The Project Gutenberg eBook of Η Λύρα Ανδρέου Κάλβου και Ανέκδοτος Ύμνος Αντωνίου Μαρτελάου

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Η Λύρα Ανδρέου Κάλβου και Ανέκδοτος Ύμνος Αντωνίου Μαρτελάου

Author: Andreas Kalvos

Antonios Martelaos

Release date: October 31, 2010 [eBook #34182]
Most recently updated: January 7, 2021

Language: Greek

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK Η ΛΎΡΑ ΑΝΔΡΈΟΥ ΚΆΛΒΟΥ ΚΑΙ ΑΝΈΚΔΟΤΟΣ ΎΜΝΟΣ ΑΝΤΩΝΊΟΥ ΜΑΡΤΕΛΆΟΥ ***

Produced by Sophia Canoni

K the kauherin;hw sel. 32

«» λείπει μια σελίδα

Η ΛΥΡΑ

ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΛΒΟΥ

ΚΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΟΣ ΥΜΝΟΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΤΕΛΑΟΥ

ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ
ΣΕΡΓΙΟΥ Χ. ΡΑΦΤΑΝΗ
1881

ΤΩ ΠΡΟΣΦΙΛΕΣΤΑΤΩ ΜΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΩ Γ. ΜΠΑΦΑ

ΕΙΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ
Ο ΕΚΔΟΤΗΣ

ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

   Βιογραφία Ανδρέου Κάλβου 9
   Πρόλογος 13
   Ο Φιλόπατρις 15
   Εις Δόξαν 20
   Εις Θάνατον 26
   Εις τον ιερόν Λόχον 34
   Εις Μούσας 37
   Εις Χίον 43
   Εις Πάργαν 49
   Εις Αγαρηνούς 53
   Εις Ελευθερίαν 58
   Ο Ωκεανός 62
   Η Βρεταννική Μούσα 70
   Εις Ψαρά 76
   Τα Ηφαίστια 81
   Εις Σάμον 89
   Το Σούλι 94
   Αι Ευχαί 101
   Το Φάσμα 105
   Εις την Νίκην 110
   Εις Προδότην 115
   Ο Βωμός της Πατρίδος 119
   Σημείωσις του Ποιητού 121
   Βιωγραφία Αντωνίου Μαρτελάου 131
   Ύμνος εις την Γαλλίαν, Βοναπάρτην
   και Γεντίλλην 137

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ

Εν σελίδι 136 είπομεν, ότι γενομένης της απλοελληνικής μεταφράσεως των Γραφών, εκήρυξε δυο λόγους ο Μαρτελάος εναντίον της Αγγλίας κλ., όπερ και έτεροι των παρ ημίν λογίων είπον, και ημείς εκ παραδρομής εδώκαμεν τω τυπογράφω ουχί το διωρθομένον αντίγραφον, αλλά το λελανθασμένον, διό παρακαλείται ο αναγνώστης να αναγινώσκη ούτως — Ελθόντων των Άγγλων διενέμοντο ενταύθα, μεταφράσεις τινάς της Γραφής, τούτο δε ιδών ο Μαρτελάος και ακούσας ότι επρόκειτο να γίνη και πλήρης νέα μετάφρασις των Γραφών απλοελληνιστί εκ της εβραΐδος (ως και εγένετο και εξεδόθη κατά τεύχη από του 1832 και ολόκληρος τω 1844,), εξεφώνησε τους δύο λόγους ένεκα των οποίων επρόκειτο να τιμωρηθή, διότι ου μόνον εξύβριζε την βιβλικήν εταιρίαν και την Αγγλίαν, αλλά και τους διδασκάλους Θεοδόσιον Δημάδην και Αναστάσιον Καραβίαν, καθότι ούτοι παρέδιδον με μέθοδον διάφορον της εδικής του, τους οπαδούς της δημοτικής κλ.. Σειμειωτέον δε, ότι τους λόγους τούτους αλλέως συνέταξε και αλλέως εξεφώνησε, διότι ήτο βέβαιος ότι θα κατηγορείτο. Εις την επιτροπήν δε έδωκε το αντίγραφον διάφορον κατά πολύ των εκφωνηθέντων λόγων, το δε άλλο το έκαυσεν. Ο Άγγλος διοικητής κ. τ. λ.

Σ. Δε Βιάζης.

Η ΛΥΡΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΛΒΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΛΒΟΥ

ΥΠΟ
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΕ ΒΙΑΖΗ

Ανδρέας ο Κάλβος, υιός του Κερκυραίου Ιωάννου, εκ του προαστείου Μαντουκίου, και της Ζακυνθίας Ανδριανής Ρουκάνη, εγεννήθη εν Ζακύνθω, εβαπτίσθη δε υπό του εφημερίου του αγίου Νικολάου των γερόντων τη 18 Ιουλίου του έτους 1792, ων μηνών τεσσάρων. Ο ανάδοχος αυτού ήτο ο δόκτωρ Σπυρίδων Ρούκερ Κερκυραίος. Φυσικήν κλίσιν προς τα γράμματα και ζωηράν φαντασίαν παιδιόθεν επέδειξεν ο Κάλβος. Διακούσας τα πρώτα δοκίμια της Ελληνικής και Ιταλικής γλώσσης εν Ζακύνθω, μετέβη εις την μουσοτραφή Ιταλίαν προς τελειοποίησιν των σπουδών του. Εν Ιταλία συνέδεσεν ακράδαντον φιλίαν μετά του Φωσκόλου. Ο Κάλβος εν Ιταλία ευρίσκετο πολλάκις άνευ χρημάτων. Ενώ οι γονείς αυτού ήσαν πτωχοί, ο Φώσκολος έγραψε προς τον συμπολίτην αυτού Μιχαήλ Τσιτσιλιάνην, τω 1813 εκ Φλωρεντίας, ίνα πείση τον δήμον Ζακυνθίων ή τους Ζακυνθίους να χορηγήσωσι τω μουσοφιλεί νέω μηνιαίον είκοσι ταλλήρων προς συντήρησιν και εξακολούθησιν των σπουδών του, επί πενταετίαν, αλλά ματαίως. Ο Φώσκολος ιδών τας ανάγκας του νέου προσέλαβεν αυτόν εις την ιδίαν αυτού οικίαν. Ότε ο Φώσκολος ένεκα πολιτικών λόγων εγκατέλειψε την Ιταλίαν, ην τοσούτον ηγάπα και δεν ηδυνήθη να την επανίδη μετέβη εις Ελβετίαν.

[μάλλον λείπει σελίδα]

ποίησις αυτού θα ήτο υψηπετεστέρα, καθότι θα έγραφε μετά περισσοτέρου εμπνεύσεως και αυτομάτως. Η ποίησις και η γλώσσα βλαστάνουσιν εν τη καρδία. Η γλώσσα του ποιητού Κάλβου δεν ετρέφετο εν τη καρδία αυτού, δεν ήτο γλώσσα μεθ' ης ηδύνατο να σκεφθή. Το μέτρον του Κάλβου και αυτό είνε καινοφανές και ιδιόρρυθμον. Περιεφρόνει το εθνικόν μέτρον, και, την ομοιοκαταληξίαν, την οποίαν ησπάσθη ήδη όλος ο λαός, ωνόμαζε βάβαρον. Πρέπει ο ποιητής να σέβηται την θέλησιν ενός λαού. Αι ελλήψεις αύται παρεκώλυσαν δυστυχώς την διάδοσιν ποιήσεως, εις ην ανευρίσκει τις πινδαρικάς καλλονάς. Αι ποιήσεις του Κάλβου ανετυπώθησαν εν Λονδίνω, Κέρκυρα και Αθήναις· έτυχον δε επαξίως γαλλικής και αγγλικής μεταφράσεως.

Μετέφρασεν ο Κάλβος τα εξής· — Ποία κατά τους αρχαίους η Κυριαρχία του Πάπα υπό του αιδεσιμωτάτου Ιακώβου Κουερίκου Τ. Δ. πρεσβυτέρου της Αγγλικανής εκκλησίας, μετά βιογραφίας του συγγραφέως. — Περί δογμάτων διοικήσεως και ιερουργιών της Αγγλικανής εκκλησίας, πονημάτιον Κοσίου επισκόπου Λινέλμου, οις προσετέθη βραχεία μεν τινά περί της καθολικής πίστεως και της αγγλικής μεταρρυθμίσεως, ερανισθέντα εκ των συγγραμμάτων Ανδρηέως Ιουήλλου, και Κατήχησις της Αγγλικανής εκκλησίας. Εις Ιταλίαν συνέγραψε τραγωδίας, ας δεν εδημοσίευσε. Συνέγραψε δε και διάφορα φιλολογικά και φιλοσοφικά, ως μοι είπον αξιόπιστοι λόγιοι φίλοι του Κάλβου, αλλά δεν τα εδημοσίευσεν. Εν Κερκύρα ευρισκόμενος εχρημάτισεν είς των συντακτών της επισήμου εφημερίδος του Ιονίου κράτους. Δοθείσης της ελευθεροτυπίας έγραφε και αυτός εν τη εν Κερκύρα εκδιδομένη εφημερίδι «Πατρίς».

Εγράφετο ο Κάλβος Ζακύνθιος, διότι εν Ζακύνθω εγεννήθη· ως και
Ευγένιος ο Βούλγαρις εγγραφείς φοιτητής εν τω πανεπιστημίω της
Χάλλης εγράφη Κερκυραίος, επειδή εν Κερκύρα εγεννήθη.

Εν Ζακύνθω, 1881.

   Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης
Θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
Και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα
Κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
Των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια,
Και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα,
Χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα
Της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.

   Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι
Την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος
Η δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων·
Και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα
Του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε
Σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη,
Αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
Το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει
Η Αρετή· αλλ' αν η Πιερίδες
Την λαμπράν της χαρίσωσιν ακτίνα
Αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη
Τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.

ΩΔΗ ΠΡΩΤΗ Ο ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ

Στροφή Α

      Ω φιλτάτη πατρίς,
   Ω θαυμασία νήσος,
   Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
   Την πνοήν, και του Απόλλωνος
            Τα χρυσά δώρα!

Β

      Και συ τον ύμνον δέξου·
   Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
   Την ψυχήν, και βροντάουσιν
   Επί τας κεφαλάς
            Των αχαρίστων.

Γ

      Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
   Ποτέ· — Και η τύχη μ' έρριψε
   Μακρά από σε· με είδε
   Το πέμπτον του αιώνος
            Εις ξένα έθνη

Δ

      Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος
   Όταν το φως επλούτει
   Τα βουνά και τα κύματα,
   Σε εμπρός των οφθαλμών μου
            Πάντοτες είχον.

Ε

      Συ, όταν τα ουράνια
   Ρόδα με το αμαυρότατον
   Πέπλον σκεπάζη η νύκτα,
   Συ είσαι των ονείρων μου
            Η χαρά μόνη.

ΣΤ

      Τα βήματά μου εφώτισε
   Ποτέ εις την Αυσονίαν,
   Γη μακαρία, ο ήλιος·
   Κει καθαρός ο αέρας
            Πάντα γελάει.

Ζ

      Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·
   Εκεί η Παρνάσσιαι κόραι
   Χορεύουν, και το λύσιον
   φύλλον αυτών την λύραν
            Κει στεφανόνει.

Η

      Άγρια, μεγάλα τρέχουσι
   Τα νερά της θαλάσσης,
   Και ρίπτονται και σχίζονται
   Βίαια επί τους βράχους
            Αλβιονείους.

Θ

      Αδειάζει επί τας όχθας
   Του κλεινού Ταμησού,
   Και δύναμιν, και δόξαν,
   Και πλούτον αναρίθμητον
            Το αμαλθείον.

Ι

      Εκεί το αιόλιον φύσημα
   Μ' έφερεν· η ακτίνες
   Μ' έθρεψαν, μ' εθεράπευσαν
   Της υπεργλυκυτάτης
            Ελευθερίας

ΙΑ

      Και τους ναούς σου εθαύμασα
   Των Κελτών ιερά
   Πόλις· του λόγου ποία,
   Ποία εις εσέ του πνεύματος
            Λείπει Αφροδίτη;

ΙΒ

      Χαίρε Αυσονία, χαίρε
   Και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
   Τα ένδοξα Παρίσια·
   Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
            Με κυριεύει

ΙΓ

      Της Ζακύνθου τα δάση,
   Και τα βουνά σκιώδη,
   Ήκουον ποτέ σημαίνοντα
   Τα θεία της Αρτέμιδος
            Αργυρά τόξα.

ΙΔ

      Και σήμερον τα δένδρα,
   Και τας πηγάς σεβάζονται
   Δροσεράς οι ποιμένες·
   Αυτού πλανώνται ακόμα
            Η Νηρηίδες

ΙΕ

      Το κύμα Ιόνιον πρώτον
   Εφίλησε το σώμα·
   Πρώτοι οι Ιόνιοι Ζέφυροι
   Εχάιδευσαν το στήθος
            Της Κυθερείας.

ΙΣΤ

      Κ' όταν το εσπέριον άστρον
   Ο ουρανός ανάστη,
   Και πλέωσι γέμοντα έρωτος
   Και φωνών μουσικών
            Θαλάσσια ξύλα·

ΙΖ

      Φιλεί το ίδιον κύμα,
   Οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι
   Το σώμα και το στήθος
   Των λαμπρών Ζακυνθίων
            Άνθος παρθένων..

ΙΗ

      Μοσχοβολάει το κλίμα σου,
   Ω φιλτάτη πατρίς μου,
   Και πλουτίζει το πέλαγος
   Από την μυρωδίαν
            Των χρυσών κήτρων.
   ΙΘ

      Σταφυλοφόρους ρίζας
   Ελαφρά, καθαρά,
   Διαφανή τα σύννεφα
   Ο βασιλεύς σου εχάρισε
            Των αθανάτων.

Κ

      Η λαμπάς η αιώνιος
   Σου βρέχει την ημέραν
   Τους καρπούς, και τα δάκρυα
   Γίνονται της νυκτός
            Εις εσέ κρίνοι.

ΚΑ

      Δεν έμεινεν εάν έπεσε
   Ποτέ εις το πρόσωπόν σον
   Η χιών· δεν εμάρανε
   Ποτέ ο θερμός Κύων,
            Τα σμάραγδά σου.

ΚΒ

      Είσαι ευτυχής· και πλέον
   Σε λέγω ευτυχεστέραν,
   Ότι συ δεν εγνώρισας
   Ποτέ την σκληράν μάστιγα
            Εχθρών, τυράννων

ΚΓ

      Ας μη μου δώση η μοίρα μου
   Εις ξένην γην τον τάφον·
   Είνε γλυκύς ο θάνατος
   Μόνον όταν κοιμώμεθα
            Εις την πατρίδα.

ΩΔΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ

Στροφή Α

      Έσφαλεν ο την δόξαν
   Ονομάσας ματαίαν.
   Και τον άνδρα μαινόμενον
   Τον προ τοιαύτης καίοντα
            Θεάς την σμύρναν.

Β

      Δίδει αυτή τα πτερά·
   Και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
   Της Αρετής τον δρόμον
   Του ανθρώπου τα γόνατα
            Ιδού πετάουν.

Γ

      Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
   Κατάπτυστον καρδίαν
   Έτυχ' όστις ακούει
   Της δόξης την παράκλησιν
            Και δειλιάζει.

Δ

      Ποτέ, ποτέ με δάκρυα
   Δεν έβρεξεν εκείνος
   Των φίλων του το μνήμα,
   Ούτε το χώμα εφίλησε
            Των συγγενών του.

Ε

      Εις τον ηγριωμένον
   Βαθύν ωκεανόν,
   Όπου φυσάει με βίαν
   Και οργίζεται το πνεύμα
            Της πικράς τύχης·

ΣΤ

      Καθ' ημέραν κυττάζει
   Τους πολλούς των δυστήνων
   Πνιγομένων θνητών,
   Και ποίος ποτε τον ήκουσε
            Παραπονούντα;

Ζ

      Θερμότατον τον πόθον
   Εφύτευσας της δόξης
   Εις την καρδίαν των τέκνων σου,
   Ω Ελλάς, και καλείσαι
            Μήτηρ ηρώων.

Η

      Καθώς από το σπήλαιον
   Εκβάς ο λέων πληγόνει,
   Σκοτόνει, διασκορπίζει
   Τολμηρών κυνηγών
            Πλήθος Αράβων.

Θ

      Καθώς εις τον χειμώνα
   Το νερόν υπερήφανον
   Του χειμάρρου κυλίεται,
   Και τα χωράφια χάνονται
            Βοσκοί και ζώα.

Ι

      Ή καθώς την αυγήν
   Εξαπλόνετ' ο Ήλιος,
   Και τ' άστρα τ' αναρίθμητα
   Από τον μέγαν Όλυμπον
            Πάντα εξαλείφει.

ΙΑ

      Ούτω τα μύρια τάγματα
   Έχυσεν ο Αράξης,
   Αλλά, ω Ασπίς Ελλάδος,
   Συ επί τους Πέρσας, άστραψες,
            Κ' έγινον κόνις.

ΙΒ

      Περίφημοι ψυχαί
   Τριακοσίων Λακώνων,
   Ψυχαί αίπου εδοξάσατε
   Τον Ασωπόν και τ' άλσος
            Του Μαραθώνος·

      Εύφραινε με το αθάνατον
   Μέτρον τας Αχαΐδας
   Χήρας ο θείος Όμηρος,
   Και το πνεύμα σας άναπτε
            Το ίδιον μέλος.

ΙΔ

      Του καρτερού Αιακίδου
   Την φήμην εζηλεύσατε,
   (Αείμνηστος, θαυμάσιος,
   Ζήλος) και τ' αίμα εχύσατε
            Διά την Ελλάδα.

ΙΕ

      Καιγώ, καιγώ το σίδηρον
   Γυρεύω· ποίος μου δίδει
   Τας βροντάς του πολέμου;
   Ποίος μ' οδηγεί την σήμερον
            Εις τον αγώνα;

ΙΣΤ

      Φοβερόν, μυσαρόν
   θρέμμα σκληράς Ασίας,
   Ωθωμανέ, τι μένεις;
   Τι 'νοείς; τι δεν φεύγεις
            Τον θάνατόν σου;

ΙΖ

      Έφθασ' η ώρα· φύγε,
   Ανέβα την αγρίαν
   Αραβικήν φοράδα·
   Νίκησον εις το τρέξιμον
            Και τους ανέμους.

ΙΗ

      Επί τον Υμητόν
   Εβλάστησεν η δάφνη,
   Φύλλον ιερόν στολίζει
   Τα ηριπομένα λείψανα
            Του Παρθενώνος.

ΙΘ

      Νέοι, γυναίκες, γέροντες
   Ελληνικά θηρία,
   Φιλούσιν, αποσπάουσι
   Τους κλάδους, στεφανόνουσι
            Τας κεφαλάς των.

