The Project Gutenberg eBook of Τα Γεωργικά

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Τα Γεωργικά

Author: Virgil

Translator: Konstantinos Theotokes

Release date: June 2, 2010 [eBook #32660]
Most recently updated: January 6, 2021

Language: Greek

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΆ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise.

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.

ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΤΟΥ ΒΕΡΓΙΛΙΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΘΕΟΤΟΚΗ

ΤΥΒΙΓΓΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΥ ΑΛΟΥΠΗ, ΝΕΩΤΕΡΟΥ 1909.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ.

Τι κάνει τα γεννήματα καλόρεχτα, με τι άστρο
Ταιριάζει να γυρίζονται, Μαικήνα, τα χωράφια,
Και στο φτεληά να δένεται το κλήμα· ποιες φροντίδες
Καματερά και πρόβατα χρειάζονται και πόση
Πράξη θέλουν οι μέλισσες, που οικονομούν· εδώθε
θα αρχίσω το τραγούδι μου. Του κόσμου εσείς φωστήρες
Λαμπρότατοι κι' οδηγητές στον ουρανό του χρόνου,
Οπού περνά, εσύ Δήμητρα πανέμνοστη και Βάκχε,
Ανίσως με τη χάρη σας άλλαξε η γης σε αστάκι
Θρεφτάρικο το Χαονικό βαλάνι της, κι' ανίσως
Με τα σταφύλια, που ηύρατε, το κύμα του Αχελώου
Αντάμωσε· και Φαύνοι εσείς, που η δύναμή σας σκέπει
Τους δουλευτές· Φαύνοι μαζή και κορασιές Δρυάδες,
Ελάτε, εγώ τα δώρα σας ψάλλω. Κι' ω Ποσειδώνα,
Που έκρουσες με την τρίαινα τη δυνατή το βράχο,
Και πρώτη η γης σου ανάδωκε τάτι που χλημιντράει,
Και συ, που στέκεις στα δρυμά και που για σε στης Κέας
Τους λόγγους τους θρεφτάρικους λευκά δαμάλια βόσκουν
Τρακόσια· και των κοπαδιών φυλάχτορα, εσύ Πάνα,
Αν αγαπάς το Μαίναλο, καλόγνωμος φανίσου,
Αφίνοντας το πατρικό το δάσος, Τεγεαίε,
Και του Λυκαίου τα δρυμά· και της εληάς ευρέτρα,
Και συ παιδι που ανάδειξες ταγγυστρωτό τ' αλέτρι,
Και συ Σιλβάνε, που κρατείς χολό κυπαρισσάκι
Σύρριζο· κι' όλοι σας θεοί και θέαινες αντάμα,
Που ρίχνετε τ' ανάβλεμμα πρόθυμα στα χωράφια
Και νέους θρέφετε καρπούς χωρίς κανένα σπόρο
Και χύνετε πολλές βροχές για τα σπαρτά ουρανόθε·
Και τέλος και συ, Καίσαρα, που γλίγωρα θα σ' έχουν
Δεν ξέρω των αθάνατων ποιοι σύλλογοι, είτε θέλεις
Νάχεις φροντίδα για τη γης, να κυβερνάς τες χώρες,
Και σένα να παραδεχτεί της τρικυμίας αφέντη
Και των καρπών δημιουργόν η τρισμεγάλη σφαίρα,
Ζώνοντας με τη μητρική μυρτιά το μέτωπό σου·
Είτε κι αν έρθεις σα θεός του απέραντου πελάγου,
Και οι ναυτικοί τη χάρη σου μονάχα προσκυνήσουν,
Και σε λατρέψει η ακρόκοσμη Θούλα και σ' αγοράσει
Μ' όλα τα κύματα γαμπρό δικό της η Τηθύα·
Είτε και με τους όψιμους τους μήνες σμίξεις άστρο
Καινούριο, εκεί που ανάμεσα στάστρα της Ηριγόνης
Και στες χηλές, που ακολουθούν, είνε ανοιχτός ο τόπος,
(Ο φλογισμένος ο Σκορπιός μαζεύει από τα τώρα
Ο ίδιος τα βραχιόνια του και τουρανού σ' αφίνει
Περσότερο από το σωστό μοιράδι·) ότι κι' α θάσαι
(Τι βασιληά τα Τάρταρα δεν πρέπει να σ' ελπίζουν·
Μη σούρθει τόσο φοβερός πόθος να βασιλεύεις, —
Αν και θιαμάζουν οι Έλληνες τα Ηλυσιακά λιβάδια,
Κ' η Περσεφόνη αρνήθηκε τη μάννα ν' ακλουθήσει,
Που τη ζητούσε·) στρέξε εσύ τ' απόκοτο άρχισμά μου
Και δος του δρόμου εύκολο και βάδιζε μαζή μου,
Σπλαχνιστικός για τους γεωργούς τους άγνωρους της στράτας,
Και με δέησες συνείθισε να κράζεσαι από τώρα.

Με την καινούριαν άνοιξη, σα νερουλιάζει ο πάγος
Στα θολωμένα τα βουνά και με ταέρι λυώνει
Ο σάπιος σβώλος, παρευτύς ζεμένο το δαμάλι
Στο πλακωμένο τάλατρο το μουγγητό ας μου αρχίσει,
Κι' ας μου ξαστράφτει το γυννί στ' αυλάκι τροχισμένο.
Μονάχα η γης που δυο φορές ήλιο γρικά και κρύα
Στου δουλευτή ταχόρταγου τους πόθους απαντάει·
Κεινού τ' αμπάρια εσκεύρωσεν ο αμέτρητος ο θέρος.
Πριν όμως σκίσει σίδερο τ' αγνώριμο χωράφι,
Να μάθουμε τους άνεμους θα λάβουμε την έγνοια
Και τουρανού τα διάφορα συνήθεια, και στους τόπους
Τι φύτευαν οι παλαιοί και τι είνε φυσικό τους,
Και κάθε μέρος τι γεννά και τι το κάθε αρνιέται.
Εδώ προκόβουν τα σπαρτά, κ' εκεί τ' αμπέλια κάλλιο,
Κι' αλλού των δέντρων οι καρποί, και πρασινίζουν χόρτα
Απρόσταχτα. Μη δε θωρείς που οι τρυφεροί Σαβαίοι
Μας στέρνουν τα λιβάνια τους, η Ινδία το φίλντισί της,
Ο Τμώλος κρόκου αρώματα, κ' οι Χάλυβες οι ζόρκοι
Σίδερο; Και φαρμακερά καστόρχια στέρνει ο Πόντος,
Κ' η Ήπειρο των Ολυμπιακών πουλάρων της τα βάγια.
Η φύση αμέσως πρόβαλε σε διορισμένους τόπους
Τους νόμους τούτους, κ' έγραψε συνθήκες αναιώνιες,
Άμα που ο Δευκαλίωνας στον αδειανόν τον κόσμο
Τες πέτρες επρωτόριξε που γίνηκαν ανθρώποι,
Το γεννοβόλι το σκληρό. Λοιπόν ομπρός· ας γέρνουν
Της γης την όψη την παχειά τα δυνατά δαμάλια,
Δίχως να χάνεται ο καιρός από τους πρώτους μήνες
Του χρόνου, και το σκονιστό το καλοκαίρι ας βράσει
Με τόριμο λιοπύρι του τους σβώλους που απομένουν.
Αλλά α δεν είνε γόνιμο το χώμα, τότες φτάνει
Να τ' αλαφρόσουν αύλακες ριχοί, σα βγαίνει ο Αρκτούρος,
Θάπνιγε αλλοιώς τους γελαστούς καρπούς εκεί το χόρτο,
Κ' εδώ στον άμμον το φτωχό θάφευγε, η λίγη νότια.

Κι' ομοίως σ' αντικατάλλαγες χρονιές δε θα δουλεύεις
Το θερισμένο νιόργωτο χωράφι και θ' αφήκεις
Στη σκόλη να δυναμωθούν οι μουδιασμένοι κάμποι·
Ή, μ' άλλο αστέρι, κίτρινο σιτάρι θε να σπείρεις,
Εκεί, όπου πριν εθέρισες τόσπριο το ψωμωμένο
Στο βροντερό λοβίδι του, και τη λιανή τη γέννα
Του λαθυριού, και του πρικού του λουμπανιού τα φλέστρα
Τα ψαθερά και το λογγό που ολόγυρα αντηχούσε,
Γιατί τα λιναρόφυτα συγκαίνε τα χωράφια,
Καίνε κ' οι σπόροι του βρωμιού, καίνε κ' οι παπαρούνες,
Πούνε με τους Ληθαϊκούς τους ύπνους μοσκεμένες.
Μα σαν ξαλλάζεις τες σπορές είν' εύκολος ο κόπος,
Α μοναχά δε ντρέπεσαι το χώμα τ' αναμμένο
Να το χορτάσεις κοπριές παχειές και στα χωράφια
Τα ξεπεσμένα ακάθαρτες να ρίξεις στάχτες· κ' έτσι,
Όταν αλλάζεις τους καρπούς, οι κάμποι ξεμουδιαίνουν,
Κι' ως τόσο ούτε το δόσιμο της χέρσης γης δε λείπει.
Οι κάμποι κι' όλας οι φτωχοί πολλές φορές συμφέρει
Ν' ανάφτονται και τ' αλαφρυά ταχύρατα να καίγουν
Οι φλόγες που τριζοκοπούν, είτε γιατί από κείθε
Το χώμα παίρνει δύναμες κρουφές και πλούσιο θρέμμα.
Είτε γιατί με τη φωτιά του ξεθυμαίνουν όλες
Οι κακοσύνες κ' οι όγρητες οι ανέφελες σαν ίδρος
Βγαίνουν, ή και περσότερους δρόμους και φυσητήρες
Κλειστούς ανοίγει η ζεστασιά, κ' έτσι το νιο χορτάρι
Παίρνει χυμούς, ή και γιατί φρύγει περσά και σφίγγει
Τες φλέβες τες ορθάνοιχτες, κ' έτσι η λιανή ψυχάλα,
Ή η μπόρεση η δεινότερη του ήλιου τ' αψιωμένου,
Ή και το κρύο το ψιλό της μπόρας δε θα βλάφτουν.

Πολύ βοηθάει κι' όλας τη γης όποιος με τες αξίνες
Τους σβώλους τους ασάλευτους συντρίβει κι' από πάνου
Σέρνει τα βέργινα πλεχτά· (του κάκου δεν τηράζει
Εκείνον από τα ψηλά του Ολύμπου η ξανθομάλλα
Δήμητρα·) κι' όποιος, γέρνοντας λοξά το αλέτρι, πάλι
Χαλά τες ράχες που άσκωσε στο σιάδι το σκισμένο,
Και σκάφτει το συχνό τη γης και τήνε δυναστεύει.

Προσευκηθείτε, δουλευτές, για βροχερνά ηλιοστάσια
Και για χειμώνες ξάστερους. Στες σκόνες του χειμώνα
Τα στάρια είνε πασίχαρα, χαιράμενος κι' ο κάμπος.
Χωρίς δουλειά περήφανη είνε η Μυσία τόσο,
Θιαμάζουν και τα Γάργαρα τους θέρους τους τα ίδια.
Τι θένα πω για εκείνον που, με το τσαπί στο χέρι,
Τη γης παιδεύει, αφού έρριξε το σπόρο και γκρεμίζει
Τες σωριασμένες χούμουλες πώχουν περίσσιο πάχος;
Και το ποτάμι στα σπαρτά στερνώτερα οδηγάει
Και τα τραφούλια, που υπακούν· και σύντα ο κάμπος βράζει,
Ξερός, με ετοιμοθάνατα χορτάρια, να, το κύμα
Από του ορθού μονοπατιού το χτένι κατεβάζει;
Εκείνο πέφτει ανάμεσα στους τροχισμένους βράχους
Και βγάζει ένα μουρμούρισμα βραχνό και θαραπεύει
Τα διψασμένα χώματα με το αναβρύσιασμά του.
Και τι γι' αυτόν που των σπαρτών το θύμωμα να βόσκουν
Στο χορταράκι ταπαλό τα πρόβατά του αφίνει
Αμέσως άμα τα φυτά ταυλάκια τους σκεπάσουν,
Μήπως ταστάκια τα βαρειά ξεγύρουν τα καλάμια;
Και τι γι' αυτόν, που, όσα νερά συμμάζεψαν οι βάλτοι,
Μακράθε από τες χούμουλες τες πιοταριές ξεσπάει,
Σα μάλιστα στους άστατους τους μήνες το ποτάμι
Ξεχειλισμένο χύνεται και πλημμυράει, τα πάντα
Σκεπάζοντας με βούρβουρες, κ' έτσι σαν ίδρος νότιες
Χλιαρές από τες βαθουλές λιμνούλες ξεθυμαίνουν;

Μα ενώ όλα αυτά εδοκίμασαν τα έργα των ανθρώπων
Και των βωδιών στο δούλεμα της γης, δε βλάβουν λίγο
Και του Στρυμώνα οι γερανοί, κ' οι αχόρταγες οι χήνες,
Και με τες ρίζες τες πικρές τ' αντίδι· και ζημιόνουν
Και οι ίσκιοι. Δε βουλήθηκεν ο ίδιος ο πατέρας
Να είνε το δούλεμα εύκολο, κ' επρόσταξε αυτός πρώτος
Με τέχνη η γης να οργόνεται, του ανθρώπου με φροντίδες
Τα φρένα παροξύνοντας, και τα βασίλειά του
Δε θέλησε να χαυωθούν σ'ένα βαρύ κοιμήσι.
Γεωργοί τη γης δεν όργωναν πριν κυριαρχήσει ο Δίας.
Και μήτε καν δεν έκριναν σωστό να σημαδεύουν
Τους κάμπους, ή με τέρμονες να τους αποχωρίζουν.
Το χρήσιμο για το κοινό καθένας εζητούσε,
Κ' ενώ δε γύρευε κανείς, η ίδια η γης τα πάντα
Έδινε προθυμώτερα. Κακό φαρμάκι εκείνος
Εχάρισε στα σκοτεινά σερνάμενα, τους λύκους
Ν' αρπάζουν τους επρόσταξε, τη θάλασσα να σειέται,
Και τη φωτιά εξεμάκρυνε, κ' ετίναξε απ' τα φύλλα
Το μέλι, κ' εσταμάτησε και τα κρασιά που ετρέχαν,
Σαν ποταμάκια εδώ κ' εκεί, για να μορφώσει η χρεία
Με στοχασμό τες διάφορες τες τέχνες γάλι γάλι.
Και το χορτάρι του σταριού στ' αυλάκια να χαλέψει,
Και την κρουμμένη τη φωτιά να την ξεπελεκήσει
Από τες στρυναρόφλεβες. Κ' οι ρεματιές γρικήσαν
Τότες για πρώτη τους φορά τους κουφωμένους σκλήθρους,
Κ' ύστερα ο ναύτης μέτρησε κι' ονόμασε τ' αστέρια:
Πούλια, και Υάδες και λαμπρήν Αρκούδα του Λυκάωνα,
Κ' ύστερα βρήκε ο άνθρωπος πώς κυνηγιώνται τ' άγρια
Με τες θηλειές και πώς μ' οξούς γελιώνται και πώς πρέπει
Να περικλεί με τα σκυλιά τους λόγγους τους μεγάλους.
Και του πλατειού του ποταμού το κύμα τώρα δέρνει
Άλλος με τον πεζόβολο και σκίζει το ως τα βάθη,
Κι' άλλος τραβά, απ' το πέλαγο το νοτερό του δίχτυ·
Το σίδερο ταλύγιστο και το ηχερό λεπίδι
Του πριονιού ήρθαν έπειτα· — τι οι πρώτοι με τες σφήνες
Το ξύλο το καλόσκιστο κομμάτιαζαν· — και τέχνες
Έπειτα εβγήκαν διάφορες. Κόπια απεικά και φτώχια,
Που σπρώχνει σ' έργατα βαρειά, κατάβαλαν τα πάντα.
Δίδαξε πρώτη τους θνητούς η Δήμητρα να σκάφτουν
Τη γης με σίδερο, άμα που κούμαρα και βαλάνια
Λιγόστεψαν στ' άγιο δρυμό κι' αρνήθηκε η Δωδώνη
Θρόφιμα. Αμέσως έσμιξαν και των σταριών οι αρρώστιες,
Κ' έτσι μελούριασμα κακό τα φλέστρα κατατρώει,
Και στα χωράφια τάχρηστο ταγκάθι αναγριτσιάζει,
Χαλά το γέννημα, τραχύ λογγάρι ξεφυτρόνει:
Η κολλητσίδα, ο κάρδωνας, και βασιλεύουν αίρες
Άτυχες κι' αγριόβρωμος μες τα σπαρτά που λάμπουν.
Για τούτο α δεν ξεκυνηγάς με τα τσαπιά το χόρτο
Αδιάκοπα, κι' αν τα πουλιά δε σκιάζεις με τους κρότους,
Κι' α με κασσάρι τες ισκιές του ανήλιαγου του τόπου
Δε λιγοστεύεις, και βροχές με τάματα δεν κράζεις,
Ώφου! του κάκου θα τηράς ξένους σωρούς μεγάλους,
Και σειώντας στα δρυμά το ιδρύ την πείνα θα πρααίνεις.

Θα ειπώ και ποια είνε τάρματα του δυνατού ξωμάχου,
Που δίχως τους ουδέ σπαρμός δε γένεται ουδέ θέρος:
Πρώτα το ξύλο το βαρύ για το ζαβό ταλέτρι,
Και το γυννί, και της θεάς, που σέβεται η Ελευσίνα,
Ταμάξια τ' αργοκίνητα, κ' οι σάνιες, κ' οι λοκάνες,
Και ταξινάρια που απεικά ζυγίζουν, χώρια κι' όλας
Του Κελεού το ύπεργο το ταπεινό και ιτιένιο.
Τα κουμαρένια τα πλεχτά, και του Ίακχου το τηρμόνι
Το μυστικό· κι' από καιρούς παρέτοιμα όλα τούτα
Θένα φυλάς προβλεφτικός, α θένα σε προσμένει
Δόξα, που να σου πρέπεται, της θεϊκιάς γεωργίας.
Ένας φτεληάς που από μικρός λυγίστηκε στο δάσος
Κυριεύεται με δύναμη πολλή γι' αλατροπόδι.
Κι' άλατρου παίρνει απόζαβην ειδή, κι' οχτώ ποδάρια
Τραβιέται ο σύρτης στο χοντρό· κολλιέται κ' η διχάλα,
Πούχει τη ράχη της διπλή και τα διπλά φτερούγια.
Πρωτοχαλιέται, για ζυγός, τανάλαφρο φλαμούρι,
Για χερολάβα, που γυρνά τες χαμηλές ροδούλες
Από τα οπίσω, το ψηλό τζιρούνι, και τα ξύλα
Τα δοκιμάζει κι' ο καπνός σ' ογνήστρες κρεμασμένα.

Πολλά διδάγματα παλαιών μπορώ να σου αναφέρω,
Α μείνεις και δε βαρεθείς ψιλοδουλιές να μάθεις:
Πρώτα με κύλιντρο τρανό θε να σιαστεί ταλώνι,
Με χέρι θ' αναγυριστεί, με λιπαρή λευκάργα
Θα πλεριωθεί, για να μη βγει χορτάρι και μη σκάσει
Εξουσιασμένο απ' τους μποχούς· τι τότες το ζημιόνουν
Χίλιες πληγές συχνώτατα το μικροστό ποντίκι
Μέσα στη γης το σπίτι στιεί και χτίζει και τ' αμπάρι,
Ή τες μονιές οι ανόμματες οι λυγαρίδες σκάφτουν·
Οι ζάμπες κι' όλας βρίσκονται μέσα στες τρύπες κι' όσα
Είνε τα πλήθια τέρατα που η γης γεννά, και λάλες
Του σιταριού τα θεώρατα κουλούμια διαγουμίζουν,
Κι' ο μέρμηγκας που τ' άπορα γεράματα φοβάται.
Και κοίταζε σα ντύνονται στα δάσα μ' άνθη πλήθια
Οι αμυγδαλιές κ' οι κλάδοι τους βαΐζουν μυροβόλοι,
Αν περισσεύουν ος καρποί, θα γένουν κι' όμοια στάρια,
Και μέγα αλώνισμα θαρθεί με τες μεγάλει κάψες·
Αν κάμει αντίς ισκιά πολλή το θύμωμα των φύλλων.
Θα τρίψει αλώνι περιττά πλούσιο σε χνούδι φλέστρο.
Και τες σπορές να ξαρρωστούν πολλούς σπορηάδες είδα,
Να τες ποτίζουν νίτρο πριν κι' απέκει μαύρη μούργα,
Για να τραναίνουν τα σπειριά στ' απατηλά λοβίδια.
Και με φωτιά τέλεια μικρή γοργά να μαλακόνουν.
Κι' όμως σπορές, που με πολλούς εξεταστήκαν κόπους
Και για καιρό διαλέχτηκαν, είδα να μπασταρδέψουν,
Α χρονικώς η μπόρεση τ' ανθρώπου, η τρισμεγάλη,
Δε χεροδιάλεε κάθε μιαν. Από θεού τα πάντα
Ρέπουν προς το χειρότερο· και σαν κυλήσουν, πίσω
Δεν ξαναγέρνουν· όχι αλλοιώς παρά καθώς εκείνος
Που μεταβιάς με τα κουπιά τη βάρκα λάμνει ενάντια
Στο ρέμα, και που, αν άξαφνα τα μπράτσα ξετεντώσει,
Βαθειά τον σέρνει ο ποταμός με τα γοργά νερά του.

Και τόσο θα προσέχουμε στ' Αρκτούρου τους αστέρες
Και στες ημέρες των Ριφιών και στο λαμπρό τον Όφιο,
Όσο κι' αυτοί που πλέοντας προς την πατρίδα πάλι
Σ' ανεμισμένα πέλαγα τον πόντο δοκιμάζουν,
Και τα στενά τ' αστρακερά της Άβυδος διαβαίνουν.
Σαν ίσιες κάνει η Ζυγαριά της μέρας και του ύπνου
Τες ώρες και καταμεσίς τη σφαίρα διαμοιράζει
Για το σκοτάδι και το φως, ανθρώποι, ξεσκολάστε
Τα βώδια σας και σπείρετε στους κάμπους τα κριθάρια,
Ως τη βροχή την ύστερη του ανήμερου ηλιοστάσιου.
Κ' είνε καιρός της Δήμητρας η παπαρούνα κι' όλας,
Και τα σπαρτά του λιναριού να σκεπαστούν με χώμα,
Και ν' ακκουμπήσει ο δουλευτής απάνου στ' άλατρό του,
Όσο είνε ακόμα η γης ογρή και κρέμονται τα γνέφια.
Σπέρνουν την άνοιξη κουκκιά, και συ, τριφύλλι, τότες
Πέφτεις στ' αυλάκια τα σαπρά· πλακόνουν κ' οι φροντίδες
Οι χρονικές για το κεχρί, ενώ το χρόνο ανοίγει
Με τα χρυσά του κέρατα το λαμπερό Δαμάλι,
Κι' ο Σκύλος δυεί ξεφεύγοντας τ' αντίθετο τ' αστέρι.
Αλλά α για θέρισμα σταριών και για μεστά ασπροσίτια
Εργάζεσαι κ' είσαι ζηλός μονάχα για τα αστάκια,
Τ' Άτλαντα θένα σου κρουφτούν οι αυγερεινές οι κόρες,
Θα κατεβή το Κνωσιακό τάστρο του φλογισμένου
Του Στεφανιού, πριν τες σπορές που πρέπουν παραδώκεις
Στ' αυλάκι και πριν μπιστεφτείς σ' ανόρεχτο χωράφι
Την κάθε ελπίδα της χρονιάς σπουδάζοντας. Αρχίσαν
Πρι βασιλέψει η Μαία πολλοί, αλλά με κούφια μόνο
Αχύρατα τους γέλασε το γέννημα που ελπίσαν.
Αν πάλι σπείρεις λάθυρους και το φτηνό φασούλι,
Και της Πηλουσιακής φακής δεν αψηφάς τες έγνοιες,
Σημείο δε στέρνει σου άδηλο σαν κάθεται ο Βοώτης.
Σπέρνε, κι' ακλούθα τους σπαρμούς, ως την καρδιά της πάχνης.

