο αυτά. Διότι και σχόλην έχει όσον το δυνατόν περισσοτέραν, και οι πολίται είναι ανεξάρτητοι μεταξύ των, και έπειτα πολύ ολίγοι, νομίζω, ημπορούν να γίνουν φιλάργυροι με αυτούς τους νόμους. Ώστε πρεπόντως και λογικώς μόνον η εγκατάστασις τοιούτου πολιτεύματος από όλα τα σημερινά θα δεχθή το είδος των παιγνιδίων και της εκπαιδεύσεως, τα οποία εξετάσαμεν τελείως εις την συζήτησιν μας.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τόρα λοιπόν δεν είναι συνέχεια με αυτά να ενθυμηθώμεν τέλος πάντων όλους τους γυμνικούς αγώνας, ότι δηλαδή όσα μεν αγωνίσματα χρησιμεύουν διά τον πόλεμον αυτά πρέπει να συνηθίζωμεν και να ορίζωμεν βραβεία της νίκης, όσα δε δεν χρησιμεύουν να τα αφήσωμεν κατά μέρος; Ποία δε είναι αυτά, είναι καλόν να λεχθούν από την αρχήν και να νομοθετηθούν. Και πρώτον δεν πρέπει άραγε να νομοθετήσωμεν τα περιστρεφόμενα εις το τρέξιμον και εν γένει εις την ταχύτητα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πρέπει.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τουλάχιστον είναι βέβαιον ότι το καταλληλότερον από όλα διά τον πόλεμον είναι ευκινησία του σώματος, εν μέρει μεν των ποδών, εν μέρει δε των χειρών. Διά την φυγήν μεν και την σύλληψιν η ευκινησία των ποδών, διά την συμπλοκήν όμως και την μάχην εκ του συστάδην είναι ανάγκη της δυνάμεως και ρωμαλεότητος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι άλλο;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και όμως καμμία από τας δύο χωρίς όπλα δεν αποκτά την μεγαλιτέραν χρησιμοποίησιν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πώς είναι δυνατόν;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν εις την ιδικήν μας πολιτείαν πρώτον διά τον δρόμον ενός σταδίου προσκαλεί εις τους αγώνας ο κήρυξ, ο δε αγωνιστής εισέρχεται κρατών τα όπλα. Δι' άοπλον δε αγωνιστήν δεν θα ορίσωμεν αγωνίσματα. Πρώτος δε εισέρχεται όστις θα αγωνισθή εις το στάδιον με τα όπλα, δεύτερος ο αγωνιστής του διαύλου, τρίτος του ιππικού διαύλου και μάλιστα τέταρτος του δολίχου και πέμπτος ο τελείως ωπλισμένος διά μήκος εξήντα σταδίων έως εις κάποιον ναόν του Άρεως, και κατόπιν άλλος βαρύτερον ωπλισμένος, ο οποίος θα αγωνισθή εις ομαλώτερον δρόμον, ο δε τελευταίος θα είναι τοξότης φορών όλην την τοξικήν στολήν, θα διατρέξη δε εκατόν στάδια έως εις τον ναόν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, διά μέσου βουνών και ανωμάλου εδάφους. Και, αφού κηρύξωμεν την έναρξιν του αγώνος, θα περιμένωμεν αυτούς έως ότου να έλθουν, και εις τον νικητήν θα δώσωμεν έν έκαστον από τα βραβεία.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τόρα ας τα φαντασθώμεν τριών ειδών αυτά τα αγωνίσματα, έν μεν είδος των παίδων, έν δε των αγενείων νέων, και έν των ανδρών. Και διά μεν τους αγενείους θα ορίσωμεν τα δύο τρίτα του μήκους του δρόμου, διά δε τους παίδας τα μισά, είτε με τόξα είτε με όπλα αγωνίζονται. Διά δε τας γυναίκας και τα κοράσια τα ανήλικα να αγωνίζωνται γυμνά, εις το στάδιον και τον δίαυλον και τον ιππικόν δίαυλον και τον δόλιχον, εις το ίδιον τρέξιμον ανταγωνιζόμεναι. Αι δε έχουσαι ηλικίαν δεκατριών ετών μέχρι του γάμου των, ο οποίος δεν αναβάλλεται ούτε περισσότερον του εικοστού ούτε ολιγώτερον του δεκάτου ογδόου έτους της ηλικίας των, πρέπει να καταβαίνουν εις τον ανταγωνισμόν αυτού του δρόμου με ευπρεπή στολήν.

Και τα μεν σχετικά με τους δρόμους των ανδρών και των γυναικών ας είναι αυτά. Εις δε τα σχετικά με την σωματικήν δύναμιν αντί μεν της πάλης και όλων των ομοίων όσα είναι βαρέα, να ανταγωνίζωνται εις την ένοπλον μάχην εις προς ένα και δύο προς δύο και ομάδες έως δέκα προς δέκα μεταξύ των. Όσον δε διά το ζήτημα ποίας νίκας πρέπει να κερδίση όστις απέκρουσε ή προσέβαλε, καθώς τόρα διά την πάλην εθέσπισαν οι ειδικοί εις την πάλην, ποίον κατόρθωμα χαρακτηρίζει τον καλόν παλαιστήν και ποίον τον αδέξιον, κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον και εδώ πρέπει να προσκαλέσωμεν τους τελειοτάτους εις την οπλομαχίαν και να τους αναθέσωμεν να νομοθετήσουν μαζί όλοι, ποίος πρέπει να θεωρήται νικητής εις αυτάς τας μάχας, δηλαδή τι αν αποκρούση ή πώς αν προσβάλη, και τον νικημένον ομοίως ποία τάξις τον διακρίνει. Τα ίδια δε ας είναι νομοθετημένα και διά τα θήλεα μέχρι του γάμου των. Έπειτα πρέπει ολόκληρον την πελταστικήν να την αντικαταστήσωμεν εις την θέσιν του παγκρατίου, διά να αγωνίζωνται εις τα τόξα και εις τας πέλτας και εις τα ακόντια και εις το ρίψιμον λίθων με τας χείρας και με τας σφενδόνας ορίζοντες πάλιν δι' αυτά νόμους, ώστε να αποδίδωνται τα βραβεία και αι νίκαι εις τους εκτελούντας καλλίτερον όσα λέγει ο νόμος ως προς αυτά.

Κατόπιν είναι η σειρά να τεθούν νόμοι περί ιππικών αγώνων. Λοιπόν εδώ εις την Κρήτην (8) βεβαίως δεν χρησιμοποιούνται πολλοί ίπποι ούτε τόσον συχνά. Επομένως είναι ανάγκη και αι μελέται αυτών να γίνωνται ολιγώτεραι ως προς την ανατροφήν και την άσκησιν.

Δι' άρμα λοιπόν ούτε υπάρχει απολύτως εις ημάς συντηρητής, ούτε μεγάλη αφοσίωσις από κανενός εις αυτά, επομένως δεν είναι κατάλληλον διά τον τόπον να θέσωμεν αγωνίσματα δι' αυτό και να μην έχωμεν νουν ούτε να φαινώμεθα ότι έχομεν. Εις ίππους δε μόνον ορίζοντες βραβεία και εις πωλάρια θηλάζοντα και μεσαία και εντελή θα εγκαταστήσωμεν παιγνίδια σύμφωνα προς την φύσιν της χώρας. Και λοιπόν μεταξύ όλων αυτών ας υπάρχη ανταγωνισμός και φιλοδοξία, εις δε τους φυλάρχους και ιππάρχους ας ανατεθή κοινώς η κρίσις όλων, δηλαδή και των δρόμων και των αγωνιζομένων ενόπλως. Εις τους στερουμένους δε όπλα ούτε εις τους γυμνικούς αγώνας ούτε εδώ είναι ορθόν να νομοθετήσωμεν αγωνίσματα. Τοξότης δε έφιππος Κρης δεν είναι άχρηστος, ούτε ακοντιστής, ώστε ας υπάρχη χάριν διασκεδάσεως και μεταξύ αυτών άμιλλα και ανταγωνισμός. Διά τα θήλεα δε δεν είναι ανάγκη με νόμους και διατάξεις να ορίσωμεν υποχρεωτικώς την συμμετοχήν εις αυτά. Εάν όμως από την προηγουμένην των μόρφωσιν συνηθίσουν, και αν επιδέχεται η φύσις των και δεν δυσκολεύωνται τα κοράσια και αι παρθένοι να λαμβάνουν μέρος, να το επιτρέπωμεν και να μην κατακρίνωμεν αυτάς.

Λοιπόν τόρα πλέον η αγωνιστική και η μάθησις της γυμναστικής, δηλαδή και όσα μελετούμεν εις τους αγώνας και όσα κάθε ημέραν εις τα σχολεία, έλαβαν τέλος. Και μάλιστα και της μουσικής τα μεν περισσότερα εξετάσθησαν, τα δε περιστρεφόμενα εις τους ραψωδούς και τα σχετικά με αυτούς, και πόσοι διαγωνισμοί χορών πρέπει να γίνωνται εις τας πανηγύρεις, όταν διά τους θεούς και τους κατόπιν των θεών ερχομένους ορισθούν οι μήνες και αι ημέραι και τα έτη, τότε θα τακτοποιηθούν, είτε κάθε τρία έτη είτε κάθε πέντε είτε αλλέως όπως μας φωτίσουν οι θεοί ως προς την διάταξιν των ημερών. Και τότε πλέον θα περιμένωμεν να γίνουν αγώνες και της μουσικής τακτοποιούμενοι εις τας λεπτομερείας από τους αθλοθέτας και τον παιδαγωγόν των νέων και τους νομοφύλακας, αφού συνεδριάσουν όλοι μαζί δι' αυτούς και οι ίδιοι γίνουν νομοθέται, περί του πότε και ποίος και με ποίους θα αγωνίζωνται εις όλους τους χορούς. Οποίον δε πρέπει να είναι έκαστον από αυτά ως προς τας λέξεις και τους στίχους και τας αρμονίας μαζί με τους ρυθμούς και τα χοροπηδήματα, πολλάκις τα είπε ο πρώτος νομοθέτης και συμφώνως με αυτά πρέπει οι κατόπιν του να νομοθετούν και αφού κατατάξουν τους αγώνας, καθώς πρέπει εις κατάλληλον καιρόν δι' εκάστην εορτήν, ας αφήσουν την πόλιν να πανηγυρίζη εις αυτάς.

Αυτά λοιπόν και άλλα παρόμοια δεν είναι δύσκολον να κρίνη κανείς με ποίον τρόπον πρέπει να λάβουν νόμιμον διάταξιν, ούτε πάλιν αν μετακινηθούν εδώ ή εκεί ημπορούν να φέρουν μέγα κέρδος ή ζημίαν εις την πόλιν. Όσα όμως δεν έχουν μικράν διαφοράν και δεν είναι εύκολον να επιβάλη κανείς την γνώμην του ως προς αυτά, κυρίως μεν είναι έργον του θεού, εάν υπήρχε τρόπος να έλθουν αυτά ως εντολαί από εκείνον, τόρα όμως σχεδόν απαιτείται κάποιος τολμηρός άνθρωπος, ο οποίος εκτιμά υπερβολικά την ελευθεροστομίαν και θα ειπή όσα του φαίνονται ως καλλίτερα διά την πόλιν και τους πολίτας, επιβάλλων εις διεφθαρμένας ψυχάς το πρέπον και σύμφωνον εις έκαστον πολίτευμα, ομιλών δε πολεμικώς εναντίον των μεγαλιτέρων επιθυμιών και μη έχων κανένα άνθρωπον βοηθόν, και μόνον αυτός ακολουθών τον ορθόν λόγον (!).

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον λόγον εννοούμεν (!) τόρα πάλιν, καλέ Ξένε; Διότι ακόμη ημείς δεν το εννοούμεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ φυσικά. Και λοιπόν εγώ θα προσπαθήσω να σας εξηγηθώ σαφέστερον. Δηλαδή, όταν έφθασα εις το ζήτημα της εκπαιδεύσεως, είδα με την φαντασίαν μου νέους και νέας να σχετίζωνται μεταξύ των φιλικώς. Μου επήλθε δε, καθώς, είναι επόμενον, να φοβηθώ συλλογισθείς τι να την κάμη κανείς μίαν τοιαύτην πόλιν, εις την οποίαν οι νέοι και αι νέαι είναι καλοζωιμένοι, ευτραφείς και ελευθερωμένοι από κοπώσεις υπερβολικάς και δουλοπρεπείς, αι οποίαι πάρα πολύ καταπνίγουν την υπερηφά[νειαν] και όλοι σκέπτονται διά θυσίας και εορτάς και χορούς εις όλην των την ζωήν. Με ποίον λοιπόν τρόπον μέσα εις αυτήν την πόλιν θα απέχουν από τας επιθυμίας, αι οποίαι τόσον πολλούς και πολλάς ώθησαν εις τα έσχατα, τας οποίας ήθελε διατάξει ο λόγος να αποφεύγουν, προσπαθών να επιβληθή ως νόμος; Και τας μεν άλλας επιθυμίας δεν είναι παράδοξον να νικούν οι προηγούμενοι νόμοι. Δηλαδή η απαγόρευσις του πλουτισμού, η οποία είναι υπερόχως αγαθή και συντελεί μεγάλως εις την σωφροσύνην, και ολόκληρος η μόρφωσις απέκτησε ως προς αυτά καλούς νόμους, εκτός δε τούτων το βλέμμα των αρχόντων υπεχρεώθη να μη βλέπη αλλού, αλλά να προσέχη πάντοτε τους νέους. Λοιπόν ως προς τας άλλας επιθυμίας, όσον είναι δυνατόν εις ανθρώπους, ετέθησαν ορθώς οι νόμοι. Τόρα όμως ακριβώς διά τους έρωτας προς παίδας άρρενας και θήλεις, και των γυναικών προς τους άνδρας και των ανδρών προς τας γυναίκας, από τους οποίους ωρισμένως αμέτρητα δυστυχήματα συνέβησαν και ιδιωτικώς εις τους ανθρώπους και εις ολοκλήρους πόλεις, πώς ημπορεί κανείς να λάβη τα μέτρα του, και ποίον φάρμακον πρέπει να εύρη δι' όλους αυτούς, διά να αποφύγουν τον τοιούτον κίνδυνον;

