The Project Gutenberg eBook of Αθανάσης Διάκος - Αστραπόγιαννος

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Αθανάσης Διάκος - Αστραπόγιαννος

Author: Aristoteles Valaorites

Other: Paulos Lampros

Release date: June 17, 2010 [eBook #32852]

Language: Greek

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΑΘΑΝΆΣΗΣ ΔΙΆΚΟΣ - ΑΣΤΡΑΠΌΓΙΑΝΝΟΣ ***

Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George

Canonis. Italian text was corrected by Carlo Traverso

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in italics have been included in _. Fotnotes have been cnverted to endnotes.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ
ΥΠΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΟΥ,

ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΥΠΟ ΠΑΥΛΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ.

ΑΘΗΝΑΙ,

ΤΥΠΟΙΣ Χ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΩΣ.
(Παρά τη πύλη της Αγοράς αριθ. 4)

1867.

ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙΣ.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ.

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

        »Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη
        Τώρα που ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν' η γη χορτάρι.»

Ειδόν ποτε μητέρα οικτρώς οδυρομένην επί του τάφου του μονογενούς αυτής τέκνου, και σιωπηλώς και μετά σεβασμού υπό ανεκφράστου βαρυθυμίας κατεχόμενος ετόλμησα να προσέλθω επ' ελπίδι, ότι ήθελον δυνηθή μικράν τινα να προσενέγκω ανακούφισιν εις το αφόρητον άλγος της πενθούσης διά των τετριμμένων εκείνων παραινέσεων, δι' ων συνήθως πειρώμεθα να καταστείλωμεν τας ακαθέκτους εκρήξεις ηπηλπισμένης τινός καρδίας.

Ούτε κυπάρισσοι ούτε ιτέαι ούτε πολύτιμα άνθη ούτε σιδηραί κιγκλίδες ούτε μάρμαρα περιεκόσμουν ή επεσκίαζον το τελευταίον εκείνο κατοικητήριον. Είς μόνος ανεξέργαστος λίθος εσημείου την κεφαλήν και επ' αυτού εκάπνιζεν ο νεκρολίβανος, καιόμενος εντός του κοιλώματος ευτελούς κεράμου. — Το χώμα προσφάτως ανασκαφέν εφαίνετο εξωγκωμένον και κύκλω ολίγη χλόη εχάραττε τα στενώτατα όρια, εν οις πάντα περικλείονται τα ανθρώπινα. — Ένθεν κακείθεν άλλα διεσπαρμένα μνήματα και έν τινι γωνία προσηλωμένον επί γηραιάς ελαίας το σήμαντρον του κοιμητηρίου, πολλαχώς εκ της σκωρίας πεποικιλμένον και μη κινούμενον παρά διά μακρού σχοινίου έρποντος σπειροειδώς περί τον απηρχαιωμένον κορμόν.

Μετά θρησκευτικού φόβου προσεγγίσας και ιδών την γυναίκα γονυπετή, φέρουσαν επί του τραχήλου ατάκτως λελυμένην την κόμην, δρύπτουσαν διά των ονύχων τας παρειάς και αδιαλείπτως ποτέ μεν καταφιλούσαν την γην, ποτέ δε κλίνουσαν το ωτίον επί του μνήματος και ωσανεί ακροαζομένην της φωνής του τεθνεώτος, ησθάνθην εμαυτόν συντετριμμένον, και καταληφθείς υπό αφάτου συγκινήσεως έμεινα ασκεπής και όρθιος απέναντι του μητρικού πάθους μη τολμών να διαταράξω τον μυστηριώδη διάλογον, δι' ου προφανώς ετίθετο εις συγκοινωνίαν η ζώσα προς τον εν τω άδη πεφιλημένον αυτής υιόν.

Ήκουσα τότε πρώτον, μετά βαθυτάτης κατανύξεως, τα κάλλιστα των ημετέρων μ ο ι ρ ο λ ο γ ί ω ν και έμεινα μέχρι τέλους απορροφών τας αναθυμιάσεις της νεκρικής εκείνης ποιήσεως, ίσως προαισθανόμενος ότι έμελλε να έλθη ποτέ ώρα, καθ' ην θρηνωδών κ' εγώ ήθελον δυνηθή ν' αποτίσω την οφειλήν μου προς εκείνους, οίτινες, αφού τα ιερά αυτών λείψανα διέσπειραν απανταχοΰ της Ελλάδος προς γονιμοποίησιν του πολυπαθούς ημών εδάφους, κείνται αμνημόνευτοι, αμοιρολόγητοι.

Ούδ' έπαυον αι ολολυγαί της τρισαθλίας μητρός! Η θύελλα του κοπετού προέβαινεν αεννάως, οι δε στεναγμοί συνοδευόμενοι υπό οδυρμών και ραγδαίων δακρύων τηλικαύτην είχον λάβει επίτασιν, ώστε δεν εδυνάμην πλέον ούτε του μέτρου την αρμονίαν ούτε των ιδεών την συνάφειαν να παρακολουθήσω. Και όμως ανωτέρα τις και ακαταμάχητος δύναμις μ' εκράτει ακίνητον επί του εδάφους, όπου διεδραματίζετο το ελεεινόν θέαμα. Ο διάλογος ανεξάντλητος. Νέαι ερωτήσεις προεκάλουν νέας απαντήσεις, αφ' ενός η ζωή εκθέτουσα τα του κόσμου, αφ' ετέρου ο θάνατος αφηγούμενος τα του άδου, φοβερά και σπαραξικάρδιος συνέντευξις εμπνέουσα απερίγραπτον τρόμον αλλά συνάμα επιχέουσα απροσδοκήτους παραμυθίας διά του ύψους και της καλλονής των αισθημάτων άτινα εγείρονται εκ της πενθίμου εκείνης παραστάσεως.

Μεταξύ των αδομένων ήκουσα ως παρά του νεκρού απαγγελλόμενον και το επί κεφαλής των προλεγομένων μου δίστιχον. Και αφ' ου επί πολύν χρόνον έμεινε τεθαμμένον εν τη καρδία μου, έκαστον δε αυτού στοιχείον, εκάστη συλλαβή υπήρξαν τα ψιχία, εξ ων πολλάκις ετράφησαν τα ποιητικά μου ονειροπολήματα, έρχεται πάλιν ακέραιον εν πάση τη αρχική αυτού καλλονή, τοιούτο οίον εξήλθε των χειλέων του ποιήσαντος αυτό, περιβεβλημένον την αμίμητον αρμονίαν και ώσπερ αναδεδυκός εκ του πελάγους των αισθημάτων, εν οις ευρέθη βεβυθισμένη η μεγαλουργός ψυχή του αγωνιώντος ποιητού, έρχεται, λέγω, πάλιν να με συνοδεύση κατά τον νέον διάπλουν ον επεχείρησα.

Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει
Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάζ' η γη χορτάρι!

Το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών, (1) ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματωλισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος ο αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τας βασάνους του μαρτυρίου, αλλά και ομολογών πάσαν την πικρίαν ην παρήγαγεν εν αυτώ η συναίσθησις του θανάτου εν στιγμή, καθ' ην μετά της ανθοστεφούς ανοίξεως ήρχοντο αναφυόμενοι και οι πρώτοι βλαστοί της εθνικής αναγεννήσεως. Η διάγνωσις αύτη είναι ακράδαντος, ίσταται δε υπεράνω της μαρτυρίας των χρονογράφων και του κύρους της κοινής γνώμης. Άλλως προς τα όμματα εμού, οι δύο εκείνοι στίχοι τεταγμένοι παραλλήλως περιέχουσι τοσαύτην ευωδίαν και διεγείρουσιν εντυπώσεις τοσούτον θελκτικάς ώστε οσάκις στρέφω επ' αυτούς το βλέμμα, διακρίνω νοερώς ιχνογραφημένων την λάρνακα ένθα καθεύδει η καρδία του τροπαιοφόρου Μεγαλομάρτυρες.

Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία περί της γνησιότητας του βραχύτατου αλλ' απεράντου εκείνου θρήνου. Είναι βαρύτιμον κληροδότημα μεταβιβασθέν παρά του Διάκου εις τους ποιητάς της νέας Ελλάδος, είναι κελάδημα ικανόν να συγκινήση τους ανυδροτέρους οφθαλμούς και τας τραχυτέρας καρδίας. Κατέστη δε τοσούτον δημοτικόν ώστε σπανίως παραλείπεται οσάκις στενώτατός τις εκ των οικείων λαλή αντί του τεθνεώτος και μέμφεται την μοίραν ήτις ηθέλησε να τον αφαρπάση ενώ μόλις σφριγών και νέος έθετε τον πόδα εντός των ανθώνων της ζωής και του κόσμου.

Αλλ' ως αναντίρρητον ότι ποιητής αυτοσχέδιος της μυροβλήτου στροφής υπήρξεν ο Διάκος, ούτω και αληθές ότι αφότου ευτύχησα ν' ακούσω το νεκρώσιμον άσμα, εγεννήθη εν τη διανοία μου η ιδέα του επομένου στιχουργήματος, ουδ' έπαυσα διαλογιζόμενος τίνι τρόπω να εξυμνήσω επαξίως τον γίγαντα της Δωρίδος και πώς να τελέσω μνημόσυνον υπέρ ψυχής πληρούσης απ' άκρου εις άκρον της φαντασίας μου το στερέωμα.

Η ιδέα αυτή μ' εβασάνιζεν ασχολούμενον περί τον καταρτισμόν του ημετέρου εθνικού μαρτυρολογίου. Σήμερον δε ότε παρίσταμαι ίνα καταθέσω επί της γης, ήτις έπιε το αίμα του αειμνήστου θύματος, το ευτελές θυμίαμά μου, σήμερον τρέμω μη αναδειχθώ ανάξιος και μη υπό το μέγεθος τηλικούτου επιχειρήματος αποκαλυφθή πάσα η μικρότης και η αδυναμία μου.

Γένοιτό μοι αρωγός και προστάτης ο μεγάθυμος ήρως, ο εν μέσω των καταιγίδων του χειμώνος ευαρεστηθείς να συμβιώση μετ' εμού, ο επί μήνας ολοκλήρους επισκιάσας τον ύπνον μου, ο παρακολουθήσας τα διαβήματά μου εν ξηρά και θαλάσση, ο μετά στοργής ακροασάμενος των μυστικών μου θλίψεων επί του ερήμου σκοπέλου ένθα προσωρμίσθην.

Γένοιτό μοι αρωγός και προστάτης!

Μ α δ ο υ ρ ή.

Περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος εγεννήθη εν Μουσουνίτζα της Παρνασσίδος ο Αθανάσιος Γραμματικός, προπάτωρ του ημετέρου ήρωος. — Νέος έτι την ηλικίαν ησπάσθη το στάδιον των όπλων και μεθ' ενός αδελφού κ' ενός πρωτεξαδέλφου κατετάχθη εις την αρματωλικήν συμμορίαν του εξ αγίας Ευθυμίας διαβοήτου Κωσταντάρα. — Περί του εν γενναίοις τούτου γενναίου κρίνω περιττήν πάσαν μνείαν, ου μόνον διότι φοβούμαι μη δικαίως μ' επικρίνη τις ως περιττολόγον, αλλά διότι και ακριβή βιογραφίαν αυτού εξέδωκε πρό τινος χρόνου ο αξιότιμος φίλος μου Κωνσταντίνος Σάθας (2), προς ον απευθύνω δημοσία χάριτας δι' ας μετά παραδειγματικής προθυμίας μοι έδωκε πολυτίμους ιστορικάς ειδήσεις, παραλαβών με συμμέτοχον του θησαυρού ον απεταμίευσεν ούτε θυσιών φειδόμενος ούτε μόχθων, αλλά νύχτα και ημέραν εργαζόμενος, όπως διασώση εκ του ολέθρου τα άθλα και τα ονόματα των υπέρ πίστεως και πατρίδος επί τέσσαρας όλους αιώνας αγωνισαμένων.

Μετά τον θάνατον του Κωσταντάρα συνεκρότησεν ο Γραμματικός ίδιον σώμα δι' ου έβλαπτε συνεχώς τους εν Παρνασσίδι και Δωρίδι Οθωμανούς. Αλλά πεσόντος του αυταδέλφου έν τινι συμπλοκή και πολλών εκ των εταίρων διασκορπισθέντων, το μεν σώμα ταχέως διελύθη, ο δε Αθανάσιος τυχών αμνηστείας απεσύρθη εις την πατρίδα αυτού, όπου και ετελεύτησε καταλιπών τρεις υιούς τον Μήτρον, τον Κωστούλαν, τον Νίκον, και μίαν θυγατέρα την Στάμω.

Ο Μήτρος και ο Κωστούλας συνεστράτευσαν και συνηγωνίσθησαν μετά του εκ Βουνιχώρας Βλαχοθανάση, ύστερον δε συνετάχθησαν τω Ανδρούτζω παραλαβόντι την αρχηγίαν, και παρηκολούθησαν πιστώς εις την τρικυμιώδη πνοήν της λαίλαπος εκείνης. — Και ο μεν Κωστούλας αξίως λόγου μαχόμενος έπεσε κατά την εν έτει 1796 αείμνηστον διά της Πελοποννήσου κάθοδον του Ανδρούτζου. Ο δε Μήτρος συμμαχήσας μετά του Λουκά Καλλιακούδα εφονεύθη και ούτος εν τη κατά το 1802 μάχη της Καβρολίμνης. — Ο μόνος επιζήσας εκ των τριών αδελφών Νίκος αφιερωθείς παιδιόθεν εις τον ποιμαντικόν βίον, έζησεν εν Μουσουνίτζα, τελευτήσας δε εν έτει 1809 κατέλιπε δύο υιούς, τον Μήτρον επωνομαζόμενον Μασσαβέταν, ως υιοθετηθέντα παρά του Ιωάννου Μασσαβέτα ατέκνου συζύγου της εκ πατρός θείας αυτού Στάμως, και τον Α θ α ν ά σ ι ο ν. —

Ούτος εγεννήθη κατά τινας μεν περί τα 1792 (3) κατά δε τον γηραιόν φίλον μου Ιωάννην Φιλήμονα, όστις μόνος εκ των ημετέρων ιστοριογράφων εκόσμησε το πολύτιμον Δοκίμιόν του διά βιογραφικών λεπτομερειών ικανών να δώσωσιν ακριβή τινα του Διάκου εικόνα, περί τα 1780. — Η διαφωνία αύτη ευκόλως εξηγείται εάν τις λάβη υπ' όψιν την αθλίαν κατάστασιν εν η διετέλει τότε χώρα διοικούμενη υπό αλλοφύλων ουδόλως ενδιαφερομένων περί τακτικής και επισήμου πιστοποιήσεως των γεννήσεων και των θανάτων.

Ο Αθανάσιος μόλις έφηβος εισήχθη παρά του πατρός ως δόκιμος εις την παρά τον Ερινεόν, (Αρτοτίναν), μονήν του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου όπου μετ' ολίγον και εχειροτονήθη Δ ι ά κ ο ν ο ς.

Η πρώτη αύτη δοκιμασία βεβαίως συνέτεινε προς διάπλασιν της ψυχής του νεοφύτου και εις ταύτην οφείλει τις ν' αποδώση την κοσμιότητα του βίου, την παραδειγματικήν μετριοφροσύνην και την προς τον Θεόν απέραντον και ανεξάντλητον αυτού πίστιν. Τοιουτοτρόπως ο ιερατικός χαρακτήρ συνδυασθείς ύστερον μετά του πολεμικού πνεύματος κατέστησεν αυτόν πρότυπον θεοσεβείας και γενναιότητος. Ου μην αλλά και υπήρξεν η ασφαλεστέρα σανίς, ην ενηγκαλίσθη και δι' ης θαυμασίως εσώθη ότε διέπλευσε τον στενώτατον και πολυκύμαντον πορθμόν μεταβαίνων από του πελάγους της ζωής εις τον αχανή της αιωνιότητος ωκεανόν. Διό και απ' αρχής μέχρι τέλους του ποιήματός μου προσεπάθησα παντί σθένει να διατηρήσω σώαν την διπλήν ιδιότητα και να μη διαζεύξω ποτέ τα στοιχεία τα απαρτίζοντα την ψυχήν του Διάκου, την του μοναχού και την του στρατιώτου.

Καίτοι περιφρουρουμένου εντός θείας ακροπόλεως περιλάλητος εγένετο η σπανία του νέου καλλονή και Φερχάτβεής τις εκ των αγάδων της Δωρίδος βαθύπλουτος και λάγνος επεθύμησε να ίδη εκ του πλησίον το άνθος όπερ έθαλλεν εν ταις αγκάλαις της εκκλησίας. — Εγκαίρως πληροφορηθείς ο Αθανάσιος, τη προτροπή του Ηγουμένου λάθρα ανεχώρησε (4) και κατέφυγεν εις την επί των ορέων της Δωρίδος ενδιαιτωμένην συμμορίαν του Δήμου Σκαλτζά και του Γούλα. Εκείθεν απηύθυνε προς τον αισχρόν Οθωμανόν απειλητικήν επιστολήν εν η περιέκλεισε και το ξυρισθέν γένειον ως σύμβολον του πολέμου ον εκήρυττεν έκτοτε προς τους εχθρούς της Ελλάδος. — Απεκδυθείς δε το ράσον, περιεβλήθη τον περιφανή των αρματωλών χιτώνα, έζωσεν επί τον μηρόν την ρομφαίαν και ούτω μετεσχηματισμένος έλαμψε κεραυνοβόλος ως αν ήθελεν ανατείλη επί του μετώπου του προφητικόν τι και ανέσπερον σέλας.

Από της εποχής εκείνης προς ανάμνησιν της πρώτης του βίου του περιπετείας, παρήτησε το πατρογονικόν επώνυμον και ησπάσατο το του υπηρέτου της Εκκλησίας υπογραφόμενος αείποτε (ως προκύπτει εκ των πρωτοτύπων επιστολών αυτού) Α θ α ν ά σ η ς Δ ι ά κ ο ς. (5)

Συναγωνιζόμενος μετά του Σκαλτζά και του Γούλα δεν εβράδυνεν ο πρωτόπειρος πολεμιστής να διακριθή επί συνέσει και τόλμη. Κράτιστος δε ανεδεικνύετο πάντων κατά την ποδωκίαν, την σκοπευτικήν και το άλμα. Αλλ' εκτός των φυσικών τούτων προτερημάτων διά της εμφύτου αγαθότητος και της μετριοπαθείας της ψυχής του εδυνήθη ο Διάκος να κατακτήση την αγάπην των αρχηγών, ώστε αναχωρών συνήθως ο Σκαλτζάς κατά τον χειμώνα εις Βάλτον προς περισσοτέραν εξασφάλισιν, παρέδιδε την αρχηγίαν προς τον Αθανάσιον, πεποιθώς ότι επανερχόμενος κατά την εαρινήν ώραν ακμαίαν έμελλε να παραλάβη και αρειμανή την φάλαγγά του.

Διορισθέντος μετ' ου πολύ του Φερχάτου Βοεβόδα Σαλόνων, έπρεπε κατά το επικρατούν έθιμον πάντες της επαρχίας οι αρματωλοί να προσέλθωσι μετά δώρων και να συγχαρώσι τον άρχοντα. Μόνος ο Διάκος ως αντιπρόσωπος του Σκαλτζά δεν έστερξε να υποβληθή εις την υβριστικήν ταπείνωσιν. Ο δε Φερχάτης λαβών αφορμήν εκ τούτου έγραψε προς τον Αλή πασάν και χαρακτηρίσας τον Διάκον ως ταραξίαν, ως εχθρόν επικίνδυνον και καταστροφέα των εν τη Δωρίδι κτημάτων του, εξητήσατο και έλαβε την άδειαν ίνα τον φονεύση· εξήλθεν επομένως μετά εκλεκτού σώματος προς καταδίωξιν του εχθρού του, αλλ' επανήλθε καθημαγμένος. Εννοήσας τότε ότι διά των όπλων αδύνατον ήτο να τύχη του ποθουμένου, έπεισε τους αρματωλούς και τους προύχοντας ίνα πορευθώσι προς τον δυστροπούντα και υποδείξωσιν αυτώ τας θλιβεράς συνεπείας ας ήθελε προκαλέσει κατά του τόπου η παράλογος απείθεια και πεισμονή του. — Ο Διάκος υπεσχέθη μεταμέλειαν και έταξεν ημέραν καθ' ην ήθελε παρουσιασθή προς τον Βοεβόδαν. — Πλήρης χαράς έμαθεν ο Φερχάτης την απόφασιν του Διάκου και έσπευσεν επομένως να τοποθετήση καταλλήλως εκατόν εκ των δορυφόρων του, ίνα προσερχόμενον τον φονεύσωσιν. Αλλ' ο Αθανάσιος προαισθόμενος την απάτην, διά της οδού της Τέχολης μετά ογδοήκοντα συνεταίρων εισήλθεν εις Σάλονα. —

Έντρομος ο Φερχάτης μαθών την απροσδόκητον άφιξιν διέταξε τους σωματοφύλακας ίνα καταλάβωσι την θύραν του Σεραγίου και πυροβολήσωσι κατά του Διάκου άμα ήθελε δώσει το σύνθημα. Αλλ' εκείνος προνοητικός αφού ετοποθέτησεν έξωθεν τους εβδομήκοντα παρέλαβε δέκα εκ των συντρόφων και μετ' αυτών ήλθε προς τον Βοεβόδαν. Ο δόλιος και δειλός Οθωμανός προσεπάθησε διά παντός τρόπου να τον απομονώση, προφασιζόμενος ότι είχεν ανάγκην κατά μόνας να συνδιαλεχθή μετά του αρχηγού. Αλλ' οι πιστοί φύλακες του Αθανασίου απεποιήθησαν ν' απομακρυνθώσιν εμπαικτικώς ισχυριζόμενοι ότι έμενον παρόντες ίνα κορέσωσι τα όμματά των ατενίζοντες εις πρόσωπον τοσούτω προσφιλές. — Ποτόν δε δηλητηριασμένον προσηνέχθη, αλλά και τούτο απεκρούσθη. Τέλος αφού προσέφερε τω Φερχάτη το ειθισμένον δώρον (ήτο δε άργυρούν ποτήριον, εφ' ου εν αναγλύφω απεικονίζετο η Μονή του Προδρόμου και ο Διάκος φέρων του Μοναχού το σχήμα) απήλθε σώος επί των ορέων του. —

Μετά τινα χρόνον μιμούμενος το παράδειγμα των διασημοτέρων της Ελλάδος πολεμιστών, μετέβη εις Ιωάννινα και μέχρι του έτους 1816 υπηρέτησεν εν τω λόχω των σωματοφυλάκων του Τεπελενλή. Η αυλή του τρομερού Βεζύρου είχε μεταμορφωθή εν ταις ημέραις εκείναις εις αληθή εφεδρείαν του Ελληνισμού, καθότι και πολιτικοί και πολεμικοί συνήρχοντο ώσπερ εκ συνθήματος κύκλω του αιμοχαρούς σατράπου, ως αν επρόκειτο περί εκτελέσεως προμεμελετημένου τινος σχεδίου, υποκρύπτοντος την ιδέαν της κατ' ολίγον απορροφήσεως πάντων των μέσων δι' ων ο περιβόητος Ελληνομάχος εδύνατο, χρείας τυχούσης, να καταθλίψη πάσαν ενέργειαν υπέρ της εθνικής ανεγέρσεως.

Εν Ιωαννίνοις συνεσχετίσθη ο Διάκος μετά της ηρακλείου εκείνης γενεάς, ήτις επέπρωτο και το αίμα των πατέρων να εκδικήση και το ελληνικόν όνομα να σώση από του απειλουμένου ολέθρου. Εν μέσω των τρυφών και της εξαχρειώσεως, των δολοπλοκιών, της εσχάτης διαφθοράς, των καταστροφών και της δουλοφροσύνης διετήρησεν άμωμον την καρδίαν, ακηλίδωτον το μέτωπον, άσπιλον την ψυχήν, ώστε υποπτεύσας αυτόν ο Αλής, ο εκ συστήματος επιδιώκων την αμαύρωσιν των χαρακτήρων και την βεβήλωσιν πάσης παρθενίας, έδωκεν εντολήν προς τον Οδυσσέα να τον δολοφονήση. Αλλ' ο υιός του Ανδρούτζου αναδεχθείς πάσαν παρά τω Σατράπη ευθύνην, ούτε την διαταγήν εξετέλεσεν ούτε ποτε ωμολόγησε προς τον Διάκον την φιλικήν υπηρεσίαν.

Κατά το 1816 ο Οδυσσεύς διορισθείς αρματωλός Λεβαδείας παρέλαβεν αυτόν ως πρωτοπαλλήκαρον και έκτοτε αδιάρρηκτοι δεσμοί αδελφότητος συνήνωσαν επ' αγαθώ της πατρίδος τους δύο τούτους σταυραετούς.

Δύο έτη μετά ταύτα κατά το 1818 ο υιός του αειμνήστου Ανδρούτζου ώμοσεν επί του ιερού Ευαγγελίου τον υπέρ πίστεως και πατρίδος όρκον των φιλικών. Περί την εποχήν ταύτην κοινωνός του φοβερού μυστηρίου εγένετο και ο Διάκος κατηχηθείς και ούτος, ως πολλοί των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδος, παρά του Κωνσταντίνου Σακελλίωνος Κοκοσιώτου, και ούτω διά της δευτέρας ταύτης χειροτονίας προπαρεσκευάσθη ίνα προσέλθη σφάγιον επί του θυσιαστηρίου της πατρίδος.

Ενσκήψαντος του πολέμου κατά του Αλή πασά και αναγκασθέντος του Οδυσσέως να παραιτήση την Βοιωτίαν προς αποφυγήν του Μπαμπά πασά, τα πρωτοπαλλήκαρα, επτά τον αριθμόν, κατά την αρματωλικήν παράδοσιν, ανηγόρευσαν ομοφώνως οπλαρχηγόν Λεβαδείας τον Διάκον και την εκλογήν ταύτην ανεγνώρισαν προθύμως οι πρόκριτοι, εσεβάσθη δε και τυπικώς εκύρωσεν η Τουρκική αρχή.

Εύρε λοιπόν η επανάστασις τον Διάκον κατέχοντα επίκαιρον στρατιωτικήν θέσιν δυναμένην να συντέλεση ουκ ολίγον εις ευόδωσιν του εθνικού κινήματος. Ότι δε η ενέργεια αυτού υπήρξε σύντονος, μεγάλη η ετοιμότης δι' ης κατεπράυνε τους Τούρκους ανησυχούντας ήδη ένεκεν των εκ πολλού διαθρυλλουμένων και υποπτεύοντας πάντας διά την παράτολμον διαγωγήν του Βούσγου, έτι, μετά την εν τη μονή του Οσίου Λουκά σύσκεψιν, όπου εκτός πολλών παρευρέθησαν και ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος και ο Αμφίσσης Ησαΐας, ταχέως διά της αποφασιστικότητος αυτού διεδόθη ανά πάσαν την Βοιωτίαν το πυρ της επαναστάσεως, εύκολον είναι προς πάντας τους περί τα τοιαύτα μετά πόθου ασχολουμένους καθαράν να λάβωσιν αντίληψιν, εάν διέλθωσι την ιστορίαν των ημερών εκείνων, ιδίως δε τας σελίδας ένθα ο Φιλήμων μετά θαυμαστής ακριβείας και νεανικού οίστρου κατέταξε και συνηρμολόγησε γεγονότα, ως εκ της επικρατούσης συγχύσεως πολλαχώς διαστραφέντα ή ολοσχερώς παραλειφθέντα.

Ούδ' ήθελον παρενοχλήση τους αναγνώστας διά της διηγήσεως ταύτης αν δεν ενόμιζον αναγκαίαν αείποτε την λεπτομερή έρευναν των πρώτων εν τω κόσμω διαβημάτων του Αθανασίου Διάκου, ίνα ακριβώς εκτυπωθή και σαφώς προκύψη ο χαρακτήρ του ανδρός είτε καθ' ην στιγμήν ανεδέχθη να σώση εν Θερμοπύλαις την τιμήν της επαναστάσεως είτε καθ' ην ώραν εν μέσω απεριγράπτων περιφρονήσεων απεδέχετο μειδιών το φρικωδέστερον των μαρτυρίων.

Παρέλαβον εν τω επομένω στιχουργήματι τον Διάκον κατά την παραμονήν της καταστροφής και εχωρίσθην απ' αυτού αφού ούτε ίχνος απέμενε πλέον εκ του σώματός του επί της γης. Ώφειλον επομένως να συμπληρώσω διά του πεζού λόγου ό,τι εξ ανάγκης παρέλιπεν η ποίησις, ίνα, ουχί εν προτομή αλλ' εν τη ολομελεία αυτού, ιδρυθή επί του βάθρου της ιστορίας ο ανδριάς του εθνομάρτυρος.

Κατά την έναρξιν του Ιερού αγώνος, η σφαγή των φιλελλήνων εν Πέτα και η καταστροφή του Διάκου εν Θερμοπύλαις παρίστανται ως ουρανομήκεις μέλαιναι κυπάρισσοι παρά τη εισόδω του μεγάλου νεκροταφείου της επαναστάσεως. Αιτία της πρώτης υπήρξεν η προδοσία του Γώγου και ο παράκαιρος ιπποτισμός των φιλελλήνων, επήνεγκε την δευτέραν η αμφιταλάντευσις και η χαλαρά ενέργεια τινών εκ των μετά του Διάκου συναγωνισθέντων οπλαρχηγών.

Ο Μήτζος Κοντογιάννης προφασιζόμενος ότι καθήκον είχε να μη εκθέση εις αναπόφευκτον εξόντωσιν επαρχίαν γεωγραφικώς τοποθετημένην ως εν εμπροσθοφυλακή, πράγματι δε θεωρών την εθνικήν ανέγερσιν ονειροπόλημα νοσούσης φαντασίας μη παρέχον ουδεμίαν ελπίδα ευοδώσεως και επιτυχίας, μόνος έμενεν αδρανής ούδ' έστεργε να ενδώση εις τας επιμόνους και πατριωτικάς προτροπάς του τε Διάκου, του Πανουριά και του Δυοβουνιώτου. Ένεκεν των συνεχών και στενών αυτού σχέσεων προς τους Οθωμανούς, και της ιδέας ην είχε περί της Τουρκικής δυνάμεως, ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή εάν, εν μέσω των αεννάων περισπασμών της ελληνικής φυλής, εδύνατο διά της διαγωγής του να σώση το προσφιλές αρματωλίκιον. Όπως δήποτε η αδράνειά του παρέλυσεν επί πολύ τας προσπαθείας των άλλων, ενεθάρρυνε τους πολεμίους εν ανέσει προπαρασκευαζομένους, και το χείριστον πάντων εσάλευε τας πεποιθήσεις και ενέπνεεν ολεθρίους δισταγμούς.

Προσκληθείς παρά των εν Κομποτάδαις συσκεπτομένων στρατηγών όπως συνεκστρατεύση, άπαξ, δις και τρις απεποιήθη και έμεινεν αμετάτρεπτος απέναντι των παραστάσεων και των δεήσεων του Γεωργίου Δεσποτοπούλου, του Δημητρίου Καλύβα και του Βακογιάννου, αποσταλέντων προς αυτόν ίνα διά παντός μέσου εξεγείρωσι την αναλγησίαν και ηλεκτρίσωσι τον πατριωτισμόν του. Μάτην. Ο Κοντογιάννης εκώφευεν ενώ ο χείμαρρος λάβρος προέβαινε και τα κύματα αυτού ήγον ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς και ο Ομέρ Βρυόνης. Τέλος ο Διάκος, ο Πανουριάς, ο Δυοβουνιώτης προαισθανόμενοι την καταιγίδα, απεφάσισαν να βαδίσωσι κατά της Υπάτης και τότε εκών άκων ο Κοντογιάννης ηναγκάσθη να υψώση την Ελληνικήν σημαίαν και να συναγωνισθή. — Αλλ' αι χρονοτριβαί ας παρενέβαλε διά της αξιομέμπτου διαγωγής του παρήγαγον αποτέλεσμα την μη έγκαιρον υπό των επαναστατών εκπόρθησιν της Υπάτης, διότι επιστρατευσάντων των Τουρκαλβανών, η πολιορκία διελύθη, και ο μεν Διάκος, Πανουριάς και Δυοβουνιώτης επανήλθον εις Κομποτάδαις όπως σκεφθώσι περί του πρακτέου, ο δε Κοντογιάννης βυθιζόμενος πάλιν εις την προτέραν απάθειαν κατέφυγε προς ασφάλειαν εν τη μονή της Αγάθωνας καραδοκών την εκατέρωθεν των πραγμάτων πορείαν.

Τοιαύτη υπήρξεν η διαγωγή του γέροντος αρματωλού. Ουδεμία δε απομένει αμφιβολία ότι άλλως ήθελε διεξαχθή το δράμα των Θερμοπυλών αν απ' αρχής ενίσχυε διά των δυνάμεών του τους συναδέλφους του ή αν επί τέλους δεν απεσύρετο εντός του περιβόλου της Αγάθωνας.

Ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης, καί τοι μετά πολλής αυταπαρνήσεως αποδυθείς εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα και μεγάλας υπερνικήσας δυσχερείας όπως εν τη επαρχία αυτού συγκρατήση και γονιμοποιήση επ' αγαθώ της πατρίδος τα μικρά μέσα όσα εδύνατο να διαθέση, καί τοι ουδέ στιγμήν διστάσας να επιπέση ξιφήρης κατά των Οθωμανών και να τους αποκλείση εντός της Οπουντίου ακροπόλεως, εις ουδέν λογισθείς την ακροσφαλή θέσιν του πρωτοτόκου υιού του Γεωργίου, ομηρεύοντος παρά τω Αλή πασά, ουχ ήττον οφείλει τις να ομολογήση ότι ευρεθείς κατά την μάχην τοποθετημένος μετά τετρακοσίων μαχητών, εν οις και ο Λουκάς Κόκκαλης, προς φυλακήν της επί του Δύρα (Γοργοποτάμου) γεφύρας, ουδέ την επίθεσιν υπέμεινε του Βρυόνου, αλλ' υπεχώρησεν αμαχητί εις το Δέμα. Καταδιωχθείς δε και εκείθεν απήλθεν εις το χωρίον Δύο Βουνά τόπον της γεννήσεώς του.

Η παρά πάσαν ελπίδα απροσδόκητος αύτη του Δυοβουνιώτου υποχώρησις εξέθηκεν εις προφανή κίνδυνον τον Πανουριάν, όστις είχε καταλάβει την Χαλκομμάταν, διά δε των αξιωματικών αυτού Παπά Ανδρέου Κοκοβιστιανού και Κομνά Τράκα Αγοργιανίτου, το χωρίον του Μουσταφάμπεη. Άπασα δε των αλβανών η στρατιά υπό την οδηγίαν του Βρυόνου ουδεμίαν παθούσα αποτριβήν ουδ' επί στιγμήν, ανακρουσθείσα υπό του Δυοβουνιώτου, έξαλλος και παράφρων επί τη αδοκήτω επιτυχία, μανιώδης επιπεσούσα κατεσπάραξε τους περί τον Πανουριάν προκινδυνεύσαντα γενναίως και την ζωήν αυτού αφειδώς εκθέσαντα προς εμψύχωσιν των συνεταίρων. — Έπεσεν εκεί ο επίσκοπος Ησαΐας και ο αδελφός αυτού Παπαγιάννης, αι δε κεφαλαί αυτών αποκοπείσαι και φερόμεναι υπό των προπορευομένων εμήνυσαν μακρόθεν προς τον Διάκον την προσέγγισιν της καταιγίδος ήτις απειλητική προέβαινεν όπως τον περικυκλώση διά των πτερύγων της.

Διό ουδέν παράδοξον αν και οι περί τον Διάκον κατεστράφησαν. Παράδοξος και ακατανόητος είναι η μέχρι τέλους ακλόνητος επιμονή του ήρωος και η απόφασις αυτού ν' αποθάνη αφού εγίνωσκεν ότι περιττή απέβαινεν η θυσία και αφού συνησθάνετο βεβαίως ότι αναγκαία ήτο προς την πατρίδα η ζωή του. Αλλ' υπό αισθημάτων πάντη διαφόρων εμπνεόμενος ο Διάκος και θεωρών τας Θερμοπύλας προωρισμένας ανέκαθεν να ήναι του Ελληνισμού το αιματόφυρτον Γολγοθά, υπέμεινε μέχρι τέλους, απέκρουσε μετ' αγανακτήσεως τας δεήσεις των φίλων προτρεπόντων αυτόν εις φυγήν και επί τούτω προσαγαγόντων αυτώ την ίππον, και απεδέχθη το μαρτύριον συνειδώς ότι αι μεγάλαι ιδέαι βλαστάνουσι και καρποφορούσι ποτιζόμεναι διά του αίματος και τρεφόμεναι διά των βασάνων.

Περιγράφων την εν Θερμοπύλαις μάχην προέκρινα πανταχού τας δοκούσας μοι ακριβεστέρας πληροφορίας, συνειδώς ότι η δημοτική Ελληνική ποίησις εκ των μυχών της ιστορίας εκπορευομένη κυρίως προτίθεται την ακριβή αφήγησιν των γεγονότων, περικοσμούσα μεν και χρωματίζουσα αυτά ποικιλοτρόπως προς εκφανεστέραν του θέματος διατράνωσιν, αλλ' ούτε την παραμόρφωσιν της αληθείας ανέχεται ούτε την αποσιώπησιν όταν δι' αυτών καταστρέφονται αι βάσεις εφ' ων εγείρονται οι ιδανικοί αυτής πύργοι. Απέκλινα επομένως τον ρωμαντισμόν εφ' ω κακή τύχη αγάλλονται πολλάκις και ενασμενίζουσι φαντασιοκόποι τίνες, μιμηταί ξένων εθίμων, ξένων παραδόσεων, ψευδαπόστολοι και εισηγηταί αλλοτρίων δογμάτων, πεποιθώς ότι σχετικώς προς την ηλικίαν και τας περιστάσεις του έθνους τοιαύται νεολογίαι πρέπει να καταδικάζωνται ως αναχρονισμοι και να εκλαμβάνωνται ως μιάσματα ικανά, διά της επιδράσεως αυτών, επικινδύνως να νοθεύσωσι και διαφθείρωσι τον αληθή οργανισμόν της ιθαγενούς γραμματολογίας. (6)

Ιστορία λοιπόν τουτέστιν αλήθεια είναι η κυριωτέρα βάσις της Εθνικής ποιήσεως και οδυνηρόν και αξιοδάκρυτον είναι οσάκις εκ των περιστάσεων της εποχής ή της ολιγωρίας των χρονογράφων τινά εκ των σημαντικωτέρων γεγονότων εκτίθενται ανακριβώς και συγκεχυμένως· είναι αδύνατον να περιγράψη της την ανυπόφορον αδημονίαν εξ ης πάσχει ο ποιητής όταν εν μέσω του πυρετού της εμπνεύσεως αίφνης παρίστανται αυτώ τοιούτου είδους προσκόμματα· το ατύχημα τούτο συνέβη και προς εμέ ότε ανεκάλυψα σπουδαίαν μεταξύ των ιστοριογράφων της νεωτέρας Ελλάδος διαφωνίαν περί της εποχής καθ' ην συνεκροτήθη η καταστρεπτική σύγκρουσις. Μη δε νομίση τις ότι αλόγως επί μικροίς δυσχεραίνω, ή ότι ακαίρως υπερβοώ προκειμένου περί ασημάντου χρονικού λάθους. Έκαστον γεγονός σχετίζεται μυστηριωδώς προς άλλα και ούτε επιεικές είναι ούτε δίκαιον να βλέπη τις αίφνης διατεμνόμενον των ιδεών τον συνειρμόν και ριπτομένας εις το μέσον αμφιβολίας αίτινες διαταράττουσι της φαντασίας το δρομολόγιον.

Πριν ή λάβω ανά χείρας την Ελληνικήν Ιστορίαν του Κυρίου Σπυρίδωνος Τρικούπη και το Δοκίμιον του Κυρίου Φιλήμονος, βαθέως είχε ριζωθή εις την μνήμην μου η αποφράς ημέρα της 14 Απριλίου, διότι και παρά του γηραιού Περραιβού και παρά του Κυρίου Σπηλιάδου είχον μάθει ότι εν εκείνη έπρεπε να μνημονεύηται η αγωνία, εν δε τη επιούση το μαρτύριον του Διάκου. Eρειδόμενος επί της διαβεβαιώσεως ταύτης ήρχισα ιχνηλατών τήδε κακείσε σύγχρονα δυστυχήματα όπως διά της συμπτώσεως και του συνδυασμού παραστήσω αυτά συνδεδεμένα και τοιουτοτρόπως ανεξίτηλος διασωθή εν τη μνήμη του έθνους η νεκρώσιμος εποχή. — Ησθάνθην δε ανέκφραστον αγαλλίασιν ότε εύρον τον κρίκον δι' ου συνεζεύγνυτο η φρικωδεστάτη του Διάκου τελευτή, μετά της απαγχονίσεως του Πατριάρχου Γρηγορίου και της εκ των σπλάγχνων του Βοσπόρου θαυμασίας αναδύσεως του ιερού εκείνου λειψάνου.

Αίφνης αναδιφών τας σελίδας του Κυρίου Φιλήμονος παρετήρησα μετ' εκπλήξεως και ψυχικού άλγους ότι ουχί πλέον κατά την 14 αλλά κατά την 23 Απριλίου συνεκροτήθη η μάχη. — Η διαφωνία αύτη προς μεν την ιστορίαν ίσως ήτο αδιάφορος, προς δε την ποίησιν είχεν ακαταλόγιστον βαρύτητα. Κ' ενώ αφ' ενός δεν ήθελον να μεταβάλω το σχέδιον του τετάρτου άσματος, άφ' ετέρου ελυπούμην σφόδρα διά την ανακρίβειαν, ούδ' έστεργον να αρυσθώ εκ των απόρων απολογίας προσπίπτων εις την μακροθυμίαν της Π ο ι η τ ι κ ή ς Α δ ε ί α ς άν ποτε εδείκνυντο αληθείς αι ρήσεις του Κυρίου Φιλήμονος και Τρικούπη, εξηλέγχοντο δε ψευδείς και ανυπόστατοι αι των προ αυτών γραψάντων.

Αλλά προς μείζονα ταλαιπωρίαν του νοός μου ο μεν Περραιβός, αφού εν τη εισαγωγή των πολεμικών αυτού απομνημονευμάτων ανηλεώς επιτίθεται κατ' εκείνων οίτινες εξ αγνοίας διαστρέφουσι την τε χρονολογίαν και τα άθλα της επαναστάσεως, περιγράφων την μάχην και θέλων εκ προθέσεως να σημειώση την αξιομνημόνευτον εποχήν, διαβεβαιοί μετά παρρησίας ότι αύτη συνέβη κατά την 14 Απριλίου, «π έ μ π τ η ν τ η ς δ ι α κ α ι ν ησ ί μ ο υ.» (7) Τούθ' όπερ και ο Κύριος Σπηλιάδης παρεδέχθη άνευ αντιρρήσεως. — Ο δε Φιλήμων αποτόμως διακηρύσσει ότι συνεκροτήθη τη 23η «η μ έ ρ α τ ο υ αγ ί ο υ Γ ε ω ρ γ ί ο υ» — (8). Ο τελευταίος ούτος ισχυρισμός στηρίζεται εφ' όλης εν γένει της χρονολογίας του Ιστορικού Δοκιμίου, κυρίως δε επί της επιστολής του Νικολάου Νάκου, Ιωάννου Στάμου, Ιωάννου Φίλωνος και Βασιλείου Βούσγου προς τον Γεώργιον Κόκκινον και Νικόλαον Μανούσκον ημερολογημένης τη 19 Απριλίου, δι' ης αγγέλλεται η άλωσις της Υπάτης καθ' α έγραφεν εις αυτούς ο Διάκος, (9) Αν λοιπόν η επιστολή εγράφη τη τρίτη του Θωμά πώς είναι δυνατόν να συνέβη η εν Θερμοπύλαις καταστροφή κατά την πέμπτην της διακαινησίμου και να μη γίνεται περί αυτής λόγος εν τω εγγράφω;

Εκτός τούτου διεσώθη και εδημοσιεύθη εν τω Ιστορικώ Δοκιμίω ο παρά των προυχόντων Λεβαδειέων διορισμός του Βούσγου ως οπλαρχηγού, εις αντικατάστασιν του Διάκου, ημερολογημένος τη 23η Απριλίου, τουτέστι τη αυτή ημέρα καθ' ην συνέβαινε το δυστύχημα. Βεβαίως τοιαύται αποδείξεις είναι ικαναί να άρωσι πάσαν αμφιβολίαν μολονότι διεγείρει εις εμέ έκπληξιν ου μικράν η σπουδή μεθ' ης οι Λεβαδειείς προέβησαν εις την αναπλήρωσιν μη θελήσαντες, χάριν σεβασμού προς τον άνδρα, ν' αναβάλωσιν εις την επιούσαν τον διορισμόν άλλου, ότε την πράξιν ταύτην ήθελε δικαιώση ο θάνατος του προσφιλούς αυτοίς στρατηγού.

Ο Κύριος Κωνσταντίνος Σάθας τρίβων περί τα τοιαύτα θεωρεί επίσης αναντίρρητον την χρονολογίαν του Κυρίου Φιλήμονος συνεπεία διαβεβαιώσεων συλλεχθεισών επί τόπου ένθα διασώζεται και η φήμη ότι ο αείμνηστος είδε κατ' όναρ και τον άγιον της ημέρας προτρέποντα αυτόν εις μάχην. Εις επίμετρον πάντων τούτων έρχεται τέλος επιστολή ανέκδοτος του Διάκου προς τους άρχοντας της Λεβαδείας ημερολογημένη τη 11η Απριλίου και υπάρχουσα εις χείρας του Κυρίου Φιλήμονος, εν η αναγγέλλεται παρ' αυτού του οπλαρχηγού η μετάθεσις του στρατοπέδου από Αλαμάνας εις Υπάτην. Τοιουτοτρόπως λύεται οριστικώς το ζήτημα και προκύπτει αναμφιλέκτως ότι καθ' ην ημέραν η ορθόδοξος ημών εκκλησία πανηγυρίζει την μνήμην του τροπαιοφόρου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, πάσα εθνική καρδία οφείλει να εορτάζη και την μνήμην του τροπαιοφόρου μεγαλομάρτυρος Αθανασίου Διάκου.

Την επιστολήν ταύτην δημοσιεύω παρά πόδας ουχί μόνον προς ένδειξιν της αληθείας, αλλ' όπως ίδωσι και μάθωσιν οι μεταγενέστεροι διά τίνων μέσων ανεδέχθησαν οι λεοντοκάρδιοι της εποχής εκείνης ίνα εγείρωσιν εκ του τάφου την εθνικήν αυτονομίαν· πεισθώσι δε ότι ακράδαντος θέλησις στηριζομένη επί τυφλής προς τον Θεόν πίστεως είναι όπλον ακαταμάχητον και μοχλός πανίσχυρος ικανός αείποτε να ανατρέψη ετοιμόρροπα και σκωληκόβροτα οικοδομήματα (10),

Επανερχόμενος εις το προκείμενον λέγω ότι, παραδεχθείς αδιστάκτως την χρονολογίαν του Ιστορικού Δοκιμίου και δι' αυτής επιγράψας το τέταρτον άσμα, επίστευσα θεμιτόν να συμπεριλάβω και τον θάνατον του Πατριάρχου καθ' όσον πρόκειται περί γεγονότος τετελεσμένου μεν προ δεκατριών ημερών αλλά μήπω συμπεπληρωμένου. Ουδείς ο αγνοών ότι καθ' ην ώραν παρεδίδετο εις τας φλόγας ο Διάκος, το λείψανον του Γρηγορίου διεπέρα σώον και άφθαρτον τον Εύξεινον Πόντον και ότι το μετακομίζον το ιερόν φορτίον πλοίον του εκ Κεφαλληνίας Ιωάννου Σκλάβου, μόνον κατά την 11 Μαΐου ηγκυροβόλησεν εις Οδησσόν.