Κ

      Ανέβα την αράβιον,
   Ωθωμανέ, φοράδα·
   Την φυγήν κατεγκρήμνισον·
   Ελληνικά θηρία
            Σε κατατρέχουν·

ΚΑ

   Την λάμψιν των οργάνων
   Αρειμανείων ίδε·
   Άκουσον την βοήν
   Των θάνατον πνεόντων
            Ή ελευθερίαν

ΚΒ

   Νοείς, — Τρέξατε, δεύτε
   Οι των Ελλήνων παίδες·
   Ήλθ' ο καιρός της δόξης,
   Τους ευκλεείς προγόνους μας
            Ας μιμηθώμεν.

ΚΓ

      Εάν το ακονίση η δόξα,
   Το ξίφος κεραυνοί·
   Εάν η δόξα θερμώση
   Την ψυχήν των Ελλήνων
            Ποίος την νικάει;

ΚΔ

   Τι τρέμεις; την φοράδα
   Κτύπα, κέντησον, φύγε
   Ωθωμανέ· θηρία
   Μάχην πνέοντα, δόξαν,
            Σε κατατρέχουν.

ΚΕ

   Ω δόξα, δια τον πόθον σου
   Γίνονται και πατρίδος.
   Και τιμής, και γλυκείας
   Ελευθερίας και ύμνων
            Άξια τα έθνη.

ΩΔΗ ΤΡΙΤΗ ΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΝ

Στροφή Α

      Εις τούτον τον ναόν,
   Των πρώτων Χριστιανών
   Παλαιότατον κτίριον,
   Πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
            Γονατισμένος;

Β

      Όλην την Οικουμένην
   Σκεπάζουν σκοτεινά,
   Ήσυχα, παγωμένα,
   Τα μεγάλα πτερά
            Της βαθείας νύκτας.

Γ

      Εδώ σίγα· κοιμώνται
   Των Αγίων τα λείψανα·
   Σίγα εδώ, μη ταράξης
   Την ιεράν ανάπαυσιν
            Των τεθνημένων.

Δ

      Ακούω του λυσσώντος
   Ανέμου την ορμήν·
   Κτυπά με βίαν· ανοίγονται
   Του ναού τα παράθυρα
            Κατασχισμένα.

Ε

      Από τον ουρανόν,
   Όπου τα μελανόπτερα
   Σύννεφα αρμενίζουν,
   Το ψυχρόν της αργύριον
            Ρίπτει η σελήνη.

ΣΤ

      Και ένα κρύον φωτίζει
   Λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
   Σβησθέν λιβανιστήριον,
   Κερία σβηστά και κόλυβα
            Έχει το μνήμα.

Ζ

      Ω παντοδυναμώτατε!
   Τι είνε; τι παθαίνω;
   Ορθαί εις την κεφαλήν μου
   Στέκονται η τρίχες! . . . λείπει
            Η αναπνοή μου!

Η

      Ιδού, η πλάκα σείεται . . .
   Ιδού από τα χαράγματα
   Του μνήματος εκβαίνει
   Λεπτή αναθυμίασις
            Κ' εμπρός μου μένει.

Θ

      Επυκνώθη λαμβάνει
   Μορφήν ανθρωπικήν.
   Τι είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
   Φάντασμα του νοός μου
            Τεταραγμένου;

Ι

      Ή ζωντανός είσ' άνθρωπος,
   Και κατοικείς τους τάφους;
   Χαμογελάεις; . . . αν άφηκας
   Τον άδην. . . ή ο παράδεισος
            Ειπέ μου αν σ' έχη.

ΙΑ

       — Μη μ' ερωτάς· το ανέκφραστον
   Μυστήριον του θανάτου
   Μην ερευνάς· τα στήθη,
   Τα στήθη 'που σ' εβύζασαν
            Εμπρός σου βλέπεις.

ΙΒ

      Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
   Αγαπητόν μου σπλάγχνον,
   Ανόμοιος είνε η μοίρα μας,
   Και προσπαθείς ματαίως
            Να με αγκαλιάσης.

ΙΓ

      Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
   Το πάθος της καρδιάς σου.
   Αν η χαρά η ανέλπιστος,
   Ότι με είδες, βρέχη
            Τους οφθαλμούς σου·

ΙΔ

      Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
   Μάλλον· αλλ' αν η πίκρα,
   Ότι τον ήλιον άφηκα,
   Τώρα σε κυριεύη,
            Παρηγορήσου.

ΙΕ

      Τι κλαίεις; την κατάστασιν
   Αγνοείς της ψυχής μου·
   Και εις τούτο το μνήμα
   Το σώμα μου αναπαύεται
            Από τους κόπους.

ΙΣΤ

      Ναι, κόπος ανυπόφερτος
   Είνε η ζωή· η ελπίδες,
   Οι φόβοι, και του κόσμου
   Η χαραί και το μέλι
            Σας βασανίζουν.

ΙΖ

      Εδώ ημείς οι νεκροί
   Παντοτινήν ειρήνην
   Απολαύσαμεν, άφοβοι,
   Άλυποι, δίχως όνειρα
            Έχομεν ύπνον.

ΙΗ

      Σεις οι δειλοί αχνύζετε
   Όταν τις ψιθυρίση
   Τ' όνομα του θανάτου·
   Αλλ' άφευκτος ο θάνατος,
            Άφευκτος είνε.

ΙΘ

      Μία και μόνη είνε
   Η οδός, και εις τον τάφον
   Φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
   Αμάχητον με χείρα
            Ωθεί τους ζώντας.

Κ

      Υιέ μου πνέουσαν μ' είδες·
   Ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
   Ως αράχνη, μ' εδίπλονε
   Και με φως και με θάνατον
            Ακαταπαύστως.

ΚΑ

      Το πνεύμα οπού μ' εμψύχονε
   Του θεού ήτον φύσημα,
   Και εις τον Θεόν ανέβη·
   Γη το κορμί μου, κ' έπεσεν
            Εδώ εις τον λάκκον.

ΚΒ

      Αλλά το φέγγος χάνεται
   Της σελήνης· σε αφίνω·
   Πάλιν θέλω σε ειδείν
   Ότε η ζωή σου λείψει,
            Και τότε μόνον.

ΚΓ

      Με την ευχήν μου ύπαγε·
   Άλλο δεν λέγω· θέλω
   Εις την συνείδησίν σου
   Τα λοιπά φανερώσειν
            Ύστερον . . . χαίρε. . .

ΚΔ

      Τέκνον μου χαίρε .. — Πρόσμενε,
   Τον υιόν λυπημένον
   Μη παραιτήσης. Έπεσε
   Και μένουν οι οφθαλμοί μου
            Εις βαθύ σκότος.

ΚΕ

      Ω φωνή, ω μητέρα,
   Ω των πρώτων μου χρόνων
   Σταθερά παρηγόρησις·
   Όμματα οπού μ' εβρέχατε
            Με γλυκά δάκρυα!

ΚΣΤ

      Και συ στόμα οπού εφίλησα
   Τόσαις φοραίς, με τόσην
   Θερμοτάτην αγάπην,
   Πόση άπειρος άβυσσος
            Μας ξεχωρίζει!

ΚΖ

      Αι, και άπειρος ας είνε
   Κ' έτι φοβερωτέρα·
   Εκεί μέσα ατάρακτος
   Θέλω εγώ συντριφθείν
            Γυρεύοντάς σας.

ΚΗ

      Τώρα, τώρα τα χείλη μου
   Δύνανται να φιλήσουν
   Του θανάτου τα γόνατα·
   Να στέψω το κρανίον του
            Δύναμαι τώρα.

ΚΘ

      Πού είνε τα ρόδα; φέρετε
   Στεφάνους αμαράντους·
   Την λύραν δότε· υμνήσατε·
   Ο φοβερός εχθρός
            Έγινε φίλος.

Λ

      'Κείνος οπού το μέτωπον
   Τρυφερών γυναικών
   Αγκάλιασε, πώς δύναται
   Εις ανδρικήν καρδίαν
            Να ρίψη φόβον;

ΛΑ

      Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
   Είνε; τώρα οπού βλέπω
   Τον θάνατον μ' θάρρος,
   Εγώ κρατώ την άγκυραν
            Της σωτηρίας.

ΛΒ

      Εγώ τώρα εξαπλόνω
   Ισχυράν δεξιάν
   Και την άτιμον σφίγγω
   Πλεξίδα των τυράννων
            Δολιοφρόνων.

ΛΓ

      Εγώ τα σκήπρα στάζοντα
   Αίματος και δακρύων
   Καταπατώ· και καίω
   Της δεισιδαιμονίας
            Το βαρύ βάκτρον.

ΛΔ

      Επάνω εις τον βωμόν
   Της αληθείας, τα σφάγια
   Τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα
   Τον λίβανον σωρεύω,
            Μ' άφθονα χέρια.

ΛΕ

      Ως απ' ένα βουνόν
   Ο αετός εις άλλο
   Πετάει, καιγώ τα δύσκολα
   Κρημνά της αρετής
            Ούτω επιβαίνω.

ΩΔΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΛΟΧΟΝ

Στροφή Α

      Ας μη βρέξη ποτέ
   Το σύννεφον, και ο άνεμος·
   Σκληρός ας μη σκορπίση
   Το χώμα το μακάριον
            Που σας σκεπάζει.

Β

      Ας το δροσίση πάντοτε
   Με τ' αργυρά της δάκρυα
   Η ροδόπεπλος κόρη·
   Και αυτού ας ξεφυτρόνουν
            Αιώνια τ' άνθη.

Γ

      Ω γνήσια της Ελλάδος
   Τέκνα· ψυχαί που επέσατε
   Εις τον αγώνα ανδρείως,
   Τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
            Καύχημα νέον.

Δ

      Σας άρπαξεν η τύχη
   Την νικητήριον δάφνην,
   Και από μυρτιάν σας έπλεξε
   Και πένθιμον κυπάρισσον
            Στέφανον άλλον.

Ε

      Αλλ' αν τις απεθάνη
   Διά την πατρίδα, η μύρτος
   Είνε φύλλον ατίμητον,
   Και καλά τα κλαδιά
            Της κυπαρίσσου.

ΣΤ

      Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου
   Τους οφθαλμούς, η πρόνοος
   Φύσις τον φόβον έχυσε,
   Και τας χρυσάς ελπίδας,
            Και την ημέραν.

Ζ

      Επί το μέγα πρόσωπον
   Της γης πολυβοτάνου,
   Ευθύς το ουράνιον βλέμμα
   Βαθυσκαφή εφανέρωσε
            Μνήματα μύρια.

Η

      Πολλά μεν σκοτεινά·
   Φέγγει επ' ολίγα τ' άστρον
   Το της αθανασίας·
   Την εκλογήν ελεύθερον
            Δίδει το θείον.

Θ

      Έλληνες, της πατρίδος
   Και των προγόνων άξιοι·
   Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
   Από σας προκριθείν
            Άδοξος τάφος;

Ι

      Ο Γέρων φθονερός,
   Και των έργων εχθρός,
   Και πάσης μνήμης, έρχεται·
   Περιτρέχει την θάλασσαν
            Και την γην όλην.

      Από την στάμναν χύνει
   Τα ρεύματα της λήθης,
   Και τα πάντα αφανίζει.
   Χάνονται η πόλεις, χάνονται
            Βασίλεια, κ' έθνη·

ΙΒ

      Αλλ' ότε πλησιάσει
   Την γην οπού σας έχει,
   Θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
   Ο Χρόνος, το θαύμασιον
            Χώμα σεβάζων.

ΙΓ

      Αυτού αφ' ου την αρχαίαν
   Πορφυρίδα, και σκήπτρον,
   Δώσωμεν της Ελλάδος,
   Θέλει φέρειν τα τέκνα της
            Πάσα μητέρα.

ΙΔ

      Και δακρυχέουσα θέλει
   Την Ιεράν φιλήσειν
   Κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον
   Λόχον, τέκνα, μιμήσατε,
            Λόχον Ηρώων.

ΩΔΗ ΠΕΜΠΤΗ ΕΙΣ ΜΟΥΣΑΣ

Στροφή Α

      Τας χορδάς ας αλλάξωμεν
   Ω χρυσόν δώρον, χάρμα
   Λητογενέος μέγα·
   Τας χορδάς ας αλλάξωμεν
            Ιόνιος λύρα.

Β

      Άλλα σύρματα δότε
   Ζεφυρόποδες Χάριτες·
   Και σεις επί το ξύλον
   Μελίφρονον, υακίθυνον
            Βάλετε στέμμα.

Γ

      Τας πτέρυγας απλόνει
   Ως τ' όρνεον του Διός,
   Και υψόνεται το μέτρον
   Έως τον ουράνιον κήπον
            Των Πιερίδων.

Δ

      Χαίρετε ω κόραι, χαίρετε
   Φωναί οπού τα δείπνα
   Των Ολυμπίων πλουτίζετε
   Με χορών ευφροσύνας
            Κ' εύρυθμον μέλος.

Ε

      Σεις τα αιθέρια νεύρα
   Της φόρμιγγος κροτείτε,
   Και τα θηρία, και τ' άλση
   Χάνονται από το πρόσωπον
            Της γης πλατείας.

ΣΤ

      Όπου τρέμουσιν άπειρα
   Τα φώτα της νυκτός,
   Εκεί υψηλά πλατύνεται
   Ο γαλαξίας και χύνει
            Δρόσου σταγόνας.

Ζ

      Το ποτόν καθαρόν
   Θεραπεύει τα φύλλα,
   Κ' όπου άφησε το χόρτον
   Ευρίσκει ρόδα ο ήλιος
            Και μυρωδίαν.

Η

      Ούτω υπό τους δακτύλους σας
   Η ελικώνειος λύρα,
   Τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα
   Της αρετής γεμίζουσι
            Πάσαν καρδίαν.

Θ

      Όχι πατέρες, τύραννοι·
   Όχι άνθρωποι και τέκνα,
   Αλλά δειλά και αναίσθητα
   Ποίμνια τον κύκλον ήθελον
            Τρέξειν του βίου.

I

      Χείρες κεραυνοφόροι,
   Μόνον νώτα υποφέροντα
   Τας πληγάς· αν το δίκρανον
   Του Παρνασσού λιγύφθογγον
            Σπήλαιον εσίγα.

ΙΑ

      Διά παντός μοιράσατε
   Θείαι παρθένοι την δίκην·
   Διά παντός χαρίσατε
   Των ανθρώπων αισθήσεις
            Υψηλονόους.

ΙΒ

      Αφρίζουν τα ποτήρια
   Της αδικίας, δυνάσται
   Πολλοί και διψασμένοι
   Ιδού τ' αδράχνουν· γέμουσι
            Μέθης και φόνου.

ΙΓ

      Τώρα ναι τώρα αστράψατε
   Ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε
   Την πτερωτήν βροντήν,
   Κατά σκοπόν βαρέσατε
            Μ' εύστοχον χείρα.

ΙΔ

      Φυλάξατε τους ύμνους
   Διά τους δικαίους· μόνον
   Εις αυτούς την ειρήνην,
   Και τους χρυσούς στεφάνους
            Εις αυτούς δότε.

ΙΕ

      Ήτον ποτέ η εννέα
   Ολύμπιαι φωναί
   Εκεί οπού χορεύουσι
   Της ημέρας η κόραι
            λαμπαδηφόροι.

ΙΣΤ

      Ήκουον μόνον οι κύκλοι
   Των ουρανών, την σύμφωνον
   Θεόπνευστον ωδήν,
   Και τον αέρα ακίνητον
            Είχε η γαλήνη.

ΙΖ

      Αλλ' ότε το μειδίασμα
   Του θεού των ερώτων,
   Τον Κιθαιρώνα εσκέπασε
   Με θύμον και με κλήματα
            Σταφυλοφόρα.

ΚΙ

      Εκεί ο ρυθμός επέραστος
   Καταβαίνων, το βλέμμα
   Των γηγενέων δρακόντων
   Εχάθη, ως τα χαράγματα
            Χάνεται ο ύπνος.

ΙΘ

      Του θεσπεσίου γέροντος
   Ιερά κεφαλή·
   Φωνή ευτυχής 'που ευφήμησας
   Της κλεινής Αχαΐας
            Τ' άριστα τέκνα.

Κ

      Εσύ θαυμάσιε Όμηρε
   Εξένισας τας Μούσας·
   Και του Διός η κόραι
   Εις τα χείλη σου απέθηκαν
            Το πρώτον μέλι.

ΚΑ

      Εις τιμήν των θεών
   Εφύτευσας την δάφνην·
   Είδον πολλοί αιώνες
   Το φυτόν ευθαλές
            Υπερακμάζον.

ΚΒ

      Μέσα εις το θείον στέλεχος
   Τι δεν εθησαυρίσατε
   Τα σίμβλα αιωνίως;
   Τι ω αώνιαι μέλισσαι
            Το παραιτείτε;

ΚΓ

      Όταν εις την αθλίαν
   Ελλάδα από τα έσχατα
   Της ερυθράς θαλάσσης
   Των αραβίων πετάλων
            Ήλθεν ο κτύπος·

ΚΔ

      Εκεί προς τα λουτρά
   Όπου τας τρίχας πλύνουσι
   Των φοιβηίων η Ώραι,
   Τότε δικαίως εφύγατε
            Ω Πιερίδες,

ΚΕ

      Και τώρα εις τέλος φέρετε
   Την μακράν ξενιτείαν.
   Χρόνος χαράς επέστρεψε,
   Και λάμπει τώρα ελεύθερον
            Το Δέλφιον όρος.

ΚΣΤ

      Ρέει καθαρόν το αργύριον
   Της Ιπποκρήνης· κράζει,
   Όχι τας ξένας, κράζει
   Σήμερον η Ελλάς
            Τας θυγατέρας.

ΚΖ

      Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω,
   Και χαίρουσα πετάει
   Πετά η ψυχή μου, ακούω
   Των λυρών τα προοίμια,
            Ακούω τους ύμνους.

ΩΔΗ ΕΚΤΗ ΕΙΣ ΧΙΟΝ

Στροφή Α

      Ως ότε από το στόμα
   Κρέμεται των θνητών
   Αυλός λελυπημένος
   Και η φωνή του με κόπον
            Τρέμουσα εκβαίνει·

Β

      Ως μέσα εις τα πολύδενδρα
   Δάση το βράδυ εισπνέει
   Το τεθλιμμένον φύσημα
   Μεσηβρινόν και φαίνεται
            Θρήνος ανθρώπων·

Γ

      Εις τον ηρημωμένον
   Αιγιαλόν της νήσου
   Ούτω φέρνουν τα κύματα
   Και το παράπονόν τους
            Η Ωκεανίναι.

Δ

      Τα γαλακτώδη μέλη
   Των παρθένων της Χίου
   Πλέον εσύ δεν ραντίζεις
   Ω λαμπρόν του Αιγαίου
            Ιερόν ρεύμα.

Ε

      Όταν τα στήθη αφίλητα,
   Θρίαμβος των Χαρίτων,
   Βράδυ και αυγήν εδρόσιζες
   Εκαταφρόνεις τότε
            Τα ρόδα ηώα.