Βεβαίως δεν είναι εύκολον, Κλεινία μου. Διότι, και αν εις πολλά άλλα όλη η Κρήτη και η Λακεδαίμων δεν μας δίδουν μικράν βοήθειαν τόρα που νομοθετούμεν νόμους διαφορετικούς από τας συνηθείας των περισσοτέρων, όμως περί των ερώτων, καθώς το γνωρίζομεν και οι ίδιοι, είναι εντελώς αντίθετοι. Διότι, εάν κανείς ακολουθήση την φύσιν και θέση τον προ του Λαΐου νόμον, λέγων ότι είναι ορθόν να μη συνευρίσκωνται με άρρενας και νέους αφροδισιακώς καθώς με τα θήλεα, και φέρων ως μάρτυρα την φύσιν των ζώων και αποδεικνύων ως προς αυτά ότι δεν εγγίζει ο άρρην το άρρεν, διότι τούτο δεν είναι φυσικόν, θα έλεγε ίσως παραδεκτόν διισχυρισμόν, αλλά συγχρόνως δεν θα ήτο σύμφωνος με τας ιδικάς σας πόλεις. Εκτός τούτου όμως εκείνο το οποίον είπαμεν ότι πρέπει πάντοτε να προσέχη ο νομοθέτης, τούτο δεν συμβιβάζεται με αυτά. Δηλαδή πάντοτε ημείς ερευνώμεν ποίον πράγμα συντελεί εις την αρετήν των δεχομένων τους νόμους και ποίον όχι. Λοιπόν, εάν το παραδεχθώμεν αυτό ως καλόν ή όχι αισχρόν, διά να νομοθετηθή τόρα, ας εξετάσωμεν κατά πόσον θα συντελέση εις την αρετήν. Άραγε εις την ψυχήν του παραδιδομένου θα εμπνευσθή το ήθος της ανδροπρεπείας (!), ή εις την ψυχήν του παιδεραστού θα γεννηθή το ιδεώδες της σωφροσύνης; Ή μήπως αυτά μεν δεν είναι δυνατόν να παραδεχθή κανείς ποτέ, μάλλον δε όλως το αντίθετον, εις τον υποχωρούντα εις τας ηδονάς και μη δυνάμενον να αντέχη θα κατακρίνη κανείς την μαλθακότητα; Αλλά τότε εις τον προσπαθούντα να μιμηθή τας γυναίκας τάχα δεν θα κατακρίνη την αντιγραφήν του γυναικείου προτύπου; Λοιπόν ποίος άνθρωπος θα θεσπίση τούτο ως νόμον, αφού είναι τοιούτον; Σχεδόν κανείς, όταν βεβαίως κρατή εις τον νουν του αληθινόν νόμον. Πώς λοιπόν θα αποδείξωμεν ότι αυτό είναι αληθές; Είναι ανάγκη να ερευνήσωμεν την φύσιν της φιλίας και της επιθυμίας και των λεγομένων ερώτων, εάν θέλωμεν να τα εννοήσωμεν αυτά καλώς. Δηλαδή αυτά είναι δύο, και από τα δύο ομού σχηματίζεται τρίτον είδος με ιδιαίτερον όνομα και προξενεί όλην την δυσκολίαν και το σκότος εις το ζήτημα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φίλον βεβαίως ονομάζομεν το όμοιον με το όμοιον κατά την αρετήν και το ίσον με το ίσον, επίσης δε φίλον και το έχον ανάγκην του πλουσίου, το οποίον είναι το αντίθετον ως προς το γένος (πτωχόν). Όταν όμως το καθέν από τα δύο αυτά γίνεται ορμητικόν, το ονομάζομεν έρωτα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν η μεν φιλία των αντιθέτων είναι φοβερά και αγρία και σπανίως είναι αμοιβαία, η δε των ομοίων είναι ήμερος και αμοιβαία εις όλην την ζωήν. Ανάμικτος δε από αυτάς τας δύο εάν γίνη, πρώτον μεν δεν είναι εύκολον να γνωρισθή τι άραγε επιδιώκει να κερδίση όστις έχει τον τρίτον τούτον έρωτα· έπειτα, επειδή σύρεται από τους δύο αντιθέτως, ευρίσκεται εις απορίαν, διότι ο μεν είς τον παρορμά να δοκιμάση το κάλλος, ο δε άλλος του το απαγορεύει. Δηλαδή εκείνος μεν ερωτεύεται το σώμα και την ακμήν της ωραιότητος ως να νοστιμεύεται κανέν οπωρικόν και παρακινεί τον εαυτόν του να το απολαύση, χωρίς να δίδη καμμίαν εκτίμησιν εις την ψυχήν του αγαπωμένου. Αυτός δε θεωρεί πάρεργον την σωματικήν επιθυμίαν και μάλλον με την ψυχήν οραματιζόμενος αυτόν παρά ερωτευόμενος, εκτιμών δε την ψυχήν όσον πρέπει θεωρεί προσβολήν την σωματικήν απόλαυσιν από το σώμα εκείνου, εντρεπόμενος δε και σεβόμενος την σωφροσύνην και ανδρείαν και μεγαλοπρέπειαν και φρόνησιν θέλει να μένη αγνός πάντοτε με αγνόν αγαπητόν. Αυτός δε είναι ο μικτός εκ των δύο ειδών τρίτος έρως, τον οποίον είπαμεν τόρα. Αφού δε τόσων ειδών είναι αυτοί, άραγε όλους πρέπει να τους απαγορεύη ο νόμος, εμποδίζων να υπάρχουν εις τον τόπον μας, ή είναι προφανές ότι τον μεν έρωτα της αρετής, ο οποίος επιθυμεί να γίνη ο νέος όσον το δυνατόν καλλίτερος, θα τον επιτρέψωμεν να υφίσταται εις την πόλιν, τους δε άλλους δύο, εάν είναι τούτο δυνατόν, θα τους απαγορεύσωμεν; Ή πώς αλλέως να ειπούμεν, φίλε Μέγιλλε;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Βεβαίως εντελώς ορθά ωμίλησες αυτήν την φοράν (!) περί αυτών, Ξένε μου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Φαίνεται, καθώς το υπέθετα, ότι επέτυχα την επιδοκιμασίαν σου, καλέ μου φίλε. Τι όμως εννοεί ο ιδικός σας νόμος ως προς αυτά, δεν είναι ανάγκη να το εξετάσω εγώ, αλλά αρκεί να δεχθώ την επιδοκιμασίαν των λόγων μου. Τον δε Κλεινίαν και άλλην φοράν κατόπιν θα προσπαθήσω να τον ψάλλω και να τον καταπείσω δι' αυτά τα ίδια. Τόρα δε ας ακολουθήσω την ανατεθείσαν εις εμέ εντολήν σας και ας εξετάσωμεν εντελώς τους νόμους.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν έχω τόρα πάλιν μίαν εφεύρεσιν ως προς την θέσπισιν αυτού του νόμου, εν μέρει μεν εύκολον, εν μέρει όμως δυσκολωτάτην.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πώς δηλαδή εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Γνωρίζομεν βεβαίως ότι και σήμερον οι περισσότεροι άνθρωποι, αν και είναι παράνομοι, πολύ καλά και άγια αποτρέπονται από την συνεύρεσιν των ωραίων όχι ακουσίως, αλλά όσον ημπορείς να φαντασθής εκουσίως.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πότε εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Όταν υπάρχη αδελφός ή αδελφή ωραία. Και περί υιού δε και θυγατρός ο ίδιος άγραφος νόμος υπάρχει, και όσον το δυνατόν ασφαλέστατα προφυλάττει να μη κοιμούνται μαζί, ούτε φανερά ούτε κρυφίως, ή με κανένα άλλον τρόπον να εγγίζουν ερωτικώς αυτούς. Ακόμη δε ουδέ επιθυμία της τοιαύτης συνευρέσεως εισέρχεται διόλου εις τον νουν των περισσοτέρων.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Λέγεις την αλήθειαν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν και μόνον μία λέξις δεν καταπαύει όλας αυτάς τας ηδονάς;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Ποία δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αν ειπούμεν ότι αυτά δεν είναι διόλου θεάρεστα, αλλά θεομίσητα και των αισχρών αίσχιστα. Και αιτία τούτου δεν είναι τάχα, ότι κανείς δεν τα λέγει διαφορετικά αυτά, αλλά εξ αρχής, μόλις γεννηθή έκαστος από ημάς, ακούει πάντοτε, και παντού να τα λέγουν αυτά, και πολλάκις τα βλέπει εις τας κωμωδίας και εις τας τραγωδίας, όταν παριστάνουν Θυέστας ή Οιδίποδας ή Μακαρέας συνευρεθέντας με τας αδελφάς των κρυφίως, και ανακαλυφθέντας και επιβάλοντας θάνατον εις τον εαυτόν των ως τιμωρίαν διά το αμάρτημά των;

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ ορθά το λέγεις, αυτό τουλάχιστον, ότι δηλαδή η διάδοσις έχει μίαν θαυμασίαν δύναμιν, αφού κανείς δεν θα ημπορέση ούτε να αναπνεύση έξω από τον νόμον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν είναι ορθόν το λεχθέν προ ολίγου, ότι, αν ο νομοθέτης θέλη να δαμάση καμμίαν επιθυμίαν από εκείνας αι οποίαι υποδουλώνουν υπερβολικά τους ανθρώπους, είναι, εύκολον να εννοήση με ποίον τρόπον ημπορεί να τας υποδουλώση. Δηλαδή ότι πρέπει να καθιερώση την φήμην εις όλους τους δούλους και ελευθέρους παίδας και γυναίκας και όλην την πόλιν ομοίως, και ούτω πως θα εκτελεσθή το ασφαλέστερον πράγμα ως προς αυτόν τον νόμον.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ καλά. Αλλά πώς θα ημπορέσωμεν πάλιν να κάμωμεν όλους να θέλουν να διαδώσουν το τοιούτον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλά με επρόλαβες. Διότι αυτό εσήμαινε ο ιδικός μου λόγος, ότι εγώ έχω να μεταχειρισθώ μίαν μέθοδον χάριν αυτού του νόμου, την φυσικήν χρήσιν της συνουσίας προς τεκνοποίησιν, δηλαδή να απέχουν μεν από το άρρεν και να μη δολοφονούν το ανθρώπινον γένος εκ προμελέτης, ούτε να σπείρουν επάνω εις βράχους και εις πέτρας, όπου δεν είναι δυνατόν να ριζώση και να γονιμοποιηθή, να απέχουν δε από τον θηλυκόν αγρόν, εντός του οποίου δεν επιθυμεί κανείς να φυτρώση ο σπόρος του. Ο νόμος λοιπόν αυτός, αν μεν γίνη γενικός και κυριαρχήση, καθώς τόρα, υπερισχύει διά τας συνουσίας με τους γονείς, και εάν υπερισχύση, θα φέρη άπειρα αγαθά. Διότι πρώτον μεν υπάρχει συμφώνως με την φύσιν, και μας κάμνει να απέχωμεν από την ερωτικήν λύσσαν και μανίαν και όλας τας μοιχείας και από ποτά και τροφάς υπερμέτρους, και μας κάμνει να είμεθα με τας γυναίκας μας σχετικοί και φίλοι, και άλλα πολλά αγαθά ημπορούν να προκύψουν, εάν κανείς ημπορούσε να τον διατηρή.