Για τούτο κι' όλας ο λαμπρός φωστήρας κυβερνάει
Τον κύκλο, που μοιράζεται σε μέρη μετρημένα,
Μ' άστρα του κόσμου δώδεκα. Κατέχουν πέντε ζώνες
Τον ουρανό· κ' η μία τους κοκκινισμένη πάντα
Είνε απ' τον ήλιο τον αψύ και πάντα είνε καμένη
Από τες φλόγες, και γυρνούν οι τελευταίες οι δύο,
Πούνε δεξιά κι' αριστερά, τρογύρου της γαλάζιες,
Και που τες πήγουν οι βροχές οι μελανές κ' οι πάγοι.
Σ' εκείνες και στη μεσινήν ανάμεσα άλλες δύο
Η χάρη των αθάνατων στους δόλιους τους ανθρώπους
Έδωκε· κ' είνε από τη μια στην άλλη χαραγμένος
Δρόμος, κ' εκεί η λοξή σειρά των σημαδιών κινιέται.
Καθώς προς τες Ριπαίες κορφές και τη Σκυθίαν ο κόσμος
Σηκόνεται ανηφορητός, στα νότια της Λιβύας
Χαμηλωμένος ροβολά· για μας ταψήλου πάντα
Είνε ένας πόλος· μα οι ψυχές κ' η μαύρη Στύγα βλέπουν
Αυτόν πούνε αποκάτου μας. Ο δράκοντας ο μέγας
Με λυγισιές κοδελλωτές κυλά γύρω στον έναν,
Σαν ποταμός ανάμεσα στες δύο τες Αρκούδες:
Αρκούδες που στον ωκεανό φοβούνται να βουτήσουν.
Στον άλλο, λεν, ή σιγαλή βαθειά νυχτιά κυριεύει,
Κ' η νύχτα πάντοτε απλωτή πυκνόνει τα σκοτάδια,
Ή κ' έρχεται από μας η Αυγή και φέρνει την ημέρα·
Κι' όταν με τα λεχάμενα φαριά, σαν πρωτοβγαίνει,
Ο ήλιος χουχουλόνει εμάς, το βραδιανό το φως του
Στον άλλον πόλο κόκκινος ανάβει ο Αποσπερίτης.
Μπορούμε εδώθε τους καιρούς να μάθουμε από πρώτα
Στον ουρανό τον άστατον εδώθε και την ώρα
Του θερισμού και του σπαρμού· κι' ακόμα πότε αρμόζει
Τάπιστο κύμα με κουπιά να βαρηθεί και πότε
Στο πέλαγο θένα σπρωχτούν οι αρματωμένοι στόλοι,
Ή στο δρυμό θένα ριχτεί το γενομένο πεύκο.

Κι' ας μην παραμονεύουμε κι' ανατολή και δύση
Των σημαδιών στα περιττά και τη χρονιά που πάντα
Είνε η ίδια με τους τέσσερους ξεχωριστούς καιρούς της.
Σύντα βροχή κρυαδερή κλει μέσα τον εργάτη,
Μ' άνεση γένονται πολλά που μεταβιάς σαν είνε
Ξαστερωμένος ο ουρανός μ' ασπούδα θα γενόνταν:
Του στομωμένου του γυννιού σφυροκοπά το δόντι
Ο ζευγουλάτης το σκληρό· στο δέντρο σκάφτει σκάφες,
Ή και με το σημάδι του τα πρόβατα σφραγίζει,
Ή τους σωρούς του μ' αριθμούς. Ξουβλίζουν πελεκώντας
Άλλοι τες διπλοκέρατες φουρκάτες και τους πάλους,
Και δεμασιές για τ' απαλό το κλήμα συγυρίζουν
Αμεριανές· ας πλέκεται με τη βατένια βέργα
Τώρα καλάθι βολικό, τώρα καρπούς στη φλόγα
Ψένετε, τώρα αλέστε τους με το κοτρώνι. Βέβαια
Και τες γιορτές να γένονται κάποιες δουλιές το δίκηο
Κ' οι νόμοι αφίνουν, και καμιά θρησκεία δεν εμποδίζει
Τα ποταμάκια να οδηγάς, για τα σπαρτά ν' απλόνεις
Φράχτες, παγίδες για πουλιά να στιείς, να καις αγκάθια,
Και το κοπάδι των αρνιών στο υγέστατο ποτάμι
Να κολυμπάς· πολλές φορές φορτώνει κι' ο αγωγιάτης
Πάνου στη ράχη του οκνηρού του φορτικιού το λάδι
Και τα φτηνά τα οπωρικά, και χαραχτό ληθάρι
Φέρνει οχ τη χώρα γέρνοντας και μάζα μαύρης πίσσας.

Τες πρόσφορες για τες δουλιές ημέρες μ' άλλη τάξη
Και το φεγγάρι εδιόρισεν: αλάργευε την πέμτη,
(Τες Εριννύες εγέννησε, τον Άδη κι' όλας, σύντα
Η γης με γέννα βλάστημη τον Ιαπετό, τον Κοίον
Έκαμε και τον άσπλαχνο τον Τυφωέα, κι' όλα
Ταδέρφια, πούχαν ορκιστεί τον ουρανό να σκίσουν.
Αγωνιστήκαν τρεις φορές την Όσσα να ποθώσουν
Πάνου στο Πήλιο, ω θάμασμα, και πάνου από την Όσσα
Το δεντρωμένον Όλυμπο βάλθηκαν να κυλήσουν.
Μα τα στημένα τα βουνά μ' αστροπελέκι ο Δίας
Ρειπίζει και τες τρεις φορές.) Και βολικιά είνε μέρα
Για να φυτεύεις κλήματα και να μερόνεις βώδια
Πιασμένα, και σε ξύφαση να δένεις τα στημόνια,
Η δέκατη που ακολουθά την έφτατη· στο φύγι
Καλλίτερη είνε η έννιατη, στα κλεψιμιά είνε ενάντια.

Και κάλλιο γένονται πολλά την κρύα τη νύχτα κι' όλας,
Ή το πουρνό σύντα τη γης ο Αυγερινός δροσιάζει:
Κάλλιο το φλέστρο ταλαφρύ κοσσίζεται τη νύχτα,
Νύχτα τα στεγνολίβαδα· νοτιές που μαλακόνουν
Έχουν οι νύχτες. Κι' αγρυπνά πρόσαργα το χειμώνα
Κάποιος στο φως του λυχναριού και με τ' ακονισμένο
Σίδερο σκίζει τα δαδιά, κι' ως τόσο με τραγούδι
Παρηγορά τους μακρυνούς τους κόπους η συμβία
Συροκελώντας το ηχερό το χτένι στα στημόνια,
Ή και στες φλόγες το γλυκό χυμό του μούστου βράζει,
Ξαφρίζοντας του λεβετιού, που τράζεται, το χόχλο
Με φύλλα. Μα θερίζονται μες την καρδιά της ζέστας,
Τα κόκκινα γεννήματα, και στην καρδιά της ζέστας
Στ' αλώνια ξεσπορίζονται τ' απόξερα σιτάρια.
Σπέρνε γυμνός· αλάτρευε γυμνός· τι το χειμώνα
Άνεργοι μένουν οι γεωργοί, και το συνέμπασμά τους
Οι δουλευτάδες γεύονται συχνά με τες κρυάδες,
Κι' αλλήλως τους χαιράμενοι φροντίζουν για συμπόσια.
Καλεί ο χειμώνας σε γιορτές και καταλυεί τες έγνοιες,
Καθώς τα πλοία σαν έρχονται γιομάτα στο λιμάνι
Κ' οι ναύτες με χαρές κρεμούν στην πρύμνη τους στεφάνια.
Κ' είνε όμως τότες ο καιρός τα μύρτα τα αιματένια,
Οι εληές, τα δαφνοκούκουτσα, και τα δεντροβαλάνια
Να μαδηθούν, συρτοθηλειές για γερανούς και δίχτυα
Για λάφια τότες να στηθούν· να ξατρεχτεί ο μακραύτης
Λαγός· κι' αυτός που τα σκοινιά στριφογυρνά σφεντόνας,
Βαλεαρικής από στουππί, ζαρκάδι να τρυπήσει,
Ενώ το χιόνι κοίτεται ψηλά και κατεβάζουν
Οι ρεματιές των ποταμών κομματιασμένους πάγους.

Και τι για τάστρα θένα πω, και τι για τα δρολάπια
Του χινοπώρου; Τι γι' αυτά που πρέπει να προσέχουν
Οι ανθρώποι, σα γένονται μικρότερες οι μέρες
Κ' οι ζέστες μαλακώτερες; ή τον καιρό που φεύγει
Η άνοιξη η βρεχάμενη και σαν αναγριτσιάζει
Τ' αστακωμένο γέννημα στους κάμπους και φουσκόνουν
Στο φλέστρο τους το πράσινο γαλατερά τα στάρια;
Εγώ συχνά, κι' αφού ο γεωργός επήρε στα χωράφια
Τα κίτρινα το θεριστή, κι' αφού είχε σπάσει κι' όλας
Κριθάρια απ' τα λιγάθινα τα φλέστρα, των ανέμων
Είδα παντούθε ορμητικά ν' ανταμωθούν οι αμάχες,
Που αναπελλούσαν τα σπαρτά τα πολυβαρεμένα
Από τα βάθη, ξίριζα, ταψήλου ρίχνοντάς τα. —
Με μαύρο ανεμοστρούφουλα τανάλαφρο το φλέστρο
Και το πετούμενο άχυρο παίρνει ο χειμώνας όμοια. —
Πλήθος αρίφνητο νερά συχνά πλακόνουν κι' όλας
Τον ουρανό, και τάσκημο δρολάπι κουλουμόνουν
Γνέφια, που από το πέλαγο μαζεύονται γιομάτα
Μαύρες βροχάδες, και κυλά ο τρίψηλος αιθέρας,
Και τα χαρούμενα σπαρτά και των βωδιών οι κόποι
Σαχλιάζουν στα δαρτά νερά, γιομίζουν τα χαντάκια,
Φουσκόνουν στο κρεββάτι τους οι ποταμοί βροντώντας,
Κ' η θάλασσα με τ' αφριστά τα κύματά της βράζει.
Ο Δίας με χέρι αστραφτερό μες των γνεφιών το σκότος
Ρίχνει τ' αστραποπέλεκο. Τη γης την τρισμεγάλη
Σεισμός ταράζει· εχάθηκαν τ' αγρίμια· και στον κόσμο
Δειλιάζει τρόμος ταπεινός τ' ανθρώπινα τα σπλάχνα.
Αυτός με βόλι φλογερό τον Άθο ή τη Ροδόπη
Ή τα Κεραύνια τα ψηλά χτυπά· διπλόνει ο Νότος,
Ως κ' οι βροχάδες οι πυκνές· και τώρα κλαιν τα δάσα.
Και τώρα κλαίνε κ' οι γυαλοί για τ' απεικά φυσούνια.
Αυτό φοβούμενος κ' εσύ θένα τηράς τους μήνες
Και τους πλανήτες τουρανού και που του Κρόνου τάστρο
Αποτραβιέται το ψυχρό, κ' η φλόγα της Κυλλήνης
Με τι περιγυρίσματα στον ουρανό πλανιέται.
Το πρώτο απ' όλα τους θεούς θένα τιμάς και κάθε
Χρονιά θα κάνεις της τρανής της Δήμητρας θυσίες.
Στο χόρτο το γελάμενο προσφέρνοντάς τες πάντα.
Σύντα σωθούν της χειμωνιάς οι τελευταίες ημέρες
Κι' αρχίσει κι' όλας η άνοιξη με τες καλοκαιρίες.
Παχειά είνε τότες και ταρνιά, καλότατα τ' ακράτα,
Τότες κ' οι ύπνοι είνε γλυκοί κ' οι ισκιές πυκνές στα όρη.
Για σε ας τιμά τη Δήμητρα του κάμπου η νεολαία
Όλη, και συ για λόγου της ας λυώνεις τες κηρήθρες
Στο γάλα και στο νόστιμο το χάρισμα του Βάκχου·
Και τρεις φορές ολόγυρα στους νέους καρπούς ας έρθει
Το θύμα το ευτυχιστικό που θα το συνοδεύουν
Σύντροφοι αναγαλλιάζοντας κι' όλοι οι τραγουδιστάδες
Με τες φωνές τους κράζοντας τη Δήμητρα στα σπίτια.
Και κόσσα κάτου απ' τώριμο ταστάκι ας μην ποθώσει
Κανείς, α για τη Δήμητρα δε στεφανώσει πρώτα
Με ιδρύ πλεχτό το μέτωπο κι' ανίσως πριν δεν κάμει
Ασύστατα κουνήματα κι' α δεν ειπεί τραγούδια.

Για να μπορούμε κι' όλα εμείς με θετικά σημεία,
Τούτα να προγνωρίζουμε: κάψες, βροχές και ανέμους
Που τες κρύαδες οδηγούν, εδιόρισε ο πατέρας
Ο Δίας τι το μηνιάτικο φεγγάρι θα ορμηνεύει,
Με τι άστρο πέφτουν οι νότιες, συχνά τι βλέπει ο εργάτης
Τόμου κρατεί σιμώτερα στους σταύλους τα κοπάδια.
Αμέσως σα θα σηκωθούν ανεμικές ή αρχίζει
Ανήσυχο το μάμαλο της άρμης να φουσκόνει,
Και στα ψηλότερα βουνά ν' ακούγεται ένας κρότος
Ξερός, ή ανακατόνονται στα μακρυνά αντηχώντας
Οι ακρογιαλιές και του δρυμού περσεύει το μουρμούρι.
Και μεταβιάς ταπόζαβα σκαριά φυλάει το κύμα.
Τόμου γοργά οι βουτουναριές πετούν από τη μέση
Της θάλασσας και στους γιαλούς τα κράσματά τους φέρνουν,
Παίζουν στην ξέρη οι κόλυμποι και παραιτούν τες λίμνες
Τες γνωρισμένες οι ρωδιοί στα σύγνεφα πετώντας.
Σαν περιμένονται άνεμοι συχνά θα βλέπεις κι' όλας
Άστρα να χύνονται μ' ορμή, και στης νυχτός το σκότος
Οπίσω τους ν' ασπρολογούν μακρές αράδες φλόγας·
Συχνά ν' αεροστέκονται και τα πεσμένα φύλλα
Και τάχυρο τανάλαφρο, και στων νερών την όψη
Να παιγνιδούν πλεούμενα φτερά. Μα σαν αστράφτει
Από το μέρος τ' αγροικού Βορηά και σα βροντάει
Του Εύρου και του Ζέφυρου το σπίτι, τότε οι κάμποι
Έπλεξαν, πες, μ' ολόγιομες τες σούδες κι' όλοι οι ναύτες
Στη θάλασσα το ογρό παννί μαζεύουν. Και ποτέ της
Ανειδοποίητα η βροχή δεν έβλαψε: ή τη φεύγουν,
Όταν ανασηκόνεται, τανάερα τα γεράνια
Στες λαγγαδιές τες χαμηλές, ή μ' ανοιχτά ταρθούνια
Κοιτάζοντας τον ουρανό ρουφά η δαμάλα αέρα,
Ή γύρου στα λιμνιά πετά λαλώντας χελιδόνι
Και οι βαθρακοί το μάλωμα ταρχαίο στο βάλτο ψάλλουν·
Κι' απ' το γιατάκι το κρουφό βγάζει συχνά τ' αυγά του,
Περνώντας πάντα στο στενό στρατί του το μερμήγκι,
Κ' η δόξα πίνει το νερό, κ' οι κόρακες φουσάτο,
Γυρίζοντας από βοσκή, σαν το μεγάλο ασκέρι,
Με τες φτερούγες άκοπα πολλήν αντάρα κάνουν.
Τα διάφορα πετούμενα της θάλασσας κ' εκείνα
Που περπελλούν στ' ανάλατα βιβάρια του Καΰστρου,
Ολόγυρα από τ' Ασιακά λιβάδια, θένα βλέπεις
Να χύνουν άφτονες βροχές στους νώμους τους με ζήλο.
Και πότε το κεφάλι τους στα κύματα να γδόνουν.
Πότε να τρέχουν στα νερά, και πάλι θα τα βλέπεις
Να λαχταράν το βιαστικό το λούσιμο τουκάκου.
Κράζει βροχάδες κ' η μιαρή κουρούνα με την πλέρια
Φωνή και μόνη στο στεγνό ακρογιαλι σεργιανάει.
Και μάλιστα κ' οι κορασιές που το μαλλί τη νύχτα
Γρένουν, γνωρίζουν τον καιρό τον άσκημο σα βλέπουν
Το λάδι να σπιθοβολά στον αναμμένο λύχνο
Και να μορφόνονται σαπρές καψάθρες στο φυτίλι.

Κι' απ' τη βροχή θε να μπορείς τες ξαστεριές που αρχίζουν
Και τες λιακάδες να προϊδείς κι' από σημάδια βέβαια
Να τες γνωρίζεις: επειδή των άστρων τότε η λάμψη
Δε θένα φαίνεται θαμπή· σα βγαίνει το φεγγάρι
Στην κοκκινάδα του αδερφού δε θάνε υποταγμένο·
Δε θα γυρίζουν σύγνεφα ψιλά σαν αρνοπόκια
Στόν ουρανό· και στους γιαλούς, στο χλιαρό τον ήλιο,
Δε θε ν' ανοίγει τα φτερά ταγαπημένο το όρνιο
Της Θέτιδας, και να σκορπούν δε θα θυμούνται οι χοίροι
Τάδετα τα χερόβολα με τ' άπαστρό τους στόμα.
Μα τότες πέφτουν χαμηλά τα γνέφια και στον κάμπο
Απλόνονται· και βλέποντας το κάθισμα του ήλιου,
Απ' την ψηλότερη κορφή, τουκάκου η κουκκουβάγια
Τα βραδιανά τραγούδια της αρχίζει. Ξαναφαίνει
Ο Νίσος ψηλοπέταχτος στον καθαρόν αέρα
Κ' η Σκύλλα για την πορφυρή την κόμη τιμωριέται.
Όπου κι' α σκίζει φεύγοντας εκείνη τον αιθέρα
Τον αλαφρό, νάτος ο οχτρός, ο φοβερός ο Νίσος,
Με σαλαγή την κυνηγά μεγάλη μες τες αύρες·
Κ' εκεί που ο Νίσος χύνεται στες αύρες, φεύγει εκείνη
Γοργά και σκίζει το φτερό τον αλαφρόν αιθέρα.
Τότες τρεις τέσσερις φορές από το στενεμένο
Λαρούγγι τους οι κόρακες φωνές καθάριες βγάζουν,
Και στες ψηλές τους τες μονιές, δεν ξέρω για ποια γλύκα,
Καλόρεχτοι περσότερο παρά όσο συνειθίζουν
Μέσα στα φύλλα αλλήλως τους συχνά κάνουν αντάρες,
Και ξαναβλέπουν με χαρές, σαν παύουν οι βροχάδες,
Τανήλικα τα τέκνα τους και τη γλυκειά φωλιά τους.
Και δεν πιστεύω αληθινά πώς θεϊκιά έχουν φύση,
Ή γνώση των μελλάμενων περσότερη, μα βέβαια.
Σαν οι φουρτούνες κ' οι άστατες νοτιές το δρόμο αλλάξουν
Κι' όταν ο Δίας ο βροχερνός πυκνώσει με τους Νότους
Όσα ήταν λίγο πριν αρηά και ξαναρηώσει όσα ήταν
Πυκνά, τα είδη των ορμών αλλάζουν και στα στήθια
Τώρα άλλα ακούν κουνήματα, κι' άλλα σαν οι ανέμοι
Τα γνέφια έφερναν. Των πουλιών εδώθε οι τραγουδίες
Στους κάμπους, και τα γελαστά κοπάδια, κ' οι κοράκοι
Που σκούζουν με το λάρυγγα κι' από χαρά αλαλάζουν.

Μα κι' αν τηράς το γλίγωρον τον ήλιο ή τα φεγγάρια,
Που ξακλουθιώνται ταχτικά, δε θένα σε γελάει
Καμία φορά το αντίμερο και δε θα σε ξαφνίσουν
Οι δόλοι ξάστερης νυχτός. Ανίσως το φεγγάρι,
Σα συμμαζεύει στην αρχή τες στιες που ξαναγέρνουν,
Μαύρον αέρα περικλεί στάφεγγα κέρατά του,
Βροχάδες για το πέλαγο και για τους δουλευτάδες
Μεγάλες ετοιμάζονται. Μα ανίσως κοκκινάδες
Του χύνονται στο πρόσωπο παρθενικές, αέρας
Θε νάρθει. Η Φοίβη πάντα της μ' αέρες κοκκινίζει.
Αν το εναντίο την τέταρτην ημέρα (γιατί αυτή είνε
Η θετικώτερη πηγή) στον ουρανό διαβαίνει
Καθάριο και με μυτερά τα κέρατα, όλη η μέρα
Εκείνη, κι' όσες από αυτήν γεννιώνται, ως να τελειώσει
Ο μήνας, θάνε ανίδεες από βροχή κι' ανέμους,
Κι' άβλαβοι οι ναύτες στους γιαλούς τα τάματα θα πάρουν
Στο Μελικέρτη της Ινώς, στο Γλαύκο, στην Πανόπεια.
Κι' ο ήλιος θα σου προβοδά σημάδια, σαν προβάλλει
Κι' όταν στο κύμα κρούβεται· τον ήλιο συντροφεύουν
Σημάδια θετικώτατα· και μέρος τους μαζή του
Εκείνος φέρνει την αυγή κι' άλλα σα βγαίνουν τάστρα.
Όταν αυτός, σε σύγνεφο κρουμμένος, με κουκκίδες
Το πρώτο του τ' ασήκωμα πλουμίζει και τη μέση
Του δισκαριού του ανατραβά, βροχές θε να υποψιάσεις,
Τι βλαβερός για τα σπαρτά, τα ζα, τα δέντρα ο Νότος
Πλακόνει από το πέλαγο. Κι' όταν, σαν ξημερόνει,
Μέσα στα γνέφια τα πυκνά ξαστράφτουν πλήθιες λάμψες,
Κι' όταν αχνή προβάλλει η Αυγή την κλίνη παραιτώντας
Την κίτρινη του Τιθωνού, άχ κακοδιαφεντεύει
Τότες το κλήμα τώριμο σταφύλι του· βροντώντας
Πλήθιο χαλάζι τρομερό χοροπηδά στες σκέπες.
Κι' όταν, σαν περιδιάβηκε τον ουρανό, μισεύει,
Σου αξίζει περισσότερο και τούτο να θυμάσαι,
Γιατί συχνά τα διάφορα χρώματα να πλανιώνται
Στο πρόσωπό του βλέπουμε: δηλοί βροχές το μαύρο,
Σιρόκους το κοκκινωπό σα στια, μα το εναντίο,
Α με τη στια τη λαμπερή να σμίγουν και κηλίδες
Αρχίζουν, τότες θένα ιδείς τα πάντα ν' αναβράζουν
Με αέρες και με σύγνεφα. Κανείς αυτήν τη νύχτα
Να ταξιδεύω πέλαγα δε θένα με ορμηνέψει,
Ή να ξεσπάσω από τη γης του καραβιού τον κάβο.
Μα αν είνε ο δίσκος φωτεινός, σαν την ημέρα φέρνει,
Ή κρούβει εκείνην που έφερε, θα σκιάζεσαι του κάκου
Κατακλυσμούς, και θένα ιδείς τα δάσα να κινιώνται
Με τον καθάριο το βορηά. Και τέλος τι θα φέρει
Ταπόβραδο και τι ο Νοτιάς ο ογρός στο νου του βάζει,
Και πούθε ο αέρας σύγνεφα καλοκαιρίας θα φέρει,
Ο ήλιος δείχνει· ποιος τολμά τον ήλιο να πει ψεύτη;
Συχνορμηνεύει κι' όλα αυτός πως μυστικές αντάρες
Βράζουν κι' απάτες και κρουφοί πολέμοι αναφουσκόνουν.