ΣΤ

      Τώρα χηρεύεις, τώρα
   Τους βαρβάρους θαλάμους
   Υπηρετούν, μιαίνονται
   Τα κάλλη των παρθένων
            Θεοειδέων.

Ζ

      Εκεί όπου η πανήγυρις
   Των Μουσών της Ελλάδος
   Άναπτε τα πυρά,
   Και των ποδών εσήμαινε
            Τ' άλυπον μέτρον.

Η

      Υβριστικά, υπερήφανα
   Τύμπανα ακούω· και βλέπω
   Την Ναβαθαίαν· εις αίμα
   Βαμμένη επί τους πύργους·
            Αεροκινείται.

Θ

      Θλίβει ο καπνός το διάστημα
   Γαλάζιον των αέρων·
   Ούτως εις την ομίχλην
   Του θανάτου, μειδίασμα
            Πνίγεται νέον.

Ι

      Πόσους ναούς 'που εδέχοντο
   Τας πτερωτάς της πίστεως
   Προσευχάς και τα δώρα·
   Πόσους βλαστούς σοφίας,
            Πόσας ελπίδας·

ΙΑ

      Αι, πόσους πνέοντας έρωτα
   Θαλάμους, τώρα η φλόγα
   Βαρβάρως κατατρώγει·
   Μισητόν ολοκαύτωμα
            Ενός τυράννου.

ΙΒ

      Στεναζούσης νυκτός
   Και του βαθέος άδου
   Τρομεραί θυγατέρες,
   Εσάς φωνάζω, εσάς
            Τας Εριννύας.

ΙΓ

      Τι ακαίρως τα Βασίλεια
   Σκοτεινά κατοικείτε
   Του ύπνου; ν' αποσπάσετε
   Τα δεσμά των ονείρων
            Τι αργοπορείτε;

ΙΔ

      Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον
   Των μεγάλων πτερύγων
   Φέρετ' εδώ· κυττάξατε,
   Σκληράν σας δείχνω κ' άνανδρον
            Καρδίαν τυράννου.

ΙΕ

      Τας λαμπάδας αυτού
   Τινάξατε, αυτού ρίψατε
   Βροχήν πεπυρωμένην,
   Αυτού Εριννύες πετάξατε
            Χιλίας εχίδνας.

ΙΣΤ

      Ο μιαρός, την μάχαιραν. . .
   Ανατριχιάζω . . . τρέμουσι
   Τα δάχτυλά μου . . . μίαν
   Προς μίαν εσύντριψα
            Τας χορδάς όλας.

ΙΖ

      Ω λαιμοί των αθώων
   Παιδιών μας, ω πλευρά
   Σεβάσμια των μητέρων,
   Γερόντων κόμαι εις τ' αίμα
            Αθλίως βρεγμέναι!

ΙΗ

      Εκδίκησιν ζητείτε;
   Η φωνή σας ηκούσθη.
   Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
   Τους ληστάς δεν αφίνουν
            Ατιμωρήτους.

ΙΘ

      Αν φύγωσι το δρέπανον
   Θανατηφόρον, φάρμακα
   Επί τα χείλη ευρίσκουσι
   Του υμεναίου, και δράκοντας
            Εις τα ποτήρια.

Κ

      Οι φοίνικες ξηραίνονται
   Της Ειλειθυίας· βαρύνεται
   Επάνω εις την καρδιάν των
   Το σκότος της νυκτός
            Ως πλάκα τάφου.

ΚΑ

      Όχι φως και χαράν,
   Αμμή φλογώδεις άκανθας
   Βρέχει δι' αυτούς ο ήλιος,
   Και η γη σχισμένη δίδει
            Αίματος βρύσεις.

ΚΒ

      Πού μ' έφερεν ο πόνος μου; . .
   Τι λέγω;. . . τιμωρίαν
   Αληθινήν και μόνην,
   Φρικτήν, οι μιαροί
            Έχουσα άλλην.

ΚΓ

      Την ένδειαν της γλυκείας
   Γαλήνης των δικαίων· —
   Ας ερημώση ο πόλεμος
   Την Ελλάδα πριν εύρη
            Της Χίου την μοίραν.

ΚΔ

      Όμως αν μιμηθή
   Το σκληρόν, την οργήν
   Παμμίαρον των εχθρών της,
   Ας γένη, ας γένη μίσημα
            Παντός του κόσμου.

ΚΕ

      Τι είπον! . . διασκορπίσατε
   Άνεμοι τους δυσφήμους
   Λόγους· ω των αγγέλων
   Πάτερ και ανδρών, βοήθησον
            Συ την Ελλάδα!

ΩΔΗ ΕΒΔΟΜΗ ΕΙΣ ΠΑΡΓΑΝ

Στροφή Α

      Σοβαρόν, υψηλόν
   Δόσε τόνον ω Λύρα·
   Λάβε αστραπήν, και ήθος
   Λάβε νοός, υμνούμεν
            Ένδοξον έργον.

Β

      Διαπρεπή οι αθάνατοι
   Έδωσαν των ανθρώπων
   Και ατίμητα δώρα·
   Αγάπην, αρετήν,
            Εύσπλαχνον στήθος.

Γ

      Αλλά και φρενών πτέρωμα·
   Όπως, όταν η τύχη
   Εις τα κρημνά του βίου
   Της αμάξης πλαγίαν
            Την ορμήν φέρη·

Δ

      Ημείς, ως τας κλαγγάς
   Εις τα σύννεφα αφίνει
   Ο μέγας αετός
   Και εις τα βαθέα λαγγάδια
            Αφρούς και βράχους.

Ε

      Ομοίως υπερπετάξαντες,
   Μακράν οπίσω ιδώμεν
   Την οργήν των τροχών
   Από τυφλάς ηνίας
            Διασυρομένων.

ΣΤ

      Ως αγλαά τοσαύτα
   Δώρα δοξολογούνται,
   Αλλά πολύ αγλαότερον
   Ο νους οπού αποφεύγει
            Την δουλωσύνην.

Ζ

      Υποκυμαινομένους
   Δασέας ελαιώνας
   Η Πάργα υψηλοκάρηνος
   Βλέπει· και αυτήν ο Άρης
            Υπερεφίλει.

Η

      Αλλά μόλις η χάλαζα
   Έπαυε του πολέμου,
   Και συ Δάματρα εχάριζες
   Τον δαψιλόν χρυσόν,
            Πόθος Ζεφύρων.

Θ

      Έχεον πολυάριθμα
   Μελισσών έθνη οι σίμβλοι
   Της Πάργας, βομβηδόν
   Εις τον πολύν επέταον
            Καρπόν λυαίον.

Ι

      Καλός, γλυκύς ο αέρας
   Όπου πρώτον επίναμεν,
   Και η θρέπτειρα γη
   Από τον ίδρωτά μας
            Πεποτισμένη.

ΙΑ

      Όμως διά ποίον οι δούλοι
   Πίνουσι τον αέρα;
   Κεντάουσι το άροτρον
   Και πολύν στάζουν κόπον
            Όμως διά ποίον;

ΙΒ

      Ψυχή ανδρική απορρύπτει
   Φρόνημα χαμερπές·
   Από το αμβροσίοδμον
   Στόμα των αιωνίων
            Η γνώμη ρέει.

ΙΓ

      Των πολλών τα συμπόσια
   Ο στίχος επιτρέχει·
   Βραχυχρόνιος ηχώ
   Την σιγήν δεν ετάραξε
            Της δουλωσύνης.

ΙΔ

      Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
   Την Παργινήν ελαίαν,
   Σεις από τον αθάνατον
   Λόγον μόνον ετράφητε,
            Εσείς ω ανδρείοι.

ΙΕ

      Τα συνήθη χωράφια
   Αφίνοντες εφύγατε
   Τον ζυγόν, προτιμώντες
   Την πικράν ξενιτίαν
            Και την πενίαν.

ΙΣΤ

      Πλην, της επιστροφής
   Εχάραξεν η ημέρα.
   Πάντοτε οι επουράνιοι
   Μεγαλόθυμον γένος
            Υπερασπίζουν.

ΙΖ

      Εκεί οπού εκτίσατε
   (Ελληνική φροντίδα! ),
   Των προγόνων τα λείψανα,
   Πάλιν η πρόνοοι χείρες
            Εκεί σας φέρνουν.

ΩΔΗ ΟΓΔΟΗ ΕΙΣ ΑΓΑΡΗΝΟΥΣ

Στροφή Α

      Ένας Θεός και μόνος
   Αστράπτει από τον ύψιστον
   Θρόνον· και των χειρών του
   Επισκοπεί τα αιώνια
            Άπειρα έργα.

Β

      Κρέμονται υπό τους πόδας του
   Πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
   Βροχή έτι εναέριος
   Εν ώ κοιμώνται οι άνεμοι
            Της οικουμένης.

Γ

      Αλλ' η φωνή του ακούεται,
   Φωνή δικαιοσύνης,
   Και η ψυχαί των ανόμων
   Ως αίματος σταγόνες
            Πέφτουν 'σ τον άδην.

Δ

      Των οσίων τα πνεύματα
   Ως αργυρέα ομίχλη
   Τα υψηλά αναβαίνει,
   Και εις ποταμούς διαλύεται
            Φωτός και δόξης.

Ε

      Μόνον βλέπω τον Ήλιον
   Μένοντα εις τον αέρα·
   Τους τρυγύρω χορεύοντας
   Ουρανούς κυβερνάει
            Με δίκαιον νόμον.

ΣΤ

      Φαίνετε εις τον ορίζοντα
   Ωσάν χαράς ιδέα,
   Και φωτίζει την γην
   Και των θνητών τα έργα
            Των πολυπόνων.

Ζ

      Όμως ιδού τα σκήπτρα
   Άφησεν, εβασίλευσεν·
   Ότι ανάγκην το ανθρώπινον
   στήθος έχει αναπαύσεως
            Ανάγκην ύπνου.

Η

      Ποίος ποτέ του Θεού,
   Ποίος του Ηλίου ωμοίασεν;
   Διατί βωμούς, θυμίαμα
   Γιατί ζητούν οι μύριοι,
            Τύρανοιν κ' ύμνους;

Θ

      Ύψιστοι αυτοί! — λαμπρότεροι
   Αυτοί των άλλων! — μόνοι —
   Λαμπροί, κ' ύψιστοι οι δίκαιοι,
   Και μόνοι των ανθρώπων
            Οι ευεργέται.

Ι

      Κριταί ως θεοί! και πότε
   Την αρετήν αθλίως,
   Πότε δεν εκατάτρεξαν;
   Πότε ευσπλαχνίαν εγνώρισαν,
            Δικαιοσύνην;

ΙΑ

      Με υπερηφάνους πόδας
   Καταφρονητικούς,
   Δεν πατούν το χρυσούν
   Συντριφθέν τώρα ζύγωθρον
            Του ορθού νόμου;

ΙΒ

      Το αχόρταστον δρέπανον
   Αυτοί βαστούν· θερίζουν
   Πάντ' όσα ο ίδρωτάς μας
   Ωρίμασεν αστάχυα
            Διά τους υιούς μας.

ΙΓ

   Τρέξε επάνω εις τα κύματα
   Της φοβεράς θαλάσσης,
   Κινδύνευσε, αναστέναξε,
   Πίε το πικρόν ποτήριον
            Της ξενιτείας.

ΙΔ

      Διά την τροφήν 'που εσύναξας
   Με κόπους ανεκφράστους,
   Εις τα παραθαλάσσια
   Ιδού χάσκει το λαίμαργον
            Στόμα τυράννων.

ΙΡ

      Τι τα ευώδη αγκαλιάζετε
   Προσκέφαλα του γάμου;
   Τι φιλείτε το μέτωπον
   Ιερόν των γονέων σας
            Με τόσον πόθον;

ΙΣΤ

      Η σάλπιγγα, τα τύμπανα
   Σας προσκαλούν· αδίκους
   Ασυνέτους πολέμους
   Φέρετε, κατασφάξατε
            Τα έθνη αθώα.

ΙΖ

      Όχι μόνον τον ίδρωτα,
   Αλλά και τ' αίμα οι τύραννοι
   Ζητούσαν από σας,
   Κ' αφ' ου ποτάμια εχύσατε
            Μήπως τους φθάνει.

ΙΗ

      Την πνοήν σας αχόρταστοι
   Επιθυμούν· αλλοίμονον
   Άν ποτε επί τα σφάγια
   Των τυράννων αναστε-
            νάξη η ψυχή σας.

ΙΘ

      Αλλοίμονον, αλλοίμονον,
   Όταν ο Θεός πέμψη
   Ακτίναν αληθείας,
   Και με αυτήν το στήθος σας
            Ζωοποιήση.

Κ

      Εάν τις το νουθέτημα
   Θείον ακολουθήση,
   Στόμα μαχαίρας, βάσανα,
   Κλαύματα φυλακής
            Τότε ας προσμένη.

ΚΑ

      Και τοιούτοι, εμπρός σας
   Εγώ να γονατίσω! —
   Η γη ας σχισθή, εις το βάραθρον
   Η βροντή τ' ουρανού
            Ας με τινάξη·

ΚΒ

      Πρωτού σας ατιμάσω
   Ω γόνατά μου. — Ατάρακτον
   Έχω το βλέμμα οπόταν
   Το καταβάσω εις πρόσωπον
            Ενός τυράννου.

ΚΓ

      Εσείς ωσάν ο Ήλιος
   Λαμπροί! — ναι φλόγας βέβαια
   Βλέπω διαδημάτων,
   Αλλά τας δυστυχίας μας
            Μόνον φωτίζουν.

ΩΔΗ ΕΝΝΑΤΗ ΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ

Στροφή Α

      Δυστυχησμένα πλάσματα
   Της πλέον δυστυχησμένης
   Φύσεως, τελειώνομεν
   Ένα θρήνον και εις άλλον
            Πέφτομεν πάλιν.

Β

      Ημείς κατεδικάσθημεν
   Άθλιοι, κοπιασμένοι,
   Πάντα να κατατρέχωμεν,
   Αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
            Την ευτυχίαν.

Γ

      Ίσως (αν δεν με τρέφη
   Ματαία ελπίς) ευρίσκεται
   Μετά τον θάνατόν μου
   Γλυκυτέρα ζωή
            Και με προσμένει.

Δ

      Όμως, διατί έαν έσπειρε
   Παντού εις την οικουμένην
   Την χαράν με την θλίψιν
   Του επουρανίου πατρός
            Το δίκαιον χέρει;

Ε

      Διατί κ' εδώ όπου μ' έρριψεν
   Εις την αέριον σφαίραν,
   Μίαν να μην εύρω τρέχουσαν
   Διά με, μόνην μίαν βρύσιν
            Παρηγορίας;

ΣΤ

      Βρύσιν! — Και τα θαυμάσια
   Της Αρετής αένναα
   Νερά δεν βλέπω; Χύνονται
   Ποταμηδόν τρυγύρω μου,
            Την γην σκεπάζουν.

Ζ

      Ω θνητοί, ποτισθήτε.
   Έαν το θείον πίετε
   Ρεύμα, ο πόνος με δάκρυα
   Την τράπεζαν, το στρώμα σας
            Ας βρέξη τότε.

Η

      Ας έλθη τότε, ας έλθη
   Να σας περικυκλώση
   Με σκοτεινά, βρονταία
   Πεπυκνωμένα σύννεφα
            Η δυστυχία.

Θ

      Μία δύναμις ουράνιος
   Εις την ψυχήν σας δίδει
   Πτερά ελαφρά, και υψόνεται
   Λαμπρόν το μέτωπόν σας
            Υπέρ την νύκτα.

Ι

      Από τα ολύμπια δώματα
   Δροσερόν καταβαίνει
   Χαράς, ελαίου φύσημα,
   Και στεγνόνει τα δάκρυα·
            Τον ίδρωτά σας.

ΙΑ

      Εκεί όπου επατήσατε
   Ιδού οι καρποί φυτρόνουν,
   Και τ' άνθη ιδού σκορπίζουσι
   Τα κύματα ευτυχή
            Της μυρωδίας.

ΙΒ

      Της φιλίας η Χάριτες,
   Και του Υμεναίου, συμπλέκουσι
   Χορών πλουσίους στεφάνους·
   Βωμόν έχουν τον θρόνον σας
            Και τον δοξάζουν.

ΙΓ

      Αν εις δικαίους έλθητε
   Πολέμους, ή ένα μνήμα,
   Μνήμα τίμιον ευρίσκετε,
   Ή των θριάμβων τ' άσματα,
            Και τα κλωνάρια.

ΙΔ

      Τα πολύχρυσα πέπλα,
   Και τ' αρώματα ο Πλούτος,
   Γλυκύ η Σοφία το φίλημα
   Σας χαρίζει, έαν ήνε
            Με σας η ειρήνη

ΙΕ

      Ω Αρετή! πολύτιμος
   Θεά, συ ηγάπας πάλαι
   Τον Κιθαιρώνα, σήμερον
   Την γην μη παραιτήσης,
            Την πατρικήν μου.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ Ο ΩΚΕΑΝΟΣ

Στροφή Α

      Γη των θεών φροντίδα,
   Ελλάς ηρώων μητέρα,
   Φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
   Νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
            Νύκτα αιώνων.

Β

      Ούτω εις το χάος αμέτρητον
   Των ουρανίων ερήμων,
   Νυκτερινός εξάπλωσεν
   Έρεβος τα πλατέα
            Πένθυμα εμβόλια.

Γ

      Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
   Εις το απέραντον διάστημα,
   Τα φώτα σιγαλέα
   Κινώνται των αστέρων
            Λελυπημένα.

Δ

      Εχάθηκαν η πόλεις,
   Εχάθηκαν τα δάση,
   Κ' η θάλασσα κοιμάται
   Και τα βουνά· και ο θόρυβος
            Παύει των ζώντων.

Ε

      Εις τα φρικτά βασίλεια
   Ομοιάζει του θανάτου
   Η φύσις όλη· εκείθεν
   Ήχος ποτέ δεν έρχεται
            Ύμνων ή θρήνων.

ΣΤ

      Αλλά των μακαρίων
   Σταύλων ιδού τα ηώα
   Κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
   Ιδού τα ακάμαντα άλογα
            Του Ηλίου εκβαίνουν.

Ζ

      Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
   Τους δρόμους του αέρος
   Τα αμιλλητήρια πέταλα·
   Τους ουρανούς φωτίζουσι
            Λάμπουσαι η χαίται.

Η

      Τώρα εξανοίγει τ' άνθη
   Εις τον δροσώδη κόλπον
   Της γης η αυγή· και φαίνονται
   Τώρα των φιλοπόνων
            Ανδρών τα έργα.

Θ

      Τα μυρισμένα χείλη
   Της ημέρας φιλούσι
   Το αναπαυμένον μέτωπον
   Της οικουμένης· φεύγουσιν
            Όνειρα, σκότος.

I

      Ύπνος, σιγή· και πάλιν
   Τα χωράφια, την θάλασσαν,
   Τον αέρα γεμίζουσι
   Και τας πόλεις με κρότον,
            Ποίμνια και λύραι.