Αλλά τόρα ίσως παρουσιασθή κανείς ορμητικός και νέος άνθρωπος, φορτωμένος από σπέρμα, και ακούων περί του θεσπιζομένου νόμου, μας κακολογήση ότι θεσπίζομεν ανοήτους και απραγματοποιήτους νόμους, και αρχίζει να φωνάζη. Αυτά λοιπόν έλαβα και εγώ υπ' όψιν μου και είπα αυτήν την λέξιν, ότι δηλαδή έχω κάποιαν μέθοδον, εν μέρει μεν ευκολωτέραν από όλας, εν μέρει δε δυσκολωτέραν, ώστε, αφού τεθή ο νόμος αυτός, να διατηρηθή. Διότι είναι ευκολώτατον να εννοήσωμεν ότι είναι δυνατόν τούτο και πώς. Δηλαδή φρονούμεν ότι, εάν καθιερωθή αυτός ο νόμος επαρκώς, θα δαμάση πάσαν ψυχήν και θα την κάμη να πείθεται με φόβον τελείως εις τους τεθέντας νόμους. Αλλά βεβαίως τόσον επροχώρησε τόρα το κακόν, ώστε φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθή, καθώς διά την συνήθειαν των συσσιτίων δεν πιστεύεται ότι είναι δυνατόν ολόκληρος πόλις εις όλην της την ζωήν να διατηρή αυτά, και ενώ απεδείχθη και εμπράκτως εφηρμόσθη εις τον τόπον σας, πάλιν όμως διά τας γυναίκας ούτε εις τον τόπον σας δεν νομίζεται εκ φύσεως κατάλληλον να πραγματοποιηθή. Δι' αυτήν λοιπόν και εγώ την επιμονήν εις την απιστίαν είπα ότι είναι πολύ δύσκολον να διατηρηθούν συμφώνως με τον νόμον.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι δε δεν είναι ανώτερον από τας δυνάμεις του ανθρώπου, αλλά ημπορεί να πραγματοποιηθή, θέλετε να προσπαθήσω να σας διηγηθώ κάποιαν διήγησιν, η οποία είναι πειστική;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν, άραγε ευκολώτερον ημπορεί κανείς να απέχη από τα αφροδισιακά και να εκτελή ορθώς τα οριζόμενα νομίμως ως προς αυτά, όταν έχη υγιές σώμα και όχι ατελές, ή όταν το έχη μηδαμινόν;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαίως πολύ περισσότερον δύσκολον είναι, όταν δεν το έχη ατελές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν δεν γνωρίζομεν τάχα εκ φήμης τον Ταραντίνον Ίκκον, ο οποίος ηγωνίσθη εις την Ολυμπίαν καθώς και τους άλλους ότι από φιλοτιμίαν και τέχνην και διότι, καθώς λέγουν, είχε εις την ψυχήν του την σώφρονα ανδρείαν, ούτε καμμίαν γυναίκα ήγγισε ποτέ του ούτε παιδί, εις όλην την διάρκειαν των γυμνασίων του; Και ακριβώς και διά τον Κρίσωνα και τον Αστύλον και τον Διόπομπον και άλλους πάρα πολλούς δεν υπάρχει η ιδία διάδοσις; Και όμως από τους ιδικούς μου και από τους ιδικούς σου συμπολίτας, φίλε Κλεινία, βεβαίως ήσαν πολύ χειρότερα μορφωμένοι ως προς τας ψυχάς, ως προς δε τα σώματα ήσαν πολύ περισσότερον σφριγηλοί.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτά είναι αληθή, δηλαδή πολύ διέδιδαν οι παλαιοί περί αυτών των αθλητών ότι συνέβησαν αυτά πραγματικώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν; Εκείνοι μεν χωρίς αμφιβολίαν χάριν της πάλης και των δρόμων και των τοιούτων κατώρθωσαν να αποφύγουν πράγμα το οποίον οι περισσότεροι το θεωρούν ευτυχίαν, οι δε ιδικοί μας παίδες δεν θα ημπορέσουν να καρτερήσουν διά πολύ ωραιοτέραν νίκην, την οποίαν ημείς παριστάνοντες ωραιοτάτην από την μικράν των ηλικίαν εις τους μύθους και εις τας φράσεις μας και εις τα άσματα που ψάλλομεν θα την επιβάλωμεν μαγευτικώς εις αυτούς, καθώς είναι επόμενον;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίαν νίκην;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το να είναι εγκρατείς των ηδονών, διά να ζουν με ευτυχίαν, ενώ, εάν νικώνται, θα συμβή όλως το αντίθετον. Εκτός δε τούτου ο φόβος, ότι αυτό δεν είναι ποτέ με κανένα τρόπον όσιον, δεν θα μας δώση την δύναμιν να νικήσωμεν όσα ενίκησαν άλλοι, ενώ είναι χειρότεροι;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό φαίνεται πιθανόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αφού λοιπόν ευρισκόμεθα εις αυτό το σημείον ως προς αυτόν τον νόμον, από την κακίαν όμως των περισσοτέρων ευρέθημεν εις στενοχωρίαν, φρονώ ότι ο μεν ιδικός μας νόμος πρέπει κυριολεκτικώς να περιοδεύη και να ομιλή περί αυτών, ότι δεν πρέπει να είναι οι συμπολίται μας χειρότεροι από τα όρνεα και από άλλα πολλά ζώα, τα οποία γεννώνται εις μεγάλας αγέλας και έως ότου να τεκνοποιήσουν μένουν παρθένα και αμίαντα και αγνά από γάμους, όταν δε έλθουν εις αυτήν την ηλικίαν, συνδυάζεται προθύμως το άρρεν με το θήλυ και το θήλυ με το άρρεν και ζουν εις το υπόλοιπον της ζωής των ευσεβώς και νομίμως, εμμένοντα ασφαλώς εις τας πρώτας συνθήκας της φιλίας. Και πρέπει από τα ζώα αυτοί να είναι καλλίτεροι. Εάν όμως διαφθείρωνται από την πλειονοψηφίαν των άλλων Ελλήνων και βαρβάρων, διότι ακούουν ότι έχει μεγάλην ισχύν μεταξύ αυτών η λεγομένη άτακτος Αφροδίτη, και ούτω πως δεν είναι ικανοί να συγκρατούνται, τότε πρέπει να εφεύρωμεν δεύτερον νόμον δι' αυτούς οι νομοφύλακες και να γίνουν αυτοί νομοθέται.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον νόμον λοιπόν συμβουλεύεις εις αυτούς να νομοθετούμεν, εάν τους διαφύγη αυτός που νομοθετούμεν τόρα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Προφανώς τον ερχόμενον δεύτερον κατόπιν από αυτόν, φίλε Κλεινία.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Να αφήνουν όσον το δυνατόν αγύμναστον την ορμήν των ηδονών, μετατοπίζοντες εις άλλα μέρη του σώματος τον χυμόν και την τροφήν αυτής της ορμής. Τούτο δε ημπορεί να συμβή, εάν δεν επιτρέπεται αναίδεια εις την χρήσιν των αφροδισίων. Δηλαδή, όταν πάλιν εκτελούν αυτά σπανίως από εντροπήν, θα την έχουν εις την ράχιν των αδυνατώτερον κυρίαρχον. Και λοιπόν ας υπάρχη ως συνήθεια και άγραφος νόμος δι' αυτά να θεωρήται καλόν το να μένουν μυστικά, το δε να μη μένουν μυστικά αισχρόν, όχι όμως πάλιν και να μη τα εκτελούν διόλου. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα ορισθή εις τους νόμους ως κατά δεύτερον λόγον καλόν και αισχρόν το τοιούτον, έχον δευτερεύουσαν ορθότητα, και τους διεφθαρμένους εις τας φυσικάς κλίσεις, όσους ονομάζομεν ακρατείς, θα συμπεριλάβωμεν εις έν γένος και θα επιβάλωμεν να μη παρανομούν εις αυτά τα τρία είδη.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία δηλαδή είναι τα δύο άλλα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πρώτον το ευσεβές και αξιοπρεπές και έπειτα εκείνο το οποίον επιθυμεί όχι τα σώματα αλλά τους καλούς τρόπους της ψυχής. Αυτά λοιπόν είναι τόρα ωσάν ευχαί και ως παρηγορίαι, θα ήσαν όμως πολύ καλλίτερα, εάν επραγματοποιούντο εις τας πόλεις. Ίσως όμως ακόμη ως προς τον έρωτα επιβάλωμεν έν από τα δύο, ή κανείς να μη τολμά να χειρονομή εις κανένα από τους ευγενείς και ελευθέρους εκτός της νομίμου συζύγου του, και να μη σπείρη χωρίς ευλογίαν τέκνα παλλακίδων ούτε άγονον σποράν αρρένων παρά φύσιν, ή άλλως διά μεν τα άρρενα θα το εξαλείψωμεν τελείως, διά δε τας γυναίκας, εάν συνευρεθή κανείς με καμμίαν εκτός εκείνων που ήλθαν εις την οικίαν του με την ευλογίαν των θεών και με ιερούς γάμους, δηλαδή με αγορασμένας ή με κάποιον άλλον τρόπον κατακτηθείσας, χωρίς να αποκρυφθή από όλους τους άνδρας και τας γυναίκας (9), ίσως είναι ορθόν να θεωρήσωμεν αυτόν εις την νομοθεσίαν μας στερημένον των δικαιωμάτων του πολίτου ωσάν κάποιον ξενότροπον. Αυτός λοιπόν ο νόμος είτε τον θεωρήσωμεν ένα είτε δύο, ας υπάρχη διά τα αφροδίσια και όλα τα ερωτικά, όσα εκτελούμεν συναναστρεφόμενοι ο είς τον άλλον με τοιαύτας επιθυμίας είτε ορθώς είτε όχι ορθώς.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Και λοιπόν, φίλε Ξένε, εγώ μεν, σε βεβαιώ, πάρα πολύ θα εδεχόμην αυτόν τον νόμον, ο δε Κλεινίας τόρα ας ειπή μόνος του, τι φρονεί δι' αυτά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

   Αυτό θα γίνη, φίλε Μέγιλλε, όταν νομίσω κατάλληλον την στιγμήν.
   Τόρα όμως ας αφήσωμεν τον Ξένον να προχωρήση εις τους νόμους.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τόρα βεβαίως ευρισκόμεθα εις το σημείον της ιδρύσεως συσσιτίων, τα οποία φρονούμεν ότι εις άλλον μεν τόπον είναι δύσκολον να ιδρυθούν, εις την Κρήτην όμως ουδείς θα εναντιωθή ότι πρέπει να γίνη αλλέως. Ως προς τον τρόπον όμως, αν δηλαδή θα γίνουν καθώς εδώ ή καθώς εις την Λακεδαίμονα, ή αν είναι έξω από αυτά τα δύο καλλίτερον τρίτον είδος συσσιτίων, αυτό δεν μου φαίνεται δύσκολον να το εύρωμεν, ούτε ημπορεί να φέρη κανέν μέγα αγαθόν, εάν εφαρμοσθή. Διότι και τόρα είναι αρμονικώς τακτοποιημένα.

Τόρα έρχεται εις την σειράν η προμήθεια των εφοδίων της ζωής κατά ποίον τρόπον θα γίνεται. Αλλά η προμήθεια εις μεν τας άλλας πόλεις ίσως είναι ποικίλη και από πολλά μέρη και μάλιστα από διπλάσια μέρη παρά εις αυτήν εδώ. Διότι και από την γην και από την θάλασσαν προμηθεύονται τα τρόφιμα οι περισσότεροι των Ελλήνων, ενώ αυτοί εδώ μόνον από την γην. Διά τον νομοθέτην λοιπόν τούτο είναι ευκολώτερον. Διότι χρειάζονται όχι πλέον οι μισοί νόμοι (10), αλλά πολύ ολιγότεροι, και εκτός τούτου περισσότερον αρμόζοντες εις ελευθέρους ανθρώπους. Δηλαδή από τα εμποροπλοιαρχικά και εμπορικά και καπηλικά και ξενοδοχικά και τελωνιακά και μεταλλειακά και δανειστικά και τα σχετικά με τα επιτόκια των τόκων πράγματα και άπειρα άλλα είναι ελευθερωμένος κατά το πλείστον και τα άφησε κατά μέρος ο νομοθέτης αυτής της πόλεως, απλώς δε διά γεωργούς και ποιμένας και μελισσοκόμους και διά τας αποθηκεύσεις αυτών και διά τους κατασκευαστάς των εργαλείων των θα νομοθετήση, αφού πλέον ενομοθέτησε τα σπουδαιότερα διά τους γάμους και τας γεννήσεις παίδων και ανατροφάς, ακόμη δε και διά την εκπαίδευσιν και διά την εγκατάστασιν των αρχών της πόλεως. Τόρα δε είναι ανάγκη να προχωρήση εις τους παραγωγείς της τροφής και τους βοηθούς αυτών.

Και πρώτον λοιπόν ας έχουν αυτοί οι νόμοι το όνομα γεωργικοί. Και πρώτον ο νόμος του συνοριακού Διός ας ορισθή ούτω πως. Ας μη μετακινή κανείς τα σύνορα μήτε του ιδικού του συμπολίτου γείτονος μήτε του συνορεύοντος εις τα μεθόρια ξένου γείτονος, φρονών ότι αυτό είναι κυριολεκτικώς το να κινή τα ακίνητα. Ας προτιμήση δε έκαστος και τον μεγαλίτερον βράχον να μετακινήση παρά τον μικρόν λίθον, ο οποίος ορίζει την φιλίαν και την έχθραν με ένορκον εγγύησιν των θεών. Δηλαδή το έν μεν εγγυάται ο ομόφυλος Ζευς, το δε άλλο ο Ξένιος, αυτοί δε οργιζόμενοι επιφέρουν πολέμους αμειλίκτους. Και όστις μεν υπακούση εις τον νόμον δεν θα δοκιμάση τας βλάβας της παραβάσεως αυτού, όστις όμως τον περιφρονήση ας είναι ένοχος εις διπλάς τιμωρίας, μίαν μεν και πρώτην από τους θεούς, δευτέραν δε από τον νόμον. Δηλαδή κανείς ας μη μετακινή αυθαιρέτως τα σύνορα των γειτόνων. Αν δε κανείς τα μετακινήση, ας τον καταγγέλλη όστις θέλει εις τους ιδιοκτήτας, αυτοί δε ας τον προσκαλέσουν εις το δικαστήριον. Εάν δε κανείς χάση τοιαύτην δίκην, ας θεωρήση το δικαστήριον ότι προσπαθεί κρυφίως και βιαίως να κάμη αναδασμόν της γης ο καταδικασθείς και ας του επιβάλη ό,τι είναι ορθόν να πάθη ή να πληρώση.

Κατά δεύτερον δε λόγον συμβαίνουν πολλαί και μικραί βλάβαι των γειτόνων, διότι συχνά συναντώνται και μεγαλώνουν την εχθροπάθειαν και κάμνουν την γειτονίαν δύσκολον και πολύ πικράν. Διά τούτο πρέπει να προσέχη πολύ ο γείτων να μη κάμνη εις τον γείτονα τίποτε το έκτροπον, και ως προς τα άλλα και προ πάντων να προσέχη πολύ από πάσαν επέκτασιν της καλλιεργείας του.