Αυτός, κι' όταν ο Καίσαρας ετέλειωσε, τη Ρώμη
Λυπήθηκε, αφού εσκέπασε τ' αστραφτερό κεφάλι
Μ' άφεγγη σιδεροσκουριά και μ' αναιώνια νύχτα
Ο ίδιος εφοβέρισε τα βλάστημα τα χρόνια.
Κι' όμως σ' εκείνον τον καιρό κ' οι θάλασσες κ' οι ξέρες,
Και τα όρνια τα πειραχτικά κ' οι βρωμερές οι σκύλες
Επρομηνούσαν το κακό. Πόσες φορές την Αίτνα,
Που τανοιχτά καμίνια της εκυματοβολούσαν,
Τη βλέπαμε στου Κύκλωπα τους κάμπους να ξεβράζει,
Και σφαίρες φλόγας και λυωτά λιθάρια να κυλάει;
Κι' αχούς αρμάτων άκουσε στους ουρανούς ολούθε
Η Γερμανία, κ' ετάραξαν σεισμοί σπάνιοι τες Άλπες,
Κι' αγρίκησε απεικιά φωνή σταμίλητα ρουμάνια
Ο κόσμος, κ' ίσκιους έβλεπε τες νύχτες στα σκοτάδια,
Τόσο χλωμούς που εξένιζε· κ' εμίλησαν τα ζώα,
(Ω θάμασμα)· και σταματούν οι ποταμοί και χάσκει
Η γης· και μέσα στους ναούς το φίλντισι θλιμμένο
Δακρύζει και το χάλκωμα νοτεύει από τον ίδρο.
Και πλημμυρίζει ο Ηριδανός, των ποταμών ο ρήγας,
Τα δάσα στραγγουλίζοντας με μανιακή ρουφήχτρα
Και τα κοπάδια σύσταυλα παντού στους κάμπους φέρνει.
Δεν έπαψαν να φαίνονται στα σκούτουφλα τα σπλάχνα
Νευρούδια που εφοβέριζαν, δεν έπαψε να βγαίνει
Συναίμα από τα βρυσικά πηγάδια και τη νύχτα
Από τους λύκους που ούρλιαζαν ν' αντιλαλούν οι χώρες.
Άλλες φορές περσότερα βόλια δεν έχουν πέσει
Από τον ξάστερο ουρανό και δεν εφλογιστήκαν
Τόσοι κομήτες άραχνοι. Γι' αυτό ξανάειδαν πάλι
Οι Φίλιπποι ν' ανταμωθούν, αλλήλως τους ενάντια,
Όμοια φορώντας άρματα τ' ασκέρια των Ρωμαίων·
Κ' οι αθάνατοι δεν έκριναν άπρεπο να παχύνουν
Την Ημαθία δυο φορές και τανοιχτά λιβάδια
Του Αίμου με το αίμα μας. Σταλήθεια θάρθει η ώρα,
Που αναγυρίζοντας τη γης με το γυρτό το αλέτρι,
Ο ζευγουλάτης θένα βρει ξιφάρια φαγωμένα
Από τη σκουριά τη ροβή. Με τες βαρειές αξίνες
Κούφια μουριόνια θα χτυπά, και κόκκαλα τεράστια
Στανασκαμμένα μνήματα με θαμασμό θα βλέπει.

Ω πατρικοί ντόπιοι θεοί, και Ρώμυλε και Εστία
Μητέρα που τον Τίβερη φυλάς και τα Παλάτια
Της Ρώμης, μη μποδίσετε τουλάχιστο το νέο
Τούτον εδώ τανάποδα τα χρόνια να συντρέξει!
Από καιρούς τώρα αρκετά ξεπλύναμε στο αίμα
Της Τροίας της Λαομεδοντικής τους άδικους τους όρκους,
Από καιρούς μας σε φτονούν, ω Καίσαρα, του Ολύμπου
Τα ανάχτορα και κλαίονται, πώς έχεις έγνοια ακόμα
Για τους θριάμβους των θνητών, που για κεινούς το δίκιο
Αλλάχτηκε και τ' άδικο: κ' ήρθαν στον κόσμο τόσοι
Πόλεμοι και τα κρίματα τόσες μορφές ελάβαν.
Ούτε ένας, καθώς πρέπεται, τ' αλέτρι δεν τιμάει,
Στρατιώτες σέρνονται οι γεωργοί, χερσόνουν τα χωράφια,
Και λυόνονται τα γυριστά δρεπάνια για να γένουν
Σκληρά σπαθιά. Από δώ κινά τον πόλεμον ο Ευφράτης,
Η Γερμανία από τα εκεί· και τάρματα σηκόνουν
Οι χώρες οι γειτόνισσες χαλώντας τες συνθήκες.
Και ανεύλαβος λυσσομανά σ' όλον τον κόσμο ο Άρης,
Καθώς, όταν τα τέθριππα χυθούν από το κλείσμα,
Περσεύουν πάντα την ορμή, και τον αμαξολάτη,
Οπού του κάκου ανατραβά τα γκέμια, συνεπαίρνουν
Ταλόγατα και στα λουριά δεν πείθεται τ' αμάξι.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ.

Της γης το δούλεμα ως εδώ, και τουρανού ταστέρια·
Και τώρα, Βάκχε, ψάλλω εσέ, και τα βεργά του λόγγου
Αντάμα σου, και της εληάς, που αξαίνει οκνά, το σόι.
Έλα, ω Ληναίε πατέρα, εδώ — εδώ πούνε τα πάντα
Γιομάτα από χαρίσματα δικά σου, που για σένα
Ο κάμπος, το χινόπωρο σταφύλια φορτωμένος,
Ανθεί, κι' αφρίζει στους ληνούς τους ξέχειλους ο τρύγος —
Έλα, ω Ληναίε πατέρα, εδώ, στο νέον το μούστο βούτα
Μαζή μου τα γυμνά μηριά σα βγάλεις τους κοθόρνους.

Το πρώτο απ' όλα: στον πλασμό των δέντρων είνε η Φύση
Πολύτροπη· τι μερικά, χωρίς να τα αναγκάζει
Κανένας, από λόγου τους γεννιώνται, και τους κάμπους
Σκεπάζουν και τα φειδωτά ποτάμια· σα να ειπούμε:
Οι τρυφερές οι παλιουριές, τα λιγερά τα σπάρτα,
Οι λεύκες, κ' οι ασπρογάλανες ιτιές, που οι φυλλωσιές τους
Λαλούν. Και πάλι μερικά σαν πέσει σπόρος χάμου
Φυτρόνουν· όπως οι ψηλές οι καστανιές κι' ο πρίνος,
Που για το Δία των ρουμανιών φυλλομανά μεγάλος,
Ή και τα δέντρα που οι Γραικοί στοχάζονται μαντεία·
Κι' άλλα, καθώς οι κερασιές ή κι' ο φτεληάς, λογγάρι
Πετούν από τη ρίζα τους πυκνότατο· στον ίσκιο
Τον απλωτό της μάννας της τραναίνει η δαφνοπούλα.
Έδωκε η φύση στην αρχή τους τρόπους τούτους μόνο
Και πρασινίζει μ' αυτουνούς κάθε λογής ρουμάνι,
Κάθε λογής χαμόδεντρο και ταγιασμένα δάσα.
Είνε άλλοι που στο δρόμο της τους βρήκε η ίδια η πράξη:
Ο ένας φυτά από ταπαλό το σώμα των μαννάδων
Ξεσκλίζει και ποθόνει τα σ' αυλάκια· μες στο χώμα
Ο άλλος μπήγει τους κορμούς, ή και τεταρτιασμένα
Παλούκια, κι' από μυτερό σκληρόξυλο πασσάλους.
Καμπόσα δέντρα καρτερούν στον τόπο τους να κάμουν
Ζωντανεμένες φυταλιές, και των καταβολάδων
Οι ζαβωσιές με χώματα να πλακωθούν· καμπόσα
Τες ρίζες δε χρειάζονται, και ξέγνοιαστα ο κλαδούχος
Πάλι στη γης τα ξέκλωνα μπιστεύεται· και ρίζα —
Ω το παράξενο άκουσμα — ληίτσινη ξεπετάζει,
Όταν σκιστεί ο κουρούπαλος, τ' απόξερο το ξύλο.
Και θένα ιδούμε το συχνό τους κλάδους ενού δέντρου
Αζήμιωτα να γένονται κλαριά αλλουνού, να βγαίνουν
Στες αλλαγμένες αχλαδιές τα κεντρωμένα μήλα,
Και στες κρανιές τες γουλιερές δαμάσκηνα να ωρμάζουν.

Εμπρός λοιπόν, ω δουλευτές, τα οργώματα, που πρέπουν,
Μαθαίνετε κατά σειρά και τους καρπούς τους άγριους
Μερώστε τους με τη δουλειά· τόποι ας μη μένουν χέρσοι.
Καλό είνε να φυτεύεται στον Ίσμαρον ο Βάκχος,
Και να ντυθεί με τες εληές ο Τάβυρνος ο μέγας.
Κ' έλα κ' εσύ, ω στολίδι μου, συ που δικαίως είσαι
Το πλιο μεγάλο μερτικό της δόξας μου, Μαικήνα,
Κυβέρνησέ με στ' ανοιχτό το πέλαγο πετώντας,
Κ' εσύ μαζή μου σύντρεχε τους αρχισμένους κόπους.
Στους στίχους μου δεν πιθυμώ τα πάντα ν' αγκαλιάσω,
Ούτε κι' αν είχα στόματα εκατό κ' εκατό γλώσσες
Και σιδερένια τη φωνή. Έρχου· σιμά στες πρώτες
Ακρογιαλιές αρμένιζε· κοντά μας είνε η ξέρη·
Εδώ δε θένα σε κρατώ με πλανερό τραγούδι
Και με μακρολογήματα κι' ατελείωτα προοίμια.

Τα δέντρα που σηκόνονται στο φωτεινό βασίλειο
Μονάχα, αλήθεια ειν' άκαρπα, μα δυνατά κι' ωραία.
Μπόρεσες βέβαια κρούβονται στη γης· αλλά και τούτα,
Σα κεντρωθούν ή σα στηθούν σ' ανασκαμμένο λάκκο,
Έτσι αλλαγμένα, παραιτούν το φυσικό τους τ' άγριο,
Κι' αμέσως υποτάζονται στες τέχνες, που εσύ θέλεις,
Με τα συχνά δουλέματα. Και πράζει κι' όλας έτσι
Το δέντρο αυτό που στέρφικο βλασταίνει από τες ρίζες
Τες πλιο βαθειές, σα φυτευτεί στους ανοιχτούς τους κάμπους·
Τώρα της μάννας της ψηλής η φυλλωσιά κ' οι κλάδοι
Το ισκιάζουν και το ροδαμό του παίρνουν σα θ' αξήσει,
Και σα θα κάμει τον καρπό, το στίφουν. Μα τα δέντρα,
Που εγίνηκαν από σπορές ριγμένες, σιγοαξαίνουν
Κ' ίσκιο στα αγγόνια ταργητά θα κάμουν. Μπασταρδεύουν
Τα μήλα που τα πρώτα τους ζουμιά ξεχνούν· και βγάζουν
Τσαμπί τα κλήματα άσκημο, που τα πουλιά το βόσκουν.

Για κάθε δέντρο φυσικά πολλοί θα πάνε κόποι:
Όλα σ' αυλάκια θα στηθούν αραδιαστά και πρέπει
Να μερωθούν με περισσές του δουλευτή φροντίδες.
Όμως οι εληές από κορμούς καλήτερα προκόβουν,
Ταμπέλια από ριγίσματα και από το πλέριο ξύλο
Της Αφροδίτης οι μυρτιές. Γεννιώνται από φυτάρια
Κ' οι δυνατές λεφτοκαρυές, κ' οι τρισμεγάλοι φράξοι,
Ως και το δέντρο το ισκερό, που του Ηρακλή στεφάνι
Έδωκε, κ' η βαλανιδιά του Χαονικού πατέρα,
Και τέλος όμοια γένονται κ' οι φοινικιές οι ολόρθες,
Και οι έλατοι που θένα ιδούν στη θάλασσα ατυχίες.
Μα στη ροβή την κουμαριά φελλιάζεται ρουκάνι
Κάρυνο, και φορτόνονται μήλα γερά οι πλατάνοι,
Και το τζιρούνι κάστανα, κι' ο όρνος ασπρουλιάζει
Με το λουλούδι το λευκό της απιδιάς, κ' οι χοίροι
Συχνά αποκάτου απ' το φτεληά συντρίβουν τα βαλάνια.
Μα κέντρωμα και μπόλιασμα δε γένονται το ίδιο:
Τι εκεί που ξεπετάζονται τα μάτια από τη μέση
Της φλούδας και τα μαλακά ποκάμισα ξεσκίζουν,
Γένεται ένα βαθούλωμα στενό στον ίδιον κόμπο,
Κι αυτού ένα φύτρο κλει κανείς παρμένο απ' άλλο δέντρο,
Και το μαθαίνει με το ογρό σωφλούδι να μυξώσει.
Και πάλι αρόζιαστοι κορμοί θε να κοπούν και δρόμος
Βαθειά στο πλέριο θ' ανοιχτεί με σφήνες, κ' εκεί μέσα
Τα καρπερά φελλιάσματα θένα μπηχτούν συνέχου.
Και δεν περνά πολύς καιρός και ξεπετιέται δέντρο
Μεγάλο προς τους ουρανούς με χρήσιμα κλωνάρια,
Και τες καινούριες φυλλωσιές δεν παύει να θιαμάζει
Μόνο του και τα οπωρικά που δεν είνε δικά του.

Δεν είνε κι' όλας μιας λογής οι δυνατοί φτεληάδες,
Της Ίδας ο κυπάρισσος, οι ετιές κ' οι φυσαλλίδες,
Κι' όλες οι εληές οι λιπαρές την ίδια ειδή δεν έχουν,
Οι λιανοληές, οι χοντροληές ή κ' οι πρικές μυρτάδες,
Μήτε το κάθε οπωρικό κ' οι λόγγοι του Αλκινόου·
Δεν έχουν απαράλλαχτο βλαστάρι του Κρουστούμνου
Τ' απίδια και τα Συριακά και τα βαρειά δροσάτα·
Στα δέντρα μας δεν κρέμονται τα ίδια τα σταφύλια,
Που η Λέσβος από τες κλαδιές των Μήθυμνων τρυγάει.
Εινε άσπρα Μαρεωτικά και Θασιακά σταφύλια,
(Αρμόζουν κείνα στα παχειά τα χώματα και τούτα
Στα πλιο φτωχά) και Ψιθικά για το σταφιδοκράσι
Χρήσιμα, και λιανάρατα λαγωνικά, που πόδια
Θένα κλονίσουν κάποτε και γλώσσες θα μπερδέψουν,
Και άλικα και πρωτόλουγα. Και σε με τι τραγούδι
Θένα σε ψάλλω Ραιτικό; μα μη φιλονικήσεις
Γι' αυτό με κρασομάγαζα Φαλερνικά. Και κάνει
Κρασιά γερά κι' αχάλαστα τ' Αμενειακό το κλήμα,
Που ο Τμωλικός τα προσκυνά και των Φανών ο ρήγας.
Και υπάρχει και το μικροστό τ' Αργίτικο σταφύλι,
Που αντάμα του δε μάχεται κανένα για να δώσει
Τόσους χυμούς και δε βαστά τους χρόνους σαν εκείνο.
Και σε, Ροδίτη, που οι θεοί και τα στερνά τραπέζια
Σε δέχονται, χαρούμενα, δε θα σε λησμονήσω,
Και μήτε εσένα, Αγούμαστε, με τα παχειά τσαμπιά σου.
Μα δε βολεί να μετρηθούν πόσες λογές υπάρχουν,
Και πόσα είνε τα ονόματα· κι' ούτε να λογαριάσεις
Τον αριθμό δεν ωφελεί· κι' αυτός, που θα θελήσει
Να τον γνωρίσει, αποθυμά να ξέρει πόσους άμμους
Της θάλασσας της Λιβυκής ο Ζέφυρος ταράζει,
Ή, σύντα τα πλεούμενα χτυπάει δεινός ο Εύρος.
Πόσα πετιώνται κύματα στα Ιονικά ακρογιάλια.

Και δε μπορούν σε κάθε γης τα πάντα να βλασταίνουν:
Στους ποταμούς γεννιώνται οι ιτιές και στους χοντρούς τους βάλ-
                                                         [τους
Οι σκλήθροι, κι' ο όρνος ο άκαρπος στα πετρερά τα όρη.
Κ' είνε οι μυρτιώνες στους γιαλούς πασίχαροι· και τέλος
Ο Βάκχος τες ανίσκιωτες ραχούλες αγαπάει
Και προτιμούν οι σμιλακιές βορηάδες και κρυάδες.
Ιδές τη γης που δουλευτές κοσμοακρινοί ημερόνουν,
Ιδές προς την Ανατολή τους τόπους των Αράβων,
Ιδές και τους χρωματιστούς τους Γελωνούς: τα δέντρα
Έχουν πατρίδες ξέχωρες. Γεννά μονάχη η Ινδία
Τον αμπανό το μελανό, και μοναχά οι Σαβαίοι
Έχουν τες λιβανόβεργες. Γιατί να σου αναφέρω
Τες ρώγες του αγκαθόδεντρου, που πάντα πρασινίζει,
Κι' ακόμα και τα βάλσαμα, που από το μυρωμένο
Το ξύλο ιδρόνουν; και γιατί της Αιθιοπίας τα δάση,
Που γραβανά τα καταντά το μαλακό μαλλί τους;
Και πώς οι Σήρες τα ψιλά σπιλίγγια ξεχτενίζουν
Από τα φύλλα, ή τι δρυμά φυτρόνουν στην Ινδία,
Πούνε σιμά στον Ωκεανό, κατάνακρο του κόσμου
Στρογγύλωμα, που εκεί η ριξιά της σαγιττιάς να φτάσει
Δε δύναται τα πλιο ψηλά του ανεμισμένου δέντρου,
Αν και ο λαός της δεν αργεί ταρκάσι να φορέσει;
Βγάζει η Μηδία ξυνόζουμα και την πολλήωρη γέψη
Του βλογημένου μήλου της, που γλιγωρότερά του,
Σύντα λικάζουν φοβερές οι μητρυιές τες κούπες
[Και σμίγουν με τα βότανα τα βλαβερά τα ξόρκια,]
Τίποτα τόσο δε βοηθά και τίποτα δε διώχνει
Από τα μέλη τ' άρρωστα τα σκοτεινά φαρμάκια.
Είνε τρανό το δέντρο αυτό και στην ειδή τη δάφνη
Μοιάζει πολύ, και θάτανε κ' εκείνο δάφνη, ανίσως
Τρογύρου του δεν έρριχτε μιαν άλλη μοσκοβόλια.
Ποτέ κανένας άνεμος δεν του ριπίζει φύλλα,
Και τ' άνθια του είνε κρατερά περσότερο παρά άλλα·
Το χνώτο και το στόμα τους. που ζαίνει, τα βαϊλεύουν
Μ' εκείνα οι Μήδοι κ' έλεξες γιατρεύουν των γερόντων.

Μα ας μην παλεύει μήτε η γης η πάμπλουτη σε δάσα
Των Μήδων, μήτε κι' ο όμορφος ο Γάγγης, μήτε ο Έρμος,
Που τρέχει από το μάλαμα θολός, για τους επαίνους
Της Ιταλίας, ούτε κ' οι Ινδοί, κι' ούτε τα Βάκτρα, κι' όλη
Η Παγχαΐα με τους παχειούς λιβανοφόρους άμμους.
Τούτην τη γης δεν όργωσαν δαμάλια που εφυσούσαν
Φλόγες από ταρθούνια τους για να σπαρθούν τα δόντια
Ταφύσικου του χείλυδρα· κοντάρια και μουριόνια
Πυκνά ποτέ δεν πρόβαλαν σ' ανθρώπινα φυτάρια,
Μα τη γιομίζουν τα ζουμιά τα Μασσικά του Βάκχου
Και τα βαρειά τα οπωρικά, κι' οι εληές και τα κοπάδια
Τα πρόσχαρα σκεπάζουν την. Εδώθε του πολέμου
Το άτι στους κάμπους χύθηκε με το λαιμό ταψήλου·
Εδώθε το τρανώτερο σφαγάρι το δαμάλι,
Κλιτούμνε, κ' οι κατάλευκες κοπές, που στα νερά σου
Ταγιαστικά πολλές φορές λουστήκαν, οδηγούσαν
Στων αθανάτων τους ναούς Ρωμαϊκούς θριάμβους.
Εδώ είνε αδιάκοπη άνοιξη, κι' ακόμα καλοκαίρι
Σ' ανάντιους μήνες, δυο φορές γεννούν οι προβατίνες,
Και δυο φορές με τους καρπούς μας ωφελεί το δέντρο.
Μα λείπει και το τρομερό των λιονταριών το σόι
Κ' οι λυσσασμένοι τίγριδες· ποτέ τους μαζωχτάδες
Τους άτυχους δεν απατούν φαρμακερά βοτάνια,
Και δε διαβαίνει κατά γης, γοργά, τεράστιες γύρες
Μήτε με τόσο σύρσιμο δε γένεται κουλούρα
Το φείδι το λεπιδωτό. Και σμίξε κι' όλας τόσες
Χώρες ευγενικώτατες, και τη δουλειά των χτιρίων,
Και τόσα κάστρα, που έστησε το χέρι στα χαράκια
Τ' απόγκρεμα, και ποταμούς που βρέχουν στα θεμέλια
Ταρχαία τειχιά. Το πέλαγο να μελετήσω εκείνο,
Που από ταπάνου βρέχει την, ή τάλλο ταποκάτου;
Ή και τες τόσες λίμνες της; Εσέ, ω μεγάλε Λάριε,
Κ' εσένα που με κύματα φουσκόνεις, ω Βηνάκε,
Και με ροές θαλασσινές; Ή και να μελετήσω
Τες έπαρσες που εβάλθηκαν στο Λάκκο το Λουκρίνο,
Και τα λιμάνια, και τ' αφριά, που δυνατά βροντώντας,
Αγαναχτούν σ' εκείνο εκεί το μέρος, όπου αχάει
Την άρμη ξαναχύνοντας το Ιουλιανό το κύμα
Κι' ο σάλος μπαίνει ο Τυρρηνός στο στένωμα του Αόρνου;
Εκείνη κι' όλας ασημιού κατεβασιές μας δείχνει
Στες φλέβες της και μέταλλα χαλκού και το χρυσάφι
Πλήθιο στους τράφους της κυλά· κι' αυτή τ' αψύ το σόι
Τους Μάρσους, τη Σαβινιακή τη νεολαία, τους Ουόλσκους
Που με σουβλί αρματόνονται, το Λιγυρίτη κι' όλας
Που θρέφεται με τους καρπούς, εγέννησεν, εκείνη
Τους Λέκιους, και τους Μάριους, και τους τρανούς Καμίλλους,
Και τους σκληρούς στον πόλεμο Σκηπίωνες, και σένα,
Ω τρισμεγάλε Καίσαρα, που νικητής πλια τώρα,
Ξεδιώχνεις τον απόλεμον Ινδό μες της Ασίας
Τες τελευταίες ακρογιαλιές απ' τα καστριά της Ρώμης.
Γεια σου, μεγάλη των καρπών μητέρα, ω γης του
Μεγάλη μάννα των αντρών, για σένα τώρα αρχίζω
Πράμα παλαιόθε επαινετό και τέχνης έργο, πρώτος
Τολμώντας άχραντες πηγές ν' ανοίξω, και τραγούδι
Εγώ θα ψάλλω Ασκραϊκό στες χώρες των Ρωμαίων.