ΙΑ

      Εις του σπηλαίου το στόμα
   Ιδού προβαίνει ο μέγας
   Λέων, τον φοβερόν
   Λαιμόν τετριχωμένον
            Βρέμων τινάζει.

ΙΒ

      Ο αετός αφίνει
   Τους κρημνούς υψηλούς·
   Κτυπάουσιν η πτέρυγες
   Τα νέφη, και τον Όλυμπον
            Η κλαγγή σχίζει.

      Έθλιψε την Ελλάδα
   Νύκτα πολλών αιώνων,
   Νύκτα μακράς δουλείας,
   Αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
            Των αθανάτων.

ΙΔ

      Η χώρα τότε εφαίνετο
   Ναός ηριπομένος,
   Όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
   Και του κισσού τα ατρέμητα
            Φύλλα κοιμώνται.

ΙΕ

      Ωσάν επί την άπειρον
   Θάλασσαν των ονείρων,
   Ολίγαι, απηλπισμέναι
   Ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
            Με δίχως βίαν·

ΙΣΤ

      Ούτως από του Άθωνος
   Τα δένδρα, έως τους βράχους
   Της Κυθήρας, κυλίουσα
   Την άμαξαν βραδείαν,
            Ουρανοδρόμον·

ΙΖ

      Η τρίμορφος Εκάτη
   Εθεώρει τα πλοία,
   Εις του Αιγαίου τους κόλπους
   Λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
            Διασκορπισμένα

ΙΗ

      Συ τότε, ω λαμπροτάτη
   Κόρη Διός, του κόσμου
   Μόνη παρηγορία,
   Την γην μου συ ενθυμήθηκες
            Ω Ελευθερία.

ΙΘ

      Ήλθε η θεά· κατέβη
   Εις τα παραθαλάσσια
   Κλειστά της Χίου· τας χείρας
   Άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα
            Λέγει τοιάδε·

Κ

       — Ωκεανέ, πατέρα
   Των χορών αθανάτων,
   Άκουσον την φωνήν μου,
   Και της ψυχής μου τέλεσον
            Τον μέγαν πόθον.

ΚΑ

      Ένδοξον θρόνον είχον
   Εις την Ελλάδα· τύραννοι
   Προ πολλού τον κρατούσι
   Σήμερον συ βοήθησον,
            Δος μου τον θρόνον.

ΚΒ

      Όταν τους ανοήτους
   Φεύγω θνητούς, με δέχονται
   Η πατρικαί σου αγκάλαι·
   Η ελπίς μου εις την αγάπην σου
            Στηρίζεται όλη —

ΚΓ

      Είπε· και ευθύς επάνω
   Εις τας ροάς εχύθη
   Του Ωκεανού, φωτίζουσα
   Τα νώτα υγρά και θεία,
            Πρόφαντος λάμψις.

ΙΑ

      Αστράπτουσι τα κύματα
   Ως οι ουρανοί, και ανέμελος,
   Ξάστερος φέγγει ο ήλιος
   Και τα πολλά νησία
            Δείχνει του Αιγαίου.

ΙΕ

      Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
   Σφοδρός μέσα εις τα δάση,
   Ο αλαλαγμός σηκόνεται·
   Άκουε των πλεόντων
            Τα εία μ ά λ α.

ΙΣΤ

      Σχισμένη υπό μυρίας
   Πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
   Τα πτερωμένα αδράχτια
   Ελεύθερα εξαπλόνονται
            Εις τον αέρα·

ΙΖ

      Επί την λίμνην ούτως
   Αυγερινά πετάουσι
   Τα πλήθη των μελίσσων
   Όταν γλυκύ του έαρος
            Φυσάη το πνεύμα·

ΙΗ

      Επί την άμμον ούτω
   Περιπατούν οι λέοντες
   Ζητούντες τα κοπάδια,
   Την θέρμην των ονύχων
            Έαν αισθανθώσιν

Θ

      Ούτως εάν την δύναμιν
   Ακούσουν των πτερύγων
   Οι αετοί, το κτύπημα
   Των βροντών υπερήφανοι
            Καταφρονούσι.

Λ

      Πεφιλημένα θρέμματα
   Ωκεανού, γενναία
   Και της Ελλάδος γνήσια
   Τέκνα, και πρωτοστάται
            Ελευθερίας·

ΛΑ

      Χαίρετε σεις καυχήματα
   Των θαυμασίων (Σπετσίας,
   Ύδρας, Ψαρών), σκοπέλων,
   Όπου ποτέ δεν άραξε
            Φόβος κινδύνου.

ΛΒ

      Κατευοδοίτε! — Ορμήσατε
   Τα συναγμένα πλοία
   Ω, ανδρείοι· σκορπίσατε
   Τον στόλον, κατακαύσατε
            Στόλον βαρβάρων.

ΛΓ

      Τα δειλά των εχθρών σας
   πλήθη καταφρονήσατε·
   Την κόμην πάντα ο θρίαμβος
   Στέφει των υπέρ πάτρης
            Κινδυνευόντων.

ΛΔ

      Ω επουράνιος χείρα!
   Σε βλέπω κυβερνούσαν
   Τα τρομερά πηδάλια,
   Και των ηρώων η πρώραι
            Ιδού πετάουν.

ΛΕ

      Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
   τους πύργους θαλασσίους
   Εχθρών απείρων· σκάφη,
   Ναύτας, ιστία, κατάρτια
            Η φλόγα τρώγει·

ΛΣΤ

      Και καταπίνει η θάλασσα
   Τα λείψανα· την νίκην
   Ύψωσ' ω λύρα· αν ήρωες
   Δοξάζωνται, το θείον
            Φιλεί τους ύμνους

ΛΖ

      Ωθωμανέ υπερήφανε,
   Πού είσαι; νέον στόλον
   Φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
   Νέαν δάφνην οι Έλληνες
            Θέλουν αρπάξειν.

ΩΔΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΑ

Στροφή Α

      Εάν τα ποσειδώνια
   Κύματα, τον αυθάδη
   Ναύτην απομακρύνωσιν
   Από την πάτριον νήσον του
            Πριν έλθη η νύκτα·

Β

      Με ψυχήν πικραμένην
   Ορθός επί την πρύμνην
   Βλέπει επάνω εις την θάλασσαν
   Την ησυχίαν χυμένην
            Και εσπέριον σκότος·

Γ

      Βλέπει τα περιπόθητα
   Βουνά και τα χωράφια
   Της γλυκεράς πατρίδος
   Κεχρυσωμένα ακόμα.
            Από τον ήλιον.

Δ

      Αλλ' ήδη εις τα ερεβώδη
   Λουτρά βαθέα της δύσεως
   Του λαμπρού βασιλέως,
   Των αέρων εβούτησεν
            Η εσχάτη ακτίνα.

Ε

      Και αλλάζει, ιδού, αμαυρόνεται
   Της νήσου η ράχη, ως πρόσωπον
   Νέας, ορφανής παρθένου,
   Υγρόν υπό το σύγνεφον
            Της δυστυχίας·

ΣΤ

      Τα λυπημένα ομμάτια του
   Τότε αν σηκώση ο ναύτης,
   Βλέπει επάνω εις την χώραν του
   Τρέμον και μεσουράνιον
            Το πρώτον άστρον.

Ζ

      Ούτως αν χάση ο άνθρωπος
   Το φως και τον σκεπάση
   Μακάριον σκότος, βλέπομεν
   Επ' αυτόν ανατέλλον
            Άστρον ελπίδος.

Η

      Ω Βύρων ω θεσπέσιον
   Πνεύμα των Βρεττανίδων,
   Τέκνον Μουσών και φίλε
   Άμοιρε της Ελλάδος
            Καλλιστεφάνου.

Θ

      Πλεγμένα με τα φύλλα
   Του μυστικού Ελικώνος
   Της Υγιείας τα ρόδα
   Χθες θαυμασίως εστόλιζον
            Την κεφαλήν σου.

Ι

      Χθες τον ουράνιον έτρεχε
   Δρόμον ο ήλιος· χύνων
   Τας πλέον λαμπράς ακτίνας
   Το μέτωπόν σου αντέστραπτεν
            Ως αθανάτου.

ΙΑ

      Σήμερον κείσαι, ως εύφορος
   Πολύκλωνος ελαία
   Από το βίαιον φύσημα
   Σκληρών ανέμων κείται
            Εκριζωμένη.

ΙΒ

      Σήμερον κείσαι, ω Βύρων,
   Και πού τα ένθεα έπη,
   Πού είνε τώρα τα σύμμετρα
   Πτερόεντα φωνήεντα
            Καστάλιε κύκνε;

ΙΓ

      Θαυματουργοί φυσήσατε
   Πνοαί του Παραδείσου·
   Σηκώσου, ω Βύρων, τίναξον
   Μακρά από σε τον άωρον
            Μόρσιμον ύπνον.

ΙΔ

      Ιδού της μουσοτρόφου
   Ευρώπης τα υπερέχοντα
   Έθνη ακόμα, προσμένουσιν,
   Ακόμα την φωνήν σου
            Επιθυμούσιν.

ΙΕ

      Ιδού η Ελλάς σού ετοίμασεν
   Όχι τον χρυσόν κύκλον
   Τον τους κροτάφους φλέγοντα,
   Των αργών βασιλέων
            Ή των τυράννων·

ΙΣΤ

      Αλλά στέφανον έτερον,
   Στολήν ένδοξον, έντιμον,
   Αξίαν νοός δικαίου,
   Ανδρός αξίαν γενναίου
            Φιλελευθέρου·

ΙΖ

      Στέφανον αιωνίων
   Κλάδων αφθάρτων, λάμποντα
   Όχι διά τους κροτούντας
   Ποιητάς το μονόχορδον
            Της κολακείας·

ΙΗ

      Αμμή διά σε τον εύτολμον
   Λειτουργόν των παρθένων
   Ελικωνίων· φιλούσιν
   Η Μούσαι χείρα αμίαντον
            Και υψηλόν πνεύμα.

ΙΘ

      Σε η Ελλάς ευγνώμων
   Ως φίλον μεγαλόψυχον
   Ζητεί να στεφανώση,
   Ως παρηγορητήν της,
            Ως ευεργέτην.

Κ

      Σηκώσου, ω Βύρων … φίλε
   Σηκώσου . . . λάβε, ω μέγα,
   Λάβε το δώρον, ύμνησον
   Του Σταυρού τους θριάμβους
            Και της Ελλάδος·

ΚΑ

      Αι! των θνητών η ελπίδες
   Ως ελαφρά διαλύονται
   Όνειρα βρέφους· χάνονται
   Ως λεπτόν βόλι εις άπειρον
            Βάθος πελάγου.

ΚΒ

      Ο Βύρων κείται ως κρίνος
   Υπό το βαρύ κάλυμμα
   Αθλίας νυκτός· η αιώνιος,
   Ω λύπη, τον εσκέπασε
            Μοίρα θανάτου·

ΚΓ

      Ανήρ κατά τον φύσεως
   Νόμον τον άνδρα κλαίω·
   Δεν χύνονται τα δάκρυα
   Ματαίως επί τον τάφον
            Των ευδοκίμων.

ΚΔ

      Ότι αν φθαρτόν το σώμα
   Πέση, και τ' άυλον πνεύμα
   Των αγαθών και η φήμη
   Νικήσουν ως η αλήθεια
            Το αένναον μέλλον·

ΚΕ

      Αν χωριστή, μετέωρος
   Επί την δέλφιον πέτραν
   Αστράψη η λύρα, καύχημα
   Άγγλων και χαρμοσύνη
            Αγηνορίδων·

ΚΣΤ

      Ημείς όμως χηρεύομεν.
   Τας θλίψεις θεραπεύει,
   Και άγει ο θρήνος εις άμιλλαν
   Αρετής την φιλόδοξον
            Σποράν του ανθρώπου.

ΩΔΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΕΙΣ ΨΑΡΑ

Στροφή Α

      Ερατεινή, γλυκεία
   Θυγάτηρ Υπερίονος,
   Πόσον, ω χρυσοβλέφαρος,
   Πόσον δεκτή και νόστιμη
            Φέγγεις ω ημέρα.

Β

      Ελεύθερος ή δούλος
   Τι χρησιμεύει αν ήνε,
   Μόνον ας ζήση ο άνθρωπος,
   Ότι είνε η γη παράδεισος,
            Και η ζωή μία.

Γ

      Δεύτε, εν ώ τα της Κύπριδος
   Δάκτυλα μυρισμένα
   Τας χορδάς κολακεύωσι,
   Και η τρυφερά κιθάρα
            Τον κόσμον θέλγει·

Δ

      Τρέξατε σεις ω αμέριμνα
   Πλήθη λαών· τον μέγαν
   Μελίφρονα αμφορέα
   Του Βασσαρέως αδράξατε
            Νέοι και παρθένοι.

Ε

      Με χιτώνα σιδώνιον
   Με σάνδαλα χρυσόδετα
   Χοροβατούντες ψάλλατε
   Ή την στροφήν την λέσβιον,
            Ή τέιον μέλος. —

ΣΤ

       — Φθάνει τώρα το κέρασμα,
   Φθάνει ο χορός, και τ' άσμα·
   Κάθε ηδονή το μέτριον
   Εάν αγαπά, ας προσφύγωμεν
            Εις χαράν άλλην.

Ζ

      Εδώ υπό τον πολύφυλλον
   Και δροσερόν κεδρώνα
   Ελάτε, ας αναπαύσωμεν
   Το κορμί μας και ας έχωμεν
            Τ' άνθη διά στρώμα.

Η

      Ένα φιλί… κ' έν άλλο…
   Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον
   Αιώνια τα πτερά σου,
   Σκέπασον το μυστήριον
            Της εορτής σου.

Θ

      Ούτω, καθό η ταχύπους
   Ίρις λάμπει και αβίαστος
   Με τα ζεφύρια πνεύματα
   Φεύγει, δι' ημάς αδάκριτοι
            Φεύγουν η ημέραι. —

Ι

       — Αναίσχυντα φρονήματα
   Των αγεννέων ανθρώπων·
   Ύμνοι μανίας, που εφύγατε
   Από τα οδόντια του άδου
            Στίχοι Εριννύων·

ΙΑ

      Αν της δικαιοσύνης
   Περιβλαστή το σκήπτρον,
   Αν φιλάνθρωπον φύσημα
   Εις την καρδίαν εισπνέη
            Των βασιλέων·

ΙΒ

      Αν η αρετή, κ' ο ελεύθερος
   Νόμος ως άγια χρήματα
   Ειλικρινώς λατρεύωνται,
   Τότε καθό ο Παράδεισος
            Δίδει η γη ρόδα.

ΙΓ

      Αλλ' η ζωή και τότε
   Δεν είνε δια τον βλέποντα
   Άνθρωπον τους αστέρας
   Άλλο παρά προοίμιον
            Αθανασίας.

ΙΔ

      Ιδού τα πολυτάραχα
   Κύματα της θαλάσσης·
   Ιδού, ιδού των αμώμων
   Ψαρών δικαιοτάτων
            Η τραχείαι πέτραι.

ΙΕ

      Αυτού καμμία κιθάρα
   Φθοροποιός, όχι όργια,
   Όχι κρότος Μαινάδων,
   Ούτ' Έρωτος παιγνίδια
            Τον νουν συγχίζουν.

ΙΣΤ

      Αλλ' ως, κατά το βράδυ
   Το θερινόν ανάπτονται
   Ταχείαι, συχναί η ολύμπιαι
   Αστραπαί και θαμβόνουσι
            Τους οδοιπόρους·

ΙΖ

      Ούτω τα μεν θηκάρια
   Σορηδόν ερριμμένα
   Κρύπτουν την γην, τους βράχους·
   Ο δε σιδηροχάρμης
            Άφοβος Άρης,

ΙΗ

      Κινεί την νήσον. Χίλια
   Πολέμου χάλκεα όργανα
   Βροντούν· εις τον αέρα
   Των ξίφων μύριαι γλώσσαι
            λάμπουν, κλονούνται.

ΙΘ

      Μία βοή σηκόνεται,
   Μία μόνη επιθυμία,
   Και ωσάν ακτίνα ουράνιος,
   Ως φλόγα ες δάση ευάνεμα
            Καίει τας καρδίας.

Κ

      «Υπέρ γονέων και τέκνων,
   «Υπέρ των γυναικών,
   «Υπέρ πατρίδος πρόκειται
   «Και πάσης της Ελλάδος
            «Όσιος αγώνας.

ΚΑ

      «Θαλπτήριον της ημέρας
   «Φως, δια πάντοτε χαίρε·
   «Και σεις οπού ευφραίνεται
   «Με φωνήν ηδυόνειρον
            Της γης τα τέκνα,

ΚΒ

      «Χαίρετ' ελπίδες. — Ήλθε
   «Της Άγαρ το υπερήφανον
   «Σπέρμα· επάνω εις τας όχθας
   «Των Ψαρών, αλαλάζον
            «Σφόδρα, κατέβη.

ΚΓ

      «Ω, πατρίς, την εκούσιον
   «Δέξου θυσίαν»…. — Αστράπτει. —
   Σεισμός πολέμου ακούεται.
   Υπό τύμβον υψήνορα
            Ήρωος κοιμώνται.

ΚΔ

      Επί το μέγα ερείπιον
   Η Ελευθερία ολόρθη
   Προσφέρει δύο στεφάνους·
   Έν από γήινα φύλλα,
            Κ' άλλον απ' άστρα.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΗΤΡΙΤΗ ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΙΑ

Στροφή Α

      Χλωρά, μοσχοβολούντα
   Νησία του Αιγαίου πελάγους,
   Ευτυχισμένα χώματα
   Όπου η χαρά κ' η ειρήνη
            Πάντα εκατοίκουν.

Β

      Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν
   Κοράσια σας οπ' είχαν
   Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη
   'Σάν δροσισμένα 'ρόδα,
            Λαιμόν 'σάν γάλα;

Γ

      'Στά πλούσια περιβόλια σας
   Βασιλικός και κρίνοι
   Ματαίως ανθίζουν· έρημα,
   Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται
            Να τα ποτίζη.

Δ

      Τα δάση, τα λαγκάδια σας,
   Όπου η φωναί αντιβόουν
   Των κυνηγών, σιωπώσι·
   Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι
            Μόνον βουίζουν.

Ε

      Ελεύθερα, αχαλίνωτα
   Μέσα εις τα αμπέλια τρέχουν
   Τ' άλογα, και εις την ράχην του
   Το πνεύμα των ανέμων
            Κάθεται μόνον.

ΣΤ

      Εις τον αιγιαλόν
   Από τα ουράνια σύγνεφα
   Αφόβως καταιβαίνουν
   Κραυγάζοντες οι γλάροι
            Και τα γεράκια.