Συνελθόντων των Λεβαδειέων κατά την θέσιν Αγίαν Παρασκευήν και καθαγιασθείσης της επαναστάσεως διά της ευλογίας και των ευχών του μητροπολίτου Αθηνών Διονυσίου και των επισκόπων Ταλαντίου και Αμφίσσης, Νεοφύτου και Ησαΐου, ανεκηρύχθησαν ομοφώνως παρά των αρχιερέων, των προυχόντων, του περιεστώτος λαού και των αποστόλων της Φιλικής εταιρίας Αθανασίου Ζαρείφη και Δήμου Αντωνίου, πεντακοσίαρχοι μεν ο Βούσγος, ο Λάππας, ο Τριανταφυλλίνας και ο Σιμαρέσης, αρχηγός δε των όπλων της επαρχίας ο Αθανάσιος Διάκος. Τότε ανεπέτασεν ούτος και την σημαίαν του, τα μεν άλλα λευκήν, φέρουσαν δε αφ' ενός την εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, και αφ' ετέρου την φοβεράν ρήτραν Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ή Θ ά ν α τ ο ς. Αλλά σύμβολον αληθές της διανοίας του Διάκου και μονόγραμμα και προφητικός γρίφος περικαλύπτων πάσας τας απορρήτους ελπίδας, πάσας του έθνους τας πατροπαραδότους ευχάς, ήτο η πολεμική αυτού σφραγίς, ένθα διέλαμπεν εγκεχαραγμένος επί κεφαλής μεν ο Σταυρός, κάτωθεν δε ο δικέφαλος Βυζαντινός αετός κεκοσμημένος διά των κεφαλαίων Ο. Θ. Ν. Κ., τουτέστιν ο Θ ε ό ς ν ι κ ά»

Τα σημεία ταύτα έφερον και άλλοι εκ των συγχρόνων οπλαρχηγών ως ο Πανουριάς. Αλλ' άξιον θαυμασμού είναι ότι διετηρήθησαν ανέκαθεν απαράλλακτα, αμεταποίητα, αμετάβλητα εις τας στιβαράς χείρας των αρματωλών καθ' όλην την διάρκειαν του μεσαιωνικού κατακλυσμού. Ανατραπέντος του θρόνου έδραξεν ο Ελληνισμός την Μεγάλην της Αυτοκρατορίας Σφραγίδα και μετ' αυτής εσώθη επί των χιονοστεφών ορέων εφ' ων το συμβολικόν πτηνόν εδύνατο να στήση την φωλεάν αυτού και να δορυφορηθή υπό ζώντων αληθών αετών, (11)

Τοιουτοτρόπως το Ελληνικόν έθνος έζησεν εν μέσω της αβύσσου, έχον τουλάχιστον εν τη καρδία αυτού ένα όνειρον, έν δόγμα, ένα σκοπόν, θείον, ευγενή, μεγάλον, και τον επεδίωκεν ακαταπαύστως, εις ουδέν λογιζόμενον ούτε φυλακάς, ούτε μαστιγώσεις, ούτε απαγχονίσεις. Πεινών, διψών, γυμνητεύων εσύρετο ο Έλλην μαχητής από χαράδρας εις κρημνόν και από κρημνού εις υπόγεια και ζοφερά σπήλαια, μετακομίζων αείποτε τον μυστικόν θησαυρόν του και προσδοκών καθ' εκάστην ν' ακούση αντηχούν εις τας ακοάς του, το θυελλώδες πτερύγισμα του άνακτος των ορνέων και να ίδη επανερχομένην την βασιλείαν του Σταυρού του.

Εύρον οι Φιλικοί την ιδέαν ταύτην βαθέως ερριζωμένην εν τοις σπλάγχνοις της φυλής και επεχείρησαν να την καλλιεργήσωσι καταβαλόντες προσπαθείας γιγαντώδεις προς πραγματοποίησιν αυτής. Όταν αναγινώσκη τις τα έγγραφα τα επιμαρτυρούντα τας ακαταλογίστους θυσίας, τους διηνεκείς κινδύνους, την απεριόριστον αυταπάρνησιν, τους αγώνας, τα τολμηρά σχέδια των συνεταίρων και συγκρίνη ταύτα προς την παρούσαν νέκρωσιν, προς την απάθειαν, προς την μικρότητα ημών των αμέσως διαδεχθέντων εκείνους, καταλαμβάνεται υπό ανεκφράστου απελπισίας. Τότε ωκεανός πολυτάραχος, αλλ' αχανής, τώρα λίμνη τεθολωμένη και νεκρά ύδατα. Τότε ήλιος διαλάμπων εν μέσω πορφυροχρόων νεφελών, τώρα λυχνία ημίσβεστος, αμυδράν εκπέμπουσα λάμψιν. (12)

Υπό την έποψιν ταύτην η κατάρτισις του Ελληνικού Βασιλείου υπήρξεν αληθής δολοφονία της μεγάλης εθνικής ιδέας. Εφυλακίσθη το γένος εντός στενοχώρου ειρκτής, κατεσκευάσθη διά χειρών αλλοτρίων βάθρον ταπεινόν εφ' ου ετέθη εύθραστον θρονίον, εδωρήθη εις ημάς μανδύας ον ειρωνικώς απεκάλεσαν πορφύραν, εχαλκεύθη σκήπτρον κουφότερον καλάμου, εχαράχθησαν επ' αυτού τερατώδη σύμβολα, και ημείς νήπιοι επεκροτήσαμεν την θεατρικήν παράστασιν, και ανεπαύθημεν. Το πολεμικόν πνεύμα της φυλής εσβέσθη, κατέφαγεν η σκωρία τα αιμοβαφή όπλα των πατέρων, οι απόγονοι των διασημοτέρων αρματωλών μετεμορφώθησαν εις δικηγορίσκους και σήμερον αεννάως αλληλλομαχούντες και διαπληκτιζόμενοι, προήλθομεν εις τοσούτον ώστε να πιστεύωμεν ότι μεγάλας προσφέρομεν εις την Ελληνικήν εθνότητα υπηρεσίας, όταν μετά σφοδράν και δριμυτάτην πάλην επιτύχωμεν την καταδίκην πολιτικής τινος μερίδος και ταύτης εξ Ελλήνων συγκεκροτημένης και χαρακτηρίσωμεν αυτήν φαύλην, αντεθνικήν, διεφθαρμένην.

Αλλά κατά την έναρξιν του Ιερού αγώνος εις ουδενός τον νουν, όσον στενόν και στείρον αν τον υποθέση τις, εχώρησεν η ιδέα τοιούτου Βασιλείου. Εμειδία προς πάντας η ελπίς της μεγάλης εθνικής αναγεννήσεως, της πλήρους ανακτήσεως των προγονικών δικαιωμάτων και επομένως ανάλογος προς το μέγεθος του σκοπού υπήρξεν η αυταπάρνησις, ο ενθουσιασμός, αι θυσίαι, η καρτερία, ανάλογα και τα σημεία εν οις η ανεγειρομένη φυλή διετύπονε το επιζητούμενον γέρας.

Ο Διάκος, είς των θερμοτέρων αποστόλων του εθνικού τούτου δόγματος, αληθής ενσάρκωσις του αρματωλικού πνεύματος, επόμενον ήτο ότι έπρεπε να φέρη επί της σφραγίδος απεικονισμένον το αίνιγμα, όπερ είχεν ομόση ή διά της σπάθης να λύση ή διά του αίματος να καθαγιάση. Την ιδέαν ταύτην πολυειδώς και πολυτρόπως ηθέλησα να διατρανώσω και να εμφυσήσω εις το στιχούργημά μου θεωρών αυτήν ως την ψυχήν δι' ης ανέκαθεν εζωογονήθη το έθνος, υπέρ ης ηγωνίσθη, εμαρτύρησε, και ης τη αρωγή, θεού ευδοκούντος, θέλει πάλιν ανορθωθή.

Αφαιρουμένης ταύτης η εθνική ποίησις, το Εγώ του Έλληνος, μένει νεκρόν γράμμα, και τα άθλα και τα βάσανα και αι προσδοκίαι τοσούτων αιώνων αποβάλλουσιν εκ μιας το ιδανικόν δι' ου περικοσμούνται και παρίστανται ως πελώριος όγκος ελεεινών ερειπίων, ασκόπως σεσωρευμένων και οικτρώς συνεχομένων διά μόνου του αίματος και της σαρκός απειραρίθμων γενεών. Τοιαύτη εξόμωσις της εθνικής πίστεως είναι ασυγχώρητον έγκλημα, τουλάχιστον προς τα όμματα εκείνων οίτινες πρεσβεύουσιν ότι εν πάση σελίδι της ημετέρας Ιστορίας καταφανής διαλάμπει ο δ ά κ τ υ λ ο ς του Υ ψ ί σ τ ο υ.

Συνηγωνίσθησαν μετά του Διάκου τετρακόσιοι περίπου μαχηταί. Αλλ' εξ αυτών μόνοι τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα έμειναν μέχρι τέλους επί του πεδίου της μάχης· οι λοιποί πτοηθέντες εκ του μεγάλου όγκου των πολεμίων, ουδ' επιρρωννύμενοι έστω και εξ αμυδράς τινος ελπίδος επιτυχίας, έστρεψαν απ' αρχής τα νώτα. Πλην δε του αειμνήστου Ησαΐα και του εν Χριστώ αδελφού αυτού Ιερομονάχου Παπαγιάννη, πλην του Βακογιάννη και του Καλύβα οίτινες, αφού κατέστησαν απόρθητον ακρόπολιν το Χάνι της Αλαμάνας, έπεσαν ξιφήρεις εις μέσον των εχθρών και κατεκρεουργήθησαν, ονομαστί μνημονεύονται ο Κομνάς Τράκας εξ Αγόργιανης της Παρνασσίδος, ο Ιωάννης Μητρόπουλος και Νικόλαος Κίρκος, οπλαρχηγοί Γαλαξειδίου και ο Μήτρος Μασσαβέτας αυτάδελφος του Διάκου. Το πτώμα του Μασσαβέτα εχρησίμευσε μάλιστα ως τελευταίον οχύρωμα, διότι όπισθεν αυτού φυλαττόμενος ηγωνίσθη ο Διάκος τον τελευταίον αυτού αγώνα. Ο δε Μητρόπουλος, αφού επί ματαίω προσεπάθησε ν' αποσπάση εκείθεν τον αρχηγόν, απέκοψε την κεφαλήν του Μήτρου και απήλθε σώσας αυτήν εκ των ύβρεων.

Εκ των παρά τω Διάκω μέχρις εσχάτης ώρας συμπολεμησάντων μόνον του αδελφού έκρινα εύλογον να διάμνημονεύσω το όνομα. Προετίμησα δε να θεραπεύσω τας ανάγκας της ποιήσεως δι' ενός ή δύο πλαστών ονομάτων, προς αποφυγήν δυσαρέστων αντιλογιών

Προς τους ευαρίθμους τούτους μαχητάς αντεστράτευον ο Κιοσέ Μεχμέτ, Κεχαγιάμπεης του Χουρσήτ και ο Ομέρ Βριόνης. Τον πρώτον έκρινα ανάξιον πάσης προσοχής και μόνον εισήγαγον αυτόν ίνα τω αναθέσω το απεχθές έργον του δημίου, ότε ο Χαλήλμπεης προσπεσών εξητήσατο προσωπικήν ικανοποίησιν, τον παραδειγματικόν θάνατον του Διάκου.

Αλλ' εν τω προσώπω του Ομέρ Βριόνου εύρον ανταγωνιστήν εφάμιλλον και προσεπάθησα να τον παραστήσω καθ' ην εμόρφωσα προ χρόνων ιδέαν περί του χαρακτήρος, περί της γενναιότητος, και καθόλου περί των προτερημάτων και των ελαττωμάτων της φύσεως αυτού, αφού πιστώς τον παρηκολούθησα καθ' όλην την διάρκειαν του πολεμικού του σταδίου.

Είλκεν ούτος το γένος εκ των Παλαιολόγων Βριόνων, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεσποτών της εν Αλβανία Μουζακίας. Υπάρχει δε αναντίρρητον ότι οι περιφανείς αυτού πρόγονοι ετήρησαν διαδοχικώς την ηγεμονίαν μέχρι της καταστροφής Γεωργίου του Καστριώτου. Τότε εκ των δύο της γενεάς διακλαδώσεων η μεν μία εβιάσθη εις εξόμωσιν, η δε άλλη εμμείνασα εις το πάτριον θρήσκευμα μετώκησεν αλλαχού. Εκ της πρώτης κατάγεται ο επί Αλή πασά μέγας και πολύς Χασνατάραγας (θησαυροφύλαξ), εκ της δευτέρας πηγάζουσιν αι εν Επτανήσω σωζόμεναι οικογένειαι των Βριόνων.

Νεανίας έτι ο Ομέρ εδεικνύετο υπερήφανος και την έμφυτον ταύτην αγερωχίαν υπέθαλπεν η συναίσθησις της καταγωγής ήτις και τον παρέσυρε πολλάκις εις νεφελώδεις ρεμβασμούς. Ουδαμώς ανεχόμενος την ταπείνωσιν και βαρέως φέρων την υπερίσχυσιν του Ιμβραήμ, γαμβρού και διαδόχου του Κουρτ πασά, αμειλίκτου εχθρού του, εν τη σατραπεία του Βερατίου, ανεχώρησεν εις Αίγυπτον και προσήνεγκε τω Μεχμέτ Αλή την σπάθην, πολεμούντι τότε προς τους Κιολεμενίδας. Εύρεν εκεί ο Βριόνης ευρύ στάδιον προς την φιλοδοξίαν του. Εκεί εν μέσω των ερήμων διεπλάσθη το πνεύμα του καθ' ομοίωσιν των εκτάσεων ας διέτρεχε και του επισκέποντος απεράντου ουρανού· έκτοτε χρονολογείται και η διά βίου κατασχούσα την ψυχήν αυτού μανία να τρέφη τους ευγενεστέρους και θαρραλεωτέρους ίππους και οχούμενος να επιδεικνύη το αρρενωπόν ήθος.

Ότε, έν τινι κατά του Σουλίου εκστρατεία συνοδεύων τον Αλήν, απώλεσε προσφιλεστάτην φορβάδα γένους περιφανούς, εξέθηκε την ζωήν του εις προφανή κίνδυνον, προχωρήσας μέχρι των προφυλακών του Σουλιωτικού στρατοπέδου όπως διαπραγματευθή την εξαγοράν, αποτυχών δε εγένετο φρενήρης εκ της απελπισίας.

Κατακτήσας εν Αιγύπτω δόξαν και πλούτον μέγαν επανήλθεν εις Ήπειρον και εταύτισε την τύχην του μετά του Αλή, επ' ελπίδι ότι έμελλε να έλθη ώρα και τον Ιβραήμ να εκδικηθή και κυριάρχης εν τη πατρίδι αυτού ν' αναδειχθή. Ο Αλής εκτιμών την αξίαν του ανδρός και θεωρήσας αυτόν κατάλληλον προς εκπλήρωσιν των κατά της σατραπείας του Βερατίου κατακτητικών σκοπών του, κατέστησεν αυτόν θησαυροφύλακα και τω επέτρεψε να στρατολογήση εν τάχει και επιτεθή κατά του Ιβραήμ· Εξελθών ο Βριόνης κατετρόπωσε τον εχθρόν και τον εκράτει στενώς περιωρισμένον εντός του φρουρίου της πρωτευούσης του, ότε ο Αλής δραμών δήθεν όπως μεσιτεύση προς συνδιαλλαγήν των διαμαχομένων ήρπασεν, ως εικός, την περιουσίαν του Ιβραήμ και έδωκε προς τον Ομέρ να εννοήση ότι, ζώντος αυτού, εις ουδένα επετρέπετο να υψώνη τον τράχηλον.

Αποκηρυχθέντος του Αλή, ο φιλόδοξος Ομέρ προβλέπων την καταστροφήν, ηνώθη μετά των Σουλτανικών αλλά εν τη αγερωχία αυτού μη ανεχόμενος να βλέπη εαυτόν συγχεόμενον μετά της τύρβης των πασάδων, εν τω κρυπτώ διελογίζετο διά τίνων μέσων να γίνη περιφανής και περίβλεπτος.

Στενώς συνδεδεμένος προς πάντας σχεδόν τους διασημοτέρους της Ελλάδος οπλαρχηγούς, και μη στέρξας ουδέποτε να μολύνη τας χείρας εις τα Αληπασικά κακουργήματα, αφ' ετέρου εν γνώσει διατελών των ενεργειών της Φιλικής Εταιρίας και προαισθανόμενος την επικειμένην επαναστατικήν έκρηξιν, ήλθε τότε εις επαφήν προς τον αρματωλόν της Λεβαδείας και γενικόν οδοφύλακα της Στερεάς, Οδυσσέα Ανδρούτζον και επιδεικνύμενος συμπάθειαν υπέρ της αναξιοπαθούσης Ελλάδος, απεριόριστον δε σεβασμόν προς την ανδρείαν των τέκνων της, εφάνη διατεθειμένος να προτείνη φιλικήν χείρα προς ανόρθωσιν εκείνων ους εθεώρει, ως εκ της ταυτότητος της καταγωγής, αδελφούς και συμπατριώτας. Τότε συνωμολογήθη, επί τω όρω αυστηροτάτης εχεμυθίας, μεταξύ του Οδυσσέως και του Βριόνου η περίεργος εκείνη συμφωνία δι' ης οι συμβαλλόμενοι υπεχρεούντο αμοιβαίως να υποστηριχθώσι διά των όπλων προς αναστάτωσιν της Αλβανίας και της Στερεάς Ελλάδος, προβώσι δε μετά την επιτυχίαν εις την κατάρτισιν δύο αυτονόμων Κρατών, του μεν υπό την κυριαρχίαν του Ομέρ, του δε υπό την ηγεμονίαν του Οδυσσέως. (13)

Και ο μεν Βριόνης, ίσως σπουδάζων ειργάσθη τα τοιαύτα, αλλ' ουδεμία υπάρχει αμφιβολία ότι το γενναίον τέκνον του διαβοήτου Ανδρούτζου προέβη εις το βήμα τούτο μόνον προς τον σκοπόν ν' αποσοβήση ή να ουδετερώση επ' αγαθώ της επαναστάσεως πάσαν αντενέργειαν εκ μέρους των Αλβανών.

Εκ της διαθρυλληθείσης συμφωνίας ωφεληθέντες μετά ταύτα αρχολίπαροί τινες, προσωπικοί εχθροί του Οδυσσέως, υπέσκαψαν την επιρροήν του, παρέστησαν αυτόν προδότην και τέλος κατώρθωσαν διά χειρών Ελλήνων να δολοφονήσωσι τον ατρόμητον εκείνον λέοντα.

Καταρτισθέντος του συμβολαίου υπέβαλεν ο Βριόνης, ως μέσον υπεκφυγής, παρατηρήσεις τινας σχετιζομένας προς την ιδιαιτέραν θέσιν του, και ωμολόγησεν ειλικρινώς ότι επεθύμει να θεωρήται απηλλαγμένος πάσης υποχρεώσεως, αν τυχόν ο Σουλτάνος εκτιμών την βαρύτητά του, ήθελε τον αναγόρευση Πασάν επί τρισίν ουραίς.

Εκραγείσης της επαναστάσεως και θέλων ο Χουρσήτ να καταπνίξη την φλόγα εν τη γενέσει αυτής, τον μεν Κιοσέ έταξεν επί κεφαλής του πρώτου κατά της Ελλάδος ορμήσαντος στρατού, καθιστών αυτόν Βεζίρην αντιπρόσωπόν του, τον δε Βριόνην υπέβαλεν εις τας αμέσους διαταγάς του.

Λαμβάνων υπ' όψιν την έμφυτον αστασίαν του χαρακτήρος του Ομέρ, την άκρατον αυτού φιλοδοξίαν και θέτων αυτόν εις επαφήν προς τον Διάκον, ου μόνον απέβλεψα εις τον παραλληλισμόν, αλλ' ενόμισα παντός λόγου άξιον να διασώσω την απόρρητον ομολογίαν ήτις έλαβε χώραν μεταξύ αυτού και του Οδυσσέως και να αναφέρω αυτήν ως προτεινομένην εκ νέου εις άνδρα προ πολλών ετών αδιασπάστως συνδεδεμένον μετά του οπλαρχηγού της Λεβαδείας και υποτιθέμενον εν γνώσει των κρυφιωτέρων αυτού διαλογισμών.

Εκτός των ιστορικών τούτων ανταγωνισμών υπεράνω πάσης άλλης βασάνου, πάσης άλλης περιφρονήσεως, έθεσα πλησίον του Διάκου, αφ' ης στιγμής συνελήφθη μέχρι του μαρτυρίου, ανώνυμον και ειδεχθή δαίμονα τον Γ ύ φ τ ο ν.

Άδεται ότι, άν ποτε επί πλοίου, εν μακραίς και υπερωκεανίοις θαλασσοπορίαις, ενσκήψη επιδημία, εκ δε των νοσούντων υπάρχη τις θανατηφόρως προσβεβλημένος, λάβρος, απαθής, αποτρόπαιος, εν αποστάσει τινί όπισθεν της πρύμνης, εμφανίζεται ο καρχαρίας, αλάνθαστος οιωνός του επικειμένου πένθους, μνήμα περιπλανώμενον, αδηφάγον, προσμένων να καταβροχθίση το πτώμα άμα παραδιδόμενον εις τα κύματα. Τοιούτος κατά τον μέγαν και φοβερόν διάπλουν του Ελληνισμού τυγχάνει ο Γύφτος.

Υπήρξε το όργανον της στρεβλώσεως, ο βρόχος της αγχόνης, ο πολυμήχανος εφευρέτης των βασάνων εν ταις χερσί των κατακτητών και το έργον αυτού εξεπλήρωσεν εκθύμως, πιστώς, εντρυφών και αγαλλόμενος οσάκις εις τους όνυχας αυτού παρεδίδετο το σφάγιον.

Αγνοώ αν η επικατάρατος αύτη φυλή, αρχαία ως ο Κάιν, κατά τας πολυειδείς φάσεις του μυστηριώδους βίου της, περιήλθέ ποτε εις την εξαχρείωσιν εις ην έφθασε διοδεύουσα την Ελληνικήν χώραν, προαιώνιος ακόλουθος της καταστροφής και του ολέθρου.

Υπάρχουσιν έτι παρ' ημίν οι απαίσιοι ούτοι σκώληκες, αδιαπαύστως περιπλανώμενοι, πελιδνοί, δυσώδεις, ως αγέλαι ακατανομάστων κτηνών, οικτρά καταγώγια ρυπαρωτάτων διαδοχικών ασθενειών, φέροντες επί των ώμων, δίκην παμμεγέθους κοχλίου, τας ζοφεράς σκηνάς των και σύροντες μεθ' εαυτών τον άκμονα, την σφύραν, τας τανάγρας, την φύσσαν εκ δύο ασκών συγκεκροτημένην, τους άνθρακας, τεμάχιά τινα ακατεργάστου σιδήρου και σχεδόν πάντοτε λιμώττοντας κύνας, μέλανας αιλούρους ή αλυσιδέτους άρκτους προς επίδειξιν, όθεν πολλάκις Α ρ κ ο υ δ ό γ υ φ τ ο ι προσαγορεύονται.

Μετέρχονται την χειρομαντείαν, και συνθέτουσι παράδοξα φάρμακα ουχί προς θεραπείαν ασθενειών ή τραυμάτων, αλλ' όπως δι' αυτών προκαλώσιν εξαμβλώσεις, τεκταίνωνται μαγγανίας και παντός είδους αθεμιτουργίας.

Άθεοι, απάτορες, ακοινώνητοι, ουδέποτε μεριμνώντες περί της επιούσης, αγνοούντες πόθεν έρχονται ή πού πορεύονται, εν τη αποκτηνώσει αυτών ασεβώς εναγκαλιζόμενοι αντί της συζύγου την θυγατέρα· οσάκις προσέρχονται είς τινα εκ των ημετέρων πόλεων συνήθως διαμένουσι σκηνίται εκτός του περιβόλου, ωσανεί συναισθανόμενοι την απέχθειαν ην αείποτε διεγείρει η παρουσία των, ή μη αποτολμώντες να ίδωσι κατά μέτωπον την κοινωνίαν ην εβασάνισαν.

Τοιούτου ανθρωπομόρφου τέρατος δεν ηθέλησα να παραλείψω την απεικόνισιν, εξορύξας συνάμα εκ των πολυτίμων της δημώδους γλώσσης μεταλλείων την κατάλληλον κυριολεξίαν προς καθιέρωσιν των ιδεών και των φράσεων δι' ων ήκουσα πολλάκις τον λαόν να χαρακτηρίζη και να περιγράφη εκείνα του άδου τα μιαρά εκβράσματα.

Ταύτα έκρινα εύλογον να εκθέσω και προς διασάφησιν του θέματος και προς συμπλήρωσιν ιστορικών τινων γεγονότων, συγκεχυμένως πως αναφερομένων και ατάκτως τήδε κακείσε διεσπαρμένων. Λυπούμαι ότι ηναγκάσθην να εκταθώ πέραν του δέοντος και προβλέπω ότι δεν είναι δύσκολον να εφαρμοσθή κ' επί του βιβλιαρίου μου τούτου ο Διογένειος χαριεντισμός, ν' ακούσω δε και την παραίνεσιν μωμοσκόπου τινος ότι συμφέρει να φυλάξω το ποίημα μη τυχόν εξέλθη των μεγάλων της εισαγωγής πυλών.

Αλλ' αι ταλαιπωρίαι και τα δυστυχήματα της φυλής και εν πεζώ λόγω ιστορούμενα είναι πάντοτε ποίησις· εάν δε απ' αρχής μέχρι τέλους παρακολουθήση τις εις τον βαθμιαίον εξελιγμόν του εθνικού δράματος και την αλληλουχίαν των περιστάσεων, εν αις συγκεφαλαιούται ο μυριετής αγών, ουδέν άλλο βλέπει, ειμή γενεάς επί γενεών ως επί δέλτου νεκρικού ημερολογίου στιχηδόν τεταγμένας, οιονεί πολυαρίθμους χορδάς γιγαντιαίας Αιολικής φόρμιγγος παράλογος μεν επί πλείστον αμνηστουμένης, αείποτε δε προσδοκώσης πεπειραμένους δακτύλους, ίνα διά της πρώτης αυτών κρούσεως εκπέμψη φθόγγους ηδίστους και εξαισίους υμνωδίας.

Το περί γλώσσης ζήτημα παρέρχομαι όλως άθικτον, αποκλίνων και αύθις πάσαν περί αυτού κενήν λογομαχίαν. Ερριζώθη εν εμοί και εσαρκώθη ως δόγμα, ως σύμβολον ορθοδοξίας, όταν πρόκηται περί ποιήσεως. Προέβη δε εις τοσούτον η προκατάληψις ώστε και αυτά τα ένδοξα αρχαία ελληνικά ονόματα ασυμβίβαστα θεωρώ προς την αρμονίαν του στίχου και γράφων τον Αθανάσιον Διάκον ουδαμού του ποιήματος εδυνήθην να εισαγάγω ούτε τας Θερμοπύλας ούτε τον Λεωνίδαν. Απ' εναντίας τα ονόματα των δημίων της Ελλάδος παρετήρησα ότι αφομοιούνται πληρέστατα και συγχωνεύονται μετά της δημοτικής ποιήσεως, είτε διότι ο χρόνος και η επιμιξία συνέτειναν εις τούτο, είτε διότι αι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί υποκρύπτουσιν ανεπαίσθητα και αδιόρατα σημεία επαφής συντελούντα προς διάπλασιν των καλλιτεχνικών έργων.

Τι δε είπωμεν περί θεμάτων λαμβανομένων εξ αλλοτρίας ιστορίας, και τι περί της οικτράς εξελληνίσεως των ηρωικών της Δύσεως, ονομάτων όταν κακή τύχη εισαγώγιμα γίνωνται εις την ημετέραν ποίησιν! Αλλά περί τούτου κρινέτωσαν άλλοι ήττον εμού προκατειλημμένοι· εν τέλει δε θέλει δικάση το μέλλον. Το κατ' εμέ θέλω προσπαθήση, όσον αι δυνάμεις μοι το επιτρέπουσιν, είτε εισερχόμενος εις την καλύβην του ποιμένος, είτε διατρέχων τα όρη και τας θαλάσσας, είτε παρευρισκόμενος όπου δήποτε η χαρά ή ο πόνος εκβιάζει την εκδήλωσιν των αισθημάτων, να συλλέγω και βαθμηδόν να διασώζω τα πολύτιμα κειμήλια της δημοτικής γλώσσης, πεποιθώς ότι εν αυτή λανθάνει άφθονος ύλη εις γλωσσολογικάς μελέτας, και αυτός ο απόρρητος σύνδεσμος ο δεικνύων την γνησιότητα της καταγωγής, ο μαρτυρών ότι ο πέλεκυς της ξενοκρατίας ουδέποτε επέτυχε να καταστρέψη την ενότητα της ημετέρας φυλής, θαυμασίως διασωθείσης τη παντοδυνάμω συνάρσει της ορθοδόξου ημών πίστεως εν τω απεράντω χαρτοφυλακείω των εθνικών παραδόσεων.

ΣΗΜ. Ιστορικαί διασαφήσεις μετά τινων περί του λεκτικού παρατηρήσεων καταχωρίζονται εν τέλει εκάστου άσματος.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ

Η Π Α Ρ Α Μ Ο Ν Η.

        »Αναίβα, Μήτρε, στου βουνού κατάκορφα τη ράχη,
        Πάρε το μάτι ταητού και ταλαφιού το πόδι
        Και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.
        Κι' αν 'δής χιλιάδαις τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,
        Με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψης,
        Στάσου, πολέμα μοναχός. Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο
        Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη,
        Πέτα, ροβόλα, κράξε με… Σύρε με την ευχή μου.»
        Άστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,
        Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,
        Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο.
        Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι
        Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα.

        »Αδέρφια παλληκάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου
        Και γονατίσετε μ' εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του
        Είν' ανθοστόλιστη εκκλησιά, κ' εδώ μας παραστέκει
        Εκείνος που την έχτισε, για να τον προσκυνούμε.»

        Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, η λαγκαδιαίς, τα δέντρα,
        Η βρύσαις, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι,
        Στέκουν βουβά ν' ακούσουνε, την προσευχή του Διάκου.

        »Όταν η μαύρ' η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,
        Πλάστη μου, μ' εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια,
        Και μώλεγε να δεηθώ για κειούς που το χειμώνα
        Σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ' αγριοκαίρια
        Για να μη ζούνε στο ζυγό, ένοιωθα τη φωνή μου
        Να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,
        Μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν νάθελε η ψυχή μου
        Να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.»

        «Ύστερα μώλεγε κρυφά να σου ζητώ τη χάρη
        Να μ' αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω
        Και να μην έρθη ο θάνατος να μ' εύρη, να με πάρη
        Πριν πολεμήσω ελεύθερος, για σε πριν το ματώσω.
        Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου
        Μου φύτεψες μες την καρδιά, αγάπη, πίστη, ελπίδα,
        Έδωκες μιαν αχτίδα σου, αθέρα στο σπαθί μου
        Και μούπες, τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα.»

        »Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαίς ακόμα
        Και σβυόνται τ' άστρα σου για με. Για με θα σκοτειδιάση
        Τώμορφο γλυκοχάραμμα. Θα μου κλειστή το στόμα
        Που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεμματιά, στη βρύση,
        Θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν' η λύρα
        Που μούταν αδερφοποιτή κι' οπού με εμέ στη φτέρη
        Αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα
        Και 'ς τάψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι.»

        »Όλα τ' αφίνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω.
        Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα
        Αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω.
        Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα
        Και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου.
        Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση
        Και στοίχειωσε κάθε κλονί από τα χώματά μου
        Να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.»

        »Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα!
        Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώγ' η ζήλια.
        Θα χλημητάνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα
        Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια,
        θα γενούν πάλαι τα Θερμιά, λαίμαργη καταβόθρα…
        Χιλιάδαις ήρθαν θερισταί και χάρος οργοτόμος,
        Μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνη λώθρα
        'Σ αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος»…

        »Κ' εμείς θα πάμε με χαρά 'ς αυτόν τον καταρράχτη.
        Επάνωθέ μας θάσαι συ, και τα πατήματά μας
        Θα νάχουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη
        Πώμεινε σπίθ' ακοίμητη βαθειά στα σωθικά μας.
        Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν' ακουστή στη Δύση
        Πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ' ανθοβολήση
        Τώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα.
                             Ευλογημέν' η ώρα!»

        Έσκυψ' ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη
        Κ' εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
        Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά του
        Καθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ' ένα δάκρυ…
        Χαρά ’ς το χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση!

        Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Τα νειώτα, τη θωριά του
        Τ' αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφίνουν
        Κρυφά το θόλο τ' ουρανού για να διαβούν σιμά του.
        Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει
        'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της.
        Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.
        Χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη
        Ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,
        Γλυκαίνει το χαμαίδρυο, ’ς του χαμαιλειού τη ρίζα
        Αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι
        Που πάντα κρύβεται δειλό και τ' άπλερο κορμί του
        Αλλού στηλόνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα
        Τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση
        'Σ τ' ανδρειωμένο μέτωπο για ν' ακουστή πως ήταν
        Στη φοβερή παραμονή μια τρίχ' απ' τα μαλλιά του.

        Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Του ύπνου του η ώραις
        Όσο κι' αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν
        Ν' αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα
        Του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην τη ρανίδα
        Πώσταξ' από τα μάτια του, θα ξεπλυθή η μαυράδα
        Που ελαίρονε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.
        Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη
        Σαν αητός μες τη φωλειά, ολάκερο ένα γένος
        Έκλωθ' εκείνην τη βραδειά. Όταν προβάλ' η μέρα
        Θα νάβγουν τ' αητόπουλα με τροχισμένα νύχια
        Με θεριεμμένα τα φτερά ν' αρχίσουν το κυνήγι…
        Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους
        Πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, ΄ς τα δουλωμένα πλάγια
        Να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

«Κι' αν' δης χιλιάδαις τον εχθρό, άλογο και πεζούρα» σ.55

Άλογο. Ενικώς, έχει ως και παρά τοις αρχαίοις η ίππος περιληπτικήν σημασίαν, ιππικόν. Εκφέρεται δε και πληθυντικώς άλογα, αλλά τότε προστίθεται το πολλά, ολίγα, ή προσδιορίζεται ο αριθμός, εν ω διά του πρώτου χαρακτηρίζεται το είδος των μαχητών.

» Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη » σ. 55.

Πηλαλάει. Όταν ο ίππος οιστρηλατήται χρεμετίζων και ορθούμενος.

»Έδωκες μιαν αχτίδα σου αθέρα στο σπαθί μου » σ. 57.

Αθέρας. Κυρίως ο αθήρ του στάχυος, καθόλου δε το ακρότατον, το λεπτότατον, το εκλεκτότατον. Επί κοπτερών όπλων το ακρότατον της ακμής του ξίφους. Τα ανώτατα στρώματα της θαλάσσης όθεν και Αθερίνα είδος μικροτάτου ιχθύος διαιτωμένου εν τω αφρώ του πελάγους.

»Αραχνιασμέν' η λύρα.» σ. 57.

Λύρα. Η πιστή ακόλουθος του κλέφτου ραψωδού, απετέλει μέρος της πολεμικής αυτού συσκευής, ήτο δε το όργανον δι' ου ετονίζοντο τα ηρωικά ημών άσματα.

»Αυτήν την έρμη την πορειά.» σ. 58.

Πορειά. Στενή δίοδος, το μέρος περιπεφραγμένου τινος τόπου όπερ μένει ανοικτόν, και όχι τα παρά τη μονή της Δαμάστας Ποριά ων ποιείται μνείαν ο Κύριος Τρικούπης εν σελίδι 263 της Ιστορίας του, ούτως επονομασθέντα διότι ίσως υπάρχει εκεί και πλεονάζει το είδος του λίθου όπερ καλείται Πωρί. Πωρί καλείται επίσης πάσα λιθοειδής υπόστασις προσαπτομένη τοις ένδον αγγείου, οχετού τινος ή υδραγωγείου.

»Τ' άχαρα κόκκαλά μου.» σ. 58.

Άχαρα. Σημαίνει ενταύθα οικτιρμόν, ταλανισμόν ως και το φτωχός και το δύστυχος και τα παραπλήσια. Ως εκφαυλιστικόν δε συνεκφέρεται συνήθως μετ' άλλης επεξηγητικής λέξεως ως π.χ. άχαρος και κακόμοιρος

Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια. σ.58

ο Κύριος Κωνσταντίνος Σάθας, έν τινι αξιολόγω πονηματίω επιγραφομένω «Η κατά τον ΙΖ'. αιώνα επανάστασις της ελληνικής φυλής» διατείνεται εν Σελ. 14 ότι το γνωστόν Καρυοφύλλι ωνομάσθη ούτω από του εν Βενετία, οπλοποιοϋ Carlo figlio (Καρόλου υιού)· Περίεργος μα την αλήθειαν η ανακάλυψις αλλ' ουδόλως ευάρεστος. Τολμώ μάλιστα να είπω προς τον φίλον, ότι απαγορεύεται οιωδήποτε η διά τοιούτων ερευνών καταστροφή των θελκτικών μύθων, δι' ων ετράφημεν, εκτός όταν πρόκηται να βασιλεύση επωφελής τις αλήθεια. Πού τώρα τα ποιητικώτατα και βαρύβρομα καρυοφύλλια και πού τα πεζώτατα και άφωνα και παράχορδα Καρλοφίλια! Εκ μιας το διαβόητον αιθαλόεν όπλον των πατέρων μετεσχηματίσθη εις ευτελή σιδηρούν σωλήνα χαλκευθέντα εν Βενετία. Αύριον ίσως ο Κύριος Σάθας διανοείται να μας είπη πόθεν παράγεται και το μιλλιώνι και το αρμούτι, και σπεύδω ν' αναχαιτίσω ει δυνατόν την ακάθεκτον περί τα τοιαύτα ορμήν του. Το κατ' εμέ βεβαίως δεν θέλω στρέψη συμπαθές βλέμμα προς το νέον βάπτισμα του αρματωλικού πυροβόλου, ουδέ στέργω να παραδεχθώ την αγενή καταγωγήν. Απ' εναντίας επιμένω πιστεύων ότι τα περιφανή όπλα ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδεί ζώνη, το ομώνυμον εύοσμον φυτόν, όπερ καλούμεν Καρυοφύλλι.

Όταν παρά τινος τυμβωρύχου φιλολόγου ανεκαλύφθη και προέκυψεν ότι τα ποιήματα του Όσσιαν δεν ήσαν ειμή πλαστογραφίαι του Μακφερσώνος, διεσκεδάσθησαν δε εκ μιας ωσεί καπνός τα ιδανικά αυτών θέλγητρα, απερίγραπτος λύπη κατέλαβε πολλούς εκείνων, οίτινες είχον συνηθίσει να πιστεύωσιν εις την ύπαρξιν του Βάρδου πολεμιστού. Αν δε η μνήμη δεν με λανθάνη, ο μέγας Chateaubriant εθεώρησε την ανακάλυψιν αληθές δυστύχημα. Προτρέπω κ' εγώ τον φίλον Κύριον Σάθαν να μη επιζητή τοιαύτα, διότι αυτός πρώτος βλάπτεται εκ του μαρασμού των ανθέων της δημοτικής ποιήσεως.

»Και χάρος οργοτόμος.» σ. 58.

Οργοτόμος ο διευθύνων τους θεριστάς και εν γένει εν ταις αγροτικαίς εργασίαις, ο προπορευόμενος σκαπανεύς, ο χαράττων την γραμμήν ήτις τίθεται ως όριον εις τας γινομένας ανασκαφάς. Όργος ή οργός ο ανορυττόμενος αύλαξ, αυτή η γραμμή.

»Πως δε θα μείνη λώθρα.» σ. 58.

Λώθραι, τα αποκοπτόμενα οξέα μέρη των ήλων δι' ων προσηλούνταν τα πέταλα τη οπλή των ίππων. Όθεν λωθροκόβεται επί ζώου συγκρούοντος ένεκεν ελαττωματικού τινος βηματισμού, και τιτρώσκοντος τους αστραγάλους (κοινώς τα πουλάκια) εάν εξ ολιγωρίας, τα σιδερά ταύτα κέντρα μη αποκοπώσι. Μεταφορικώς, λώθρα, παν ό,τι ελάχιστον ευκαταφρόνητον, ουδεμιάς αξίας. Όθεν Να μη μείνη λώθρα κατάρα εμφαίνουσα εξόντωσιν, καταστροφήν και όλεθρον μέχρι και αυτών των ευτελεστέρων περιτριμμάτων του οίκου.

»'Σ αυτόν τον καταρράχτη.» σ. 58.

Καταρράχτης, ως και παρά τοις αρχαίοις σημαίνει μέγαν όγκον υδάτων κρημνιζομένων από αποτόμου βράχου. Αλλά καταρράχτης και η καταπακτή θύρα. Όταν δε επί τινων ευρέων παραθύρων συνήθως εν χρήσει παρά τοις εργαστηρίοις των καπήλων και καλουμένων προβολών εφαρμόζεται ο καταρράχτης τότε καλείται καταπρόβολον.

»Θα νάχουνε για στήριγμα.»σ. 58.

Το στηρίζω και υποστηρίζω εύχρηστα παρά τω λαώ ως εν τη κοινοτάτη φράσει «το θέλω και το υποστηρίζω» αλλά το στήριγμα σπανίως ακούεται και μόνον εκ στόματος των γραμματισμένων· νομίζω επομένως συγγνωστήν την χρήσιν εν τη παρούση περιπτώσει, καθόσον ο Διάκος υπηρετήσας εν τη εκκλησία πολλάκις αναμφιβόλως εξεφώνησε την λέξιν. Παρά τω Ελληνικώ λαώ συνήθως η ιδέα της ενισχύσεως, της υποστηρίξεως, δηλούται διά τοιούτων φράσεων αίτινες δεν αναφέρονται εις την εδραίαν και ασφαλή των ποδών στάσιν. Ούτω, λόγου χάριν, έχει καλά πλευρά, τον επλεύρωσε. Επικρατεστέρα δε όσα εμφαίνουσι περιφρούρησιν της κεφαλής, εννοείται μεταφορικώς, ως ο ίσκιος «Καλό δένδρο τον ισκιάζει», τουτέστι έχει τις ισχυρόν προστάτην. «Να ζήσω στον ίσκιο σου» και τα τοιαύτα. Αλλά και το κέραμος (κεραμίδι) χρησιμεύει πολλάκις εις ωραίας μεταφοράς. Ούτω περί βασιλέως ήκουσα, » Ο Βασιλειάς είναι στη σκέπη (του οίκου) κεραμίδι» Και κεραμόνω προφυλάττω, σκέπω τινά ή τι. Κλάδος δένδρου επισκιάζων την οδόν, «κεραμόνει το δρόμο.» Και, «όπου κεραμόνει τ' α όσκιο,» σημαίνει την γραμμήν όπου φθάνει η σκιά των ορέων όταν ο ήλιος, κλίνη προς την δύσιν.

Ο έρμος ο αζώηρος. σ. 60.

Αζώηρος ο ανάγυρος ή αναγύρις των αρχαίων. Anagyris foetida. Θάμνος δυσώδης εκ της οικογενείας των oσπριοειδών. Κατέχει θέσιν ευτελεστάτην εν τη κοινωνία των φυτών. Η αποφορά αυτού διαδίδεται και διά της ελαφροτέρας επαφής. Όθεν το των αρχαίων, «Μη κινείν τον ανάγυρον» και το δημώδες, «Μην ξυπνάς τον αζώηρο ή μην ανακατόνης τον αζώηρο. Λέγεται και αζωήρι. Ήκουσα δε προφερόμενον και οζώηρον και τότε δεν είναι απίθανον ρίζα αυτού να ήναι το Όζω. Εν χρήσει παρά τω λαώ προς θεραπείαν του κατά την εαρινήν ώραν μαστίζοντος τα ποίμνια των προβάτων και τας αγέλας των βοών θανατηφόρου τυμπανίτου, προερχομένου εκ της βοσκής χόρτων τινων αναπτυσσόντων αέρια πολλά κατά την πέψιν. Εν τοιαύτη περιπτώσει οι ποιμένες, ημών λαμβάνουσι τα φύλλα του αναγύρου και δι' αυτών εντρίβουσι τον οισοφάγον, τον ουρανίσκον, την γλώσσαν του πάσχοντος ζώου μέχρις ου επέρχονται εκκενώσεις και εμετός, δι ων συνήθως οιωνίζεται η προσεχής παύσις του κακού. Την θαυμασίαν ενέργειαν του φαρμάκου τούτου είδον αυτός εγώ επί βαρυτίμου αγελάδος, αγγλικού γένους, αιφνιδίως προσβληθείσης υπό της νόσου αφού επί στιγμάς τινας είχε φάγει μετά λαιμαργίας τρίφυλλον κάθυγρον εκ της πρωινής δρόσου.

Κατά τους τελευταίους χρόνους μεγάλαι εγένοντο εν Ευρώπη προσπάθειαι προς εύρεσιν δραστηρίου αντιφαρμάκου κατά νοσήματος επιφέροντος πολλάκις φθοράν μεγάλην εις τα πλούσια κατ' εξοχήν της Ελβετίας ποίμνια. Η παρακέντησις εις ην προσέδραμον πολλάκις οι ποιμένες ήτο μέσον λίαν επικίνδυνον και μετά πολλά και παντοία πειράματα θεωρείται σήμερον ως κατάλληλος η υγρά αμμωνιακή (ammoniaca liquida), αλλ' εγώ εύρον αυτήν ανωφελή. Ευχής έργον επομένως θα ήτο αν o περιφρονημένος Aζώηρος απεδεικνύετο ειδικόν φάρμακον, καθ' όσον απροσδοκήτως ήθελεν αναβιβασθή εις υψηλοτάτην περιωπήν εν χώραις όπου η κτηνοκομία φέρει πλούτον μέγαν.

»Η ποταπή η λαψάνα.» σ. 60.

Λαψάνα ως και παρά τοις αρχαίοις. Lapsana stellata. Ποταπή δε διά το ταπεινόν και χαμαίζηλον αυτής.

»Γλυκαίνει το χαμαίδρυο. » σ. 60.

Χαμαίδρυο ως και παρά τοις αρχαίοις. Teucrium Chamaedrys. Πικρότατον· εν χρήσει δε προς ίασιν στομαχικών νοσημάτων.

»Στου χαμαιλειού τη ρίζα»… σ. 60.

Χαμαιλειός ο χαμαιλέων των αρχαίων. Carlina Acaulis, ανήκει εις την οικογένειαν των κυναροκεφάλων. Η ρίζα, φυματώδης, επιμήκης, πλήρης οπού λευκού, όστις εκτιθέμενος εις τον αέρα πηγνύεται και γίνεται μελανόχρους. Είναι δηλητήριον δριμύ και θανατηφόρον. Η γεύσις της ρίζας υπόγλυκος, έχει αποφοράν βαρείαν ως την του κωνίου. Εκ του καρπού ή της κυνάρας αυτού εξάγεται ο ιξός. Πρό τινων ετών ολόκληρος οικογένεια εκ του χωρίου Σύβρου, περιλαμβανομένου, σήμερον εις τον δήμον Ευγηραίων, απατηθείσα, εκ της ευαρέστου γεύσεως της ρίζης, απώλετο εν τη πατρίδι μου. Τα φύλλα αυτού ακανθώδη ποικιλόχροα, όθεν βεβαίως και το όνομα.

                Και το περιπλοκάδι
Που πάντα κρύβεται δειλό, και τ' άπλερο κορμί του
Αλλού στηλόνει το φτωχό… σ. 60.

Περιπλοκάδι. Χαριέστατον φυτόν διά των λεπτοτάτων αυτού νεύρων περιπλεκόμενον εις τα στελέχη των παρ' αυτώ φυομένων θάμνων. Ευρίσκεται πάντοτε κεκρυμμένον εν ταις αιμασιαίς. Άπλερο δε ένεκεν της ευλυγιστίας και της αδυναμίας αυτού, τουτέστι μη πλήρες. Αντίθετον του άπλερος είναι το μεστός, σταλωμένος. Άπλερα λέγονται επίσης και ζώα ή πτηνά γεννώμενα προ καιρού και τότε είναι συνώνυμον του Απασπάλωτα τουτέστι έχοντα σώμα άμορφον.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

Ο I Τ Ρ Ε Ι Σ. ΔΙΑΚΟΣ, ΠΑΝΟΥΡΙΑΣ, ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ.

— Διάκε, χαρά ’ς τον ύπνο σου!

                               — Καλώς το Δυοβουνιώτη,
        Καλή σου μέρα, Πανουριά.. Μη με προπήρ' η ώρα;
        Εξέχασα, εγελάστηκα, γλυκά κρυφομιλώντας
        Αδέρφια, με τη μάνα μου πούρθε να μ' εύρη απόψε.

         — Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νειώτα, την ανδριά σου,
        Τ' άρματα τ' αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι,
        Ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πώχει το μέτωπό σου!
        Έστησε ’ς το κατώφλι μας το νεκροκρέββατό του
        Ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις
        Μανάδαις αναρίθμηταις με κουφωμένα στήθια
        Φεύγουν ’ς τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.
        Τα όρνια εμυριστήκανε το σκοτωμό που θάρθη
        Και γρούζουν ανυπόμονα τροχίζοντας τα νύχια,
        Και συ, κοιμάσαι σαν αρνί!… Θανάση, σε ζηλεύω!..

         — Δεν έχω πέτρινη ψυχή. Του κόσμου τη λαχτάρα
        Μέσα στη φλέβα της καρδιάς σα σίδερο λυωμένο
        Τη νοιώθω π' αναδεύεται και με σαρακοτρώγει.
        Συχώρεσέ με, Πανουριά. Πρώτη φοράν απόψε
        Αφ' ότου ζώνω τ' άρματα μ' εξάφνισε τ' Αστέρι.
        Μη μώχετε βαρύγνωμο. Ποιος ξέρει μην η μοίρα,
        Αδέρφια, μ' αποκοίμισε για να με συνειθίση
        'Σ του τάφου το τρισκόταδο. Εγώ κι' ο γέρο Χάρος
        Εψές λογαριαστήκαμε, και ’ς το κατάστιχό του
        Ένα μικρό καταιβατό μένει άγραφο για μένα.
        Γνοιαστήτ' εσείς τους ζωντανούς. Εγώ θα πολεμήσω
        Για τα παληά μας κόκκαλα. Στη φλόγα του πολέμου,
        Σα μέσα 'ς ένα θυμιατό, θα ρίξω το κορμί μου
        Να γένω νεκρολίβανο ’ς το φοβερό τρισάγιο.

         — Μην τα ξεσυνερίζεσαι του Πανουριά τα λόγια.
        Θυμήσου, Διάκε, μοναχά πως άδειασεν η φλέβα
        Του δύστυχου του γένους μας, και μια ρανίδα τώρα,
        Αν στάξη από το αίμα μας ’ς τη γη χωρίς ελπίδα,
        Αντί νάναι μνημόσυνο, μπορεί νάναι κατάρα.
        Ξέρω τι κρύβεις 'ς την καρδιά, γνωρίζω τι θα κάμης….

— Ποιος μ' εμαρτύρησε 'ς εσάς;

                               — Κανένας, μη θυμόνης…
        Είδα κ' εγώ τη μάνα σου απόψε ’ς τώνειρό μου
        Και μούπε νάρθω να σ' ευρώ και να σού 'πώ, Θανάση,
        Που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάση ο κόσμος
        Και θα χουμήση η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα,
        Και τάλογο του Ομέρπασα ποιος θα τ' αποστομώση;

— Ο γυιός του Ανδρούτζου 'ς τη Γραβιά!!…

                              Τι θέλεις, Δυοβουνιώτη;
        Να πάη το Γοργοπόταμο, θολό κ' εντροπιασμένο
        Να 'πή στην άγρια θάλασσα, πως δεν ευρέθηκ' ένας
        Τα ξακουσμένα του νερά, με δύο ρανίδαις αίμα
        'Σ αυτό το πρώτο βάφτιμα, ν' αγιάση να μυρώση;
        Κ' η θάλασσα μουγκρίζοντας να τρέξη ’ς ' ακρογιάλια,
        Σα φοβερός διαλαλητής, κι' Ανατολή και Δύση
        Να μάθουν πώς γηορτάζομε τη νεκρανάστασή μας;…
        Νάναι ο Βριόνης στα Θερμιά και να μην εύρη εμπρός του
        Δέκα κουφάρια ξαπλωτά για να σκοντάψη επάνω!
        Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!…
        Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω,
        Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω,
        Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν,
        Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα.
        Και συ τι λέγεις, Πανουριά;

                                       — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα,
        Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρω 'ς τα μαλλιά σου
        Παίζει το γλυκοχάραμμα. Μου φαίνεσαι μεγάλος,
        Ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω
        Εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο,
        Πώραν την ώρα θα προβή απ' τ' αντικέφαλό σου.

         — Τί λόγος, γέρο Πανουριά, τι φοβερή βλαστήμια
        Ξαγλίστρησ' απ' τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις
        Ας μη το σκοτειδιάσωμε… Εσύ στη Χαλκομμάτα
        Σύρε να ρίξης θέμελο. Στείλε τον Παπαντρία
        Να πάη στου Μουσταφάμπεη με τον Κομνά τον Τράκα.
        Και πριν αρχήση ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας
        Να βγη ψηλά 'ς το ξέφαντο κ' εκείθε να κηρύξη
        Το φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίση ο κόσμος
        Ότι το ράσο του παπά κ' η μίτρα του Δεσπότη
        θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι
        Και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας,
        Όσο σ' αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη
        Η Βουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξη.

         — Δεν είμαι, Διάκε, Πανουριάς, νάμαι γυναίκα χήρα
        Και να με πνίξη το ψωμί που εφάγαμε ’ς τα πλάγια
        Αν λησμονήσω σήμερα το βάφτισμα, τον όρκο.

         — Εσύ το Γοργοπόταμο θα πιάσης, Δυοβουνιώτη,
        Και πολεμώντας τον εχθρό λησμόνησε πως έχεις
        Κλεισμένο μες τα Γιάννινα το Γεώργο, το παιδί σου.
        Βλέπε το ρέμμα του νερού, κάμε το ν' αρμυρίση
        Με δάκρυ της Αρβανιτιάς. Στείλε το ματωμένο
        Στα μακρυνά τ' αδέρφια μας τον τρύγο σου να φέρη
        Ωσάν πρωτόλουβον καρπό, μαζύ με τώνομά σου.
        Ο Βακογιάννης στα ριζά, και πλεύρα ’ς το γεφύρι
        Της Αλαμάνας, Πανουριά, θα στήσω τον Καλύβα.
        Εις τη Δαμάστα μένω εγώ, σας το ζητώ για χάρη,
        Κι' όταν αρχίσουνε… Σιωπή!… μου κάστηκε πως είδα
        Σαν έναν ίσκιο να διαβή… Εσ' είσαι, μωρέ Μήτρε;

— Εγώμαι, καπετάνε μου.

                                — Πατείς βουβά τη νύχτα
        Και δε σ' εγνώρισα με μιας. Με δίκηο νυχτοπούλι
        Σε κράζουν οι συντρόφοι μας. Τι φέρνεις παλληκάρι;

— Εκίνησε ο Ομέρπασας από το Λιανοκλάδι.

         — Πέτα, ροβόλα, Πανουριά… Στάρματα, Δυοβουνιώτη…
        Χριστός ανέστη αδέρφια μου! Καλώς ν' ανταμωθούμε
        Απόψε πάλε νικηταί. Κι' αν δε με μεταϊδήτε,
        Δεν θέλω να με κλάψετε, θέλω σαν πολεμάτε
        Την πρώτη σας την τουφεκιά, το πρώτο σας το βόλι
        Για μένα να το ρίχνετε, για την ψυχή του Διάκου.

        Εφιληθήκανε και οι τρεις. Τα χείλη του Θανάση
        Ελουλουδίζανε χαρά, σπιθοβολούν τα μάτια.
        Στο κρυό ταγέρι του βουνού καπνίζει ο ανασασμός του,
        Λες ότι από το στόμα του ορμούν και ξεθυμαίνουν
        Σαν από βράχου σχισματιά η ακοίμηταις η φλόγαις,
        Όπου κρυφόβραζαν βαθειά ’ς του γένους μας τα σπλάχνα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.

Πανουριάς και Πανουργιάς Ξηροτύρης το επώνυμον. Άδεται ότι ο ανάδοχος αυτού, κελεύσαντος του ιερέως ίνα προσκαλέση το νήπιον, εν ω ετελείτο το βάπτισμα, απήντησε, Πανώρηα, ως εάν το βαπτιζόμενον ήτο θήλυ. Άλλα νοήσας παραχρήμα το λάθος μετέτρεψε το όνομα αυθαιρέτως εις το Πανουριάς.

Εγεννήθη περί τα 1759 εις Ντρέμισαν της Παρνασσίδος και έζησε μέχρι τινος βίον ποιμαντικόν. Ύστερον συνεστράτευσε μετά του Ανδρούτζου και του Καλλιακούδα. Εν έτει δε 1817 πορευθείς εις Ιωάννινα, προσεκύνησε τω Αλή, και περί τα 1820 διωρίσθη αρματωλός Παρνασσίδος. Ήτο πελώριος το σώμα, απλοϊκός και υπέρ το δέον ευτράπελος, (Όρα Φιλήμονος. Ιστορ. δοκ. Τόμος 3. Σελ. 68).

Δυοβουνιώτης Ιωάννης, εκ Δύο Βουνών της Φθιώτιδος. Υπηρέτησεν υπό τον Καλλιακούδαν, υπήρξε συνοπαδός του Αλεξίου Καλογήρου και εύρεν αυτόν η επανάστασις αρματωλόν Σαλόνων. (Όρα Φιλήμονος Ιστορ. Δοκ. 3. Σελίς 88).

Μ' εξάφνισε τ' Αστέρι, σ. 74.

Αστέρι. Όταν εκφέρεται ενικώς είναι ταυτόσημον του Αυγερινού Εωσφόρου, Η Ανατολή αυτού ήτο παρά τοις ορεσιβίοις μαχηταίς η συνήθης ώρα της εκ του ύπνου ανεγέρσεως.

Ο γυιός του Ανδρούτζου στη Γραβιά, σελ. 75.

Η εις το Χάνι της Γραβιάς πολύκροτος μάχη του Οδυσσέως έλαβε χώραν εις εποχήν μεταγενεστέραν, κατά την 8 Μαΐου. Προφητικώς επομένως αναγγέλλει ο Διάκος το κατόρθωμα εκείνο, ωσανεί πρααισθανόμενος ότι αδύνατον ήτο ο υιός του Ανδρούτζου να μη νικήση καταλαμβάνων την Γραβιάν, τας δευτέρας ταύτας της Ελλάδος Θερμοπύλας.

»Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε.» σ. 76.

Ξεχωνιάζω, ξεχώνιασμα. Η βαθεία ανασκαφή ακαλλιεργήτου εδάφους.

»Θυμήσου ο Ησαΐας.» σ. 77.

Ησαΐας. Υιός του ιερέως Παπαστάθη εκ Δεσφίνης της Παρνασσίδος. Εγεννήθη περί τα 1779, εσπούδασεν εν τη σχολή των Σαλόνων, διευθυνομένη υπό του ιερομονάχου Γερασίμου Λύτζικα. Δεκαοκταετής εισήλθεν εις την εν Δεσφίνη μονήν του Προδρόμου και περί τα 1818, εχειροτονήθη επίσκοπος Σαλόνων. Ήτο δε λόγιος, έγραψεν εκκλησιαστικούς λόγους σωζομένους ανεκδότους και χρονολογίαν τινα της Ρούμελης απολεσθείσαν. Υπήρξεν ο αείμνηστος είς των θερμοτέρων αγωνιστών κατά τον βραχύτατον αυτού πολεμικόν βίον και εφονεύθη μετά του Παπαγιάννη εν Χαλκομμάτα προτιμήσας τον θάνατον της φυγής.

Ευτυχώς διεσώθη και εδημοσιεύθη εν τη αξιολόγω συλλογή του Κυρίου Γ. Π. Αγγελοπούλου (τα κατά τον αοίδιμον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνων αγώνος Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριον τον έ. Αθήναις 1865) επιστολή του αρχηγού της ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας προς τον Ησαΐαν, ην ευχαρίστως αντιγράφω προς επικόσμησιν των σημειώσεών μου. Εκ ταύτης προκύπτει εναργώς η υπέρ της εθνικής αναγεννήσεως διαπρύσιος μέριμνα του μεγάλου Πατριάρχου· εξαφανίζονται δε αι στυγεραί συκοφαντίαι, αίτινες εξυφάνθησαν κατά της διαγωγής του Γρηγορίου, προς αιωνίαν τιμήν του ανωτέρου ημών κλήρου και προς καταισχύνην και όνειδος των κατηγόρων.

ΤΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ ΣΑΛΟΝΩΝ.

Θεοφιλέστατε επίσκοπε και αδελφέ Ησαΐα

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ κτλ.

Αμφοτέρας τας τιμίας επιστολάς διά του αγαθού πατριώτου καπετάνου Φούντα Γαλαξειδιώτου ασφαλώς εδεξάμην και των εν αυταίς τιμίων σου λόγων έγνων.

Εχεμυθίας, αδελφέ, μεγίστη χρεία και προφύλαξις περί παν διάβημα, οι γαρ χρόνοι πονηροί εισι και εν τοις φιλοπατριώταις έστι και μοχθηρών ζύμη, αφ' ης, ως ψωραλέου προβάτου, φυλάττεσθε. Κακόν γάρ πολλοί μηχανώνται διά το της φιλοπλουτίας έγκλημα.

Διό την αγαθήν εξελέξω μερίδα κοινολογών μοι, εμπιστευμένοις πατριώταις, τα εχεμυθίας δεόμενα. Οι Γαλαξειδιώται οις συνεχώς επιστέλλεις μοι, πεφροντισμένως ενεργούσι, και αφ' ων έγνων αδύνατον αντί παντός τιμίου ούδ' ελάχιστον λόγον έρκος οδόντων φυγείν· ου μόνον τα σα, αλλά και τα των εν Μωρέα αδελφών γράμματα κομίζουσί μοι.

Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική μεν τοις γινώσκουσι τα μύχια, κατακρίνουσι δε οι μη ειδότες τον άνδρα. Κρύφα υπερασπίζου αυτόν, εν φανερώ δ' άγνοιαν υποκρίνου, έστι δ' ότε κ' επίκρινε τοις θεοσεβέσιν αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία Πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα.

Άσπασαι συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπων εις κρυψίνοιαν διά τον φόβον των Ιουδαίων. Ανδρωθήτωσαν ως περ λέοντες και η ευλογία του Κυρίου κρατυνεί αυτούς, εγγύς δε εστί το του Σωτήρος πάσχα.

Αι ευχαί της εμής μετριότητος επί της κεφαλής σου, αδελφέ μου
Ησαΐα. Γεώργει ακαμάτως και όλβια γεωργία δώσει σοι ο Πανύψιστος.

Κωνσταντινουπόλει 28 Δεκεμβρίου 1820.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

»Και σκιάχτρο και σκοτάδι.» σ. 77.

Σκιάχτρα. Κυρίως τα φόβητρα διά ων εκφοβίζουσιν οι γεωργοί τα πτηνά όταν επιπίπτωσι φθοροποιά και πειναλέα.

»Και κατασάρκι μελανό.» σ. 77.

Κατασάρκι. Το κατά την εγκαινίασιν της αγίας Τραπέζης πρώτον επιτιθέμενον αυτή ύφασμα.

»Και να με πνίξη το ψωμί.» σ. 77.

Κατάρα συνηθεστάτη ριπτομένη συνήθως κατα προδότου, ή αγνώμονος. «Θα σηκωθή το ψωμί που σώδωκα και θα σε πνίξη,» Απευθύνεται προς τους λησμονούντας ταχέως τας χάριτας και τας περιθάλψεις.

»Ωσάν πρωτόλουβον καρπό.» σ. 78.

Πρωτόλουβος καρπός. Ο πρώτος ωριμάζων. Λέγεται και πρωτολάτης.

Με δίκηο νυχτοπούλι.» σ. 78.

Τα νυκτερινά πτηνά καίτοι μεγάλας έχοντα πτέρυγας διέρχονται εν τη σκοτία αψοφητί. Αντί νυχτοπούλι έγραψα απ' αρχής γιδοβύζι καθόσον τούτο περιφέρεται κυρίως περί το λυκαυγές και διά πολλών ελιγμών και μετά πολλής ταχύτητος διώκει τα έντομα χωρίς ν' ακούεται ουδόλως το πτερύγισμά του. Αλλά αντικατέστησα γενικωτέραν έκφρασιν προς το ευπρεπέστερον. Πιστεύεται υπό του λαού ότι το γιδοβύζι προβαίνει λάθρα μέχρι των μαστών της αιγός και υποκλέπτει το γάλα θηλάζον. Εκ της ιδέας ταύτης προήλθε και το όνομα αναντιρρήτως. Το αυτό τούτο νυκτερόβιον πτηνόν κοινώς ονομάζεται και ιταλιστί tetta-vacche, όπερ μεθερμηνευόμενον εν τη δημοτική γλώσση ήθελεν αντιστοιχεί προς το γελαδοβύζι. Φαίνεται επομένως ότι η αυτή πρόληψις υπάρχει και παρά τω συγγενεί Ιταλικώ λαώ πλην ότι αντί της αιγός τίθεται η αγελάς. Αποβαίνουσιν εις εμέ λίαν ευάρεστοι αι συναντήσεις αύται και παρέχουσιν αντικείμενον εις εθνολογικάς ερεύνας. Επειδή δε το γιδοδύζι πλανάται συνήθως πέριξ των μερών όπου αγελάζονται τα ποίμνια, ίσως προς αφθονωτέραν άγραν ζωαρίων γεννωμένων εν ταις μάνδραις, βεβαίως προήλθεν ο περί αυτού θρυλλούμενος μύθος εκ της περιστάσεως ταύτης.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ

ΕΙΚΟΣΤΗ ΤΡΙΤΗ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μνήμη τον Αγίου και Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ.

        Λαλούν η πέρδικες, γλυκά κι' ο ήλιος ’ς τη χαρά του
        Απλόνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης
        Τα παρδαλά τα στήθια τους κι' αυταίς αναγαλλιάζουν.
        Κατάκορφα ’ς τον ουρανό πετιέται κι' ο πετρίτης
        Ταητού πρωτοπαλλήκαρο, να βάψη τα φτερούγια
        Μες ’ς τον αθέρα της αυγής πριν έβγη ’ς την παγάνα.
        Πλένουν τα φύλλα στη δροσιά χαρούμενα ταρείκη,
        Και ’ς το ελαφρό το φύσημα του αγέρα που διαβαίνει
        Συναπαντούσε φιλικά με τον ανασασμό του
        Το θρούμπι, την αληφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα.
        Δακρύζουνε τ' απάρθενα τα χιόνια ’ς το λιοπύρι,
        Ακούοντ' η νεροσυρμαίς από εγκρεμό σε βράχο
        Να παραδέρνουνε γοργά και λες με τη γαργάρα
        Πανάκραζαν την κλεφτουριά και την αποζητούσαν.
        Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρά του ζευγολάτη,
        Και κάπου κάπου ανάμεσα ξεπρόβαιν' ένα στάχυ
        Και έγερν' εδώ, κ' έγερν' εκεί, το τρυφερό κεφάλι
        Ωσάν να παραμόνευε να ιδή κι' αυτό το Διάκο.

        Κι' ωστόσο ανθρώπινη φωνή μέσα σ' αυτόν τον κόσμο
        Που φαίνετ' ολοζώντανος, καμμιά δεν αγροικιέται.
        Ούτε φλογέρα ποιστικού, ούτε χαράς τραγούδι
        Ούτ' αγωγιάτη σάλαγος. Εφαίνετ' όλη η φύσις
        Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα
        Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει
        Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη
        Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της.

        Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα
        Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι,
        Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.
        Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
        Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του
        Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης
        Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο
        Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι
        Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.
        Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη
        Κ' επάνω της εξέσερνε γοργά το δάχτυλό του,
        Ποιος επελέκαε τεχνικά τη στουρναρόπετρά του
        Στο λύκο του καρυοφυλλιού, ποιος τρίβει τα παφήλια
        Συγνεφιασμέν' από νοτιά και ποιος για να ξεδώση
        Εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη.

        Κανένας δεν ανάσαινε. Σ' ένα κοντρί μονάχος
        Κυττάζει ο Διάκος σιωπηλός κατά το Λιανοκλάδι.
        Έξυπνος κι' ονειρεύεται. Από το ριζοβούνι
        Αναίβηκε κ' η καταχνιά, ψιλός αφρός του αγέρα,
        Και μια στιγμή τον έκρυψε ’ς τη δροσερή αγκαλιά της,
        Λες ότι εκείνην την αυγή λησμονημέν' αχνάρια
        Έσμιξαν σ' ένα σύγνεφο κ' ήρθαν από τον Άδη
        Να μυριστούν το σκοτωμό, να ιδούνε το Θανάση.

        Μες ΄ς τα τριφύλλια τα παχειά σιδέρικη φοράδα,
        Μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει
        Στρωμένη, ετοιμοπόλεμη. Την είχε πάρει ο Διάκος
        Χρονιάρικη ’ς τα Γιάννινα κι' από τ' αστέρι πούχε
        Καταμεσής ’ς το μέτωπο την έκραζεν Α σ τέ ρ ω.

        Έβραζ' ο πόλεμος μακρά και κούφια τη βοή του
        Την έφερν' ο αντίλαλος σα μούγκρισμα πελάγου.
        Όλοι προσμένουνε βουβοί… Κανένας πεζοδρόμος
        'Σ το ξάγναντο δε φαίνεται… ο Μήτρος, πουν' ο Μήτρος;

         — Γέρο Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις;
        Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μας
        Και στολισμένος μας θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου,
        Που εσκούριασε ’ς τη θήκη του θα πιη να ξεδιψάση,
        Και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ' ορνίθι
        Εκλείδωσες τα χείλη σου;.. Τί σ' έπιασε, Διαμάντη;

         — Σαράντα χρόνια πολεμώ. Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια
        Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι…
        Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά… Έβαψε τα παλιούρια
        Η ξεσχισμένη φτέρνα μου… Μ' έδειρε το χαλάζι…
        Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου…
        Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια
        Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια
        Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια
        Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα… Κι' όταν τον αλωνάρη
        Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα,
        Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια
        Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι,
        Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα
        Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα
        Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει
        Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

         — Γέροντα, τ' είναι πώπαθες!.. Ανάθεμα την ώρα
        Που ο Γούμενος τ' Άη Γιαννιού από την Αρτοτίνα
        Το λαμπριάτικο τ' αρνί, θυμήθηκε να στείλη.
        Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι
        Σου εδείξανε την πλάτη του!.. Πες μας τι γράφ' η μοίρα;

        Εστρώθηκαν ’ς τη χλωρωσά τριγύρω ’ς το Διαμάντη
        Ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι του. Άπλωσε ο γέρο κλέφτης
        Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι,
        Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο,
        Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο,
        Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο
        Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη,
        Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια
        Και τα παιδιά ακουρμένονται. Τους έδειξε μια φλέβα
        Μες ’ς τη διχάλα, κόκκινη.. Δεξιά, ζερβιά, μαυρύλαις
        Σαν κυπαρίσια νεκρικά, κ' εδώ κ' εκεί λειψάδαις
        Και σκοτεινά κοιλώματα. Τους έδειξε μια σκλήθρα
        Κ' είπε πως ήτανε κεντρί.. Κι' όταν ο γέρο μάντης
        Εξάνοιξε ’ς την αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα,
        Που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια,
        Που πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη,
        Βαρειά, βαρειά αναστέναξε κ' εκόπηκε η φωνή του…

— Διαμάντη, τι σ' εξάφνισε;…

— Οχιά με τον οσκρό της.

        Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του,
        Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε
        Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι…
        Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη
        Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει
        Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις
        Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη…

        Ταπίστευτο το θέαμα, γυρτοί, συμπυκνωμένοι,
        Εκύτταζαν αχόρταγα ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι,
        Κ' εν ω με χίλιαις ξέλεξαις επνίγανε το μάντη
        Ακούσανε που εφρύμαζε συχνά συχνά η Αστέρω
        Σαν κάτι νάθελε να 'πή κ' εχτύπαε το ποδάρι,
        Κι' όλοι φωνάζουνε με μιας — Ο Μήτρος!… Το ξηφτέρι.

         — Στ' άρματ' αδέρφια, ’ς τ' άρματα! Κ' επλάκωσ' ο
                                                  [Βριόνης.

         — Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;…Από την τραχηλιά σου
        Ρένε τα αίματα στη γη… Πού σ' έχουνε βαρέση;

         — Μάγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι
        Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι…
        Θανάση, μας εχάλασαν…

                                      — Πάψε… Γέρο Διαμάντη,
        Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης… ξεστηθώσου..
        Καλά σου την εφύτεψαν… Ο χάρος από τρίχα…
        Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά… Ό,τ' είναι… Τώρα πες μου.

         — Θανάση, μας εχάλασαν… Δεν είχε σκάση ο ήλιος,
        Που εχύθηκε ο Ομέρπασας… Χτυπάει το Δυοβουνιώτη
        Και τόνε πέρνει 'ς το φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι…

         — Θάχε το νου του 'ς το παιδί… Κήτανε τετρακόσοι!…
        Είδες εκεί τον Κόκκαλη;

                                — Εθόλωσε το φως μου,
        Μ' επήρε το παράπονο κ' εδάκρυσα… δεν είδα…
        Ακούστηκ' ένα ρυάσιμο από τη Χαλκομμάτα,
        Και ρίχνονται του Πανουριά… Πρώτη φωτιά κ' εσμίξαν.
        Εζήλεψα κ' εχούμησα… Το ράσο του Δεσπότη
        Αντάρα, μαύρη θάλασσα… Εκεί κι' ο Παππαγιάννης…
        Ολόγυρά τους σκοτωμός… αθεμωνιά κουφάρια…
        Βόσκει του Γούρα το σπαθί… αστροπελέκι, χάρος…
        Οι λαβωμένοι σφάζονται 'ς το χώμα με το δόντι…
        Μας έπνιξε η Αρβανιτιά… Τάλογο του Βριόνη
        Ανεμοστρόβιλος, οργή… Τα δυο του τα ρουθούνια
        Ξερνούν αντάρα και καπνό… πλακόνουν κι' άλλοι… κι'
                                                       [άλλοι…
        Λες κι' αναβράνε από τη γη… Δριμόχολο, τρομάρα…
        Με κράζει ο γέρο Πανουριάς: — «Τρέχα να πης του Διάκου,
        Που αν ήμαι ακόμα ζωντανός δε φταίω 'γώ… το βόλι» ..
        Κ' εμούγκριζε σα δράκοντας… Τον άρπαξε ο Μανίκας..
        Εκείνος ανδρειεύεται… του πέφτει κι' ο Καπλάνης…
        Οι δυο τους τον ελύγισαν… Φεύγουνε πολεμώντας…
        Ριπίζω… μ' εκυνήγησαν… ματώνομαι… με χάνουν.

— Τον είδες τον Παπαντρειά;

                                    — Με τον Κομνά τον Τράκα
        Κρατούν του Μουσταφάμπεη.

— Και τον Κιοσέ Μεχμέτη;

         — Τον είχα ιδή που εμούδιασε. Του μύρισ' ο Καλύβας
        'Σ της Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος
        Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε
        Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει
        Ναρθή με τον Ομέρπασα.

                                           — Καλώς νανταμωθούμε…
        Δεν ειν' αλήθεια, αδέρφια μου; Εψές 'ς την προσευχή μας
        Το τάξαμε 'ς τον Πλάστη μας… 'Σ τη θέση του καθένας…
        Νερό να μη διψάσετε… Κανείς σας δε θα ρίξη
        Πριν δώσω εγώ την προσταγή, θέλω μια τέτοια μέρα
        Να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.
        Μη σημαδεύετε ψηλά… Κι' αν πέσω, θυμηθήτε,
        Τ' άρματα, το κεφάλι μου… Ας τάχη ο γυιός τ' Ανδρούτζου
        Να μη τα πάρη η Αρβανιτιά… 'Σ τον κόρφο κρεμασμένο
        Όποιος μου ψάξη το κορμί, θαυρή το φυλαχτό μου…
        Μου τώχει ρίξη στο λαιμό η μάνα μου τη νύχτα
        Που εβγήκα κλέφτης 'ς τα βουνά… Πάραυτα να το πάτε
        'Σ το μοναστήρι τ' Άη Γιαννιού… Θέλω το δαχτυλίδι
        θέλω να μείνη μαρτυριά ς' το χέρι το δεξί μου,
        Να με γνωρίση ο Ομέρπασας. Εκεί θαυρή γραμμένη
        Την πίστη μας 'ς ένα Σταυρό, τώνειρο, την ελπίδα
        'Σ ένα δικέφαλο πουλί… Τούπε ο Θεός θα γένη…
        Σήμερ' αρχίζει ο κάματος. Ήρθαν τα πρωτοβρόχια,
        Θάμεθα 'μείς η προοιμιά. Άφαντος ζευγολάτης
        Που δε δελιάζει 'ς τη σπορά, κρατεί το χερουλάτη.
        Ταλέτρι τρίζει 'ς τώργωμα … Ήταν η γη χερσάδα
        Και το γενί θαμπή βαθειά… Το γήμορο δικό μας…
        Ψυχή, παιδιά μου, 'ς τ' άρματα!.. Τούπε ο Θεός θα γένη!
        Να μη σας λείψη το νερό… Γέρο Διαμάντη, Μήτρε,
        Σταθήτε σεις εδώ μ' εμέ … 'Σ τη θέση του καθένας.

        Εσκόρπισαν ολόγυρα. Ποιος πιάνει ένα θυμάρι
        Και ποιος κρατεί μια λοιδοριά, τ' αφωρεσμένο δέντρο.
        Τα καρυοφύλλια δείχνουνε μες 'ς τα κλαριά το στόμα
        Σαν άγρυπναις δεντρογαλιαίς. Εδώθ' εκείθ' αστράφτουν
        Άγρια μάτια φλογερά, ανάμεσα 'ς τα φύλλα,
        Λες κ' ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή θ' ανάψουν.

Ένοιωθε κι' αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος.

        Μένει με μιας ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέρια
        Και κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.
        'Σ το μέτωπό του το πλατύ που το φωτίζ' ο ήλιος
        Επέρασ' ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα…
        Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδα
        'Σ τα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει
        Σαν νάχε πιή την αλοή…

                                     — Αχ! Μήτζε Κοντογιάννη,
        'Σ τον άδη που θα καταιβώ, αν μ' εύρη ο γέροντάς σου
        Και με ρωτήση, τι θα 'πώ;… Πως μ' έν' αρματωλίκι..

        Είπε και στέναξε βαρειά. Εδιάβηκε η μαυρύλα
        Κ' έρχεται πάλαι η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος
        Δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει.

         — Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά… δε μας χασομεράνε.
        Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο.

         — Έρχετ' εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη..
        Διαμάντη, κύτταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.

         — Χωρίστηκε ο Κιοσέ πασάς.. Χτυπάει την Αλαμάνα…
        Άστραψ' η πρώτη τουφεκιά… Χαρά 'ς το καρυοφύλλι!…
        Να μην πεθάνω εδώ με σας, αν δεν ην' του Καλύβα.
        Τούχα γνωρίση 'ς τ' 'Αγραφα… Πούσαι καϋμένε, Δίπλα,
        Να ιδής που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!..
        Έψησ', εμαύρισε καρδιαίς… Θα εδάγκασε κουφάρι..
        Το βόλι δεν εδιάβηκε … Γονάτισ' ένας … πέφτει…
        Καλή αρχή… ματώθηκαν… ανάφτει το γεφύρι…
        Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!… Διάκε; …καπνός… δε βλέπω.

         — Καλήτερα για σένανε. Τους βλέπω εγώ, Διαμάντη
        'Σ του Βακογιάννη τα πλευρά, 'ς τα στήθια του Καλύβα
        Χτυπάει το κύμα και σκορπά. Τους έζωσε η πλημμύρα
        Και δε σπαράζουν απεκεί. Τρέχα να πης του Λάμπρου
        Να πάη μ' εξήντα διαλεχτούς… Φτερά… κ' η ώρα σφίγγει.
        Μήτρε μου! Το μιλλιόνι μου… Μας είδανε… Ο δερβίσης
        Στάθηκ' εμπρός και ρυάζεται… Κρατεί και δυο κεφάλια!..

— Εδώθε του Δεσπότη μας, ζερβιά του Παπαγιάννη.

         — Δε μούπες πως τους έκοψαν!… Νάχωμε την ευχή τους…
        Κύτταξε, Μήτρε, το σκυλί, για να μας φοβερίση,
        Τώρα τα πέταξε 'ς τη γη και τα ποδοκυλάει…
        Τα πήρε παραμάσχαλα… Επρόβαλ' ένας άλλος…
        Αναίβηκε 'ς το ψήλωμα…. Διαλαλητής… Τί θέλει;…

— Θανάση Διάκε;… Εισ' αυτού;… (14)

— Εδώμαι…. Ποιος με κράζει;

— Ο αφέντης ο Ομέρπασας…

                                   — Στη γη δεν έχω αφέντη.
        Κι' όθε περάση ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ… Το ξέρει.

         — Δόσε μας διάβα, κι' ό,τι πης, τιμαίς… και βιο… και
                                                         [χάραις.

— Πόλεμο θέλω… πόλεμο… Ποιος είσαι συ που κρένεις;

— Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε…

                                          — Αφωρεσμένος νάσαι
        Πώχεις ψυχή 'ς τη γλώσσα μας, 'ς αυτόν τον Άγιον Τάφο
        Να βλαστημήσης προδοσαίς… Αφωρεσμένος νάσαι…

        Κι' ο αντίλαλος εφτά φοραίς από σπηληαίς σε βράχους
        Από βουνά σε λαγκαδιαίς φαρμάκεψε ταγέρι
        Μ' εκείνον τον αφορεσμό. Τα χείλη του Ησαΐα
        Αραχνιασμένα και βουβά 'ς τον ύπνο τους σπαράζουν
        Και μουρμουρίζουνε βραχνά: — » Αφωρεσμένος νάναι» …
        Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσα
        Κι' ανταποκρίθηκε κι' αυτή: — » Αμήν… αφωρεσμένος.» —
        Εχάθηκ' ο διαλαλητής… ανατριχύλα… τρόμος.

        Μηρμύγκιαζε η Αρβανιτιά. Τάλογο του Βριόνη
        Τους διαχωρίζει εδώ κ' εκεί και τους δαγκάει την πλάτη.
        Σαλάγα τους Ομέρπασα! Σπρώχνε, βορειά, το κύμα
        Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα
        Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση.
        Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα
        Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση.
        Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα
        Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα
        Που αγριεμένα θα τα ιδής. Θα ν' αντιστηλωθούνε
        Θα να τινάξουν το ζυγό, θα φύγουν με τ' αλέτρι
        Και θάρθουνε μουγκρίζοντας 'ς το πρώτο βουκολειό τους.
        Σαλάγα τους!… Σαλάγα τους!… Τάλογο πάντ' αστράφτει.
        Μέσα 'ς τη μαύρη συγνεφιά… Εμπρός τα δυο κεφάλια.

        Ακούστηκε σα μια βροντή… 'Σ τα σωθικά του Διάκου
        Κρυφά λες κ' είχαν σωριαστή, φαρμακεμμένοι πόνοι,
        Χίλιων χρονών εκδίκησαις, στείραις ευχαίς, ορφάνια,
        Του βρόχου το λαχτάρισμα, τυραγνισμένη φτώχια,
        Κατάραις, ψυχομάχημα, βάσανα, μοιρολόγια,
        Κ' εξέσπασε με μια φωνή το βογκητό του γένους: —
        » Αδέρφια μου!.. Φωτιά . .. Φωτιά» …

                                   Το βόλι του Θανάση
        Δε θέλει σάρκα ανθρωπινή. Γυρεύει ν' απαντήση
        Τάλογο πανδρειεύεται. θέλει να πιη τη φλόγα
        Πώβραζε μες τη φλέβα του και 'ς τ' άγριο πέρασμά του
        Του χάραξε το λάρυγγα, του θέρισε το σφάχτη
        Του ρούφηξε τη λεβεντιά, του σβει την περηφάνεια
        Και μεθυσμένο από χαρά φυσσομανάει και φεύγει.
        Το άτι αναστηλώθηκε, στερνή παλληκαριά του,
        Τα λάγανά του αιμάτωσαν, λυγάνε η κλείδωσαίς του
        Και ροβολά νεκρό 'ς τη γη. Ψυχομαχάει κι' ακόμα
        Κρατεί τ' αυτιά του τεντωτά…

                                        Ομέρπασα Βριόνη
        Σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλλιόνι.

         — Μήτρε, τα μετωρίσματα, παλληκαριά δεν είναι,
        Όπου είν' ο χάρος Βασιλειάς… Διαμάντη!…Τον δερβίση.

         — Θανάση, ως τώρα τρεις φοραίς τον έβαλα 'ς το μάτι
        Και δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγη το αίμα.

— Νάτος… Εξεσκεπάστηκε… Φωτιά… Διαμάντη… ρίξε…

        Βογκάει τ' αρμούτι το παληό… Ερρέκαξε ο Δερβίσης
        Απλώθηκε ταπίστομα κι' ακόμα με τα νύχια
        Κρατεί σφιχτ' από τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια.

— Μήτρε, μην επαράδραμα;

                          — Μες 'ς τη ραφή, Διαμάντη,
        Του ξήλωσες τα καύκαλα. — Τάνοιξες τρίτο μάτι
        Για να διαβαίνη θαρρετά, να περβατή 'ς τον Άδη.

— Μήτρε, μ' αρέσει να μ' ακούς… κ' εγώ το θάνατό του.

        Λυσσομανάει η αρβανιτιά τριγύρω 'ς το κουφάρι.
        Βάφουν 'ς το αίμα τα σπαθιά… Παραδαρμός, φοβέραις.
        Βουβάλια πού αγριέψανε… Τρώγονται συνατοί τους…
        Στέκουν και ξεδιαλέγονται… αθέρας… ένας κ' ένας…
        Τα χρόνια τους πρωτομαγιαίς…. Ότι και ξεφυτρώναν
        Της νειότης τα τριαντάφυλλα. Λουλούδια, βλασταράκια,
        Τα κύλησε η νεροποντή και 'ς τον καταποτήρα
        Τα παρασέρνει ο ποταμός. Παιδιά, τα πήρε η τύφλα
        Και χύνονται μες 'ς τη φωτιά… Του Διάκου τα λιθάρια
        Με τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν.
        Αρπάζουνε για ν' αναιβούν την πέτρα με τα νύχια
        Κι' ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.
        Τρεις ώραις ανδρειεύονται… Πλακόνει κι' ο Βριόνης
        Σα μαύρη βαρυχειμωνιά… Χαλάζι το μολύβι…
        Σκάφτουν το χώμα τάλογα… Σίφουνας, συντελεία…
        Χνώτο με χνώτο πολεμούν… Αδερφωμένο βρέχει
        Το αίμα ταρβανίτικο τη γη με το δικό μας…
        Έχουν την ίδια τη βαφή… Αν σμίγουν πεθαμένα
        Πώς δε θα σμίξουν ζωντανά;..

                           — Διαμάντη, τι με θέλεις;
        Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω
        Μου πέρνεις τα πατήματα;…

                                — Θανάση;.. Με γνωρίζεις..
        Δεν παρακάλεσα ποτέ… Κ' εμπρός σου… γονατίζω.

— Πες μου, τι θέλεις;… γρήγορα..

                                 — Αυτό το έρμο χώμα
        Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση… γλύτωσέ το…

— Σου φαίνεται να δείλιασα;

— Φύγε, Θανάση, φύγε.

— Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.

         — Δε βλέπεις πόσοι εμείναμε;… 'Σ το Χάνι ο Βακογιάννης
        Με τον Καλύβα εκλείστηκαν …

— Κ' εγώ… χειρότερός τους;

         — Όχι, Θανάση, μένω εγώ, πώφαγα το ψωμί μου
        Και δε μ' αποζητάει κανείς… Μένει μ' εμέ κι' ο Μήτρος,
        Εκείνος είναι νειώτερος… θα πάρη τώνομά σου
        Και δε θα σ' εντροπιάσωμε …

                          — Πώς είπες;… Τώνομά μου;…
        Δε θα κοτήση ο θάνατος, Διαμάντη, να το πάρη
        Και σεις θα μου το κλέψετε;

— Θανάση, σχώρεσέ μας.

— Εσείς μ' εμέ, κ' εγώ με σάς… Συχωρεμένοι νάσθε.

        Κ' εκεί που ο ανεμοστρόβιλος μουγκρίζει του πολέμου
        Πηδούν οι λειονταρόψυχοι και κολυμπούν μιαν ώρα
        Μες 'ς τη φωτιά, μες 'ς τη σφαγή… Παράδερνε η
                                                [Αστέρω..;

— Όσοι είστε ακόμα ζωντανοί, ελάτε ολόγυρά μου …

        Φωνάζει ο Διάκος, κ' έρχονται… Δε μένουν παρά δέκα.
        Ο ήλιος στέκει για να ιδή. Κάδε στιγμή πού φεύγει
        Τους έσφιγγε στενά στενά 'ς την αγκαλιά του ο Χάρος.

        Μέσα σε τέτοιο πέλαγο, βαθύ μελανιασμένο,
        Έν' ακρογιάλι μακρυνό, το μάτι του Θανάση
        Ξανοίγει που τους έκραζε . — «Παιδιά, ς' το Μοναστήρι…»
        Και δρασκελίζουν πεταχτά τη σιδερένια φράχτη
        Πωλόγυρά τους έπηξε… Σεισμός το πέρασμά τους.
        Τα όρνηα αναφτερούγιασαν… Τους κυνηγούν… προφτάνουν
        Και πλημμυρίζουν την αυλή… Η εκκλησιά 'ς τη μέση
        Παραιτημένη, ολόκλειστη… Ιδρόνει ο τοίχος αίμα…
        Τρίζουνε τα κονίσματα … Τα βόλια που ανεμίζουν
        Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια
        Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά… Λες κ' είχε να περάση
        Κανένα λείψανο απεκεί…

                                — Θανάση!… Παραδόσου…
        Επέσανε οι συντρόφοι σου… Δε σώμεινε κανένας.

         — Θα παραδώσω την ψυχή, τ' άρματα δεν τα δίνω.
        Αν δεν το ξέρης, μάθε το… Ποιος είσαι;.. τη φωνή σου…

— Θανάση, είμ' ο διαλαλητής…

                                  — Προδότη, αφωρεσμένε!…
        Μη μου πατής τα μνήματα… Ακόμα ζης εμπρός μου;…

        Και τη στερνή του πιστολιά, τη ρίχνει αστροπελέκι
        Και του βουβαίνει την καρδιά… Πέφτουνε τα κοράκια
        Να τόνε φάνε ζωντανόν… Στηλόνει 'ς τάγιο Βήμα
        Την πλάτη ο Διάκος… καρτερεί… Δεν τώμεινε 'ς το χέρι
        Παρά μια σπιθαμή σπαθί… Τον έχουν 'ς το σημάδι…
        Το πρόσωπό του ανάσταση… Εμπρός του αγκαλιασμένα
        Δύο λείψανα ξαπλωταριά… Ο Μήτρος κι' ο Διαμάντης…
        Δεν τον αφίνουν ούτ' εκεί. . Κανένας δε σιμόνει…
        Τ' ανδρειωμένα κόκκαλα συντρίβουν τα μολύβια,
        Και ο πύργος μένει πάντα ορτός… Το μάτι του άλλος
                                                 [κόσμος…
        Τον τουφεκίζουνε με μιας… Ταδειάζουνε τη φλέβα
        Και χίλιοι τον αρπάζουνε… Δεμένο το λειοντάρι
        Τώχουν 'ς τη γη και το πατούν… Του στρίφουνε τα χέρια
        Πιστάγκωνα με την τριχιά… Προβαίνουνε 'ς τον ώμο
        Η σχίζαις απ' την κλείδωση… Αίμα ρονιά… μεδούλι…
        Κ' ενώ τον εμαρτύρευαν κρυφά, κρυφά το στόμα
        Απλόνει ο Διάκος και φιλεί το Μήτρο, το Διαμάντη.

        Χιλιάδαις τόνε σέρνουνε. Εμπρός τους λαβωμένη
        Εμούγκριζε η φοράδα του… Την ανακράζει ο Διάκος
        Κι' αυτή μ' ένα χλημήτισμα τον χαιρετάει και πέφτει.

        Εστάθηκαν να τόνε ιδούν… Τους φαίνεται σαν ψέμμα.
        'Σ την Αλαμάνα ο πόλεμος δεν έπαψεν ακόμα,
        Το Χάνι το τοιμόρροπο σ έναν Κιοσέ Μεχμέτη
        Δε θέλει να παραδοθή. Απ' τη χαρά του ο Διάκος
        Νοιώθει βαθειά 'ς τα σωθικά την πρώτη δύναμή του
        Που αναγεννήθηκε με μιας…

                                  — Καλύβα!… Βακογιάννη!…
        Δέκα χιλιάδες με κρατούν… Σχωράτε με… πεθαίνω.

        Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο
        Πούχανε βγη τα δυο θεριά και τάχε αρπάξει η φλόγα.
        Κρύβεται ο ήλιος 'ς τα βουνά. Τα πλάγια σκοτειδιάζουν
        Και μένουν έρμα τα Θερμιά… Νεκρύλα… βουβαμάρα.
        Δε σειέται φύλλο 'ς τα κλαριά… Κανένα νυχτοπούλι
        Μοιρολογάει το σκοτωμό και κάπου κάπου οι λύκοι
        Που ανάμεσό τους γρούζουνε ποιος να πρωτοχορτάση
        Με τα πηχτά τα αίματα… Εδώ κ' εκεί κουφάρια
        Και ροχχαλιάσματα βαθειά…

                                'Σ ταγέρι κρεμασμένα
        Ωσάν καντήλια τ' ουρανού, αποβραδής δύο φώτα
        Εφάνηκαν 'ς τη σκοτεινιά… Κάνεις δεν τάχε ανάψη…
        Κ' ένας που επέρασε απεκεί, καλόγερος, διαβάτης,
        Κ' είδε το θάμμα κ' έδραμε, 'ς τη λάμψη δύο κεφάλια
        Ηύρε που πλάγιαζαν γλυκά… Τώνα του Παπαγιάννη
        Και τάλλο του Δεσπότη του. — Γονατιστός εμπρός τους
        Έμειν' ο γέρος κ' έκλαψε… Τους έρριξε τρισάγιο,
        Τα φίλησε 'ς το μέτωπο και με το δοκανίκι
        Έσκαψε λάκκο κ' έθαψε τ' αχώριστα τ' αδέρφια.
        Βλογάει το χώμα τρεις φοραίς… Έκαμε το σταυρό του
        Και χάνεται στην ερημιά… Εσβύστηκαν τα φώτα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.

Λαλούν η πέρδικαις γλυκά κι' ο ήλιος 'ς τη χαρά του» σ.89

Το χαριέστατον τούτο πτηνόν καθήμενον κατά τας πρώτας εωθινάς ώρας επί των αποτομωτέρων βράχων τέρπεται στρέφον προς τον ήλιον ως αν επιδεικνύμενον το ποικιλόχρουν και αβρόν στήθος. Ότι δε η πέρδιξ είναι εκ των συμπαθεστέρων ορνέων μαρτυρεί και το περδικοστήθω επίθετον λεγόμενον επί παρθένου καλόν εχούσης και οίον επανεστηκότα τον κόλπον.

«Κατάκορφα 'ς τον ουρανό πετιέται κι' ο πετρίτης.» σ. 89

Πετρίτης, είδος ιέρακος εκ των αγριωτέρων. Εκλέγει συνήθως τας υψηλοτέρας πέτρας κ' εκείθεν αρειμανίως κατασκοπεύει και επιτίθεται, όθεν και η παραγωγή του ονόματος. Εν χρήσει προς έπαινον νεανίου έχοντος πολεμικόν το ήθος.

»Πριν έβγη 'ς την παγάνα» σ. 89

Παγάναι· Συνήθως αι εκδρομαί αίτινες γίνονται εις τα δάση προς κυνηγεσίαν. Αλλά κυρίως εμφαίνει τους ελιγμούς και τας περιστροφάς του κυνηγού πλανωμένου ένθεν κακείθεν προς ανακάλυψιν της ποθητής άγρας, όθεν και το ρήμα παγανίζω.

» Χαρούμενα τ' αρείκη » σ. 90.

Ερείκη ή ρείκη Erica vulgaris. Πάντοτε πληθυντικώς.

Το θρούμπι, την αλιφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα. σ.90

Θρούμπι — Θύμβρα. Thymbra capitala. Αλιφασκιά. Ελελίφασκος. Salvia Pomifera. Σφελαχτός. — Spartium scorpius. Θάμνος ακανθώδης, εκ των πρώτων φυτών άτινα αναγγέλλουσι το έαρ διά των ωραίων κίτρινων ανθέων των.

Δακρύζουνε τ' απάρθενα τα χιόνια 'ς το λιοπύρι. σ. 90

Απάρθενα - Αειπάρθενα. Λιοπύρι, η ηλιακή θερμότης.

Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη. σ.91

Όστις έτυχε να συναντηθή μετά πολεμικής τινος εταιρίας είδε βεβαίως πώς δαπανώνται αι ώραι της αναπαύσεως. Ευελπιστώ ότι πιστώς απεικόνισα τα έθιμα των ορεσιβίων μαχητών της Ελλάδος γενόμενος ουχί εφευρέτης, αλλ' απλούς αντιγραφεύς.

Συντυχαίνω — συντυγχάνω, συνομιλώ.

Παφήλια — αι εκ μετάλλου πολυτίμου ή ευτελούς ζώναι των πυροβόλων. Η στρατιωτική τιμή επέβαλλεν επί ποινή καταισχύνης, την άκραν καθαριότητα των όπλων. Αλλά προς ισοστάθμισιν της τοιαύτης απαιτήσεως ουδεμία αξίωσις υπήρχεν ως προς την λευκότητα της φουστανέλλας διό έβλεπέ τις απαστράπτοντα τα όπλα επί του ζοφερού χιτώνος ως αστέρας επί μέλανος ουρανού.

Μες 'ς τα τριφύλλια τα παχειά σιδέρικη φοράδα,
Μαρμάρα, φίδι φτερωτό.. σ. 92.

Τριφύλλι. Το γνωστόν τρίφυλλον κληθέν ούτως από των τριών φύλλων, εξ ων απαρτίζεται έκαστος αυτού κλαδίσκος. Αν δέ ποτε ευρεθή έχον, ως εξ ιδιοτροπίας της φύσεως, τέσσαρα φύλλα, θεωρείται επιτήδειον εις μαγείας.

Σιδέρικη. Η χροιά αυτή της τριχός συνιστά πολύ παρά τω λαώ τον ίππον, και θεωρείται ως σημείον αλάνθαστον γενναιότητος, προσαπτομένων εις το ζώον πάντων των χαρακτηριστικών του σιδήρου, όθεν και το επίθετον. Και τούτο μεν συντελεί εις υπερτίμησιν ήτις όμως έτι μάλλον επαυξάνεται όταν ο ίππος φέρη προσέτι επί του μετώπου και λευκόν αστέρα.

Μαρμάρα. Στείρα ίππος, Αγνοώ πόθεν προέρχεται η λέξις αύτη. Εκτός αν έχη κοινόν τι προς το μάρμαρον όπερ παραλαμβάνεται εις πολλάς μεταφοράς προς χαρακτηρισμόν νεκρών, αναισθήτων, ή ψυχρών πραγμάτων. Ούτω λ.χ. «Έμεινε μάρμαρο» = έμεινεν ακίνητος. Και ο περί τινος εν συμπλοκή πληγέντος ερωτώμενος εάν έπεσεν, αποκρίνεται, Μάρμαρο = Νεκρός (raide mort). Επειδή δε η γονιμότης των ζώων αποδίδεται εις ζωτικήν τινα θερμότητα αναπτυσσομένην εν τη μήτρα κατά τινας ώρας του έτους, και ταύτην χαρακτηρίζει ο λαός διά του φωτιά, δεν είναι απίθανον να ελήφθη κατ' αρχάς η λέξις μάρμαρα εις δήλωσιν της ψυχρότητος του αίματος εικαζομένης εκ της αδρανείας των γεννητικών οργάνων.

» Και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ' ορνίθι» σ.99

Οι αλέκτορες και εν γένει πάντα τα πτηνά τα προαναγγέλλοντα την αρχήν της ημέρας ήσαν τα ξυπνητήρια των επί των ορέων διαιτωμένων.

Ορνίθι και πληθυντικώς ορνίθια τα κατοικίδια πτηνά. Αλλ' όταν θέλη τις να δηλώση τας καθ' ωρισμένας νυκτερινάς ώρας φωνάς του αλέκτορος, τότε συνηθέστερον ενικώς λ.χ. » Ελάλησε τωρνίθι. »

Έβαψε τα παλιούρια, σ. 93.
Παλίουρος το γνωστόν ακανθώδες φυτόν.

Μες τη μονιά του λύκου. σ. 93.

Μονιά επί τετραπόδων ζώων. Φωλεά επί πτηνών, όθεν μονιάς ο λαγωός, ο λύκος, ο άγροιόχοιρος ή άλλο τι των θηρίων εκ γήρατος, ή χαρακτήρος αγρίου μη στέργοντος την μετά των ομοφύλων συμβίωσιν.

»Τα κούφια βελανίδια. » σ. 93.

Αι καταπίπτουσαι από της δρυός βάλανοι, αι διακρινόμεναι διά της λέξεως χαμάδα, είναι η κυριωτέρα τροφή των αγριοχοίρων.

»Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι.» σ.93

Πιστεύεται κοινώς ότι τεμάχιον μολύβδου στρεφομένου διά της γλώσσης εντός του στόματος, πραΰνει την δίψαν. Προς τούτο θεωρείται κατάλληλος και μικρός τις θαλάσσιος λίθος, όστις και δίψα ονομάζεται.

» Και σαν μονομερίδα » σ. 93.

Μονομερίδα. Όφις μικρός, θανατηφόρος. Εκ δε της αμβλύτητος της ουράς προήλθεν η ιδέα ότι δικέφαλον είναι το ερπετόν τούτο. Εμποιεί τρόμον η ζοφερά αυτού χροιά, και καθίσταται λίαν επικίνδυνον ως εκ της μικρότητος αυτού. Προς τον επιμόνως αρνούμενον την εκτέλεσιν επανειλημμένης προσταγής και εντόνως εκφωνούντα, όχι, εκτοξεύεται το, » Οχιά και μονομερίδα.» Το μεν πρώτον ως παρήχησιν του όχι και ως εμφαίνον άλλον όφιν επίσης θανατηφόρον, το δε δεύτερον προς επίτασιν της κατάρας.

Εκτός των δύο τούτων, επικίνδυνοι θεωρούνται παρ' ημίν ο αστρίτης και το ακονάκι περί ου και το δημώδες

        Αν σε φάη τακονάκι
        Το τζαπί και το φτιαράκι.

Η δενδρογαλιά, ο σαπίτης, ο τυφλίτης, το σαΐτάρι θεωρούνται ακίνδυνα. Ως φάρμακον εις ουδετέρωσιν του ιού των όφεων παρέχεται λευκή τις κόνις κατασκευαζομένη έκ τινος φυτού όπερ και φιδοχόρτι καλείται. Τινές πιστεύουσιν ότι την αυτήν θαυμασίαν ιδιότητα έχει και η δρακοντία (άρον, δρακόντιον, των αρχαίων, Arum Italicum) φυτόν περικλείον εντός πρασινωπής θήκης καυλόν ερυθροειδή κοινώς λεγόμενον γκάρδην. Ο καυλός ούτος αποτεφρούμενος είναι το αντιφάρμακον. Αρκεί να πίη τις την κόνιν δις εντός εβδομάδος, αλλά μόνον κατά την τετράδην και την παρασκευήν, μόλις εγειρόμενος του ύπνου και προ πάσης εδωδής και πόσεως. Η θεραπεία αύτη καλείται πότισμα και ποτισμένος ο διά του τρόπου τούτου καταστάς άτρωτος. Ο σίελος αποκτά τότε καταπληκτικήν ιδιότητα ώστε διά της απλής επιθέσεως αυτού όχι μόνον ο όφις καταλαμβάνεται υπό νάρκης, αλλά θεραπεύονται τα τραύματα και εκλείπουσι τα φαινόμενα της δηλητηριάσεως.

Απώνα αρμό 'ς τον άλλονε. σ. 93.

Αρμός ή άρθρωσις. Όθεν και η συνήθης απειλή. » Θα σε κόψω από αρμό 'ς αρμό.»

        Ανάθεμα την ώρα,
Που ο Γούμενος τ' άη 'Γιαννιού από την Αρτοτίνα σ. 93

Καθ' όσον εν τη μονή ταύτη είχε χειροτονηθή ο Διάκος.

Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι
Σου εδείξανε την πλάτη του.. σ. 94.

Ότε απεφάσισα μετ' ακριβείας να μάθω τα περί της οιωνοσκοπείας ταύτης θρυλλούμενα, επορεύθην πρός τινα υπερεκατοντούτην βλαχοποιμένα, και εύρων αυτόν εν ώρα χειμώνος θερμαινόμενον υπό τον ήλιον και επιτηρούντα μακρόθεν το ποίμνιον,

— Καλώς τα κάνεις, γέροντα.

— Καλώς το το παιδί μου.

— Τα χρόνια σε βαρένουνε… Πώς απερνάς; ..Πώς είσαι;

 — Μου φαίνεται πως ήρθα χθες. Εμπήκ' από μια θύρα
Κι' από μιαν άλλη θα να βγω. — Πώς είμαι θες να μάθης;

        Η βρύσαις εκινήσανε,
        Οι μύλοι εσταματήσανε,
        Και τα βουνά εχιονίσανε
        Και τα δυο γινήκαν τρία.

Προσκληθείς δε υπ' εμού ίνα εξηγήση το αίνιγμα, απήντησεν ότι εκ του γήρατος οι οφθαλμοί έρρεον δάκρυα, οι οδόντες είχον πέσει, η κόμη επολιώθη και ότι αντί δύο είχε προσλάβει και τρίτον πόδα την βακτηρίαν. Μετά την εισαγωγήν ταύτην αφού επί μακράν ώραν διά μυρίων ελιγμών αφήρπασα εκ του στόματός του αρχαία τινα διηγήματα, ήλθον εις το ποθούμενον θέμα. Ήκουσα παρ' αυτού αληθώς τεράστια· ομολογώ δε ότι η πεποίθησις μεθ' ης εξεφράζετο ο οιωνοσκόπος, κατελάμβανε βαθμηδόν και εμέ, ώστε μοι μετέδωκε την πίστιν και τας δοξασίας του.

Αλλά μη αρκούμενος ο γέρων εις γενικάς παρατηρήσεις και εις το κύρος της μακροχρονίου αυτού πείρας, έβαλε την χείρα εις την ζώνην και εξήγαγε δύο ή τρία πεπαλαιωμένα οστά, εφ' ων μοι εδίδαξε την ανάγνωσιν των σημείων εν πρωτοτύπω. Εκ της διδασκαλίας εκείνης επορίσθην τα εν τω αποσπάσματι τούτω του στιγουργήματός μου καταχωρισθέντα.

Ο αμνός του Πάσχα και ο κατά την εορτήν του αγίου Γεωργίου θυόμενος περιέχει σχεδόν πάντοτε αλανθάστους προφητείας. Κατά δε το αρματωλικόν έθιμον οσάκις παρετίθετο κριός ή αμνός (λειάνωμα) και κατεκερματίζετο, η ωμοπλάτη ανήκε δικαιωματικώς εις τον αρχηγόν, όστις και δεν παρέλειπεν ακριβώς να εξετάση τα εν αυτή σημεία.

Εκτός της ωμοπλάτης και το ήπαρ και ο σπλήν και τα έγκατα εν γένει χρησιμεύουσι πολλάκις εις προφητικάς διαγνώσεις. Αλλά περί τούτων ουδεμίαν ηυτύχησα να συλλέξω ακριβή πληροφορίαν. Είναι ακατονόητον πόσον φείδονται των εξηγήσεων οι δημοτικοί μάντεις και πόσον αποποιούμενοι πολλάκις αδράς αμοιβάς αρνούνται ν' αποκαλύπτωσι τα μυστήρια της προπατορικής επιστήμης.

» Τους έδειξε μια φλέβα. » σ. 94.

Σημείον αιματοχυσίας, καθώς αι σκιαί, αίτινες παρατηρούνται επί του οστού, (όπερ ιδίως καλείται χτένι) προμηνύουσι πένθος· Αι λειψάδαις και τα κοιλώματα εικονίζουσι μνήματα ανεωγμένα.

Η λέξις λειψάδα εκ του λείπω σημαίνει κενόν σχηματισθέν εκ της αφαιρέσεως τεμαχίου τινός από στερεού σώματος. Το δε κοίλωμα φυσικόν βαθύλωμα. Η αυτή της ελλείψεως έννοια άλλως τροπολογηθείσα φαίνεται και εν τοις λειψός, λειψή. Εντεύθεν και τηγανίταις λειψαίς και αναιβαταίς, αι μεν άζυμοι, αι δε ένζυμοι.

Εξάνοιξε 'ς την αγκωνή μελαχρινή λουρίδα
Που πρόβαινε σα σερπετό. σ. 94.

Λουρίδα, λωρίον. Σημαίνει ενταύθα γραμμήν μέλαιναν δίκην έρποντος όφεως καμπτομένην.

Σερπετό και ερπετό. Επροτίμησα το πρώτον προς διατήρησιν της περιέργου ταύτης διαλεκτικής διαφοράς.

Του πιάστηκε η αναπνοά. σ. 94.

Μη πιστεύση τις ότι κατά λάθος έγραψα αναπνοά αντί αναπνοή, ηθέλησα εκ προθέσεως να τηρήσω τον περισωθέντα τούτον αιολοδωρικόν πλατειασμόν.

» Οχιά με τον οσκρό της. σ. 95.

Οσκρός το κέντρον του σφηκός και της μελίσσης λεγόμενον και επί της γλώσσης του όφεως. Σύμβολον έριδος και εμφυλίων σπαραγμών.

Ακούσανε που εφρύμαζε. σ. 95.

Εφρύμαζε. Το άγριον φύσημα του ίππου σημαίνον έκπληξιν ή τρόμον.

» Ξώδερμα, Διάκε, μάγλειψε το βόλι ένα παγίδι. σ. 96.

Του γλείφω γίνεται χρήσις εις δήλωσιν επιπολαίου τραύματος διά σφαίρας.

Παγίδι και παγίδια, αι πλευραί.

» Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι » σ. 96.

Το ξανάφτω επί ερεθισμού και φλογώσεως των τραυμάτων.

» Δος μου το μήλι σου να ιδώ. » σ. 96.

Το μήλι. Η μήλη των αρχαίων ήτο το μόνον ίσως χειρουργικόν εργαλείον των αρματωλών δι' ου κατεμετρείτο το βάθος των πληγών.

Ξανθο ..φρυμμένη πηγανιά. » σ. 96.

Εκ των προχείρων μέσων προς κατάπαυσιν της αιμορραγίας συνηθέστατον ήτο ο αποτεφρωμένος πήγανος, ο φλοιός αγρίας συκής, ο μοτός και άλλα.

» Δεν έπαιξε λεπίδι » σ. 96.

Φράσις πολεμική σημαίνουσα συμπλοκήν εκ του συστάδην. Καθώς και το: Τόνε πέρνει στο φτερό, σημαίνει νίκην προερχομένην εκ της φυγής των εναντίων άνευ τινος αντιστάσεως.

» Δριμόχολο, τρομάρα.» σ. 97.

Δριμόχολο, αιφνίδιος, ορμητικώτατος βορειοανατολικός άνεμος, επικίνδυνος εν θαλάσση και καταστρέφων τους καρπούς της γης.

» Ριπίζω .. με κυνήγησαν» σ. 97.

Το ριπίζω κυρίως διασκορπίζω, αλλά και εν χρήσει προς δήλωσιν ορμητικής φυγής.

Τον είχα ιδεί που εμούδιασε» σ. 98.

Εμούδιασε ενταύθα σημαίνει μεταφορικώς νάρκην ηθικήν.

Αν πέσω θυμηθήτε, — Τάρματα, το κεφάλι μου. σ. 98.

Θέλω λάβει αφορμήν εν τοις επομένοις να είπω τινα σχετιζόμενα προς τας ιδέας των αρματωλών όταν επρόκειτο περί προφυλάξεως της κεφαλής αυτών από των εχθρικών ύβρεων. Γνωσταί δε υπάρχουσιν αι περιφρονήσεις εις ας απέκειτο το ευγενές τούτο μέλος του ανθρωπίνου σώματος, η καθέδρα της διανοίας, οσάκις περιέπιπτεν εις των εχθρών τας χείρας.

» Σήμερ' αρχίζει ο κάματος, κ.τ.λ. 99.

Το ημέτερον άροτρον διατηρηθέν σώον ως το παρέδωκε τοις προγόνοις ημών ο καλός Τριπτόλεμος σύγκειται εκ των επομένων μερών.

Αλέτρι, ζυγός, κέρος ή σύβαλμα, γενί ή ινί, αλετροπόδα, φτερά, σπάθη, σταβάρι, χερουλάτης, ζεύλαις, ασκάλι, κλειδί, βουκέντρα, σπαθότρυπα και αλπός αι δύο οπαί αίτινες υπάρχουσιν επί της αλετροπόδας.

Προοιμιαίς αι κατά την χειμερινήν ώραν γινόμεναι σποραί.

Οψιμιαίς αι κατά την εαρινήν.

Κάματος. Η των αροτήρων βοών και η του ζευγηλάτου εργασία. Και το εκ της εργασίας ταύτης προϊόν.

Χερσάδα. Η γη ήτις από πολλών ετών μένει χέρσος, ακαλλιέργητος.

Και ποιος κρατεί μια λοιδοριά τ' αφωρεσμένο δένδρο. σ. 99

Λοιδοριά και αλλοιδοριά. Δρυς αειθαλής, Quercus illex. Το είδος τούτο της δρυός θεωρείται υπό του λαού, κατηραμένον. Μυθολογείται δε ότι θαυμασίως πως και μυστηριωδώς διαδοθείσης της καταδίκης του Ιησού Χριστού, έντρομα συνήλθον εις νυκτερινόν συνέδριον πάντα τα φυτά και συσκέψεως γενομένης, παρεδέχθησαν ομοθυμαδόν ν' αρνηθώσι το ξύλον αυτών προς κατασκευήν του σταυρού, εφ' ου επέπρωτο να προσηλωθεί ο υιός του Θεού. Αλλ' ως εν μέσω των Αποστόλων είχεν ευρεθή ο Ιούδας, ούτω και μεταξύ των δένδρων παρέστη η Λοιδορία ήτις μόνη εδήλωσεν ότι ουδόλως διενοείτο να υποκύψη εις την γενομένην απόφασιν. Η βδελυρά αύτη διαγωγή εστιγματίσθη διά φοβερού αναθέματος υπο τών βουλευομένων και ούτω παρεδόθη εις τας αράς των αιώνων ως ένοχον φρικαλέας προδοσίας το αποτρόπαιον φυτόν.

Επελθούσης της ώρας καθ' ην Ιουδαίοι τεχνίται διετάχθησαν να κατασκευάσωσι το όργανον του μαρτυρίου, παρετηρήθη μετ' εκπλήξεως ότι ουδέν εκ των γνωστών ξύλων έστεργε να τηρήση την συνήθη απάθειαν, αλλ' ως αν εν τω οργανισμώ αυτού εφώλευε μυστηριώδες τι πνεύμα, διερρηγνύετο πανταχόθεν, και απεσκίρτα συστρεφόμενον και διακρούον την μανιώδη καταφοράν και παραλύον των εργατών τα τεχνάσματα. Αφ' ου εκ περιτροπής εβασανίσθησαν άπαντα, μόνη η Λοιδορία προσηνέχθη φιλικώς και ούτω μετά πολλούς αγώνας κατηρτίσθη το πολύμοχθον έργον.

Του δένδρου τούτου ο φλοιός, οι κλάδοι, τα φύλλα και εν γένει πάσα η κατασκευή διεγείρει ανεξήγητον αποστροφήν είτε διότι φαίνεται ως ειδεχθές έκτρωμα εν τη οικογενεία εις ην ανήκει, είτε διότι εις του λαού τα βλέμματα παρίσταται φέρον ανεξίτηλον το προαιώνιον στίγμα.

Οι δε επί των ορέων ξυλευόμενοι παραγκωνίζουσιν αυτό εκ συστήματος, φοβούμενοι μη τον πέλεκυν μολύνωσι, κυρίως δε μη την αγνότητα της φλογός μιάνωσιν, εισάγοντες αυτό εις την οικογενειακήν εστίαν. Ότι δε ο Ελληνικός λαός αποδίδει θρησκευτικόν σεβασμόν εις το πυρ, μαρτύριον έστω η καταρίθμησις αυτού μεταξύ των κυριωτέρων δυνάμεων της φύσεως και η διατύπωσις ιδιαιτέρας ορκομωσίας απαγγελλομένης συνήθως εν κρισίμοις περιστάσεσι και συνοδευομένης διά σχήματος όπερ εκτελεί τις ψαύων ταχέως διά του δείκτου και του λιχανού την φλόγα εκ των κάτωθεν προς τα άνω. ο τύπος του όρκου διαφέρει πολλάκις κατά την φράσιν, είναι δε πάντοτε ο αυτός ως προς την έννοιαν. » Μα το φως που μας φωτίζει. » — » Μα τη φωτιά που μας παραστέκει. »

Την φλόγα του πυρός θεωρεί επίσης ο λαός ως εξαγνίζουσαν και απομακρύνουσαν τα πονηρά πνεύματα άτινα δολίως πολιορκούσι τον άνθρωπον. Ούτω λ.χ. εντός του θαλάμου όπου κείται η λεχώ, αρτίως απαλλαχθείσα των ωδίνων του τοκετού, ουδείς εκ των έξωθεν του οίκου εισέρχεται νύχτωρ πριν ή διασκελίση ή ψαύση διά των δακτύλων την φλόγα.

Και αυτή της βασκανίας η διάγνωσις τελείται διά πεπυρωμένων ανθράκων, βαλλομένων εις ψυχρόν ύδωρ. Τότε ο μαντευόμενος προφέρει συγχρόνως το όνομα του πάσχοντος και αν αληθώς υπάρχη βασκανία, είς των ανθράκων κρημνίζεται μετά πολλού του ψόφου εις τον πυθμένα. Εννοείται οίκοθεν ότι η πράξις αύτη συνοδεύεται υπό μυστικών εξορκισμών. Τούτου πραχθέντος νίπτεται ο πάσχων διά του ύδατος του χρησιμεύσαντος εις την εκπλήρωσιν του μυστηρίου, πίνει και θεραπεύεται αυθωρεί.

Αλλ' επανερχόμενος επί το προκείμενον, λέγω, ότι τοιαύτης ούσης της περί λοιδορίας δημώδους παραδόσεως, έκρινα εύλογον να εισαγάγω αυτήν εις την διαδραματιζομένην σκηνήν, ως διά της παρουσίας αυτής προοιωνίζουσα την επικειμένην καταστροφήν.

Άστραψ' η πρώτη τουφεκιά… Χαρά 'ς το καρυοφύλλι.
Να μην πεθάνω εδώ με σας κ.τ.λ. σ. 101

Διασήμων τίνων όπλων η φωνή υπήρχε γνωστή, και δεν ήτο σπάνιον εν μέσω απείρων πυροβολισμών, γεγυμνασμένον ωτίον να διακρίνη εκ της εκπυρσοκροτήσεως, αν εκεί εμάχετο γνωστός τις φίλος ή εχθρός. Τούτο συνέβη και εν τη περιστάσει ταύτη, καθ' ην ο Διαμάντης αναγνωρίζει εκ του ήχου το όπλον του διαβοήτου Δίπλα, του γνωστού τούτου συνεταίρου του Κατζαντώνη.

Ότι δε το καρυοφύλλι (πώς να μη καταρασθώ την ανακάλυψιν του φίλου μου Κυρίου Σάθα!) εφημίζετο ως υπέρ παν άλλο ηχητικόν και βροντοφώνον δηλοί σαφώς το κλέφτικον αξίωμα,

        Αρμούτι έβγα 'ς τον πόλεμο, νταλιάνι 'ς το σημάδι
        Και καρυοφύλλι 'ς τη φωνή, σαν άξιο πολληκάρι.

» Βάσανα, μοιρολόγια. » σ. 105

Κρίνω εύλογον να σημειώσω ότι κυρίως μοιρολόγι σημαίνει θρήνος μετά νεκρικού άσματος. Απλαί δε οιμωγαί και ολολυγμοί, δι' ων αγγέλλεται τραγικόν τι συμβάν, λέγοντας απόφωνα.

» Τα λάγανά του αιμάτωσαν» σ. 105

Λάγανα. Τα έσωθεν των οδόντων ούλα των ίππων. Ταύτα οσάκις εξογκούνται εμποδίζουσι το ζώον να βοσκήση. Το δε νόσημα τούτο σημαίνεται διά της φράσεως. » Έχει τα λάγανα

» Και δε μου δείχνει μέτωπο» σ. 106

Όταν δεν παρουσιάζεται τις κατά πρόσωπον. Οι περίφημοι δε σκοπευταί δεν έστεργον να εμβάλωσι την σφαίραν άλλοτε ειμή εις το μέσον του μετώπου (καλούμενον σταυρός — αστέρι) ή της καρδίας. Διό και παρακατιών φοβούμενος ο Διαμάντης μετά τον πυροβολισμόν μη παρέδραμεν, ερωτά περί τούτου τον Μήτρον.

» Θα να τον τρώγη το αίμα. σ. 106

Φράσις εμφαίνουσα κακόν τι προαίσθημα και επικείμενον δυστύχημα.

» Ερρέκαξε ο δερβίσης.» σ. 106

Το ρεκάζω, σημαίνει εκπέμπω φωνήν απότομον προκαλουμένην υπό σφοδροτάτου και αιφνιδίου άλγους. Είναι στεναγμός του προσβαλλομένου υπό απροσδοκήτου θανάτου. Συνηθέστερον επί ζώων, κυρίως, αιγών ή τράγων, όταν σφαδάζωσιν υπό την μάχαιραν. «Τώδωσε όσο που ερρέκαζε» — Θα σε κάμω να ρεκάξης» = Εμαστίγωσεν αυτόν μέχρι θανάτου. Θέλω σε εξοντώση, καταστρέψη.

        Μες 'ς τη ραφή, Διαμάντη,
Του ξήλωσες τα καύκαλα. κ.τ.λ. σ. 106

Ραφή, η ραφή ήτις συνδέει τα δύο ημικράνια. Καύκαλα και κούτελο το έμπροσθεν μέρος του κρανίου.

» Τα χρόνια τους πρωτομαγιαίς. » σ. 107

Στρατολογήσας εν βία ο Ομέρ Βριόνης είχε παραλάβει πολλούς νεανίσκους αλβανούς και περί τούτων γίνεται λόγος ενταύθα,

«Εκείνος είναι νειώτερος… θα πάρη τώνομά σου» σ. 109

ο Δίπλας, ιδών ποτε τον Κατζαντώνην προκινδυνεύοντα, τους δε πολεμίους αθρόους επιπεσόντας επ' αυτόν άμα εξαγγείλαντα το ίδιον όνομα, και ελπίζοντας να τον ζωγρήσωσιν ή αποκτείνωσιν εισορμήσας εκραύγασε. »Μη τον πιστεύετε, εγώ είμαι ο Κατζαντώνης. Αν σας βαστά, βαρείτε μου.» Τότε δη στρέψαντες οι εχθροί κατ' αυτού τα όπλα εθανάτωσαν τον εκουσίως εαυτόν προσενεγκόντα θύμα υπέρ της φιλίας.

» Παιδιά, 'ς το μοναστήρι. σ. 110

Εννοείται η μονή της Δαμάστας όπου ο Διάκος πολεμών απεσύρθη και έμεινε μέχρι τελευταίας στιγμής, η θέσις αύτη, κατα τον Κύριον Τρικούπη καλείται Ποριά.

        Δεν τώμεινε 'ς το χέρι,
Παρά μια σπιθαμή σπαθί. κ.τ.λ. σ. 111

Υπάρχει αναντίρρητον ότι τότε μόνον συνελήφθη ο Διάκος αφ' ου και το πυροβόλον διερράγη και το ξίφος αυτού εθραύσθη. Επίσης διαβεβαιούσι πάντες ότι είχε τραυματισθή καιρίως κατά τον ώμον.

Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο σ. 112
Πούχανε βγει τα δυο θεριά και τάχε αρπάξη η φλόγα.

0 Καλύβας και ο Βαχογιάννης αντέσχον σχεδόν μόνοι κατά πολυαρίθμων εχθρών ωχυρωμένοι εντός του μικρού ξενοδοχείου της Αλαμάνας. Αλλ' ότε είδον τον αρχηγόν αιχμάλωτον, τότε ξιφήρεις πεσόντες κατά των πολεμίων εθανατώθησαν. Βλέπων αυτούς μακρόθεν ο Διάκος και εκτιμών την απαραδειγμάτιστον γενναιότητα ανέκραξε

Δέκα χιλιάδας με κρατούν

τουτέστι με κωλύουσι να δράμω προς βοήθειαν.

Και μένουν έρμα τα Θερμιά. 113

Μετά την νίκην ο Τουρκαλβανικός στρατός επανήλθεν εις Ζητούνι φέρων εν θριάμβω τας κεφαλάς των φονευθέντων και δέσμιον τον Διάκον. Τα εν τοις επομένοις άσμασιν ιστορούμενα θεωρούνται επομένως ως συμβάντα εν Λαμία. Εφ' άπαξ δε οφείλω να διαδηλώσω ότι, εάν προς ταις ιστορικαίς σημειώσεσιν αναγκαίον έκρινα να προσθέσω και διαλεκτικά τινα, ουχί σχολαστικής επιδείξεως χάριν ήλθον εις τοιαύτας διατριβάς, αλλ' ίνα ερμηνεύων λέξεις και φράσεις ουχί συνήθεις παρά πάσι τοις Έλλησι, παράσχω αφορμήν εις ερεύνας δυστυχώς μέχρι τούδε παραμεληθείσας, επί βλάβη της εθνικής ημών γλώσσης, ήτις αδιασπάστως συνδέεται μετά της ιστορίας των Ελληνικών γραμμάτων.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ.

ΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ.

        Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά, χορτάτη, αποσταμένη,
        Μες 'ς την πυκνή τη χλωρωσά. Τόσαις χιλιάδαις κόσμος,
        Κι' ούτ' ένα όνειρο γλυκό, ούτ' ένα καρδιοχτύπι!
        'Σ του ύπνου της τη συγνεφιά δεν έλαμπαν ελπίδαις,
        Δε φέγγει πόθος μακρυνός. 'Σ τα μάτια της μαυρύλα
        Και 'ς την καρδιά της ερημιά. Τανθρώπινα κοπάδια
        Απ' το βαρύν τον κάματο, βουβά, αποκαρωμένα,
        Μες 'ς τα λουλούδια ταπριλιού μαυρολογούν, πλαγιάζουν,
        Σαν νάτανε συντρίμματα, χορταριασμέναις πέτραις
        Όπου είχε πάρη ο χαλασμός από κανέναν πύργο
        Και τάχε σπείρη εδώ κ' εκεί με του σεισμού το χέρι.

        Ακόμα η Πούλια είναι ψηλά και της αυγής ακόμα
        Τωρνίθι δεν ελάλησε. Προτού να βασιλέψη
        Το δρέπανο του φεγγαριού 'ς ενός βουνού τη ράχη
        Εστάθηκε για μια στιγμή και πικραμένο ρίχνει
        Την ύστερή του τη ματιά 'ς το έρμο το Ζητούνι.
        Εμαύρισαν η λαγκαδιαίς. 'Σ το μελανό του κύμα
        Ταγέρι πνίγει τα σπαρτά, τα δέντρα, τα λιβάδια,
        Γένονται θάλασσα η στερηαίς, λες ότι αυτό το βράδυ
        Ήρθε με δυο μεσάνυχτα κι' αργεί να ξημερώση.

        Μες 'ς το σκοτάδι το βαθύ χιλιόχρονο ρουπάκι
        Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομάνητό του.
        Στοιχειό της γης περήφανο, βουλήθηκε να φτάση
        Τα σύγνεφα με τα κλαριά, τον άδη με τη ρίζα,
        Και δεν ανανοήθηκε που ο χαλαστής ο χρόνος
        Τούχε φωλιάση 'ς την καρδιά και τώσκαφτε λαγούμι
        Δουλεύοντας σιγά σιγά με τα σκυλόδοντά του.

        Εις το βαρύν τον ίσκιο του, περίχαρο λουλούδι
        Ποτέ δεν εξεφύτρωσε. Ούτε το χαμομήλι
        Ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. Ολόγυρά του σπλόνοι
        Και δρακοντιαίς φαρμακεραίς. 'Σ το χώμα κάπου κάπου
        Σπαρμένα ραχοκόκκαλα, που τάχε ξεσαρκώση
        Ο τραπεζίτης του σκυλιού, του κόρακα το νύχι,
        Εσέποντο χωρίς ταφή. Κι' ανίσως πλανεμένος
        Κανείς εδιάβαινε απ' εκεί κ' ένοιωθε τα σαράκια
        Να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια,
        Κι' ολονυχτύς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του
        Κι' ούτε που γύριζε να ιδή το φοβερό το δέντρο,

        'Σ τη μαύρην την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος,
        Γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος,
        Ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.
        Τον έβοσκε βαθύ χτικιό, του θέριζε τα σπλάχνα
        Έχθρα κρυφή, παντοτεινή, για τάνθη, για ταστέρια
        Για του παιδιού την ευμορφιά, κ' έτρωγε με το μάτι
        Ό,τι το χέρι το σκληρό δεν έφτανε να φθείρη.
        Έκλωθε τη σαπύλα του στρωμένος 'ς τα ξεσκλίδια
        Που τώφερνε πάσα φορά το κλεψιμιό, η κρεμάλα.
        Αχώριστοί του σύντροφοι, σφυριά, τριχιαίς, αμμώνι,
        Στουρνάρια για το γδάρσιμο, παληόκαρφα, ψαλίδαις,
        Μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα.
        Κανένας δεν εγνώριζε 'ς τη Λιβαδειά πώς ήρθε.
        Τον είχε ρίξη σύγνεφο;… Τον είχανε ξεράση
        Τα χώματα του ρουπακιού;… Κανένας δεν το ξέρει.
        Όταν τη νύχτα 'ς τον τροχό τα σύνεργα επερνούσε
        Κι' ανάδευε τα χέρια του κ' έτρεμε το κεφάλι,
        Παρασαρκίδα αφύσικη μες 'ς την κοιλιά του δέντρου,
        Εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένο
        Χταπόδι 'ς τη θαλάμη του που πρόσμενε κυνήγι
        Κι' ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του,

        'Σ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν' ο Διάκος,
        Ταστροπελέκι του βουνού σβυέται 'ς αυτό το μνήμα.
        Χαρούμενο 'ς τ' αρπάγια του τον έχει το σφαλάγγι
        Και του βυζαίνει την ψυχή. Ξεραίς παλαμονίδαις
        Του στρόνει μέσα 'ς τη σπηλειά και τόνε ρίχνει επάνω.
        Με δαγκανάρια, με σχοινί τα χέρια ξεκλειδόνει
        Και τα φορτόνει σίδερα, του δένει τα ποδάρια,
        Χαλκά του σφίγγει 'ς το λαιμό. Τα στήθια του πλακόνει
        Μ' έν' αγκωνάρι κοφτερό. Τα σερπετά μαυλίζει
        Και τα τινάζει επάνω του… Ύστερα, διπλοπόδι,
        Τα παραμόνευε ο φονιάς μην αποκοιμηθούνε
        Κι' αφήσουν ατελείωτο το νυχτοκάματό τους.
        Ακοίμητο, αγρυπνούσ' εκεί και του Θεού το μάτι.

        Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρω 'ς το Θανάση
        Ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλον κόσμο
        Με τα παληά τους βάσανα, με την παλληκαριά τους,
        Και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.
        'Σ τη σκοτεινή του φυλακή, γαλανοφορεμέναις,
        Απλόνουν τα φτερούγια τους κ' επάνωθέ του ανοίγουν
        Βαθύν απέραντο ουρανό και του τον αστερόνουν
        Μ' αθάναταις ενθύμησαις, μοσχοβολιαίς του τάφου.

        Καταίβηκε ο Φιλόθεος με θυμιατό 'ς το χέρι
        Και λιβανίζει κ' ευλογά. Μαζύ του κι' ο Δημήτρης
        Κρατώντας 'ς το δισάκκι του κρυμμένα του Δεσπότη
        Ταγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη
        Λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη
        Πα να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας,
        Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι' ο Πάνος Μεϊντάνης
        Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη.
        Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη,
        Με τη στερνή του την πληγή. Το Γιάννη Μπουκουβάλα
        Γυμνό βαστώντας το σπαθί σαν νάφτανε τρεχάτος
        Ψηλ' από το Κεράσοβο. Σιμά του ο Μητρομάρας.
        Εφάνηκε ύστερα ο Σταθάς, θολός, ανταριασμένος,
        Θαλασσοπούλι πώσταζεν αφρούς απ' την Κασσάνδρα.
        Ο Ζήδρος ο ανήμερος. Ο Θύμιος ο Βλαχάβας,
        Πούχε παράπονο κρυφό γιατ' ήτον πεθαμένος
        Και δεν μπορούσε μια φορά να μαρτυρήση ακόμα
        Για τώνειρό του το γλυκό. Ο Βλαχαρμάτας Βέργος.
        Ο Λιάς από τη Βίδαβη. Επέρασε ο Λαμπέτης
        Και δείχνει τ' Αστραπόγιαννου την κάρα ματωμένη
        'Στήν αγκαλιά του την πιστή. Εκεί κι' ο Αμπελογιάννης
        Με τρεις θηλειαίς που εσφίγγανε τον άγριο το λαιμό του.
        Ο Κωσταντάρας πώφερνε 'ς τον ώμο το παιδί του
        Σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα,
        Γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε, τάρματα, τη γενειά του.
        Ο Λάζος, ο Βρυκόλακας, ο γέρο Κώστα Πάλλας,
        Ο Καλιακούδας ο Λουκάς, ο Χρόνης, ο Γυφτάκης,
        Τ' Ανδρούτζου τάσπρο φάντασμα, τρανό σαν το Βελούχι
        Με τον ψυχοπατέρα του το Βλάχο το Θανάση,
        Λειοντάρια που δεν άφιναν τον άδη 'ς ησυχία.
        Ο Λιάκος απ' τον Όλυμπο. Εκεί κι' ο Κοντογιάννης
        Που γύρευε συχώρεση να πάρη για το Μήτζο.
        Ο Κατζαντώνης πώδειχνε με κρυφοπερηφάνια
        'Σ τα κόκκαλά του το σφυρί… Ο Δίπλας 'ς το πλευρό του.
        Ο Αλέξης ο Καλόγερος, οι Κατζικογιανναίοι,
        Αχώριστοι 'ς το σκοτωμό, 'ς το μνήμ' αδερφωμένοι.
        Της Λάμιας ο σταυραητός πλακόνει ο Χρήστος Γρίβας.
        Σε φλογισμένο σύγνεφο διαβαίνει θρονιασμένος
        Εμπρός 'ς το Διάκο ο Σαμουήλ, της Κιάφας ο προφήτης.
        Κρατεί 'ς τη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγγι
        Όταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδαις τα μαλλιά του
        Τα γένεια σπίθαις και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοι
        'Σ τον ώμο τους τονέ βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρω
        'Σ το φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια,
        Αγράμπελαις που εφύτρωσαν 'ς το βράχο του Ζαλόγγου,
        Καθένα τούχε η μάνα του 'ς την τραχηλιά της ρόδο.
        Κι' ανάμεσό τους φαίνεται ο γέρο πολεμάρχος
        Σαν περατάρης γερανός που σέρνει 'ς τα φτερούγια
        Τα χηλιδόνια του Μαρτιού δαρμέν' απ' την αντάρα.

        Μ' ανέλπιστη παρηγοριά ο πεθαμένος κόσμος
        Το πονεμένο το κορμί ραντίζει του Θανάση,
        Κ' επίστεψεν από μακρά ότ' είδε το λημέρι
        Που την ψυχή του επρόσμενε. Ερρίζωσε η καρδιά του
        Βαθύτερα 'ς τα σωθικά, του φώλιασε 'ς τα μάτια
        Γλυκειά της μάνας του η ευχή. Σκοτείδιασε το φως του
        Κι' αποκαρώθηκε ο φτωχός. Τα σερπετά δειλιάζουν
        'Σ τ' αγώγι τους και φεύγουνε. Νεκρόνεται κι' ο γύφτος,
        Η φύσις όλη εσίγησε, λες κ' ήθελε ν' αφήση
        Ελεύθερα να καταιβούν τα ονείρατα του Διάκου.

***

        Κ' ιδού του κάστηκε με μιας ότ' είδε την κουφάλα
        Του δέντρου ν' αναδεύεται. Του ρουπακιού τα φύλλα
        Να πέσουν όλα καταγής, να μεταμορφωθούνε
        Να γένουν σάρκαις ζωνταναίς, και τάψυχο το ξύλο
        Να λάβη ανθρώπινη μορφή. Η φλούδα μοναχή της
        Χωρίζει, ξεδιπλόνεται, και τότε με το χέρι,
        Το σιωπηλό το φάντασμα που στέκει επάνωθέ του,
        Τη σήκωσε, την έρριξε 'ς την πλάτη του σα ράσο,
        Κ' έμειν' εμπρός του ακίνητο… Τριγύρω 'ς το λαιμό του
        Χαράκι κόκκινο βαθύ, σαν νάθελε περάση
        Εκείθε η κόψη του σπαθιού…

— Χριστός ανέστη, Διάκε!…

         — Παπά, τι θέλεις από με;… πούθ' έρχεσαι;… ποιος
                                                   [είσαι;…

         — Ποιος είμαι, Διάκε;… και ρωτάς;… κύτταξε… ο
                                                     [Ησαΐας.
        Έλα μαζύ μου γρήγορα μη μας προλάβ' η μέρα.

— Δεσπότη μου, μ' εδέσανε … Τα σίδερά μου κόψε.

— Θανάση, μην είσ' άπιστος …Δε σε κρατεί κανένας.

        Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν… Πετούν ακόμα ..
        Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια.
        Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναν 'ς τη Δύση
        Τους απαντούν 'ς τα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.
        Ο Διάκος τα χαιρέτησε, ταυλόγησε ο Δεσπότης
        Και τα ρωτά πού θα σταθούν να ξεκαλοκαιρέψουν,
        Κ' εκείν' απηλογήθηκαν: — » 'Σ τα Σάλονα, 'ς την Κιόνα,
        'Στη Λιάκουρα τη δροσερή, 'ς της Γούρας τ' ακροβούνια» —
         — » Αλλάξετε το δρόμο σας, πουλιά μου ευλογημένα,
        » Συρέτε αλλού να ζήσετε και να ζευγαρωθήτε.
        » Εκεί εθολώσαν τα νερά, είναι φωτιά ταγέρι,
        » Και δε θαυρήτε για φωλειά ούτε κλωνί χορτάρι.» —

        Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν… Πετούν ολίγο ακόμα
        Και φτάνουν 'ς ένα ψήλωμα…

                                — Θανάση, στάσου τώρα
        Κι' ολόγυρά σου κύτταξε.

                       — Δεσπότη!… Ποια είν' εκείνη
        Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένη 'ς εφτά ράχαις;..
        Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της
        Τακούω που φτάνει ως εδώ;…

                                        — Προσκύνησε το θρόνο
        Του πρώτου μας του Βασιλειά, το μνήμα του στερνού μας..
        Πώς τρέμεις, Διάκε; Γιατί κλαις;.. Θανάση!… είναι δική
                                                            [μας

— Ελεημοσύνη… Ένα σπαθί… Πριν φέξη τήνε πέρνω.

         — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας. Θα βαφτιστούμε πρώτα
        'Σ το αίμα, 'ς τα παθήματα και κοφτερά στουρνάρια
        'Σ το μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν.
        Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνη μαύρη χήρα
        Η γη μας η ταλαίπωρη και τα κοιλόρφανά της.
        Θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις,
        Και του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκόνη
        Του ξένου το άτιμο ψωμί, πώχει προζύμι πάντα
        Φαρμάκια, καταφρόνεσαις, περίγελα και δάκρυ.
        Τότε θαρθή περήφανο το γένος να χτυπήση
        Τη θύρα της Αγιάς Σοφιάς με του σπαθιού τη φούχτα,
        Τα σιδερένια μάνταλα, 'ς την προσταγή θα πέσουν,
        Κ' εκεί που τώρ' ανάσκελα, μ' ολόρθα δαγκανάρια
        Με το λαρύγγι διάπλατο, θρασομανάει και χάσκει
        Το μισοφέγγαρο χρυσό, σαν νάθελε με πείσμα
        Αφ' ου μας έφαγε τη γη, να πιη τον ουρανό μας,
        Ο Σταυρωμένος θα σταθή… Μην κλαις… είναι δική μας.

— Κ' εμείς, πατέρα μου, οι φτωχοί, θάμεθα πεθαμμένοι;…

— Θα να χτιστή με κόκκαλα το μακρυνό γεφύρι.

        Μην ήσαι, Διάκε, αχόρταγος. Κύτταξ' εκεί ποιος άλλος
        Με το κορμί τα θέμελα θα να στοιχειώση τώρα.
        Θανάση μου! Γονάτισε … κρεμούν τον Πατριάρχη.

        Εγονατίσανε βουβοί. Κ' ευθύς 'ς την έρμη χώρα
        Έβρεξε φως από ψηλά και τήνε πλημμυρίζει.
        Και κόσμον είδανε πολύν, σιμά 'ς το περιγιάλι
        Να μερμηγκιάζη ανήσυχος και μέσ' απώνα ξύλο,
        Όπου είχε αράξη βιαστικά, το Γέρο να προβάλη
        Με τ' απανωκαλύμμαυκο, με το ραβδί 'ς το χέρι.
        Τα βάσανά του, η αγρυπνιαίς, τα χρόνια του, η νηστείαις,
        Το φοβερό το μυστικό, που εκράτει κλειδωμένο
        Βαθειά ς' τα φυλλοκάρδια του, τον είχανε συντρίψη
        Κ' είναι το πάτημά του αργό. Φονειάδες λυσσασμένοι
        Τον έσπρωχναν να περπατή και τα γεράματά του
        Περιγελούσανε σκληρά: — » Τη λαγουριά σου χτύπα…
        «Εμπρός… κ' οι λύκοι, ποιστικέ, θα φαν τα πρόβατά σου.»

        Τον έσυραν 'σε μια αδειά… Πέφτει 'ς τη γη… Σταυρόνει
        Τα χέρια να τον κόψουνε… «Εμπρός… εμπρός… Δεσπότη
        Δεν έχεις σβέρκο για σπαθί… Ακαίρηος θα πεθάνεις.» —

        Μουγκρίζει ο ανεμοστρόβιλος. Σφιχτά τον αγκαλιάζουν
        Και τόνε διώχνουν παρεμπρός: «Μόχτα.. Δεσπότη… μόχτα
        »Και 'ς το πατριαρχείο σου θαυρής να ξαποστάσης.»
         — Κι' ανεμοδέρνει ταλαφρό, το μαραμμένο φύλλο.
        Αφ' ου τον έφεραν εκεί κι' αφ' ου τον παραδώκαν
        Εβουβαθήκανε με μιας. Ένας 'ς τον άλλο επάνω
        Λαχομανούν, αφρίζουνε.. 'Σ τη μεσινή τη θύρα
        Σε λίγο τρίζει το σχοινί… Αλλαλαγμός, κατάραις…
        Σπαράζει τάγιο λείψανο… Ταχόρταγα τα όρνεια
        Ολόγυρά του σφίγγονται… Του ξέσχιζαν τα ράσα…
        ξεγύμνωσαν τα στήθια του κ' εφάνηκε 'ς τον ήλιο
        Απόκρυφη λαβωματιά… Πλευρόνουν την κρεμάλα
        Γρηαίς αρκουδογύφτισαις και με τα δοκανίκια
        Του δέρνουνε το πρόσωπο… Πλακώσαν κ' οι Εβραίοι
        Και ξεκρεμάσαν το νεκρό… Αρπάζουν την τριχιά του,
        Δαιμονισμένοι τρέχουνε… Οπίσωθε αλυχτούσαν
        Χιλιάδαις σκύλοι νηστηκοί… Εφτάσαν 'ς τακρογιάλι…
        'Σ του Πατριάρχη το λαιμό, δένουν σφιχτά μια πέτρα
        Και μ' ένα ρυάσιμο βραχνό που τάκουσαν οι τάφοι
        Και τα παιδιά μες 'ς την κοιλιά, 'ς τα χέρια τόνε πέρνουν
        Και τον πετούν 'ς την θάλασσα.,. Νυχτόνει… ο πεθαμμένος
        Προβαίνει 'ς την αστροφεγγιά… Σιωπηλά ταγέρι
        Φυσσά μες 'ς τάσπρα του μαλλιά… Το λείψανο αρμενίζει.
        Τακολουθούν τα κύματα… Η νεκροσυνοδεία
        Σένα καράβι σταματά… Του μάρτυρα τα πόδια
        Χτυπούν τη πρύμμη μια φορά… χτυπούν πάλαι την πλώρη
        Ετρύξανε η ξυλοδεσαίς … Ξυπνούν … τον ανεβάζουν
        Εμπρός του γονατίζουνε… Ο πρωτοσύγκελλός του
        Τόνε γνωρίζει… του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια…
        Σηκόνουνε το σίδερο… Με τα πανιά απλωμένα
        Σχίζει την άβυσσο ο νεκρός 'ς το ξυλοκρέββατό του…

         — Θανάση μου, ενικήσαμε!… το ψυχομάχημά του
        Μεταλαβή κι' αντίδωρο…

                             — Πατέρα, δε θα νάρθη
        Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσία
        'Σ αυτήν την ακροπελαγιά;… Αυτό το έρμο χώμα
        Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι;

— Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία.