Και τώρα για τα διώματα των χωραφιών θα λέω:
Οι δύναμες του καθενού ποιες είνε, ποιο το χρώμα,
Στο φυσικό του καθενού τι πράματα ταιριάζουν.
Και πρώτο οι ράχες οι κακές και τ' άτσαλα λιβάδια,
Όπου λευκάργες άκαρπες υπάρχουν και στρυνάρι
Σταγκαθερά τα γήπεδα, παλλαδικά ελαιοστάσια
Χαίρονται μακροζώητα· κι' απόδειξη είνε ο ληάστρος,
Που ξεφυτρόνει αρίφνητος σ' αυτούς τους ίδιους τόπους,
Κ' οι λαγγαδιές που με σπειριά λογγίσια είνε στρωμένες.
Μα τα παχειά τα χώματα, που από γλυκές ικμάδες
Γελούν: ο κάμπος που γεννά πολύ πυκνό χορτάρι,
Και πούνε πλούσιος τη σοδειά — καθώς συχνά στους λάκκους
Τους βαθουλούς κάθε βουνού τον βλέπουμε· όπου τρέχουν
Από τους βράχους τους ψηλούς οι ποταμοί που φέρνουν
Τες χούμουλες τες καρπερές — αυτός ο κάμπος, πούνε
Στο νότιον άνεμο ανοιχτός και που το βράχλο βγάζει,
Το μισητό από τάλατρο: — μια μέρα αυτός αμπέλι
Θα σου χαρίσει δυνατό, που θένα χύνει πλήθιον
Το Βάκχο, εκείνος καρπερός θενάνε σε σταφύλια.
Αυτός θα δίνει τα πιοτά που από χρυσά ποτήρια,
Χύνουμε, σαν ο Τυρρηνός ο σαρκερός σημαίνει
Το φίλντισί του, στους βωμούς σιμά, και σε πινάκια
Αδειάζουμε ολοστρόγγυλα τα σπλάχνα που καπνίζουν.
Αλλά α μοσκάρια και κοπές συ προτιμάς να βόσκεις,
Ή και τες γέννες των αρνιών, ή γίδια που αφανίζουν
Τες μερωσιές, τα λογγερά βουνά και του Ταράντου
Τα ξέμακρα τα καρπερά θένα ζητάς, ή βρίνες,
Όμοιες με κείνες που έχασεν η δύστυχη Μαντύη,
Που στο χλωρό τον ποταμό χιονάτους κύκνους θρέφει·
Εκεί ούτε βρύσες διάφανες ουδέ γρασίδια λείπουν
Για τα κοπάδια, κι' όσο τρων τα βώδια τες μεγάλες
Μέρες, σε μόνη μια νυχτιά μικρή το ξανακάνει
Η κρύα δροσιά. Συχνότατα το χώμα πούνε μαύρο
Και πούνε κι' όλας ξυγγερνό σαν τ' άλατρο το σκίζει,
Κ' είνε στο βάθος του σαπρό, (εμείς καλλιεργώντας
Αυτό βέβαια αντισκόνουμε), ταιριάζει κάλλιο απ' όλα
Για στάρια. Απ' άλλο δε θα ιδείς λιβάδι να γυρίσουν
Πλειότερα αμάξια με οκνηρά δαμάλια σπίτι πάρεξ
Εδώθε, ή κι' όθε ο αλατρευτής ο αράθυμος λογγάρι
Κουβάλησε και τα δεντρά τανέφελα για χρόνια
Έρριξε και με τους κορμούς τους χαμηλούς ταρχαία
Τα σπίτια των πετούμενων εγκρέμισε. Ταψήλου
Εκείνα τότες τες φωληές αφίνοντας πετάξαν,
Μα ο αδρύς ο κάμπος έλαμψε με το γυννί σκισμένος.
Τι μόλις δεντρολίβανο των μελισσών χαρίζει
Και ψωροδάφνες χαμαειδές στα πλάγια η στρυναρόγης
Η νηστικιά· κι' ο γριτσερός ο τούφος, κ' η λευκάργα
Που οι χείλυδρες οι μελανοί την κατατρών, καυκιώνται
Πως άλλος κάμπος όμοια τους γλυκειά θροφή δε δίνει
Κι' απόζαβους δεν προβοδά κρουψιώνες για τα φείδια.
Κ' η γης που αχνούς πετούμενους και σύγνεφο αναδίνει
Ψιλό, και πίνει το νερό και σα θελήσει πάλι
Το ξαναβγάζει μόνη της, που πάντα με δικό της
Ντύνεται καταπράσινο γρασίδι και δε βλάφτει
Με ρόβιασμα το σίδερο και με σκουριά χαλάστρα,
Αυτή μια μέρα το φτεληά θενά σου περιπλέξει
Με κλήματα χαρούμενα, λαδιάρικη είνε εκείνη,
Και πως αύτη είνε βολικιά για πρόβατα θα νοιώσεις
Οργόνοντας, κ' υπόμονη στ' αγγυστρωτό τ' αλέτρι.
Τέτοια υννιατίζει χώματα κ' η πάμπλουτη Καπύη,
Κ' οι τόποι που τα διάσελλα του Βεσουβίου γγίζουν,
Κι' ο ποταμός πούν' άδικος στες έρημες Αχέρρες.
Τώρα θα ειπώ πως κάθε γης μπορείς ν' αναγνωρίζεις:
Αν είνε ανάλαφρη ζητάς ή αν είνε πάρα πλέρια; —
Γιατί προκόβουν τα σπαρτά στη μια στην άλλη ο Βάκχος,
Στην πλέρια κάλλιο η Δήμητρα, στην αλαφριά ο Λυαίος· —
Το πρώτο με τα μάτια σου το μέρος θα διαλέξεις,
Και θα προστάξεις να σκαφτεί στην κορασίδα λάκκος,
Και πάλι όλα τα χώματα θα ξαναρρίξεις μέσα
Και με τα πόδια στην κορφή θενά τα ισιοβολήσεις·
Ανίσως λείψουν, αλαφρύ το ημέρωμα θενάνε,
Για πρόβατα πλιο ταιριαστό και θρεφτικά σταφύλια,
Μα ανίσως και στον τόπο τους να ξαναπάν δε θέλουν,
Και σαν οι μούρσες γιομιστούν περσέψει η γης, χωράφι
Βαρύ θα γένει· λιπαρές απανωσιές και σβώλους
Κακόβγαλτους περίμεινε, και σκίσε με δαμάλια,
Άξια τη γης. Μα ταρμυρό το χώμα, που το κράζουν
Πρικό, πουν' ατυχώτατο για τους καρπούς (εκείνο
Μ' όργωμα δε μερόνεται, μηδέ το σόι του Βάκχου
Φυλάει, μηδέ του οπωρικού τόνομα) τέτοιο δείγμα
Θα δώκει: — Από το στέγασμα το καπνιστό καλάθια
Πυκνόπλεχτα και σταφυλιών κατέβασε στραγγίστρες,
Κι' αυτού το χώμα το κακό πιλάχτησε ως το χείλο
Και ρουσικά γλυκόνερα μαζή. Θε να ξεφύγει
Το νέρωμα όλο θετικά και θα διαβούν μεγάλες
Σταλαγματιές ανάμεσα στες βέργες τες πλεγμένες,
Μα η γέψη θάνε φανερό γνώρισμα και το στόμα
Τάχαρο των δοκιμαστών πρικάδα θα ζαβώσει.
Κι' ομοίως ποια γης είνε παχειά γνωρίζουμε σε τούτον
Τον τρόποι δε σκορπά ποτέ, στα χέρια όταν την πλάθεις,
Μα σου κολλά στα δάχτυλα, κρατώντας την, σαν πίσσα.
Θρέφει χορτάρια πλιο τρανά η ογρή, και μάλιστα είνε
Περσότερο από το σωστό καλόρεχτη· αχ εκείνη
Για με ας μην είνε καρπερή πάρα πολύ και πάρα
Δυναμωμένη ας μη δειχτεί στα πρώτα της αστάκια!
Ποια είνε βαρειά και ποια αλαφρυά το ίδιο της το βάρος
Αμίλητα το μολογά· κι' αμέσως με το μάτι
Η μαύρη ξεχωρίζεται και κάθε μιας το χρώμα,
Αλλά είνε δύσκολο να βρεις τη δολερή κρυάδα:
Ως τόσο μόνο οι σμιλακιές, οι βλαβερές, κ' οι πεύκοι,
Κ' οι κίσσερες οι μελανοί τα χνάρια της σου δείχνουν.

Αφού σε τούτα επρόσεξες, θυμήσου ν' αναβράσεις
Πολύ πρωτήτερα τη γης και να σουδοκοπήσεις
Τα τρισμεγάλα τα βουνά, και στο βορηά τους σβώλους
Πρωτήτερα τανάσκελα ν' απλώσεις, πριν ριγίσεις
Πρόσχαρο γένος αμπελιού. Πολύ καλοί είνε οι κάμποι
Με τα σαπρά τα χώματα: κι' αυτό το κατορθόνουν
Οι αέριδες κ' οι παγερές πάχνες κι' ο νευρωμένος
Σκαφτηάς ανασκαλεύοντας τονιές ξεσφαλλισμένες.
Ανίσως κι' όλας μερικοί δεν αμελούν καμίαν
Έγνοια, πρωτήτερα ζητούν παρόμοιος νάνε ο τόπος,
Όπου το πρώτο το φυτό των δέντρων ετοιμάζουν,
Μ' εκείνον που θα τα δεχτεί σε λίγο χωρισμένα,
Μήπως τη μάννα που άλλαξε δε στρέξουν να γνωρίσουν.
Ως και το μέρος τουρανού στη φλούδα σημαδεύουν,
Για να στηθεί κάθε δέντρο στον τρόπο που εστεκότουν,
Με το ίδιο μέρος να βαστά τα κάματα του Νότου
Με το ίδιο μέρος να γυρνά τες πλάτες του στον πόλο·
Τόσο μπορεί το μάθημα στην τρυφερή ηλικία.
Και πρώτα απ' όλα ρώτησε που πρέπεται ταμπέλι
Να φυτευτεί· καλήτερα στες ράχες ή στο σιάδι·
Κι' α λιβαδιού θρεφτάρικου διαλέξεις τα χωράφια,
Φύτευε τότες τες κλαδιές πυκνές· πλιο οκνός ο Βάκχος
Δε γένεται με την πυκνή καρποφόρα· κι' αν πάλι
Διαλέξεις ένα γήπεδο ροβολητό με ράχες
Ή και βουνάκια πλαγιαστά, στα ορδίνια δώκε χάρη.
Μα πάντα οι δρόμοι, που λοξά τους κόβουν άλλες στράτες,
Θε νάνε τέλεια ταιριαστοί στα φυτεμένα δέντρα.
Κι' όπως, όταν τες σπείρες της ξεδίπλωσε του μάκρου
Η λεγεώνα για τρανόν αγώνα και τασκέρι
Εστάθηκε στον ανοιχτόν τον κάμπο κ' οι γραμμές του
Είν' ίσιες, κι' από το χαλκό που αστράφτει κυματίζει
Μακρόθε η γης ολάκερη, κ' οι τρομερές οι μάχες
Ακόμα δεν εμάνισαν, μα ανάμεσα στα όπλα
Περιπλανιέται δίβουλος ο Άρης, έτσι οι δρόμοι,
Που ολούθε θάνε ομοίως πλατειοί, θα διαχωρίζουν όλα.
Κι' όχι για νάβρει μοναχά στην αδειανή τη θέα
Κάποια ξεφάντωση η ψυχή, αλλά γιατί δε δίνει
Αλλοιώς τες ίδιες δύναμες η γης σε κάθε κλήμα,
Και δε θα μπόρειαν οι κλαδιές ν' απλώσουν μέσα στάδεια.

Ίσως ρωτάς τι βάθωμα ταυλάκια πρέπει νάχουν;
θα τόλμουνα να μπιστευτώ το κλήμα σε σαϊττάρι
Στενό· το δέντρο μπήγεται βαθύτερα στα σπλάχνα
Της γης, κι' ο πρίνος μάλιστα, που όσο με την κορφή του
Στου αιθέρα απλόνει τες πνοές, και με τη ρίζα τόσο
Έρχεται προς τα Τάρταρα· γι' αυτό μήτε ο χειμώνας,
Μήτε βροχάδες κι' άνεμοι δε θα τον ανασπάσουν,
Αλλά θα μείνει ασάλευτος και θένα καταβάλει
Στο δούρημα πολλότατους απόγονους κ' αιώνες.
Αφίνοντας πολλές γενιές ανθρώπων να διαβαίνουν,
Και τότες πέρα απλόνοντας τα μπράτσα και τους κλώνους
Τους δυνατούς, ολόγυρα τον απεικό τον ίσκιο
Αυτός στη μέση στέκοντας βαστά με τον κορμό του.

Ταμπέλι ας μη σου προσκυνά τον ήλιο που καθίζει,
Κι' ανάμεσα στα κλήματα λεφτοκαρυές μη βάλεις.
Και μη διαλές τες πλιο ψιλές βεργούλες και μη σπάσεις
Ρίγια από τα ψηλότερα του δέντρου (τόσος είνε
Της γης ο πόθος). Τα φυτά μη βλάφτεις με λεπίδι
Πατσό και κλώνους αγριλιού στη μέση μη φυτεύεις,
Τι οι ξέφρονες οι πιστικοί συχνά να πέσει αφίνουν
Φωτιά, που πρώτα κλέφτικα στη λαδερή τη φλούδα
Κρουμμένη, ανάφτει τους κορμούς και παίρνοντας τα φύλλα
Βροντά απεικά στον ουρανό κι' απεκείθε ακλουθώντας
Στους κλάδους και στες υψηλές κορφάδες βασιλεύει
Νικήτρα, κι' όλο το δέντρο τυλίγει με τες φλόγες,
Κι' από την πίσσινη καπνιά πυκνό, μελανιασμένο
Γνέφι πελλεί στους ουρανούς, και μάλιστα αν φουρτούνα
Πέσει στα δάσα από ψηλά, και συμμαζέψει ο αέρας
Τες πυρκαϊές και φέρει τες· και σύντα γένει τούτο
Από τη ρίζα δε φελούν και να συνέρθουν πάλι
Τα κούρβουλα που εκόπηκαν δε δύνανται, και μήτε
Όμοια και πάλι από τη γης να πρασινίσουν· μένει
Ταγρίλι μόνο τάχαρο με τα πρικά τα φύλλα.

Κανένας συμβουλάτορας ας μη σε καταπείσει,
Όσο κι' αν είνε γνωστικός, τους κάμπους τους πημένους
Χ' ανασκαλέψεις, σα φυσά Βορηάς, γιατί ο χειμώνας
Τότες με πάγο κατακλεί τη γης και δεν αφίνει
Τη ρίζα που μορφόνεται, σύντα θαφτεί το ρίγι,
Μέσα στο χώμα να μπηχτεί. Την κοκκινοβαμμένη
Την άνοιξη, σαν έρχεται το κάτασπρο λελέκι,
Που το μισούν τα μακρουλά τα φείδια, τότες είνε
Η πλιο καλήτερη εποχή για να φυτέψεις κλήμα,
Ή και με του χινόπωρου τες πρώιμες κρυάδες,
Όταν ο ήλιος ο γοργός δε γγίζει ακόμα τάστρα
Της χειμωνιας με τάλογα, κ' έχουν περάσει οι κάψες.
Η άνοιξη ξεχωριστά στες φυλλωσιές των δέντρων,
Η άνοιξη είνε χρήσιμη στο λόγγο. Η γης φουσκόνει
Την άνοιξη κι' αποζητά τους όρους που βλητρόνουν.
Τότες ο παντοδύναμος Αιθέρας, ο πατέρας,
Στον κόρφο της χαιράμενης συμβίας του κατεβαίνει
Με τες βροχές τες καρπερές, και θρέφει κάθε βλάστα,
Ο μέγας που ανταμόνεται με το κορμί το μέγα.
Και τότες από τα πουλιά τα λάλα αχολογάνε
Τα ξακρισμένα τα βεργά και τα κοπάδια τότες
Την Αφροδίτη αποζητούν στες διορισμένες μέρες.
Γεννοβολά το θρεφτικό χωράφι, και στες αύρες
Τες χλιαρές του Ζέφυρου τον κόρφο η γης ανοίγει.
Χυμός καινούριος περισσός είνε σε κάθε δέντρο.
Στες νέες λιακάδες άφοβα μπιστεύονται τα φύτρα.
Δεν τρέμει ταμπελόκλαρο μην ο νοτιάς φυσήσει,
Ή τες βροχάδες που οδηγούν στον ουρανό βορηάδες
Τρανοί, αλλά μάτια ξεπετά κι' ανοίγει όλα τα φύλλα.
Λέγω πως δεν ανάφαναν στην πρώτη αρχή του κόσμου
Που εγένοτουν, αλλοιώτικες ημέρες και δεν είχαν
Άλλη σειρά. Ήταν άνοιξη· την άνοιξη η μεγάλη
Σφαίρα εχαιρότουν, τες πνοές τες κρύες αντικρατούσαν
Οι Εύροι, σαν ερούφηξαν το φως τα ζα τα πρώτα,
Και των ανθρώπων πρόβαλε το χωματένιο γένος
Από τη γης τη χέριση την κεφαλή, και τάστρα
Στους ουρανούς ερρίχτηκαν και τα θεριά στους λόγγους.
Δε θα μπορούσαν ταπαλά φυτάρια να βαστάξουν
Τους κόπους τους τους τωρεινούς, α δεν έρχότουν τόσος
Αναπαμός ανάμεσα στο κρύο και στην κάψα,
Κ' η καλωσύνη τουρανού τη γης δεν περικλειούσε·
Μένει και τούτοι ολόγυρα στα ρίγια που ζουλίζεις
Στους κάμπους, σκόρπα κοπριές παχειές, όποια κι' αν είνε,
Κ' έχε στο νου σου με πολλούς χωμούς να τα σκεπάσεις,
Ή θάψε πέτρες πιοταριές, ή γριτσερά κοχύλια,
Τι ανάμεσό τους τα νερά ξεφεύγουν, κ' ένα αέρι
Μπαίνει ψιλό, και τα φυτά θυμόνουν, και βρεθήκαν
Καμπόσοι που από πάνουθε τα πλάκωσαν με γούλους,
Κι' άλλοι με βάρος κουρουπιού πολύ τρανού· κι' αυτό είνε
Αρματωσιά για τες δαρτές βροχές· αυτό, σα σκάζει
Τη γης, που η δίψα τη νικά, ο καυτερός ο Σκύλος.

Κι' αφού οι κλαδιές ριγίστηκαν ακόμα σου απομένει,
Τη γης ν' ανοίγεις το συχνό τρογύρου στα κεφάλια.
Και ν' αναρρίχνεις τη σκληρή δικέλλα ή να δουλεύεις
Βαθειά το χώμα μ' άλατρο, κι' ανάμεσα στα ίδια
Τ' αμπέλια, τα καματερά, που αγαναχτούν, να στρίφεις·
Να τες ταιριάσεις έπειτα στ' ανάλαφρα καλάμια
Σε βέργινα γδαρτά ραβδιά, σε φράξινα παλούκια,
Σ' αδρυά δικράνια, που σ' αυτών τες δύναμες θα μάθουν
Τα κλήματα να στηριχτούν και ν' αψηφούν ανέμους
Και ν' ανεβούν πατώματα στους τρίψηλους φτεληάδες.
Κι' όταν το πρώτο το κλαρί με φυλλωσιά καινούρια
Αξαίνει, πρέπει να φυλάς τες τρυφερές τες άκρες,
Κι' όταν ο πρώτος ο βλαστός στες αύρες ανεβαίνει
Και ρίχνεται στον ουρανό με τα λουριά ντωμένα,
Δεν πρέπει με του κοπιδιού την κόψη να τες γγίξεις,
Αλλά κρατώντας γυριστά τα χέρια σαν αγκύστρια.
Καμπόσα φύλλα θένα σπας για να τα ξαναρηόνεις·
Και σαν το κλήμα ηλικιωθεί και το φτεληά αγκαλιάσει
Με το χοντρό το κούτσουρο, τα ξώκλαρά του τότες
Κόβε και τότες σμίκραινε τες πλαγεινές τσαμπούνες,
(Το έσκιαζε πριν το σίδερο) κυριάρχησέ το τώρα
Σκληρά, και μάσε τες κλαδιές που γένονται μυζήτες.

Και φράχτες πλέξε ολόγυρα, και βάστα κάθε ζώο
Μακρυά, σα μάλιστα ο φλαστός είνε χολός ακόμα,
Κ' είνε στα πάθια αμάθητος τι δεν τον περιπαίζουν
Μόνο οι χειμώνες οι άδικοι κι' ο δυνατός ο ήλιος,
Μα και λογγίσια αγριόβωιδα και γίδες κυνηγήτρες,
Βόσκει τον και το πρόβατο κ' η αχόρταγη αγελάδα.
Και τόσο δεν τον έβλαψαν ποτέ τους οι κρυάδες
Με πάχνες ασπρουλιάρικες που πήγουν, μήτε οι κάψες
Που αβάσταχτες στ' απόξερα χαράκια πέφτουν, όσο
Κείνα τα ζα και του σκληρού δοντιού τους το φαρμάκι
Και το σημάδι της πληγής στη δαγκαμένη δράνα.

Τον τράγο σ' όλους τους βωμούς δε σφάζουν γι' άλλο κρίμα
Στο Βάκχο, και τα παλαιά δραματικά παιγνίδια
Δεν ανεβάζουν στη σκηνή. Το γένος του Θησέα.
Σε σταυροδρόμια και χωριά, τον έδινε βραβείο,
Κι' αδειάζοντας χαιράμενο κρασόκουπες πηδούσε
Μες στα λιβάδια ταπαλά σ' ασκιά αλειμμένα λάδι.
Αλλά κ' οι Αυσόνιοι γεωργοί, που από την Τροία βγήκαν,
Παίζουν με στίχους άτεχνους και γέλοια δίχως μέτρο,
Και προσωπίδια σκιαχτερά σε φλούδες σκαλισμένα
Φορούν, και κράζουν, Βάκχε, εσέ με πρόσχαρα τραγούδια,
Κ' είδωλα σειούμενα κρεμούν στον υψηλόν τον πεύκο.
Γι' αυτό με πλήθιο κάρπισμα μεστόνει κάθε αμπέλι,
Γιομίζουν οι γυρτές λακκιές και τα βαθειά φαράγγια,
Κι' όθε ο θεός περίστρεψε το τίμιο το κεφάλι.
Λοιπόν, θα λέμε, ως πρέπεται, με πατρικά τραγούδια
Στο Διόνυσο τες δόξες του· και πήτες και πινάκια
Θα φέρνουμε, και στο βωμόν ο τράγος ο αγιασμένος
Θα στέκει, από το κέρατο φερμένος, και σε σούβλες
Λεφτοκαρένιες τα παχειά θα ψένουμε τα σπλάχνα.