Διότι το να βλάψη κανείς δεν είναι δύσκολον, αλλά το κάμνει ο καθείς, το να ωφελήση όμως δεν ημπορεί να το κάμνη ο καθείς. Όστις δε καλλιεργεί έδαφος του γείτονος υπερπηδών τα σύνορα, την μεν βλάβην ας την πληρώνη, διά να θεραπευθή δε από την αναίδειάν του και την φιλαργυρίαν του ας πληρώση και το διπλάσιον της ζημίας εις τον παθόντα. Δι' αυτά δε και όλα τα παρόμοια ας διορισθούν πραγματογνώμονες και δικασταί και εκτιμηταί οι αγρονόμοι, και εις μεν τα μεγαλίτερα, καθώς είπαμεν προηγουμένως, όλη η τάξις του δωδεκατημορίου, εις δε τα μικρότερα μόνον οι φρούραρχοι. Και αν κανείς βόσκη ποίμνια εντός ξένων κτημάτων, ας παρατηρήσουν τας βλάβας και ας κρίνουν και ας ορίσουν την ποινήν, και εάν κανείς οικειοποιήται μελίσσια ξένα ευρίσκων τέρψιν εις αυτά και προσελκύων αυτά με την χαλκοκρουσίαν, ας πληρώνη την ζημίαν. Και εάν καίων ξυλείαν δεν προφυλάξη την γειτονικήν, ας τιμωρηθή με το πρόστιμον το οποίον θα αποφασίσουν οι άρχοντες. Επίσης δε και εάν φυτεύων δεν αφήνη ανάλογον απόστασιν από τα χωράφια του γείτονος, καθώς και πολλοί νομοθέται είπαν λεπτομερώς, των οποίων τους νόμους πρέπει να τους χρησιμοποιούμεν συμπληρωματικώς και να μην έχωμεν απαίτησιν όλα και τα πολύπλοκα και τα μικρά ζητήματα, τα οποία εθέσπισε και ο τυχών νομοθέτης, να τα νομοθετήση όλα ο νομοθέτης της πόλεως.

Λόγου χάριν, υπάρχουν περί των υδάτων εις τους γεωργούς παλαιοί και καλοί νόμοι, τους οποίους δεν πρέπει να μετακινήσωμεν εις την συζήτησίν μας, αλλ' όστις θελήση να φέρη νερόν εις τον ιδικόν του τόπον, ας αρχίση να το μετακομίζη από τα κοινά ρεύματα χωρίς να αποκόπτη πηγάς γνωστάς κανενός ιδιώτου, ας τα διοχετεύη δε από όποιον μέρος θέλει εκτός των οικιών και των διαφόρων ιερών και των μνημείων, χωρίς να σκάπτη άλλο μέρος εκτός των αυλάκων. Εάν δε εις μερικά μέρη είναι φυσική έλλειψις νερού, από μέσα από την γην η οποία καταπίνει τα βρόχινα νερά και δεν έχει τας απαραιτήτους πηγάς, ας ανοίξη πηγάδι εις το χωράφι του έως εις το στρώμα της αργίλου, και αν εις αυτό το βάθος δεν επιτύχη διόλου νερόν, ας λαμβάνη νερόν από τους γείτονας, όσον είναι απαραίτητον διά τους εργάτας. Εάν δε και οι γείτονες το έχουν μετρημένον με ακρίβειαν, ας ζητήση από τους αγρονόμους να προσδιορίσουν ωρισμένην σειράν της ημέρας και τότε ας πηγαίνη καθ' ημέραν να λαμβάνη νερόν από τους γείτονας.

Εάν δε εις τα βρόχινα νερά ο υψηλότερον καλλιεργών ή και ο ομότοιχος ζημιώνει τους χαμηλοτέρους, διότι δεν επιτρέπει την εκροήν, ή αντιθέτως ο υψηλότερα ευρισκόμενος αφήνη όπως τύχη τα ρεύματα και βλάπτη τον κάτω, και ως προς αυτά δεν δέχωνται να συνεννοηθούν μεταξύ των, εις μεν την πόλιν ας προσκαλέση όστις θέλει τον αστυνόμον, εις δε τον αγρόν τον αγρονόμον και ας ορίση αυτός τι πρέπει να κάμη ο καθείς από τους δύο. Όστις δε δεν τηρεί την τάξιν ας υποστή τιμωρίαν φθονεράς ψυχής και συγχρόνως κακεντρεχούς, και, αν καταδικασθή, ας πληρώση διπλασίως την ζημίαν εις τον παθόντα, εάν δεν θελήση να υπακούση εις τους άρχοντας.

Των δε οπωρικών πρέπει να κάμνουν χρήσιν όλοι ως εξής. Δύο ειδών δώρα μας χαρίζει η θεά της γεωργίας· το έν είναι ο αθησαύριστος καρπός του Διονύσου, το δε άλλο ο κατάλληλος εκ φύσεως διά να αποθηκευθή. Λοιπόν ας υπάρχη διά τα οπωρικά ο εξής νόμος. Όστις γευθή άωρα οπωρικά, είτε σταφύλια είτε σύκα, πριν να φθάση ο καιρός του τρύγου, ο οποίος συμπίπτει με τον Αρκτούρον, είτε εις τα ιδικά του χωράφια είτε εις ξένα, ας πληρώνη ιερόν πρόστιμον εις τον Διόνυσον πενήντα δραχμάς, όταν κόπτη από τα ιδικά του, όταν δε κόπτη από τα γειτονικά, μίαν μναν, εάν δε από άλλα χωράφια, δύο τρίτα της μνας. Όστις δε θελήση να δοκιμάση το σταφύλι το οποίον εσχάτως ήρχισαν να το ονομάζουν γενναίον (11) και τα γενναία σύκα, εάν μεν δρέπη από τα ιδικά του, ας τα απολαμβάνη όπως θέλει και όταν θέλη, εάν όμως από κτήματα άλλου χωρίς να τον πείση συμφώνως με τον νόμον (12) ότι δεν πρέπει να σηκώνη ό,τι δεν ετοποθέτησε, ας τιμωρήται. Εάν δε δούλος χωρίς να πείση τον ιδιοκτήτην δρέπη κανέν από αυτά, εις κάθε ράγα σταφυλίου και εις κάθε σύκον της συκής ας τρώγη ισαρίθμους ξυλιές. Ο δε μέτοικος ας αγοράζη τα ώριμα οπωρικά, αν του αρέσουν να τρώγη τοιαύτα. Εάν δε κανείς ξένος νεοφερμένος επιθυμήση να φάγη οπωρικά, όταν περνά από τον δρόμον, τα μεν γενναία ας τα δρέπη, εάν θέλη, ο ίδιος και είς υπηρέτης του χωρίς πληρωμήν απολαμβάνων φιλοξενίαν, από τα άωρα όμως και τα παρόμοια ας εμποδίζη ο νόμος τους ξένους να δρέπουν. Εάν όμως από αμάθειαν εγγίση, κανείς ή ο δούλος του, ο μεν δούλος να τιμωρήται με ξύλον, ο δε ελεύθερος να εκδιώκεται με συμβουλάς και ας οδηγήται να δρέπη, τα άλλα οπωρικά, τα οποία δεν χρησιμεύουν ως αποθηκευμένη σταφίς και ως οίνος και ως ξηρά σύκα. Όσον δε διά τα απίδια και τα μήλα και τα ρώδια και όλα τα παρόμοια, ας μην είναι εντροπή να δρέπη κρυφίως κάτι, αλλά όστις συλληφθή, εάν είναι ηλικίας κάτω των τριάντα ετών, ας κτυπάται και ας αποκρούη τα κτυπήματα χωρίς τραύματα, δίκη όμως να μην υπάρχη δι' αυτά εις τον ελεύθερον. Εις δε τον ξένον καθώς εις τα οπωρικά ας επιτραπή και από αυτά να δρέπη. Εάν δε κανείς γεροντότερος δρέπη από αυτά, όταν το φάγη επιτοπίως και δεν μετακομίζη τίποτε, καθώς ο ξένος ας μετέχη όλων αυτών, εάν όμως δεν υπακούη εις τον νόμον, ας κινδυνεύη να αποκλεισθή από τον αγώνα της αρετής, εάν έως τότε υπενθυμίση κανείς αυτά εις τους τότε κριτάς.

Το δε νερόν είναι δι' όλα τα κηπουρικά η απαραίτητος τροφή, αλλά ευκόλως νοθεύεται. Δηλαδή ούτε η γη ούτε ο ήλιος ούτε οι άνεμοι, οι οποίοι με το νερόν ζωογονούν τα προϊόντα της γης, δεν είναι εύκολον να νοθευθούν με δηλητήρια ή με μετακινήσεις ή κλοπάς, εις την φύσιν όμως του νερού όλα αυτά είναι δυνατόν να γίνουν. Διά τούτο βεβαίως απαιτείται υπερασπιστής νόμος. Λοιπόν ας υπάρχη ο εξής νόμος περί αυτού. Αν κανείς νοθεύη εκ προαιρέσεως ξένον νερόν είτε της πηγής είτε και αποθηκευμένον με φάρμακα ή με σκαψίματα ή με κλοπάς, τότε όστις ζημιώνεται ας τον εγκαλή εμπρός εις τους αστυνόμους, και ας ορίζη την αξίαν της βλάβης· εάν δε κανείς καταδικασθή ότι βλάπτει κάποιον με δηλητηριάσεις, εκτός του προστίμου, ας καθαρίση τας πηγάς ή το αγγείον του νερού, όπως ορίζουν οι νόμοι των ερμηνευτών ότι πρέπει να γίνεται η κάθαρσις από τον καθένα.

Όσον δε διά την συγκομιδήν όλων των προϊόντων, ας επιτρέπεται εις τον επιθυμούντα να μετακομίζη διά παντός τόπου τα ιδικά του, όταν ή διόλου δεν ζημιώνη κανένα, ή κερδίζη ο ίδιος τριπλάσιον κέρδος από την ζημίαν του γείτονος. Εις αυτά δε πραγματογνώμονες να είναι οι άρχοντες και δι' όλα τα άλλα όσα κανείς εκ προθέσεως βλάπτει άλλον άνευ της αδείας του διά της βίας ή κρυφίως ή τον ίδιον ή κάτι τι ιδικόν του με τα ιδικά του κτήματα. Όλα τα παρόμοια αφού τα αποδείξη εις τους άρχοντας, ας τον τιμωρήση, αν η βλάβη είναι έως τρεις μνας. Εάν όμως υπάρχη καμμία μεγαλιτέρα καταγγελία του ενός κατά του άλλου, ας παρουσιάση την δίκην εμπρός εις τα κοινά δικαστήρια και ας τιμωρήση τον αδικούντα. Εάν δε κανείς από τους άρχοντας φανή ότι με άδικον γνώμην αποφασίζει τας τιμωρίας, ας είναι υπόδικος του ζημιωθέντος διά τα διπλάσια. Τα δε αδικήματα των αρχόντων εις εκάστην δίκην όστις θέλει ας τα εφεσιβάλλη εις τα κοινά δικαστήρια. Επειδή δε είναι χιλιάδες των χιλιάδων και μικροί οι νόμοι, συμφώνως με τους οποίους πρέπει να γίνωνται αι τιμωρίαι, και ως προς την έναρξιν της δίκης και ως προς τας προσκλήσεις και τους κλητήρας, είτε με δύο είτε με οσουσδήποτε είναι ανάγκη να προσκληθούν, και ως προς όλα τα παρόμοια, ούτε ανομοθέτητα είναι δυνατόν να μείνουν, ούτε όμως άξια γέροντος νομοθέτου είναι αυτά, αλλά οι νέοι ας νομοθετήσουν αυτά συμφώνως με τα προηγούμενα νομοθετήματα, μιμούμενοι με τα μικρά τα μεγάλα και γνωρίζοντες την υποχρεωτικήν αυτών ανάγκην έως ότου να φανούν ότι είναι αρκετοί οι νόμοι. Τότε δε πλέον ας τους καταστήσουν αμετακινήτους και ας ζουν πλέον έχοντες αυτούς ως μέτρον.

Ως προς δε τους άλλους τεχνίτας πρέπει να γίνη το εξής. Πρώτον μεν κανείς εντόπιος ας μη καταγίνεται εις τα τεχνικά επαγγέλματα, ούτε δούλος ανδρός εντοπίου. Διότι έχει αρκετήν τέχνην και έχουσαν ανάγκην πολλής ασκήσεως και πολλής διδασκαλίας συγχρόνως ο πολίτης όστις προσπαθεί να διασώση την κοινήν διακόσμησιν της πόλεως και να την αποκτήση, πράγμα το οποίον δεν πρέπει να εκτελήται παρέργως. Δύο όμως επιτηδεύματα ή δύο τέχνας να εκτελή με ακρίβειαν σχεδόν δεν είναι ικανή καμμία ανθρωπίνη φύσις, ούτε πάλιν την μίαν να εκτελή ο ίδιος επαρκώς, διά δε την άλλην να επιθεωρή άλλον ο οποίος την εκτελεί. Αυτό λοιπόν πρέπει πρώτον να υπάρχη εις την πόλιν. Δηλαδή κανείς σιδηρουργός ας μην είναι συγχρόνως και κτίστης ούτε πάλιν κτίστης να επιστατή εις άλλους σιδηρουργούς περισσότερον παρά εις την ιδικήν του τέχνην, προφασιζόμενος ότι, επειδή επιστατεί εις πολλούς δούλους, οι οποίοι εργάζονται δι' αυτούς, ευλόγως φροντίζει περισσότερον δι' αυτούς, διότι από αυτούς έχει περισσότερα εισοδήματα παρά από την τέχνην του, αλλά μίαν τέχνην να έχη έκαστος πολίτης και από αυτήν να αποκτά τα προς το ζην. Αυτόν λοιπόν τον νόμον ας τον λεπτουργήσουν και ας τον διαφυλάττουν οι αστυνόμοι, και τον μεν εντόπιον, εάν έχη περισσοτέραν κλίσιν εις καμμίαν τέχνην παρά εις την άσκησιν της αρετής, ας τον τιμωρούν με προσβολάς και με στερήσεις τιμών, έως ότου να λάβη ευθύν δρόμον, εάν δε κανείς από τους ξένους επαγγέλλεται δυο τέχνας, να τον τιμωρούν με δεσμά και με πρόστιμα χρηματικά και με εξορίας από την πόλιν και ας τον αναγκάζουν να έχη μίαν ιδιότητα και όχι πολλάς. Διά δε τον μισθόν αυτών και τας εργολαβίας και εάν άλλος κανείς αυτούς ή αυτοί κανένα άλλον προσπαθήσουν να αδικήσουν, διά ποσόν μεν έως πενήντα δραχμών ας τους δικάζουν οι αστυνόμοι, διά περισσότερα όμως από αυτό ας δικάζουν τα κοινά δικαστήρια συμφώνως με τον νόμον.