         — Δεσπότη μου!… πνευματικέ!… 'Σ του δέντρου την
                                                    [κουφάλα
        Πριν ξημερώση να με πας… Και μη με παραιτήσης…

— Θα σούναι πάντα 'ς το πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης.

        Απλόνουν πάλαι τα φτερά. Συχνά, συχνά ο Θανάσης
        Πετώντας έστρεφε να ιδή, 'ς τη νεκρωμένη χώρα
        Το θόλο της Αγιάς Σοφιάς, όπου φεγγοβολούσε
        'Σ το πρώτο γλυκοχάραμμα, όσο που λίγο, λίγο
        Τον έχασε απ' τα μάτια του. … Ελάλησε τωρνίθι
        Και τώνειρό του εσβύστηκε… Ξυπνά και βλέπει ακόμα
        Το γύφτο που ροχχάλιαζε κ' επάνωθέ του μαύρα
        Του φοβερού του ρουπακιού, τα φύλλα, τα κλωνάρια.

Σ Η Μ Ε I Ω Σ Ε Ι Σ.

«Κοιμάται ακόμα η Αρβανιτιά» σ. 137

Μετά την εν Θερμοπύλαις μάχην επανήλθεν ο Τουρκαλβανικός στρατός εις Λαμίαν (Ζητούνι) ολίγον απέχουσαν εκείθεν παρίστανται δε οι εχθροί διεσπαρμένοι, και υπνώττοντες κατά τους εκτός της πόλεως αγρούς.

«Χιλιόχρονο ρουπάκι» σ. 138

Ρουπάκι είδος δρυός. Quercus robur. Εκ των ωραιοτέρων και ρωμαλαιοτέρων της μεγάλης ταύτης οικογενείας διακλαδώσεων. Η κυρίως δρυς καλείται δένδρον, ίσως ως το κατ' εξοχήν φυτόν καθώς και άλογον ο ίππος. Η δε μακροβιότης του ρουπακιού κατήντησε παροιμιώδης.

«Φοβέριζε τον ουρανό με ταγριομανητό του » σ. 138

Αγριομανώ ως το υλημανώ των αρχαίων εις δήλωσιν υπερβαλλούσης βλαστήσεως όθεν και το «όταν αι σποραί αγριομανούν, θρέφουν του εαυτού των.» Σημειώ δε την φράσιν διά την παράδοξον σύνταξιν του θρέφω μετά γενικής και την ουχ ήττον παράδοξον έννοιαν ότι τα υλημανούντα φυτά δεν φέρουσι καρπόν ως αναλισκομένης πάσης της ζωτικής αυτών ουσίας εις διατροφήν των φύλλων. Τούτο συμβαίνει συνήθως όταν ο σπόρος ρίπτεται εις τόπους αρτίως καλλιεργηθέντας, αλλά εκ πολλού μείναντας χέρσους. Υπάρχουσι δε και άλλα ομοίως συντεθειμένα ρήματα, εν οις το δεύτερον της συνθέσεως μέρος επιτείνει την σημασίαν του πρώτου.

«Ούτε η χολάτη η κυκλαμιά. σ. 138

Κυκλαμιά, κυκλαμινιά, περικλαμιά. Κυκλάμινος των αρχαίων. Cyclamen ouropaeum. Χαριέστατον άνθος αναφυόμενον κατά τας πρώτας ημέρας του φθινοπώρου. Τα φύλλα αυτής έχουσι χρώμα πράσινον βαθύ, μαρμαροειδές, όθεν και το επίθετον χολάτη.

Η ρίζα φυματώδης, μελανή έξωθεν, ερυθροειδής έσωθεν. Οι αλιείς, όταν δεν δύνανται άλλως να ελκύσωσιν έξω του κατοικητηρίου του τον πολύποδα προσαρμόζουσιν αυτήν εις μακρόν κάλαμον, και εισάγουσιν εις την κοίτην του ζώου. Προς τοιαύτην δοκιμασίαν ουδ' ο ισχυρογνωμονέστερος πολύπους αντέχει, αλλ' εξέρχεται βιαίως και τότε τιτρώσκεται διά του αλιευτικού όπλου όπερ καλείται διγόφι. Το μηχάνημα τούτο εν τη φρασιολογία των αλιέων λέγεται «βάλλω φωτιά» ίσως διά την βιαίαν εξόρμησιν του πολύποδος ώσπερ φεύγοντος το πυρ.

Οι χοίροι λαιμάργως καταβιβρώσκουσι την ρίζαν όθεν πολλάκις η κυκλαμιά καλείται γουρουνοχόρτι.

«Ολόγυρά του σπλόνοι. » σ. 138

Σπλόμος, ο φλόμος των αρχαίων. Verbascum Thapsus. Και διά της ρίζης του φυτού τούτου δηλητηριάζοντες οι αλιείς τα θαλάσσια ύδατα συλλαμβάνουσι τους προστυγχάνοντας ιχθύας. Το άνθος αυτού κιτρινωπόν, ουδεμίαν έχει γνωστήν παρά τω λαώ χρήσιν. Υπάρχει και ρήμα σπλονίζω εις δήλωσιν της διά του φυτού τούτου γινομένης δηλητηριάσεως. Σπλονίζει δε και σπλομανάει ή σπλονομανάει το μάτι ταυτόν τω άλλεται ο οφθαλμός.

Γράφων περί των φυτών τούτων οφείλω να εκδηλώσω την λύπην ην αισθάνομαι βλέπων όλως παρημελημένην την έρευναν, δι' ης ήθελον συναχθή πολλά ονόματα ικανά να διαφωτίσωσι την αρχαίαν βοταναλογίαν και να προσθέσωσιν εις την θεραπευτικήν πλούτον ουχί ευκαταφρόνητον. Εκτός των εν κοινοτάτη χρήσει ανάξια προσοχής δεν είναι και τα επόμενα. Αγιανίτης, αγιόκλιμα, αγκλέουρας, αδεσκιαμός, αζώηρος, βλίτον, βοϊδόγλωσσος, γουργογιάννης, γριπάρι, ζόγγος, ζόχος, κορκόνδυλος, κρίτανον, κούλιανδρος, καπνίδι, λοβοδιά, λύκος, λάπατον, μελιός, νεροκράτης, οβρυά, πεντενεύρι, περδικάκι, πρικάγγουρο, σκολύμπρι, στεκούλι, σταρίδα, σμέρνα, σαρκοθρέφτης, τριβόλι, φράξος, φελίκι, φορδοκοκήλα, φλισκούνι, χύμελη, ίλακας, σκορπίδι, σπάρτο, καταποδάκι, αλογουρά, αλωπουρά, παπύρι, λεύκα, πρισμάκι, λαγωγρίδα, αχάλι, αύκος, σκορδαψός, χορτάρι της Παναγιάς, και μυρία άλλα ή όλως άγνωστα προς εμέ ή κατά την στιγμήν ταύτην μη παριστάμενα εις την μνήμην μου.

Υπάρχουσιν ευτυχώς εν Ελλάδι δύο αξιόλογοι βοτανικοί ο Κύριος Θεόδωρος Ορφανίδης όστις προς τοις άλλοις διά της ποιητικής του ευφυίας ηδύνατο ευστόχως να διαδώση γράφων μέγα μέρος του δημώδους των φυτών ονοματολογίου, και ο εκ Λευκάδος Πέτρος Βριόνης όστις και μεγάλας κατέβαλε προσπαθείας εις καταρτισμόν του Ελληνικού βοτανολογίου και πολλά της Ελλάδος διέτρεξεν όρη, αδρώς μισθοδοτούμενος υπό του επιστήμονος Βρετανού Κυρίου William Herbert, Deen of Manchester, αδελφού του Κόμητος της Κορνουάλης (15)

Αλλ' ενώ πάντες αγωνιώσι προς εύρεσιν του αρχαίου ονόματος ή του αντιστοιχούντος λατινικού, ας ασχοληθώσιν απ' εναντίας ιχνηλατούντες την δημώδη κυριολεξίαν, ιδίως δε την χρήσιν εκάστου φυτού παρά τω λαώ. Φρονώ και αδιστάκτως διαβεβαιώ, ορμώμενος εκ της μικράς μου πείρας, ότι πολλά μυστήρια θέλουσιν ανακαλυφθή διά ταύτης της ερεύνης και θέλει προκύψη ότι συν τοις άλλοις ο ελληνικός λαός διατελεί εισέτι ο πιστός φύλαξ της θεραπευτικής επιστήμης των αρχαίων προγόνων του.

Αποτεινόμενος δε προς τον φίλον Βριόνην λέγω, ότι άν ποτε στέρξη τοιαύτην τινα αληθώς εθνοφελή να παράσχη υπηρεσίαν, θέλει αναμφιβόλως ευεργετήση την δημοτικήν ποίησιν και ταυτοχρόνως θέλει δώση πλήρη και δικαίαν ικανοποίησιν εις πάντα τα τρυφερά άνθη, όσα σκληρώς συνέθλασαν και κατεμάραναν οι πόδες του αρειμάνιου Ομέρ, ομαίμονος συγγενούς αυτού, και καταγομένου εκ των πάλαι δεσποσάντων της Μουζακίας Παλαιολόγων.

« Κ' ένοιωθε τα σαράκια. » σ. 139

Σαράκι. Το γνωστόν έντομον το νύχτα και ημέραν εργαζόμενον και διά της επιμονής αυτού τρίβον αρχαία ξύλα ή οστά. Πάντες βεβαίως γινώσκουσι τον μονότονον και έρρυθμον τρυγμόν του ζωυφίου τούτου και την δυσάρεστον εντύπωσιν ην προξενεί ιδίως εν ώρα νυκτός. Σαράκι, μεταφορικώς κρυφία θλίψις φθείρουσα ηθικώς τον άνθρωπον. «Τώχω σαράκι 'ς την καρδιά.»

Στη μαύρην τη κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος. σ.159

Κουφάλα. Το εκ παλαιότητος εν τω στελέχει δένδρου τινος κοίλωμα. Εμόνιασε εκ του μονιάζω, λεγομένου επί θηρίων οικούντων εν φωλεοίς. Επί ανθρώπων δε αποσυρομένων εκ του κόσμου όχι μονιάζω αλλά μονάζω.

Γέροντας, κακοτράχαλος. σ. 139

Κακοτράχαλος δεν σημαίνει τον κακόν ή σκληρόν έχοντα τον τράχηλον, αλλά την κατασκευήν όλου του σώματος αθλίαν και ραχιτικήν.

Παρασαρκίδ' αφύσικη. σ. 140

Παρασαρκίδαις ή παρασαρκώματα λέγονται και αι τερατώδεις και παρά φύσιν εξογκώσεις του φλοιού παλαιών δένδρων.

«Χταπόδι 'ς τη θαλάμη του που επρόσμενε κυνήγι
Κι' ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του.» σ. 140

Χταπόδι, ο πολύπους.

Θαλάμη και αθαλάμη. Είναι περίεργον ότι ενώ η δημοτική γλώσσα δεν διετήρησε το θάλαμος, επί της συνηθεστέρας χρήσεως διέσωσε το θαλάμη, περιστείλασα όμως την σημασίαν ιδίως επί της κοίτης του πολύποδος.

Τοιαύτη του σημαινομένου περιστολή παρατηρείται και επ' άλλων λέξεων. Ούτε λ.χ. ο αλιεύς ούτε το αλιεύω διετήρησαν την γενικήν αυτών σημασίαν. Αλλά το αλιάς και αλεύω ή αλιεύω περιωρίσθησαν εις δήλωσιν μόνον των ασχολουμένων εις την άγραν του πολύποδος, των θαλασσίων οστράκων (άτινα εν παρόδω ο ποιητής λαός αποκαλεί αγνά) των σπόγγων και των τοιούτων. Τούτων δε των αλιέων τον οπλισμόν απαρτίζουσι μόνον ο πιννολόγος, η ξύστρα, το διγόφι καί τινα άλλα δευτερεύοντα και επουσιώδη. Τα δε πλοιάρια αυτών, οιαςδήποτε κατασκευής και αν ήναι καλούνται αλιάτικα.

Οι βραχίονες ή πόδες του πολύποδος λέγονται, αποκλαμοί.

Πόσον θησαυρόν λέξεων και φράσεων ηδύνατό τις να συλλέξη ερευνών και τούτο το τμήμα του δημώδους γλωσσολογικού αρχειοφυλακείου, και πόσον ήθελε φανή αξία θαυμασμού η ακατανόητος διαφύλαξις της πατρικής περιουσίας!

Εντός του ευτελούς και πενιχρού μονοξύλου του Έλληνος αλιέως ήθελεν ευρεθή ο πεζόβολος, ο γρίπος και το πεζογρίπι, η ψάθα, τα καλαμωτά, το καμάκι, η πρυά (πυρά), ο ολκός ή βολκός, η πόχα, ο δόλος, η τονιά, τα φελούρια, η συρτή. Καθώς ήθελεν ευρεθή άθικτος και αβλαβής εν τοις κόλποις του αλιευτικού κοφίνου, ο χάνος, η πέρκα, η χελούδα, η δράκαινα, η σμέρνα, ο ολφός, ο σαργός, το μελανούρι, ο πιννοτήρας, η μαρίδα, ο όρκυνας, ο κέφαλος, ο αχινιός ή αχινός, το μύδι, ο προσφορίτης, ο κοχλιός, η ριχτιά, το μηλοκόπι, ο σπάρος, το λαυράκι, η ρίνα, το σαλάχι, (ούτινος το κέντρον επιζήτητον εις παρακέντησιν του φλέγμονος εξ ου προσβάλλονται τα κτήνη), η μουδιάστρα, ο σκύλος, η μαινίδα, η φώκα, η αιθερίνα, ο δάκτυλος, η σουλήνα, το σταυρίδι, ο κολιός, ο λεθρίνος, ο μουρμουράς, ο αποτρόπαιος πορφύρας και πλήθος άλλων λίαν περιέργων είτε ένεκεν των διαλεκτικών παραμορφώσεων ας υπέστησαν είτε ένεκεν της εντελούς αυτών διατηρήσεως.

Εν γένει παρετήρησα ότι αι τάξεις, αίτινες δεν διεφθάρησαν εκ της προς τους ξένους επιμιξίας, αλλ' ένεκεν του βίου, ον διήγον, έμειναν κεχωρισμέναι, διέσωσαν τον αρχαίον πλούτον. Τοιαύται λογίζονται κυρίως αι τάξεις των ποιμένων, των αλιέων, των γεωργών, των πολεμιστών. Πρέπει λοιπόν εκείσε να προσδράμη τις και να σταχυολογήση πριν ή η πλημμύρα του νέου πολιτισμού εισβάλη μέχρι των κρυψώνων εκείνων και παρασύρη και πνίξη παν ό,τι ανελπίστως και θαυμασίως διεσώθη.

«Ξεραίς παλαμονίδαις…» σ. 140

Παλαμονίδα είδος σκληράς ακάνθης. Όνωνις των αρχαίων Ononis spinosa.

Χαρούμενο 'ς τ' αρπάγια του τον έχει το σφαλάγγι. σ.140

Σφαλάγγι. Το φαλάγγιον των αρχαίων.

Τα σερπετά μαυλίζει. σ. 140

Το μαυλίζω δεν λαμβάνεται ενταύθα επί της φαύλης σημασίας ην είχε παρά τοις αρχαίοις. Κυρίως σημαίνει, κράζω δι' ιδιαιτέρου τινος φθόγγου τα κατοικίδια πτηνά ή κτήνη. Τοιουτοτρόπως μαυλίζει τις ή μαυλά τας όρνιθας, τον αίλουρον, τον κύνα. Μαυλίζει τις και τον γονόν των μελισσών, όπως τον εφελκύση εντός του κοσκίνου του παρασκευασθέντος πρότερον διά του μελισσοχόρτου. Έκαστον μαύλισμα τελείται δι' ιδιαιτέρας φωνής. Μεταξύ των πολλών λίαν περιέργων εθεώρησα το εις πρόσκλησιν των ορνίθων απειράκις επαναλαμβανόμενον μονοσύλλαβον, γυψ … γυψ… γυψ, ωσανεί επρόκειτο διά της εκφωνήσεως του ονόματος επιφόβου ορνέου να βιάση τις την επάνοδον αυτών. Περιεργότερον δε το των ποιμένων, όταν προπορευόμενοι του ποιμνίου αδιαλείπτως και βραδέως αναβοώσιν οβς, οβς, οβς. Μα την αλήθειαν, όταν τους ακούη τις, πιστεύει ότι ψιττακίζουσι το αρχαίον όις, όθεν πασιφανώς και το των Λατίνων ovis.

Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρω 'ς το Θανάση
Ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλον κόσμο, σ. 141

Αι αναγκαίαι ιστορικαί σημειώσεις προς κατάληψιν των επομένων στίχων εκτίθενται καθ' ην τάξιν διαμνημονεύονται εν τω κειμένω τα ονόματα των τεθνεώτων ηρώων και ουχί καθ' ην απαιτεί η όλως ασήμαντος και ουχί βεβαίως εξηκριβωμένη διαφορά της χρονολογίας.

ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΚΟΥΡΜΑΣ.

Εις τους μεγάλους και δεινούς περισπασμούς, οίτινες διετάραξαν την Ελληνικήν φυλήν κατά την μακράν και ζοφώδη νύχτα της δουλείας, ευλόγως καταλογίζεται και ο επί τριάκοντα όλα έτη διαρκέσας προς ανάκτησιν της εθνικής αυτονομίας, από του 1684 μέχρι του έτους 1715.

Δεν προτίθεμαι βεβαίως να διεξέλθω πάντα τα αιματηρά επεισόδια, δι ων εβάφησαν αι σελίδες της ιστορίας εκείνης. Ο κύριος Κωνσταντίνος Σάθας εν συντόμω περιγράψας την επανάστασιν του ΙΖ' αιώνος και διανοούμενος να επανέλθη εις το θέμα τούτο, δεν ήθελεν ανεχθή αλλοτρίαν επέμβασιν. Αλλά χάριν διασαφήσεως των εν τω ποιήματι μνημονευομένων, επιτραπήτω μοι να αρυσθώ εκ του πονήματός του, τας ειδήσεις δι' ων μάλλον ευκατάληπτος αποβαίνει η οπτασία του Διάκου.

Τότε ως και ύστερον ο ανώτατος της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας κλήρος, πρώτος ανεπέτασε την σημαίαν της ελευθερίας. Όθεν ενώ τη αρωγή των ημετέρων εξήλαυνεν ο Μαυροκηνός τους οθωμανούς της Πελοποννήσου, οι επίσκοποι Φιλόθεος ο Σαλόνων, Ιερόθεος ο Θηβών, Μακάριος ο Λαρίσσης, Ιάκωβος ο Αθηνών και Αμβρόσιος ο Ευβοίας, υπεκίνουν και υπεστήριζον εν τη ανατολική Ελλάδι την επανάστασιν. Καταβάς εκ των ορέων της Δωρίδος και ο αρματωλός Κούρμας επέπεσε κατά του Λοδορικίου και κατέστρεψε τους εκείσε επιδημούντας Τούρκους. Ο δε Φιλόθεος επί κεφαλής των επαναστατών τροπαιούχος εξέβαλε τους εν τη Παρνασσίδι.

Μετ' ου πολύ συνασπισθέντες οι εχθροί επανήλθον μετά πολυαρίθμου στρατού, και οι μεν Βενετοί προδώσαντες την επανάστασιν εγκατέλιπον τους ημετέρους, οι δε αρχηγοί αυτής απαξίωσαν να καταθέσωσιν τα όπλα και οι πλείστοι απέθανον μαχόμενοι υπέρ της φίλης πατρίδος.

Τοιουτοτρόπως έν τινι συμπλοκή έπεσεν ο Κούρμας, θανατηφόρως δε πληγείς και ο Φιλόθεος παρέδωκε τω Θεώ την ακαταδάμαστον και γενναίαν ψυχήν. Η ως εκ θαύματος διασωθείσα διαθήκη του αυταδέλφου αυτού Δημητρίου Χαριτοπούλου, περιουσία ανεκτίμητος και πολιτικόν ευαγγέλιον περιέχον εν τη απλοϊκωτέρα αυτού διατυπώσει το σύμβολον της εθνικής πίστεως, μαρτυρεί περί πάντων τούτων. Ασμένως δε καί τοι δημοσιευθείσαν καταχωρίζω ενθάδε, αΐδιον μεν του διαθέτου μνημόσυνον καλόν δε παράδειγμα προς ημάς απαραίτητον έχοντας ανάγκην τοιαύτης διδασκαλίας, κόσμον δε του βιβλιαρίου μου τούτου.

Συγχρόνως επί των ορέων της δυτικής Ελλάδος ηγείροντο κεραυνοβόλοι οι αρματωλοί Αγγέλης Σουμήλας επονομαζόμενος Βλάχος, Χρήστος Βαλαωρίτης ο ημέτερος γενάρχης μετά του μονογενούς αυτού υιού Μόσχου, ο Πάνος Μεϊντάνης, το Μικρό Χορμόπουλο και ο Σπαθόγιαννος.

Όταν επανέρχεταί τις διά της διανοίας εις τους χρόνους εκείνους εξίσταται και θαυμάζει πώς και διά τίνων μέσων οι γενναίοι ημών προπάτορες εδυνήθησαν ν' αντιταχθώσι μόνοι προς τηλικαύτην των εχθρών δύναμιν. Εκ του δουκικού διατάγματος δι' ου ο Σουμήλας, προσφυγών εις Λευκάδα μετά του Χρήστου και Μόσχου των Βαλαωριτών, εις αμοιβήν των θυσιών και των αγώνων του απήλαυσε τον χρυσούν του Αγίου Μάρκου σταυρόν, προκύπτει ότι ο αθλητής ούτος, ιδίαις δαπάναις καθ' όλην του πολέμου την διάρκειαν, διετήρησε σώμα εκ χιλίων και επέκεινα μαχητών διατρέχων εφ' όλην εικοσαετίαν Στερεάν και Πελοπόννησον και καταπλήττων απανταχού τους πολεμίους. Είς αδελφός αυτού και είς πρωτεξάδελφος εθανατώθησαν εν ταις εκδρομαίς εκείναις, ηκρωτηριάσθη δε και ο Μόσχος Βαλαωρίτης, κατά την εν Καβοράκλι μάχην, τον αριστερόν βραχίονα, εφ' ου και τεθειμένον ύστερον προσήγαγε προς τον τότε διοικητήν υπόμνημα των υπηρεσιών αυτού.

Ούτε του Σουμήλα ούτε των Βαλαωριτών τα ονόματα, ανέκαθεν αδιασπάστως συνδεδεμένα διά τε των δεσμών της συγγενείας και του υπέρ πατρίδος χυθέντος αίματος, ηθέλησα να μνημονεύσω απτόμενος της εποχής εκείνης, ίνα μη τις μοι προστρίψη μώμον ως δήθεν εκ προθέσεως περιαυτολογούντι. Ουχ ήττον ομολογώ ότι πολλάκις μοι επήλθε τοιούτος φιλοτιμίας πειρασμός.

Ο Σουμήλας απολαβών παρά της Βενετικής Δημοκρατίας πολλά κτήματα κατώκησεν εν Λευκάδι ένθα και κατέλυσε τον βίον διατηρήσας μέχρι τέλους πολλήν εν τη νήσω βαρύτητα, προελθούσαν μάλιστα επί τοσούτον ώστε οι οπωςδήποτε και υπ’ αυτής της αρχής διωκομένοι εσώζοντο εισελθόντες άπαξ εις την οικίαν αυτού. Εντεύθεν και το δημώδες «επιάστηκε από το χαλκά του Καπετάν Αγγέλη.» Εν Σιβίστα κωμοπόλει του εν Αιτωλία δήμου Μακρυνίας διεσώθησαν οι πέντε πρώτοι στίχοι δημοτικού άσματος αναγομένου βεβαίως εις την ηρωικήν εκείνην εποχήν, εν ω μνημονεύονται τα ονόματα του Αγγέλη Σουμήλα και Χρήστου Βαλαωρίτου.

ΑΓΓΕΛΗΣ ΣΟΥΜΗΛΑΣ ΒΛΑΧΟΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΛΑΩΡΑΣ,

Σαν τι μεγάλη καταχνιά 'ς τη Σίβιστα 'ς τη ράχη.
Ο Βλαχαγγέλης πολεμά κι ο Χρήστος Βαλαώρας
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις ή δέκα
Μόν' είν' χιλιάδες δεκατρείς, χιλιάδες δεκαπέντε.
Τζαφέρμπεης εχούγιαξε κι' ο Αγγέλης πηλογιέται…

Οι Βαλαωρίται, αφ' ου επί τινα χρόνον ετήρησαν διά των όπλων το αρματωλίκιον του Βάλτου, λαβόντες επίσης γαίας εις αμοιβήν της καταστραφείσης περιουσίας, προσέφυγον και ούτοι εις Λευκάδα, όπου και διέμειναν, ο δε οικογενειακός αυτών τάφος υπάρχει εν τω ναώ του Σωτήρος.

0 Μόσχος Βαλαωρίτης μετά την καταστροφήν της επαναστάσεως είχε περιέλθει εις εσχάτην πενίαν· σώζεται δε παρ' ημίν επιστολή αυτού ιδιόγραφος προς τους εν τη Στερεά φίλους (αιτήσαντας ως φαίνεται χρηματική τινα παρ' αυτού βοήθειαν,) εν η διαβεβαιοί ότι ουδέν έτερον υπελείπετο πλέον αυτώ ειμή τα όπλα.

Το ξίφος του Σουμήλα περίδοξον και πολύτιμον, κατακτηθέν εν πολέμω υπ' αυτού του Αγγέλη ιδίαις χερσί φονεύσαντος πασάν τινα, διετηρήθη εν τη οικογενεία μέχρις ου αλβανός τις διάσημος (ο Βελή Γκέκας νομίζω ή ο Βεκήρ Ζουγαδούρος) ηγόρασεν αυτό και απέστειλε δώρον προς τον Αλή πασάν. Ενομίζετο δε ότι το ξίφος τούτο είχε προς τοις άλλοις την δύναμιν να διαλύη τας επιδέσεις και να ουδετερώνη την ενέργειαν των πονηρών πνευμάτων.

Ο Πάνος Μεϊντάνης, το Μικρό Χορμόπουλο και ο Σπαθόγιαννος έπεσαν εν πολέμω.

Προς επιβεβαίωσιν δε όσων προηγουμένως ερρέθησαν περί Μόσχου Βαλαωρίτου και προς διάψευσιν των λοιδοριών, ας μετά ιδιαζούσης χαριτολογίας και αληθώς αξιοθαυμάστου ιστορικής ακριβείας εξετόξευεν άλλοτε κατά της Ελλάδος, ιδίως δε κατά τινων εκ των σημαντικοτέρων της Επτανήσου οικογενειών ο Βρετανός Whyte Jervis, εν αις περιλαμβάνει και την ημετέραν, αποδίδων αυταίς ξενικήν καταγωγήν, παραθέτομεν ενθάδε τα δύο δουκικά διατάγματα δι' ων ανεγνωρίσθησαν αι πολεμικαί αυτού υπηρεσίαι, προς δε καί τινα αποσπάσματα εκ του προς την Βενετικήν Γερουσίαν υπομνήματος αυτού και της εκθέσεως του τότε διοικητού συνιστώντος θερμώς την παραδοχήν των αιτήσεων του πενομένου αρματωλού και επικαλουμένου υπέρ αυτού την μεγαλοδωρίαν της Κυβερνήσεως (16)

Επισυνάπτομεν προς τούτοις και έτερον δίπλωμα, δι' ου ο Ανδρέας Πισάνης Βενετός ναύαρχος μαρτυρεί περί της ανδρείας, ην ο Γεώργιος Βαλαωρίτης, υιός του Μόσχου, έδειξεν ως εθελοντής κατά την αιματηράν προς τους Οθωμανούς ναυμαχίαν εν τω Κερκυραϊκώ πορθμώ, τη 8 Ιουλίου 1716. Αυτός ούτος διεκρίθη και κατά την εκπόρθησιν της Βονίτζης, ως προκύπτει εκ του υπομνήματος, δι ου ο Πισάνης εξαιτείται παρά της Δημοκρατίας δωρεάν κτημάτων εις αμοιβήν των υπηρεσιών αυτού.

Alivisius Mocenico, dei gratia, Dux Venetiae, Nob[ilissi]mi et sap[ientissi]mi Viri Johanni Pizzamano, Proved[ito]re. Nostro straordinario.

Sopra l'istanzia che troverete unita con l'informazione di essa del prov. del'isola, dei cap[ita]ni Mosco di Cristo dale terre di Luro ed Apostoli Anifandi, dal territorio di Comboti sotto l'Arta, che si sono nella guerra accorsa sognalati contro Turchi, siamo persuasi d'esprimervi, che confermandosegli le case a loro spese fabricate nelle quali sono al presente le famiglie d'essi collocate nel Borgo di codesta Piazza e nella terra di Lefcada abbiasi poi con le solite annuali corrisponsioni in cassa Publica ad assegnarli tanti de' terreni inculti già di ragione de' Turchi che possano coltivati rendergli quaranta in cinquanta Reali per cadaunno all'anno così trovandosi proprio e conveniente verso la loro fede e distinte benemerenze.

Alivisius Mocenigo, Dei gratia, Dux Venetiae Nob[ilissi]mi, et
Sap[ientissi]mi Viri Iohanni Pizzamano.

Concorsi con le antecedenti Ducali de dì 24 Settembre ad assegnare in retribuzione de' servizii resi alla Signoria Nostra dal Capitano Cristo Mosco ed altro suo compagno, terreni inculti in quella quantita che poi coltivati possano rendere per cadauno quaranta in cinquanta Reali all'anno. Hora esprimendosi il Capitano Mosco sudetto riuscirgli impossibile per trovarsi privo di un braccio perduto in battaglia C a v o r a c l i per la sua povertà farli coltivare vi diciamo che per questo straordinario e compatibile caso habbiate ad assegnarli di questi coltivati per la rendita annuale predetta di quaranta in cinquanta Reali non che però si levino ad altri che ne fossero legalmente al possesso, così trovando proprio e conveniente.

Εκ του υπομνήματος όπερ προς την Βενετικήν Γερουσίαν υπέβαλεν ο
Μόσχος Βαλαωρίτης.

(παραλείπονται)

Αναλαβόντες μετά της ημετέρας πολυαρίθμου στρατιωτικής ακολουθίας την περιφρούρησιν των χριστιανών κατοίκων της τε Λευκάδος και Πρεβέζης και δι' επισήμων διπλωμάτων των υμετέρων αντιπροσώπων αναγνωρισθέντες Αρματωλομπασίδες τουτέστι πρόμαχοι της ζωής και της περιουσίας τών υπηκόων υμών, ανεδείχθημεν άξιοι της υμετέρας εμπιστοσύνης και παρέσχομεν αναντίρρητα τεκμήρια πίστεως, εκτελούντες τας ανωτέρας διαταγάς, ιδίως δε ότε ανετέθη ημίν η είσπραξις των δημοσίων προσόδων και ότε συνεχώς συμπλεκόμενοι προς τους Οθωμανούς, συνελαμβάνομεν και παρεδίδομεν στρατιώτας λειποτάκτας δραπετεύοντας εκ των φρουρίων και συνασπιζομένους μετά των εχθρών.

Έκαστος ημών είδεν αποσφαζομένους υπό των βαρβάρων αδελφούς και συγγενείς. Αλλ' εγώ ο οπλαρχηγός Μόσχος μετά πολυχρονίους αιματηράς θυσίας απώλεσα μαχόμενος και τον αριστερόν βραχίονα· αφ' ου όμως πολεμών ηυτύχησα πρώτον ν' αρπάσω εκ των χειρών του εχθρού τους εν δουλεία συρομένους χριστιανούς αιχμαλώτους και να τρέψω εις φυγήν και να εξοντώσω την στρατιάν των αλλοφύλων, ως εναργώς προκύπτει εκ των παρ' ημίν ενδεικτικών, δι' ων οι υμέτεροι στρατηγοί περί πάντων τούτων μαρτυρούσι.

Εκ της εκθέσεως, δι ης ο προβλεπτής Κορρέρ συνιστά την παραδοχήν των αιτήσεων του οπλαρχηγού Μόσχου Βαλαωρίτου

(παραλείπονται)

Οι προμνησθέντες οπλαρχηγοί, αφού απέλιπον την οθωμανικήν χώραν, έλαβον μετά της πολυαρίθμου ακολουθίας των αρματωλών των υπηρεσίαν υπό την Βενετικήν σημαίαν, και μεγάλη προήλθεν ωφέλεια εκ της υποστηρίξεως ταύτης κατά την μακράν διάρκειαν του πολέμου. Προς πολλούς δε εξ αυτών διεπιστεύθημεν την ασφάλειαν των εν τω Ξηρομέρω ημετέρων επαρχιών, ας και έσωσαν διά του ιδίου αίματος και της θυσίας των αδελφών, από των αδιαλείπτων εχθρικών επιδρομών.

Ούτε ήθελόν ποτε εξασφαλισθή, άνευ της αρωγής των όπλων των, αι πολυάριθμοι οικογένειαι αίτινες προσέφυγαν εις τα προάστεια της Λευκάδος και της Πρεβέζης, ότε δε δι' αιφνιδίων νυκτερινών επιθέσεων επετύγχανον ενίοτε οι εχθροί ν' αρπάσωσι χριστιανούς αιχμαλώτους και κτήνη εν τοις αγροίς βόσκοντα, οι οπλαρχηγοί ούτοι, άμα τη εκπυρσοκροτήσει του πρώτου τηλεβόλου των φρουρίων, εν ακαρεί συνησπίζοντο και μετά ταχύτητος απαραδειγματίστου, προλαμβάνοντες τους οθωμανούς, ενέδρευον εν σκοτειναίς κρύπταις και επιπίπτοντες κατέσφαζαν αυτούς ανηλεώς, διέσωζαν τα λάφυρα και απέδιδον προς τους αθλίους αιχμαλώτους την προτέραν ελευθερίαν. (facevano d'essi sanguinosa stragge, ricuperavano le depredate spoglie, et armenti, ridonando a' miserabili schiavi la pristina libertà.)

NOI ANDREA PISANI
DELLA SERRENISSIMA REPUBLICA DI VENEZIA

Capitan General.

Imbarcatosi Giorgachi Valagoriti sopra la publica nave, T e r r o r, in qualita di volontario ha nell'occasione del combattimento seguito li 8 Luglio passato nel canal di Corfù, dato prove del suo coragio e fede come viene comprobato dalle attestazioni dell'Illustrissino Proveditor Correr, gradendo noi le dimostrazioni benemerite del medesimo lo accompagniamo con le presenti a ciò li facino scorta al conseguimento delle publiche grazie.

Galera Cap[ita]nia Generale

Li 25 Novembre 1716 S. N.

PORTO CLIMENÒ
ΔΙΑΘΗΚΗ Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Χ Α Ρ I Τ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ,

Εφτά Αλωναρίου 1708 εις χωρίο Ζακύνθου Καταστάρι.

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.

Εδώ κάνω κατάγραμμο της δυστυχισμένης φαμίλιας μας που καταγώμαστε σκλιτάδα και σκλιτάδα από τη Ρούμελη και ήρθαμε σε τούτο το νησί της Ζακύνθου από κατατρεμμό και όχι από άλλο.

Ο πατέρας μας, που ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του, ελέγονταν Γιάννης και ήτον από την χώραν Αγιθυμιά, και η μάνα μας, που ο θεός να τη σχωράη, Σαλονίτισα, και ελέγονταν Βιολέτα. Γεννηθήκαμε τέσσαρα αδέρφια. Ο μεγαλήτερος ελέγονταν Φίλιππος και καλογερεύοντας επήρε όνομα Φιλόθεος και είναι, ο Δεσπότης, ο δούλος του Θεού, που να έχω την αγίαν του ευχή εγώ και πας άλλος χριστιανός, αγκαλά και απεθαμένος. Ύστερα έρχομαι στην αράδα εγώ, και η αδερφή μου η Μάρω και το αδέρφι μου ο Γηώργης. Και ο πατέρας μου πέθανε χρόνωνε ογδοήντα με θάνατο χριστιανικό, σαν καλός χριστιανός οπού ήτανε, κάνοντας ψυχικά, και ποτέ στο ζύγι μην αγελώντας, και αξιώθηκε να τον εβγάλη ο Φιλόθεος ο Δεσπότης που του έδωκε και την αγίαν του ευχή. Και η μάνα μας πέθανε από τη λοιμική που μας ηφέρανε οι Βενετζιάνοι και πολύς κόσμος εχάθηκε, χρόνωνε εξήντα τρία.

Ο Φιλόθεος είχε γραμματαλλαγή με τους Βενετζιάνους, να το βαρέσουνε λευθερόνοντας το σκλαβωμένο γένος μας και αγροικόταν με τους Καπεταναίους και δεσποτάδες της Ρούμελης. Κατά καιρό που κατέβηκε η αρμάδα στα νησιά, ούλη η Ρούμελη εδούλεψε σπαθί, και εκλάδεψαν πάσα ψυχή αλλόπιστων αγαρηνών. Τότε ήτονε καπετάνιος Σάλονα και Λοιδορίκη ο Καπετάν Κούρμας και με πεντακόσιους αρματολούς επήρε Σάλονα, Λοιδορίκη και Έπαχτο, και περίττο από δυο χιλιάδες Τούρκων έσφαξαν.

Ύστερα σε λίγο μας ήρθε η λοιμική και πολύς κόσμος εχάθη. Τότε και η μάνα μας η μακαρίτισσα, ο Θεός να την σχωράη, πέθανε, και η αδερφή μου Μάρω χρονών είκοσι οκτώ.

Σάμπως ήρθαν οι Τούρκοι, οι Βενετζιάνοι εμπήκαν στα κάτεργα και αφήσαν εμάς τους δύστυχους. Και ο Καπετάν Κούρμας με τετρακόσους εβγήκε και τους ετζάκισε σε τέσσεραις πάνταις. Ήρθε και ο Φιλόθεος που ο Καπετάν γκενεράλες τον είχε μαζή του, γιατί είχε υπόληψι και στίμα και ακουόνταν απ' όλους τους Ρουμελιώταις και έκαμαν με τον Καπετάν Κούρμα βουλή να πάρουνε και το Ζητούνι. Μα δε μπόρεσαν, γιατί εκλείστηκαν οκτώ πασάδες, και έκαψαν και τη Θήβα, εκτυπήσαν και το ορδί του Τούρκου κοντά στο Πατραντζίκι, και το Ταλάντι επήραν και ο Κούρμας λαβώθηκε. Ήρθε ο Λιμπεράκης να πάρη το Σάλονα, μα ο Κούρμας τον πήγε του κυνηγιού στο Καρπενήσι και σε τρίχα να τόνε πιάση και ολοζώντανο. Ο δεσπότης ο Φιλόθεος εβαρέθη στο λαιμό, στον πόλεμο, και σε δέκα μέραις επρίστηκε και πέθανε και ο Κούρμας εσκοτώθη.

Ήρθαν οι Τούρκοι και έδιωξαν τους Βενετσιάνους και εγώ με άλλους πολλούς αγκαλά και μας έταξαν οι Τούρκοι με όρκο να μη μας πειράξουν, έφυγα με το αδέρφι μου το Γηώργη και με κάτεργο του καπετάν Στάθη Βλαστού ήρθα σε τούτο το νησί της Ζακύνθου.

Σαν αληθινός χριστιανός χρήζοντας να ήμαι έτοιμος σε πάσα ώρα και στιγμή να παρουσιαστώ εις το τρομερό και φρικτό του Θεού κριτήριον, ερεγολάρησα τα πράγματά μου. Και πρώτο συχωράω πάσα άνθρωπο που με έβλαψε και ζητάω απ' ούλα τ' αδέρφια μου τους χριστιανούς συγχώρεσι σε ό,τι τους επίκρανα και τους εζημίωσα. Αφίνω το τίποτές μου εις το αδέρφι μου το Γηώργη και θέλω να με θάψη, χωρίς καμμία εξόδευσι και κοσμοπομπή. Να μου αφίση μονάχα το βρακί και το μαύρο ποκάμισο και τίποτας άλλο, και να με ρίξη σ' ένα ταφί. Και αν δώση ο πανάγαθος και πανοικτήρμονας Θεός και καπιτάρει να ελευθερωθή το δυστυχισμένο γένος μας από τον τρομερό και αντίχριστο και ανελεήμονα αγαρηνόν, να ξεθάψη τα κόκκαλά μου, και τα κόκκαλα του μακαρίτου αδερφού μου Φιλόθεου που τα έχω κρυμμένα σε μια σακκούλα στην σπηλιάν που εγνωρίζει και να τα θάψη μαζή και κοντά στα κόκκαλα των γονηών μας εις την εκκλησιά της πατρίδος μας· μα, το ξαναλέγω, σαν ελευθερωθή και όχι τώρα που είμαστε σκλάβοι. Και αν κάμη έτζι νάχη την ευχή του Φιλόθεου και εμένα, αλλέως τη κατάρα μας· γιατί έτζι με ώρκησε στο Ευαγγέλιο ο μακαρίτης Φιλόθεος ωσάν εξεψύχου.

Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χριστού, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μας Γηώργη, το σταυρό το μαλαματένιο να μην τόνε πειράξη· να τον απιθώση σε μια εκκλησιά να λειτουργιέται και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδα μας του Παπαθανάση να τον απίθώση στην εκκλησιά μας, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο· αυτός ο σταυρός είναι του μακαρίτου αδερφού μας Φιλόθεου και νάχης την ευχή του, Γηώργη μου, να τον φυλάξης.

Αφίνω και στον αδερφό μου Μήτρο να δώση 30 τζεκίνια στην κάσα για ελευθέρωμα σκλαβών, και 10 στο οσπιτάλε και χωρίς άλλο να το κάμη. Άλλο τίποτι δεν έχω να ειπώ και αυτή είναι η τελεία και υστερινή μου θέλησι.

ΔΗΜ. ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ.

Επληρώθη άραγε η παραγγελία του αειμνήστου φιλοπάτριδος ή τα οστά αυτού κείνται εισέτι κεχωρισμένα των του Φιλόθεου και των γονέων αυτού;…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ.

Ήκμασε περί τα μέσα τις παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Συνηγωνίσθη μετά των αδελφών Μήτρου και Λάμπρου Τζεκούρα. Εμβαλών εις Ήπειρον εισήλθε ξιφήρης εις Άρταν και ηχμαλώτισε τον κατήν και δύο αγάδας. Το ανθραγάθημα τούτο προυκάλεσε Σουλτανικόν φιρμάνιον, δι' ου διετάττετο η σύντονος αυτού καταδίωξις. Τότε ο εν Ακαρνανία δερβέναγας, Μουχτάρ Κλεισούρας, μετά του προεστώτος Πάνου Μαυρομμάτου, εξεστράτευσαν μεν κατ' αυτού, αλλά καταληφθέντες υπό φόβου ενήργουν μετά πολλής αδρανείας και απέφευγον πάσαν συνάντησιν. Διαφθείραντες ύστερον Σουλεϊμάνην τινα φίλον στενώτατον τω Μηλιόνη, ενετείλαντο αυτώ την δολοφονίαν. Πορευθείς ούτος προς τον αρματωλόν έτυχεν αδελφικής δεξιώσεως ώστε σκληρώς ελεγχόμενος υπό του συνειδότος εδήλωσε τον σκοπόν της αποστολής του, ελπίζων ότι οικειοθελώς έμελλε να παραδοθή ο γενναίος εκείνος· Αλλ' ο Μηλιόνης αφ' ου απήντησε,

Όσο είναι ο Χρήστος ζωντανός Τούρκο δεν προσκυνάει

έδραξε το πυροβόλον και εξελθών εμονομάχησε προς τον Σουλεϊμάνην.

Με το τουφέκι ετρέξανε ένας να φάη τον άλλο
Φωτιάν εδώκαν 'ς τη φωτιά πέφτουν κ' οι δύο 'ς τον τόπο.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑΣ.

Γιος του Δήμου, ωρμάτο εκ Σακαρετζίου του Βάλτου, διέπρεψε δε μαχόμενος διά βίου προς τους Οθωμανούς. Αλλ' εν έτει 1767 επί κεφαλής 300 αρματωλών κατετρόπωσε τον Μούρτο Χούσον πάππον του Αλήπασα, σταλέντα παρά του Κουρτ πασά προς καταδίωξιν αυτού, εν τη εν Κερασόβω μάχη. Συνέδραμαν αυτόν τότε και ο Σταθάς και ο Καρακίτζος και ο Κοντογιάννης και ο Στουρνάρης, αλλά την ανωτέραν διεύθυνσιν είχεν ο Μπουκουβάλας και προς αυτόν οφείλεται η εν τοις δημοτικοίς ημών άσμασι διασαλπιζομένη εκείνη νίκη. Ύστερον κατέβαλε την οφρύν των εχθρών πάλιν εις Χοτένια και τέλος μετέσχε της περί το 1769 άλλης εθνικής επαναστάσεως.

Μετ' αυτού συνηγωνίσθη πολλάκις και ο εξ Ευρυτανίας Μητρομάρας, πρωτοπαλλήκαρον του διαβοήτου Τζόλκα, όστις διαπρέψας κατά γην ανεδείχθη τρομερός και κατά θάλασσαν πειρατής και πολλήν επήνεγκε βλάβην εις τας νήσους του Αιγαίου τας μη μετασχούσας της επαναστάσεως. Συνεκρότησεν ύστερον πολλάς κατά ξηράν μάχας υπό Μοσχοβητικήν σημαίαν· ενίκησεν εν Αθήναις και εν Μεγάροις τους Τούρκους και πληγωθείς περί την Ελευσίνα απεβίωσεν εν Σαλαμίνι.

Επεξερχόμενος πολλάκις την αξιόλογον συλλογήν του Κυρίου Πασσόβ μετά λύπης παρετήρησα ότι εκτός προφανεστάτων αναχρονισμών, εκτός πολλών αμαρτημένων στίχων, ουδεμία υπάρχει εν εκάστω άσματι, ούτε προτεταγμένη ούτε επιτεταγμένη ιστορική διασάφησις. Εντεύθεν σκότος μέγα επικρατεί και ακατανόητος αποβαίνει η διήγησις ιδίως προς τους ξένους. Αισθάνομαι ότι το έργον τούτο απόκειται εις ημάς και ότι πρέπει όπως δήποτε να ευγνωμονώμεν προς τον Κύριον Πασσόβ και να αποδίδωμεν αυτώ χάριτας επί τω γιγαντιαίω έργω όπερ επεχείρησε. Αλλ' ομολογώ ότι έλλειψις αποβαίνει επαισθητή και ευχής άξιον εάν εθεραπεύετο όσον τάχιον.

ΣΤΑΘΑΣ.

Σταθάς Γεροδήμος εκ Βάλτου ήκμασε περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Μετά τον θάνατον του Τριμπούκη περί το 1745 κατέκτησε τον Βάλτον και τ' Άγραφα. Πρωτοπαλλήκαρα αυτού υπήρξαν ο Μπουκουβάλας, όστις έλαβε παρ' αυτού το αρματωλίκιον των Αγράφων, ο Στουρνάρης προς ον απένειμε το του Ασπροποτάμου, ο Αλέξης Καρακίτζος, όστις κατέσχε το του Καρπενησίου, και ο Κοντογιάννης λαχών το της Υπάτης. Ο υιός αυτού Ιωάννης διέπρεψε κατά την επανάστασιν των 1769. Κατά το έτος 1772 συνεκρότησε την εν Κασσάνδρα της Μακεδονίας περιλάλητον ναυμαχίαν, το δε εις την νίκην εκείνην αναφερομένον άσμα ημαρτημένως ανάγεται υπό του Κυρίου Πασσόβ εις την μεταξύ του 1750 και του 1760 διαγενονομένην δεκαετίαν. Κατέφυγεν ύστερον μετά του Ορλώφ εις Ρωσσίαν όπου και έλαβε βαθμόν λοχαγού εν τω στρατώ. Οι εν τω Βάλτω απόγονοι αυτού δεν εδυνήθησαν να διατηρήσωσι το αρματωλίκιον, περιελθόν μετά ταύτα εις τον συγγενή αυτού Ίσκον.