Για το συγύριο του αμπελιού δουλειές υπάρχουν κι' άλλες,
Που ολότελα δε σώνονται ποτέ: γιατί στο χρόνο
Και τρεις και τέσσερις φορές θε ν' ανοιχτεί το χώμα,
Και με τους σκούλους δικελιού θε να τριφτούν οι σβώλοι
Πάντα, και θα αλαφραίνεται το κάθε περιβόλι
Από το βάρος του κλαριού. Γυρίζοντας σε κύκλο
Οι κόποι για τους δουλευτές ξανάρχονται, κι' ο χρόνος
Πάνου στα χνάρια του κυλά γύρου στον εαυτό του.
Και για καιρό αφού ερείπισε ταμπέλι το στερνό του
Φύλλο κι' ο κρύος ο Βορηάς το στόλισμα του λόγγου
Εμάδησε, τες φαντασιές ο ράθυμος χωριάτης
Στο χρόνο τον ερχάμενον απλόνει και απηχάει
Τα κλήματα τα ολόγυμνα με το γυρτό το δόντι
Του Κρόνου και κλαδεύοντας και κόβοντας τα σιάζει.
Πρώτος τη γης ανάσκαφτε, πρώτος τα ξακρισμένα
Κοψίδια κάψε, φύλαγε τους πάλους σπίτι πρώτος.
Ύστερος τρύγα. Δυο φορές στους αμπελώνες ίσκιοι
Ντρυμόνονται, και δύο φορές με τα πυκνά ταγκάθια
Το χόρτο ντύνει τες φυτειές· βαρειές δουλειές κι' οι δύο·
Το μέγα χτήμα επαίνεσε, το λίγο καλλιέργα.
Στους λόγγους κι' όλας τα τραχειά βεργιά του αγριομύρτη
Και το καλάμι κόβεται στων ποταμών τους όχτους,
Και για τες άγριες ιτιές δεν ησυχάζουν οι έγνοιες.
Εδέθηκε το κλήμα πλια, για τα δεντράκια τώρα
Το κλαδευτήρι είν' άχρηστο, και τραγουδά ο κλαδούχος,
Αφού τους ύστερους δομούς συγύρισε, στην άκρη,
Μα η γης δε θέλει αναπαμό, και σκόνες θα σηκόνεις
Και τες βροχές θα σκιάζεσαι για το σταφύλι τ' ώρμο.

Οι εληές αντίς καλλιεργημό κανέναν δε χαλεύουν,
Αφού κολλήσουν μια φορά στο χώμα και στ' αέρι
Μάθουν, δρεπάνι γυριστό και δυνατές αξίνες
Δεν περιμένουν, μόνη η γης χυμό αρκετό τους δίνει,
Σαν ανοιχτεί με τη ζαβή τη δίκοπη και πλήθιους
Καρπούς, ανίσως με γυννί. Θα κουναρείς για τούτο
Το λαδερό το εληόδεντρο, που αρέσει της Ειρήνης.

Έτσι και τα καρπούσιμα τα δέντρα, σα γρικήσουν
Δυναμωμένους τους κορμούς, και μπόρεσες δικές τους
Λάβουν, γοργά με δύναμη δική τους προς ταστέρια
Πετιώνται και το βόηθειο μας καθόλου δε γυρεύουν.
Παρόμοια κι' όλας με καρπούς κάθε δρυμό βαραίνει.
Και κοκκινίζουν χέρισες των όρνιων οι κουρνιάστρες
Με τα αιματένια τα σπειριά· κουρεύονται τριφύλλια,
Και τα ρουμάνια τα ψηλά μας προβοδούν τες δάδες,
Που θρέφουν της νυχτός τες στιες και χύνουν φως τρογύρου.
Και να διστάζουν οι άνθρωποι να σπέρνουν κ' έγνοιες νάχουν!
Τι τα τρανώτερα να ειπώ; Τα ταπεινά τα σπάρτα,
Κ' οι ετιές, σταρνιά το φύλλο τους, ισκιά στον κοπαδιάρη
Χαρίζουν, φράχτες στα φυτά και βόσκισμα για μέλι·
Κ' είνε χαρά τον Κύτωρο, που κυματοκοπάει
Απ' τα πυξάρια, να θωρείς, και τα δρυμά που βγάζουν
Την πίσσα τη Ναρυκιακή· χαρά να βλέπεις κάμπους,
Που δε χρειάζονται τσαπιά και κανενού φροντίδες.
Οι λόγγοι κι' όλας οι άκαρποι στο χτένι του Καυκάσου,
Που οι Εύροι πάντα μανιακοί τους θραύουν και τους παίρνουν.
Ή τονα ή τάλλο γέννημα μας δίνουν: δίνουν ξύλο
Χρήσιμο· για πλεούμενα τους πεύκους· κυπαρίσσια
Και κέδρους για τα σπίτια μας. Τορνεύουν για τες ρόδες
Εκείθε αχτίδες οι γεωργοί, και γι' άμαξες τροχάλια,
Και για καράβια απόζαβες καρήνες ετοιμάζουν.
Γεννούν πλεχτόβεργες οι ετιές, και φυλλωσιά οι φτεληάδες.
Από μερτσίνες γένονται λογής κοντάρια, κ' είνε
Καλές για πόλεμο οι κρανιές, λεβδίζουν για δοξάρια
Της Ιτουραίας οι σμιλακιές, και ταλαφρό φλαμούρι
Και το πυξάρι, που λαμπρό το κάνει ο τόρνος, παίρνουν
Μορφές, αφόντις σκαλιστούν μ' ακονισμένο ατσάλι.
Οι σκλήθροι πλεν στ' ορμητικό το κύμα, αφού ερριχτήκαν
Στον Πάδο, τα κουβέλια τους οι μέλισσει τα κρούβουν
Σε σάπιους πρινοκούφαλους και κουφωμένες φλούδες.
Τι έφεραν όμοια αξιόλογο τα Βακχικά τα δώρα;

Ο Βάκχος κι' όλας έδωκε την αφορμή στο κρίμα,
Με θάνατο τους κένταυρους, το Ροίτο και το Φόλο
Και τον Υλαίο κατάβαλε, που τούτος τους Λαπίθες
Φοβέρισε σηκόνοντας τη στάμνα τη μεγάλη.

Ω τρισμακάριστοι οι γεωργοί σαν ξέρουν ταγαθά τους!
Η ίδια η γης δικαιότατη τους χύνει από το χώμα
Εύκολη ζήση, μακρυά από τα διχόγνωμα όπλα.
Ψηλό παλάτι, με μπασιές περήφανες, την κάθε
Αυγή, α για κείνους δεν ξερνά χαιρετιστάδων πλήθος
Απ' όλες του τες κάμαρες, κι' ορθούς πλουμιδισμένους
Με ωραίο μπαγά α δε λαχταρούν, και ντυμασιές κλεισμένες
Στο μάλαμα, και χάλκωμα της Κόρινθος, κι' αν τάσπρο
Μαλλί δε βάφουν πορφυρό στ' Ασσυριακό φαρμάκι,
Κι' α με κανέλλα δε χαλούν του αγνού λαδιού τη χρήση,
Μα δεν τους λείπει η ξέγνοιαστη γαλήνη, δεν τους λείπει
Ζωή με πλούτη μπόλικα, που πλάνες δεν κατέχει·
Μα δεν τους λείπει η ανάπαψη στους διάπλατους τους κάμπους,
Σπηλιές, και λίμνες ζωντανές, τα παγερά τα Τέμπη.
Και των βωδιών το μούγγρισμα, και στες ισκιές των δέντρων
Ύπνοι γλυκοί. Εκεί βρίσκονται θεριών μονιές και λόγγοι
Και νεολαία εργατική στο λίγο μαθημένη·
Εκεί γιορτάζουν τους θεούς και σέβονται τους γέρους.
Και φεύγοντας από τη γης τα τελευταία τα ζάλα
Ανάμεσό τους έκαμεν η θεία Δικαιοσύνη.

Εγώ το πρώτο επιθυμώ να με δεχτούν οι Μούσες,
Που πριν απ' όλα είνε γλυκές και ιερουργός τους είμαι
Από μεγάλον έρωτα για κείνες χτυπημένος,
Και να μου μάθουν τουρανού τους δρόμους και ταστέρια,
Του ήλιου τα σκοτίσματα, του φεγγαριού τα πάθη,
Πώς γένονται οι σεισμοί στη γης, πώς τα βαθειά πελάγη
Φουσκόνουν, τα προχώματα χαλώντας, και καθίζουν
Πάλι στον τόπο τους, γιατί της χειμωνιάς οι ήλιοι
Βιάζονται τόσο να σβυστούν στον Ωκεανό και τέλος
Ποια χασομέρια αντικρατεί τες άργητές τες νύχτες.
Αλλά α, για να μη δύναμαι να μπω σ' αυτά μέρη
Της φύσης, το αίμα αντισταθεί στα φυλλοκάρόια κρύο,
Βρύσες ποτίστρες λαγγαδιών θα χαίρομαι και κάμπους
Και ποταμούς αδόξαστος θένα αγαπάω και λόγγους.
Ω εσείς λιβάδια πού είσαστε, και Σπερχειέ, και πού είσαι
Ταΰγετε όπου οι Λάκαινες παρθένες οργιάζουν!
Ω ποιος στου Αίμου τες λακκιές τες κρύες θα με ποθώσει,
Και με ίσκιους κλώνων απεικούς ποιος θένα με σκεπάσει;
Χαρά στον όπου μπόρεσε να μάθει τες αιτίες
Απ' όλα, και που επέταξε στα πόδια του τον κάθε
Φόβο την ασυγκίνητη τη μοίρα και τον κρότο
Του Αχέροντα. Καλότυχος κ' εκείνος που γνωρίζει
Τους ξεχωρίτες τους θεούς, τες αδερφάδες Νύμφες,
Τον Πάνα και το γέροντα Σιλβάνο· δε λυγίζουν
Εκείνον οι βασιλικές πορφύρες, μήτε οι βέργες
Της εξουσίας του λαού, μήτε η διχογνωμία
Που ανακατόνει τ' άπιστα ταδέρφια, μήτε ο Δάκας
Σαν οχ τον Ίστρο κατεβεί το συνωμότη, μήτε
Της Ρώμης τα πολιτικά και τα πεσμένα κράτη.
Για πένητα δεν πόνεσε σπλαχνιούμενος εκείνος.
Μήτε τον πλούσιο εφτόνεσε, μα τους καρπούς που οι κλώνοι
Κ' οι κάμποι δίνουν μόνοι τους, καλόβουλοι, τρυγάει,
Και δε γνωρίζει του λαού τες χαρτοθήκες, μήτε
Την αγορά την άτσαλη και τα σκληρά κριτήρια.
Άλλοι το κύμα το τυφλό με τα κουπιά ταράζουν,
Ρίχνονται στ' άρματα, σ' αυλές ντρυμόνουν και κατώφλια
Βασιλικά· μ' αφανισμό τη χώρα φοβερίζει
Και τους σπιτίσιους τους θεούς τους δύστυχους εκείνος,
Για νάχει στρώμα Τυριακή πορφύρα και να πίνει
Από πετράδι· και στη γης τα πλούτη του άλλος κρούβει.
Και σαν κλωσσώντας κάθεται το χρήμα το θαμμένο,
Τούτος θαμπόνεται μπροστά στο βήμα ξυπασμένος.
Κι' άλλος χειροκροτήματα στο θέατρο γρικώντας —
Και πατρικίων και λαού — συνεπαρμένος χάσκει·
Κι' άλλοι ζητούν χαρούμενοι, κάτουθε απ' άλλον ήλιο,
Πατρίδα με αίμα αδερφικό βαμμένοι και ξαλλάζουν
Μ' εξορισμό την κατοικιά και το γλυκό το σπίτι.
Τη γης δουλεύει ο γεωργός με το γυρτό ταλέτρι,
Απόκει το συνέμπασμα του χρόνου, κυβερνάει
Απόκει την πατρίδα του και τους μικρούς θεούς του,
Και τες κοπές του και, καθώς τους πρέπει, τα δαμάλια.
Και δεν υπάρχει αναπαμός ή με καρπούς ο χρόνος
Γιομίζει, ή με των κοπαδιών τη γέννα ή με φουφούλες
Αστάκια Δημητριακά, και με το δόσιμό τους
Φορτώνει τ' αυλακώματα και ξεχειλά τ' αμπάρια·
Αλέθονται στα λητρουβειά, σαν έρχεται ο χειμώνας
Της Σικυώνας τα σπειριά, κι' από το βαλανίδι
Χαρούμενα τα μοχτερά ξανάρχονται στο σπίτι,
Και δίνουν τότε οι κουμαριές τα κούμαρα στους λόγγους.
Προσφέρνει το χινόπωρο λογιών καρπούς και βράζει
Ήμερος τρύγος στα ψηλά, σε βράχους ηλιασμένους:
Κι' ως τόσο τέκνα ολόγυρα στο στόμα του πατέρα
Γλυκά κρεμιώνται, την τιμή φυλάει το αγνό το σπίτι,
Των αγελάδων τα βυζιά γαλατερά προβάλλουν.
Και τα θρεμμένα τα τραγιά στο πρόσχαρο γρασίδι
Μ' αντικρυσμένα κέρατα παλεύουν σύνατά τους.
Αυτός γιορτάζει τες γιορτές και πλαγιαστός στο χόρτο.
Όπου τη στάμνα οι σύντροφοι στολίζουν με στεφάνια
Γύρου στη στια καθούμενοι, σε κράζει και σου χύνει
Κρασί, Ληναίε, και στους βοσκούς αγώνισμα προβάλλει
Να σημαδέψουν το φτεληά με το γοργό κοντάρι.
Και για το ξεχωρίτικο το πάλεμα γυμνόνουν
Τούτοι τ' απόσκληρα κορμιά. Τέτοια ζωή οι Σαβίνοι
Αγάπησαν οι παλαιοί στους περασμένους χρόνους·
Τέτοιαν ο Ρήμος κι' ο αδερφός, κ' η δυνατή Ετρουρία
Σ' αυτόν τον τρόπο ετράνωσε· κι' αλήθεια απ' ό,τι υπάρχει
Εγίνηκε το πλιο ώμορφο σ' αυτόν τον τρόπο η Ρώμη.
Και με τειχιά περίκλεισε τα εφτά τα κάστρα αντάμα.
Και πρίχου πάρει ο βασιληας ο Κρητικός το σκήπτρο,
Και τα σφαχτά καματερά γευτεί το ανόσιο γένος,
Στη γης ο Κρόνος ο χρυσός τέτοια ζωή περνούσε,
Κι' ακόμα σάλπιγγες κανείς δεν άκουε να σημαίνουν,
Και σπάθες να τριζοκοπούν στα σιδερένια αμόνια.

Μα άπειρο σιάδι αφήκαμε στο δρόμο μας οπίσω·
Καιρός του ατιού να λύσουμε τον τράχηλο που αχνίζει.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ.

Μεγάλη Πάλης ως κ' εσέ, και σε βοσκέ του Αμφρύσου,
Περίφημε, και σας δρυμά του Λύκαιου και ποτάμια,
Σας ψάλλω. Τάλλα που το νου τον εύκαιρο σκλαβόνουν
Με το τραγούδι, είνε κοινά. Ποιος το σκληρό Ευρυσθέα,
Ή τους βωμούς του ανέπαινου του Βούσιρι δεν ξέρει;
Τον Ύλα ποιος δε μελετά, και τη Λητώα Δήλο,
Ή και την Ιπποδάμεια και το δεινό αλογάρη
Τον Πέλοπα, τον προφαντόν από το φιλντισένιο
Το νώμο; Πρέπει να ριχτώ σε δρόμο, όπου κι' ο ίδιος
Θένα μπορέσω από τη γης να σηκωθώ παράνου
Και νικητής να πέτομαι στο στόμα των ανθρώπων.
Εγώ πρώτος στον τόπο μου μαζή μου θα οδηγήσω,
Όταν από το ψήλωμα της Αονίας ξανάρθω,
Ανίσως ζήσω μοναχά, τες Μούσες, κ' εγώ πρώτος
Θε να σου φέρω τες βαγιές της Ιδουμαίας, Μαντύη,
Κ' ένα ναό στον πράσινο τον κάμπο μαρμαρένιον
Θα στήσω δίπλα στο νερό, κει που πλανιέται ο Μίγκιος,
Μέγας, με γύρες σιγαλές, με το χολό καλάμι
Τους όχτους του πλουμίζοντας. Στη μέση θα μου στέκει
Ο Καίσαρας και το ναό θα πιάνει· και για κείνον,
Σα νικητής, περίλαμπρος στην Τυριακή πορφύρα,
Άμαξες τεσσεράλογες εγώ εκατό θα βάλω
Να τρέξουν στ' ακροπόταμα· κι' ολάκερη η Ελλάδα
Αφίνοντας τον Αλφειό για εμέ και του Μολόρχου
Τα περιβόλια, με άργαστο πετσί και στην τρεχάλα
Θα αγωνιστεί. Κ' εγώ με εληάς ζαΐδα μουτεμένην
Στεφανωμένος, χάρισμα θυσιαστικό θα φέρω·
Τώρα πομπές επίσημες, ω τι χαρά! στρατεύω
Προς τα αγιαστήρια και θωρώ σφαμένα τα δαμάλια.
Βλέπω να αλλάζεται η σκηνή γυρνώντας, κ' οι υφαμένοι
Οι Βρεταννοί την πορφυρήν αυλαία να σηκόνουν.
Με μάλαμα και φίλντισι σκληρό των Γαγγαρίδων
Τον πόλεμο και τάρματα του νικητή Κυρίνου
Θένα εικονίσω στες μπασιές. Εκεί το Νείλο κι' όλας,
Που κύματα από τες μαλιές και που μεγάλος ρέει,
Και τες κολώννες πώβγαλε το χάλκωμα των πλοίων.
Τες χώρες, που υποτάχτηκαν, θα σμίξω της Ασίας
Και το Νιφάτη που έπεσε, τον Πάρθο που στο φύγι
Μπιστεύεται κι' ανάστροφα τες σαγιττιές του ρίχνει,
Τα δυο τα τρόπαια που από οχτρούς ξεχωριστούς παρθήκαν
Και σε θριάμβους δυο βολές των δυο γιαλών τον κόσμο.
Κι' ορθά θα στέκουν στο ναό τα Παριακά ληθάρια,
Αγάλματα που την πνοή θε νάχουν: του Ασσαράκου
Το γεννοβόλι κ' η σειρά που βγήκε από το Δία,
Κι' ο πρώτος Τρώας κι' ο Κυνθιακός θεμελιωτής της Τροίας.
Άχαρος θένα σκιάζεται τες Εριννύες ο φτόνος
Και το νερό του Κοκυτού ταψύ, και τα στριμμένα
Σερνάμενα του Ιξίονα και την τεράστια ρόδα
Και τον ακατανίκητο το βράχο. Ως τόσο τώρα
Ας ακλουθήσω τ' άχραντα ρουμάνια των Δρυάδων
Και τα φαράγγια, τες βαρειές, Μαικήνα, προσταγές σου.
Δίχως εσέ δεν αρχινά τρανό κανένα ο νους μου·
Έλα λοιπόν την άνεργη τη χασομέρια πάψε·
Μ' ένα μεγάλο χουγιατό με κράζει ο Κιθαιρώνας,
Κ' οι σκύλοι του Ταΰγετου κ' η Επίδαυρο, που στρώννει
Τ' άτια· κι' απ' τον αντίλαλο των λόγγων διπλωμένο
Αντιβογγάει το φωνατό. Μα γλίγωρα θε νάμαι
Αρματωμένος για να ειπώ τες φλογερές αμάχες
Του Καίσαρα· κι' όσες χρονιές τον Καίσαρα χωρίζουν
Από την πρώτη την αρχή του Τιθωνού άλλες τόσες
Στην οικουμένη η δόξα του θ' απλώνει τόνομά του.

Όποιος βαγιάς Ολυμπιακής θιαμάζει τα βραβεία
Και ταληγάρια κουναρεί, κι' όποιος για το ζευγάρι
τα δυνατά καματερά, το πρώτο των μαννάδων
Θένα διαλέξει τα κορμιά. Της πλιο καλής δαμάλας
Είνε το βλέμμα ανάποδο, και κακοειδή η κεφάλα
Και πλήθιο είνε το σνίχι της και κρέμεται η μαντύλα
Απ' το πηγούνι στα μεριά· κι' απέκει δίχως μέτρο
Είν' απλωμένη η πλαγαριά· κ' είνε όλα της μεγάλα
Ως κ' η ποδάρα· και ταυτιά κάτου από τα στριμμένα
Τα κέρατα είνε τριχωτά. Δε με κακοφανίζει
Αν είνε με μπαλώματα και μ' άσπρο σημειωμένη,
Ή αν το ζυγό δε δέχεται, κι' αν κάποτε ξαμόνει
Με τάρματο, κι' α δαμαλιού προσμοίαζει στο μεισήδι,
Ή εκείνη πούνε ολάκερη ψηλή, που περπατώντας
Τες πατουμιές της φρουκαλεί με της οράς την άκρη.
Κ' έπειτα από τους τέσσερους και πριν τους δέκα χρόνους
Εινε για την Ειλήθυια και για τους Υμεναίους
Σωστή ηλικία· τα επίλοιπα τα χρόνια δεν αχρίζουν
Για γέννες κι ούτε δύναμη για τ' άλατρο δεν έχουν.
Ως τόσο σύντα τες κοπές η νειότη πλημμυράει
Πασίχαρη, ξαπόλυσε τ' αρσενικά κι' απ' όλους
Πρώτος εσύ παράδωκε τα ζα της Αφροδίτης,
Κι' από το γεννοβόλι τους ξανάνειονε το σόι.
Φεύγουν μπροστά για τ' άτυχα τα θανατογραμμένα
Όλες οι πλιο καλήτερες ημέρες της ζωής τους·
Έρχονται αρρώστειες κι' άχαρα γεράματα, κ' οι κόποι
Και η απονιά του αλύγιστου θανάτου τα ξεκάνουν.
Κάποια, που τα κουφάρια τους θε νάθελες ν' αλλάξεις,
Υπάρχουν πάντα· πάντοτε για τούτο πόλλαινέ τα,
Και για να μην αποζητάς τα ψόφια, θα προλάβεις
Και θα διαλές για τες κοπές μοσκάρια κάθε χρόνο.

Κ' έχει παρόμοιο διάλεγμα κ' η φάρα των αλόγων.
Εκείνα που αποφάσισες εσύ ν' αναλικώσεις
Ελπίζοντας να γενειαστείς το σόι, θα τα φροντίζεις
Από τα χρόνια τα μικρά περίσσια. Το πουλάρι
Του ευγενικού του ζωντανού περήφανα στους κάμπους
Βαδίζει εύτύς και τ' απαλά μεριά του τανεμίζει.
Να τρέχει πρώτο αποκοτά στο δρόμο και να μπαίνει
Σ' αγροικωμένους ποταμούς και σ' άγνωρο γιοφύρι
Μπιστεύεται και περιττούς δε σκιάζεται σαλάγους.
Κ' έχει τον τράχηλον ορθό, και νόστιμο κεφάλι,
Μικρή κοιλιά και παχουλά καπούλια, και το στήθι
Το ψυχερό από μούσκουλα τριοντίζει. (Προτιμιώνται
Τα καστανά και τα ψαριά, το μούρτζινο και τάσπρα
Εινε τα πλιο χειρότερα στο χρώμα.) Κι' α σημάνουν
Κάπως μακρόθε τάρματα να στέκεται δεν ξέρει
Στον τόπο του· και τράζονται τα μέλη του και σειούνται
Ταυτιά του, και φρουμάζοντας τη συναγμένη φλόγα
Κυλά από τα ρουθούνια του· κ' έχει πυκνή τη χήτη
Που πέφτει απάνου στο δεξιό τον ώμο του ριγμένη,
Κι' από τα απάκια του περνά διχαλωτή η καρήνα,
Και σκάφτει με το πόδι του τη γης και του νυχιού του
Βαρειά το στέριο κέρατο σημαίνει. Τέτοιος ήταν
Ο Κύλλαρος που τα λουριά τον στρώσαν του Αμυκλαίου
Του Πολυδεύκη και τα δυο τα ταληγάρια του Άρη,
Που οι ποιητές οι Έλληνες συχνά τα μνημονεύουν,
Και τα αμαξάδικα φαριά του ξακουστού Αχιλλέα.
Τέτοιος κι' ο Κρόνος ο γοργός περίχυσε τη χήτη
Στον τράχηλο, και φεύγοντας, σα φάνηκε η συμβία,
Εγιόμισε χρημητισμούς ψιλούς το μέγα Πήλιο.