Φόρον δε κανείς να μη πληρώνη εις την πόλιν ούτε διά τα εξαγόμενα πράγματα ούτε διά τα εισαγόμενα. Διά δε το θυμίαμα και όσα άλλα είναι αποικιακά αρωματικά και την πορφύραν και όλα τα χρώματα διά την βαφήν όσα δεν παράγει ο τόπος, ή διά καμμίαν άλλην τέχνην, η οποία έχει ανάγκην εισαγωγής πραγμάτων του εξωτερικού, χωρίς καμμίαν επείγουσαν ανάγκην ούτε να εισάγη κανείς ούτε καλόν να εξάγη τίποτε από όσα είναι ανάγκη να μείνουν εντός του τόπου. Δι' όλα δε αυτά πάλιν να είναι πραγματογνώμονες και επιμεληταί από τους νομοφύλακας, αφού αφαιρεθούν οι πέντε γεροντότεροι, οι άλλοι δώδεκα. Διά δε τον πόλεμον και διά τα πολεμικά όργανα, εάν χρειάζεται ή καμμία τέχνη να εισαχθή ή κανέν φυτόν ή μεταλλικόν αντικείμενον, ή δεσμευτικόν ή κανέν ζώον κατάλληλον εις τοιαύτην χρήσιν, ας είναι πληρεξούσιοι διά την εισαγωγήν και εξαγωγήν τούτων οι ίππαρχοι και οι στρατηγοί, συγχρόνως όμως θα τους δίδη την άδειαν και θα τα παραδέχεται η πόλις, νόμους δε αρμοδίους δι' αυτά θα θεσπίσουν αρκετούς οι νομοφύλακες. Καπηλεία όμως προς κερδοσκοπίαν ούτε αυτού του πράγματος ούτε άλλου κανενός να μη γίνεται ούτε εις την χώραν ούτε εις την πόλιν.

Διά την τροφήν δε και την διανομήν των προϊόντων της χώρας εάν ορισθή το ορθόν συμφώνως κάπως με τον Κρητικόν νόμον, θα είναι καλόν. Δηλαδή το όλον της παραγωγής των δώδεκα τμημάτων της χώρας πρέπει να το μοιρασθούν όλοι καθώς και θα εξοδεύεται.

Έκαστον δε από αυτά τα δωδέκατα, λόγου χάριν του σίτου και της κριθής και συμφώνως με αυτά και όλα τα άλλα διανεμόμενα προϊόντα και όλα τα ζώα όσα έχει έκαστος προς πώλησιν, ας διαιρεθούν εις τρία ίσα μέρη, και το έν μεν μέρος ας προορισθή διά τους ελευθέρους, το άλλο διά τους δούλους αυτών και το τρίτον διά τους εργάτας και γενικώς τους ξένους, και αν κανείς από τους διαμένοντας προσωρινώς χρειάζεται τροφήν και όσοι έρχονται διά καμμίαν υπόθεσιν της πόλεως ή κανενός ιδιώτου, από όλα τα αναγκαιούντα το έν τρίτον μόνον ας είναι υποχρεωτικώς προς πώλησιν, από δε τα άλλα δύο τρίτα τίποτε να μην είναι υποχρεωτικόν να πωληθή. Πώς λοιπόν ημπορούν αυτά να μοιρασθούν όσον το δυνατόν ορθότερον; Πρώτον είναι βεβαίως φανερόν ότι άλλοτε μοιράζομεν ίσα και άλλοτε όχι ίσα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως είναι επόμενον άλλα από αυτά να τα παράγη η γη καλλίτερα και άλλα χειρότερα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν από αυτά τα τρία μέρη κανέν ας μην είναι μεγαλίτερον ούτε το διδόμενον εις τους κυρίους ή εις τους δούλους ούτε πάλιν το προωρισμένον διά τους ξένους, αλλά η διανομή ας αποδίδη εις όλους την ισότητα της ομοιότητος. Αφού όμως έκαστος πολίτης λάβη τα δύο τρίτα, ας είναι πληρεξούσιος πώς θα μοιράση εις τους δούλους και τους ελευθέρους, δηλαδή ας μοιράζη όσα θέλει και όποια θέλει. Το δε πλεόνασμα τούτων πρέπει να μοιράζεται με μέτρα και με αριθμόν κατά τον εξής τρόπον, δηλαδή αφού γίνουν ίσα με τον αριθμόν όλων των ζώων όσα τρέφονται από την γην, να τα μοιράζωμεν. Κατόπιν δε πρέπει δι' έκαστον να ορισθούν χωρισταί κατοικίαι. Αρμόζει δε εις αυτά η εξής τάξις.

Πρέπει να υπάρχουν δώδεκα προάστια ανά έν εις το μέσον εκάστου δωδεκατημορίου, εις έκαστον δε προάστιον πρώτον μεν να χωρισθούν τα ιερά και η αγορά των θεών και των ακολούθων των θεών δαιμόνων, είτε αυτοί είναι κάποιοι εντόπιοι των Μαγνήτων (13) είτε ιδρύματα κανενός άλλου λαού αναφερομένου από την ιστορίαν, αποδίδοντες εις αυτούς τας τιμάς των παλαιών ανθρώπων. Της δε Εστίας και του Διός και της Αθηνάς και όστις θεός από τους άλλους είναι αρχηγός του σχετικού δωδεκατημορίου, να ιδρυθούν παντού ιερά. Πρώτον δε να κτισθούν κατοικίαι πλησίον αυτών των ιερών, όπου είναι υψηλότερον το μέρος, διά να είναι όσον το δυνατόν ασφαλής καταφυγή των φρουρών. Όλην δε την άλλην χώραν να την μοιράσουν εις τους τεχνίτας διαιρουμένους εις δεκατρία μέρη. Και το μεν έν μέρος να κατοικήση εντός της πόλεως, αφού και αυτό μοιρασθή πάλιν εις τα δώδεκα μέρη της πόλεως, εγκαθιστάμενον απ' έξω και κυκλικώς, εις έκαστον δε προάστιον να συνοικισθούν τα κατάλληλα διά τους γεωργούς γένη των τεχνιτών. Επιμεληταί δε αυτών θα είναι οι άρχοντες εκ των αγρονόμων, και θα φροντίζουν πόσους και ποίους χρειάζεται έκαστος τόπος και πού αν κατοικήσουν θα είναι ολιγώτερον οχληροί και περισσότερον ωφέλιμοι εις τους γεωργούς. Εντός δε της πόλεως θα έχουν την ανάλογον επιμέλειαν οι άρχοντες εκ των αστυνόμων.

Τόρα δε εις τους αγορανόμους ανήκει να φροντίζουν διά τα καθέκαστα της αγοράς. Η δε δευτέρα φροντίς αυτών κατόπιν από την επιθεώρησιν των ιερών της αγοράς μήπως τα έβλαψε κανείς, θα είναι να επιθεωρούν τας πράξεις των ανθρώπων επιβλέποντες την σωφροσύνην και την υβριστικότητα και τιμωρούντες τον έχοντα ανάγκην τιμωρίας.

Από δε τα οψώνια πρώτον μεν να προσέχουν αν, όσα ωρίσθησαν να πωλούν οι πολίται εις τους ξένους, γίνονται συμφώνως με τον νόμον. Ο δε νόμος είναι, την πρώτην εκάστου μηνός όποιον μέρος είναι προωρισμένον να πωληθή εις τους ξένους να το εξάγουν όσοι αντιπρόσωποι υπάρχουν διά τους πολίτας ξένοι ή δούλοι, και πρώτον το δωδεκατημόριον του σίτου. Οι δε ξένοι δι' όλον τον μήνα θα αγοράσουν τον σίτον και όσα πωλούνται εις την αγοράν του σίτου την πρώτην του μηνός. Την δε δεκάτην του μηνός ας κάμνουν διά τα υγρά εκείνοι μεν πώλησιν, αυτοί δε αγοράν αρκετήν δι' όλον τον μήνα. Την δε εικοστήν ας γίνεται αγορά των ζώων όσα έχει ανάγκην έκαστος να πωλήση ή να αγοράση ο ίδιος, και όσα σκεύη ή πράγματα οι μεν γεωργοί θα τα πωλήσουν, λόγου χάριν δέρματα ή οποιαδήποτε ενδύματα, ή πλέγματα, ή συμπιλήματα, ή άλλα παρόμοια, οι δε ξένοι να τα αγοράσουν από άλλους που έχουν.

Καπηλικαί δε πωλήσεις τούτων ή της κριθής ή του σίτου, τα οποία εμοιράσθησαν ως τροφή, και όλης της άλλης τροφής των αστών ας μη γίνωνται εις τους δούλους, ούτε να αγοράζωνται από κανένα τοιούτον, εις δε τας αγοραπωλησίας των ξένων ο ξένος ας πωλή εις τους τεχνίτας και τους δούλους αυτών, και ας πωλούν λιανικώς τον οίνον και τον σίτον, το οποίον ακριβώς οι περισσότεροι το ονομάζουν καπηλείαν, και από τα διαμοιρασθέντα ζώα οι κρεοπώλαι ας πωλούν εις τους ξένους και τους τεχνίτας και τους δούλους αυτών. Όλην δε την καύσιμον ύλην ας αγοράζη ο ξένος όταν θέλη καθ' ημέραν εις μεγάλα μεν ποσά από τους αντιπροσώπους των προαστίων, αυτός δε ας πωλή εις τους ξένους, όσον θέλει και όταν θέλη. Όλα δε τα άλλα πράγματα και σκεύη όσα χρειάζεται έκαστος, να τα πωλούν μετακομίζοντες εις την κοινήν αγοράν εκάστου τόπου, και όπου νομίσουν κατάλληλον οι νομοφύλακες και οι αγορανόμοι μαζί με τους αστυνόμους ας ορίσουν θέσεις καταλλήλους διά τα οψώνια. Και εις αυτά τα μέρη να ανταλλάσσουν νόμισμα με πράγμα και πράγμα με νόμισμα, χωρίς κανείς να κάμη την ανταλλαγήν με πίστωσιν.

Όστις δε κάμνει πίστωσιν, είτε εισπράξη είτε όχι, να μένη ευχαριστημένος, διότι δεν υπάρχει δίκη διά τοιαύτας συναλλαγάς. Το δε αγορασθέν ή πωληθέν αν είναι περισσότερον και με περισσοτέραν τιμήν από την οριζομένην από τον νόμον, ο οποίος ορίζει τα όρια και διά τα δύο αυτά, τότε πλέον ας αναγραφή εις τα βιβλία των νομοφυλάκων το πλεόνασμα και ας εξαλείφεται το έλλειμμα.

Τα ίδια δε ας γίνωνται και ως προς την καταγραφήν της περιουσίας των μετοίκων. Ας προβαίνη δε εις την μετοίκισιν όστις θέλει με τας ρητάς συμφωνίας, ότι δηλαδή επιτρέπεται εις τον επιθυμούντα και δυνάμενον από τους ξένους να μετοικίση, εάν έχη τέχνην και μένη εις τον τόπον όχι περισσότερα από είκοσι έτη, αφ' ότου εγγραφή. Μετοίκιον δε να μη πληρώνη ούτε το ελάχιστον, παρά μόνον να είναι σώφρων, ούτε πάλιν άλλον φόρον διά καμμίαν αγοράν ή πώλησιν. Όταν δε συμπληρωθούν τα έτη, να λάβη την περιουσίαν του και να φύγη. Εάν δε εις αυτά τα έτη τού συμβή να κριθή ως εξυπηρετήσας καλώς τα συμφέροντα της πόλεως, και έχη πεποίθησιν ότι θα καταπείση την βουλήν και την συνέλευσιν του λαού και ζητήση ή να εγκριθή κάποια προθεσμία διά την αναχώρησίν του ή εντελώς να μείνη εις όλην του την ζωήν, ας παρουσιασθή και ας πείση την πόλιν εις ό,τι ζητεί και τότε αυτά ας εκτελεσθούν. Εις δε τους παίδας των μετοίκων, οι οποίοι είναι τεχνίται και έφθασαν εις το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας των, της μεν μετοικίας ο χρόνος ας αρχίζη από αυτό το δέκατον πέμπτον έτος, κατόπιν δε, αφού διαμείνη (ο μέτοικος) είκοσιν έτη, ας υπάγη όπου αγαπά, εάν δε θέλη να μείνη, ας μείνη με τους ιδίους όρους. Όστις δε απέρχεται ας εξαλείφη την καταγραφήν της περιουσίας του, η οποία υπάρχει προηγουμένως εις τα βιβλία των αρχόντων.