ΖΗΔΡΟΣ.

Η οικογένεια του Ζήδρου εκ των αρχαιοτέρων και ρωμαλεωτέρων του Πίνδου παραφυάδων, ήκμασεν ως απόλυτος κυρίαρχος εν Ελασσώνι περί τα διακόσια έτη. Αλλ' ο Πάνος Ζήδρος περί τας αρχάς του δεκάτου ογδόου αιώνος, δι' ακαταπαύστων πολέμων εξέτεινε την γραμμήν και τα όρια του προγονικού αρματωλικίου, ανεκηρύχθη δε διά Σουλτανικού φιρμανίου έξαρχος Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Ο τίτλος ούτος αναφερομένος εν τω δημοτικώ άσματι τω παρά τω Κυρίω Πασσόβ δημοσιευθέντι υπ' αριθμόν XVI εγράφη ημαρτημένως και χρήζει διορθώσεως.

        Ήσουν και πρώτος έπαρχος 'ς όλα τα μοναστήρια
αντί
        Ήσουν και πρώτος έξαρχος

Οι έξαρχοι ούτοι ήσαν άλλοι βασιλίσκοι και ενέμοντο κυριαρχικώς τας Επαρχίας των, ούδ' ετόλμα ποτε, άνευ αδείας, Οθωμανός να θέση τον πόδα εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας των. Κραταιωθείς ούτω και θέλων ν' ανταμείψη τους μετ' αυτού αγωνισθέντας απένειμεν εκτεταμένα κόλια (αρματωλικαί χωραρχίαι) εις τα πρωτοπαλλήκαρά του και διώρισε τον Βλαχάβαν εις Χάσια, τον Λάζον εις Αικατερίναν, τον Τόσκαν εις Γρεβενά, τον Μπιζώτην εις Βέρροιαν, τον Νάννον εις Σέρβια, τον Σύρον εις Πλαταμώνα και άλλους αλλαχόσε.

Οι αρματωλοί ούτοι (τα πρωτάτα) διετέλουν υπό την κυριαρχίαν του εξάρχου. Ανεγνώριζον επομένως ως ανώτατον άρχοντα τον Ζήδρον εδρεύοντα συνήθως εν Βλαχολιβάδω. Εκεί συνήρχοντο τακτικώς υπό την προεδρίαν του Ηγεμόνος, συνεκρότουν σύνοδον και συνεσκέπτοντο και απεφάσιζον περί παντός εκκλησιαστικού, πολεμικού ή πολιτικού ζητήματος.

Έζησεν ο Ζήδρος έτη 128 ή 130 και συνήψε πρώτον γάμον ότε ήτο υπερεννεντηκοντούτης. Κατέλιπε δε ένα μόνον υιόν τον Φώτον, δολοφονηθέντα περί τα 1768. Τοιουτοτρόπω αποσβεσθείσης της διασήμου γενεάς, παρέλαβε την ήδη κατακερματισθείσαν κληρονομίαν ο επί θυγατρί γαμβρός του Πάνου Ζήδρου, Πάνος Τζάρας, πάππος του διαβοήτου Νίκου Τζάρα.

Έξαρχοι, εκτός του Ζήδρου, υπήρχον και ο Μάρκο-Πούλιος εν Ηπείρω, ο Τριμπούκης εν Ακαρνανία, ο Τζόλκας εν Ευρυτανία και Φθιώτιδι, ο Βρυκόλακας εν Παρνασσίδι, Δωρίδι και Ναυπακτία.

Οι έξαρχοι ούτοι, ως προείπον, εκυβέρνων διά τοπαρχών, εδίκαζον πολιτικάς και θρησκευτικάς διαφοράς, επώπτευον τα μοναστήρια, είχον ιδίαν σημαίαν και σωματοφυλακήν.

ΘΥΜΙΟΣ ΒΛΑΧΑΒΑΣ.

Υιός του Αθανασίου, αρματωλού των Χασίων. Προς συμπλήρωσιν δε όσων περί αυτού έγραψα εν τοις Μνημοσύνοις, προστεθήτω ότι την υπ' αυτού κινηθείσαν επανάστασιν εν έτει 1808 προέδωκαν οι εκ Μετζόβου οπλαρχηγοί Δεληγιάννης και Βλαχοθώδωρος. Ο Ευθύμιος μετά την αποτυχίαν επειράθη να στρατολογήση εν Επτανήσω και εν Ηπείρω νέας δυνάμεις, αλλά συλληφθείς παρεδόθη τω Αλή και εστέφθη διά του μαρτυρίου. Ο υιός αυτού Φλώρος κληρονομήσας το πατρικόν αίσθημα, προσεπάθησε να αναστατώση την Θεσσαλίαν κατά το 1814, αλλά προδοθείς και ούτος παρά των εν Χασίοις καπητανευόντων Ψιραίων συνελήφθη, παρεδόθη τω Αλή και ετελεύτησεν, ως ο αοίδιμος αυτού πατήρ, εν βασάνοις.

ΒΛΑΧΑΡΜΑΤΑΣ ΒΕΡΓΟΣ.

Αρματωλός εκ Μαυρολιθαρίου, είς εκ των γενναίων οίτινες ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως κατά το 1750 — 1760 εν Παρνασσίδι και εν Δωρίδι. Βαρέως πληγωθείς εν τη παρά τω χωρίω Δεσφίνα γενομένη συμπλοκή κατέφυγεν εις το εν Δαυλία μετόχιον του μοναστηρίου Ιερουσαλήμ, κείμενον παρά τοις Δελφοίς. Διωκόμενος δε προσέφυγεν είς τι παρακείμενον σπήλαιον αλλά προδοθείς υπέστη σκληρότατον θάνατον. Το πτώμα αυτού εσύρθη επί της πετρώδους οδού, ήτις άγει εκ Δελφών προς το Κρισσαίον πεδίον και κατακερματισθέν ανεστηλώθη επί πασσάλων κατά το διασταύρωμα των προς Χρυσόν και Σάλονα οδών.

ΗΛΙΑΣ ΒΙΔΑΒΙΩΤΗΣ.

Κατά τα 1770 νέα απόπειρα εκ μέρους των αρματωλών εγένετο προς ανάκτησιν της εθνικής αυτονομίας. Προεξήρχον δε ο Βλαχοθανάσης εκ Βουνιχώρας, ο Αλέξης Καλόγερος εκ Χρυσού, ο Κώστας Σουσμάνης εκ Γαλαξειδίου, ο Μήτρος Δενδούσης εξ Αγίας Ευθυμίας, ο Νίκος Μαραβέλης εκ Σιγδίτζης και ο Ηλίας Βιδαβιώτης. Απαντες οι γενναίοι ούτοι είτε εν πολέμω, είτε εν βασάνοις κατέλυσαν τον πολυτάραχον βίον, παράδειγμα γενόμενοι μοναδικής καρτερίας και τόλμης απαραμίλλου. Τα κατά την επαναστατικήν ταύτην απόπειραν αιματηρά συμβάντα ακριβώς εξιστορούνται υπό του κυρίου Σάθα εν τω ανεκδότω αυτού Χρονικώ του Γαλαξειδίου.

ΛΑΜΠΕΤΗΣ — ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ

Εκ των ωραιοτέρων επεισοδίων δι' ων πενθηφορούσαι κοσμούνται αι αιμοσταγείς σελίδες της ιστορίας του μεσαιωνικού αρματωλισμού, αφόβως δύναται να υποστηρίξη τις ότι τα περί Αστραπογιάννου και Λαμπέτη δίδουσιν ακριβή ιδέαν των αισθημάτων, υφ' ων ενεπνέοντο αι ψυχαί των ακαταδαμάστων εκείνων πολεμιστών.

Κατήγετο ο Αστραπόγιαννος εκ του χωρίου Αγίας Ευθυμίας και ήκμασε περί τα μέσα του παρελθόντος αιώνος. Υπηρέτησε κατά πρώτον ως απλούς κλέφτης υπό την σημαίαν των αδελφών Λάμπρου και Μήτρου Τζεκούρα και του Βλαχαρμάτα Βέργου. Μετά τον σκληρόν θάνατον τούτων συνεκρότησεν ο Αστραπόγιαννος ίδιον σώμα και επιβληθείς διά των όπλων ανεγνωρίσθη επισήμως αρματωλός της Δωρίδος και χρόνον τινα ησύχασε. Αλλά του Δερβέναγα των Σαλόνων Μίρτζα, βιάσαντος γυναίκα τινα υπαγομένην εις το αρματωλίκιον αυτού, μη ανεχόμενος την ύβριν, ήλθεν εις ρήξιν και μάχη πεισματώδης συνήφθη έξω του Γαλαξειδίου, εν η κατεστράφησαν οι οθωμανοί. Όσοι δε εκ των πολεμίων ώρμησαν προς την θάλασσαν ζητούντες διέξοδον και σωτηρίαν, έπεσον και ούτοι υπό την μάχαιραν του φοβερού αρματωλού μη φεισθέντος μηδενός.

Οι επομένοι στίχοι, οι μόνοι διασωθέντες έκ τινος δημοτικού άσματος, μαρτυρούσι περί τούτων. Λυπηρόν δε είναι ότι δεν διεφυλάχθη ακεραία η διήγησις.

Ο Μίρτζας εξεκίνησε κατά το Γαλαξείδι
Πιάνει και γράφει μια γραφή, πικρή φαρμακεμμένη:
        « Σε σέ μώρ' Αστρατόγιαννε, ναρθής να φιληθούμε
        » Και μη γυρεύεις πόλεμο και μη ζητείς τουφέκι,
        » Συμπάθησέ με….

Πρωτοπαλλήκαρον αυτού υπήρξεν ο Λαμπέτης εκ Βουνιχώρας. Έν τινι δε συμπλοκή θανατηφόρως πληγωθείς ο Αστραπόγιαννος, εστράφη προς τον πιστόν τούτον συναγωνιστήν και εξητήσατο παρ' αυτού να αποκόψη την κεφαλήν και απαλλάξη αυτήν από των ύβρεων των πολεμίων. Υπακούσας ο φίλος εξετέλεσε την σκληράν διαταγήν και λαβών την προσφιλή του αρχηγού του κεφαλήν, κατέθεσεν αυτήν εντός δισακκίου και εσώθη φεύγων. Διωκόμενος ακαταπαύστως υπό των εχθρών και μη στέργων να παραιτήση την πολύτιμον παρακαταθήκην, έτρεχεν επί πολλάς ημέρας, εν μέσω κρημνών και βράχων, ζητών απόκεντρον και άγνωστον τινα κρύπτην, όπως ασφαλώς ενταφιάση το πεφιλημένον λείψανον. Κατά την νεκρώσιμον ταύτην περιοδείαν, οσάκις ο Λαμπέτης, ασθμαίνων, κεκμηκώς, ανεπαύετο παρά ταις πηγαίς υπό την σκιάν των δένδρων, ετοποθέτει απέναντι αυτού την τάλαιναν κεφαλήν, και αφού την περιέβρεχε διά των δακρύων του, εδιχοτόμει τον επιούσιον αυτού άρτον, και απένεμεν εις τον νεκρόν το σιτηρέσιον, εδρόσιζε τα άφωνα χείλη διά καθαρού ύδατος, την κατέθετε πάλιν εντός του σάκκου και εβάδιζεν. Η ακατανόητος αύτη και υπερανθρώπινος καρτερία παρετάθη μέχρις ου αι σάρκες ήρξαντο καταρρέουσαι υπό σήψεως και απογυμνούσαι το κρανίον. Τότε ο Λαμπέτης αλλά τότε μόνον, απεφάσισε να χωρισθή από του νεκρού και φθάσας εις Παλάτια άνωθεν του χωρίου Πέντε Ορίων, ανέσκαψε την γην παρά τους πόδας αποτόμου πέτρας και ενεταφίασε την κάραν. Εκεί καθ' εκάστην πορευομένος ησπάζετο το χώμα και διελέγετο προς τον φίλον.

Αλλά φονευθέντος του Αστραπογιάννου, διωρίσθη αρματωλός και πληγωθείς καιρίως επί του όρους Τρικόρφου, ήδη επιθάνατος ων, διήλθεν έρπων από θάμνου εις θάμνον, μακράν και δύσβατον οδόν, μέχρις ου φθάσας επί του προσφιλούς μνήματος και επιθέσας τον τελευταίον ασπασμόν εξέπνευσεν ο λεοντοκάρδιος.

Είναι αδύνατον νομίζω το αίσθημα της φιλίας να λάβη ποτέ ευρυτέραν ανάπτυξιν και ποιητικωτέραν εκδήλωσιν!

Μνημονεύονται δε και άλλαι περιστάσεις, δι' ων αποδεικνύεται τίνων θυσιών και παθημάτων ελογίζετο αξία η κεφαλή των εν πολέμω πιπτόντων συμμαχητών και συναδέλφων.

Ο εκ Δωρίδος αρματωλός Λουκάς Καλλιακούδας εφονεύθη, ως γνωστόν, εν τη μάχη της Καβρολίμνης. Ο πιστός αυτού συναγωνιστής και φίλος Σάκος, ο εξ Ακαρνανίας, κατά παραγγελίαν του θνήσκοντος αρχηγού απέκοψε την κεφαλήν και μόνος απομείνας εν μέσω των πολεμίων, περιετύλιξεν αυτήν εντός της φουστανέλλας και υπεχώρει μαχομένος διά της δεξιάς χειρός προς τους επιτιθεμένους μαχητάς τον Μήτζου Μπόνου. Αλλ' η κεφαλή ολισθαίνουσα εκ του βάρους και του σχήματος κατέπιπτε πολλάκις και τότε εξήπτετο έρις περί αλώσεως αυτής ένθεν μεν αντιποιουμένων πάντων των αλβανών, ένθεν δε μόνου του Σάκου. Τοιουτοτρόπως διέσωσεν αυτήν πολλάκις, αλλ' επί τέλους πληγωθείς εν τη ατελευτήτω πάλη και μη δυνάμενος πλέον ν' ανακτήση το πολύαθλον γέρας, εκτραπέν υπό των εχθρικών λακτισμάτων πέραν του κύκλου ον διέγραφε το ξίφος, επέπεσε μανιωδώς κατά των πολεμίων και εφονεύθη καθ' ην στιγμήν έψαυε διά των δακτύλων την κόμην του Καλλιακούδα.

Ο εξ Αγράφων αρματωλός Κώστας Χρήστος συναντηθείς μετά των οθωμανών έξω του Καρπενησίου, εννόησε μετά την νίκην ότι οι φυγάδες εχθροί είχον αποκόψη και λάβει την κεφαλήν ενός των συνεταίρων, ην μετακομίσαντες εις Καρπενήσιον κατέπηξαν επί δοκού και έστησαν εν τη αγορά προς επίδειξιν ενταυτώ και τρόμον. Ο Κώστας Χρήστος μη ανεχομένος την ύβριν, εισήλασε νύχτωρ εις Καπερνήσιον, εφόνευσε τας τουρκικάς περιπόλους μεθ' ων συνηντήθη, ανέκτησε την κεφαλήν και βαλών πυρ εις το Σεράγιον απήλθε σώος.

Ο αρματωλός Γηώργος Σιγδίτζας στενώς επολιόρκησε τα Σάλονα εκζητών την απόδοσιν της κεφαλής φονευθέντος συντρόφου.

Ο Χρόνης Λευκαδίτης, κλέφτης περίφημος εκ Λοιδορικίου, συλληφθείς διά προδοσίας εκαρατομήθη εν Δαδίω, την δε κεφαλήν αυτού έστησαν οι Τούρκοι κατά το διασταύρωμα της οδού της Αταλάντης. Μετά παρέλευσιν δέκα ετών παρουσιασθέντες οι συγγενείς προς τον Ανδρούτζον εζητήσαντο εκδίκησιν υπέρ της ατιμασθείσης κεφαλής του Χρόνη. Ο Ανδρούτζος υπεσχέθη και πολιορκήσας την Αταλάντην απήτησε την παράδοσιν των φονέων. Επειδή δε, ο μεν είς εξ αυτών είχεν αποθάνει, συνέλαβε τον υιόν και αποκόψας την κεφαλήν αυτού την έστησεν εκεί όπου άλλοτε είχεν εκτεθή η του Χρόνη. Μετά τούτο πορευθείς εις Λεβαδείαν, όπου διέμενεν ο έτερος των φονέων, απήτησε και αυτού την παράδοσιν. Αλλ' ούτος προειδοποιηθείς εδραπέτευσεν, οι δε Λεβαδιείς υπεσχέθησαν να μη επιτρέψωσιν ουδέποτε πλέον προς αυτόν την επάνοδον.

ΤΑ ΚΑΤΑ ΑΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΝ.

Κατά τον χειμώνα του 1865, ενώ η ληστεία ελυμαίνετο τας επαρχίας του Βάλτου και της Ακαρνανίας, εγώ και άλλοι τινες φίλοι τεθέντες υπό την άμεσον οδηγίαν του ταγματάρχου Ηλία Δημητρακαράκου εξήλθομεν χάριν κυνηγεσίας εις Χελογίβαρον. Αφ' ου δε διετρέξαμεν τα ωραιότατα δάση τα περικυκλούντα την λίμνην, διενυκτερεύσαμεν εν τη συνοικία των Βλαχοποιμένων αδελφών Φερεντίνου.

Όσον και αν ζήσω δεν θέλω λησμονήση τας τερπνοτάτας εντυπώσεις της εκδρομής εκείνης!

Συνελθόντες εντός πενιχράς, αλλά καθαροτάτης καλύβης και ευχαρίστως επαναλαμβάνοντες κύκλω σφριγώντος πυρός τας περιπετείας της ημέρας, αφού κατά το πατρώον έθιμον κατεβροχθήσαμεν αμνόν ανεκτίμητον προσενεχθέντα ακέραιον, εξηντλήσαμεν δε τας συνήθεις προπόσεις και επολιτικολογήσαμεν μέχρι κόρου, κεκμηκότες εκ της επιπόνου οδοιπορίας, χαύνοι, ενώ παρεσκευαζόμεθα να παραδοθώμεν εις τας αγκάλας του ύπνου, ήλθε και παρεκάθησε μεθ' ημών ο Αθανασούλας Φερεντίνος, επανακάμπτων εκ Βονίτζης. Ήρξατο και ούτος διηγούμενος περί ληστών, περί της μαστιζούσης τα ποίμνια επιζωοτίας, περί βουλής, περί συντάγματος, εκφέρων παρατόλμους δοξασίας ουδέν συναδούσας (λυπούμαι να το είπω) προς τας ομολογίας των εν τη πρωτευούση ελευθεροφρόνων δογματολόγων, μέχρις ου, επελθούσης γενικής ναρκώσεως, παρελύθη ολοσχερώς η συνδιάλεξις και την επικρατούσαν σιγήν μόλις εκ διαλειμμάτων διέκοπτον αρνητικά ή καταφατικά τινα μονοσύλλαβα τυχαίως ριπτόμενα εν τω μέσω προς τιμήν του ευφραδούς και φιλοξένου οικοδεσπότου.

Οι λύκοι ωρύοντο μακρόθεν, εβληχώντο τα ποίμνια, οι φρουρούντες αυτά κύνες υλάκτουν ακαταπαύστως, και η μοναδική και απερίγραπτος αύτη αρμονία, ενώ πολλούς εκ των συνεταίρων απεκοίμιζεν ευχαρίστως, διήγειρεν εν εμοί ακάθεκτον επιθυμίαν ν' ακούσω και μάθω αρχαίαν τινα ιστορίαν σχετιζομένην προς την φυσικήν τάσιν του πνεύματός μου.

Εκδηλώσας τον πόθον τούτον, είδον μετ' αγαλλιάσεως τον φίλον Θανασούλαν πρόθυμον να με ικανοποιήση και επί παρουσία του Κυρίου Ηλία Δημητρακαράκου διοικητού του εν Λευκάδι εδρεύοντος τάγματος, του αυταδέλφου μου Ξενοφώντος, του Νικολάου Σικελιανού και του γαμβρού μου Δημητρίου Σούντια, ήκουσα τα κατά Αμπελογιάννην και ιδού παραδίδω εις τας σημειώσεις ταύτας την περί αυτού φημηγορίαν (legende) χαίρων ότι δύναμαι να προσθέσω σελίδα μικράν εις την ογκώδη βίβλον των αρματωλικών παραδόσεων.

Ο Αμπελογιάννης ή Μπελογιάννης, μονογενής υιός και κληρονόμος πατρός κτηνοκόμου, διήνυσε τον πρώτον αυτού νεανικόν βίον περιθάλπων και επιτηρών τα ποίμνια. Αλλ' εν μέσω των ερήμων διαιτώμενος και αδιαπαύστως συναντώμενος μετά φιλοπολέμων συνεταίρων, τυχών δε του βαπτίσματος των καταιγίδων και την ψυχήν αυτού αναθρέψας νηπιόθεν εν μέσω των απεριγράπτων καλλονών αειπαρθένου και σοβαράς φύσεως, ησθάνθη ταχέως εαυτόν προωρισμένον να διατρέξη άλλο παρά το ποιμαντικόν στάδιον και βαθμιαίως αναπτυσσομένην εν τη καρδία του ακατάσχετον ορμήν προς τον πολεμικόν βίον.

Εμφορούμενος υπό τοιαύτης ιδέας, είδε κατ' όναρ ότι ευρέθη όρθιος εν μέσω της κοίτης του Αχελώου και ότι έχων τα νώτα εστραμμένα προς τας εκβολάς αυτού αντιπαρέταττε το στήθος προς την ορμήν των ρευμάτων μηδόλως πτοούμενος εκ της μεγάλης των υδάτων εξογκώσεως.

Ενώ δε το κύμα του ποταμού ανυψούμενον συνεστρέφετο ήδη περί τον τράχηλον και τον πώγωνα και τα χείλη περιέβρεχεν απειλητικόν και επίφοβον, ηνέωξεν αυτομάτως το στόμα και ησθάνθη ότι εντός του λάρυγγος αυτού, ως εις αχανές βάραθρον βυθιζομένης της πλημμύρας, ο κίνδυνος βαθμηδόν ηλαττούτο, οι δε πόδες αυτού εκραταιούντο και αι δυνάμεις επηύξανον. Το απροσδόκητον φαινόμενον διήρκεσεν επί πολλήν ώραν, μεθ' ο κατενόησεν ο Αμπελογιάννης ότι είχεν απορροφήση πάντα τα νάματα του καταπληκτικού Αχελώου μέχρι παντελούς αποξηράνσεως.

Εγερθείς του ύπνου προς ουδένα έφρασε την οπτασίαν, αλλ' αύτη επί τρεις κατά συνέχειαν νύχτας επανήλθε και σπουδαίαν ενεποίησε τότε εντύπωσιν εις την παράθερμον του νεανίου διάνοιαν. Ουχ ήττον ετήρησε πάλιν αυστηράν εχεμυθίαν και προσεπάθει μόνος, άνευ της αρωγής ονειροκρίτου τινος να εξηγήση το καταπληκτικόν όνειρον.

Επήλθεν εν τοσούτω η ημέρα, καθ' ην οι ποιμένες εορτάζουσι την μνήμην του αγίου Γεωργίου. Ο δε Αμπελογιάννης σφάξας τον αμνόν αυτού ανέγνωσε και επί της ωμοπλάτης σημεία αναντίρρητα, επιβεβαιούντα και σχολιάζοντα το δράμα. Γενομένου δε κατά την στιγμήν εκείνην ραγδαίου υετού, έρριψε την καταβραχείσαν κάπαν επί τινα θάμνον και ρεμβάζων εφύλαττεν έως ο εμφανισθείς ήλιος την αποξηράνη. Αίφνης εγείρεται τότε θύελλα και ορμητικός στρόβιλος ανήρπασεν εν τη δίνη αυτού την μηλωτήν, ήτις μετεωρισθείσα μέχρι νεφελών κατέπεσε μετ' ολίγον επί τους ώμους του ποιμένος.

Ενταύθα η διήγησις προς στιγμήν διεκόπη, και ο απλοήθης φημηγόρος αναλαβών σοβαρώτερον ήθος, προσέθηκε μετ' αφελείας ότι εκ της θαυμασίας εκείνης της κάπας καταπτώσεως προήλθεν ο πολεμικός των αρματωλών τίτλος καπετάνος, ως αν ήθελε σπουδάζων ν' ανασκευαστή την περί της ξενοφωνίας ταύτης επικρατούσαν δόξαν (capetano) προκειμένου λόγου περί του εθνοπαραδότου εκείνου συμβόλου της στρατιωτικής ισχύος, περί της πορφύρας δι' ης περιεβάλλετο ανέκαθεν ο βασιλεύς των ορέων, ο ακαταδάμαστος και άσπονδος εχθρός της οθωμανικής κατακτήσεως, ο αήττητος μαχητής, ο κλέφτης.

Μετά τοσαύτα και τοιαύτα σημεία πορευθείς ο Αμπελογιάννης προς τον γηραιόν πατέρα ανήγγειλεν αυτώ ην είχεν αμετάτρεπτον απόφασιν να παραιτήση τον ποιμαντικόν βίον και να επιδοθή εις το πολεμικόν στάδιον. Ματαίως εδάκρυσε γονυπετής ο γέρων, πειρώμενος ίνα τον μεταπείση. Ο Αμπελογιάννης ησπάσατο την χείρα του γεννήτορος και απήλθε.

Ήτο τότε η ώρα καθ' ην οι ποιμένες απολείποντες τας πεδιάδας άγουσι τα ποίμνια εις τας ακρωρείας, και ελθών εις την γέφυραν της Τατάρνας όθεν συνήθως διέρχονται, είδε πολλούς εκ των ομηλίκων και εκθέσας αυτοίς τα γενόμενα εστρατολόγησε και επέπεσεν αμέσως κατά των πολεμίων.

Η φήμη αυτού εμεγαλύνθη εν βραχυτάτω χρόνω και το όνομα του Αμπελογιάννου αντηχούν απ' άκρου εις άκρον, διέσπειρεν απελπισίαν και τρόμον παρά τοις οθωμανοίς, οίτινες βλέποντες καταστρεφομένην την κυριαρχίαν αυτών συνεκέντρωσαν μεγάλας δυνάμεις και επετέθησαν φοβούμενοι μη εκ του παραδείγματος εκείνου προκύψη παντελής όλεθρος. Διήρκεσεν ο αγών επί πολύ αιματηρός, φονικώτατος. Αλλά εξαντληθέντων των μέσων του αρματωλού καί τινων εκ των συνεπαρχιωτών αντιφερθέντων κατ' αυτού, ενόησεν ο Αμπελογιάννης ότι ώφειλε προς στιγμήν να διακόψη τας εχθροπραξίας και να αναβάλη εις άλλην καταλληλοτέραν ώραν την επανάληψιν του πολέμου.

Απέστειλε λοιπόν τον Μούρτον και τον Βλαχογηωργάκην, εκ των ανδρειοτέρων και πιστοτέρων αυτού συναγωνιστών, τον μεν εις Ακαρνανίαν, τον δε εις Λευκάδα, αυτός δε μόνος επορεύθη εις τα Μετέωρα της Θεσσαλίας, ένθα εύρεν άσυλον παρά τινι των εκεί Ηγουμένων. Εξαγορεύσας δε το όνομα και τα πολλά παθήματα, αφιέρωσε πάντα τον πλούτον εις την μονήν και λαβών του μοναχού το σχήμα, ησύχασεν εν τη ιερά εκείνη ακροπόλει.

Νοσήσαντος μετ' ου πολύ χαλεπήν νόσον, κατέρρευσεν εκ μιας η εκ της ηλικίας και των δεινών αγώνων ήδη πολιωθείσα κόμη και μετ' αυτής ο μύσταξ και το γένειον. Το σύμπτωμα τούτο θεωρηθέν θανάσιμον έπεισε τον Ηγούμενον να εισέλθη παρά τω αγωνιώντι και λάβη την τελευταίαν αυτού εξομολόγησιν.

Αλλ' ώ του θαύματος! Ενώ ο Αμπελογιάννης παρεσκευάζετο εις μετάληψιν των αχράντων μυστηρίων, αίφνης ανθηρά, μέλαινα, ανηβλάστησεν επί της κεφαλής η κόμη, ανεφύησαν οι μύστακες και το γένειον, η χροιά μετεβλήθη και εν ακαρεί μετεμορφώθη ο επιθάνατος εις ακμαίον και θάλλοντα νεανίαν υπό τα όμματα του πνευματικού.

Το απροσδόκητον θαύμα υπέλαβεν ο Ηγούμενος κατόρθωμα σατανικόν, οιωνόν αποτρόπαιον, όθεν δραμών λάθρα εις Λαμίαν κατήγγειλε τον πρόσφυγα και παρέδωκεν αυτόν δέσμιον εις τους δημίους.

Καταδικασθέντα εις τον δι' αγχόνης θάνατον, ήγαγον αυτόν οι οθωμανοί εις τον τόπον της εκτελέσεως, αλλ' άπαξ και δις αναρτήσαντες αυτόν είδον μετά τρόμου ρηγνύμενον το σχοινίον και τον Αμπελογιάννην μετέωρον επί τινα ώραν διαμένοντα ώς περ ερειδομένον επί αφανούς τίνος βάθρου. Η δε αρχή προς ην ηγγέλθη το γενόμενον αναστείλασα την εκτέλεσιν έπεμψεν έκτακτον ταχυδρόμον εις Κωνσταντινούπολη εκθέτουσα το συμβάν και αιτούσα οδηγίας.

Εν τοσούτω διεθρυλλήθη το θαύμα και τις εξ Ακαρνανίας Κυρ Σταμούλης, μέγας και πολύς τω καιρώ εκείνω, αδιάλλακτος του αρματωλού εχθρός, επορεύθη εις Λαμίαν και χλευάσας τους οθωμανούς επί τη μικροψυχία αυτών ητήσατο και έλαβε την άδιαν ίνα ιδίαις χερσί διαπράξη την απαγχόνισιν. Παραδοθέντος του ήρωος εις τας χείρας του ομοπίστου και ομοφύλου εκείνου αλιτηρίου ετελέσθη η καταδίκη, ενώ δε κατεβιβάζετο ο νεκρός από της αγχόνης, έφθανεν εκ Κωνσταντινουπόλεως και η χάρις.

Ο επιτυχής δήμιος εξελθών της Λαμίας επορεύθη εις Λευκάδα και μεγαλαυχών ανήγγειλε το στυγερόν κατόρθωμα προς τον Βλαχογεωργάκην. Συνάμα δε ηπείλησεν αυτόν και τω προείπε την αυτήν τύχην άν ποτε επανήρχετο εις το αρχαίον στάδιον.

Ο Βλαχογεωργάκης υπεκρίθη μεν μεταμέλειαν αλλά μαθών την ημέραν καθ' ην ο φονεύς του προσφιλούς αρχηγού του έμελλε να επιστρέψη εις τα ίδια, εξήλθε μετά των συνεταίρων και κατέλαβε δίοδόν τινα στενήν παρά τη πηγή της Πλαγιάς. Εκεί επιπεσών εφόνευσε τους συνοδεύοντας τον Σταμούλην οθωμανούς, συλλαβών δε ζώντα τον βδελυρόν δήμιον απήγαγεν επί την κορυφήν του λόφου και τεταρτίσας αυτόν, εκρέμασε σταυροειδώς τα τεμάχια επί τεσσάρων δένδρων και έκτοτε η θέσις εκείνη επωνομάσθη Σταυροί.

Ο Μούρτος διωκόμενος ακαταπαύστως και θέλων να μεταβή εις Βάλτον ενέπεσεν εις ενεδρεύουσαν τινα εχθρικήν συμμορίαν και μονομαχήσας προς τον φιλοπόλεμον αυτής αρχηγόν εφόνευσε μεν τον αντίπαλον αλλά τρωθείς θανατηφόρως εζωγρήθη υπό των πολεμίων και παρέδωκε το πνεύμα εν βασάνοις.

0 προπάππος του Θανασούλα Φερεντίνου ήτο αυτάδελφος του Μούρτου. Αφού δε παρηκολούθησεν απ' αρχής την ανύψωσιν του Αμπελογιάννου, είδε δε μετά ταύτα την παντελή καταστροφήν αυτού τε και των συνεταίρων, εν ώρα θανάτου, προσεκάλεσε τα τέκνα, εξέθηκεν αυτοίς τα γενόμενα και εφ' όρω φοβεράς κατάρας παρήγγειλεν αυτοίς να μη επιδοθώσι ποτέ εις τον κλέφτικον βίον. Διό και από του χρόνου εκείνου οι απόγονοι αυτού έχοντες υπ' όψιν την ιστορίαν ταύτην και του προπάτορος την αράν, διαδοχικώς ασχολούνται εις την καλλιέργειαν των πολλών αυτών ποιμνίων.

Ότε η διήγησις ετελείωσεν ο παρακολουθών τον φίλον Δημητρακαράκον σαλπιγκτής, εσάλπισε το εωθινόν εγερτήριον και συγχρόνως πεζός ταχυδρόμος καταφθάσας εκ Βονίτζης ανήγγειλε προς ημάς ότι μεταβατικόν τι απόσπασμα είχε συγκρουσθή μετά της ληστρικής συμμορίας του Μαριώλη και του Κρίκα κατά τα απέναντι ημών υψούμενα Σκλάβενα.

ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑΣ.

Κρίνω όλως περιττήν πάσαν μνείαν περί του διαβοήτου τούτου αρματωλού, αφού εν εκτάσει τον βίον αυτού συνέγραψε και εξέδωκεν ήδη, ο Κύριος Σάθας εν τη Χρυσαλλίδι (φυλλάδ. ΞΑ'. — ΞΒ'.). Αλλά προς ευχερεστέραν κατάληψιν των εις αυτόν αναγομένων στίχων μου, νομίζω απαραίτητον να υπενθυμίσω ότι ο σιδηροκάρδιος ούτος γίγας, ο διά των όπλων αναδειχθείς το φόβητρον των οθωμανών και θέσας την πολεμικήν τιμήν του ονόματός του υπεράνω και αυτών των τρυφερωτέρων και αγιωτέρων της καρδίας αισθημάτων, αφού έλαβε το ατύχημα να ίδη φονευμένους τους δύο υιούς του, έμαθε δε παρά του Χρόνη, υπό την σημαίαν αυτού υπηρετούντος, ότι ο τρίτος και τελευταίος καθ' ον χρόνον εν τω νησιδρίω του αγίου Κωνσταντίνου τω κειμένω εν τω Κρισσαίω κόλπω, εμαθήτευεν έν τινι γραμματοδιδασκαλείω, είχεν εξοκείλει εις πολλά χαμερπή ατοπήματα, καταισχύνων ούτω το ευκλεές πατρικόν όνομα, ιδίαις χερσίν εθυσίασεν αυτόν, προτιμών να γίνη παιδοκτόνος παρά να ίδη στιγματιζομένην την αρματωλικήν δόξαν του εν τω προσώπω του απογόνου.

Το τραγικόν τούτο γεγονός διεσώθη έν τινι δημοτικώ άσματι εσχάτως δημοσιευθέντι, εξ ου και παραθέτω μόνον τους τελευταίους πέντε στίχους.

        Κι ο Κωσταντάρας τάκουσε βαρυά του κακοφάνη.
        » Μωρέ παιδί της ξακληριάς και του διαβόλου αγγόνι
        » Μου ντρόπιασες την λεβεντιά και τ' άσπρα μου τα γένεια,
        « Κάλλιο να κλάψω μια φορά, παρά να κλαίγω πάντα. »
        Το γιαταγάνι ετράβηξε και σαν αρνί το σφάζει.

ΛΑΖΟΣ.

Ανήκεν εις αρχαίαν αρματωλικήν οικογένειαν εξ Αικατερίνης του
Ολύμπου. Συλληφθείς διά προδοσίας υπό του Βελή πασά κατά το 1818
υπέστη μετά της πολυπληθούς αυτού οικογενείας και των αδελφών
Κώστα και Τόλια τον δι' ανασκολοπισμού θάνατον.

ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ.

Προκάτοχος του Κωσταντάρα, επονομασθείς ούτως εκ της μελανωπής του προσώπου χροιάς. Ωρμάτο εξ αγίας Ευθυμίας και ανήκεν εις την γενεάν των Κατζώνων, όθεν εβλάστησε μετά ταύτα και ο διαβόητος Λάμπρος Κατζώνης.

Αι ρωμαντικαί περιπέτειαι του δημοτικωτάτου τούτου αρματωλού περιέχονται εν τω πρώτω μέρει της βιογραφίας του Κωσταντάρα. Αρκεί μόνον να είπη τις ότι διά των κατορθωμάτων αυτού επιβληθείς εις τας τουρκικάς αρχάς, ανεγνωρίσθη διά Σουλμανικού φιρμανίου αυτόνομος δεσπότης ευρυτάτης επαρχίας συμπεριλαμβανούσης και το Γαλαξείδιον επί τη μόνη υποχρεώσει να πέμπη κατ' έτος δώρον εις την Υψηλήν Πύλην ένα ιέρακα (σαΐνι),

ΚΩΣΤΑ ΠΑΛΛΑΣ.

Περί του αρματωλού τούτου ακμάσαντος κατά το 1730 διασώζεται μόνον το επόμενον ανέκδοτον δημοτικόν άσμα.

Κλαίν' τα βουνά με τη χιονιά, κ' οι κάμποι το χειμώνα,
Κλαίγει κι ο Πάλλας κλαίγεται, παρηγοριά δεν έχει.
Δεν έχει χέρι για σπαθί, μάτι για το τουφέκι
Αρματωλού παλληκαριά και κλέφτικο καμάρι,
» Μην κλαίτε μαύρα μου παιδιά, καϋμένα παλληκάρια!
» Εξήντα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης
» Να κυνηγάω την Τουρκιά να πελεκάω πασάδες.
» Μόν' τώχω ντέρτι 'ς την καρδιά, τώχω βαρύ μαράζι
» Πως σαν το μάθουν οι άπιστοι θα μπουν 'ς το σύνορό μου,
» Θα μου πατήσουν τα χωριά, το πατρικό μου κόλι.
» Για κόφτε το κεφάλι μου, βάλτε το 'ς την κοτρόνα
» Να καταιβούνε τα πουλιά να το μοιρολογήσουν,
» Να καταιβούν κ' οι σταυραητοί 'ς τα νύχια να το πάρουν.
» Να πάνε να το στήσουνε ταμπούρι 'ς τη φωλειά τους.
» Και σαν οι Τούρκοι καταιβούν 'ς το σύνορο του Πάλλα
» Να πάνε να το ρίξουνε ανάμεσα 'ς τ' ασκέρια,
» Για να το ιδούν οι άπιστοι και πίσω να γυρίσουν. »

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΛΛΙΑΚΟΥΔΑΣ.

Εκ Λοιδορικίου, πρωτοπαλλήκαρον του Ανδρούτζου μεθ' ου και συνεξεστράτευσεν εν Πελοποννήσω. Διορισθείς αρματωλός, έπεσε μαχόμενος κατά την εν Καβρολίμνη της Αιτωλίας μάχην.

ΧΡΟΝΗΣ.

Αρματωλός της Δωρίδας υπηρέτησεν υπό τον Κωσταντάραν. Ο Αλή Τζεκούρας Δερβέναγας συλλαβών διά προδοσίας τα τέκνα του κατέσφαξεν αυτά. Εφονεύθη έξω του Γαλαξειδίου περί τα 1791. Εις ανάμνησιν της σφαγής των τέκνων διεσώθη το υπ' αριθμόν XLVIΙΙ εν τη συλλογή του Κυρίου Πασσόβ αναγινωσκόμενον άσμα.

Πολλά τουφέκια αντιβογούν, μιλλιόνια, καρυοφύλλια,
Αλή Τζεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι.
Διαβαίνει ο Χρόνης για να ιδή πηγαίνοντας 'ς το σπήτι·
» Πολλά τα έτ' μπουλούκμπαση» — «Καλώς τονε το Χρόνη.
» Πώς τάχεις Χρόνη τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;»
«Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια,
» Δώδεκα μέραις έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.
 — » Αν θέλης Χρόνη μου να ιδής ώμορφα κεφαλάκια,
» Τήραξε μέσα τον τορβά να ιδής αγγελουδάκια.
Ο Χρόνης ανατρίχιασε τον έφαε μαύρο φίδι.
Πάει τηράζει 'ς τον τορβά, τηράζει και τι βλέπει;
Βλέπει το πρώτο του παιδί μικρό παλληκαράκι.
Ο νους του σκοτεινιάστηκε, τα χείλια του παγώνουν·
Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι
Βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω,
Σφάζει αρβανίτας δώδεκα και δυο μπουλουκμπασίδες.
Αλή Τζεκούρας έπεσε και τρεις επανωθειό του.

ΓΥΦΤΑΚΗΣ.

Γυφτάκης και Καλέμης αυτάδελφοι, ανεψιοί εκ μητρός του Μήτζου Κοντογιάννη. Εφονεύθησαν περί το 1802 έξω της Υπάτης πολεμούντες κατά του Ιουσούφ Αράπη.

ΑΝΔΡΟΥΤΖΟΣ.

Ανδρέας Βερούσης εκ του χωρίου Λιβανάταις της Αταλάντης, πατήρ του διαβοήτου Οδυσσέως. Φοβούμενος μη προσβάλλω την μνήμην του μεγαλουργού και μεγαλεπηβόλου τούτου αθλητού περικλείων το Ηράκλειον όνομά του εντός των στενωτάτων ορίων περιληπτικής σημειώσεως, αποφεύγω εκ προθέσεως να είπω τι περί του καταπληκτικού βίου του.

Συλληφθείς διά προδοσίας των Βενετών παρεδόθη τοις οθωμανοίς, οίτινες και έπνιξαν αυτόν εν ταις ειρκταίς της Κωνσταντινουπόλεως, ως μετά ταύτα διά χειρών ανόμων επνίγη και ο υιός αυτού Οδυσσεύς εν τη ειρκτή της Αθηναϊκής ακροπόλεως.

Δημοτικόν άσμα πρωτοτύπου ωραιότητος, εν ω παρίστανται τα όρη της στερεάς Ελλάδος διαπληκτιζόμενα προς τας πεδιάδας και εκζητούντα δι απειλών την απόδοσιν του Ανδρούτζου προσκαίρως παραιτήσαντος αυτά, δίδει εν συνάψει ακριβή ιδέαν της μεγάλης του οπλαρχηγού τούτου βαρύτητος.

        Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν.
        Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
        Η Γκιόνα λέει της Λιάκουρας, κ' η Λιάκουρα της Γκιόνας:
        «Βουνί πούσαι ψηλότερο, και πλειο ψηλ' αγναντεύεις,
        »Ανδρούτζος τι να γίνηκε, η λεβεντιά πού νάναι;
        »Τι να σου 'πω βουνάκι μου, τι να σου πω βουνί μου,
        »Τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμέν' οι κάμποι,
        »'Σ τους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρίχνουν 'ς το
                                                    [σημάδι
        »Τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια.»
        Κ' η Λιάκουρα σαν τάκουσε πολύ της κακοφάνη.
        Τηράει δεξιά, τηράει ζερβιά, τηράει κατά τη Σκάλα,
        «Βρε κάμπε αρρωστιάρηκε, βρε κάμπε μαραζάρη,
        »Με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις;
        »Για βγάλε τα στολίδια μου, δος μου τη λεβεντιά μου,
        »Μη λυώσ' όλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω.»

Το άσμα τούτο, εξ ου απορρέει κρουνηδόν ο πλαστικός οπός της δημοτικής ποιήσεως, εποιήθη περί τα 1789, ότε ο μεν Ανδρούτζος μετά πεντακοσίων πολεμιστών καταβάς από των ορέων αναπεπταμένας έχων τας σημαίας, περιέτρεχε νικηφόρος την Στερεάν και την Πελοπόννησον, το δε Γαλλικόν έθνος ανέτρεπεν εκ θεμελίων το σαθρόν οικοδόμημα του μεσαιωνικού απολυτισμού και διεκήρυττε τ' αθάνατα και απαράγραπτα δικαιώματα του ανθρώπου.

ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗΣ.

Εκ Βουνιχώρας της Παρνασσίδος, ψυχοπατέρας του Ανδρούτζου, αγαπών αυτόν ως ίδιον τέκνον, πρώτος τον καθωδήγησεν εις το πολεμικόν στάδιον. Διατηρηθείς ακμαίος μέχρις εσχάτου γήρατος και ουδέποτε απαυδήσας μαχόμενος, έπεσεν ο γενναίος πλησίον της Ναυπάκτου, ότε ξιφήρης ώρμησεν εις μέσον των πολεμίων ίνα συμπλακή προς τον διοικητήν αυτής Μουχτάρ πασάν. Εν τη ορμητική ταύτη εφόδω μόλις επρόφθασε να τον ακολουθήση ο Ιωάννης Ξυλικιώτης, όστις και εφονεύθη παρά τω πολιώ αρματωλώ. Μάχη πεισματώδης συνήφθη μετά ταύτα προς κατάκτησιν της κεφαλής του Βλαχοθανάση. Υπερισχύσαντες δε οι Αλβανοί ήρπασαν αυτήν και αφού εν θριάμβω την περιέφερον ένθεν κακείθεν, την επώλησαν επί αδρά αμοιβή προς τον βέην των Σαλόνων, όστις και διέταξε να στηθή επί τινος κοπρώνος.

Ο Ανδρούτζος θρηνών τον θάνατον του Βλαχοθανάση είπε:

        Πέντε παιδιά μου σκότωσαν και το Βλαχοθανάση,
        Πέντε πλευρά μου τζάκισαν και τη δεξιά μου πλάτη.

ΛΙΑΚΟΣ ΚΟΥΤΑΒΑΣ.

Αρματωλός του Ολύμπου περί ου και το υπ' αριθμόν LXXXIX εν τη Πασσοβίω συλλογή δημοτικόν άσμα όπου διαλάμπουσιν οι τρεις επόμενοι στίχοι.

        Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το Βηζύρη.
        Όσο είν' ο Λιάκος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει·
        Πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βηζύρη το τουφέκι.

ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ.

Ιωάννης Κοντογιάννης εκ Χαλικιοπούλων του Βάλτου, αρματωλός Υπάτης. Παρευρέθη και διέπρεψε κατά την εν Κερασόβω μάχην. Επειδή δε ο Κουρτ πασάς βαρέως φέρων την ήτταν διέταξε τον Μούρτο Χούσον, ίνα διά νέων δυνάμεων επιπέση κατά του Μπουκουβάλλα, ειδοποιηθέντες οι αρματωλοί συνεξεστράτευσαν πάντες, και ταύτην την φοράν αναθέσαντες την αρχηγίαν εις τον Κοντογιάννην επορεύθησαν προς συνάντησιν των πολεμίων. Ο Κοντογιάννης απ' αρχής απέφυγε την συμπλοκήν μέχρις ου, διά στρατηγημάτων εφελκύσας τους Αλβανούς εις Χόνια, σύμφυτον και αδιέξοδον χώρον εν Βάλτω, επέπεσε κατ' αυτών και τους κατέστρεψε. Παρίσταται ο αείμνηστος ούτος εν τω στιχουργήματι σκυθρωπάζων και εξαιτούμενος συγγνώμην παρά του Διάκου υπέρ του απογόνου αυτού Μήτζου. (όρα προλεγόμενα).

ΚΑΤΖΑΝΤΩΝΗΣ.

Ευχαρίστως επανέρχομαι εις το προσφιλές τούτο όνομα ου μόνον διότι απ' αρχής του ποιητικού μου σταδίου συνηντήθην μετ' αυτού, υπό την σκιάν του εν Ιωαννίνοις αιμοχαρούς πλατάνου, αλλά διότι στενώς διατελεί συνδεδεμένον μετά της φίλης μου Λευκάδος.

Αναδιφών την ιστορίαν των χρόνων εκείνων, καθ' ους, αφ' ενός μεν Αλής ο Τεπελενλής διενοήθη να καταστρέψη το τελευταίον του Ηπειρωτικού αρματωλισμού καταφύγιον, αφ' ετέρου δε οι διασημότεροι των ημετέρων πολεμιστών απεφάσισαν αντί οιαςδήποτε θυσίας να το διασώσωσι και διεξερχόμενος τα έγγραφα τα επιμαρτυρούντα τας θυσίας ας υπέστη ο λαός της πατρίδος μου, τους κινδύνους ους διέτρεξε, τας κακουχίας, την ακαταμάχητον καρτερίαν, αγάλλομαι ενδομύχως βλέπων ανά πάσαν στιγμήν τον μεν Κατζαντώνην επισκιάζοντα την ακρόπολιν ταύτην του Ελληνισμού διά της κεραυνοβόλου σπάθης του, τον δε Ιωάννην Καποδίστριαν δι' ακαταλογίστων προσπαθειών παρηγορούντα τους θλιβομένους και αεννάως μεριμνώντα υπέρ της αγωνιώσης Λευκάδος.