Αλλά ως κ' εκείνο αφού βαρύ το καταντήσει η αρρώστεια,
Ή και τα χρόνια πλιο νωθρό, κρούβε το για το σπίτι,
Κι' ανασκοπή για τ' άσκημα γεράματα μην έχεις.
Εινε στο ταίριασμα ψυχρό το γερασμένο τ' άτι,
Και κόπους ανεπρόκοπους αδίκως υποφέρνει,
Κι' ανίσως κάποτε βρεθεί σε πόλεμο, του κάκου
Μανίζει σα στα φλίκουρα καμιά φορά η μεγάλη
Στια, που δεν έχει δύναμες. Για τούτο θα σημειόνεις
Με προσοχή του ζωντανού το θάρρος και τα χρόνια,
Κ' απέκει τάλλα διώματα και των γονιών το γένος,
Και ποιος εστάθη ο πόνος του τα βγήκε νικημένο.
Και πόσες δόξες έλαβε σε νίκες. Μη δε βλέπεις
Πως, σαν ταμάξια ρίχνονται για αγώνα γλιγωράδας
Στον κάμπο και μ' ορμή χυμούν από το κλείσμα, οι νέοι
Σαστίζουν από απαντοχές, κ' η σκιάξη την καρδιά τους.
Που αναπηδά σπαράζοντας, λιγόνει; Το φραγγέλι
Ανεμισμένο αυτοί κρατούν, και τα φαριά τους βιάζουν,
Και σκύφτοντας απολυτά τα χαληνάρια αφίνουν
Κι' από τη δυνάμη πετά το πυρωμένο αξόνι.
Πότε τους βλέπεις χαμηλά, και πότε ανεβασμένοι
Στον άδειο αέρα πιλαλούν ψηλά και προς τες αύρες
Σηκόνονται, κι' ανάπαψη μηδέ ησυχία δεν έχουν·
Μα από τον άμμο τον ξανθό σύγνεφο αναπελλιέται,
Και τ' άλογα που ακολουθούν μ' αφριά κι' αχνούς τους βρέχουν.
Τόσο αγαπούν τον έπαινο, τόσο ποθούν τη νίκη.
Ετόλμησε ο Εριχθόνιος στην άμαξα να ζέψει
Πρώτος τα τέσσερα άλογα, κι' ορθός να σταματήσει
Πάνου σε ρόδες νικητής γοργός. Στο Πελεθρώνιο
Τους γύρους και τους χαλινούς ευρήκαν οι Λαπίθες,
Που αυτοί καβάλλα ανέβηκαν, κ' έδειξαν του αλογάρη
Ν' αναπηδά με τ' άρματα στον κάμπο πιλαλώντας
Και μ' ανοιχτά πατήματα περήφανα να τρέχει.
Όμοιοι είνε κόποι και τα δυο· κι' ο μερωτής χαλεύει
Πάντα του τ' άλογο το νιό, πώχει φωτιά στα σπλάχνα
Και πούνε αψύ στο τρέξιμο· κι' ας έχει κυνηγήσει
Συχνά σ' αμάχες τους οχτρούς, που εφεύγαν, κι' ας καυκιέται
Πως έχει για πατρίδα του τες δυνατές Μυκήνες,
Ή ακόμα και την Ήπειρο, και την καταγωγή του
Στου Ποσειδώνα την αρχή την ίδια ας ανεβάζει.

Αφού σε τούτα επρόσεξες, ευτύς σαν έρθει η ώρα
Πάσα φροντίδα ξόδιασε για να γιομίσει ξύγγι
Πηχτό το ζω που βατευτή το λες και πρωτοστάτη
Το διάλεξες· και κόβε του το χόρτο τ' ανθισμένο,
Και χόρταινε το αιγίλοπα και φέρνε το στο ρέμα
Για να βαστάξει στη γλυκειά δουλειά και να μη δείξουν
Τ αδύναμα γεννήματα τες νήστειες του πατέρα.
Μα τες κοπές επίτηδες ας τες λιγνέψει η φτώση,
Κι' άμα ζευγάρωμα η γνωστή γλυκάδα αποζητήσει.
Κράτει τους τότες το κλαρί κι' αρνήσου τους τες βρύσες.
Και μερικοί πολλές φορές στον ήλιο τες μουδιαίνουν
Και τες κουράζουν με τρεξιές, σύντα βαρειά στενάζει
Ταλώνι από το δάρτισμα και τ' άχαλα τα κούφια
Με του Ζεφύρου τες πνοές πετιώνται στον αέρα.
Κι' αυτό το κάνουν για να μη μικρύνει το χωράφι
Της γέννας τα δοσίματα με το πολύ το πάχυ,
Και χουμουλώσουν τ' άνεργα ταυλάκια, μα ρουφώντας
Σα διψασμένο τες σπορές, εντός του να τες κρούβει.

Και τότες πάλι οι αφαντασιές για τους πατέρες παύουν.
Και για τες μάννες ακλουθούν. Αφού σωθούν οι μήνες.
Και βαρεμένες περπατούν, κανείς δεν τες αφίνει
Τες φορτωμένες άμαξες με τους ζυγούς να σέρνουν.
Και μήτε με πηδήματα τους δρόμους να διαβαίνουν,
Μήτε στους κάμπους με γοργά τρεξίματα να φεύγουν,
Και να περνούν τα ορμητικά ποτάμια κολυμπώντας.
Αλλά θα βόσκουν σ' ανοιχτά φαράγγια και στο πλάγι
Ξεχειλισμένου ποταμού που οι οχτιές του πρασινίζουν
Από γρασίδι κι' όμηρο, κ' εκεί θένα τες σκέπουν
Τα σπήλαια και θ' απλόνονται τα ισκιώματα του βράχου.
Υπάρχουν γύρου στ' Άλβουρνο, που οι πρίνοι το χλωραίνουν,
Κι' ολόγυρα στου Σίλαρου τα περιβόλια πλήθος
Πετούμενα που τάκραξαν ασίλους οι Ρωμαίοι,
Και οι Έλληνες στη γλώσσα τους οιστριούς τα μεταφράσαν.
Κακά, με λάλημα άτσαλο, και που οι κοπές τα φεύγουν
Όλες και μέσα στο λογγό σκορπιώνται τρομαγμένες.
Βροντοκοπά από μουγγρισμούς ο αιθέρας ταραγμένος,
Κ' οι λόγγοι κ' οι ακροποταμιές τ' απόξερου Τανάγρου.
Με αυτό το τέρας κάποτες η Ήρα την οργή της
Τη φοβερή ξεθύμανε τη χάση μελετώντας
Της αγελάδας του Ίναχου· και συ από αυτό το ίδιο,
Γιατί αγροικότερο πετά στην άναψη της κάψας.
Τα βαρεμένα ζωντανά πρέπει να προφυλάξεις,
Και θένα βόσκεις τες κοπές συνέχου με το βγάλμα
Του ήλιου, ή με τάστρα που οδηγούν στον ουρανό τη νύχτα.

Αφού γεννήσουν, στρέφεται κάθε έγνοια στα μοσκάρια:
Και θα βουλώσεις παρευτύς με σίδερο αναμμένο,
Τυπόνοντας γνωρίσματα και τόνομα της φάρας.
Εκείνα που επροτίμησες ν' αναλικώσεις για έχας,
Όσα φυλάς για τους βωμούς αφιερωμένα, κι' όσα
Τη γης θα σκίσουν κάποτε και θένα διβολήσουν
Τους κάμπους που θα σπαρταρούν απ' τους τραμένους σβώ-
                                                [λους,
Κι' ας βόσκουν τ' αποδέλοιπα στο πράσινο χορτάρι.
Μα όσα γυμνάζεις για δουλειά και για καμπίσιες τέχνες.
Ενώ είνε ακόμα μικροστά δαμάλια, θάρρευέ τα,
Κι'αρχίνησε του ημερωμού το δρόμο, όσο οι ψυχές τους
Οι νέες μαλάζονται εύκολα στην τρυφερή ηλικία.
Και πρώτα δένε ολόγυρα στο σνίχι τους κουλούρες
Ντωτές από λιανήν αγνιά, κι' αφού ο λαιμός τους μάθει
Ελεύτερα στο σκλάβωμα, ζευγάρι τα μοσκάρια
Σ' αληθινά ζυγόξυλα ζεμένα αντάμωσέ τα,
Και ταιριασμένα ανάγκασ' τα να προβατούν με ρήμα.
Κι' ας συχνοφέρνουν έπειτα στους κάμπους άδεια αμάξια,
Κι' ας σημαδεύουν με συρσιές τη σκόνη απάνου απάνου ·
Κι' απέκειθε λεβδίζοντας το τζιρουνένιο αξόνι
Ας στρίξει από το δυνατό το βάρος κι' ας τραβήξει
Τες ρόδες τες ζευγαρωτές ο παφυλένιος σύρτης.
Κι' ως τόσο για τ' αγύμναγα κοπέλλια θένα κόφτεις
Όχι γρασίδι μοναχά και λήμερη του βάλτου
Και της ιτιάς το παγανό κλαρί, μα και σιτάρι
Σπαρμένο, με το χέρι σου· και δε θένα γιομίζουν
Για σένα, κατά το παληό το σύστημα, δαμάλες
Βυζανταριές τα κάτασπρα βεδούρια, αλλά θα στίφουν
Τελειωτικά ταγαπητά παιδιά τους τα μαστάρια.

Αλλά α ζηλεύεις πόλεμους κι' αντρειωμένες σκάθρες
Καβαλλαρέων ή σιμά στης Πίσας το ποτάμι
Τον Αλφειό, με τους τροχούς να τρέχεις και τ' αμάξι
Το πεταχτό να κυβερνάς στου Δία το ρουμάνι,
Η πρώτη απ' όλες τες δουλειές για τάλογο θε νάνε
Των πολεμάρχων το θυμό και τάρματα να βλέπει,
Και να βαστά στες σάλπιγγες, και ν' αψηφά τη ρόδα
Που στρίζει από το τράβηγμα και ν' αγρικά στο σταύλο
Τα σαλιβάρια που λαλούν, ν' αναγαλλιάζει απέκει
Στου αφέντη όλο περσότερο τους αρεστούς επαίνους
Και στο λαιμό του ν' αγαπά του κανακιού τους χτύπους.
Και τούτα αμέσως ας χαρεί σαν από το βυζί της
Η μάννα το πρωτόδιωξε κι' ανάμεσα στα χάδια
Ας χώνει το μουσούδι του στο μαλακό καπίστρι,
Όταν ακόμα αδύναμο τρεκλίζει κ' είνε ακόμα
Ανήξερο της νειότης του. Μα σα σωθεί το τρίτο
καλοκαίρι και πατεί στο τέταρτο, ας αρχίσει
Γύρους να κάνει παρευτύς και να ποδοβολάει
μετρημένα βήματα και ξαλλαχτά τα πόδια
Ας καμαρόνει στους αρμούς κι' ας μοιάζει μουδιασμένου,
Και σε τρεχάλες ας καλεί τες αύρες και πετώντας,
Σα να μην είχε χαλινό, στους ανοιχτούς τους κάμπους
Στην όψη του άμμου μεταβιάς τα ζάλα του ας τυπόνει,
Σαν το Βορηά, όταν άπαυτος απ' τα υπερβόρεια μέρη
Πέφτει και σύγνεφα άβροχα και Σκυθικές κρυάδες
Σκορπά· και τότες τα ψηλά γεννήματα κ' οι κάμποι,
Που κυματάν, με τες γλυκές πνοές αναγριτσιάζουν,
Και στων βουνών τες κορυφές αχολογούν οι λόγγοι,
Και κύματα κατάμακρα πλακόνουν στ' ακρογιάλια·
Μα αυτός πετά και στο φευγιό σαρόνει κάμπους κι' άρμη.
Και ή στα νυσσάνια απέκειθε και στ' ανοιχτά τα σιάδια
Του Ολυμπιακού του λιβαδιού θα ιδρώσει εκείνο τάτι
Και θάχει αφρούς αιματερούς στο στόμα, ή κι' ο λαιμός του
Κάλλιο θα σέρνει ο λυγερός το Βελγικό τ' αμάξι.
Κ' έπειτα μόνον άφησε των μερωμένων ζώων
Με θρεφτικόν παλύσπορο ν' αξήσει το μεγάλο
Κορμί, τι πρίχου μερωθούν ανάβει ο αψύς θυμός τους
Και σαν πιαστούν δε δέχονται το λυγερό φραγγέλι
Και στο σκληρό δεν πείθονται δοντάτο σαλιβάρι.

Μα έγνοια καμμία τη δύναμη των ζώων δε στερεόνει
Τόσο, όσο το να τα φυλάς από την Αφροδίτη
Κι' από τα κέντρα της τυφλής αγάπης, είτε θέλεις
Τα βώδια να πιχειριστείς ή τάλογα, α σου αρέσει.
Για τούτο κι' όλας μακρυά ξορίζουν τα βαρβάτα
Σε βόσκηστρα μοναχικά και πίσω από το αντίκρυ
Βουνό και πέρα απ' τα πλατειά ποτάμια ή και κλεισμένα
Στο σπίτι τα κρατούν σιμά στο ξέχειλο παχνί τους·
Τι αληθινά σιγά σιγά ταρσενικό φλογίζει
Η θηλυκιά με τες ματιές, και δύναμες του παίρνει,
Και δεν το αφίνει να σκεφτεί το λόγγο και το χόρτο,
Με τα γλυκά της μάλιστα μαυλίσματα, και βιάζει
Συχνά τους υπερήφανους ρωτάριδες αντάμα
Με τάρματα να τσακωθούν. Η ωραία δαμάλα βόσκει
Στη Σίλα την απέραντη. Ξαλλάζοντας, στον τράκο
Πιάνονται αυτοί με δύναμη πολλή κ' είνε οι πληγές τους
Πυκνές· το αίμα μελανό μοσκεύει το κορμί τους,
Και γυρισμένα ανάποδα τα κέρατα στιβάζουν,
Με μουγγρισμούς τρανώτατους, τους αντιστηλωμένους,
Και τα ρουμάνια αντιβογγούν, κι' ο διάπλατος αιθέρας.
Κ' οι αντίπαλοι δε συνειθούν να μπαίνουν σ' ένα σταύλο,
Μα εκείνος που νικήθηκε μισεύει και σε μέρη
Άγνωρα ξεμπουρίζεται, μακρυά, κι' όλο στενάζει
Για τη ντροπή και τες πληγές, που από το νικητή του
Τον υπερήφανο έλαβε, για τες αγάπες κι' όλας
Πώχασεν ανεγδίκητος· κι' από το πατρικό του
Βασίλειο φεύγει τα μαντριά θωρώντας. Μα για τούτο
Μ' όλη την επιμέλεια του τες δύναμες γυμνάζει
Και μες τες πέτρες τες σκληρές και σ' άστρωτο κρεββάτι
Καρτερικός ξαπλόνεται και γεύεται μονάχα
Αγκαθερά χλωρόκλαρα και μυτερές βουρλίδες,
Κι' ατός του δοκιμάζεται και στον κορμό ενού δέντρου
Ακκουμπημένος συνειθά στα κέρατα να ρίχνει
Την όργητα, κι' αντροκαλεί κουτρώντας τους ανέμους,
Και προοιμιάζει πάλεμα τα χώματα σκορπώντας.
Κι' απέκει, αφού εδυνάμωσε κι' ανάλαβε το θάρρος,
Σηκόνει τες σημαίες του κι' ορμητικός πετιέται
Πάνου στον ξέγνοιαστον οχτρό, σαν κύμα που στη μέση
Της θάλασσας ασπρολογά κι' από βαθειά μακρόθε
Φουσκόνει και, κυλιουμένο προς την ξηρά, σβουρίζει
Μέσα στους βράχους τρομερά και σα βουνό μεγάλο
Χύνεται και τα τρίσβαθα νερά από τες κορφές του
Ξεβράζει κι' άμμους μελανούς αναπελλεί ταψήλου.
Έτσι και κάθε σόι στη γης, τ' ανθρώπινο και τ' άγριο.
Το γένος το θαλασσινό, τα ωρηόπλουμα πουλάκια
Και τα ήμερα σε μάνητες και σε καΰλες πέφτουν.
Είνε ένας για όλους ο Έρωτας. Σ' άλλον καιρό ποτέ της,
Ξεχνώντας τα κουλούκια της στους κάμπους, δεν πλανιέται
Σκληρότερη η λιοντάρισσα, κ' οι κακοειδές αρκούδες
Δημόσια τόσα φονικά ποτέ τους δεν εκάμαν.
Ποτέ και τόσους σκοτωμούς στους λόγγους. Κ' είνε τότες
ο κάπρος ο άγριος τρομερός και κάκιστος ο τίγρης.
Τότες αλοίμονο σ' αυτόν που κακοπαραδέρνει
Στη Λιβυκή την έρημο. Δε βλέπεις πώς αδράζει
Όλο ταλόγου το κορμί τρεμούλα, σαν του φέρει
Τους γνωρισμένους τους αχνούς η μυρωδιά μονάχα;
Και τότες δεν το αντικρατούν ανθρώπων χαλινάρια
Μήτε φραγγέλια φοβερά και σπηλιωτά χαράκια
Και βράχοι, μήτε ποταμοί που κόβουν του το δρόμο,
Ως κι' αν κυλά το κύμα τους βουνά ξερριζωμένα.
Μανίζει κι' ο Σαβινικός ο κάπρος κι' ακονίζει
Τα δόντια και το πόδι του τη γης ανασκαλεύει,
Και τρίβει τα παγίδια του στο δέντρο και τραχαίνει,
Για τες πληγές, κι' απόδωθε κι' απόκειθε τες πλάτες.
Γιατί μανίζει ο νιός οπού τρανή φωτιά του χύνει
Στα κόκκαλα ο Έρωτας σκληρός; ναι, κολυμπάει τη νύχτα
Αργά, σ' άφεγγα κύματα που ορμητικές φουρτούνες
Δέρνουν τα· κι' αποπάνου του βροντά η τεράστια πόρτα
Των ουρανών, κι' αντιβογγούν οι θάλασσες στες ξέρες
Βαρώντας. Και δε δύνονται να τον καλέσουν πίσω
Μήτε οι γονηοί του οι δύστυχοι, μήτε κ' η κορασίδα.
Που χάρος πάνου στ' άψυχο κορμί του την προσμένει.
Γιατί κ' οι ρήσοι οι παρδαλοί του Βάκχου γαυριάζουν,
Γιατί το γένος τ' άτσαλο των σκύλων και των λύκων,
Γιατί, και τι τσακώματα τ' άμαχα ελάφια κάνουν;
Μα επίσημη είνε μάλιστα των ζωντηριών η ζήτια:
Η ίδια Αφροδίτη το θυμόν εχάρισέ τους, όταν
Τα Ποτνιακά τετράζυγα ξεσκίσαν το κουφάρι
Του Γλαύκου με τες σιαγωνιές. Ο πόθος τα οδηγάει
Παρέκει από το βροντερόν Ασκάνιο και παρέκει
Από τα Γάργαρα· βουνά και ποταμούς διαβαίνουν.
Αμέσως σαν ανάψει η στια σταχόρταγο μηδούλλι,
(Και μάλιστα την άνοιξη τι τότες ξαναμπαίνει
Το ζέσταμα στα κόκκαλα) στέκουν οι αλόγες όλες
Ανεβασμένες σε ψηλά χαράκια με το στόμα
Γυρμένο προς το Ζέφυρο και δέχονται τες αύρες
Τες αλαφρές. Και το συχνό με δίχως ταίριασμα άλλο -
Ω το παράξενο άκουσμα — με τον αέρα μόνο
Γκαστρόνονται, και πιλαλούν σε πέτρες και σε βράχους
Και σε λαγγάδια βαθουλά, κατά το βγάλμα σου όχι,
Εύρε, και μήτε προς του Ηλιού, μα κατά τον Αργέστη
Και το Βορηά, και προς αυτό το μέρος όθε ο Νότος
Γεννιέται και καταλυπά με βροχερνές κρυάδες
Ολόμαυρος τον ουρανό. Και κει στο τέλος στάζει
Φαρμάκι από τη φύση τους πηχτό, που το ονομάζουν
Αλογομάνισμα οι βοσκοί με δίκηο, κ' είνε εκείνο
Που οι μητρυιές κακόβουλες συχνά το συμαζεύουν
Και βλαβερά ξορκίσματα τού σμίγουν και βοτάνια.

Άλλα ξεφεύγει αγύριστος, φεύγει ο καιρός ως τόσο,
Ενώ του πόθου σκλάβοι εμείς περιγυρνάμε ένα ένα.
Είπα αρκετά για τες κοπές και τώρα τάλλο μέρος
Της έγνοιας μου απολείπεται: κοπάδια μαλλοφάρα
Να ξεκινήσω στες βοσκές κι' αναμαλλιάρες γίδες.
Εδώ η δουλειά είνε· δυνατοί ξωμάχοι απόδω ελπίστε
Τον έπαινο, και θετικός εγώ είμαι στην ψυχή μου
Πως θα νικήσει ο στίχος μου, κι' ας είνε το έργο μέγα.
Και τούτα, και σε πράματα μικρά τιμή θα σμίξω.
Αλλά μία αγάπη τρυφερή στου Παρνασσού με παίρνει
Τους έρημους ανήφορους· χαιράμενος διαβαίνω
Βουνοκορφές, που στο γλυκό το πλάγι τους κανένας
Δρόμος παληός δε ροβολά κατά την Κασταλία.
Ας τραγουδήσω βροντερά, σεβάσμια Πάλης, τώρα.

Αρχίζοντας, τα πρόβατα, διορίζω, το σανό τους
Μέσα σε σταύλους ήσυχους να τρων, ως να ξανάρθει
Σε λίγο το πολύκλαρο το καλοκαίρι πάλι,
Και χάμου στη σκληρή τη γης δεματιασμένα βράχλα
Να στρώννονται κι' αχύρατα πολλά για να μη βλάψει
Ο πάγος ο κρυαδερός τα τρυφερά τα ζώα,
Και φέρει τους τες άσκημες ποδάγρες και την ψώρα.
Και προχωρώντας από δω, στερνότερα προστάζω
Με κουμαριάς χλωρόκλαρα να οικονομιώνται οι γίδες,
Και νάρχονται σε ρεματιές ολόδροσες να πίνουν,
Και οι μάντρες τους απέναντι στο χειμωνιάτικο ήλιο
Κι' απάνεμες να στέκονται γυρμένες προς το Νότο,
Ως που να δύσουν τα ψυχρά ταστέρια του Υδροχόου,
Δροσίζοντας τα χώματα, σύντα τελειόνει ο χρόνος.
Με όμοιες φροντίδες ως κι' αυτές να τες φυλάμε πρέπει,
Και τόφελος λιγώτερο δε θάνε, κι' ας στοιχίζουν
Περσότερο τα δέρματα της Μίλητος σα βράσουν
Σε κοκκινάδες Τυριακές. Μικρά γεννούν οι γίδες
Συχνώτερα και μπόλικα τα γάλατά τους είνε.
Όσο τους στύφεις το βυζί και πλιότερο οι γαβάθες
Αφρίζουν, τόσο ποταμοί πλιο πλούσιοι θ' αναβλύσουν
Μέσα από τα μαστάρια τους, σαν τες αρμέξεις πάλι.
Κι' ως τόσο και το μαλακό, του Κινυφιώτη τράγου.
Ταστάκι, τασπρουλιάρικο πηγούνι και τα γένεια
Κουρεύονται για του στρατού τες χρείες, κι' από τούτα
Γένονται τα σκεπάσματα του θλιβερού του ναύτη.
Λόγγους αυτές και τες κορφές του Λύκαιου βόσκουν· βάτους
Αγκαθερούς και κλαρικά που τα γκρεμά αγαπάνε·
Κ' οι ίδιες θυμούνται σπίτι τους να γέρνουν οδηγώντας
Τα τέκνα τους, και μεταβιάς δε γγίζουν το κατώφλι
Τα φορτωμένα τους βυζια· και συ λοιπόν για τούτο,
Όσο χρειάζονται γι' αυτές λιγώτερες φροντίδες,
Τόσο προσεχτικώτερα φύλαχ' τες από πάγους,
Κι' από χιονιάδες και ταγή κουβάλιε τους κλαρένια
Χαιράμενος και μην τους κλεις με τες κρυάδες πάντα
Τους αχυρώνες. Αλλά αφού γλυκό το καλοκαίρι
Τα δυο κοπάδια στες βοσκές και στα ρουμάνια στείλει,
Τόμου τα κράξει ο Ζέφυρος, ας πάρουμε τους κάμπους
Τους κρύους με το πρωτόβγαλμα τ' Αυγερινού, σαν είνε
Ασπρέλλικες οι πρωϊμιές, κ' η Αυγούλα ακόμα νέα,
Κ' είνε πολυαρεσούμενη στα ζωντανά η δροσούλα
Πάνου στο χόρτο το χολό. Κι' απέκει, σαν ξυπνήσει
Η τέταρτη ώρα τουρανού τη δίψα, κ' οι τζιτζίροι
Σκίζουν με το τραγούδι τους κλαψιάριδες τα δέντρα,
Οδήγα τα κοπάδια σου προς τες βαθειές τες λούμπες
Και στα πηγάδια για να πιουν τ' ανάβρυσμα που ρέει
Από σωλήνες πρίνινους· μα στην καρδιά της ζέστας
Ζήτα λαγγάδες ισκιερές, ανίσως κάπου ανοίγει
Τους κλώνους του τους απεικούς ιδρύ του Δία μεγάλο
Με αρχαίον κορμό κι' α μελανό ρουμάνι από πρινάρια
Αρίφνητα τον ίσκιο του τον αγιασμένο απλόνει.
Κ' έπειτα πάλι γάργαρα νερά ξανάδωσέ τους
Και στρώννυσέ τα στη βοσκή, σα βασηλέψει η μέρα,
Σαν τον αέρα τον ψυχρό το βράδυ αποκρυόνει,
Και τα δρυμά το δροσερνό φεγγάρι ζωντανεύει,
Κι' αλκυώνα στο γιαλό λαλεί και στα τσαλιά γαρδέλλι.