ΒΙΒΛΙΟΝ Θ'.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Κατόπιν δε από αυτά συμφώνως με όλας τας προηγουμένας πράξεις είναι φυσικόν να τακτοποιηθούν διά νόμων αι δίκαι. Και λοιπόν όσον διά τα ζητήματα, διά τα οποία πρέπει να γίνωνται δίκαι, άλλα μεν ελέχθησαν, δηλαδή ως προς την γεωργίαν και τα συναφή με αυτήν, τα δε σπουδαιότερα δεν ελέχθησαν ακόμη, αλλά ποίαν τιμωρίαν πρέπει να λαμβάνη το καθέν χωριστά και εις ποίους δικαστάς να υπάγεται, δι' αυτά τόρα πλέον θα ομιλήσωμεν κατόπιν εκείνων.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και βεβαίως είναι κάπως εντροπή όλα να τα ορίζωμεν νομοθετικώς, όσα πρόκειται να νομοθετήσωμεν τόρα διά την τοιαύτην πόλιν, η οποία φρονούμεν ότι θα κατοικηθή καλώς και θα απολαύση όλην την ορθότητα εις την εξάσκησιν της αρετής. Διότι εις τοιαύτην πόλιν και κατ' αρχήν ακόμη είναι κάπως εντροπή, καθώς είπα, να υποθέσωμεν ότι ημπορεί να γεννηθή κανείς μετέχων της μοχθηρίας των πολιτών των άλλων πόλεων, ώστε να χρειασθή προληπτική και απειλητική νομοθεσία, εάν ευρεθή κανείς, ως να υπάρχη φόβος να γεννηθή κανείς τοιούτος, και διά να τον αποτρέψωμεν και διά να τιμωρήσωμεν τας εκτελεσθείσας παρανομίας. Επειδή όμως ημείς δεν νομοθετούμεν καθώς οι παλαιοί νομοθέται ενομοθέτουν διά τους παίδας των θεών, δηλαδή τους ήρωας, καθώς λέγει η παράδοσις, οι οποίοι κατήγοντο από θεούς, ούτε δι' άλλους γεννηθέντας από θεούς, αλλά είμεθα άνθρωποι και εις ανθρώπων σπέρματα νομοθετούμεν προς το παρόν, δεν είναι βλασφημία να φοβούμεθα, μήπως γεννηθή κανείς μεταξύ των συμπολιτών μας κάπως αιμοβόρος, ο οποίος να είναι εις τοιούτον βαθμόν σκληρός, ώστε να μη κάμπτεται και καθώς εκείνα τα γνωστά σπέρματα δεν λυώνουν εις το πυρ ομοίως και αυτός να μην αναλύεται εις δάκρυα από τους νόμους, οι οποίοι είναι τόσον αυστηροί. Δι' αυτούς λοιπόν θα ορίσω ίσως όχι ευχάριστον νόμον πρώτον περί της ιεροσυλίας, αν κανείς τολμήση να πράξη τούτο. Και διά τον πολίτην μεν όστις ανετράφη ορθώς ούτε επιθυμούμεν, ούτε είναι πιθανόν τόσον πολύ να πάθη αυτήν την ασθένειαν, ίσως όμως οι δούλοι αυτού και οι ξένοι και οι δούλοι των ξένων δοκιμάσουν πολλά τοιαύτα. Διά τούτους λοιπόν κυρίως, ουχ ήττον όμως και φοβούμενος την αδυναμίαν όλης της ανθρωπίνης φύσεως θα ειπώ τον νόμον περί της ιεροσυλίας και των ομοίων άλλων όσα είναι δυσκολοθεράπευτα και ανίατα νοσήματα.

Αλλά πρέπει να ειπούμεν προοίμια όσον το δυνατόν σύντομα εις όλους αυτούς τους νόμους συμφώνως προς την προηγηθείσαν εξήγησιν. Τα εξής δε ημπορεί κανείς να ειπή προς τον τοιούτον συνομιλών και συμβουλεύων αυτόν, τον οποίον σκανδαλίζει κακή επιθυμία όλην την ημέραν και τον εξυπνά την νύκτα και τον παρακινεί να υπάγη εις κάποιον ναόν διά να ιεροσυλήση: Αγαπητέ μου, δεν είναι ανθρώπινον κακόν ούτε θείον αυτό το οποίον σε προτρέπει να υπάγης εις την ιεροσυλίαν, αλλά κάποιον μικρόβιον λύσσης εμφυτευόμενον εις τους ανθρώπους κληρονομικώς αλιτήριον από παλαιάς και ανεξιλεώτους παρανομίας, το οποίον πρέπει να προσέχη έκαστος με όλην την δύναμίν του. Αλλά ποία είναι η αποφυγή αυτού; Άκουσε. Όταν σου έρχεται καμμία τοιαύτη σκέψις, τρέξε εις τους εξορκισμούς. Πήγαινε ικέτης εις τους ναούς των αποτρεπτικών θεών, πήγαινε εις τας συναναστροφάς των ανδρών των φημιζομένων εις την πόλιν μας ως αγαθών, και άλλα μεν άκουε, άλλα δε προσπάθησε να τα ειπής ο ίδιος, ότι δηλαδή πρέπει έκαστος να τιμά τα καλά και τα δίκαια. Τας δε συναναστροφάς των κακών απόφευγε ανεπιστρεπτί. Και όταν κάμης αυτά, εάν μεν ελαφρύνεται η ασθένειά σου, καλά, ειδεμή, θεωρήσας καλλίτερον τον θάνατον, ελευθερώσου από την ζωήν.

Εις αυτά τα προοίμια που ψάλλομεν ημείς διά τους συλλογιζομένους όσα είναι έργα ανόσια και πολιτοφθόρα, όταν μεν κανείς υπακούη, ο νόμος πρέπει να σιωπήση, όταν όμως δεν υπακούη, τότε πρέπει να του φωνάξη δυνατά. Όστις όμως συλληφθή ιερόσυλος, εάν μεν είναι δούλος ή ξένος, ας γραφή εις το πρόσωπον και εις τας χείρας του το έγκλημά του και ας δαρή όσον κρίνουν οι δικασταί και ας διωχθή έξω από τα σύνορα της χώρας γυμνός. Διότι είναι πιθανόν, εάν τιμωρηθή ούτω πως, να γίνη καλλίτερος, σωφρονιζόμενος. Διότι δεν γίνεται καμμία καταδίκη προς το κακόν, όταν γίνεται συμφώνως με τον νόμον, αλλά κατορθώνει έν από τα δύο. Ή δηλαδή κάμνει καλλίτερον τον υφιστάμενον την καταδίκην ή ολιγώτερον κακόν. Εάν δε κανείς πολίτης ευρεθή να πράξη ποτέ κανέν τοιούτον, δηλαδή προς τους θεούς ή προς τους γονείς του ή προς την πόλιν να κάμη καμμίαν από τας ακατονομάστους παρανομίας, αυτόν πλέον ας τον θεωρή ο δικαστής ως αθεράπευτον, λαμβάνων υπ' όψιν ποίαν εκπαίδευσιν και ανατροφήν από την παιδικήν του ηλικίαν έλαβε και όμως δεν απέφυγε τα μέγιστα κακά. Ως καταδίκη λοιπόν δι' αυτόν ο θάνατος είναι το μικρότερον κακόν, τους άλλους όμως θα ωφελήση το παράδειγμά του, εάν δυσφημισθή και εξαφανισθή έξω από τα σύνορα της χώρας. Εις τα τέκνα του δε και εις την γενεάν του, εάν μεν παραιτήσουν τας πατρικάς των έξεις, ας υπάρχη δόξα και διάδοσις έντιμος, ότι καλώς και ανδροπρεπώς από το κακόν έφυγαν εις το αγαθόν.

Να δημευθούν δε τα πράγματα κανενός από αυτούς διά την πόλιν δεν είναι ορθόν, εις την οποίαν πρέπει οι ίδιοι και ίσοι κλήροι να διατηρούνται διαρκώς. Δι' αυτό, όταν κανείς θεωρηθή άξιος να καταδικασθή εις πρόστιμον, το πληρώνη όσον υπάρχει κανέν περίσσευμα εις τον επιδικασθέντα εις αυτόν κλήρον, όχι όμως περισσότερον. Την δε ακρίβειαν ως προς αυτά ας την προσέχουν οι νομοφύλακες από τας καταγραφάς και ας πληροφορούν περί της πραγματικής καταστάσεως τους δικαστάς, διά να μη στερηθή κανείς τον κλήρον του από έλλειψιν χρημάτων. Εάν δε κανείς θεωρηθή άξιος μεγαλιτέρου προστίμου, εάν τυχόν δεν είναι πρόθυμοι κάποιοι φίλοι του να εγγυηθούν και να συμπληρώσουν το ποσόν, διά να τον ελευθερώσουν, ας τιμωρηθή με δεσμά πολυετή και επιδεικτικά και με προπηλακισμούς.

Κανείς όμως πολίτης να μη στερήται ποτέ τα πολιτικά δικαιώματα διά καμμίαν παρανομίαν ούτε να εξορίζεται, αλλά εις θάνατον να καταδικάζεται ή εις δεσμά ή εις ξυλοκόπημα ή εις καθίσματα προσβλητικά ή στάσεις ή εξωκλησιασμούς ή χρημάτων πληρωμάς, καθώς είπαμεν προηγουμένως. Δικασταί δε ας είναι διά τον θάνατον οι νομοφύλακες και το κατ' εκλογήν εκ των περυσινών αρχόντων αποτελούμενον δικαστήριον. Τας δε καταγγελίας τούτων και τας προσκλήσεις μαρτύρων και όσα παρόμοια πρέπει να γίνωνται, αυτά πρέπει να τα φροντίσουν οι νεώτεροι νομοθέται.

Ιδικόν μας όμως έργον είναι να νομοθετήσωμεν την χρήσιν της ψήφου. Εκάστη λοιπόν ψήφος πρέπει να δίδεται φανερά, έμπροσθεν δε, του κατηγόρου και του κατηγορουμένου, ακριβώς εις το στόμα των, ας κάθηνται οι δικασταί κατά σειράν ηλικίας, όλοι δε οι πολίται όσοι έχουν σχόλην ας είναι προσεκτικοί ακροαταί των τοιούτων δικών. Να εκφωνή δε ένα λόγον πρώτον ο κατήγορος και έπειτα ο κατηγορούμενος. Κατόπιν δε από αυτούς τους λόγους να αρχίζη να ερωτά ο γεροντότερος, εισερχόμενος λεπτομερώς εις την εξέτασιν των λεχθέντων, κατόπιν δε του γεροντοτέρου όλοι οι άλλοι κατά σειράν ηλικίας να ερωτήσουν δι' οτιδήποτε περί των δύο αντιδίκων έχουν απορίαν από όσα ελέχθησαν ή δεν ελέχθησαν. Όστις δε δεν έχει απορίαν ας παραδίδη εις άλλον την σειράν. Από δε τας ερωτήσεις αφού επισφραγίσουν όσας νομίσουν ως κυριωτέρας, θέτοντες εις το έγγραφον τας σφραγίδας όλων των δικαστών, να το τοποθετήσουν εις την εστίαν και πάλιν την επομένην ημέραν να συνεδριάσουν και ομοίως ανακρίνοντες να τελειώσουν την δίκην και να θέσουν πάλιν τας σφραγίδας εις τα λεχθέντα. Και, αφού το εκτελέσουν αυτό τρεις φοράς και αποκτήσουν αποδείξεις και μαρτυρίας αρκετάς, να δώση έκαστος ιεράν ψήφον και να υποσχεθή εμπρός εις την Εστίαν όσον είναι δυνατόν ότι θα δικάση δικαίως και ούτω πως να δώση τέλος εις αυτήν την δίκην.

Κατόπιν δε από τους θεούς έρχονται τα εγκλήματα προς κατάλυσιν του πολιτεύματος. Δηλαδή όστις διά να αναδείξη άρχοντα ένα άνθρωπον υποδουλώνει τους νόμους και κάμνει την πόλιν να παρασύρεται από σωματεία, και ακριβώς εκτελεί τούτο εκβιαστικώς και διεγείρει φατριασμούς παρανόμως, αυτόν πρέπει να τον θεωρούμεν ως τον μεγαλίτερον εχθρόν της πόλεως. Όστις δε δεν μετέχει μεν κανενός τοιούτου, κατέχει όμως ανώτερα αξιώματα εις την πόλιν και, είτε είναι εν γνώσει είτε εν αγνοία, δεν έχει το θάρρος να υπερασπισθή την πατρίδα του, αυτόν πρέπει να τον θεωρούμεν κατά δεύτερον λόγον κακόν πολίτην. Πας δε ανήρ οσονδήποτε και αν είναι μικρός, ας καταγγέλλη εις τας αρχάς και ας εγκαλή εις δίκην εκείνον όστις σχεδιάζει κρυφίως την βιαίαν και παράνομον μεταβολήν του πολιτεύματος. Δικασταί δε ας γίνουν εις αυτούς καθώς και εις τους προηγουμένους, η δε πλειονοψηφούσα γνώμη ας επιβάλλη τον θάνατον. Με μίαν δε λέξιν τα αίσχη του πατρός και αι καταδίκαι των παίδων να μην επιβαρύνουν κανένα, εκτός εάν κανενός και ο πατήρ και ο πάππος και ο πατήρ του πάππου κατεδικάσθησαν εις θάνατον. Αυτούς δε η πόλις με όλην των την περιουσίαν εκτός μόνον όσον στοιχίζει ο κλήρος των, ας τους αποστέλλη εις την παλαιάν των πατρίδα και πολιτείαν. Όσοι δε πολίται έχουν τέκνα περισσότερα του ενός όχι κατώτερα των δέκα ετών, να εκλέξουν με κλήρον δέκα από αυτά, όσα κρίνει ο πατήρ ή ο πάππος ή από τον πατέρα ή από την μητέρα, και των κληρωθέντων τα ονόματα να τα στείλουν εις τους Δελφούς. Όποιον δε εκλέξη ο θεός, αυτόν να εγκαταστήσουν κληρονόμον εις τον ορφανικόν οίκον με αισιωτέραν τύχην.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τρίτον δε ας υπάρχη όμοιος νόμος και ως προς το ποίοι θα είναι δικασταί, και ποίος ο τρόπος της διαδικασίας, δι' όσους κανείς εγκαλεί εις το δικαστήριον διά προδοσίαν. Ας είναι δε όμοιος αυτός ο νόμος με τους προηγουμένους και ως προς την διαμονήν των εγγόνων των ή την εκδίωξιν αυτών από την πατρίδα εξ ίσου και διά τον προδότην καθώς διά τον ιερόσυλον και τον ανατρέποντα διά της βίας τους νόμους της πατρίδος.