Ζ

      Βαθυά εις την άμμον βλέπω
   Χαραγμένα πατήματα
   Ζώντων παιδιών και ανθρώπων·
   Όμως πού είνε οι άνθρωποι,
            Πού τα παιδία;

Η

      Φρικτόν θλιβερόν θέαμα
   Τριγύρω μου εξανοίγω·
   Ποίων είναι τα σώματα
   Που πλέουσ' εις το κύμα;
            Ποίων τα κεφάλια;

Θ

      Αυγεριναί του ηλίου
   Ακτίνες τι προβαίνετε;
   Τάχα αγαπάει να βλέπη
   Έργα ληστών το μάτι
            Των ουρανίων;

Ι

      Δημιουργέ του κόσμου,
   Πατέρα των αθλίων
   θνητών, αν συ του γένους μας
   Όλου ζητής τον θάνατον,
            Αν συ το θέλης·

ΙΑ

      Τα γόνατά μου εμπρός σου,
   Να, πέφτουν· το υπερήφανον
   Κεφάλι μου, που αντίκρυ
   Των Βασιλέων υψόνετο,
            Την γην εγγίζει.

ΙΒ

      Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες
   Σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε,
   Κ' επάνω μας ας πέσωσιν
   Η Φλόγες της οργής σου
            Αν συ το θέλης.

ΙΓ

      Πλην πολυέλεος είσαι.
   Και βοηθόν σε κράζω. . . .
   Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν
   Πετώμενον τον στόλον
            Αγρίων βαρβάρων.

ΙΔ

      Κύτταξε πώς ο ήλιος
   Χρυσόνει τα πανιά των·
   Κύτταξε πώς το πέλαγος
   Από σπαθιών ακτίνας
            Τρέμον αστράπτει.

ΙΕ

      Από τας πρύμνας χύνεται
   Γεμίζων τον αέρα
   Κρότος μυρίων κυμβάλων,
   Και μέσα από τον θόρυβον
            Ψάλματα εκβαίνουν·

ΙΣΤ

      «Στάζουσι τα μαχαίρια μας,
   «Από το αίμα ακάθαρτον
   «Των χριστιανών· πριν πήξη,
   «Ελάτε, ελάτε εις νέον
            «Αίμα ας τα πλύνωμεν.

ΙΖ

      «Ελάτε να ζεστάσωμεν
   «Τα χέρια μας 'ς τα σπλάγχνα
   «Όσων θυσίας προσφέρουσιν
   «Εις τον Σταυρόν και σέβονται
            «Αγίων εικόνας.

ΙΗ

      «Ελάτε, ελάτε, ο κόπος
   »Αν μας καταδαμάση,
   «Επί σωρούς σφαγμένων
   «Καθίζοντας, ανάπαυσιν
            «Θέλομεν εύρει.

ΙΘ

      «Τα ρόδα της Ελλάδος
   «Εις τ' αίμα της βαμμένα
   «Θέλει φανούν τερπνότατον
   «Δώρον των γυναικών μας.
            «Κ' έργον ηρώων.»

Κ

      Σκληρά, δειλά αναθρέμματα
   Της ποταπής Ασίας
   Έργον ηρώων, ναι, βέβαια,
   Ποίος το αμφιβάλει, υπάρχει
            Το τρόπαιόν σας.

ΚΑ

      Έργον ηρώων, αν σφάξητε
   Αδύνατα παιδία·
   Έργον ηρώων, αν πνίξητε
   Τας τρυφεράς γυναίκας
            Και τα γερόντια.

ΚΒ

      Ιδού κ' άλλα νησία
   Την λύσσαν σας προσμένουσι·
   Πόλεις ιδού και αλίκτυπος
   Ξηρά κατοικημένη
            Απ' έθνη αθώα.

ΚΓ

      Διά σας ηρώων κοπάδια,
   Δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος·
   Των Κυδωνιών δεν φθάνουσιν
   Της Κάσσου και της Κρήτης
            Η κατοικίαι.

ΚΑ

      Άμμετε, μην αφήσετε
   Ζώντα κανένα· απ' αίμα
   Τα αιγαία νερά βαμμένα,
   Κύματ' ας έχουν γέμοντα
            Από σφαγάδια.

ΚΕ

      Ω Έλληνες, ω θείαι
   Ψυχαί, 'που εις τους μεγάλους
   Κινδύνους φανερόνετε
   Ακάμαντον ενέργειαν
            Και υψηλήν φύσιν!

ΣΤ

      Πώς από σας καμμία
   Δεν τρέχει τώρα; πώς
   'Κεί μέσα εις τα πλεόμενα
   Δεν ρίχνεσθε καράβια
            Των πολεμίων;

ΚΖ

      Πώς, πώς της ταλαιπώρου
   Πατρίδος δεν πασχίζετε
   Να σώσητε τον στέφανον
   Από τα χέρια ανόσια.
            Ληστών τοσούτων;

ΚΗ

      Είνε πολλά τα πλήθη των
   Και φοβερά εις την όψιν,
   Αλλ' ένας Έλλην δύναται
   Ένας άνδρας γενναίος
            Να τα σκορπίση.

ΚΘ

      Όποιος την δάφνην θέλει
   Αθάνατον της δόξης,
   Όποιος δάκρυα διά τ' έθνος του
   Έχει, διά δε την μάχην
            Νουν και καρδίαν·

Λ

            Ας έκβη αυτός. — Να, βλέπω
   Ταχείαι, ως τ' απλωμένα
   Πτερά των γερανών,
   Έρχονται δύο κατάμαυροι
            Τρομεροί πρώραι.

ΛΑ

      Παύει ως τόσον ο κρότος
   Των μουσικών οργάνων·
   Τ' αγαρηνά τραγούδια
   Παύουν και τα υπερήφανα
            Βλάσφημα μέτρα.

ΛΒ

      Μόνον ακούω το φύσιμα
   Του ανέμου οπού περνώντας
   Εις τα κατάρτια ανάμεσα
   Και εις τα σχοινία σχισμένος
            Βιαίως σφυρίζει.

ΛΓ

      Μόνον ακούω την θάλασσαν
   Που ωσάν μέγα ποτάμι
   Ανάμεσα εις τους βράχους
   Κτυπώντας μυρμυρίζει
            Γύρω εις τα σκάφη.

ΛΑ

      Να, η κραυγαί και ο φόβος,
   Να, η ταραχή και η σύγχυσις
   Από παντού σηκόνονται,
   Και απλόνουν πολυάριθμα
            Πανία να φύγουν.

ΛΕ

      Στενόν, στενόν το πέλαγος
   Ο τρόμος κάμνει· πέφτει
   Ένα καράβι επάνω
   Εις τ' άλλο και συντρίβονται·
            Πνίγονται οι ναύται.

ΛΣΤ

      Ω! πώς από τα μάτια μου
   Ταχέως εχάθη ο στόλος·
   Πλέον δεν ξανοίγω τώρα
   Παρά καπνούς και φλόγας
            Ουρανομήκεις.

ΛΖ

      Έξω από την θαλάσσιον
   Πυρκαϊάν νικήτριαι
   Ιδού πάλιν εκβαίνουν
   Σωσμέναι η δύο κατάμαυροι
            Θαυμάσιαι πρώται.

ΛΗ

      Πετάουν, απομακρίνονται·
   'Σ το διάστημα του αέρος
   Χωσμέναι γίνονται άφαντοι· —
   Διαβαίνουσαι επαιάνιζον,
            Κ' ήκουεν ο κόσμος.

ΛΘ

      Κανάρη! — και τα σπήλαια
   Της γης εβόουν, Κανάρη. —
   Και των αιώνων τα όργανα
   Ίσως θέλει αντηχήσουν
            Πάντα Κανάρη.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΙΣ ΣΑΜΟΝ

Στροφή Α

      Όσοι το χάλκεον χέρι
   Βαρύ του φόβου αισθάνονται,
   Ζυγόν δουλείας ας έχωσι·
   θέλει αρετήν και τόλμην
            Η ελευθερία.

Β

      Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
   Νουν αληθείας), επτέρωσε
   Τον Ίκαρον· και αν έπεσεν
   Ο πτερωθείς κ' επνίγη
            Θαλασσωμένος·

Γ

      Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
   Και απέθανεν ελεύθερος. —
   Αν γένης σφάγιον άτιμον
   Ενός τυράννου, νόμιζε
            Φρικτόν τον τάφον.

Δ

      Μούσα το Ικάριον πέλαγος
   Έχεις γνωστόν. Να, η Πάτμος,
   Να, αι Κορασσίαι κ' η Κάλυμνα
   Που τρέφει τας μελίσσας
            Με αθέριστα άνθη.

Ε

      Να, της αλόης η νήσος,
   Και η Κως ευτυχεστάτη,
   Ήτις του κόσμου εχάρισε
   Τον Απελλήν και αθάνατον
            Τον Ιπποκράτην.

ΣΤ

      Ιδού και ο μέγας τρόμος
   Της Ασίας γης, η Σάμος·
   Πλέξε δι' αυτήν τον στέφανον
   Υμνητικόν και αιώνιον
            Λυρική κόρη.

Ζ

      Αυτού, ενθυμάσαι, εγέμιζες
   Του τέιου Ανακρέοντος
   Χαρμόσυνον κρατήρα,
   Κ' έστρωνες διά τον γέροντα
            Δροσόεντα ρόδα.

Η

      Αυτού, του Ομήρου εδίδασκες
   Τα δάχτυλα να τρέχουσι
   Με την ωδήν συμφώνως,
   Όταν τα έργα ιστόρη
            Θεών και ηρώων.

Θ

      Αυτού, τα χρυσά έπη
   Εμψύχωνες εκείνον,
   Δι’ ου τα νέφη εσχίσθησαν
   Και των άστρων εφάνηκεν
            Η αρμονία.

Ι

      Ω κατοικία Ζεφύρων,
   Όταν αλλού του ηλίου
   Καίουν τα βουνά η ακτίνες,
   Ή τον χειμώνα η νύκτα
            Κόπτη τας βρύσεις·

ΙΑ

      Εσύ ανθηρόν το στήθος σου,
   Φαιδρόν τον ουρανόν
   Έχεις, και από τα δένδρα σου
   Πολλή πάντοτε κρέμεται
            Καρποφορία.

ΙΒ

      Καθώς προτού νυκτώση,
   Μέσα εις τον κυανόχροον
   Αιθέρα, μόνος φαίνεται
   Λάμπων γλυκύς ο αστέρας
            Της Αφροδίτης.

ΙΓ

      Καθώς μυρτιά υπερήφανος
   Απ' άνθη φορτωμένη
   Και από δροσιάν αστράπτει,
   Όταν η αυγή χρυσόζωνος
            Την χαιρετάη·

ΙΔ

            Ούτω το κύμα Ικάριον
   Κουπούσα η βάρκα, βλέπει
   Σε εις τα νησία ανάμεσα
   Λαμπράν και υψηλοτάτην,
   Και αγαλλιάζει

ΙΕ

      Τι εγίνικαν η ημέραι,
   Ότε εις τας κορυφάς
   Του Κερκετέως δενδρόεντος
   Εχόρευον η τέχναι
            Στεφανωμέναι.

ΙΣΤ

      Έρχονται, ω μακαρία
   Νήσος, έρχονται πάλιν·
   Το προμηνύουσι τ' άντρα σου
   Φλογώδη, εξ ων μυρίαι
            Μάχαιραι εκβαίνουν.

ΙΖ

      Ως η σφήκες μαζόνονται
   Επί τα ολίγα λείψανα
   Σπαραγμένης ελάφου,
   Ή ταύρου οπού εκατάντησε
            Δείπνον λεαίνης·

ΙΗ

      Αλλ' αν βροντήση εξαίφνης,
   Πετάουν ευθύς και αφίνουσι
   Την ποθητήν τροφήν,
   Υπό τα δένδρα φεύγουσαι
            Και υπό τους βράχους

ΙΘ

      Ούτως εις τα παράλια
   Ασιατικά, τα πλήθη
   Αγαρηνά αναρίθμητα
   Βλέπω να επισωρεύονται,
            Όμως ματαίως.

Κ

      Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος
   «Οι Σάμιοι», κράζει, «οι Σάμιοι»
   Και ιδού τα πόδια τρέμουσι
   Μυρίων ανδρών και αλόγων
            Θορυβουμένων.

ΚΑ

      «Οι Σάμιοι»· — και εσκορπίσθησαν
   Των απίστων αι φάλαγγες. —
   Α, τι, ω δειλοί, δεν μένετε,
   Να ιδήτε, αν το σπαθί μας
            Κοπτρόν ήνε;

ΚΒ

      Έρχονται, πάλιν έρχονται
   Χαράς ημέραι, ω Σάμος·
   Το προμηνύουν οι θρίαμβοι
   Πολλοί και θαυμαστοί,
            Που σε δοξάζουν.

ΚΓ

      Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει·
   Ότε η δουλεία σε αμαύρονε,
   Σ' είδον· άμποτε νάλθω
   Να φιλήσω το ελεύθερον
            Ιερόν σου χώμα.

ΚΔ

      Εάν φιλοτιμούμεθα
   Να την ξαναποκτήσωμεν
   Μ' ίδρωτα και με αίμα,
   Καλόν είνε το καύχημα
            Της αρχαίας δόξης.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΕΙΣ ΣΟΥΛΙ

Στροφή Α

      Φυσάει σφοδρός ο αέρας,
   Και το δάσος κυμαίνεται
   Της Σελλαΐδος· φθάνουσι
   Μακράν εδώ, όπου κάθομαι,
            Μουσικά μέτρα.

Β

      Αφροντίστων ποιμένων
   Στίχοι δεν είνε, ή γάμου,
   Ή πανηγυριζόντων
   Νέων γυναικών και ανθρώπων,
            Μήτε ιερέων.

Γ

      Άλλη λαμπρά πανήγυρις
   Την σήμερον εορτάζεται
   Εις την Ελλάδα· ο άγγελος
   Χορεύει του πολέμου·
            Δάφνας μοιράζει.

Δ

      Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι,
   Βουνά του τετραχώρου,
   Από σας καταβαίνουσι
   Πολλοί και δυνατοί
            Αδάμαστοι άνδρες.

Ε

      Κάθε χέρι, κλαδί·
   Κάθε κεφάλι φέρνει
   Στέφανον· από βράχον
   Πηδάουν εις βράχον ψάλλοντες
            Πολέμιον άσμα.

ΣΤ

      «Μακράν και σκοτεινήν
   «Ζωήν τα παλληκάρια
   «Μισούν όνομα αθάνατον
   «Θέλουν και τάφον έντιμον
            «Αντίς διά στρώμα.»

Ζ

      Ούτως εβόουν· συμφώνως
   Τ' άρματά τους εβρόνταον
   Και τ' άντρα…. — Ω δεν ακούω
   Πλέον παρά τον άνεμον
            Και τους χειμάρρους. —

Η

      Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε
   Ω στρατιώτα· ειπέ μου,
   Και ας μη σε κυνηγήση
   Βόλι του εχθρού, πού επήγαν
            Οι σύντροφοί σου;

Θ

      «Λείπει ο καιρός. Αν έχης
   «Ελαφρά τα ποδάρια,
   «Και στήθος, ακολούθα με·
   «Τρίξε και συ μ' εμένα·
            «Μας φεύγει, η ώρα.» —

Ι

      Γνωρίζω την φωνήν σου.
   Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι
   Τώρα υπό τα πατήματα
   Συχνά, φεύγουν οπίσω
            Σπήλαια και δένδρα·

ΙΑ

      Των ποταμών πλατέα
   Νερά, βαθέα λαγγάδια,
   Έρημα μονοπάτια,
   Δάση, βουνά, χωράφια,
            Φεύγουν οπίσω.

ΙΒ

      Ιδού το Καρπενήσι·
   Αυτού από τα ψηλώματα,
   Όπου αναμένω, βλέπω
   Κρυπτόν στεφανομένων
            Σύνταγμα ηρώων.

ΙΓ

      Και αντίκρυ τα αναθρέμματα
   Του Οσμάν με δίχως τάξιν,
   Πλην χιλιάδας, χιλιάδας
   Βλέπω συγκεχυμένων
            Πεζών και ιππέων.

ΙΔ

      Ως εις χώραν εορτάζουσαν
   Συντρέχει μεν ο κόσμος
   Πολύς, κλαγγάς δε οργάνων,
   Φωνάς δε ανδρών χαιρόντων
            Ακούεις και κρότον.

ΙΕ

      Ούτω και εις το στρατόπεδον
   Των βαρβάρων ακούεις
   Κραυγάς, τύμπανα, κτύπους·
   Όμως ατρέμα ο θάνατος
            Στέκων τους βλέπει.

ΙΣΤ

      Ως τόσον της ημέρας
   Το φως εγίνηκ' άφαντον·
   Τους ουρανούς σκεπάζει
   Το φοβερόν σου κάλυμμα
            Ιερά νύκτα.

ΙΖ

      Μητέρα φρονημάτων
   Υψηλών, συνεργέ
   Ψυχών τολμηροτάτων,
   Νύκτα ουράνια και σύγχρονε
            Δικαιοσύνης.

ΙΗ

      Συχνά από σε παιδεύονται
   Λαοί άφρονες, άσωτοι·
   Συχνά και των τυράννων
   Αλλάζεις την χρυσήν
            Ζώνην εις Στάκτην.

ΙΘ

      Τώρα εδώ το πυκνότερον
   Σκότος σου χύσαι. Άνθρωπος
   Άνθρωπον ας μη βλέπη,
   Ας μη ξανοίγη μάτι
            Χείρα ωπλισμένην.

Κ

      Το πνεύμα ταραγμένον
   Των εχθρών της πατρίδος μου
   Ας πλάσση φοβερούς
   Γίγαντας, και ας φαντάζεται
            Παντού μαχαίρας.

ΚΑ

      Ακούω, ακούω τον θόρυβον
   Ως αρχομένης μάχης·
   Κουφοβροντάει τοιούτως,
   Ότε επάνω εις τους βράχους
            Ρίχνεται η θάλασσα.

ΚΒ

   Δάσος βοάει τοιούτως,
   Οπότε από τα σύγνεφα
   Σκληρός το δέρνει ο άνεμος·
   Ξηρά τα φύλλα φεύγουσιν
            Εις τον αέρα.

ΚΓ

      Να, των σπαθιών ο κρότος
   Προδήλως τώρα ακούεται·
   Να, πέφτουν ως ουράνιαι
   Βρονταί, πολλά, απροσδόκητα
            Βόλια θανάτου.

ΚΔ

      Να, πανταχού σηκόνονται
   Ομού και των νικώντων,
   Και των νενικημένων
   Η φωναί, τρομερή
            Φρικτή αρμονία.

ΚΕ

      Ω άγγελοι, οπού ετάχθητε
   Φύλακες των δικαίων,
   Της Σελλαιΐδος σώσατε
   Τα τέκνα και τον Μπότσαρην
            Διά την Ελλάδα.

ΚΣΤ

      Έπαυσ' η μάχη ολότελα,
   Αναχωρεί και η νύκτα·
   Ιδού που τ' άστρα αχνίζουσι,
   Και οι καθαροί λευκαίνονται
            Αιθέριοι κάμποι.

ΚΖ

      Πυκναί, πυκναί ως ομίχλη,
   Περνάουν απ' έμπροσθέν μου
   Των ψυχών η χιλιάδες·
   Τα χέρια των ακόμα
            Στάζουσιν αίμα.