Τους πιστικούς της Αφρικής, τα χειμαδιά, τους τσάρκους
Που κατοικούν και πούνε αρηά στους κάμπους σκορπισμένες
Οι στέγες τους, στους στίχους μου γιατί να σου ιστορήσω;
Εκεί συχνά τα ζωντανά νύχτα και μέρα βόσκουν,
Ή κ' ένα μήνα αδιάκοπα, και, δίχως νάχουν σταύλους,
Σ' ερμιές μεγάλες προβατούν, τόσο πολλοί είνε οι κάμποι.
Μαζή του φέρνει ο Αφρικανός ο κοπαδιάρης όλα:
Τη σκέπη, το σπιτίσιο του θεό και τάρματά του.
Κ' ένα ζαγάρι Αμυκλιακό και Κρητικό ταρκάσι.
Όμοιος με τον αράθυμο Ρωμαίο, που φορώντας
Την πατρική του αρματωσιά στο δρόμο του βαδίζει
Με φόρτωμα απεικό, και πριν απ' ότι, τον προσμένει
Ο οχτρός του, και ελημέριασε, και στην αράδα στέκει.
Μα έτσι δεν είνε εκεί που ζουν οι Σκυθικές οι φάρες,
Κ' εκεί που τα Μαιωτικά τα κύματα χτυπιώνται.
Κ' εκεί που αμμούδες κίτρινες θολός ο Ίστρος σέρνει,
Κι' όπου η Ροδόπη απλόνεται φτάνοντας ως τον πόλο.
Αυτού κρατούν τα ζα κλειστά σε σταύλους, και στους κάμπους
Χόρτο δε φανερόνεται μηδέ κλαρί στα δέντρα.
Μα από τον πάγο το βαθύ κι' από τα σωριασμένα
Τα χιόνια η γης αμόρφωτη κοίτεται πέρα πέρα,
Και πήχες η όψη της εφτά ψηλότερα ανεβαίνει.
Πάντα χειμώνας, πάντοτε ψυχροί φυσούν οι Αργέστες,
Και δε σκορπά τότες ποτέ τους αχνούς ίσκιους ο ήλιος,
Ούτε όταν βγαίνει και ψηλά με τάλογα πετιέται
Προς τον αιθέρα, ούτε όταν δυεί και στου Ωκεανού την όψη
Την πορφυρή τ' αμάξι του, που ροβολά, θα λούσει.
Άξαφνα στα τρεχούμενα ποτάμια κρούστες πήγουν,
Και με τη ράχη του τροχούς σιδεροτορκωμένους
Βαστά το κύμα, κ' ενώ πριν τα πλοία φιλοξενούσε
Δέχεται τώρα τα βαρειά τα κάρρα· και μονάχα
Σκάζουν τ' αγγειά τα χάλκινα και τα σκουτιά τσιρόνουν
Πάνου στο σώμα, τα κρασιά τα νερουλά πελέκια
Τα κόβουν, πάγος στερεός ο βάλτος έχει γίνει
Κι' άτσαλα γένεια τες ψυχρές παγοσταλιές σκληραίνουν.
Κι' ως τόσο με όμοια δύναμη χιονίζει ο αέρας όλος·
Τ' αρνιά πεθαίνουν, τα κορμιά των ταύρων τα μεγάλα
Τα βρέχει η πάχνη ολόγυρα, και μαζωμένα ασκέρι
Τα ελάφια νέα κουλουμωσιά χιονιού ταποκορόνει,
Και των κεράτων μεταβιάς οι κορυφές προβάλλουν.
Τα δειλιασμένα ζωντανά δεν τα ταράζουν τώρα
Οι σκύλοι που τα κυνηγούν, μηδέ κανένα δίχτυ,
Μηδέ τα κοκκινόφτερα τα σκιάχτρα, μα ενώ σπρώχνουν
Τ' αντιστεκάμενο βουνό του κάκου με το στήθι,
Τα πετσοκόβουν κυνηγοί με τες σκληρές λεπίδες
Από σιμά, κ' ενώ βαρειά στενάζουν τα σκοτόνουν,
Και σπίτι τους με φωνατά χαιράμενοι τα φέρνουν.
Αυτοί σκολάζουν ξέγνοιαστοι σε σπήλια ανασκαμμένα
Βαθειά από κάτου από τη γης κυλώντας στες ογνήστρες
Τα στιβασμένα ιδρόξυλα, κι' ολάκερους φτεληάδες
Στες φλόγες παραδίνοντας· κι' αυτού περνούν το βράδυ
Παίζοντας, και με τες μαγιές και τα ξυνά τα σούρρα
Το σταφυλένιο το πιοτό χαιράμενοι αντιφκιάνουν.
Έτσι το γένος τ' άνομο, που κάτου απ' την Αρκούδα
Την υπερβόρεια κατοικεί χτυπιέται από τον Εύρο,
Και ντύνει με γουναρικά κοκκινωπά το σώμα.

Α γνοιάζεσαι για το μαλλί, θα λείπουν πρώτα απ' όλα
Η κολλητσίδα, ο κάρδωνας, ταγκαθερά ρουμάνια·
Φεύγε τες πρόσχαρες βοσκές, και πάντα σου κοπάδια
Διάλεγε με άσπρα μαλακά σκουλούδια· κι' ως κ' εκείνο
Το κριάρι, πώχει μοναχά, κι' ας είνε σαν το χιόνι,
Τη γλώσσα κάτου απ' τον ογρό τον ουρανίσκο μαύρη,
Απόβγαλέ το για να μη μαυρίσουν τ' αρνοπόκια
Με λάγικα μπαλώματα, και κοίταξε τρογύρου
Στον κάμπο τον ολόγιομο κριάρι νάβρεις άλλο.
Με τέτοια ασπράδα των μαλλιών, αν πιστευτό είνε, ο Πάνας,
Σελήνη, που εθαμπώθηκες σ' απάτησε, σε δάση
Βαθειά καλώντας σε, και συ τον κράχτη δεν αρνήθης.

Μα όπου τα γάλατα αγαπά, με το ίδιο του το χέρι
Συχνά θα φέρνει στα παχνιά τριφύλλι και νυχάκι
Κι' αλατισμένα βότανα· κ' έτσι στα ζα θ' αρέσουν
Οι ρεματιές περσότερο, και θένα πρίσκονται έτσι
Οι αράτες τους περσότερο, και θάνε μες στο γάλα
Κρουμμένη η γέψη του αλατιού. Καμπόσοι τα κατσίκια,
Αμέσως άμα χωριστούν τες μάννες, τ' αποκόβουν,
Και τους φορούν σιδερωτά καπίστρια στο μουσούδι·
Κι' όσο αρμεχτεί ταποταχυά κι' όσο όλην την ημέρα.
Τη νύχτα πηττακόνουν το· κι' όσο με τις σκοτάδι,
Ή και το σούρουπο, ο βοσκός με τα γαλατερά του,
Κινώντας τα χαράματα, το κουβαλεί στη χώρα,
Ή κι' όλας λίγο τ' αλατά και τόχει το χειμώνα.

Και οι έγνοιες σου για τα σκυλιά δε θάνε οι τελευταίες.
Μα θρέφε με παχύν ορρό και τα γοργά κουλούκια
Της Σπάρτης, και το φοβερό το Μολοσσό, κι' αν έχεις
Τέτοιους φυλάχτορες, ποτέ μη φοβηθείς στους σταύλους
Το νυχτοκλέφτη, ούτε ποτέ των λύκων το γιουρούσι,
Ούτε Ίβηρες ανήμερους ποτέ πισώπλατά σου.
Και θα ξατρέξεις το συχνό και τους δειλούς ονάγρους,
Και με τους σκύλους το λαγό, με σκύλους τα πλατώνια
Θα κυνηγήσεις και συχνά με τους αληχτισμούς τους
Θένα ανταριάζεις τα καπριά μες τους λογγίσιους βάλτους
Ζητώντας τα, και με φωνές και το απεικό το ελάφι,
Διαβαίνοντας ψηλά βουνά, στα δίχτυα θα το αμπώνεις.

Και μάθε κι' όλας στα μαντριά ν' ανάφτεις μυρωδάτα
Κεδρόξυλα και τους κακούς τους χείλυδρες να διώχνεις
Με τους αχνούς του χαλβανιού. Πολλές φορές μουλόνει
Ο όχεντρας ο βλαβερός στο γγίξιμο αποκάτου
Από τασάλευτο παχνί, τον ουρανό σκιασμένος
Φεύγοντας· κ' η δεντρογαλιά που συνειθά να μπαίνει
Σε ίσκιους και σπίτια, των βωδιών θανατερή σκορδούλα,
Με το φαρμάκι της ταρνιά ραντίζοντας, μονιάζει
Στη γης. Βοσκέ, στο χέρι σου πάρε ληθάρια, πάρε
Παλούκια, ρίχτα απάνου της, ενώ σε φοβερίζει
Κ' ενώ φουσκόνει το λαιμό σφυρίζοντας· στα βάθη
Έχωσε κι' όλας το δειλό κεφάλι της στο φύγι,
Ενώ νεκρόνουν της οράς οι τελευταίες οι γύρες
Κ' οι κλείδωσες οι μεσινές και κάνει να κυλιώνται
Το στρίψιμό της το στερνό σιγά σιγά οι κουλούρες.
Και στα ρουμάνια μάλιστα της Καλαβρίας υπάρχει
Αυτό το φείδι το κακό, που ορθόνοντας το στήθι,
Τη ράχη τη λεπιδωτή τυλίγει και μεγάλα
Μπαλώματα τη μακρουλή κοιλιά του πλημουδίζουν.
Κι' όσον καιρό από τες πηγές ακόμα πέφτουν τράφοι
Κι' όσο κρατούν τη γης λειψή της άνοιξης οι ογράδες
Κι' ο Νότος ο βροχάρικος, αυτό στες λίμνες στέκει
Και κατοικώντας στες οχτιές με ψάρια και βαθράκους
Λάλους γιομίζει λαίμαργα το μαύρον καταπιώνα·
Μα σα στεγνώσουν τα βαρκά κ' η γης από τη λαύρα
Σκάσει, στην ξέρη αναπηδά, στριφογυρνά το βλέμμα
Το φλογερό, και στους αγρούς, τρομάζοντας την κάψα
Κι' από τη δίψα του τραχύ, λυσσομανά· και τότες
Να παίρνω δε θα μ' άρεσε στον ανοιχτόν αέρα
Ύπνους γλυκούς και στου βουνού τη δασωμένη ράχη
Στα χόρτα να ξαπλόνομαι, σαν το ποκάμισό του
Βγάζει κι' ολόρθο στρίφεται λαμπρό, και πάλι νέο
Κατά τον ήλιο, στη σμουλιά ταυγά ή και τα παιδιά του
Αφίνοντας, και σπαρταρούν τριπλές στο στόμα οι γλώσσες.

Και τι σημάδια κι' αφορμές έχουν οι αρρώστιες κι' όλα
Θα σου διδάξω: — Βρωμερή ψώρα ταρνιά πειράζει,
Σα σταματά ψυχρή βροχή και του σταχτιού του πάγου
Ανατριχιάστρα μαργωσιά στ' απαρθενό το κρέας.
Ή κι' όταν ίδρος άλουστος κολλά στα κουρεμένα
Τα ζα, και σκίζουν τα τραχειά τ' αγκάθια το κορμί τους.
Για τούτο σε γλυκά νερά τα πρόβατά τους όλα
Οι τσέλιγκες τα κολυμπούν, για τούτο σε ρουφήχτρες
Με την προβειά του την ογρή βουτιέται το κριάρι,
Που σα ριχτεί στον ποταμό κατά το ρέμα πλέει,
Ή και του βάφουν το κορμί, σαν είνε κουρεμένο,
Μ' άχαρη μούργα και μ' αυτήν ανακατεύουν θειάφι
Καθάριο, κι' ασημόχωμα, και πίσσα από την Ίδα,
Και ξυγγερνό κηράλειμμα, και σκάρφη αψιά, κι' ασκέλλα,
Ως και κατράμι μελανό. Μα με κανέναν τρόπο
Δεν πολεμά πλιο σύντομα κανείς αυτό το πάθος,
Πάρεξ οπώχει την καρδιά με σίδερο ν' ανοίξει
Του διάσονα το κορφινό κουκούδι· κουναριέται
Και ζωντανεύει το κακό σα μένει σκεπασμένο.
Ενώ να βάλει στες πληγές δε στρέγει ο κοπαδιάρης
Για γιατρειά το χέρι του, και κάθεται ζητώντας
Κάθε καλό από τους θεούς. Σα μάλιστα θυμόνει
Ο πόνος μπαίνοντας βαθειά στα κόκκαλα του ζώου
Και λυώνει η θέρμη καυτερή τα μέλη του, καλό είνε
Να διώξεις τ' άναμμα τ' αψύ ανοίγοντας τη φλέβα
Που στο ποδάρι χαμηλά λαγγεύει από το αίμα.
Και τέτοιο είνε το σύστημα που ακολουθά ο Βισάλτης
Κι' ο τρομερός ο Γελωνός, σα φεύγει στη Ροδόπη
Και στων Γετών τες ερημιές κ' αίμα αλογίσιο πίνει
Μαζή με το πηχτόγαλα. Κι' ανίσως από αλάργα
Ιδείς αρνί στο δροσερό τον ίσκιο να πηγαίνει
Συχνώτερα κι' ανόρεχτα του χόρτου την κορφάδα
Να κόφτει και ν' ακολουθά το ζώο το τελευταίο,
Ή και στον κάμπο καταγής να πέφτει εκεί που βόσκει
Κι' αργά τη νύχτα μοναχό να γέρνει σπίτι, αμέσως
Με το μαχαίρι το κακό σταμάτα πρίχου απλώσει
Κρουφά δεινό το μόλεμα στο ξέγνοιαστο το πλήθος.
Τόσο συχνά στης θάλασσας την όψη δε μανίζουν
Οι ανεμοζάλες φέρνοντας φουρτούνες, όσες είνε
Οι αρρώστειες που τα ζωντανά θερίζουν· και δεν παίρνουν
Οι ψόφοι μόνο μερικά κεφάλια, μα με μίας
Τη στάνη ολάκερη· μαζή κ' ελπίδα και κοπάδι,
Κι' από την πρώτη την αρχή τελειωτικά τη φάρα.
Αυτό το ξέρει θετικά κανείς άμα κοιτάξει,
Και τώρα ακόμα αφού καιρός έχει περάσει τόσος,
Τες Άλπες τες ανάερες, τα Χωρικά καστέλλια
Στες ράχες, τους Ιαπυδικούς τους κάμπους του Τιμάβου,
Τες περιοχές των πιατικών τες απορημαγμένες,
Και τα ρουμάνια τα αδειανά του μάκρου και του πλάτου.

Εβγήκε εκεί από τουρανού ταστένισμα μιαν ώρα
Βαρύς καιρός, ελεεινός, που τον ανάβαν όλες
Οι λαύρες του χινόπωρου και πούδωκε του χάρου
Όλα τα γένη τα ήμερα και τάγρια, και τες λίμνες
Εβρώμεψε κ' εμόλεψε τα χόρτα με σαπούρες.
Κι' απλό δεν ηταν το στρατί του πεθαμού: μα η δίψα
Εχύνοτουν φλεγάμενη τ' όλες τες φλέβες πρώτα
Τα μέλη κουβαριάζοντας, κι' απέκει ξεχειλούσε
Πάλι το έμπυο νερουλό κ' εβγαίναν με την ύλη
Κομμάτια όλα τα κόκκαλα που τα χαλούσε η αρρώστεια.
Συχνά το θύμα, που έστεκε σιμά στο θυσιαστήρι,
Μες στων θεών το δόξασμα, κ' ενώ επεριδενότουν
Στο μάλλινο το γιάδεμα τασπρόχιονο γαϊτάνι.
Ανάμεσα στους ιερουργούς που αργοπορούσαν έτσι,
Έπεφτε ετοιμοθάνατο· κι' αν έσφαζε κανένα
Ο θυσιαστής πρωτήτερα με σίδερο, απ' τα νεύρα
Που απιθονόνταν στους βωμούς δεν επετιώνταν φλόγες,
Να δίνει δεν εδύνοτουν ο ρωτημένος μάντης
Απόκρισες και μεταβιάς ταναποδογυρμένα
Μαχαίρια έβαφαν τα αίματα και μόνο απάνου απάνου
Εμαύριζαν συναίματα πολύ φτωχά το χώμα.
Κι' απέκειθε παντού ψοφούν στο γελαστό χορτάρι
Τα μοσκαράκια και σιμά στ' ολόγιομο παχνί τους
Βγαίνει η γλυκιά τους η ψυχή· και πιάνει απέκει η λύσσα
Τους σκύλους τους γαλίφικους και πνιχτερός ο βήχας
Ταρρωστημένα μοχτερά τραντάζει και στρεβλόνει
Την καταπόθρα την παχειά. Και τ' άτι που ενικούσε
Σ' αγώνες τώρα κοντυλά κ' οι μάθησες το θλίβουν,
Και το χορτάρι λησμονά κι' οχτρεύεται τες βρύσες,
Και με το πόδι του συχνά χτυπά τη γης· τ' αυτιά του
Κρεμιώνται κ' ίδρωτας ψιλός τα ογραίνει, μα και κείνος
Ψυχρός απάνου στα κορμιά τα θανατογραμμένα,
Κ' είνε φρυμένο το πετσί, που όταν κανείς το γγίξει
Στο δάχτυλο αντιστέκεται σκληρό. Τες πρώτες μέρες
Τέτοια σημάδια φαίνονται πριχού το τέλος έρθει.
Μα σαν η αρρώστεια προχωρεί κι' αρχίζει ν' αγριεύει,
Τότες τα μάτια φλέγονται και παίρνει την πνοή του
Από βαθειά και κάποτε βαρυστενάζει κι' όλας,
Μακρύ λυγκιό τα ταπεινά λαγγόνια του τεντόνει,
Και βγάζουν αίμα μελανό ταρθούνια του και σφίγγει
Το φουντωμένο λάρυγγα η απόξερή του η γλώσσα.
Αλάφρωση ήταν το ζουμί του Βάκχου, αν του εχυνότουν,
Στο στόμα μ' ένα κέρατο· κι' αυτό πιστεύει ο κόσμος
Είνε των ετοιμόψοφων ο λυτρωμός ο μόνος.
Μα γλίγωρα έφερνε ως κι' αυτό το χαλασμό· η μανία
Άναβε όσα εδυνάμοναν και στ' αγκομάχημά τους —
(Θεοί, στους ευλαβητικούς καλήτερα χαρίστε,
Και τούτο το ξεφρένιασμα στους διάδικούς σας δώστε)
Κομμάτιαζαν το κρέας τους με τα γυμνά τους δόντια.
Και να! αποκάτου απ' το σκληρό γυννί το βώδι κι' όλας
Ξαχνίζοντας σωριάζεται, κ' αίμα ανακατωμένο
Μ' αφρούς το στόμα του ξερνά και βγάζει το στερνό του
Το στέναγμα. Βαρύθυμος πηγαίνει ο ζευγουλάτης
Και το δαμάλι που πονεί για ταδερφού το τέλος
Λυεί και στη μέση της δουλειάς μπηχτό τ' αλέτρι αφίνει.
Μα ούτε των δέντρων των ψηλών η σκιάδα μες τα δάση,
Ούτε λιβάδια μαλακά, κι' ουδέ το ποταμάκι,
Που κι' από ασημομάλαμα πλιο ξάστερο κυλάει
Μέσα στους βράχους κ' έπειτα στο σιάδι κατεβαίνει,
Δεν έχουν πλια τη δύναμη να φχαριστήσουν τάλλο.
Μα οι πλαγαριές του κρέμονται λυωμένες και θαμπούρα
Τα μάτια του τα ασάλευτα κυριεύει, και σκευρόνει
Το σνίχι του που το τραβά το βάρος προς τα κάτου.
Τι τους φελούν τα κόπια τους και τα καλά τους έργα;
Τι τους φελά που τα βαρειά τα χώματα υννιατίζαν;
Κι' όμως αυτά δεν τάβλαψαν τα Μασσικά τα δώρα
Του Βάκχου, μήτε τα φαητά που πλήθια συχνοερχόνταν,
Κλαρί μονάχα και τ' απλό χορτάρι είν' η θροφή τους,
Κ' είνε πιοτό τους το νερό στες γάργαρες τες βρύσες,
Και σε ποτάμια που άκοπα το ρέμα τα μουδιαίνει,
Και δεν τους κόβουν το γερό τον ύπνον οι φροντίδες.
Στα μέρη τούτα, λέγεται, για τες γιορτές της Ήρας
Του κάκου εκείνον τον καιρό δαμάλες εζητιώνταν,
Και στα αγιαστήρια τα ψηλά τες άμαξες εφέραν
Παράταιρα αγριόβωιδα. Κοπιαστικά για τούτο
Κ' οι χερομάχοι ανάσκαφταν τη γης με την αξίνα,
Κ' έχωναν με τα νύχια τους το σπόρο μες στο χώμα,
Και πάνου στα ψηλά βουνά τα κάρρα τους που ετρίζαν.
Τεντόνοντας τον τράχηλο, μονάχοι τους τραβούσαν.
Ο λύκος δε σκαρφίζεται γύρου στη στάνη δόλους,
Κι' ούτε δεν περιφέρνεται σιμά σταρνιά τη νύχτα,
Τον καταβάλλουν πλιο βαρειές αφαντασιές. Και τώρα
Τα λάφια τα φευγάδικα και τα δειλά ζουλάπια
Μέσα στους σκύλους περπατούν κι' ολόγυρα στα σπίτια·
Κι' όλα τα ζα που στ' άπειρο το πέλαγο γεννιώνται,
Κάθε λογής πλεούμενα, μες του γιαλού το φρύδι
Ρίχτει, σα νάταν λείψανα καραβοτσακισμένα,
Το κύμα· και παράξενα στους τράφους φώκες φεύγουν.
Ψοφά η οχιά, που σε μονιές απόζαβες του κάκου
Φυλάεται, ως και του νερού τα φείδια που σαστίζουν,
Σηκόνοντας τα λέπια τους, κι' ανάντιος είνε ο αέρας
Και στα πουλιά, που στα ψηλά κάτουθε από ένα γνέφι,
Αφίνοντας τη ζήση τους, γκρεμίζονται στο χώμα.
Και τώρα πλια δεν ωφελείς τα ζωντανά καθόλου
Ούτε αν ξαλλάζεις τες βοσκές κ' οι σπάνιες τέχνες βλάφτουν,
Κι' αποτραβιώνται των βοσκών οι προεστοί: ο Μελάμπους,
Οπού ήταν του Αμυθάωνα παιδί, κι' ο Φιλλυρίδης
Ο Χείρωνας, και κάταχνη μανίζει η Τισιφόνη
Στο φως σταλμένη απ' τ' άφεγγα της Στύγας και μπροστά της
Εκείνη τα Θανατικά κεντά και την Τρομάρα·
Και κάθε μέρα πλιο ψηλά προβάλλει και σηκόνει
Τ' αχόρταγο κεφάλι της· κι' απ' των αρνιών το βλιάσμα
Και τους πολλούς τους μουγγρισμούς αντιλαλούν οι τράφοι
Και τα ξερά τα φρύδια τους κ' οι πλαγιαστές ραχούλες.
Και τώρα πλια κοπαδιαστά το θάνατο σκορπάει,
Και ψόφια ζα, που βρωμερό το σάπισμα τα λυώνει,
Σωριάζει ως και στους σταύλους τους· ως που μαθαίνει ο κόσμος
Να τα κουπόνει με τη γης και να τα κλει σε λάκκους.
Γιατί σε τίποτα καλές δεν ήταν οι προβειές τους,
Κι' ούτε κανείς με το νερό δε μπόρειε να καθάρει
Το κρέας και δεν το απάλαιναν οι φλόγες με τη βράση.
Και το μαλλί που οι απαστριές κ' οι αρρώστιες τόχαν φάει
Δεν ήταν τώρα βολετό κανείς να το κουρέψει,
Κι' ανίσως το κατάφερνε, τα σάπια τα στημόνια
Να γγίξει δεν εδύνοτουν· αλλά κι' αν υφαίνονταν
Και τα σκουτιά τ' αζήλευτα δοκίμαζε κανένας.
Τα μέλη του, που εβρώμεζαν, φλογιστικούς φουσκάλους
Εγιόμιζαν κι' ακάθαρτους ιδρώτες, και σε λίγο
Κατάτρωε τάγιο πύρωμα το μολεμένο σώμα.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ.