Διά δε τον κλέπτην είτε κλέπτει τίποτε σπουδαίον είτε κανέν μικρόν πράγμα, είς νόμος ας είναι και μία καταδίκη δι' όλους. Δηλαδή το κλοπιμαίον πρώτον πρέπει να το πληρώση εις το διπλάσιον, εάν καταδικασθή κανείς εις την τοιαύτην δίκην, και αν έχη αρκετήν άλλην περιουσίαν έξω από τον κλήρον του διά να πληρώση, εάν δε δεν έχη, να δεθή έως ότου να πληρώση ή να συμβιβασθή με τον αντίδικόν του. Εάν δε κατεδικάσθη δημοσία διά κλοπήν, εάν καταπείση την πόλιν ή πληρώση το κλοπιμαίον εις το διπλάσιον, ας ελευθερωθή από τα δεσμά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς δηλαδή εννοούμεν, Ξένε μου, ότι δεν έχει καμμίαν διαφοράν διά τον κλέπτην αν έκλεψε μεγάλο ή μικρό πράγμα και αν έκλεψε από τα ιερά και όσια και όσα άλλα είναι ανόμοια ως προς την κλοπήν, διά τα οποία, ακριβώς διότι είναι ανόμοια, πρέπει ο νομοθέτης να εφαρμόζη όχι ομοίας τιμωρίας;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ λαμπρά, φίλε Κλεινία, σχεδόν ως υπνοβάτην με προσέκρουσες και με εσταμάτησες, και μάλιστα μου ενθύμισες πράγματα, τα οποία και εγώ προηγουμένως τα εσκέφθην, ότι δηλαδή τα διάφορα νομοθετήματα ποτέ δεν έγιναν με ορθόν τρόπον, διά να εκφρασθώμεν ούτω πως. Αλλά τόρα πώς το εννοούμεν και αυτό; Δεν ήτο κακή η παρομοίωσίς μας, όταν παρωμοιάσαμεν τους σήμερον δεχομένους νομοθεσίας προς δούλους ιατρευομένους από δούλους. Δηλαδή πρέπει να γνωρίζωμεν καλά, ότι, αν κάποτε κανείς ιατρός από τους μεταχειριζομένους εμπειρικά φάρμακα χωρίς να δίδουν εξηγήσεις συναντήση ελεύθερον ιατρόν εξηγούμενον εις ελεύθερον ασθενή, και ιδή ότι σχεδόν μεταχειρίζεται φιλοσοφίαν ολόκληρον εις τας οδηγίας του, και ότι αρχίζει από την αρχήν την ιστορίαν της ασθενείας και ερευνά ολόκληρον την φυσιολογίαν του σώματος, γρήγορα και δυνατά θα γελάση και δεν θα ειπή άλλο τίποτε παρά αυτά που έχουν πάντοτε πρόχειρα οι περισσότεροι από αυτούς τους θεωρουμένους ως ιατρούς. Δηλαδή θα ειπή, μωρέ άνθρωπε, συ δεν ιατρεύεις τον ασθενή, αλλά σχεδόν τον διδάσκεις, ως να έχη ανάγκην να γίνη ιατρός και όχι υγιής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Λοιπόν, εάν τα ειπή αυτά, δεν θα έχη δίκαιον;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Πολύ πιθανόν, αλλά μόνον εάν συγχρόνως σκεφθή ότι όστις συζητεί περί νόμων, καθώς ημείς τόρα, αυτός εκπαιδεύει τους πολίτας, αλλά δεν νομοθετεί. Και λοιπόν άραγε και αυτό δεν θα είχαμεν δίκαιον να το ειπούμεν ημείς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Ίσως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ημείς όμως έχομεν έν ευτύχημα προς το παρόν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Το ότι δεν έχομεν καμμίαν απόλυτον ανάγκην να νομοθετήσωμεν πραγματικώς, αλλά απλώς να σκεφθώμεν περί όλου του πολιτεύματος και να προσπαθήσωμεν να εννοήσωμεν ποίον είναι το καλλίτερον και το αναγκαιότερον, και με ποίον τρόπον ημπορεί να εφαρμοσθή καλλίτερον. Και ακριβώς τόρα, καθώς φαίνεται, εάν θέλωμεν, έχομεν καιρόν να εξετάσωμεν το καλλίτερον, ειδεμή, το αναγκαιότερον ως προς τους νόμους. Λοιπόν ας προτιμήσωμεν όποιο μας αρέσει.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Γελοία, καλέ Ξένε, είναι η προβαλλομένη εκλογή μας, και κυριολεκτικώς θα εγινόμεθα όμοιοι προς νομοθέτας, τους οποίους εκυρίευσε κάποια υπερβολική μανία πλέον διά να τελειώσουν την νομοθεσίαν, ως να μην είναι δυνατόν να την αναβάλλουν διά την αύριον. Και όμως ημείς δόξα τω θεώ έχομεν καιρόν καθώς οι λιθολόγοι (πετράδες) ή όσοι αρχίζουν κάποιαν άλλην συλλογήν ύλης, να ξεφορτώσωμεν άφθονα υλικά, και από αυτά να εκλέξωμεν τα κατάλληλα διά το σύστημα το οποίον πρόκειται να κατασκευάσωμεν, και μάλιστα να εκλέξωμεν με την ησυχίαν μας. Λοιπόν τόρα ας θεωρήσωμεν τον εαυτόν μας ότι είμεθα όχι υποχρεωτικώς οικοδόμοι, αλλά με την ησυχίαν μας ακόμη άλλα μεν ξεχωρίζομεν, άλλα δε τακτοποιούμεν. Ώστε είναι ορθόν πλέον διά τους νόμους μας να ειπούμεν ότι άλλους μεν ορίζομεν, άλλους δε ξεχωρίζομεν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Βεβαίως, φίλε Κλεινία, τουλάχιστον θα γίνη φυσικωτέρα η συζήτησίς μας περί των νόμων. Δηλαδή ας εξετάσωμεν, δι' όνομα των θεών, το εξής περί των νομοθετών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Γράμματα βεβαίως, είναι και οι συγγεγραμμένοι λόγοι άλλων πολλών συγγραφέων εις τας διαφόρους πόλεις, αλλά γράμματα είναι και οι λόγοι του νομοθέτου.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς δεν είναι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν άρα γε εις μεν τα συγγράμματα των ποιητών και όλων εν γένει όσοι χωρίς μέτρα ή με μέτρα συνέγραψαν τας αναμνήσεις και τας απεταμίευσαν ως συμβουλάς διά τον βίον πρέπει να προσέχωμεν, εις δε τα συγγράμματα των νομοθετών να μη προσέχωμεν; Ή πολύ περισσότερον εις αυτά;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ βεβαίως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και τάχα δεν αρμόζει αποκλειστικώς μάλιστα εις τον νομοθέτην από όλους τους γράφοντας να διδάσκη συμβουλευτικώς περί καλών και αγαθών και δικαίων, ποία είναι και πώς πρέπει να τα εκτελούν όσοι θέλουν να γίνουν ευτυχείς;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αλλά τότε βεβαίως δεν είναι εντροπή ο Όμηρος και ο Τυρταίος και οι άλλοι ποιηταί να θεσπίζουν εκτενέστερον τον τρόπον της ζωής και των ασχολιών, οι οποίοι τα έγραψαν κακώς, ο δε Λυκούργος και ο Σόλων και όσοι εν γένει ανεδείχθησαν νομοθέται και έγραψαν γραπτούς νόμους να τα θεσπίσουν συντομώτερον; Ή μήπως από όλα τα συγγράμματα εις μίαν πόλιν οι νόμοι πρέπει να αναπτύσσωνται εκτενέστερον καλώς και εξόχως, τα δε συγγράμματα των άλλων να ακολουθούν εκείνους, ειδεμή να είναι καταγέλαστα; Θέλεις να φρονούμεν ούτω πως περί του τρόπου της συγγραφής των νόμων εις τας πόλεις, δηλαδή ως άλλοι πατέρες και μητέρες αγαπώντες αυτούς και νοήμονες να φαίνωνται οι γραπτοί νόμοι, και όχι ωσάν τύραννοι και σατράπαι, δίδοντες διαταγάς και απειλάς, και αφού τους γράψουν εις τους τοίχους να απαλλάσσωνται; Λοιπόν και ημείς τόρα ας σκεφθώμεν αν άραγε κατ' αυτόν τον τρόπον πρέπει να αποφασίσωμεν να ομιλήσωμεν περί των νόμων, είτε έχομεν την ικανότητα είτε όχι, αλλά τουλάχιστον φαινόμενοι πρόθυμοι. Και όταν βαδίσωμεν με αυτόν τον δρόμον, αν γίνη ανάγκη να πάθωμεν και τίποτε, ας το πάθωμεν. Αλλά είθε να είναι αγαθόν, και, αν θέλη ο θεός, είθε να γίνη κατ' αυτόν τον τρόπον.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Καλά το είπες, και ας κάμωμεν καθώς λέγεις.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν πρώτον καθώς αρχίσαμεν, με ακρίβειαν περί των ιεροσύλων και περί πάσης κλοπής και όλων των αδίκων αποκτημάτων, και δεν πρέπει να δυστροπήσωμεν, εάν εις την σειράν της νομοθεσίας μας άλλα μεν τα εθεσπίσαμεν, άλλα δε τα συζητούμεν ακόμη. Διότι ημείς τόρα γινόμεθα νομοθέται, και δεν είμεθα ακόμη, ίσως όμως να γίνωμεν γρήγορα. Εάν λοιπόν συμφωνήτε δι' όσα είπα να εξετάσωμεν, καθώς είπα, ας τα εξετάσωμεν.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Είμεθα εντελώς σύμφωνοι.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν περί των καλών και των δικαίων, και όλων εν γένει ας προσπαθήσωμεν να εννοήσωμεν καλά το εξής, δηλαδή πόσον συμφωνούμεν τόρα και πόσον διαφωνούμεν και ημείς μεταξύ μας, οι οποίοι μάλιστα διισχυριζόμεθα, αν όχι άλλο τίποτε, τουλάχιστον ότι διαφέρομεν από τους περισσοτέρους, καθώς και οι περισσότεροι πάλιν μεταξύ των.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίας διαφοράς μας σκέπτεσαι λέγων αυτά;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εγώ θα προσπαθήσω να σου τας εξηγήσω. Εν γένει ως προς την δικαιοσύνην και τους δικαίους, είτε ανθρώπους είτε πράγματα και πράξεις, όλοι κάπως συμφωνούμεν ότι όλα αυτά είναι καλά, εις τρόπον ώστε διά τους δικαίους ανθρώπους και αν τύχη να είναι σωματικώς άσχημοι, εάν διισχυρίζετο κανείς ως προς το δίκαιον ήθος των τουλάχιστον ότι είναι ωραιότατοι, σχεδόν δεν είναι δυνατόν να φανή ότι ομιλεί δυσαρμονικώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τότε λοιπόν ορθώς ομιλεί;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ίσως. Ας ιδούμεν όμως, αφού είναι καλά όλα όσα σχετίζονται με την δικαιοσύνην, αν όλων αυτών και τα παθητικά αποτελέσματα είναι ίσα προς τα ενεργητικά.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι δηλαδή;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Η ενέργεια, όταν είναι δικαία, σχεδόν καθ' όσον μετέχει της δικαιοσύνης, τόσον μετέχει και του καλού.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αμέ τι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν και το πάθος, όταν μετέχη του δικαίου, εάν δεχθώμεν ότι γίνεται αναλόγως καλόν, δεν θα είναι σύμφωνος η απάντησίς μας;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό είναι αληθές.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Εάν όμως παραδεχώμεθα έν πάθημα ότι είναι δίκαιον, αλλά συγχρόνως και ότι είναι άσχημον, δεν θα διαφωνήσουν το δίκαιον και το καλόν, αφού έγιναν δεκτά τα δίκαια ως ασχημότατα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς το είπες αυτό;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δεν είναι δύσκολον να το εννοήσης. Δηλαδή οι ολίγον προηγουμένως θεσπισθέντες από ημάς νόμοι ημπορούν να νομισθούν ότι συμβουλεύουν όλως διόλου τα αντίθετα από όσα λέγομεν τόρα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποία;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Είπαμεν νομίζω ότι ο ιερόσυλος είναι δίκαιον να θανατωθή, ομοίως δε ο εχθρός των καλώς θεσπισμένων νόμων, και ακριβώς ενώ επρόκειτο να θέσωμεν πολλούς τοιούτους νόμους εσταματήσαμεν, διότι είδαμεν ότι αυτά είναι αμέτρητα παθήματα διαφόρου μεγέθους, είναι όμως και δικαιότερα από όλα τα παθήματα, αλλά και ασχημότερα συγχρόνως. Μήπως τυχόν δεν φανούν κατ' αυτόν τον τρόπον τα δίκαια με τα καλά άλλοτε μεν ως το ίδιον πράγμα, άλλοτε δε ως δύο αντίθετα;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Σχεδόν.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν οι μεν περισσότεροι με τοιαύτην ασυμφωνίαν χαρακτηρίζουν απροσέκτως τα καλά και τα δίκαια.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Αυτό φαίνεται τουλάχιστον, Ξένε μου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Τότε λοιπόν την ιδικήν μας γνώμην, καλέ Κλεινία, ας εξετάσωμεν πάλιν τι φρονεί περί της συμφωνίας αυτών.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίας συμφωνίας και από ποίαν γνώμην;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Νομίζω ότι εις τας προηγουμένας μας συζητήσεις εγώ το είπα ρητώς, αλλά, και αν δεν το είπα προηγουμένως, ειπέτε ότι το λέγω τόρα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι όλοι οι κακοί εις όλα είναι ακουσίως κακοί. Αφού δε τούτο είναι ούτως πως, έπεται λογικώς το εξής συμπέρασμα.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Ποίον εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ότι ο μεν άδικος είναι βεβαίως κακός, αλλά ο κακός είναι ακουσίως τοιούτος. Αλλά το εκούσιον δεν είναι δυνατόν να εκτελήται ακουσίως. Επομένως δι' εκείνον ο οποίος θεωρεί την αδικίαν ακούσιον, θα φανή ότι ακουσίως αδικεί ο αδικών. Και ακριβώς τόρα πρέπει να συμφωνήσετε μαζί μου. Δηλαδή εγώ λέγω συμφώνως με σας ότι όλοι αδικούν ακουσίως. Και αν δε κανείς χάριν φιλονικίας ή επιμονής λέγει ότι είναι ακουσίως άδικοι, αλλά εκουσίως αδικούν οι περισσότεροι, ο ιδικός μου διισχυρισμός παραδέχεται το πρώτον, όχι όμως το δεύτερον. Τότε λοιπόν με ποίον τρόπον εγώ θα είμαι σύμφωνος με τους λόγους μου, εάν σεις, φίλε Κλεινία και Μέγιλλε, με ερωτήσετε: Αφού λοιπόν, Ξένε μου, αυτά είναι ούτω πως, τι μας συμβουλεύεις διά την νομοθεσίαν της πόλεως των Μαγνήτων; Να νομοθετήσωμεν ή όχι; — Πώς όχι; θα ειπώ εγώ. Λοιπόν θα χωρίσης δι' αυτούς τα ακούσια και τα εκούσια αδικήματα, και των μεν εκουσίων πραγμάτων και αδικημάτων θα ορίσωμεν μεγαλιτέρας τας τιμωρίας, των δε άλλων μικροτέρας; Ή δι' όλα εξ ίσου, ως να μην υπάρχουν διόλου αδικήματα εκούσια;