ΚΗ

      Άνομοι, τον Σταυρόν
   Εχθρόν επήραν· και άγγελος
   Τους οδηγεί· εις το πρόσωπο
   Του λάμπει η καταδίκη,
            Ρομφαία 'ς το χέρι

ΚΘ

      Ιδού ανά δεκάδας,
   Πετάουν και των Ελλήνων
   Τα πνεύματα ελαφρά·
   Αστράπτουν ως η ακτίνες
            Του πρώτου ηλίου.

Λ

      Φέρνει Σταυρόν και βάια
   Ο πτερωμένος άγγελος
   Που τους ηγεμονεύει·
   Ψάλλοντες αναβαίνουσιν
            Υπέρ τα νέφη.

ΛΑ

      Ψυχαί μαρτύρων χαίρετε
   Την αρετήν σας άμποτε
   Να μιμηθώ εις τον κόσμον,
   Και να φέρω την λύραν μου
            Με σας να ψάλλω.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΑΙ ΕΥΧΑΙ

Στροφή Α

      Της θαλάσσης καλήτερα
   Φουσκωμένα τα κύματα
   Να πνίξουν την πατρίδα μου
   Ωσάν απελπισμένην,
            Έρημον βάρκαν.

Β

      'Σ την στεριάν, 'ς τα νησία
   Καλήτερα μίαν φλόγα
   Να ιδώ παντού χυμένην,
   Τρώγουσαν πόλεις, δάση,
            Λαούς και ελπίδας·

Γ

      Καλήτερα, καλήτερα
   Διασκορπισμένοι οι Έλληνες
   Να τρέχωσι τον κόσμον,
   Με εξαπλωμένην χείρα
            Ψωμοζητούντες·

Δ

      Παρά προστάτας νάχωμεν.
   'Μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν
   Πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
   'Μέ ποτέ δεν εθάμβωσαν
            Σκήπτρων ακτίνες.

Ε

      Αν οπόταν παιθαίνη
   Πονηρός βασιλεύς
   Έσβυν' η νύκτα έν άστρον,
   Ήθελον μείνει ολίγα
            Ουράνια φώτα.

ΣΤ

      Το χέρι οπού προσφέρετε
   Ως προστασίας σημείον
   Εις ξένον έθνος, έπνιξε
   Και πνίγει τους λαούς σας,
            Πάλαι, και ακόμα.

Ζ

      Πόσοι πατέρες δίδουσιν,
   Όχι ψωμί, φιλήματα
   'Σ τα πεινασμένα τέκνα τους,
   Εν ώ λάμπουν 'ς τα χείλη σας
            Χρυσά ποτήρια!

Η

      Όταν υπό τα σκήπτρα σας
   Νέους λαούς καλείτε,
   Νέους ιδρώτας θέλετε
   Εσείς διά να πληρώσητε
            Πλουσιοπαρόχως,

Θ

      Τα ξίφη οπού φυλάγουσι
   Τα τρέμοντα βασίλειά σας,
   Τα ξίφη οπού τρομάζουσι
   Την αρετήν, και σφάζουσι
            Τους λειτουργούς της.

Ι

      Θέλετε θησαυρούς
   Πολλούς δια να αγοράσητε
   Κρότους χειρών και επαίνους,
   Και τ' άπειστον θυμίαμα
            Της κολακείας.

ΙΑ

      Ημείς δια τον Σταυρόν
   Ανδρείως υπερμαχόμεθα
   Και σεις εβοηθήσατε
   Κρυφά τους πολεμούντας
            Σταυρόν και αλήθειαν.

ΙΒ

      Διά να θεμελιώσητε
   Την τυραννίαν τιμάτε
   Τον Σταυρόν εις τας πόλεις σας,
   Και αυτόν επολεμήσατε
            Εις την Ελλάδα.

ΙΓ

      Και τώρα εις προστασίαν μας
   Τα χέρια σας απλόνετε!
   Τραβήξετέ τα οπίσω·
   Βλέπει ο Θεός και αστράπτει
            Διά τους πανούργους.

ΙΔ

      Όταν το δένδρον νέον
   Εβασάνιζον οι άνεμοι,
   Τότε βοήθειαν ήθελεν,
   Ενδυναμώθη τώρα
            Φθάνει η ισχύς του.

ΙΕ

      Το ξίφος σφίγξατ' Έλληνες —
   Τα ομμάτια σας σηκώσατε —
   Ιδού — εις τους ουρανούς
   Προστάτης ο Θεός
            Μόνος σας είνε.

ΙΣΤ

      Και αν ο Θεός και τ' άρματα
   Μας λείψωσι, καλήτερα
   Πάλιν να χρεμετήσωσι
   'Σ' τον Κυθερώνα Τούρκων
            Άγριαι φοράδες,

ΙΖ

      Παρά…. Αι, όσον είνε
   Τυφλή και σκληροτέρα
   Η τυραννίς, τοσούτον
   Ταχυτέρως ανοίγονται
            Σωτήριοι θύραι.

ΙΗ

      Δεν με θαμβώνει πάθος
   Κανένα· εγώ την λύραν
   Κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι
   Σιμά εις του μνήματός μου
            Τ' ανοικτόν στόμα.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΤΟ ΦΑΣΜΑ

Στροφή Α

      Το πνεύμα μου σκοτίζεται·
   Η γη υπό τα ποδάρια μου
   Γέρνει· αθελήτως τρέχω
   Ωσάν από μίαν ράχην
            Βουνού, εις λαγκάδι.

Β

      Με σέρνει η τύχη. Ω, πόση
   Νύκτα εμαζώχθη αυτούθε
   Και φόβος, όπου πέφτοντας
   Εμβαίνω· σπήλαιον είνε
            Ή χάσμα του άδου;

Γ

      Ελύθησαν οι άνεμοι·
   Σφοδροί, σφοδροί εδώ μέσα
   Ως φουσκωμένα, χύνονται
   Ποτάμια από πολλά
            Χειμέρια νέφη.

Δ

      'Σ τον θόρυβον σηκόνονται,
   Φωναί συχναί και ασήμαντοι,
   Ως μακράν εις την θάλασσαν
   Στεναγμοί πνιγομένων
            Μυρίων ανθρώπων.

Ε

      Βλέπω, βαθυά, μίαν σπίθα·
   Πλησιάζει· μεγαλόνεται·
   Ωσάν κύκλος αμέτρητος,
   Ως πέλαγος φλογώδες
            Εμπρός μου απλώθη·

ΣΤ

      Ελεεινά ναυάγια
   Πλέουσιν αυτού. Μεγάλον
   Κορμί νεοσπαραγμένον
   Περνάει, και ως σώμα φαίνεται
            Μίας βασιλίσσης.

Ζ

      Ω Ελλάς!… — ιδού χιλιάδες
   Παιδιών έτι εις τα σπάργανα
   Περνάουν, κ' εις κάθε στήθος
   Ένα μαχαίρι στέκεται
            Καταχωσμένον.

Η

      Κοράσια, ιδού, μητέρες
   Περνάουν. Έλαμπον πρώτα
   Τα πλήθη αυτών 'σάν άστρα·
   Εχαίροντο, και τ' άρπαξε
            Θανάσιμη ώρα.

Θ

      Έχουσι των στεφάνων τους
   Μαδημένα τα ρόδα,
   Γυμνά τ' άσπρα βυζία τους,
   Μιασμένα από τα χείλη
            Αγρίων βαρβάρων.

Ι

      Να, και οι σωροί περνάουσι
   Των μαχίμων ανθρώπων,
   Ένδοξοι ναύται, αείμνηστοι,
   Ανδρείοι στρατιώται
            Κ' ήμερος όχλος.

ΙΑ

      Ματαίως το ακονισμένον
   Εγύμνωσαν σπαθί τους·
   Δάφνας ματαίως εμάζωξαν·
   Πάσαν ελπίδα ο άνεμος
            Έξαφνα επήρε.

ΙΒ

      Έρημη τώρα η θάλασσα
   Είνε· και ιδού μακρόθεν,
   Ως νέφη εις τον ορίζοντα
   Εσπερινόν, 'ξανοίγω
            Γην και νησία.

ΙΓ

      Εγκρημνισμέναι πόλεις
   Φαίνονται αυτού, και λείψανα
   Πύργων, ναών, χωρίων·
   Άροτρα, βάρκαις και άρματα
            Ημελημένα.

ΙΔ

      Ζώντα δεν βλέπω· ουδ' άφησε
   Καν ένα η σκληρά τύχη
   Επάνω εις τέτοιον θέατρον,
   Τ' έθνους να κλαίη την άωρον
            Τρισάθλιον μοίραν.

ΙΕ

      Μεγάλη, τρομερή,
   Με τα πτερά απλωμένα,
   Καθώς αετός ακίνητος,
   Κρέμεται 'ς τον αέρα
            'Ψηλά η Διχόνοια.

ΙΣΤ

      «Εγώ, » φωνάξει «εγώ
   «Από τον κόσμον έσβυσα
   «Ένα λαόν· και ταύτην
   «Την γην εξολοθρεύσασα
            «Τώρα εωρτάζω.»

ΙΖ

      Ούτως ειπούσα η δύσφημος,
   Χύνει, από δύο ποτήρια
   Αίμα και πορφυρίζονται
   Πάντες οι ουράνιοι κάμποι,
            Η γη και η νήσοι.

ΙΗ

      Ελύθη, ελύθη ως όνειρον
   Το φάσμα. Καθαρώτατος
   Ο αέρας καταβαίνει
   Και δροσίζει τα χείλη μου,
            Και την ψυχήν μου.

ΙΘ

      Ω Ελλάς! — ω πατρίς μου!
   Ελπίδων γλυκυτάτων
   Μήτηρ! σε βλέπω ακόμα
   Ζώσαν και μαχομένην,
            Και αναλαμβάνω.

Κ

      Φύγε, φύγε τον κίνδυνον,
   Διά τον Σταυρόν 'που πλύνεις
   Με τ' αίμα σου· διά τ' όνομα
   Της ιεράς των τέκνων σου
            Ελευθερίας.

ΚΑ

      Έως σήμερον σε ωφέλησαν
   Του νοός η θεόπνευστος
   Φλόγα, και τα μεγάλα,
   Ανέλπιστα, αναρίθμητα
            Έργα, και η δύναμις.

ΚΒ

      Αλλ' έφθασεν η ημέρα
   Κινδύνου· η δοξασμένη
   Δάφνη της κεφαλής σου
   Τρέμει· κ' ο εχθρός προσέχει
            Να την αρπάξη.

ΚΓ

      Μάθε ότι εις τους χορούς
   Των πολέμων, ως έσωσεν
   Η ανδρεία τον στρατιώτην,
   Ούτω εις αυτούς η ομόνοια
            Σώνει τα έθνη.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ ΟΓΔΟΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ

Στροφή Α

      Ον, συ που η φαντασία
   Φλογώδης των θνητών
   'Σάν πτερωμένην βλέπει
   Παρθένον 'ς τον αέρα,
            Ουράνιον έργον.

Β

      'Σ το μέτωπόν σου πάντοτε
   Άσβεστος λάμπει αστέρας,
   Ω Νίκη, συσσωρεύονται
   Τριγύρω σου ματαίως
            Νύκτες αιώνων.

Γ

      Το χέρι οπού τα πέπλα
   Των ουρανών κατέστρωσεν,
   Από σύγνεφα ολόχρυσα
   Εκβαίνει, και σου δείχνει
            Ανδρείους ανθρώπους.

Δ

      Πετάεις εσύ κ' επάνω τους
   Σκορπίζεις φύλλα αμάραντα·
   Τέρπουν αυτά τους ζώντας,
   Και τους γενναίως θανόντας
            Τέρπουν ακόμα.

Ε

      Αι, πώς υπό την πτέρυγα
   Ταχείαν του Νότου ή τ' Έβρου,
   Πολλά βλέπεις να σκήπτωσι
   Τ' ανήσυχα της λίμνης
            'Ψηλά καλάμια!

ΣΤ

      Από τριγμούς γεμίζουν
   Απαύστως ολοτρίγυρα
   Μεγίστην πεδιάδα,
   Κανείς δε δεν εμέτρησεν
            Αυτών το πλήθος.

Ζ

      Όμως οι κυνηγοί
   Βάνουν φωτιάν 'κεί μέσα,
   Κ' ευθύς από μίαν άκραν
   'Πέρασ' η φλόγα εις άλλην
            Καίουσα τα πάντα.

Η

      Πανέρημος, ξεσκέπαστη
   Αστράπτει τώρα η πλάτη
   Των υδάτων, εσκόρπισεν
   Ο άνεμος τα λείψανα
            Καπνού και στάκτης.

Θ

      Πυκνά, πυκνά ως καλάμια
   Ανεμισμένα εβλέπαμεν
   Να κινώνται εις τους κάμπους μας
   Των πολέμων μας τ' άρματα,
            Κ' έπεσαν όλα.

Ι

      Πού είνε η τόσαι γλώσσαι
   Των ακτινοβολούντων
   Σπαθιών; πού είνε η χείρες
   Των εχθρών μας αμέτρητοι;
            Πού τα καυχήματα;

ΙΑ

      Πλατύς και σκοτεινός,
   Βαθύς έχασκεν κ' άφευκτος
   Ο άδης υποκάτω τους·
   Εβούλιασαν, εχάθησαν,
            Εκλείσθη ο τάφος.

ΙΒ

      Ούτως από τον ήλιον,
   Ωσάν πύρος σταλάγματα,
   Πέφτουσιν εις την θάλασσαν
   Των αιώνων, και χάνονται
            Διά πάντα η ώραι.

ΙΓ

      Ω Νίκη, διά τους Έλληνας
   Στεφάνους πλέξε· αλλ' όχι
   'Σαν 'κείνους 'που χαρίζεις
   Εις βασιλέα κενόδοξον
            Αιματοπότην.

ΙΔ

      'Σάν κείνους όχι. Επάνω τους
   Τα δάκρυα των λαών
   Στάζουσι, και μαραίνονται
   Ογλήγωρα ως απ' όφιν
            Χόρτα καϋμένα.

ΙΕ

      Πήγαινε εις τον Παράδεισον·
   Μία δάφνη εκεί βλαστάνει·
   Άγγελος την φυλάττει
   Λαμπρός, και την ποτίζει
            Ψάλλων τοιαύτα.

ΙΣΤ

      «Αύξανε διά τον θρίαμβον,
   «Διά την αγάπην αύξανε
   «Ελευθερίας, πατρίδος·
   «Διά πάντοτε ακεραύνωτος
            «Βλάστανε ω δάφνη. »

ΙΖ

      Ζήτει τα θαλερώτερα
   Πλέον άφθαρτα κλωνάρια·
   Μ' αυτά πλέξε τα στέμματα,
   Και πρόσθεσε ακόμα
            Δυο ειδών ρόδα.

ΙΗ

      Λευκά και δροσερώτατα,
   'Σάν άστρα αυγερινά,
   Υπό τα θεία φυτρόνουσι
   Πατήματα και πέφτουσι
            Συχνά εις τον κόσμον.

ΙΘ

      Τάχεις γνωστά· κ' εστόλισες
   Πολλαίς φοραίς μ' εκείνα,
   Τους μη σκληρώς πατήσαντας
   Τον εχθρόν όταν έβαλεν
            Τ' άρματα κάτω.

Κ

      Τάχεις γνωστά· τα εχάρισες
   Εις όσους δεν εξάπλωσαν
   Βαρείαν χείρα επί γέροντας
   Ή παρθένους οπ' έγειναν
            λάφυρα μάχης.

ΚΑ

      Εάν τιμήσης ήρωα
   Μ' αυτά προσμένει ο τάφος
   Το σώμα του, προσμένουσιν
   Οι ουρανοί το στίφος του
            Και τ' όνομά του.

ΩΔΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΝΑΤΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΔΟΤΗΝ

Στροφή Α

      Εγύρισε ταις πλάταις του·
   Φεύγει, φεύγει ο προδότης·
   Αλαμπή σέρνει τ' άρματα
   Φαρμακερά, το στήθος του
            Έγινεν άδης.

Β

      Τον Σταυρόν και τους Έλληνας
   Άφησ' οπίσω, εξάπλωσεν
   Αδελφικώς την χείρα του
   'Σ τους Τούρκους, κ' επροσκύνησε
            Βάρβαρον νόμον.

Γ

      Τον συντροφεύει ολόμαυρον
   Μέγα εναέριον σύγνεφον.
   Κρέμεται ακόμα ατίνακτον
   Αστοπελέκι επάνω του,
            Κ' άγρυπνος μοίρα.

Δ

      Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις,
   Και ο κτύπος των ποδών σου
   Αντιβομβεί ωσάν νάτρεχες
   Επί τον κούφιον θόλον
            Βαθείας αβύσσου.

Ε

      Αν κοπιασμένος πέσης
   'Ν αναπαυθής 'ς τα χόρτα,
   Η τιμωρός συνείδησις
   Με σε πλαγιάζει αλλάζουσα
            Τα χόρτα εις δράκοντας.

ΣΤ

      Το φως εσύ αποφεύγεις
   Της ημέρας, φοβούμενος
   Μήπως των προδομένων
   Ανθρώπων σε ξανοίξουσιν
            Η μακραί σπάθαι.

Ζ

      Κράζεις την νύκτα κ' έρχεται·
   Αλλά εις το σκότος μέσα
   Τυλιγμένος φαντάζεσαι
   Εχθρούς αρματωμένους,
            Και ως άφρων μένεις.

Η

      Αν μαυροφορεμένης
   Χήρας, αν βρέφους θρήνον
   Ορφανικόν ακούσης,
   Τρέμεις, και το ποτήρι σου
            Πέφτει σχισμένον.

Θ

      Αν της χαράς τον γέλωτα
   Ιδής εις φιλικόν
   Δείπνον περιπετώμενον,
   Απ' ίδρωτα θανάτου
            Στάζουν τα φρύδια σου.

Ι

      Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες
   Προδότα Βαρνακιώτη!
   Και τι έλπιζες; το θείον
   Διά τους ομοίους σου τέτοια
            Δώρα ετοιμάζει.

ΙΑ

      Αν ήθελες χρυσάφι —
   Πολύν εις τας βαρβάρους
   Αγαρηνάς σκηνάς
   Με το σπαθί εις το χέρι
            Εύρισκες πλούτον.

ΙΒ

      Πληγωμένος απ' ύβριν
   Ελληνικών στομάτων
   Αν ήθελες εκδίκησιν —
   Η καλλητέρα εκδίκησις
            Είνε η συμπάθεια.

      Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες
   Όνομα, και περνώντας
   Εσύ κάθε οφθαλμός
   Με θαυμασμόν να στρέφηται
            Παρατηρώντάς σε. —

ΙΔ

      Σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
   Εδιάλεξας· οι Έλληνες
   Που επρόδωσας θαυμάζονται
   Από την οικουμένην
            Κ' ήρωες καλούνται.

ΙΕ

      Και καταφρονημένος
   Ο Βαρνακιώτης έγινε. —
   Γύρευε από την μοίραν σου
   Κρυπτόν να σου χαρίση
            Τάφον εις όλους.