Μεθ' όσα εδημοσίευσεν ο Κύριος Επαμινώνδας Φραγγίστας υιός ενός των γενναιοτέρων του Κατζαντώνη συναγωνιστών, μεθ' όσα κ' εγώ εσημείωσα εν τοις Μνημοσύνοις, περιττή απέβαινε, πάσα περαιτέρω έρευνα αν δεν ησθανόμην βαρείαν του συνειδότος τύψιν παρασιωπών τας σπουδαίας υπηρεσίας ας παρέσχε τότε τη πατρίδι, ο φιλόπατρις ημών κλήρος έχων επί κεφαλής τον δημοτικώτατον αυτού ιεράρχην, τον διά του ιδίου παραδείγματος αδιαλείπτως διεγείροντα εις τας ψυχάς απάντων την εθνικήν φιλοτιμίαν, τον απ' αρχής μέχρι τέλους της μακράς εκείνης πολιορκίας γενναίως προκινδυνεύσαντα, τον μη φεισθέντα ούτε αγώνων ούτε μόχθων προς ματαίωσιν των εθνοκτόνων βουλών του τρομερού Βεζύρου.

Ο Μητροπολίτης Λευκάδος Παρθένιος Κονιδάρης έσχε τότε την τιμήν να υποδεχθή τον Αρτης Ιγνάτιον, ηυτύχησε δε τας ευλογίας αυτού να επιδαψιλεύση και επί της αρειμανίου κεφαλής του Κατζαντώνη, δραμόντος προς ενίσχυσιν των διακινδυνευόντων αδελφών του. Ακμαία διατηρείται εισέτι εν τη μνήμη των γερόντων η ιστορία των ημερών εκείνων, διασώζεται δε ζωηροτάτη και η εθνική και απαράμιλλος διαγωγή του Παρθενίου. Μετά την αποσόβησιν του κινδύνου ο Κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, ο έκτακτος απεσταλμένος της Ιονίου Κυβερνήσεως, θέλων να επισημοποιήση τα διατρέξαντα απηύθυνε προς τον ιεράρχην ευχαριστήριον επιστολήν, ην ασμένως δημοσιεύω, καθόσον εξ αυτής προκύπτουσι γεγονότα τότε μεν επαξίως εκτιμηθέντα, σήμερον δε εις ουδέν λογιζόμενα επί μεγάλη βλάβη των συμφερόντων του Ελληνισμού.

Επίσης δημοσιεύω επίσημον δίπλωμα, δι' ου ο Κόμης Γεώργιος Μοτζενίγος εκφράζει προς τον Λευκάδος μητροπολίτην την ευγνωμοσύνην της Κυβερνήσεως, και επιστολήν του Παρθενίου προς τον Ιγνάτιον, εν η μετά χριστιανικής μετριοφροσύνης και σεμνότητος αποδίδεται πάσα της επιτυχίας η τιμή εις τας ενδελεχείς προσπαθείας του διασήμου εκείνου πρόσφυγος.

Ο ΕΚΤΑΚΤΟΣ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ

Προς τον Πανιερώτατον Μητροπολίτην Λευκάδος.

Τη 23 Αυγούστου 1807.

Εκπληρώσας την εντολήν μου, μεταβαίνω εις Κέρκυραν. Αλλά κοινοποιών υμίν, Πανιερώτατε, την αγγελίαν ταύτην δεν δύναμαι να μη εκδηλώσω συγχρόνως την αΐδιον ευγνωμοσύνην μου προς υμάς, εν δυσχερεστάταις περιστάσεσιν ευαρεστηθέντας ίνα μοι παράσχητε συνδρομήν διά της μεγάλης επιρροής, ην εξασκείτε επί της ψυχής του λαού τούτου ανέκαθεν εκτιμήσαντος τας αρετάς, δι' ων περικοσμείσθε, και δικαίως ανυψώσαντος υμάς εις την υψηλήν έδραν, ην κατέχετε.

Γλυκυτάτην θέλω φέρει μετ' εμού την ανάμνησιν της εποχής, καθ' ην, πιστώς υπηρετούντες τη πατρίδι, ετιμήσατε τα πολεμικά έργα τα κατασκευαζόμενα υπό την βολήν των εχθρικών τηλεβόλων, παριστάμενοι εντός των τάφρων δι' ων περιεζώσθη η πόλις. Ούτε θέλω λησμονήση τας ημέρας καθ' ας περιτρέχοντες τα όρη της Νήσου ενεπνέετε εις τας καρδίας των ανδρείων αυτής τέκνων τον ιερόν υπέρ Πατρίδος και πίστεως έρωτα. Διά της ισχύος του λόγου και του υμετέρου παραδείγματος ο λαός ούτος υπέστη αγογγύστως μόχθους και ακαταπαύστους αδροτάτας δαπάνας (fatiche e incessanti dispendii gravosissimi) αυτοί δ' εκείνοι, οίτινες αυτοπροαιρέτως ανεδέχοντο το βάρος των πολεμικών έργων, προέταξαν εν ώρα κινδύνου και τα στήθη επί των εξωτερικών οχυρωμάτων, και ο βάρβαρος και αυθάδης εχθρός όστις μας ηπείλει ωχρίασεν ενώπιόν των, (ed all'uopo quei stessi che sostennero il peso dei travagli, si presentarono nelle esteriori trinciere a far impallidire il prepotente ed il barbaro nemico che ei minacciava).

Τηλικαύται υπηρεσίαι μεγάλως τιμώσαι την υμετέραν Πανιερότητα και την πατρίδα, ήτις ευτύχησε να έχη υμάς, αναντιρρήτως συνέτειναν προς ευόδωσιν και αισίαν εκπεραίωσιν της εντολής ην ανεδέχθην ως έκτακτος απεσταλμένος της εκλαμπροτάτης Γερουσίας εν ταύτη τη Νήσω.

Διό παρακαλώ υμάς ίνα αποδεχθήτε τας εν τω επισήμω τούτω εγγράφω κατατεθείσας θερμάς ευχαριστίας μου, μοι επιτρέψητε δε συγχρόνως ίνα μετά της αυτής ειλικρινείας υποβάλω τη εκλαμπροτάτη Γερουσία τας πατριωτικάς υμών προσπαθείας και μαρτυρήσω υπέρ της ευγνωμοσύνης και των εγκωμίων άτινα οφείλονται προς την υμετέραν Πανιερότητα.

Εύχομαι ίνα η χειρ του Υψίστου, η προστατεύσασα αείποτε, την νήσον ταύτην, ευλογήση αυτήν και πάλιν, απομακρύνουσα πάντα κίνδυνον εκ των μεθορίων προερχόμενον, προάξη δε την ευημερίαν αυτής εις αμοιβήν των δυστυχημάτων όσα υπέμεινε (a cui ha diritto di aspirare dopo le sventure sofferte).

Η ευχή αύτη ην εγώ απευθύνω προς τον παντοδύναμον, εμπνεόμενος υπό της ζωηροτέρας αγάπης προς τον λαόν της Λευκάδος και γνωρίζων, κακή τύχη, την οικτράν κατάστασιν εις ην περιήλθεν η Νήσος, εξέρχεται εκ των μυχών της καρδίας μου.

Υμίν δε απόκειται, Πανιερώτατε, διά των προς τον Θεόν δεήσεων, να εμπνεύσητε τω λαώ τούτω καρτερίαν, μετριοπάθειαν, σύνεσιν, παραμυθούντες και ενθαρρύνοντες αυτόν διά του υμετέρου βλέμματος.

Δέξασθε την διαβεβαίωσιν της βαθυτάτης υπολήψεώς μου.

Κόμης ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ ΔΙΠΛΩΜΑ. Κόμητος Γεωργίου Μοτζενίγου. Επειδή προκύπτει ημίν εξ επισήμων διαβεβαιώσεων, η ενδελεχής συνδρομή του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λευκάδος Παρθενίου υπέρ της αισίας διεξαγωγής της επιχειρήσεως, ην από κοινού ανεδέχθησαν ότε Ρωσσικός στρατός και η Ιονική Κυβέρνησις προς σωτηρίαν και ασφάλειαν της Λευκάδος κατά την διάρκειαν του πολέμου, παρέχομεν αυτώ την παρούσαν εις ένδειξιν της υμετέρας ευγνωμοσύνης και της πλήρους ευαρεσκείας της Σεπτής Αυτοκρατορικής ημών αυλής.

Πεποίθαμεν ότι η πατρίς του αγαθωτάτου ποιμενάρχου εκτιμώσα τας αρετάς και τας υπηρεσίας δι' ων κατέκτησε την συμπάθειαν των Ρωσσικών όπλων και της Ιονίου Κυβερνήσεως, θέλει και εν τω μέλλοντι αποδίδει αυτώ αγάπην αμετάτρεπτον προς αμοιβήν του ιερού χαρακτήρος, των αρετών δι' ων περικοσμείται, και των εξόχων υπηρεσιών ας προσήνεγκε. (17)

Κερκύρα τη 15 Αυγούστου 1807.
        Κόμης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΤΖΕΝΙΓΟΣ.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟΝ.

Πανιερώτατε και θεοπρόβλητε Δέσποτα.

Είναι γνωστόν και ομολογούμενον από όλους σχεδόν και τους εγκρίτους της πόλεως και τους κατοίκους ταύτης της Νήσου, πόσος ήτον ο κίνδυνος του τόπου τούτου και ο μέγας φόβος, οπού δι' αυτόν περιείχε δικαίως τας ψυχάς όλων των εντοπίων, και πόσον εξ εναντίας ενεψύχωσεν όλους η παρουσία της υμετέρας Πανιερότητος.

Οι ελλόγιμοι και πατρικοί αυτής λόγοι, τα γενναία και ηρωικά κατορθώματα του εκλάμπρου υποκειμένου της, οπού διά φυσικήν αυτής καλοκαγαθίαν και ζήλον ένθερμον πατριωτισμού κατά συνέχειαν και πόνοις και ιδρώσιν εις όλους εδείκνυε, δεν εδυνήθησαν παρά να αποδιώξωσι κάθε κίνδυνον και να δώσωσι ψυχήν και εις τους πλέον αψύχους.

Όθεν όλοι κοινώς δι' εμού του ελαχίστου αυτών ποιμένος απονέμουσιν εις την ιεράν και ευεργετικήν αυτής ψυχήν τας διά λόγου οφειλομένας χάριτας, ομολογούντες απανταχού το μέγεθος των προτερημάτων της.

Δέξαι λοιπόν, πανιερώτατε Δέσποτα, εις απόδειξιν της ευχαρίστου προς αυτήν ημών διαθέσεως την παρούσαν ομολογίαν, οπού δι εμού γίνεται, δεομένου του παντοδυνάμου Θεού υπέρ της υγείας και παντός άλλου αγαθού της υμετέρας Πανιερότητος.

Ο Μητροπολίτης Λευκάδος και αγίας Μαύρας.

ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ.

ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ.

Νέος έτι εισήλθεν ως μοναχός εν τη μονή του προφήτου Ηλιού. Η σπανία αυτού καλλονή τον υπεχρέωσε ν' αποδυθή εις το πολεμικόν στάδιον, όπως διαφύγη τας αισχράς των οθωμανών καταδιώξεις. Προς ανάμνησιν δε του καλογηρικού του βίου προσηγορεύθη Καλόγερος, ενώ της οικογενείας αυτού το επώνυμον ήτο Ρουμάνης. Υπηρέτησεν υπό τον Ανδρούτζον. Συλληφθείς δε διά προδοσίας εφονεύθη εις Σάλονα.

ΚΑΤΖΙΚΟΓΙΑΝΝΑΙΟΙ.

Την δραματικοτάτην ιστορίαν της οικογενείας ταύτης ευχαρίστως αναφέρω εν ταις σημειώσεις μου, ου μόνον διότι αδίκως μέχρι τούδε παρεσιωπήθησαν αι σπουδαίαι υπηρεσίαι, ας προσήνεγκε τη πατρίδι, αλλά και διότι εκ των πολλών επιστολών, αίτινες διασώζονται εν τω χαρτοφυλακείω της Λευκάδος, προκύπτει η ακατανόητος επιμονή, αφ' ενός μεν του Αλή πασά προς εξόντωσιν αυτής, αφ' ετέρου δε των εγχωρίων αρχών της πατρίδος μου, όπως την διαφυλάξωσιν.

Κατά το έτος 1802 και 1803 οι αδελφοί Χρήστος και Απόστολος Κατζικογιάνναι κατείχον το καπιτανάτον της Ακαρνανίας. Αμφότεροι ούτοι, εξαιρέτως δε ο Χρήστος, κηρυχθέντες κατά του σατράπου των Ιωαννίνων, επί πολλά έτη εβασάνισαν αυτόν επιπίπτοντες κατά των αλβανών Δερβεναγάδων, οίτινες ανηλεώς τους κατεδίωκον.

Νοήσας ο Αλής ότι αδύνατον ήτο να τους εξολοθρεύση διά του πολέμου, απεφάσισε να προστρέξη εις την στυγερωτέραν των προδοσιών. Προσεκάλεσε τον Βεκήρ Τσουγαδούρον, αδελφοποιητόν του Χρήστου και του Αποστόλου, και ενετείλατο αυτώ την δολοφονίαν, αφού διεφήμισεν ότι λησμονών τα παρελθόντα, έπεμπε τον διαβόητον τούτον αλβανόν, όπως διαβιβάση προς τους παλαιούς φίλους του την διαβεβαίωσιν της πατρικής στοργής του.

Ο Βεκήρ παραλαβών εκλεκτήν συνοδείαν μετέβη εις Ακαρνανίαν και μαθών ότι οι Κατζικογιάνναι διέμενον κατά τας ημέρας εκείνας εις Πλαγιάν, έδραμεν αυθωρεί, παραγγείλας προς τους παρακολουθούντας αυτόν να πυροβολήσωσι κατ' εκείνων, ους ήθελεν ασπασθή.

Αφού οι δύο αδελφοί έμαθον την άφιξιν του αρχαίου φίλου εξήλθον εις προϋπάντησιν αυτού. Τον υπεδέχθησαν δε περιπαθώς και φιλοφρόνως υπό την σκιάν της πλατάνου παρά τη πηγή της Πλαγιάς· εκεί ο Ισκαριώτης εναγκαλισθείς αυτούς, υπέδειξε τα θύματα, και οι αλβανοί πυροβολήσαντες εκ των νώτων εφόνευσαν αμφοτέρους.

Μετ' ου πολύ έφθασεν επιστολή εκ Πρεβέζης, δι' ης ο Κάσκαρης, στενός αυτών συγγενής, έγραφε προς τους δολοφονηθέντας την εις Ακαρνανίαν μετάβασιν του Τσουγαδούρου, και αινιγματωδώς εσυμβούλευεν εν τη συναντήσει αυτών μετά του αλβανού δερβέναγα, να προσέχουν ώστε, «όπου είναι ο Χριστός να μην ήναι και ο Απόστολος,» υποδεικνύων ούτω πως την τεκταινομένην προδοσίαν και προειδοποιών περί αυτής τον Χρήστον και τον Απόστολον. Αλλ' ότε η αγγελία έφθασεν, ο φόνος είχεν εκτελεσθή και ο Βεκήρ επανήρχετο τροπαιοφόρος άγων μετ' αυτού και τας πενθηφορούσας οικογενείας των προδοθέντων φίλων του. Κατά την οδοιπορίαν ταύτην η σύζυγος του Αποστόλου, επί επιμόνω αυτής αιτήσει, έλαβε τας δύο κεφαλάς ταριχευμένας ήδη, και εγκολπωθείσα αυτάς τας μετέφερε μεχρις Ιωαννίνων.

Ο Αλής προσεποιήθη βαθυτάτην λύπην επί τη αυθαιρέτω, ως έλεγε, διαγωγή του Τσουγαδούρου, αλλά μη δυνάμενος να επανορθώση το κακόν ηθέλησε διά πολλών περιποιήσεων να δείξη προς τας οικογενείας των φονευθέντων την εύνοιαν και την αγάπην του, και διέταξεν ίνα αρμόδιον κατάλυμα χορηγηθή αυταίς εν τοις ιδίοις σεραγίοις.

0 Χρήστος αφήκεν υιούς τον Μήνιον φονευθέντα κατά τον ιερόν αγώνα εις τον Ανηφορίτην πλησίον των Θηβών, τον Σπύρον φονευθέντα επίσης κατά τα 1821 εις Καγκέλια, τον Στάθην προαχθέντα συνταγματάρχην και αποθανόντα κατά το 1836 και μίαν θυγατέρα την Μπήλιω.

Ενώ η οικογένεια διέμενεν εν Ιωαννίνοις ηράσθη αυτής ο Βεζύρης και επειράθη να την εισαγάγη εντός του Χαρεμίου του, αλλ' ο αδελφός αυτής Μήνιος μη ανεχόμενος την ατιμίαν, ιδίαις χερσί την εφόνευσε.

Ο δε Απόστολος αφήκε τον Κωστούλαν φονευθέντα εις Βλαχίαν υπό την σημαίαν του Υψηλάντου, τον Αποστόλην πεσόντα εν τη ακροπόλει των Αθηνών, και τον Πρέβαν αποθανόντα εις Πάτρας επί Κυβερνήτου.

Ο Συνταγματάρχης Ευστάθιος Κατζικογιάννης αριθμείται μεταξύ των γενναίων εκείνων, οίτινες υπό την αρχηγίαν του Οδυσσέως εκλείσθησαν εις το χάνι της Γραβιάς, και διά της περιφανεστέρας ανδραγαθίας αντεστάθμισαν την ήτταν των Θερμοπυλών.

ΓΡΙΒΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ.

Κατά τινα νεωτέραν ανακάλυψιν περί ης εν εκτάσει πραγματεύεται ο Κύριος Σάθας εν τω κατά την στιγμήν ταύτην εκδιδομένω πονήματι αυτού, «Ανδραγαθήματα Μπούα,» η αρειμανής των Γριβών οικογένεια αριθμείται μεταξύ των πολλών παραφυάδων, οίτινες ανεβλάστησαν εκ του περιφανούς των Μπουκίων γένους όθεν ανεφύησαν και οι Σπάται, και οι Σγούροι και άλλοι κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ηγεμόνες της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Ακαρνανίας.

Ο Θεόδωρος Μπούας Γρίβας κατά την πρώτην εν Πελοπονήσω οθωμανικήν εισβολήν επολέμησεν ως οπλαρχηγός μετά του συγγενούς αυτού Κορκονδείλου Κλαδά κατά Βενετών και Τούρκων. Ύστερον η οικογένεια εγκατέστη εν Αλβανία και μέλη τινα εξ αυτής μετώκησαν εκείθεν εις την Επτάνησον και την Ακαρνανίαν.

Σίμος Γρίβας Μπούας αρματωλός της Ακαρνανίας περί τα τέλη του
ΙΖ'. αιώνος κατέφυγεν εις Λευκάδα και τον μοναχικόν ασπασάμενος
βίον ετελεύτησεν εκεί κατά το 1622 και ετάφη εν τη μονή του αγίου
Ιωάννου του Προδρόμου.

Ο συγγενής αυτού Θεόδωρος ανέκτησε διά του ξίφους το αρματωλίκιον του Σίμου και απέθανε κατά το 1653 δολοφονηθείς κατά την θέσιν ήτις σήμερον εισέτι καλείται «του Μπούα ταυλάκι.»

Δράξας την ευκαιρίαν ταύτην ο εκ Βάλτου Τζεκούρας εισήλασεν εις Ακαρνανίαν και ήρπασε περί το 1680 το κληρονομικόν των Γριβαίων αξίωμα. Ολίγον ύστερον ο Απόστολος Γρίβας, όστις διέμενεν εις Τόσκεσι του Σουλίου, επέπεσε μετά 100 οπαδών κατά του Τζεκούρα και ανακτήσας το αρματωλίκιον κατώκησεν εν Περατιά της Ακαρνανίας παρά τους πρόποδας του όρους Λάμιας. Τούτον διεδέχθη ο υιός του Χρήστος, τον δε Χρήστον ο ομώνυμος τω πάππω Απόστολος και τον Απόστολον ο εν τη οπτασία του Διάκου εμφανιζόμενος Χρήστος όστις και συνήψε γάμον μετά νεάνιδος εκ του οίκου των Κατζικογιανναίων.

Κατά την επανάστασιν του 1769 ανέλαβεν ούτος την αρχηγίαν πάντων των εν τη δυτική Ελλάδι αρματωλών και εξεστράτευσε κατά του Βραχωρίου, αλλ' αποτυχών υπεχώρησεν εις άγιον Ηλίαν του Αγγελοκάστρου ένθα και υπέμεινε τους επελθόντας πολυαρίθμους εχθρούς προς ους και συνεπλάκη. Εν τω διαβοήτω τούτω αγώνι έπεσεν ο γενναίος και το απαίσιον εκείνο πεδίον της μάχης, βαπτισθέν διά του αίματός του, προσηγορεύθη έκτοτε «τα κόκκαλα του Γρίβα.»

Αλλ' ό,τι πλήττει την φαντασίαν εμού γινώσκοντος ακριβώς πάσας τας αιματηράς θυσίας ας οι Γρίβαι προσήνεγκον τη πατρίδι από διακοσίων και επέκεινα ετών, είναι η περίεργος σύμπτωσις καθ' ην εκ μακρών διαλειμμάτων παρίσταται ο προφήτης Ηλίας, ώς περ επιθεώμενος τους διαπρεπεστέρους άθλους της φιλοπολέμου ταύτης οικογενείας.

Εν αγίω Ηλία του Αγγελοκάστρου έπεσε μαχόμενος ο Χρήστος Γρίβας.

Εν αγίω Ηλία της Ακαρνανίας ήρατο περιφανεστάτην νίκην ο περιώνυμος αυτού απόγονος στρατάρχης Θεόδωρος, ότε ανακρούσας τα κύματα της πρώτης Αλβανικής εισβολής, κατώρθωσε να σώση τα απανθρώπως εκ Καλάμου εξελασθέντα γυναικόπαιδα.

Εν αγίω Ηλία της Αργολίδος ο υιός του Στρατάρχου Δημήτριος αντετάχθη προς τον βασιλικόν στρατόν και έσωσε προκινδυνεύων την στρατιωτικήν τιμήν της Ναυπλιακής επαναστάσεως, αναδειχθείς άξιος απόγονος του περιλαλήτου Χρήστου και υιός εφάμιλλος του πατρός αυτού Θεοδώρου.

Επειδή δε τα περί της οικογενείας ταύτης απαιτούσι λίαν διεξοδικήν αφήγησιν υπερβαίνουσαν τα στενά όρια βραχείας, σημειώσεως, αναγκάζομαι και άκων να περιστείλω τον λόγον εις μόνα τα προς τον εν τω κειμένω μνημονευόμενον Χρήστον αναφερόμενα.

ΣΑΜΟΥΗΛ.

Ο γνωστός πολέμαρχος, ο θεόπνευστος προφήτης, ο εν τη εκκλησία της αγίας Παρασκευής πυρίκαυστος γινόμενος, ο διά της θυσίας αυτού απαθανατίσας το Κούγγι, έρχεται τελευταίος εν τη οπτασία του Διάκου συνοδευόμενος υπό των πέντε συνεταίρων αυτού, και της χορείας των νηπίων, άτινα καθηγίασαν διά του αθώου αίματός των τον βράχον του Ζαλόγγου, ότε αι μητέρες αυτών προς αποφυγήν της επικειμένης καταισχύνης πρώτον μεν εξεσφενδόνισαν αυτά κατά του κρημνού, ύστερον δε τα παρηκολούθησαν πίπτουσαι μία μετά την άλλης εις τα βάθη του αχανούς βαράθρου. (όρα Μνημόσυνα).

Λαθύρια, βρακανίδαις. σ. 147.

Λαθύρια όσπριον εκ των ευτελεστέρων. Βρακανίδα, αγριολάχανον περιφρονούμενον ως και η βρούβα.

Κρεμούν τον Πατριάρχη, σ. 148.

Παρηκολούθησα πιστώς τας ακριβεστέρας πληροφορίας περιγράφων το μαρτύριον του αειμνήστου εθνομάρτυρος Γρηγορίου.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ

ΟΜΕΡ ΒΡΙΟΝΗΣ.

«Όπου αγαπά — Συχναπαντά.»

        Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι
        Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους,
        Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη
        Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα
        'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά. Καμμιά φορά 'ς το νου του
        Το διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε,
        Τάκουε που χλημήτιζε… 'ς το φυσσομανητό του
        Ταντιβοούσανε ταυτιά, του ξάναφταν τα μάτια,
        Κ' ύστερα πάλ' επλάκωνε με τη χαρά της νίκης
        Κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφινε να φωτίζουν
        Το μέτωπό του το τραχύ παράδοξαις ελπίδαις.
        Αντραγαθήματα παληά, χρυσοπλασμένα γνέφη,
        Μ' ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη.
        Τα περασμένα χρόνια του, τώνα σιμ' από τάλλο,
        Μισοσβυσμένα, σκοτεινά, χωρίς να τα φωτίζη
        Της νειότης το ξημέρωμα, τη μνήμη του χτυπούνε
        Με το νεκρό τους τον αφρό. — Θυμήθηκε την ώρα
        Που θρονιασμένος βασιλειάς 'ς του αλόγου του τη ράχη,
        Μ' ένα με δυο πηδήματα, βορειάς, ανεμοζάλη,
        Πετάχτηκε 'ς την Αραπιά. — Τα σωθικά του τότε
        Δεν τα φαρμάκευαν κρυφοί και φλογισμένοι πόθοι,
        Ούτε του κόσμου ψεύτικαις αναλαμπαίς και δόξαις.
        Τάρεσε νάχη μοναχά πρωτοπαλλήκαρά του
        Μες 'ς την πλατειά την ερημιά, τα δυο του φτερνιστήρια,
        Το δαμασκί του το σπαθί, κ' εκεί να παρατρέχη
        Με του Σιμούν το φύσημα ποιος να πρωτοπεράση.
        Ύστερα τον εμάγεψε τ' Αλήπασα ταστέρι
        'Σ το νου του εσπιθοβόλησαν τιμαίς και μεγαλεία,
        Κ' επήρε τον ανήφορο… Αναίβαινε τρεχάτος…
        Εμπρός του ο βράχος του Σουλιού, θεόχτιστος, δεν σκύφτει
        Να τον αφήση να διαβή. Γλιστρά… γυρίζει πίσω,
        Με λίγο χιόνι 'ς τα μαλλιά, με καταχνιά 'ς την όψη.
        Περνούν η μέραις σα νερό … Ανέλπιστο λιοβόρι
        Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει.
        Πόλεμος πάντα πόλεμος… 'Σ τάρματα μέρα νύχτα …
        Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα… για ποιόνε τώρα;… ·
        Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.
        Και φιλενάδα του πιστή εχτές 'ς τη Χαλκομμάτα
        Τώστρωσε δάφναις να διαβή… Αν έσφιγγε τα φρύδια
        'Σ το θέλημά του η Αρβανιτιά με τρόμο επροσκυνούσε
        Κρατεί 'ς τα χέρια του σφιχτά δεμένο το λειοντάρι.
        Που τούχε φράξη τα Θερμιά… Γιατί, γιατί θα νάναι
        Πάντοτε ίσκιος κι' όχι φως;…. Μ' αυτούς που πολεμούσε
        Γνωρίζει ότι τον έδεναν, παληαίς αδερφοσύναις.
        Πως μια φορά κ' έναν καιρό, μια μόν' ήταν η ρίζα
        Και χίλια τ' αντιρίμματα… 'Στα στήθια του αναβράζουν
        Σα 'ς το κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση,
        Αμέτρητα φαντάσματα, και πότε ο λογισμός του,
        Ανήμερο αγριοπούλαρο, πετιέται, λειβαδεύει
        Και βόσκει μες 'ς τα ονείρατα, πότε του παραστένει
        Την άβυσσο, που ερούφηξε το βράχο πούχε χτίση
        Με στοιχειωμένα ριζιμιά 'ς τα Γιάννινα ο Βηζύρης,
        Και τότ' ενύχτονε η χαρά με μιας 'ς το μέτωπό του
        Επίκραιναν τα χείλη του, κι' ανατριχύλαις κρύαις
        Του ράγιζαν τα κόκκαλα και τώκοβαν το αίμα.

        Τεντόνει το παράθυρο. Βλέπει πασπρογαλιάζει
        Το χάραμμα 'ς τον ουρανό, και τάστρα λίγο λίγο
        Να κρύβωνται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουν
        Βαθειά 'ς τα φυλλοκάρδια του και σβυόνται της ψυχής του
        Τα κούφια ταστραπόβροντα… Ξανοίγει το ρουπάκι…
        Χτυπά τα χέρια τρεις φοραίς: «Οσμάν!..Οσμάν!..το Διάκο!»

         — Λεβέντη, η περηφάνεια σου, το φτερωτό σου μάτι
        Σε λεν παιδί της Ρούμελης… Σ' είσ' ο Θανάσης Διάκος;

         — Όλος… Με ξέρει η Αρβανιτιά, κ' η πέτραις με
                                              [γνωρίζουν.

— Και πώς επιάστης ζωντανός;

                           — Δέκα χιλιάδαις κ' ένας.
        Ο Χάρος μ' απαρνήθηκε και το στερνό μου βόλι,
        Όπου το φύλαγα για με, σας τώδωκα κ' εκείνο.

— Αν έπεφτα 'ς τα χέρια σου τ' ήθες με κάμει, Διάκε;

— Θα σου φορούσα τάρματα να ματωθούμε πάλε.

         — Μην αγριεύεσαι μ' εμέ. Πριν σ' εύρω 'ς τη Δαμάστα,
        Σ' απάντησα 'ς τα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη
        Δεν ελημέριασες και συ;

                                         — Ομέρπασα Βριόνη,
        Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του.

         — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι
        Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει.

         — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.
        Τη γη που τον ανάθρεψε με τα βλαστάρια ζώνει,
        Κι' όπου απαντήση ριζιμιό κι' όπου εύρη χαραμάδα
        Γενειάζει εκεί βαθειά, βαθειά, κ' υφαίνει τον πλοκό του
        Αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κι' αιώνια φράχτη,
        Για κείνους που συνείθισαν… να παρασυνορίζουν.

         — Θανάση, θα λησμόνησες!… Εχτές 'ς την Αλαμάνα
        Εγώ δεν άνοιξα πορειά;

                                    — Ομέρπασα, φυλάξου
        'Σ το γύρισμά σου μην ευρής ορθά τα κόκκαλά μου
        Και σ' εμποδίσουν να διαβής.

                                — Να μη γυρίζω πίσω
        Τώμαθα πάντ' από παιδί, και τα μαθηταρούδια
        Τ' Αλήπασα δεν σκιάζονται, Θανάση, βρυκολάκους.
        Συ το γνωρίζεις, πολεμώ, γιατί τροφή, χαρά μου,
        Ειν' ο καπνός του τουφεκιού. Με σας δεν έχω πάθος.
        Μαρέσει μέσα 'ς τη φωτιά να βλέπω το σπαθί μου
        Να φέγγη, να σπιθοβολή, να μη θολόνη εμπρός σας.
        Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους…
        Κι' όταν εγώ 'ς τα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου,
        Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα,
        Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετε 'ς τον ήλιο,
        Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε,
        Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει,
        Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια…
        Καλός καιρός οπούτανε!… Τώρα και σας κ' εμένα
        Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους
        Μας δέρν' η ανεμοριπή… Θέλεις να ζήσης, Διάκε;…

         — Ένας μωρίζει τη ζωή, ό,τ' είπε θα να γένη.
        Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;… Το χέρι το δεξί μου
        Τώχασα χτες μες 'ς τη φωτιά. Με τάλλο ωρφανεμένο
        Δε θα χορταίνω σκοτωμό.
                                  Με φτάνει το ζερβί σου.
        Αν είχες δυο δε σ' ήθελα… Ζύγωσε κι' άκουσέ με…
        Όταν μέσα 'ς τα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμος
        Με χιόνια, με τρισκότειδο, 'ς το σπήτι του Κροκίδα
        Κλεφτά σας εσυμάζονε, κι' άγρυπνοι κάθε βράδυ
        Εδιαλογίζεστε μαζύ πώς να την καταπιήτε
        Του Αλήπασα τη δύναμη, τα μάτια του Ταχήρη
        Πιστά σας παραμόνευαν κ' εφέγγαν 'ς το πλευρό σας
        Ακοίμητα σαν τα κεριά, που ανάφτετε την ώρα
        Οπού σας ώρκιζε ο πάπας 'ς το τετραβάγγελό σας.
        Μια μέρα μ' έκραξε ο Αλής… Τα φρύδια του μαχαίρια,
        Το στόμα τάφος ανοιχτός… Μου λέγει… «Ομέρ Βριόνη
        »Απόψε τα κεφάλια τους…» Και βγάνει ένα δεφτέρι
        Οπού είχε μες 'ς τον κόρφο του. Μου τώδωκε και φεύγει.
        Τανοίγω κ' ανατρίχιασα… Δεν έλειπε κανένας…
        Αστράψανε τα μάτια μου, η γλώσσα μου φαρμάκι…
        Εγώ φονειάς;… Και μ' απιστιά;… Εγώ, Θανάσης
                                            [Βάγιας!…
        Διαβάζω ακόμα… τι να ιδώ;… Με τον Αλέξη Νούτζο,
        Οπού τον είχε σαν παιδί, βλέπω το Γεώργη Κίτζο…
        Έτρεξα 'ς τη Βασιλική… Πέφτει 'ς τα γόνατά του
        Και το λειοντάρι ημέρεψε… Πες μου, Θανάση Διάκε,
        Ξέρεις γιατί σας έσωσα;…

— Δε θέλω να το μάθω.

         — Θυμήθηκα τον πάππο μου, που 'ς τα γεράματά του
        Μώδινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω…
        Ότ' είμαι… βασιλόπουλο..

— Μας τούπε και ο Κυρ Μάνθος.

— Κι' ότι η γενειά μου μια φορά της Μουζακιάς το [θρόνο…

— Χριστιανή κι ορθόδοξη κληρονομιά τον είχε…

         — Θανάση, δε σ' ερώτησα. Μη μ' αντικόβης, πάψε…
        Εκάθηκε ο Αλήπασας και με το χαλασμό του
        Ο σπόρος, που εκοιμότουνε κρυφά μες 'ς την καρδιά μου,
        Ανάδωκε κ' εγέννησε ταγκαθερό λουλούδι,
        Που μέρα νύχτα με κεντά… Είδες το γυιο τ' Ανδρούτζου;

— Θα τον ευρής 'ς το δρόμο σου.

                               — Θανάση, θα γνωρίζης
        Ότ' είμεθα σαν αδερφοί. Το μυστικό που σούπα
        Μας δένει τώρ' από καιρό… Σπαθί, φωτιά, τουφέκι,
        'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε.
        Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρη 'ς άκρη
        Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα.

         — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου,
        Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη
        Σκοτώνεις τους συντρόφους σου…

                             — Διάκε, νερό κι αλάτι…
        Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη
        Τον έχομε 'ς τα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται…
        Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια…
        Στοχάσου… η ώραις φεύγουνε… και πες μου, ναι ή όχι;

         — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη,
        Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείς 'ς το χέρι..
        Πριν απαντήσω… το φιλείς;

— Και τι σημάδια φέρνει;

         — Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου.
        Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα
        Κ' επανωθέ του το Σταυρό…

— Θανάση… ναι ή όχι;

         — Όχι… δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα
        Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου
        Δε δίνω μια σταλαματιά.

                 — Το κρίμα στο λαιμό σου…
        Οσμάν!… πώς ήρθες;… τι θα πης;

                                — Ομέρπασα, ο Βεζήρης,
        Ακούστηκ' έξω αναβρασμός, φωναίς ξαγριωμέναις
        Κι αλόγωνε ποδοβολή… Δειλιάζει, ανατριχιάζει
        Ο λύκος της Αρβανιτιάς… τρέμ' η φωνή του… αχνίζει.

— Θανάση, το κεφάλι μου…

                              — Μη σκιάζεσαι. Μαζί μου
        Το μυστικό σου θα ταφή …τώχω βαθειά κρυμμένο.
        Και συ τι θέλεις από με;… 'Σ τον κόσμο κάτι ορίζω.

— Δος μου, το δαχτυλίδι μου.

                     — 'Σ τα χέρια σου, Θανάση,
        Αλυσωμένα, θα φανή και θα με μαρτυρήση.

— Εδώ… 'ς το στόμα… γρήγορα… φέρε το…πίθωσέ το.

        Του τώδωκε ο Ομέρπασας. 'Σ τη φλογερή χαρά του
        Ταρπάζει εκείνος, το φιλεί, δεν το χορταίνει ο Διάκος.
        Ακόμα τανασπάζεται και κοινωνιά στερνή του
        Το καταπίνει λαίμαργα, λες κ' ήθελε να σώση
        'Σ το είδωλό του το γλυκό τα σπλάχνα του κιβούρι.

        Πλακόνει ωστόσο κι ο Κιοσές. Μαύρη, θολή πλημμύρα
        Το πάτημά του ακολουθεί, σαν νάταν ένα κύμα
        Πώσερνε φύκη 'ς το γιαλό. Τασπράδι του ματιού του
        Έσταζεν αίμα και χολή…

                                 — Ομέρπασα Βριόνη,
        Μα τώνας είναι του Θεού ο φοβερός προφήτης,
        Αν έλειπαν τα σίδερα 'ς αυτό ταγριοπούλι,
        Θα πίστευα πώς είσαι συ, κατάδικος και φταίστης…
        Τόσο σε βλέπω ανόρεχτον! .. Εχτές 'ς τη Χαλκομμάτα
        Δε σου πονούσεν η καρδιά να βλέπης τάλογό σου
        Κουφάρια να ποδοπατή, 'ς το αίμα να βαλτόνη
        Και τώρα σαν κ' εμούδιασες!

            — Βεζήρη, οι αρβανίταις,
        Εχθρούς δεμένους δε κτυπούν.

                                 — Και μάλιστα όταν λάχη
        Νάναι παληοί των σύντροφοι… Εμείς, ανατολίταις,
        Σύγνεφα διαβατάρικα, όταν περνούμ' εδώθε,
        Ομέρ Βριόνη, μάθε το, χαλάζι φορτωμένοι
        Κι' αστροπελέκια φλογερά, δεν έχομε 'ς το νου μας
        Παρά πώς να πλατύνωμε την ερημιά, το μνήμα.
        Ούτε το σπόρο μες 'ς τη γη, ούτε κλαρί 'ς το λόγγο,
        Ούτε παιδί μες 'ς την κοιλιά θ' αφήσωμε να ζήση.
        Ως τα θεμέλια ο χαλασμός. Για πεντακόσια χρόνια
        'Σ αυτά τα στειρολίθαρα, πώσο και αν έχουν χώμα
        Ταπόχτησανε τρώγοντας από τα κόκκαλά μας,
        Μάτι ποτέ δεν έκλεισεν ούτ' ένας Μουσουλμάνος
        Χωρίς να ιδή 'ς τον ύπνο του να λάμψη ένα τουφέκι
        Ή να σφυρίξη ένα σπαθί. Ήρθε 'ς το χτένι ο κόμπος,
        Θα ξεχωνιάσω αυτήν τη γη. Θα ιδώ 'ς τα σωθικά της
        Ποιος δαίμονας εφώλιασε. Και αλλοίμονον 'ς εκείνον
        Που μ' αντικόψη, Ομέρπασα, και που τον εύρω εμπρός μου…
        Τι λες εσύ, Χαλήλμπεη; Κι όσοι πιστοί, τι λέτε;

         — Βεζήρη, εχάθηκε η Τουρκιά. Πενήντα παληοκλέφταις
        Μας εζεμάτισαν. Αμάν! Θέρισε, σώριασέ τους
        'Σ ένα ρογό και κάψε τους. Πελέκα αυτούς τους λύκους·
        Ξεσπέρμεψέ τους απ' εδώ, κ' η στάχτη τους, Βεζήρη,
        Ας ριπιστή 'ς τον άνεμο να μη ματαφυτρώσουν.

         — Όχι, δε χάνετ' η Τουρκιά. Να κλαίτε το μερμήγκι
        Πώταν η μοίρα τ' οργιστή με ψεύτικα φτερούγια
        Βγαίνει 'ς τον κόσμο και πετά, ή 'ς το νερό θα πέση,
        (Δεν είν' αλήθεια, Ομέρπασα;) και θαυρεθή πνιμμένο,
        Ή θα ταρπάξη το πουλί… Πούναι το παλληκάρι
        Που χτες μ' ανδρειευότουνε;

— Εδώμαι, και σ' ακούω.

         — Ποιος είσ' εγώ δεν το ρωτώ. Για με τα ονόματά σας
        θα να σβυστούν όλα με μιας κ' είναι καιρός χαμένος
        Εμείς να τα μαθαίνωμε. Θέλεις να προσκυνήσης
        Και να δεχτής την πίστη μου;

— Κιοσέπασα δε θέλω.

— Θα να σε ψήσω ζωντανόν.

                             — Εμείς οι παληοκλέφταις
        Έχομε σάρκα κάκοψη.

— Χαλήλμπεη!.. δικός σου.

***

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

» Με χίλια μύρια βότανα. » σ. 219

Βότανα, χόρτα κατέχοντα ιαματικάς ιδιότητας, όθεν και το δημώδες.

Τα βότανα της γης γιατρεύουνε τα πάθη.

» Την άγρια την αψάδα. » σ. 219

Αψάδα, κυρίως επί δριμέων υγρών, μεταφορικώς δε σημαίνει θυμόν. Αψής θυμοειδής. Συνηθέστατον επί ίππων.

» Το διάνεμα γοργά γοργά. » σ. 219

Διάνεμα, σκιά φεύγουσα ταχέως, αστραπηδόν.

» Αναλαμπαίς και δόξαις. » σ. 220

Αναλαμπή η εκ μεγάλης πυρκαϊάς προκύπτουσα λάμψις, αλλά και αυτή η θερμότης της φλογός.

» Ανέλπιστο λιοβόρι. » σ. 221

Λιοβόρι βορειανατολικός άνεμος πνιγηρός και καυστικός.

» Και χίλια τ' αντιρίμματα. σ. 221

Αντιρίμματα οι περί την ρίζαν δένδρου τινος φυόμενοι βλαστοί.

Σα στο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση. σ. 221

Κυβέρτι το κύβεθρον, η κυψέλη. Γονός η νέα γενεά των μελισσών η κατά το έαρ απολείπουσα τον γενέθλιον οίκον και μεταναστεύουσα αλλαχόσε.

Όστις παρετήρησεν εκ του πλησίον τα πολύτιμα ταύτα έντομα δεν παρέλειψε βεβαίως να σημειώση τον απερίγραπτον βόμβον, όστις επικρατεί εντός της κυψέλης ολίγην ώραν πριν ή εξέλθη ο γονός. Ήθελεν είπη τις, ότι αι μητέρες και οι πατέρες θρηνούσι συνάμα και χαίρουσιν επί τη εξόδω των τέκνων.

Ο γονός εξερχομένος πρώτην φοράν εις το φως της ημέρας πλανάται προς ολίγον ένθεν κακείθεν και προσκολλάται μετά ταύτα επί τινος αποτόμου πέτρας, ή κάθηται επί κλαδίσκου τινός δένδρου. Αν δε αμελήση τις να τον παραλάβη και τοποθετήση εντός κυψέλης, απέρχεται προπορευομένης της Ανάσσης. Την αποχώρησιν ταύτην ως και την πρώτην έξοδον του γονού εκ της κυψέλης ήκουσα να χαρακτηρίζωσιν οι ημέτεροι χωρικοί διά των λέξεων, »Εκίνησεν ο λαός.» Και μα την αλήθειαν δεν εδυνήθην να μη ενθυμηθώ την διαβόητον Ομηρικήν παρομοίωσιν ένθα το «έθνεα πολλά μελισσάων» αντιστοιχεί πληρέστατα προς το λαός.

»Και τώκοβαν το αίμα.» σ. 222

Φράσις εμφαίνουσα την νευρικήν κατάπτωσιν ήτις προέρχεται ένεκα φόβου αιφνιδίου. Πιστεύεται δε υπό του λαού ότι επί τοιούτων περιστάσεων το αίμα αποσυντίθεται. Το αυτό ρήμα εν χρήσει επί γάλακτος αποσυντεθειμένου. « Έκοψε το γάλα.»

Βλέπει πασπρογαλιάζει. σ. 222

Ασπρογαλιάζει και ασπρογάλιασμα, το υπόλευκον χρώμα του ουρανού και της θαλάσσης κατά το λυκαυγές της ημέρας.

»Το φτερωτό σου μάτι.» σ. 223

Οφθαλμός περικυκλούμενος υπό μακρών και πυκνών βλεφαρίδων ή επισκιαζόμενος υπό δασέων οφρύων, εθεωρείτο ως τεκμήριον ανδρείας ψυχής και συνδυαζόμενον μετ' άλλων τινων προσόντων, καθωδήγει εις εύστοχον εκλογήν των παλληκαρίων.

Κι όπου απαντήση ριζιμιό κι όπου εύρη χαραμάδα,
Γενειάζει εκεί βαθειά βαθειά κ' υφαίνει τον πλοκό του
Αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κ' αιώνια φράχτη
Για κείνους που συνείθισαν να παρασυνορίζουν. σ.224

Ριζιμιό, πέτρα ερριζωμένη, κατ' αντίθεσιν προς το »πέτρα πλεούμενη.»

Χαραμάδα τα σκίσματα εν γένει.

Γενειάζει επί φυτών, όταν βάλλωσι τας πρώτας οιονεί τριχοειδείς ρίζας. Επί κισσού, όταν προσκολλάται διά των ελαστικωτάτων νεύρων, άτινα αναφύονται εκ των απείρων αυτού γονάτων.

Πλοκός σύμπλεγμα εκ κλάδων προς ανακοπήν των υδάτων. Η εργασία αύτη δηλούται διά του υφαίνω.

Γεροβολιά Κλείσμα, φραγμός κυκλοειδής διά καλαμών κατασκευαζόμενος δι' ου πολιορκούνται οι ιχθύες ένθα ενδιαιτώνται. Μεταφορικώς παν περίκλεισμα ασφαλές, ανυπέρβλητον.

Μας άρπαξε το σύφλογον. σ. 225

Σύφλογο η δίνη η προερχομένη εκ της συναντήσεως φλογών πρώην κεχωρισμένων. Συνήθης κατάρα· »Να σε πάρη το σύφλογο.» Μ' επήρε το σύφλογο»!

Μας δέρν' η ανεμοριπή. σ. 225 Ανεμοριπή ορμή ανέμου παρασύροντος παν το προστυχόν, και τούτο προς δήλωσιν καταστροφής. »Μας επήρε η ανεμοριπή.»

Όταν μέσα 'ς τα Γιάννινα, Θανάση, ο Οικονόμος
Με χιόνια με τρισκότειδο 'ς το σπήτι του Κροκίδα
Κλεφτά σας εσυμάζονε. σ. 226

Αποφασισθείσης υπό του Σουλτάνου της καταστροφής του Αλή πασά οι έφοροι της φιλικής εταιρίας απέστειλαν εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Ιωάννινα τον Χριστόδουλον Οικονόμου ίνα κατηχήση τον αδελφόν αυτού Μάνθον, τον εξ απορρήτων του Βεζύρου, μεγάλην χαίροντα εν Ηπείρω επιρροήν και υπόληψιν, τον Αλέξην Νούτζον, τον Ίσκον, τον Στράτον, τους Φαρμάκιδες και άλλους τοιούτους. Ο δε Ασημάκης Κροκίδας προς τον σκοπόν τούτον παρέσχε την εν τη πρωτευούση του Τεπελενλή οικίαν του ήτις καθά διαβεβαιοί και ο Φιλήμων, εν ταις ημέραις εκείναις ωμοίαζε προς άλλον μυστηριώδη και τρομερόν στρατώνα, όπου κατά πάσαν νύχτα συνήρχοντο και συνεσκέπτοντο μετά του απεσταλμένου των φιλικών Χριστοδούλου Οικονόμου, γαμβρού του Κροκίδα, Ιωαννίται, Ζαγορίσιοι, Ακαρνάνες, Σουλιώται.

Με τον Αλέξη Νούτσο

Οπού τον είχε σαν παιδί, βλέπω το Γεώργη Κίτζο.
Έτρεξα 'ς τη Βασιλική. 226

Ο Αλέξης Νούτσος ενέμετο σχεδόν αποκλειστικώς επί πολύν χρόνον την εύνοιαν του Αλή όστις και απεκάλει αυτόν παιδί του.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ.