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ ορθά ομιλείς πραγματικώς, Ξένε μου. Και ακριβώς τι θα κάμωμεν δι' αυτά που λέγεις τόρα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Καλά με ερώτησες. Λοιπόν πρώτον ας κάμωμεν το εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Τι πράγμα;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Ας ενθυμηθώμεν ότι προηγουμένως μόλις τόρα δα ελέγαμεν ορθώς ότι ως προς τα δίκαια επικρατεί μεταξύ μας μεγάλη ταραχή και ασυμφωνία. Αφού δε σκεφθώμεν αυτό, ας ερωτήσωμεν πάλιν τον εαυτόν μας. Άραγε χωρίς να εύρωμεν ούτε να ορίσωμεν ποίαν διαφοράν έχουν αυτά μεταξύ των, τα οποία ωρισμένως εις όλας τας πόλεις από όλους τους ανέκαθεν διαπρέψαντας νομοθέτας θεωρούνται ως δύο είδη αδικημάτων, δηλαδή εκούσια και ακούσια και συμφώνως με αυτά κανονίζονται οι νόμοι, ημείς εδώ θα αποφανθώμεν ως εμπνευσμένοι από θεόν με ολίγας λέξεις και θα ελευθερωθώμεν, χωρίς να δώσωμεν καμμίαν εξήγησιν, ότι ορθώς έγινε η οριστική τρόπον τινά νομοθεσία; Αυτό δεν είναι δυνατόν, αλλ' είναι ανάγκη προ της νομοθεσίας να εξηγήσωμεν ότι είναι δύο και την διαφοράν μεταξύ των, ώστε, όταν κανείς εφαρμόζη την δικαιοσύνην εις έκαστον από τους δύο, να ακολουθή τα λεγόμενα και να είναι ικανός να κρίνη κάπως και το ορθώς νομοθετημένον και το όχι ορθώς.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Μας φαίνεσαι ότι ομιλείς ορθώς, καλέ Ξένε. Δηλαδή ημείς έν από τα δύο πρέπει να κάμωμεν, ή να μη λέγωμεν ότι όλα αυτά τα αδικήματα είναι ακούσια, ή πρώτον να εξηγήσωμεν ότι αυτό ελέχθη ορθώς.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Από αυτά τα δύο λοιπόν το πρώτον δεν είναι δυνατόν εντελώς να γίνη από εμέ, δηλαδή να λέγω ότι δεν έχει ούτω πως, ενώ φρονώ ότι κατέχω την αλήθειαν. Διότι αυτό δεν θα ήτο ούτε νόμιμον ούτε όσιον. Λοιπόν κατά ποίον τρόπον είναι δύο αυτά, εάν δεν διαφέρουν μεταξύ των ως προς το ακούσιον και εκούσιον, αλλά κατ' άλλον τρόπον, αυτό πρέπει να εξηγήσωμεν κάπως.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Βεβαιότατα, καλέ Ξένε, αυτό τουλάχιστον δεν ημπορούμεν ημείς να το φαντασθώμεν αλλέως.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Αυτό θα γίνη. Λοιπόν, καθώς φαίνεται, βλάβαι εις τας σχέσεις και συναναστροφάς των πολιτών συμβαίνουν πολλαί, και εις αυτά βεβαίως το εκούσιον και τα ακούσιον παίζει σπουδαίον μέρος.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πώς όχι;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Λοιπόν ας μη θεωρήση κανείς όλας τας βλάβας ως αδικίας, και ας μη νομίζη ούτω πως διπλάσια τα άδικα τα συμβαίνοντα δι' αυτών, και άλλα μεν ότι είναι εκούσια, άλλα δε ακούσια. Διότι εις όλα τα πράγματα αι ακούσιαι βλάβαι δεν είναι κατώτεραι των εκουσίων ούτε εις το μέγεθος ούτε εις τον αριθμόν. Προσέξετε δε να ίδητε αν λέγω τίποτε σπουδαίον εις όσα πρόκειται να ειπώ, ή όλως διόλου τίποτε. Δηλαδή εγώ, φίλε Κλεινία και Μέγιλλε, εάν κανείς αδική κάποιον χωρίς να θέλη και ακουσίως, δεν παραδέχομαι ότι τον αδικεί μεν, αλλά ότι ακουσίως τον αδικεί, και επομένως να νομοθετήσω εις την νομοθεσίαν ότι τούτο είναι ακούσιον αδίκημα, αλλά όλως διόλου ούτε ως αδικίαν θα θεωρήσω την τοιαύτην βλάβην, εάν συμβή εις κανένα είτε μεγαλιτέρα είτε μικροτέρα. Πολλάκις μάλιστα, εάν συμβή ωφέλεια όχι αρμοδία, θα θεωρήσωμεν ότι είναι άδικος ο αίτιος της ωφελείας, εάν βεβαίως υπερισχύση η ιδική μου ψήφος. Διότι σχεδόν, φίλοι μου, ούτε εάν κανείς δίδη κάτι εις κάποιον από τα υπάρχοντά του, ούτε εάν αντιθέτως του αφαιρή κάτι, δεν πρέπει να θεωρήσωμεν ως απολύτως δίκαιον ή άδικον το τοιούτον, αλλά μόνον αν με δίκαιον ήθος και τρόπον ωφελεί κανείς κάποιον ή βλάπτει, αυτά μόνον πρέπει να λάβη υπ' όψιν του ο νομοθέτης και να προσέχη εις αυτά τα δύο, εις την αδικίαν και την βλάβην, και όσον μεν είναι δυνατόν να επανορθώνη με τους νόμους του την βλάβην, σώζων το καταστραφέν και σηκώνων επάνω το ριφθέν κάτω από κάποιον και επαναφέρων εις την υγείαν το δολοφονηθέν ή πληγωθέν, τέλος δε διά δώρων να εξιλεώση εμπρός εις τους δράστας και τους παθόντας εκάστην βλάβην και από εχθρούς να προσπαθήση να τους κάμη φίλους με τους νόμους.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Πολύ καλά είναι αυτά τουλάχιστον.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Και λοιπόν από τας αδίκους βλάβας και τα άδικα κέρδη, όταν λόγου χάριν κανείς με αδικίας κάμνη να κερδίση κάποιος, όσα μεν είναι ευκολοθεράπευτα, ως να είναι ασθένεια της ψυχής, πρέπει να τα θεραπεύη. Η δε θεραπεία της αδικίας φρονούμεν ότι πρέπει να τείνη εις το εξής.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ

Πού;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ.

Δηλαδή οτιδήποτε άδικον και αν κάμη κανείς, είτε μέγα είτε μικρόν, ο νόμος θα τον διδάξη και θα τον αναγκάση γενικώς άλλην φοράν το τοιούτον ή να μη τολμήση ποτέ εκουσίως να το κάμη ή πάρα πολύ ολιγώτερον, έξω από την πληρωμήν της βλάβης. Δι' αυτό είτε με έργα ή λόγους, είτε με ηδονάς ή λύπας, είτε με τιμάς ή ατιμίας, είτε με χρηματικά πρόστιμα ή δώρα, είτε γενικώς με οποιονδήποτε τρόπον θα κατορθώση κανείς να τον κάμη να μισήση την αδικίαν και να αγαπά ή να μη μισή την φύσιν του δικαίου, αυτό ακριβώς είναι το καθήκον των καλλιτέρων νόμων. Όποιον δε αντιληφή ως αθεράπευτον ως προς αυτό ο νομοθέτης, θα ορίση τιμωρίαν και νόμον διά τους τοιούτους, επειδή γνωρίζει βεβαίως ότι δι' όλους αυτούς και οι ίδιοι δεν είναι προτιμότερον να ζουν, και τους άλλους διπλασίως θα ωφελήσουν, αν απαλλαχθούν από την ζωήν, γινόμενοι παράδειγμα εις τους άλλους διά να μη αδικούν, κάμνοντες δε έρημον την πόλιν από κακούς άνδρας. Και λοιπόν διά τα τοιαύτα ο νομοθέτης πρέπει να αποδίδη θάνατον προς τιμωρίαν των εγκλημάτων, αλλέως όμως όχι ποτέ.

ΚΛΕΙΝΙΑΣ.

Οι λόγοι σου φαίνονται πάρα πολύ ορθοί, αλλά θα ήτο πλέον ευχάριστον να ακούσωμεν να μας αναπτύξης σαφέστερον την διαφοράν μεταξύ αδικίας και βλάβης και ποίαν τροποποίησιν λαμβάνουν εις αυτάς τα εκούσια και τα ακούσια.

Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (Ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα.

Νόμοι και Επινομίς Το πιο ώριμο από τα έργα του Πλάτωνος, σε δώδεκα βιβλία. Ο διάλογος, στον οποίο δεν παρουσιάζεται πια, διδάσκοντας ή ελέγχοντας, ο Σωκράτης, μα κάποιος ανώνυμος Αθηναίος, δηλαδή ο Πλάτων, διεξάγεται κατά το διάστημα μιας πορείας από την Κνωσσό ως το άντρο του Διός: μιας ημέρας. Στον διάλογο παίρνουνε μέρος ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλος, και ο Κρητικός Κλεινίας, που εκπροσωπούν τα δύο περιφημότερα αρχαία πολιτεύματα, το μινωικό και το σπαρτιατικό. Εδώ δε θα συναντήσουμε περιγραφές χαρακτήρων και επεισόδια, κάθε συζητητής παρουσιάζεται απλά σαν εκπρόσωπος μιας ωρισμένης θεωρίας, για να διατυπωθή τελικά η ώριμη φιλοσοφική αντίληψη του Πλάτωνος σε πολιτικό σύστημα, επιδεχτικό εφαρμογής. Η «Επινομίς», αποτελώντας συνέχεια των «Νόμων» είναι ταυτόχρονα και μια επεξήγησή τους συχνά. Μεταφραστής ο Κ. Ζάμπας. Τόμοι τέσσερις.

ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10

***

1) Σήμερον ένεκα της εξελίξεως της ανθρωπότητος εις τα παιδία των πόλεων το διάστημα αυτό δεν είναι ανώτερον των δύο ετών.

2) Οι ιερείς της Ρέας, όμοιοι προς τους Κορύβαντας. Ούτοι εκτός των ενόπλων χορών των εμιμούντο διά του χορού και τας πανουργίας, τας οποίας μετεχειρίσθη η Ρέα, διά να δώση τον υιόν της τον Δία, τον εθνικόν θεόν των Κρητών, από τον τεκνοφάγον Κρόνον. (Ησιόδ. Θεογ. 617).

3) Ομ. Οδυσσείας Γ. 26.

4) Ομοία σύγκρισις υπάρχει και εις τον «μείζονα Ιππίαν»

5) Εις την Επινομίδα.

6) Σαφέστατα εδώ επικρίνεται ο Σωκράτης, όστις δεν εφρόντιζε διά τα ουράνια σώματα καθώς το δηλοί εις την Απολογίαν.

7) Ως εις την Σπάρτην, όπου αι κόραι εις τον χορόν εγκωμίαζαν τους ανδρείους νέους και επερίπαιζαν τους δειλούς.

8) Ασφαλής απόδειξις ότι οι νόμοι δεν είναι θεωρία γενική αλλά αποβλέπει εις την πραγματικότητα.

9) Εις τας γραμμάς αυτάς υποδηλούται η και αλλαχού διατυπωθείσα γνώμη του Πλάτωνος περί ιδιωτικού βίου.

10) Άλλη καλλιτέρα απόδειξις ότι δεν πρόκειται περί γενικής και θεωρητικής νομοθεσίας, αλλά ειδικής και εφηρμοσμένης.

11) Η λέξις γενναίος εις την εποχήν αυτήν έλαβε πιθανώς νεοτερίζουσαν χρήσιν διά τους ωρίμους καρπούς, καθώς περίπου σήμερον εις το τρώγη — γενναία. Τούτο δεικνύει ότι ο Πλάτων ηκολούθει την εξέλιξιν της γλώσσης του λαού.

12) Νόμος του Σόλωνος.

13) Λαός της Κρήτης αποτελών την νομοθετουμένην υπό του Πλάτωνος αποικίαν ιδέ αρχήν, βιβλίον Δ.