ΩΔΗ ΕΙΚΟΣΤΗ Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

Στροφή Α

      Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε
   Ψυχαί θερμαί, γενναίαι·
   Εις τον βωμόν τριγύρω
   Της πατρίδος αστράπτοντα
            Τρέξατε πάντες.

Β

      Ας παύσωσ' η διχόνοιαι
   'Που ρίχνουσι τα έθνη
   Τυφλά, υπό τα σκληρότατα
   Ονύχια των αγρύπνων
            Δολίων τυράννων.

Γ

      Τρέξατ' εδώ· συμφώνως
   Τους χορούς ας συμπλέξωμεν,
   Προσφέρων ο καθένας
   Λαμπράν θυσίαν, πολύτιμον,
            Εις την πατρίδα.

Δ

      Εδώ ας καθιερώσωμεν
   Τα πάθη μας προθύμως·
   Τ' άρματα ημείς αδράξαμεν
   Μόνον διά να πληγώσωμεν
            Του Οσμάν τα στήθη.

Ε

      Εδώ πάντα τα πλούτη μας
   Ας χύσωμεν· εν όσω
   Γυμνόν σπαθί βαστούμεν
   Μας φθάνουσι τα φύλλα
            Τίμια της δάφνης.

ΣΤ

      Κ' ύστερ', αφ' ου συντρίψωμεν
   Τον έχθιστον ζυγόν,
   Αλλά όχι αβέβαια πλούτη
   Θέλει μας δώσει πάλιν
            Η Ελευθερία.

Ζ

      Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν,
   Ω φίλοι, ας παραιτήσωμεν
   Ξηρή Πέτρα το στρώμα,
   Φαρμάκι το ψωμί
            Της δουλείας είνε.

Η

      Εδώ, 'σάν αναθήματα,
   Εις τον βωμόν πλησίον,
   Τους συγγενείς, τα τέκνα μας
   Αγαπητά, τους γέροντας
            Τώρα ας αφήσωμεν.

Θ

      Πάντα όσα εις την καρδίαν μας
   Είνε ακριβή, δεν πρέπουσιν
   Εις άνδρας 'που τρομάζουν,
   Έμπροσθεν εις ανόητον
            Βάρβαρον σκήπτρον.

Ι

      Ούτε η ζωή δεν πρέπει.
   Τρέξετε αδέλφια τρέξετε.
   Συμμέτρως εχορεύσαμεν,
   Σύμμετρα ας αποθάνωμεν
            Διά την πατρίδα.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ

Α

Οι στίχοι τους οποίους εμεταχειρίσθην εις την κατασκευήν των Ωδών μου συνίστανται εκ συνιζήσεων και τόνων, και λέγονται επτασύλλαβοι με πρόσθεσιν πεντασυλλάβου.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

   Ως] μέ] σα] εις] τα] πο] λύ] δένδρα
   Δά] ση] το] βρά] δυ εισ| πνέ] ει
   Το] τε] θλιμ] μέ] νον] φύ] σημα
   Με] ση] βρι| νόν] και] φαί] νεται
            Θρή] νος] αν] θρώ] πων.

Β

Ότε η τελευταία λέξις ενός επτασυλλάβου είνε προπαροξύτονος, η τετονισμένη συλλαβή λέγεται έκτη, αι δε επίλοιποι δύο λογίζονται ως μία· π. χ.

— — — — πο] λύ] δένδρα — — — — — — φύ] σημα — — — — — — φαί] νεται —

Γ

Ότε όμως η τελευταία λέξις έχει τον τόνον εις την λήγουσαν, ο στίχος τελειόνει με την έκτην· π. χ.

   Του] κλει] νού] Τα] μησ] σού] —
    Ελ] αφ] ρά] κα] θα] ρά] —
    Γί] νον] ται]της] νυκ] τός] — κ. τ. λ.

Δ

Η πεντασύλλαβος πρόσθεσις δεν τελειόνει ποτέ παρά με λέξιν έχουσαν τον τόνον εις την παραλήγουσαν.

Ε

Οι τόνοι είνε·

α. Τ ε λ ι κ ο ί, οι οποίοι ευρίσκονται εις την έκτην των επτασυλλάβων και εις την τετάρτην του πεντασυλλάβου.

β'. Α ν έ μ φ α τ ο ι, και δεν συντρέχουσιν εις μελοποιίαν. Ως ο τόνος της τετάρτης συλλαβής του

Ως] μέ] σα εις] τα] πο] λύ] δενδρα —

και ο της τρίτης του

Δά] ση] το] βρά] δυ εισ] πνέ] ει —

και ο της πέμπτης του

Με] σημ] βρι] νόν] και] φαί] νεται —

γ'. Κ ύ ρ ι ο ι, οι οποίοι κατεργάζονται το μέλος και το μέτρον. Η δε θέσις αυτών ποικίλλεται ούτως·

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΕΠΤΑΣΥΛΛΑΒΟΥΣ

    1 2 3 4 5 6
    0 — — — — 0
   Εύφ ραι νε μέ το α θά νατον
    0 — — 0 — 0
   Χή ρας ο θεί ος ό μηρος
    — 0 — — — 0
   Σβη σθέν λι βα νι στή ριον
    — 0 — 0 — 0
   Την λύ ραν δό τε υ μνή σατε
   Του θα νά του τα γό νατα
    — — 0 — — 0
   Ο φο βε ρός εχ θρός
    — — — — — 0
   Υ πο κυ μαι νο μέ νους
    — 0 — — 0 0
   Λευ κόν, σι γα λόν μάρ μαρον

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΕΝΤΑΣΥΛΛΑΒΟΥΣ

   1 2 3 4
   0 — — 0
   Έ χει το μνή μα
    — 0 — 0
   Βοσ κοί και ζώ α
    — — — 0
   Πα ρη γο ρή σου

κύριοι, λοιπόν, και τελικοί είνε οι αναγκαίοι τόνοι του στίχου. Εις μίαν μόνην περίστασιν έχομεν την άδειαν να αμελήσωμεν τον τελικόν τόνον, ως το

των τυράννων αναστε- νάξη η ψυχή σας.

αλλά η αιτία είνε εμφανής· η διακοπή και η σημασία της λέξεως το συγχωρούσιν.

Ζ

Οι στίχοι του προλόγου λέγονται τραγικοί, ή ενδεκασύλλαβοι, και οι πονηταί τους μεταχειρίζονται εις σύνθεσιν θεατρικών και λυρικών ποιημάτων· συνίστανται δε και αυτοί εκ συνιζήσεων και τόνων, δέχονται δε, μετά τον τελικόν της δεκάτης, ή μίαν ή και δύο συλλαβάς· ενίοτε όμως τελειόνουσι με τον της δεκάτης τόνον.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

      Πο] λυ [ τέ] κνου] θε] άς] ω] Μνη] μο] σύ] νη
    Θρέμ] μα] τα] πτε] ρω] τά,] χα] ραί] του] αν] θρώ] που
     Και] των] μα] κά] ρων] Ο] λυμ] πίων] α] εί] μνηστα
   Κ' ευ] τυ] ] χή] δώ] ρα· ε] πί] τα] νώ] τα α] κά] μαντα
     Των] ζε] φύ] ρων,] πε] τά] ξα] τε] τα] χέ] ως.

Η

Ο τελικός τόνος, εις όλα τα διάφορα είδη των στίχων δεν δέχεται ποτέ την συνίζησιν, αλλά διαλύει τας συλλαβάς· π. χ

…………………………… τα] χέ] ως.

Θ

Των τραγικών στίχων οι τόνοι ποικίλλονται ως ακολούθως.

Θέσις των τόνων εις τους τραγικούς ή ενδεκασυλλάβους στίχους.!!

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 0 — 0 — — 0 — — — 0 0 — 0 — — 0 0 — — 0 0 — — 0 — 0 — — — 0 0 — — — — 0 — 0 — 0 0 — — 0 — — 0 — — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 0 — — 0 — 0 — 0 — — — 0 — 0 — 0 — — — 0 — 0 — 0 — 0 — — — — — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 — — — 0 — 0 — — — 0 — — — 0

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 — — 0 — — 0 — 0 — 0 — — 0 — — 0 0 — — 0 — — 0 — — 0 — — — 0 — — — 0 — 0 — 0 — 0 — — — 0 — 0 0 — — 0 — — — 0 — — — 0 — 0 — — — — — 0 — 0 — 0 — — — — — 0 — — — 0 — 0 — 0 — — 0 — — 0 — — — 0 — — 0 — — 0 — — 0 0 — 0 — 0 — 0 — — 0 0 — 0 — — — 0 — — 0 0 — — — 0 — 0 — 0 — 0 — 0 — — 0 0 — — — 0 — 0 — — 0 0 — — — — — 0 — — 0 0

Ι

Τα μεν είδη εικοσιοκτώ· αλλά κάθε είδος ποικίλλεται αλλάττοντας·

α'. Την θέσιν της τομής του μέτρου (γαλ. césure)

β'. Την θέσιν της αναπαύσεως των περιόδων.

γ'. Τον αριθμόν των μετά την δεκάτην συλλαβών.

δ'. Την ποσότητα των θέσει μακρών ή βραχέων.

ε'. Την θέσιν, τον αριθμόν και την ποσότητα των συνιζήσεων.

ς'. Τον ρυθμόν των λέξεων. Ούτως αν υποθέσωμεν ποιητήν τινα προσπαθούντα, να κατασκευάση τον έκτον τόνον του πρώτου είδους, επειδή ο τόνος ούτος προηγείται μεν από δύο, ακολουθείται δε από τρεις συλλαβάς ανεμφάτους, εμπορεί ο στιχουργός εις αποτέλεσμα του σκοπού του να μεταχειρισθή διαφόρους λέξεις, των οποίων όμως εκάστη αλλάττει την αρμονίαν και του στίχου και της περιόδου. π. χ.

    — — β — — —
      αν δρών
   η με ρών
           δό ξα
           άν θρω πος
      αυ τάγ γελ τος
   πα ρα κά λυμ μα
      τι μά ται
                     κ. τ. λ.

Κ

Η αρμονία της περιόδου είνε αναγκαία όχι μόνον ως αποτελεσματικόν μέρος της ποιήσεως, αλλά ακόμη ως μέσον, το οποίον μας ελευθεροί από την βαρβαρότητα των ομοιοκαταλήξεων· και συνίσταται εκ της κατασκευής των στίχων, εκ της αυτών ποικιλίας, και εκ της τομής του μέτρου. Οι κανόνες αυτής όντες πολλοί από πολλούς μ' ακρίβειαν και εκτεταμένως εξηγημένοι, δεν έχουσι χώραν εις την σημείωσιν ταύτην. Τα όσα είπον είνε αρκετά ως προς τους αναγινώσκοντας τας ωδάς μου· τα δε άλλα τα κρίνω περιττά διά τους αληθώς ποιητάς, και μάλλον περιττότερα διά τους αντιποιουμένους μεν των Μουσών την ευμένειαν, καταδικασμένους δε από την φύσιν εις άλλην τινά υπουργίαν.

Λ

Αλλ' επειδή τα ανδραγαθήματα των σημερινών Ελλήνων εξισούνται με εκείνα των αρχαίων, και νομίζονται άσματος άξια, ας περιορίσωμεν, διά τους επιθυμούντας να γράψωσιν επικά ποιήματα, το μέτρον των ηρωικών στίχων, του οποίου ο μόνος κανών είνε ο ακόλουθος:

Ο ηρωικός στίχος συνίσταται εκ δύο οποιωνδήποτε επτασυλλάβων, και τομής μετά τον πρώτον και προ του δευτέρου π. χ.

   Έπειτ' αφ' ου διετάχθησαν ] υπό τους ηγεμόνας
   Άπαντες, με φωνάς ] και με κτύπον ως όρνεα
   Κινούνται οι Τρώες· ωσαύτως ] ο ουρανός ακούει
   Εναερίους κλαγγάς ] ότε την πολλήν φεύγοντες
   Βροχήν και τον χειμώνα ] οι γερανοί διαβαίνουσι
   Της θαλάσσης τα κύματα [ μακρά, και εις τα πυγμαία
   Έθνη, με της αυγής ] το φως, φέρνουσι φόνον,
   Φέρνουν πικράν διχόνοιαν ] και πολύστονον μοίραν.
   Οι δ' Αχαιοί με σιγήν,] πολλήν πνέοντες, δύναμιν,
   Και εις αμοιβαίαν βοήθειαν ] δεινοί, πρόθυμοι εχώρουν.
            (Μετάφρ. εκ της γ' ραψ. της Ιλ.)

Από την συναρμογήν των διαφόρων επτασυλλάβων, οξυτόνων, παροξυτύνων, ή προπαροξυτύνων γίνονται χ ο στ', είδη ηρωικών στίχων, τα οποία μεταχειρισθέντα με κρίσιν συμπλάττουσι την γνωστήν εις τους παλαιούς μόνον πολύτροπον αρμονίαν. Αποφεύγοντες ούτω το μονότονον των κριτικών επών, μιμούμεθα τα κινήματα της ψυχής, και χαρακτηρίζομεν τα όσα ή ο νους ή αι του ανθρώπου αισθήσεις απαντώσιν εις την φυσικήν και εις την φανταστήν οικουμένην. Εις το ερχόμενον, εάν μου φθάση η ζωή και η τύχη μου δώση αρκετήν ησυχίαν, θέλω, ως παράδειγμα, προβάλλει στίχους ηρωικούς υμνούντας τους κατά των ανηλεών τυράννων της πατρίδος θριάμβους του Σταυρού και της των προμάχων μας αρετής· κατά δε το παρόν άλλους παρά τους άνωθεν δεν δύναμαι να προσφέρω.

ΥΜΝΟΣ ΥΠΟ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΤΕΛΑΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΡΤΕΛΑΟΥ
ΥΠΟ
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΕ ΒΙΑΖΗ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ο ΜΑΡΤΕΛΑΟΣ εγεννήθη εν Ζακύνθω εξ ευγενών γονέων, καταγεγραμμένων εν τη χρυσή βίβλω, Αντωνίου Μαρτελάου ιερέως και Άννης Σουμμάκη.

Κατεβάλομεν πάσαν προσπάθειαν όπως εύρωμεν το βαπτιστικόν του Αντωνίου εν τω ενταύθα Αρχειοφυλλακείω, αλλά μας εστάθη αδύνατον. Έν τινι των βιβλίων της Αναλήψεως εύρομεν την εξής σημείωσιν «1754 Ιουλ. 4, ημέρα δευτέρα, την ώραν οπού έπαιζαν τα ταμπούρλα, εις τα ξημερώματα, ετελείωσεν ο μακαρίτης αιδεσιμώτατος παπάς Αντώνιος Μαρτελάος, εφημέριος και νοικοκύρης του παρόντος θείου ναού· έκαμεν εις την αυτήν εφημερίαν μήνας έξ μόνον και ήτο χρονών 35.» Λέγεται δε, ότι αποθνήσκων ο ιερεύς Μαρτελάος κατέλιπεν έγκυον την σύζυγόν του, διό εγεννήθη το παιδίον μετά τον Ιούλιον του έτους 1754.

Νέος έτι ων ο Μαρτελάος ενεδύθη το κληρικόν φόρεμα, όπως, γενόμενος ιερεύς της ιδιοκτήτου εκκλησίας, διαδεχθή τον ομώνυμον αυτού πατέρα.

Μετά την εγκύκλιον εκπαίδευσιν, μετά ζύλου επεδόθη εις την ελληνικήν φιλολογίαν και εις την μελέτην των ηθικών επιστημών, μαθητείσας παρά Παναγιώτη τω Παλαμά και διαφόροις άλλοις λογίοις, οίτινες ήρχοντο από καιρού εις καιρόν εις Ζάκυνθον. Παρά τοις δυτικοίς ιερεύσιν έμαθε την λατινικήν και την ιταλικήν. Μη θέλων να έχη ευθύνας απέβαλε ναι μεν την ιδέαν να ιερωθή, αλλά το ιερατικόν φόρεμα το διετήρησε μέχρι του θανάτου.

Ο Μαρτελάος, αν και εξ ευγενών καταγόμενος, εστηλίτευε και εστιγμάτιζε πάντοτε τας καταχρήσεις αυτών, καθό φιλελεύθερος. Ο κ. Σάθας λέγει ότι ο Μαρτελάος είς τι στηχούργημά του, όπερ καίτοι ερευνήσαμεν δεν εύρομεν, συν άλλοις έλεγε·

   Δεν 'μπορεί ανθρώπου γλώσσα — να ειπή τι συφοραίς
   Εγεννούσαν των αρχόντων — η κλεψιαίς και αδικαίς.
   Ανθρωπόμορφα θηρία — 'που λεγόστε χριστιανοί
   Στα κεφάλια σας να πέση — όλη του Θεού η οργή.

Οι ευγενείς εκακοποίουν τον Μαρτελάον, τέλος δε διέταξαν τους χωρικούς να δένωσι τα φορτηγά ζώα εν τη πλατεία της Αναλήψεως και παρά τη οικία αυτού, εν επί τούτω πασάλοις, όπως δια των ογκηθμών και των φωνών των χωρικών διαταραχθή η ησυχία ότε παρέδιδεν ή εμελέτα ή απ' άμβωνος εκήρυττε τον θείον λόγον. Ημέραν τινά τόσον ο Μαρτελάος οργισμένος ήτο, ώστε επιστρέφων ο λόγιος Δημήτριος κόμης Κουμούτος της εξοχής επ' όνου, τον σταματά, γονυπετεί προ αυτού, και, συναθρισθέντος του λαού, εξεφώνησε πανηγυρικόν του όνου, εν επιμέτρω δε, είπεν ότι το υπομονητικόν εκείνο ζώον υπέφερε και το βάρος των αρχόντων, εχθρών της άνθρωπότητος, ως τους ωνόμαζε.

Καταργηθείσης της ενετικής εξουσίας και έλθόντων τω 1797 των Γάλλων εν Επτανήσω, ο λαός της Ζακύνθου πανηγυρίζων την πτώσιν της Ενετοκρατίας και νομίζων ότι δεν θα επιέζετο πλέον, — ενώ εισέτι δύναται να άση Freiheit ist nur in dem Reich des Traeume, — εχόρευε και έψαλλε φιλελεύθερα άσματα, κροτούντων των τε κωδώνων και πυροβόλων, ο δε φιλελεύθερος Μαρτελάος αναβάς επί υψώματος εις την νυν πλατείαν Γεωργίου του Α', εξεφώνησεν ελληνιστί διεξοδικόν λόγον υπέρ της δημοκρατίας. Τη 15 Οκτωβρίου του έτους 1797 εποίησε τον Ύ μ ν ο ν εις την Γαλλίαν, Βοναπάρτην και στρατηγόν Gentili. Ο Ύμνος ούτος, μέχρι σήμερον ανέκδοτος, ετάραξε τους αριστοκράτας, και εις τούτων, ο Νικόλαος Λογοθέτης, των παρώδησε. Περιεργίας χάριν θέττομεν ενταύθα δύο στροφάς της παρωδίας εκείνης.