Κίτσος Κονταξής εκ των προυχόντων της κωμοπόλεως Πλεισοβίτζας, υπήρξεν ο πατήρ της εν τοις Αληπασικοίς χρονικοίς τοσούτον σπουδαίαν κατεχούσης θέσιν διαβοήτου επί καλλονή και συνέσει Βασιλικής. Ως εκ των γενεθλίων και της δεδοκιμασμένης αυτού ανδρείας απελάμβανεν ούτος γενικής υπολήψεως παρά τοις συμπολίταις αυτού δι' ο και ύποπτος γενόμενος σκληρώς κατεδιώχθη υπό του αιμοχαρούς Βεζύρου.

Εν ταις ημέραις εκείναις Μαρίνα τις, εκ της αυτής κωμοπόλεως ορμωμένη, αντί μικράς ευεργεσίας έλαβε παρά του Αλή την εντολήν να κλέψει και τω παραδώση την επταετή κόρην του Κίτζου, και το μιαρόν γύναιον προσοικειωθέν τη συζύγω του Κονταξή μυρία ήρξατο να τεκταίνεται προς πραγματοποίησιν του βδελυρού σχεδίου.

Αποθανόντος δέ τινος των εν Φιλιάταις βέηδων ο Κίτζος μετέβη μετά της συνεύνου Αναστασίας, όπως συλλυπηθή την χήραν του απελθόντος φίλου, και κατά την απουσίαν αυτού η Μαρίνα παραλαβούσα δι' απάτης εις την εαυτής οικίαν, την Βασιλικήν, έσπευσε να ειδοποιήση τον Σατράπην, όστις αποστείλας αμέσως εις ορισθέν τι μέρος ίππους ταχυδρομικούς και ένοπλον συνοδίαν, απήγαγε το κοράσιον.

Επανελθών ο Κίτζος και πληροφορηθείς παρά των κατοίκων, εν όπλοις διατελούντων και υπισχνουμένων εκδίκησιν, τα περί απαγωγής της προσφιλούς αυτώ θυγατρός, περιήλθεν εις τοιαύτην αδημονίαν ώστε σχεδόν παρεφρόνησε. Και την μεν περιουσίαν κατηνάλωσεν αφειδώς διανείμας αυτήν προς πάντας όσοι εκμεταλλευόμενοι την πατρικήν στοργήν επηγγέλλοντο αυτώ την ανάκτησιν του τέκνου, αυτός δε καταβληθείς υπό της λύπης ώρυξε τάφον εν τω υπογείω της οικίας, απέβαλε τον οπλισμόν, εζώσθη σχοινίον και εν νηστείαις και στερήσεσι διανυκτερεύων επεκαλείτο την Θεομήτορα υπέρ της επανόδου της Βασιλικής.

Εκ των τελαιπωριών τούτων και του ψυχικού άλγους προσβληθείς υπό στηθικού νοσήματος, απεβίωσε μετ' ολίγον χωρίς να δυνηθή να ασπασθή την θυγατέρα. Καί τοι προσκληθείς πολλάκις υπό του Αλή, ουδέποτε έστερξε να συναντηθή μετά ασπόνδου εχθρού, του παραιτίου της καταστροφής του. Αλλά περί τα τέλη του βίου ενδώσας εις τας προτροπάς των συγγενών και ηττηθείς υπό του προς την θυγατέρα φίλτρου, μετέβη εις Ιωάννινα, και παρεστάθη ενώπιον του αιμοχαρούς Σατράπου. Ο Βεζήρης αφ' ου φιλοφρόνως τον υπεδέχθη, διανοούμενος βεβαίως τίνι τρόπω και εν αυτή τη παραμονή του θανάτου εδύνατο να καταστήση σκληροτέραν την αγωνίαν, ηρώτησεν αυτόν ποίαν τινα χάριν ήθελε να τω απονείμη προς παραμυθίαν των παθημάτων του. Ο δε Κίτζος δελεασθείς υπό της ψευδούς ταύτης ευνοίας, συντετριμμένος την καρδίαν έπεσε κατά γης γονυπετής και ανεβόησε δακρύων·» τα μάτια μου! Το φως μου! Το παιδί μου!» Τότε εμβλέψας ο Αλής μειδιών προς τον γέροντα τω ηρνήθη αποτόμως και μόνον τω επέτρεψε να ίδη μακρόθεν, αν ήθελε, το περιπόθητον τέκνον.

Είναι ανατίρρητον ότι ο Αλής, ο ανήμερος εκείνος λύκος, ηγάπησε την Βασιλικήν μόλις παραδοθείσαν εις χείρας του, είτε διότι προησθάνετο ποίον ευωδέστατον άνθος έμελλε να εκφανισθή εκ του κάλυκος εκείνου, είτε διότι απ' αρχής τον κατεγοήτευσεν η έμφυτος αφέλεια της επταετούς παρθένου. Διό και επειράτο παντί σθένει να υπερνικήση διά των περιθάλψεων την προς αυτόν αμείλικτον αντιπάθειαν του κορασίου.

Ημέραν τινα η Βασιλική επισκεπτομένη τας κρύπτας των σεραγίων εύρεν έν τινι γωνία την εικόνα της Θεομήτορος και λαβούσα αυτήν έδραμε και προσπεσούσα τω Αλή εξητήσατο την χάριν ίνα εν τω ιδίω θαλάμη καταθέση το παρήγορον εύρημα. Ο Βεζήρης επαινέσας τον θρησκευτικόν αυτής ζήλον, έστερξε προθύμως και ούτω χάριν της Βασιλικής εν αυτή τη φωλεά του θηρίου κατηρτίσθη πολύτιμον προσευκτήριον, όπου πολλάκις και το ανθρωπόμορφον εκείνο τέρας εν ταις μεγάλαις αυτού δυσχερείαις προσήρχετο ικετεύων.

Δεκαπενταετή ήδη ενυμφεύθη αυτήν ο Αλής κατά το οθωμανικόν θρήσκευμα και έκτοτε την ηγάπησε μανιωδώς καί τοι γέρων. Ουδεμία δε υπάρχει αμφιβολία ότι εις την μεγάλην επιρροήν αυτής επί την ψυχήν του τυράννου πρέπει ν' αποδοθή η σωτηρία πολλών.

Αλλ' όσον ο Βεζήρης ηγάπα την Βασιλικήν τόσον εμίσει τον αδελφόν αυτής Γεώργιον Κίτζον, τον όντως μεγαλοπρεπή και ωραιότατον οπλαρχηγόν της Πλεσσοβίτζας, τον διά της ανδρείας αυτού απαθανατίσαντα μετά ταύτα την αιματόφυρτον του Μεσολογγίου Λουνέταν. Μη ανεχόμενος ο ζηλότυπος Σατράπης την υπεροχήν ην απήλαυεν εν τη αυλή των Ιωαννίνων ως γυναικάδελφος αυτού απεφάσισε να τον δολοφονήση, και πρώτον επεχείρησε την εκπλήρωσιν του μελετωμένου κακουργήματος προπαρασκεύασας διά κωνίου φύλλα νικοτιανής· αλλ' απέτυχεν ειδοποιηθέντος του Κίτζου υπό του Ιωάννου Κωλέτου. Ύστερον προσεκάλεσεν αυτόν εις μέγα τι κυνηγέσιον και διέταξε δύο εκ των πιστών δημίων να πυροβολήσωσι κατ' αυτού. Εν τη δευτέρα ταύτη αποπείρα επληγώθη βαρέως ο Κίτζος και ήθελεν ίσως αποθάνη νοσηλευόμενος υπό των ιατρών του Αλή, αν η Βασιλική επί τω απαισίω ακούσματι δεν απήτει την ίασίν του και αν δεν κατετρόμαζεν αυτόν διά της απειλής ότι ήθελεν αυτοχειριαζομένη συναποθάνη μετά του αδελφού. Έντρομος ο Αλής ου μόνον εφρόντισε να αναθέση την σωτηρίαν του τραυματίου εις τον ικανώτερον των χειρουργών του, αλλά και αυτοπροσώπως επετήρει την θεραπείαν προς εξιλασμόν της προσφιλούς συζύγου.

Ούτω διήλθε τας τελευταίας ημέρας του βίου του τυμβογέρων ήδη ο Αλής· κατά την μαρτυρίαν των επιζησάντων προκύπτει ότι απέναντι της φοβεράς μεταβολής της τύχης, της προδοσίας των τέκνων του, της λειποταξίας των διασημοτέρων οπλαρχηγών του, της επικειμένης τιμωρίας των κακουργημάτων του, όταν κατέκλινε το πολιόν και θυελώδες μέτωπον επί των αβρών γονάτων της Βασιλικής, εκ μιας ελησμόνει τα πάντα και παρεδίδετο εις τας αγκάλας του ύπνου, ως αν επίστευεν αδύνατον την καταστροφήν εν τοις κόλποις τοιούτου παραδείσου.

Ύστερον δε ότε απεκλείσθη εν τη λίμνη των Ιωαννίνων και έβλεπε προεγγίζοντα τον αναπόφευκτον όλεθρον, εν ω την ακαταδάμαστον αυτού ψυχήν δεν κατέβαλεν ο φόβος του θανάτου, την κατεσπάραττεν η ιδέα ότι η Βασιλική έμελλε να περιέλθη εις χείρας των εχθρών του. Όθεν εν τη απογνώσει αυτού, προσκαλέσας τον Αθανάσιον Βάγιαν ενετείλατο να φονεύση την γυναίκα εάν ποτε ως εκ των περιπετειών του πολέμου ήθελεν ιδεί αυτόν ζωγρηθέντα ή πεσόντα υπό το ξίφος των πολεμίων.

Ότε λοιπόν ο Αλής θανασίμως πληγείς απήτησε την εκτέλεσιν της εντολής, εξελθών ο Βάγιας του δωματίου ένθα εν τω ιδίω αίματι εκυλίετο ήδη ο αγωνιών λέων, επυροβόλησεν ασκόπως και επανακάμψας ανήγγειλε προς τον θνήσκοντα την εκπλήρωσιν του τελευταίου πόθου του. Τότε επί των ωχρών χειλέων του επήνθισεν έσχατον μειδίαμα και χαίρουσα εξεδήμησεν η αγρία αυτού ψυχή.

Η Βασιλική αιχμαλωτισθείσα επέμφθη εις Κωνσταντινούπολιν μετά του αδελφού της Σίμου βέη, και εκείθεν εξωρίσθη εις Προύσαν. Κατά δε το 1830 ελευθερωθείσα ήλθεν εις Μεσολόγγιον και κατώκησεν εν τη Κωμοπόλει Κατοχή, οπόθεν μετά τον θάνατον του αδελφού, καταβληθείσα υπό της λύπης και ασθενήσασα βαρέως μετέστη επί θεραπεία εις Αιτωλικόν, ένθα και κατέλυσε τον βίον εν έτει 1835.

Επειδή δε εκ της βιογραφίας ταύτης γίνεται δήλον ότι διά της προστασίας της Βασιλικής πολλοί πολλάκις εσώθησαν των κινδυνευόντων χριστιανών ουχί παραλόγως αποδίδεται εις αυτήν εν τω ποιήματι η σωτηρία των Φιλικών, ων οι αγώνες και ο σκοπός αναντιρρήτως δεν ελάνθανον την οξυδέρκειαν του Αλή.

Μας τούπε κι' ο Κύρ Μάνθος. σ. 227

Υπήρξε καιρός καθ' ον τοιαύτη ήτο η υπόληψις ην έχαιρεν εν Ηπείρω ο γνωστός ούτος επί συνέσει γραμματεύς του Αλή πασά, ώστε παροιμιώδης κατήντησεν η αλήθεια των λόγων του. » Τούπε ο Κυρ Μάνθος» εταυτίζετο προς το αυτός έφα. Ο Μάνθος καθ' ην στιγμήν απεκλείσθη ο Αλής συνελήφθη υπό των Σουλτανικών και εκαρατομήθη εν Μετζόβω.

Και τ' άλλα απ' άκρη 'ς άκρη.

Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα κλαρί και πέτρα. σ. 228

Το »απ' άκρη ς' άκρη» και το χώμα κλαρί και πέτρα, ήσαν ρήτραι δι' ων συνήθως εν τοις παλαιοίς συμβολαίοις παρεχωρείτο η απόλυτος κατοχή κτήματός τινος.

Διάκε νερό κι' αλάτι. σ. 228

Νερό κι αλάτι φράσις δημώδης, δι' ης εμφαίνεται η επανάληψις φιλίας διακοπείσης ένεκεν σοβαρού τίνος λόγου.

Το κρίμα 'ς το λαιμό σου.

Άλλο δημώδες λόγιον δι' ου ανατίθεται ευθύνη εις τον μη στέργοντα να παραδεχθή σπουδαίαν τινα πρότασιν. Ταυτόσημον τω »Νίβομαι, κι απονίβομαι,» »Έξω από το κρίμα νάμαι.» Και τα παραπλήσια.

Φέρε το… πίθωσέ το. σ. 230

Πίθωσε είναι το επίθεσον. Η μετά προσοχής και αβρότητος τοποθέτησις πράγματός τινος.

Ήρθε 'ς το χτένι ο κόμπος, σ. 232

Δηλοί, έφθασεν η ώρα καθ' ην η βία θέλει λύση το ζήτημα

Τι λες εσύ, Χαλήλμπεη. σ. 232

Ο μοχθηρός ούτος εκ των εγχωρίων αγάδων, υπήρξεν η αληθής ίσως δε και η μόνη αιτία της καταδίκης του Διάκου. Παρουσιασθείς προς τον Κιοσέ Μεχμέτ πασάν προσέπεσεν εις τους πόδας αυτού και μετά δακρύων εζητήσατο παραδειγματικόν θάνατον προς τιμωρίαν ανδρός θεωρουμένου τότε κινδυνωδεστάτου.

'Σ ένα ρογό και κάψε τους. σ. 232

Ρογός το εκ σανίδων διαμέρισμα εντός των αποθηκών οπού αποταμιεύεται ο σίτος, και αυτός ο σωρός του σίτου.

                        Να κλαίτε το μερμήγγι.
Πώταν η μοίρα τ' οργιστή με ψεύτικα φτερούγια
Βγαίνει 'ς τον κόσμο και πετά. σ. 232 — 233

Δημώδης παροιμία στηριζομένη επί της ακριβούς παρατηρήσεως της περιέργου παραμορφώσεως ην πάσχει ο μύρμηγξ, όταν αναφύωνται τα πτερά επί των νώτων αυτού και μεταβάλλεται εις πτηνόν.

Εδώμαι και σ' ακούω. σ 233

Το «και σ' ακούω» εν τοιαύταις περιπτώσεσιν έχει απειλιτικήν και περιφρονητικήν έννοιαν. Εν τη Λακωνική εκείνη φράσει περιέχεται πάσα η αηδεία και αγανάκτησις ην διήγειρεν εν τη καρδία του Διάκου η θρασύτης των οθωμανών.

Έχομε σάρκα κάκοψη. σ. 233

Κάκοψος περί οσπρίων σκληρών, αντίθετον του κάλοψος. Τραχύς, αντέχων εις την ενέργειαν του πυρός.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ

ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ.

        Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νειώτη
        Κ' η περηφάνεια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα
        Κ' η λευθεριά του ξηφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα
        Τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρω
        'Σ το Διάκο που ψυχομαχά. Τυφλή και μανιωμένη
        Τον εκοιλούσε η Λιαπουριά. — Κεχρί παραδομένο
        'Σ τα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμμένη
        Μες 'ς το λαρύγκι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι,
        Χλωροκομμένο φρύγανο, που τώβοσκεν η φλόγα,
        Ολόγυρά του εκύτταζε, σαν νάθελεν ακόμα
        Να καταπιή με μια ματιά, να κρύψη 'ς την ψυχή του
        Την έρμη την πατρίδα του κ' εκεί 'ς τον άλλον κόσμο
        Να τήνε πάρη συντροφιά. — Επέρασε απ' το νου του
        Φτωχή, κακογεράματη κ’ η δύστυχή του η μάνα
        Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση,
        Και μην πεθάνη νηστική. Επάγωσε η καρδιά του
        Κ' ένα κελάδημα γλυκό, πλασμένο μ' όλα τ' άνθη,
        Που τρέφ' ο κήπος της ζωής, του φύτρωσε 'ς τα χείλη.

        »Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη
        »Τώρα πανθίζουν τα κλαριά που βγαίν' η γη χορτάρι.
»

        Λες κ' ήθελε πριν αναιβή 'ς του Πλάστη του τον κόρφο,
        Τη ραγισμένη του καρδιά να σχίση για να φύγουν
        Της νειότης του ταρώματα, που δε χωρούν 'ς το μνήμα.

        Τον επατούσαν τάλογα κι άγρια μεθυσμένα
        Τόνε δαγκούν 'ς το πρόσωπο. Ταγέρι φορτωμένο
        Φοβέραις και περίγελα και φλογισμένα χνώτα
        Τριγύρω του εκουφόβραζε… Κανένα χηλιδόνι
        Δε φαίνεται 'ς τον ουρανό να τον παρηγορήση…
        Ο δρόμος ατελείωτος!.. Δεξιά, ζερβιά του τοίχος
        Ανταριασμένοι οι Γκέγκιδες… τους ανακράζει ο Διάκος…
        »Δεν είν' κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης
        »Να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου,
        »Να μου φυτέψη ψυχικό 'ς το μέτωπο ένα βόλι;… »

        Βουβοί δεν εταράχτηκαν, τόνε θωρούν με τρόμο.
        Εφούσκονε ο κατακλυσμός… 'Σ το διάβα του ένας χτύπος
        Ακούστηκε μικρός.. μικρός, σαν νάθε ξεροσκάση
        Του λύκου τανασήκωμα, σαν νάθε απλώσει χέρι
        'Σ του πιστολιού το σκάνδαλο… Ανάμεσ' από τόσους
        Μήπως εξύπνησε κανείς, όπου ήταν παλληκάρι;..
        Ξαφνίστηκε ο Χαλήλμπεης..

                          — Σκυλί, όποιος κι αν ήσαι
        Τον έχω λάβει χάρισμα… είναι δικό μου ψώνι..
        Μάθε το… κάτου τ' άρματα…

                                           Και σαν τη νυχτερίδα
        Κολλάει 'ς του Διάκου τα μαλλιά. Ξανάφτουνε οι φονιάδες.
        Αψόνει πάλ' ο θόρυβος. Τρέχουν, πηδούνε, σκούζουν
        Κι' αποσταμένοι πλακωτοί 'ς του ρουπακιού τον ίσκιο
        Αράζουνε και στέκονται. Ακίνητος ο γύφτος
        Το φοβερό το σύνεργο 'ς τα χέρια του εκρατούσε,
        Του Χάρου παραβλάσταρο, του τάφου σημαδούρι.
        Εμπρός του, πίσω του βαθειά, διχαλωτοί δύο ψήσταις
        Μπηγμένοι βρίσκονται 'ς τη γη. Ο πρώτος 'ς το κεφάλι,
        Ο δεύτερος 'ς την ποδαριά. Σωρός χλωρά κλονάρια,
        Και θράκια που ξεσπίθιζαν… Το δένδρο παραστάτης.

        »Πλάστη μεγαλοδύναμε! Χριστέ! παράλαβέ με.
        »Βρέξε 'ς τη φλόγα μου δροσιά και κάμε αυτήν τη στάχτη
        »Που θα ν' αφίση το κορμί του δούλου σου, Πατέρα,
        »Να μη την πάρη ο άνεμος και να μη μείνη στείρα.»

        Είπε και παραδόθηκε. Δεμένος 'ς το δρομάρι
        Ο μάρτυρας σιγά σιγά, παρακαλεί τη φλόγα
        Με τον καπνό τη σάρκα του, πούταν γυμνή να κρύψη.

        Γυρίζει ο γύφτος το σουβλί… Το χέρι του ανεμίδι…
        Κι' όταν εμένανε νεκρά καμμιά φορά από δείλια
        Ταφωρεσμένα δάχτυλα και τάφρυγεν η πύρη,
        Τότε ξυλιαίς και σάλαγος, κεντήματα και πέτραις.
        Φωνάζει κι' ο Χαλήλμπεης…

                                — Παληόγερε, ανδρειέψου…
        Μέριασε εκείνο το δαυλί… για ιδές, ανάθεμά το
        Τι γλώσσαις όπου επέταξε, και πώς τον έχει ζώση!…
        Θα τον ρουφήξη γρήγορα… Ταράξου.. μέριασέ το…

        Κι' όσο κι' αν έσπρωχνε ο φονειάς το μυστικό το ξύλο
        Τόσο ο καπνός τον έπνιγε, τόσο θεριεύει η φλόγα.
        Διώχνει το γύφτο η αναλαμπή κι' ο κόσμος τρομασμένος
        Φεύγει το στόμα του στοιχειού. Ανάφτουν τα δεμάτια
        Πούσαν τριγύρω σωριαστά… Του ρουπακιού τα φύλλα
        Φωτοκαμμένα ρεύουνε… Κανένας δεν ξανοίγει
        Πούναι του Διάκου το κορμί 'ς αυτήν τη καταβόθρα.

        Κατακαθίζουν η φωτιαίς… τρέχουν σιμά με φόβο..
        Άφαντο τάγιο λείψανο!.. Σκαλίζουνε τη στάχτη
        Μην εύρουν ένα κόκκαλο, μη ιδούν ένα σημάδι…
        Τίποτε!.. δεν πιστεύουνε… Σκάφτουνε, ξεδιαλέγουν
        Τα πεθαμένα κάρβουνα… Τίποτε!.. χτύπα, κέντα,
        Μια σπίθ' αστράφτει από τη γη… Σηκόνουνε τα μάτια
        Και βλέπουν ένα φτερωτό, χρυσό δαχτυλιδάκι
        Που ανέβαινε 'ς τον ουρανό… Πότε, Θανάση, πότε;
        Θα νάρθη πάλε να μας βρη και ποιος θα το φορέση
        Το φυλαχτό σου τακριβό;.. Πότε, Θανάση, πότε;…

        Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά. Κλεφτά, κλεφτά κι' ο γύφτος
        Χωνεύει 'ς την κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει
        Παρ' η αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα.

Σ Η Μ Ε I Ω Σ Ε Ι Σ.

Προσάναμμα, αποκλάδι. σ. 251

Προσάναμμα ξηροί λεπτότατοι κλαδίσκοι, δι' ων ανάπτει τις φλόγα.

Αποκλάδια κυρίως αι των αμπέλων κλαδευόμεναι ράβδοι και χρησιμεύουσαι εις τον αυτόν σκοπόν.

Χλωροκομμένο φρύγανο, σ. 251

Φρύγανον, φύλλα, κλαδίσκοι, σχίζαι, όταν αναμεμιγμένα παραδίδωνται εις το πυρ.

                      Επέρασε απ' το νου του
Φτωχή, κακογεράματη, κ' η δύστυχή του η μάνα
Μην έρθη ώρα για ψωμί το χέρι της ν' απλώση. σ. 252

Η μήτηρ του Διάκου προ ολίγων μόνον ετών ετελεύτησε. Καθ' ην δα έλαβον διαβεβαίωσιν, ο ηρωισμός του υιού της αντημείφθη διά ισοβίου δωδεκαδράχμου συντάξεως!!!

Του Χάρου παραβλάσταρο, του τάφου σημαδούρι. σ. 254

Παραβλάσταρο ταυτόσημον τω αντιρρίματι, παραφυάς.

Σημαδούρι, εν γένει παν το τιθέμενον και μακρόθεν διακρινόμενον προς διάγνωσιν επικινδύνου τινος μέρους. Κυρίως δε τα βωτία δι' ων σημειούνται αι ύφαλοι χάριν των διαπλεόντων τας θαλάσσας.

Διχαλωτοί δυο ψήσταις. σ. 254

Διχάλα ξύλον αυτοφυώς σχιζόμενον εις δύο διεστώτα μέρη. Ψήστης, σιδηρούν ή ξύλινον εργαλείον υπερείδον τον οβελόν,

Δεμένος 'ς το δρομάρι. σ. 254

Δρομάρι παν επίμηκες ξύλον εν είδει λεπτής δοκού.

Και τάφρυγεν η πύρη. σ. 254

Η εκ του πλησίον λίαν επαισθητή θερμότης καλείται πύρη, η δε υπερβάλλουσα της φλογός λάμψις, αναλαμπή.

Φωτοκαμμένα ρεύουνε. σ. 255

Ρεύω επί φύλλων, ανθέων ή τρυφερών καρπών όταν έκ τινος ατμοσφαιρικής επιρροής αιφνιδίως καταπίπτωσι. Λέγεται δε μεταφορικώς και περί ανθρώπων από χρονίας και μακράς νόσου τηκομένων.

Χτύπα, κέντα. σ. 255

Παραλαμβάνονται εις τον λόγον εις δήλωσιν επιμόνου και επιτεινομένης ενεργείας. Τοιαύτα και τα, »Δώσε, δώσε.» »Χτύπα, βάρει» και τα παραπλήσια.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ.

ΑΣΤΡΑΠΟΓ1ΑΝΝΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ.

Η υπόθεσις του επομένου στιχουργήματος εύρηται εν ταις σημειώσεσι του τετάρτου άσματος. Σελ. 182 υπό την επιγραφήν «Αστραπόγιαννος — Λαμπέτης.»

ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ

        »Λαμπέτη, εδείλιασα!… Τα σωθικά μου
        Άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό.
        Νεκρά 'ς το σκάνδαλο τα δάχτυλά μου
        Βλέπεις επάγωσαν… Δος μου νερό…»

        »Λαμπέτη, εσβύστηκα… Ώραν την ώρα
        Φεύγ' ανυπόμονη, πετά η ψυχή.
        'Σ τα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα
        Σκύψε και πιέ τηνε μ' ένα φιλί.»

        »Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου.
        Μέσα 'ς τα στήθια σου θέλω ναυρώ
        Στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου
        Ναυρή 'ς τα σπλάχνα σου τον ουρανό.»

        »Μόχτα κ' επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι
        Για το κεφάλι μου… τι καρτερείς;…
        Φορτώσου τάρματα, το καρυοφύλλι,
        Κόψε με γρήγορα… μη μ' αρνηθής.»

        »Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα
        Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό…
        Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα,
        Μην τρέμεις… ζύγωσε… Δος μου να ιδώ.»

        »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου
        Δε θέλω επάνω του νανταμωθή,
        Φαρμάκι αγλύκαντο μες 'ς το λαιμό μου
        Δε θέλω σύντροφο κάτου 'ς τη γη.»

        »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε,
        Σφίξε 'ς τα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά…
        Τα χέρια εσταύρωσα… Μη με φοβάσαι.
        Κόψε με, πάρε με 'ς την αγκαλιά.»

        Ολόρθο επέταξε τάξιο λεπίδι,
        Ταγέρι εξέσκισε πέρνει φτερό
        Άστραψ' εσφύριξε γοργό σα φίδι,
        Το δέντρο ελύγισε 'ς τη γη νεκρό.

        Βαρειά σπαράζει φοβερή 'ς το χέρι του Λαμπέτη
        Η κάρα τ' Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο
        Του σκοτωμένου τρεις φοραίς αναιβοκατεβαίνει
        Και βασιλεύει σκοτεινό. 'Σ το μέτωπό του η νύχτα
        Ξαπλώθηκε αξημέρωτη. Δεν άφηκε η ψυχή του
        Άλλο σημάδι οπίσω της παρά 'ς ταχνό το στόμα,
        Σα μιαν αχτίδα φεγγαριού 'ς το μάρμαρο του τάφου,
        Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο
        'Σ του γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια.

        Σπρώχνει 'ς τη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης,
        Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει
        Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο
        Το λείψανό του τακριβό. Το δάχτυλό του βάφει
        'Σ το αίμα πάφριζε 'ς τη γη, σταυρόνει το κουφάρι
        Και χάνεται 'ς τη λαγκαδιά… Καπνός ο πεζοδρόμος.

        Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι
        Πενήντα Λιάπιδες, τον κυνηγούν.
        Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει…
        Η νύχτα επλάκονε, λυσσομανούν.

        'Σ τη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι…
        Αδειάζουν τάρματα… στέκουν να ιδούν
        Βροχή τα βόλια τους μες 'ς το δισάκκι
        Τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.

        Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του,
        Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς,
        Πέρνει το λείψανο 'ς την αγκαλιά του…
        Κάλλιο 'ς την πλάτη του χίλιαις βολιαίς.

        Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι,
        Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή.
        Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι,
        Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί.

        'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι,
        Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή,
        Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι
        Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

        Περνούν μεσάνυχτα κ' η Πούλια σβυέται,
        Τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμόν' η Αυγή.
        Στέκει.. ακουρμένεται… δεν αγροικιέται
        Κανένα πάτημα… παντού σιγή.

        Ξύπνούν η πέρδικαις 'ς το χαραμέρι.
        'Στο λόγγο ερρίχτηκε, γύρω θωρεί…
        Γνωρίζει ανέλπιστα παληό λημέρι,
        Τη βρύση εξάνοιξε πώτρεχ' εκεί.

        Πάλ' ακουρμαίνεται… γέρνει ταυτιά του.
        Πέφτει ταπίστωμα, τη γη ρωτά…
        Χτύπο δεν άκουσε… Μόν' η καρδιά του
        Μέσα 'ς τα στήθιά του, βαρεί, πετά.

        Του φάνηκε ότι εξέφυγε… Εμέτρησ' ένα ένα
        Τάρματα τ' Αστραπόγιαννου, δεν έχασε κανένα
        Το μαύρο το κλεφτόπουλο 'ς το φοβερό του δρόμο.
        Σιμά 'ς τη βρύση εκάθισε, καταίβασε απ' τον ώμο
        Το έρμο το δισάκκι του… Το μάτι του έχει αντάρα.
        Απλόνει μες 'ς το σάβανο το χέρι με λαχτάρα…
        Σφίγγει τα κρύα τα μαλλιά… Ο νους του ανεμοζάλη…
                                       Ξεσέρνει το κεφάλι,

        Μ' ανατριχύλα το θωρεί. 'Σ τα χόρτα το καθίζει
        Πέρνει 'ς τη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει,
        Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καρυοφύλλι,
        Πλένει το στόμα το βουβό και 'ς τα νεκρά τα χείλη
        Βρίσκει ο Λαμπέτης άσβυστο σαν νάταν πετρωμένο
        Του γέρου το χαμόγελο γλυκ' αποκοιμημένο.
        Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότ' ένα δάκρυ πέφτει
                               'Σ το πρόσωπο του κλέφτη.

        Έννοιωσ' ότ' είχε την ευχή ταρματωλού μαζί του
        Και ξεσυγνέφιασε με μιας η θολερή ψυχή του.
        Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τάρματά του
        Ο γέροντάς του νηστικός ότ' έστεκε σιμά του.
        Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει
        Πέρνει ένα κρίθινο ψωμί 'ς τη μέση το χωρίζει
        Και τη μια σφήνα από ταις δυο τη δίνει 'ς το κεφάλι
                                  Κι' αυτός κρατεί την άλλη.

        »Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει,
        Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά;
        Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει
        Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.»

        »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα,
        Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά.
        Μες 'ς το λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα,
        Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά.»

        »Θυμάσαι, ανήλικο μ' είχε πετάξη
        'Σ το δρόμο η μοίρα μου, μικρό, μικρό,
        Τη μάνα οι άπιστοι μούχανε σφάξη
        'Σ το λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.»

        Εδώ επρωτώρθαμε… Μ' ακούς πατέρα;…
        Εδώ μ' ανάστησες νεκρό, φτωχό.
        Εδώ με πότισες δροσιά κι' αγέρα
        Μ' έκαμες έλατο, πατέρα εδώ.»

        «Πρώτος συ μώδειξες του εχθρού την όψη
        Και συ μ' εβάφτισες μες 'ς τη φωτιά.
        Ποιος να σου τώλεγε πως θα σε κόψη
        Το χέρι πώμαθες να πολεμά;»

        »Ξύπν' Αστραπόγιαννε, και κύτταξέ με
        Φάγε μ' εμένανε λίγο ψωμί.
        Φόρεσε τάρματα, χαιρέτησέ με
        Ξύπνα, ζωντάνεψε κ' ήρθ' η αυγή.»

        »Εσύ επρωτόδινες ψηλά 'ς το βράχο
        Το καλημέρισμα 'ς τον αητό,
        συ πρώτος έδειχνες 'ς εμέ, 'ς το Ζάχο
        Το γλυκοχάραμμα 'ς τον ουρανό.»

        »Τότ' εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσι
        'Σ τα καταράχια μας τρομαχτικό,
        Τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίση
        Κάτου τα Σάλονα … και τώρα εδώ.»

        »Ο Ζάχος έπεσε .. κήταν γραμμένο
        Εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ' ορφανό
        Το ξυλοκρέββατο για σε να γένω
        Για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ.»

        Κ' εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε
        Με μιας αυτιάζεται… κ' ένα σκυλί
        Μακρά του φάνηκε σαν κι' αλυχτούσε,
        Κούφια σαν κι' άκουσε ποδοβολή.

        Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια,
        Σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά
        Πλατώνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια…
        Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;…

        Σκύφτει, ακουρμαίνεται… σιμόν' η αντάρα…
        Τούβραν το πάτημα 'ς το χιόνι οι εχθροί.
        Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα
        Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή.

        Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει
        Η έρμη φτέρνα 'ς το βουνό,
        Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει
                Και δε βρίσκει ένα γιαλό.

        Τον επήρε γι' αγωγιάτη
        Χάρος άγρυπνος, σκληρός…
        Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη
                Πάντα πίσω του ο νεκρός.

        'Σ το τυφλό το τρέξιμό του
        Μες 'ς τη φούχτα του αρπαχτά
        Για να βρέξη το λαιμό του
                Πίνει πάχνη και περνά.

        Τον εθέριζε άγρια πείνα
        Και δεν έχει άλλο ψωμί…
        'Σ το σακκί του μέν' η σφήνα
                Τ' Αστραπόγιανου ξερή.

        'Σ ταχαμνά τα δάχτυλά του
        Την επήρε μια φορά..
        Θολωμέν' είν' η ματιά του
                Και τα χείλη του ανοιχτά.

        Όλος έτρεμε… 'ς το στόμα
        Την εζύγωσε σκιαχτά…
        Δεν αμάρτησε, όχι, ακόμα…
                Αναστέναξε βαρειά.

        Με μιας τώφυγ' ένα δάκρυ,
        Την εφίλησε γλυκά,
        Και 'ς τον κόρφο σε μιαν άκρη
                Την εγώνιασε βαθειά.

        Πόσαις μέραις και πού τρέχει
        Πόσαις νύχταις δε μετρά,
        Μέσα ο νους του πάντα βρέχει
                'Σ την ψυχή του συγνεφιά.

        Μες 'ς το λόγγο αν σταματήση
        Για να πάρη ανασασμό,
        Κάποιος λύκος θα χουμήση
                Για ν' αρπάξη το νεκρό.

        Καλιακούδαις και κοράκοι
        Το κεφάλι κυνηγούν,
        Με τα νύχια απ' το δισάκκι
                Να το κλέψουν πολεμούν.

        Ανδρειεύεται η καρδιά του
        Τρέχει ακόμα λίγο εμπρός,
        Μια κρυφή βρίσκει σπηλειά του,
                Μέσα ρίχνεται ο φτωχός.

        Ξεφορτόνεται, δειλιάζει,
        Γέρνει αναίσθητος 'ς τη γη,
        Κλει τα μάτια του, πλαγιάζει
                Και το λείψανο κρατεί.

        Κ' εκεί πούτανε θαμμένος
        Μες 'ς του ύπνου τη νυχτιά,
        Σ' το πλευρό του ο σκοτωμένος
                Ανταριάζεται, ξυπνά.

        Στέκει εμπρός του… Τα δυο μάτια
        Κούφια χάσκουνε πλατειά.
        Πέφτ' η σάρκα του κομμάτια
                Τα δυο χείλη λαγγαδιά.

        Το γλυκό χαμόγελό του
        Λίγο λίγο είχε σβυστή
        Και περνούν 'ς το μέτωπό του
                Μαύρα γνέφη εδώ κ' εκεί.

        »Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου
        Τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή
        Ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου
        Δος μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.»

        «Κάτου 'ς τα Σάλονα, ξεψυχισμένος
        Ο εχθρός εφώλιασε μακρά απεδώ
        Ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι' αποσταμένος
        Θέλω 'ς το μνήμα μου να πάω κ' εγώ.»

        »Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου
        Όρνεια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά,
        Πριν με ξεσκίσουνε 'ς το σάβανό μου
        Παιδί μου, κρύψε με 'ς τη γη βαθειά.»

        »Τώρα που εκόρνιασαν κι' ολόγυρά μου
        Σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί
        Πάρ' το δισάκκι σου, πάρ' τάρματά μου,
        Ξύπνα να φύγωμε πριν έρθ' η αυγή.»

        »Θέλω το χάραμμα, πώβγαινε πρώτο
        Και μου καμάρονε τη λεβεντιά,
        Ταγέρι πώτρεχε, χνώτο με χνώτο,
        Και μου ζωντάνευε τα σωθικά.»

        »Η αριαίς, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου,
        Θέλω Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν,
        Να μη γνωρίσουνε την ασκημιά μου…
        Έλα να φύγωμε, μην πικραθούν.»

        »Τώρα που μ' έφερες ως τα Παλάτια,
        Σκάψε το λάκκο μου 'ς αυτήν τη γη.
        Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτια
        Δεν αναιβαίνουνε παρά αητοί.»

        »Λαμπέτη, χώσε με με τάρματά μου
        Ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά.
        Νάναι 'ς το μνήμα μου κεροδοσά μου,
        Πρωτοπαλλήκαρα 'ς την ερημιά.»

        »Κ' όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσης
        Έβγα 'ς το Τρίκορφο γοργά, γοργά
        Να πης πως σ' έστειλα να πολεμήσης
        Πες χαιρετίσματα 'ς την κλεφτουριά.»

        »Εχτές επιάστηκε κ' εκεί τουφέκι
        'Σ τον ύπνο μου άκουσα το βογγητό
        Εγώ αποσβύστηκα κι' αστροπελέκι
        Λαμπέτη, μώμεινες εσύ στερνό.»

        «Μη μου πικραίνεσαι, κ' είναι γραμμένο
        Μ' εμένα γρήγορα νανταμωθής,
        Τρέχα πολέμησε και σε προσμένω
        'Σ το μνήμα μου άλυωτος όσο ναρθής.»

        Ξυπνά, αλαφιάζεται ο νους του ανάφτει
        Βουβός επέρασε μια λαγγαδιά.
        Βρίσκει έν' απόγωνο, το χώμα σκάφτει
        Τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

        Τό νύχι αιμάτωνε μες 'ς το στουρνάρι
        Έχωσε τάρματα και το ψωμί
        'Σ το λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι,
        Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί.

        Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει
        Δεν εξανάσαινε μην προδοθή,
        Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει,
        Τρέμει 'ς τον πόλεμο μη δε βρεθή.

        Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει
        Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό.
        Σέρνει 'ς τα δόντια του το γιαταγάνι
        Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

        Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα
        Παρόμοιος σίφουνας, ο εχθρός ρωτά.
        Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα
        Πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά.

        Χάρος ανέλπιστος περνά θερίζει
        Αναστηλώθηκε κ' η κλεφτουριά.
        Ρυάζετ' η Ρούμελη 'ς το μετερίζι
        Ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά.

        Δεν τον επρόφταιναν… Τον ανακράζουν
        Δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.
        Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν
        Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός.

        'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτη
        'Σ την πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά
        Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη,
        «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φορά.»

        Κι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει
        Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά,
        Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει…
        Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,

        Τον ελαβώσανε… 'Σ το χώμα γέρνει,
        Το βόλι εχώνεψε μες 'ς τα πλευρά.
        Πέφτει ταπίστομα σιγά ξεσέρνει
        Σα φίδι κρύβεται μες 'ς τα κλαριά.

        Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του
        Κ' εκείνος έτρεχεν ολονυχτύς
        Πατεί, σωριάζεται, σβυέτ' η καρδιά του…
        Πούσ' Αστραπόγιαννε να τόνε ιδής;…

        Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια,
        Βράχους απάτητους, νεροσυρμαίς,
        Εξημερώθηκε μες 'ς τα Παλάτια,
        Εψυγομάχησε χίλιαις φοραίς.

        Το μνήμα επρόσμενε …Λιγάκι ακόμα
        Να φτάση τώλειπε… πετιέται ορθός.
        Πηδά, ανδρειεύεται… το έρμο χώμα
        Σφίγγει 'ς τα δόντια του, πέφτει νεκρός.

        Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι
        Κι' ο τάφος κρύβεται βαθειά βαθειά.
        Λες κ' εσαβάνωσαν 'ς ένα σεντόνι
        Τα δυο τα λείψανα σφιχτά σφιχτά.

ΤΕΛΟΣ.

1) Όρα Σπυρ. Τρικούπη, ιστορίαν της Ελλ. Επαναστάσεως· — Τόμος Α', σελίς 265.

2) Όρα Χρυσαλλίδα — Τομ. Γ' — Φυλλάδιον ΞΑ' — ΞΒ'.

3) Την χρονίαν ταύτην εξάγω εκ των σημειώσεων του Κυρίου Σάθα, την δε δευτέραν εκ του Ιστορικού Δοκιμίου του Κυρίου Φιλήμονος (Τομ. 3. Σελ. 197) όπου μνημονεύεται η ηλικία του Διάκου.

4) Διατείνεται ο Περραιβός εν τοις Πολεμικοίς απομνημονεύμασι Σελ. 54 ότι ο Διάκος εφόνευσε τον Φερχάτην, αλλα τούτο διαψεύδεται εκ του μετά ταύτα διορισμού του Φερχάτου ως Βοεβόδα. —

5) Ενόμισα καθήκον να διατηρήσω αμεταποίητον το προσφιλές όνομα και εν τη επιγραφή του ποιήματός μου.

6) Ο ημέτερος Νικόλαος Θωμασαίος (λέγω δε ημέτερος καθ' όσον μέρος της ευγενούς αυτού ψυχής εκ πολλού ανήκει εις την Ελλάδα) ο ημέτερος Θωμασαίος, ο γνωστός ούτος διδάσκαλος και τελετάρχης πάντων των ιερών της καρδίας μυστηρίων, ο μετά πατρικής στοργής παραθαρρύνας με κατά το ουχί ευδιάνυτον της δημοτικής ποιήσεως στάδιον, ο ουδέποτε απαυδήσας, κατά τον πολυτάραχον και μαρτυρικόν αυτού βίον, μεριμνών περί του μέλλοντος της Ελληνικής νεολαίας, ουδ' απαξιώσας τα ευτελή της φαντασίας μου προϊόντα να εισαγάγη εις την αδελφήν Ιταλίαν ενδεδυμένα την κομψήν εσθήτα του ευφραδούς λόγου του, ο Νικόλαος Θωμασαίος απευθύνας μοι εσχάτως τας φιλικάς συμβουλάς του, με προτρέπει να φοβώμαι και να φεύγω όσον ένεστι τον Ασιανόν ερωτολόγον ως ολεθριώτερον του Παρισινού. «Tema il damerino Asiatico ch'e piu pernizioso del Parigino» υπαινιττόμενος βεβαίως σκηνάς τινας εκ των εν τη Κυρά Φροσύνη.

7) Όρα. Πολεμικά απομνημονεύματα Περραιβού Σελίς 59.

8) Όρα — Ιστορικόν Δοκίμιον — Φιλήμονος — Σελίς 193.

9) Όρα σελίδα 439 του αυτού Ιστορικού Δοκιμίου εν ταις σημειώσεσι και εγγράφοις του γ'. τόμου. —

10) Ιδού η επιστολή.

        Των ευγενέστατων αρχόντων Ληβαδειάς.
                Προσκινητός.

Εις Ληβαδεία.

Την ευγενείαν σας προσκινώ.

Σας ειδοποιώ ότι μας υπεσχέθησαν εις του Μαυρήλου να μας προφθάσουν 80 οκάδες παρούτι και σήμερις εστείλαμε τα άσπρα διά να μας την φέρουν. Διά τούτο από αυτού την ίδια ώρα οπού λάβετε το γράμμα μου να φορτώσετε δύο φορτώματα βόλια και με σίγουρον άνθρωπον να μας τα στείλτε εις Πατραντζήκι και από αυτού μην αμελείτε διά τζεπ-χανέ. Κάμετε κάθε λογής τρόπους όπου να μην κόβεται ο τζεπ-χανές. Επί τούτοις να βάλτε σφίξη χώρα και χωριά όπου να μας ξεκινήσετε ανθρώπους ότι εδώ δεν έμεινε κανένας. Έφυγαν πίσω. Τώρα άλλη δουλειά δε σας έμεινε μόνον αυτή η φροντίδα των ανθρώπων και του τζεπ-χανέ. — Ημείς ξεκινήσαμε διά Πατραντζίκι και με την δύναμι του Θεού αύριο τρίτη το βαρούμε. Κατά παρόν νέο από κανένα μέρος δεν έχομε οπού να σας γράψω. Ταύτα και μένω.

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ.

Στείλτε μαζύ με μολήβια και 600 κόλλας χαρτί διά να δέσωμε φουσέκια. — Στείλτε μας κάμποση ξερή μελάνι· Δώστε του και 8 γρόσια διά τον κόπον του.

(Η σφραγίς αυτού) 821 Απριλίου 11 — Αλαμάνα Χάνι.

11) Ο Κύριος Κωνσταντίνος Σάθας εν τω Χρονικώ του Γαλαξειδίου Σελίς 162 εδημοσίευσεν ήδη την παρά τω φίλω μου Παύλω Λάμπρω ευρισκομένην σφραγίδα του αρματωλού Χρήστου Μηλιόνη φέρουσαν επίσης τον αετόν. Πόσοι και ποίοι θα περιεφρόνησαν ίσως τον πολύτιμον δακτυλιόλιθον πριν ή λάβη την τύχην να λιμενισθή εις τας Ελληνικωτάτας και αληθώς πατριωτικάς χείρας του Παύλου Λάμπρου!

12) Ταύτα εγράφησαν καθ' ην εποχήν λυσιμελής νάρκη εφαίνετο κατέχουσα το έθνος και πριν ή αναφανή ο ευγενής οργασμός υφ' ου εξ ολίγου χρόνου ελαύνεται άπασα η Ελληνική φυλή.

13) Όρα την εν τοις φυλλαδίοις ΝΖ'. — ΝΗ'. — ΝΣΤ' της Χρυσαλλίδος δημοσιευθείσαν αξιόλογον βιογραφίαν του Οδυσσέως Ανδρούτζου υπό του Κ. Σάθα.

14) Διά των στιγμών τούτων δηλούται η παράτασις του τελευταίου φθόγγου γινομένη συνήθως υπο των μακρόθεν μεγάλη τη φωνή διαλεγομένων.

15) Ο Κύριος Ηerbert εδημοσίευσεν ήδη κατά το έτος 1845 εν Λονδίνω την περιήγησιν του Βριόνου επί των ορέων της Στερεάς Ελλάδος επιγράφας το έργον αυτού· «Μονογραφίαν των ιριδοειδών.» Δευτέραν άλλην περιοδείαν του Βριόνου εν Πελοποννήσω δεν επρόφθασεν ο σοφός Βρετανός να δημοσιεύση καταληφθείς υπό αιφνιδίου θανάτου. Εν ταύτη περιεγράφετο αυτόν τι εκ της οικογενείας των Κ ο λ χ ι κ ώ ν όπερ ο Ηerbert διενοείτο ν' αποκαλέση Β ρ ι ό ν ε ι ο ν διατεινόμενος ότι πρώτην φοράν ανεκαλύπτετο.

16) The Ionian Islands during the present century by captain Whyte Jervis M.P. 1863 London. Σελίς 115,

»Travellers tell us that, as late as the sixteenth century Athens was but a castle with a small village; and that Sparta divided by two tribes of the Slavi, the Ezertiti and the Millingi, had not only lost her ancient name but it was impossible to recognize the site on which she had stood of old.

»As to the Ionian Islands for hundreds of years they have had no connection with Greece. The Volterra' s and Solomos' s of Zante, the Loverdos’ s, Metaxa’s, Tibaldo’s and Focca’s of Cephalonia, the Zambelli and V a l a o r i t i of Santa Maura, the Bulgari, Dandolo’s of Corfu are all of Italian origin.

17) Η τε επιστολή του Κόμητος Καποδιστρίου και το ευχαριστήριον του Μοτζενίγου μετεφράσθησαν εκ των εις χείρας της οικογενείας Κονιδάρη σωζομένων Ιταλικών πρωτοτύπων.