   Ποίος ήκουσε ποτέ του
   Κόκκαλα πνοήν να εκβάλουν
   Σάλπισμα να καταλάβουν
   Και αφ' τα μνήματα να εκβούν;
   ………………………..
   Βοναπάρτης την Ελλάδα
   Ήλθε να την αφανίση
   Όχι να την αναστήση
   Ως κηρύττεις δολερώς.

Και όμως ο Βοναπάρτης είπε· La Grèce attend un
libérateur!….. Ce serait une belle couronne de gloire!….
Il inscritait son nom à jamais avec ceux d' Homère, Platon,
Epaminondas!… Je n'en ai peut—être pas été loin!

Ελθόντων τω 1799 των Ρωσοτούρκων εν Επταννήσω, οι άρχοντες αποκτήσαντες την απολεσθείσαν ισχύν, ου μην κατήγγειλαν πολλούς των φιλοδημοκρατών ως δημοκόπους, αντάρτας και αντιρωσιστάς, αλλά διέταξαν να τους κτυπήσωσι και διά του ρωσικού κνούτου. Τότε πολλοί των φιλελευθέρων, οίοι Παύλος Κουμούτος, Δημήτριος Γουζέλης και Διονύσιος Ταγιαπιέρας κατέφυγον ως την αλλοδαπήν, ο δε Μαρτελάος εκρύβη. Ότε τη ενεργεία των αρχόντων πολυπληθείς χωρικοί, στρατηγούντος του Φωσκάρδη, επαπείλουν την καταστροφήν της πόλεως, ο Μαρτελάος κατέφυγεν εις πλοίον. Ο Μαρτελάος ήτο εις άκρον φιλόπατρις, ηγάπα την Ελλάδα, επεθύμει να ίδη αυτήν ελεύθερον. Μαθών το μυστήριον της φιλικής Εταιρίας, εβαπτίσθη εις την κολυμβήθραν της Ελληνικής Εθνεγερσίας. Έκτοτε δε ψυχή τε και σώματι ενήργει υπέρ της Πατρίδος. Εις το πρόσωπον του αειμνήστου Κολοκοτρώνη επροσωποποίει την Ελλάδα, διό οσάκις τον έβλεπε, κλίνων προ αυτού την κεφαλήν, του έλεγε — Π ρ ο σ κ υ ν ώ τ η ν Ε λ λ ά δ α, — Ο Σ. αρχιεπίσκοπος Ζακύνθου κ. Κατραμής, ιστορεί ότι διημερεύων ποτέ ο Μαρτελάος μετά κληρικών είς τινα εξοχήν, ένθα εφαίνετο τα της Πελοποννήσου όρη ενώ πάντες εχόρευον χειροπιασμένοι, αυτός σύρων τον χορόν και αεροκυματίζων ρινόμακτρον ηυτοσχεδίασε·

   Να ιδώ παιδιά, να ιδώ παιδιά το φλάμπουρο κ' εγώ
   Της λευθεριάς ολούθεν να λάμψη να χαρώ.
   Βουνά 'ψηλά, βουνά 'ψηλά, λαγκάδια και βυθούς
   Πηδάτε, απερνάτε, φονεύστε τους εχθρούς.
   Ποτάμια το αίμα των τυράννων ας τρέξη
   Την γην μας ας βρέξη, χωρίς πόνον καρδιάς.

Ο Μαρτελάος μετήρχετο τον διδάσκαλον της ελληνικής και της φιλοσοφίας επιτυχώς. Ωφέλησε την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδα, διότι, παραδίδων και δωρεάν την Ελληνικήν εις τους πτωχούς, διέδιδε την ελληνικήν γλώσσαν εις εποχήν καθ' ην η ιταλική ήτον η επίσημος γλώσσα της κυβερνήσεως και η γλώσσα των λογίων. Αν και ως εκ της ιδιοτροπίας αυτού, — έλεγεν δε ότι ο μελετών την ελληνικήν πρέπει να έχη τον σ τ ό μ α χ ο ν α δ ε ι α ν ό ν, — παρέδιδε δύο ή τρεις ώρας προ της ανατολής του ηλίου — και ουχί μόλις ανέτελλεν ο ήλιος, ως λέγουσι τινές — ουχ ήττον όμως δεν εφείδοντο οι μαθηταί αυτού της ενοχλήσεως εκ του ακαταλλήλου της ώρας, αλλά παρευρίσκοντο τακτικώς εις τα μαθήματα. Άπαντες οι τότε επιστήμονες, λόγιοι, ιερείς και εγγράμματοι εχρημάτισαν μαθηταί αυτού. Ήτο ελληνιστής και λατινιστής, εκ του προχείρου μετέφραζε τον Όμηρον εις λατινικούς στίχους και τον Βιργίλιον εις ελληνικούς, ήτο θεολόγος, ευφάνταστος στιχουργός, αλλ' εις όλα τω έλειπεν η τέχνη. Εκέκτητο δε τοσαύτην ευγλωττίαν, τοσαύτην εύροιαν λόγου, τοιαύτην φαντασίαν, ώστε ότε έμελλε να εκφωνήση λόγον, ο ναός ήτο πλήρης ακροατών μίαν ώραν προ της θείας ιερουργίας. Εχθρός άσπονδος ων της δημοτικής απ' άμβωνος, λέγει ο ποιητής Τερτσέτης, «άστραπτε και εβρόντα πως ο Κοραής του χαλάει την γλώσσαν». Τους οπαδούς της δημοτικής ενόμιζεν αθέους και εχθρούς του ελληνισμού και της ορθορδοξίας. Επεθύμει να γράφωσι την αρχαίαν γλώσσαν. Εξ ανάγκης δε μετεχειρίζετο την δημοτικήν, όπως γένη καταληπτός και εις τον λαόν. Ο Μαρτελάος ήτο φιλόπονος, αλλά δεν εδημοσίευσε διά του τύπου τα έργα αυτού. Συνέγραψε δε τα εξής — Εγχειρίδιον ελληνικής γραμματικής — λόγους εκκλησιαστικούς, πανηγυρικούς και επικηδείους — Ασματογραφίας — Μεταφράσεις εκ του λατινικού και ιταλικού, εν αις τεμάχια του Τasso — Επιγράμματα ελληνικά και λατινικά — Ωδάς πινδαρικάς — Ηρωελεγεία — Εθνικά και δημοτικά άσματα — και Επιθαλάμια. — Κατά το 1845 ο μακαρίτης Φραγκίσκος Καρβελάς ιατρός, έλαβε τα άνω φιλοπονήματα παρά του ανεψιού του Μαρτελάου, Σπυρίδωνος Μαρτελάου, επί σκοπώ να δημοσιευθώσι δια του τύπου παρά τινος φιλομούσου Εταιρίας, αλλά ένεκα του θανάτου του Καρβελλά το σχέδιον δεν ήχθη εις πέρας. Ο κύριος Σέργιος Χ. Ραφτάνης, εν τη αξιολόγω αυτού εκδόσει του Συναξαριστού — ήτις είνε η καλητέρα πασών των μέχρι τούδε γενομένων — εδημοσίευσε του Μαρτελάου τον «Κανόνα Παρακλητικόν εις τον άγιον Διονύσιον». Εκ των ποιήσεων του Μαρτελάου εις αρχαΐζουσαν και δημοτικήν γλώσσαν εύρομεν πολλάς, αλλά δυστυχώς παραπεποιημένας υπό των κατά καιρούς αντιγραφέων. Εκ των πλείστων εύρομεν τρία ή τέσσαρα αντίγραφα διάφορα το έν του άλλου. Μόνον του Ύ μ ν ο υ, τον οποίον δημοσιεύομεν, είδομεν έξ αντίγραφα όμοια· εις δύο όμως αντίγραφα, το πρώτον τετράστιχον επαναλαμβάνεται ανά δύο τετράστιχα. Τούτου ένεκα δημοσιεύομεν μόνον τον Ύ μ ν ο ν διότι, νομίζομεν, ότι είνε ως εγράφη υπό του στιχουργού. Γενομένης της απλοελληνικής μεταφράσεως των Γραφών από της βιβλικής Εταιρίας, ο Μαρτελάος από του άμβωνος εκήρυξε δύο λόγους κατά της μεταφράσεως και της Αγγλικής Προστασίας της επιτρεψάσης την κυκλοφορίαν των τοιούτων βιβλίων, άπερ ωνόμαζε αντορθόδοξα και κίβδυλα. Ο Άγγλος διοικητής διώρισεν επιτροπήν όπως εξετάση, αν πράγματι εξυβρίζεται η Προστασία, αλλ' η επιτροπή, ίνα μη τιμωρηθή ο Μαρτελάος, εγνωμοδότησεν ότι οι λόγοι είνε ανάξιοι προσοχής ένεκα της ελαφρότητος του νοός του ιεροκήρυκος. Ο Μαρτελάος λυπηθείς απέστειλε τους λόγους τω Κυρίλλω ΣΤ'. ιστορών τα διατρέξαντα, αλλ' ότε η απάντησις του Πατριάρχου έφθασεν ενταύθα, ο Μαρτελάος ήτον εις την κρείττονα ζωήν από της 8 Νοεμβρίου του έτους 1819. Η επιστολή αύτη της Μεγάλης Εκκλησίας σώζεται εις το ενταύθα αρχειοφυλακείον.

Τοιούτος εν ολίγοις ήτο ο Μαρτελάος, ον ο Νικόλαος Δραγούμης, διά της γνωστής επιπολαιότητος των πλείστων των ημετέρων λογίων, εξισόνει με αμαθέστατον πρόσωπον της κωμωδίας του Γουζέλη «ο Χ ά χ η ς» Ο Γουζέλης αναφέρει τον διδάσκαλον αυτού Μαρτελάον, ουχί όπως τον εξευτελίση, ως νομίζει ο Δραγούμης, αλλ' όπως παραστήση κάλλιον τους χρόνους, εν οις έγραφε, καθότι η μεγίστη παιδεία του Μαρτελάου κατέστη τότε τόσον παροιμιώδης, ώστε έλεγον όλοι οι Ζακύνθιοι — «τώπε κη ο Μαρτελάος» — «ρώτα τον Μαρτελάον» κλ. Ο Γουζέλης εις την «Κρίσιν του Πάριδος» ομιλών περί Μαρτελάου τον καλεί και σ ο φ ό ν (σελ. 344), τούτο αν εγνώριζεν ο Δραγούμης, θα έβλεπε τουλάχιστον ότι ο Γουζέλης εσέβετο τον διδάσκαλόν του και δεν τον ανέφερεν ίνα τον σατυρίση. Δεν κατηγορούμεν τον Δραγούμην διότι ηγνόει τον Μαρτελάον, τον κατηγορούμεν μόνον διότι δεν έπρεπε να αναφέρη περιφρονητικώς πρόσωπον χωρίς να έχη γνώσιν αυτού.

Εν Ζακύνθω, κατά Ιανουάριον του 1881.

ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΗΜΟΝ ΓΑΛΛΙΑΝ
ΤΟΝ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΝ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΤΡΑΓΗΓΟΝ ΓΕΝΤΙΛΛΗΝ

1

      ΟΘΕΝ είσθε των Ελλήνων
   Παλαιά ανδρειωμένα
   Κόκκαλα εσκορπισμένα
   Λάβετε τώρα πνοήν·

2

      Σταις φωναίς της σάλπιγγός μου
   Οχ το μνήμα ανασταθήτε
   Και το Γένος σας να ιδήτε
   Εις την πρώτην του τιμήν.

3

      Η εξακουστή Γαλλία
   Δεν βαστά την τυραννίαν,
   Μα με αιματοχυσίαν
   Αποκτά ελευθερίαν.

4

      Καθώς είνε ανδρειωμένη
   Το καλόν τούτο σκορπίζει
   Και ολούθεν το χαρίζει
   Όθεν βλέπει αδικιάν.

5

      Εις ημάς τους απογόνους
   Όσον είδετε χαμμένον,
   Ιδού τώρ' αποκτημένον
   Από χείρα δυνατήν·

6

      Ένας στρατηγός ανδρείος
   Πέμπεται οχ την Γαλλίαν,
   Πίπτει εις την Ιταλίαν
   Κάμνει θόρυβον πολύν.

7

      Έτρεξαν όλα τα έθνη
   Ν' αντισταθούν με βίαν,
   Μα εκείνος με ανδρείαν
   Κατακόπτει τους εχθρούς·

8

      Βοναπάρτης δεν φοβείται
   Δεν γνωρίζει την δειλίαν,
   Να χαρίση Ελευθερίαν
   Προσπαθεί· εις τους λαούς.

9

      Στο βουνόν σταις άγριαις ράχαις
   Αναβαίνει, δεν τρομάζει,
   Η καρδιά του δεν σπαράζει
   Στους αγώνας τους πολλούς·

10

      Χύνονται ωσάν μελίσσια
   Οι εχθροί αρματωμένοι
   Γύρωθεν αγριωμένοι
   Με πολέμους φοβερούς.

11

      Αρχινούν, τον τριγυρίζουν
   Τύραννοι και η φωτία,
   Μα του στήθους του η καρδία
   Δεν δειλιάζει παντελώς·

12

      Στα βουνά κ' εις τα λαγκάδια
   Πέτεται, πέρνει τον δρόμον,
   Στους τυράννους δίδει νόμον
   Ήρωας ο τρομερός.

13

      Όθεν κάμει ευρίσκει κάστρα
   Όθεν κάμει τυραννίαν,
   Με βροχαίς από φωτίαν
   Μ' όθεν κάμει αυτός νικά·

14

      Πίπτουν κάτω και τα κάστρα,
   Σβένονται και η φωτίαις.
   Με πολλαίς 'ματοχυσίαις
   Τους τυράννους κυνηγά.

15

      Όθεν είσθε των Ελλήνων,
   Παλαιά ανδρειωμένα
   Κόκαλα εσκορπισμένα,
   Λάβετε τώρα πνοήν.

16

      Εξυπνήστε, για να ιδήτε
   Ήρωα στην Ιταλίαν
   Π' έδωκεν ελευθερίαν
   Κη έφθασε έως εδώ·

17

      Εξυπνήστε, για να ιδήτε
   Την μητέρα μας Γαλλίαν
   Που χαρίζει ελευθερίαν
   Εις της γης σας τον λαό.

18

      Εις τον κόλπον του Ανδριάτου
   Που φωλεύει ένα λειοντάρι
   Με φωνές χωρίς κοντάρι
   Το κρημνίζει εις την γην·

19

      Τα λειονταράκια φεύγουν,
   Την φωλιάν τους αφανίζει,
   Εδώ κη εκείθεν τα σκορπίζει
   Έρημα με εντροπήν.

20

      Πίπτοντας χαμαί ο λέων,
   Δυνατά εκειός μουγκρίζει,
   Τα οδόντια κατατρίζει
   Με θυμόν και στεναγμόν

21

      Πίπτοντας χαμαί ο λέων,
   Εις εκειό το κρήμνισμόν του
   Κη εις εκειόν τον μουγκρισμόν του
   Έκαμε πολύν σεισμόν.

22

      Εκουνίσθηκαν τα όρη,
   Θάλασσαις αναστενάζουν,
   Τους λαούς κατατινάζουν
   Γύρωθεν της Βενετιάς·

23

   Εις ταις ταραχαίς εκείναις,
   Έφθασεν εις τα Νησία
   Του σεισμού η πολλή βία
   Με τρομάρα της καρδιάς.

24

      Φόβοι, τρόμοι εις την γην μας
   Και φωτίαις τριγυρίζουν,
   Απ' ολούθεν φοβερίζουν
   Τα μνημεία ν' ανοιχθούν·

25

      Νύχτα ημέρα τρέχουν δάκρυα
   Και τον ουρανόν σκοτίζουν
   Στεναγμοί οπού καπνίζουν
   Κη ωσάν νέφαλα οργούν.

26

      Άρματα πολλά ετοιμάζουν
   Και σπαθία και φωτίαις
   Με ορμαίς πολλά δριμείαις
   Της Ζακύνθου οι λαοί·

27

      Τα μουγκρίσματα ακούουν
   Λειονταριού, κη αυτοί σπαράζουν,
   Δεν γνωρίζουν και τρομάζουν
   Στο καλόν τους το πολύ.

28

      Ήρωας ο Βοναπάρτης
   Την Ελλάδα ν' αναστήση
   Και χωρίς ν' αργοπορήση
   Πέμπει ένα στρατηγόν·

29

      Του Αδριάτου τα πελάγη
   Τα πλεούμενα γεμίζουν
   Κάθε λύπην αφανίζουν
   Κάθε φόβον και κλαυθμόν.

30

      Φθάνουσι εις την Κερκύραν,
   Οι λαοί πανηγυρίζουν
   Το ελεύθερον γνωρίζουν
   Και κροτούσι με χαραίς.

31

      Όπου εφώλευεν ο Λέων
   Απεδιώχθη με την βία
   Κη έλαμψε η Ελευθερία
   Με πανήγυρες πολλαίς.

32

      Εις εσένα, ω Γεντίλλη,
   Τα Νησιά κρατούν και χαίρουν
   Και σου τάζουν ν' αναφέρουν
   Πανταχού ταις αρεταίς.

33

      Τσ' αρεταίς σου, ω Γεντίλλη,
   Τα Νησία θα υμνήσουν,
   Πανταχού θέλει τιμήσουν
   Με περίφημαις ωδαίς.

34

      Την ανάστασιν του Γένους
   Σταθερά να μας αφήσης
   Και να μην εγκαταλείψης
   Τους λαούς εδώ ποτέ·

35

      Και σου ορκίζομεν ομάδι
   Στο φυτόν τσ' Ελευθερίας
   Στους επαίνους της Γαλλίας
   Πως θα ψάλλωμεν κ' εσέ.

36

      Αν η Μούσαις μας ξυπνήσουν
   Και τα όργανα αρπάσουν,
   Τ' έθνη όλα θα θαυμάσουν
   Στης Γαλλίας ταις ωδαίς.

37

      Βοναπάρτην και Γεντίλλην,
   Θέλει αποθανατίσουν
   Όταν θέλη κελαδίσουν
   Με πινδαρικαίς φωναίς.

38

      Όθεν είσθε των Ελλήνων,
   Παλαιά ανδρειωμένα
   Κόκκαλα εσκορπισμένα
   Λάβετε τώρα πνοήν.

ΠΟΙΗΤΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΕΚΔΟΘΕΝΤΕΣ

ΤΥΠΟΙΣ Σ. Χ. ΡΑΦΤΑΝΗ
ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ

Άπαντα Ιωάννου Ζαμπελίου

Ο Χάσης Δημητρίου Γουζέλη

Άπαντα Ιωάννου Βηλαρά

» Διονυσίου Σολωμού

Ποιήματα Αθαν. Χρηστοπούλου

Η Λύρα Ανδρέου Κάλβου μετά προσθήκης του ανεκδότου Ύμνου Αντωνίου Μαρτελάου

Τιμάται Δρ. 1, 1/2 νέα.