Τώρα του αέρινου μελιού τα ουράνια δώρα ας ψάλω,
Τήρα, Μαικήνα, μ' αγαθό βλέμμα κι' αυτό το μέρος.
Μικρών πραμάτων θιαμαστά θεάματα για σένα:
Κι' άρχοντες μεγαλόψυχους, κι' ολάκερης μιας φάρας
Τα έργα, τα συστήματα, τα πλήθη, τες αμάχες,
Θένα ιστορήσω στη σειρά. Στα μικροστά ξεπέφτω,
Αλλά δε θάνε μικροστή κ' η δόξα, αν οι αναντίοι
Στρέξουν θεοί, κι' ο Απόλλωνας το κάλεσμά μου ακούσει.

Το πρώτο, για τες μέλισσες θα ζητηθεί μια θέση
Και μια μεριά όπου οι άνεμοι καθόλου δε θα μπαίνουν,
(Τι τες μποδίζουν οι άνεμοι να φέρνουν τη βοσκή τους
Στο σπίτι) μα όχι εκεί που αρνιά και σερπετά κατσίκια
Πηδούν στα πούλουδα, ούτε εκεί, στον κάμπο, όπου η δαμάλα
Πλανιέται και το δρόσισμα τινάζει και το χόρτο,
Που εφύτρωσε, τσαλαπατεί. Κι' ας λείπουν οι βοστέροι,
Πούχουν ξερή και πλουμιστή τη ράχη, από τες μάντρες
Τες πλούσιες, κ' οι μελισσουργοί, κι' άλλα πουλιά, κ' η Πρόκνη
Που της βουλώσαν τα πλευρά τα αιματωμένα χέρια.
Τι ως μακρυά, τρογύρου τους, όλα χαλούν, κι' αρπάζουν
Στο στόμα και τες μέλισσες που φτερακάν, και φέρνουν
Γλυκές χαψιές για τα μικρά στες άπονες φωλιές τους.
Βρυσούλες όμως ξάστερες ας είνε εκεί και λίμνες
Πράσινες από το όμηρο κι' ας τρέχει μες στο χόρτο
Ένα ρυάκι μικροστό, κι' ας ρίχτει στο προαύλι
Βαγιά τον ίσκιο ή κι' αγριλιά πολύ μεγάλη, κ' έτσι,
Με την καινούριαν άνοιξη, όταν πρωτοδηγήσουν
Τα σμάρια οι βασιληάδες τους, κ' η νεολαία που βγήκε
Απ' τες κηρήθρες παιγνιδά, θένα τες προσκαλέσουν
Τα φρύδια τα σιμοτεινά την κάψα να ξεφύγουν.
Και το καλοδεχούμενο το δέντρο στο κλαρί του
Φιλόξενο θα τες κρατεί. Και θένα ρίξεις βράχους
Τρανούς και ιτιές ανάδιπλα μες στο νερό, που στέκει
Σταματημένο ή που κυλά, για να μπορούν ν' απλόνουν
Στον ήλιο τον καλοκαιρνόν οι μέλισσες, που μένουν
Οπίσω, τα φτερούγια τους, και στα πολλά γιοφύρια
Να κάθονται, όταν κάποτες ο Εύρος τες σκορπάει
Ορμητικός και στου Ωκεανού το κύμα τες βυθίζει.
Και χαμοδάφνες πράσινες τρογύρου εκεί ας ανθίζουν,
Και ρίγανες, που μακρυά τη μοσκοβόλια στέρνουν,
Και ακόμα θρούμπες μπόλικες, που οσμή βαρειά αναδίνουν,
Κι' ας πίνουν γιοφυλλοβραγιές τη βρύση την ποτίστρα.
Μα μοναχά στενές μπασιές θε νάχουν τα γυψέλια,
Που ή θα τα κάνεις ράφτοντας σκαφιδωμένες φλούδες,
Ή κι' από ευκολολύγιστες ιτιές θάνε πλεγμένα.
Γιατί παγόνει η χειμωνιά το μέλι με τα κρύα,
Κ' η ζέστα πάλι νερουλό το καταντά· κι' ομοίως
Για τα μελίσσια και τες δυο τες δύναμες φοβήσου.
Σπουδαχτικά με το κερί του κάκου δεν αλείφουν
Εκείνα και τες πλιο λιανές τρυπούλες στο κλημπούρι,
Και δε σφαλίζουν τες ποριές με σπρόπολη και μ' άνθο,
Και δε φυλάν συνάζοντας για το σκοπό τον ίδιο
Κόλλα πηχτότερη από οξιό και πλιο πηχτή απ' την πίσσα
Που γένεται στη Φρυγιακή την Ίδα. Ως και κρουψώνες,
Αν τάκουσμα είνε αληθινό, συχνά στο χώμα σκάφτουν,
Και στιούν εκεί το σπίτι τους, και μέσα σε κουφάλες
Σαπρές, και μες στην κίσσερη την κούφια αυτά βρεθήκαν.
Μα ως τόσο το σκισμαδιαστό γιατάκι εσύ θα χρίσεις
Ολόγυρα με γλυστερές φλουτιές για να το χλιάνεις,
Κι' ανάγλυκα χλωρόκλαρα θα ρίξεις από πάνου.
Και δε θ' αφίνεις σμιλακιά σιμά στους μελισσιώνες,
Και δε θα καις τους κόκκινους καβούρους στην ογνήστρα.
Και μη μπιστεύεσαι βαθειά λιμνιά, μηδέ τους τόπους
Όπου βαρειά είνε η μυρωδιά της βούρβουρης ή κι' όλας
Όπου βογγούν τα βαθουλά χαράκια σα χτυπιώνται
Και της φωνής αναπηδά το ομοίωμα βλαμμένο.

Κ' έτσι λοιπόν, σαν ο χρυσός ο ήλιος το χειμώνα
Παίρνει αποκάτου από τη γης, και πεντανοίγει τότες
Το φως το καλοκαιρινό τους ουρανούς, αμέσως
Οι μέλισσες σε λαγγαδιές και κάμπους τρογυρίζουν
Θερίζοντας τα λούλουδα τα κόκκινοβαμμένα
Κι' ανάλαφρα ακροπίνοντας στων ποταμών το ρέμα.
Κι' απέκειθε χαιράμενες, δεν ξέρω για ποια γλύκα,
Χαμοζεσταίνουν τες φωληές και το γεννόσπαρμά τους,
Με τέχνη απέκει πελεκούν το νιο κερί και πλάθουν
Το μέλι το κολλητικό. Κι' όταν ιδείς απέκει
Να πλέει στου καλοκαιριού την ξαστεριά κιβέρτι,
Φευγάτο από την κλούβα του, προς τουρανού ταστέρια,
Κι' όταν θιαμάζοντας θωρείς το μελαψό το γνέφι
Να σέρνεται απ' τον άνεμο, κοίτα καλά: γυρεύει
Γλυκό νεράκι πάντοτε και σκέπαση κλαρένια.
Τες διορισμένες μυρωδιές εκεί εσύ θα σκορπήσεις:
Τριμμένο μελισσόφυλλο και πρόστυχο γρασίδι
Λαγοκουκκιού, και σάλαγο με χάλκωμα θ' ασκώσεις,
Και της Κυβέλης θα χτυπάς τα τούμπανα τρογύρου.
Κι' αυτές καθίζουν μόνες τους μες στο βοτανισμένο
Το μέρος, και μονάχες τους, καθώς το συνειθίζουν,
Όσο βαθύτερα μπορούν ντρυμόνουν στο γυψέλι.

Μα αν ίσως βγουν για πόλεμο (γιατί συχνά κυριεύει
Διχογνωμιά με ταραχή μεγάλη δυο ρηγάδες —
Και βολετό είνε την ψυχή του κόσμου να γνωρίζεις
Από τα πριν, και τες καρδιές που λαχταρούν αμάχες,
Γιατί σαν από χάλκωμα βραχνή βοή πολέμου
Ξαφνίζει αυτές που αργοπορούν και μια φωνή γρικιέται
Που της τρανταχρας σάλπιγγας το σήμαμα αντιφκιάνει —)
Συνάζονται τρεμάμενες, κι' αστράφτουν τα φτερά τους,
Και στο μουσούδι το κεντρί τροχούν, και προγυμνάζουν
Τα μούσκουλα για τη μαλιά, και γύρου στους ρηγάδες
Πυκνές ανακατεύονται μπροστά στα στρατηγεία.
Και τον οχτρό τους προσκαλούν με χουγιατά μεγάλα.
Γίαυτό όταν άβροχη άνοιξη και ξάστερος αέρας
Τους λάχει, απ' τες ποριές ξεσπάν, αρχίζουν το γιουρούσι.
Βαβούρα κάνουν στα ψηλά του αιθέρα, ανταμωμένες
Μαζεύονται κουβαριαστά σε μια μεγάλη μπάλλα
Και πέφτουν χάμου ορμητικά. Πυκνότερο χαλάζι
Ποτέ δε ρίχτουν οι ουρανοί, ποτέ βαλάνια τόσα
Οι πρίνοι όταν τινάζονται. Κι' ως τόσο οι γεμονιάδες.
Φανούσιμοι από τα λαμπρά φτερά τους μες στ' ασκέρι.
Ανάβουν μέσα στα μικρά τα στήθια τες μεγάλες
Ψυχές, και τόσο προσπαθούν να μη τραβιώνται οπίσω.
Όσο που ο ένας, νικητής αψύς, υποχρεόνει
Ή αυτές ή εκείνες φεύγοντας τες πλάτες τους να γύρουν.
Μα των ψυχών ο τάραχος αυτός, κ' οι τόσοι αγώνες,
Με λίγη σκόνη πεταχτή σιγάζουν κυριεμένοι.

Αλλά όταν από τη μαλιά τους δυο αρχηγούς ξεβγάλεις,
Εκείνον που χειρότερος εφάνηκε, του χάρου
Παράδος τον, το σπάταλο, για να μην είνε μπόδιο,
Κι' ας βασιλέψει ο πλιο καλός στη ρημασμένη αυλή του.
Ο πρώτος είνε λαμπερός απ' τες χρυσές κουκκίδες
Που βαβυλίζουν μπόλικες· (τι δυο λόγων υπάρχουν:
Τούτος είν' ο καλήτερος, ωραίος και στην ειδή του
Και με τα κοκκινέλλικα τα λέπια του γυαλίζει.)
Ο άλλος είνε μαλλιερός από το καθισιό του
Και βωλοσέρνει την πλατειά κοιλιά του δίχως δόξα.
Κι' όπως διπλές έχουν μορφές οι βασιληάδες, έτσι
Και του λαού τα σώματα· γιατί ξερακιασμένες
Κι' άσκημες είνε μερικές, καθώς ο δρομολάτης,
Σαν έρχεται από βαθουλή και σκονισμένη στράτα
Κι' απ' το φρημένο στόμα του φτυεί χώμα γρουψασμένος.
Και μερικές φεγγοβολούν κι' από τη λάμψη αστράφτουν
Σαν το λογάρι φλογερές, κ' είν' όλο τους το σώμα
Χρισμένο από ομοιόμορφες σταλούλες. Τούτες είνε
Το σόι το προτιμώτερο, και θένα ζίφεις μέλι
Στες διορισμένες εποχές γλυκώτατο από κείνες,
Γλυκώτατο όχι μοναχά παρά και κρουσταλλένιο
Κι' άξιο του Βάκχου τη στυφή τη γέψη να ημερώσει.

Μα όταν τα σμάρια τάστατα πετούν και στον αέρα
Παίζουν και τες κηρήθρες τους περιφρονούν και κρύα
Αφίνουν τα γυψέλια τους, από παιγνίδια κούφια
Εσύ τες αλαφρόμυαλες ψυχές θένα αντισκόφτεις,
Μεγάλη δεν είνε δουλειά για να τες αντισκόψεις:
Των βασιληάδων τα φτερά θα βγάλεις, κι' όταν τούτοι
Οκνεύουν, δεν κοτά καμιά προς τα ψηλά να πάρει
Δρόμο κι' απ' τα λημέρια τους ν' αρπάξει τες σημαίες.
Και μ' άνθη κρόκου ας τες καλούν οι μυροβόλοι κήποι,
Και με το ιτιένιο δρέπανο προστάτρα ας τες φυλάει
Η εικόνα του Ελλησποντιακού Πριάπου, που αλαργεύει
Και κλέφτες και πετούμενα· κι' απ' τα ψηλά τα όρη
Αυτός ο ίδιος στροβιλιές ας φέρει και θυμάρια
Κι' ας τα φυτέψει ως μακρυά τρογύρου στα γυψέλια,
Αυτός που τέτοια γνοιάζεται· με τη δουλειά ας εργάσει
Το χέρι του και το φυτό το καρπερό ας πλακόνει
Στο χώμα, και τη φιλικιά βρυσούλα ας αυλακίσει.

Και βέβαια, αν κι' όλας τα παννιά δε μάζευα στο τέλος
Το ολακρινό των κόπων μου, κι' αν προς τη γης την πλώρη
Να γύρω δε βιαζόμουνα, θένα ήθελα ίσως ψάλει
Ποιες είνε οι έγνοιες του οργωμού που τους παχειούς τους
                                                 [κήπους
Στολίζουν και τες δίκαρπες ροδοβραγιές της Παίστος,
Και πώς περίσσια χαίρονται ταντίδια στα ρυάκια,
Κ' οι οχτιές με σέλινα χολά, και πώς μες στο χορτάρι
Με την κοιλιά του το στριφτό τ' αγγούρι μεγαλόνει,
Και τα μανούσια, που όψιμα με φύλλα και λουλούδια
Πλουμίζονται, και τους φλαστούς της λυγερής μουτρούνας,
Και τες μυρσίνες, που αγαπούν τους άμμους στ' ακρογιάλια,
Και τους κισσούς τους κίτρινους δεν ήθα λησμονήσω.
Γιατί, αποκάτου απ' τα καστριά του Οιβαλιακού του πύργου,
Όπου ποτίζει τα ξανθά σπαρτά ο Γαλαίσος μαύρος.
Είδα, θυμούμαι, κάποτες εγώ έναν Κορυκιώτη
Γέροντα, πούχε μοναχά λίγες ζεψιές χωράφι
Παραιτημένο, κι' αυτή η γης μήτε για το ζευγάρι
Καρπούς δεν έδινε αρκετούς, γι' αρνιά δεν εφελούσε.
Και για κρασί δεν έκανε. Μα είχε φυτέψει εκείνος
Ανάρηα μες τες βατσινιές λαχανικά και γύρω
Κρίνα άσπρα κι' αγιοβότανα κι' άτσαλες παπαρούνες,
Και με το νου του ελόγιαζε πως έφτανε στα πλούτη
Τους βασιληάδες κ' έγερνε τη νύχτα αργά στο σπίτι
Και στα τραπέζια εφόρτονε τ' αψόνιστα τα δείπνα.
Πρώτος την άνοιξη έκοφτε τριαντάφυλλο και πρώτος
Τον τρυγητή τα οπωρικά, και το χειμώνα ακόμα
Τον άχαρο, όταν έσκιζαν οι βράχοι από τα κρύα
Κι' από τους πάγους των νερών το ρέμα εσταματούσε,
Αυτός και τότε εμάζευε του τρυφερού Υακίνθου
Τα κατσαρά τα λούλουδα, καταφρονώντας έτσι
Το καλοκαίρι τ' όψιμο και τους οκνούς ζεφύρους.
Γίαυτό είχε ο ίδιος περισσές μελισσομάννες πρώτος,
Κ' ήταν πολύ το σμάρι του, και πρώτος ετρυγούσε
Αυτός το μέλι το αφριστό κ' έζιφε τες κηρήθρες.
Και πλούσια ήταν τα πεύκα του κ' είχε πολλά φλαμούρια,
Κι' όσοι καρποί, επερίντυναν τα γόνιμα τα δέντρα
Με το καινούριο τάνθισμα, κι' ώρμοι εκρεμώνταν τόσοι
Απέκει το χινόπωρο. Και στην αράδα εκείνος
Οψιμιασμένους φύτεψε φτεληάδες και μεγάλες
Τες αχλαδιές κι' αβραμηλιές που κι' όλας είχαν κάμει
Δαμάσκηνα, και πλάτανο που κι' όλας είχε απλώσει
Πάνου στους καλεσμένους του σε σύμπιωμα τον ίσκιο.
Μα εγώ σε τόπο αβόλευτο κλειστός αυτά διαβαίνω
Κι' αφίνω να τα μελετούν άλλοι στερνότεροί μου.

Και τώρα ομπρός· τα διώματα θα διηγηθώ, που ο Δίας
Στες μέλισσες εχάρισε για πλερωμή τους όταν
Εκείνες ακολούθησαν τους κρότους των Κουρήτων
Τους βροντερούς και του χαλκού το σήμαμα κ' εθρέψαν
Το Βασιλέα του ουρανού μες στη σπηλιά της Δίκτης.
Μόνον αυτές έχουν κοινά τα τέκνα, και τα σπίτια
Της χώρας τους συντροφικά, και κάτου από μεγάλους
Νόμους περνούν τη ζήση τους και μοναχές εκείνες
Και κατοικίες σταθερές γνωρίζουν και πατρίδες,
Και με τη ζέστα εργάζονται θυμούμενες πως θάρθει
Χειμώνας και για το κοινό φυλάν το ξέτασμά τους.
Τι άλλες βιγλίζουν τες θροφές και κατά τες συνθήκες
Που σύνατές τους έκλεισαν, στους κάμπους πεταρίζουν.
Άλλες με δάκρυ μανουσιού και κόλλες από φλούδα
Πηχτές στο σπίτι στέκοντας για τες κηρήθρες σταίνουν
Τα πρώτα θεμελιώματα, κι' αυτού κρεμούν απέκει
Ταναγλυτσιάρικα κεριά, κι' άλλες αναλικόνουν
Και κουναρούν τες γέννες τους, της φάρας την ελπίδα,
Κι' άλλες το καθαρώτερο το μέλι αποθηκιάζουν
Και τα κελλιά τους ξεχειλούν με διάφανο νεχτάρι.
Και μερικές το τυχερό τες διόρισε φυλάχτρες
Στες πόρτες και ξαλλάζοντας τηράν αυτές τα γνέφια
Και τες βροχάδες τουρανού· το φόρτωμα των άλλων,
Πούρχονται απόξω δέχονται, και ασκέρι μαζεμένες
Απ' το παχνί τα οκνά τα ζα, τους ακαμάτες, διώχνουν,
Βράζει η δουλειά, μοσκοβολά το μέλι από θυμάρι.
Και καταπώς οι Κύκλωπες, σα βιαστικά ετοιμάζουν
Ταστροπελέκια απ' του χαλκού τη μάζα που λυγάει,
Άλλοι με βωιδοπέτσινα φυσούνια τους αέρες
Ρουφούν και πάλι διώχνουν τους κι' άλλοι στη λούμπα βάφουν
Το μέταλλο που στο νερό τριζοκοπά, και η Αίτνα
Από ταμόνια που έστησαν στενάζει, και σηκόνουν
Ανάμεσό τους ρυθμικά μ' ορμή πολλή τα μπράτσα,
Και στρίφουν τα σιδερικά με σφιχταρπάχτρες άγρες·
Έτσι, α βολεί με τα μικρά να συγκριθούν μεγάλα,
Σπρώχνει και τα Κεκροπιακά μελίσσια η φυσικιά τους
Η αγάπη για τα κέρδητα στο έργο του καθένα.
Της πολιτείας, οι προεστές έχουν την έγνοια· εκείνες
Τα μελικέρια προφυλάν και χτίζουν τεχνικάτα
Γυψέλια· μα οι νεώτερες γυρίζουν κουρασμένες
Πολύ τη νύχτα σπίτι τους με τα μεριά γιομάτα
Θυμάρι, και διαβαίνοντας από δω απόκει βόσκουν
Τες κουμαριές, τες γαλανές ιτιές, τη χαμοδάφνη,
Την κόκκινη τη ζαφορά, το ξυγγερνό φλαμούρι
Και τους σιδερογάλαζους υακίνθους. Είνε για όλες
Κοινό το σώσμα της δουλειάς, κοινός ο κόπος για όλες
Πρωί πετιώνται απ' τες ποριές· πούπετα χασομέρια·
Και πάλι όταν το σούρουπο τες ορμηνεύει τέλος
Στους κάμπους, από τη βοσκή να τραβηχτούν, γυρίζουν
Στα σπίτια τους και γνοιάζονται για το κορμί τους τότες·
Γένεται αντάρα· μουρμουρούν τρογύρω στα κατώφλια
Και στες μπασιές· απέκειθε τσωπαίνουν όλη νύχτα,
Αφού πλαγιάσουν στον οντά, και παίρνει του κορμιού τους
Το κάθε μέρος ο ύπνος του. Ποτέ δε βγαίνουν όμως,
Σαν οι βροχάδες κρέμονται, μακρυά από τα μαντριά τους,
Κι' ουδέ πιστεύουν τουρανού, σα βιαστικά σιμόνουν
Εύροι, μα γύρου στα τειχιά της χώρας φυλαγμένες
Παίρνουν νερό, κι' αλαργινά πετάγματα δεν κάνουν,
Ή και σηκόνουν κάποτες γουλιά, σαν τη σαβούρρα
Οι βάρκες που όλο κουλουρούν όταν το κύμα αψιώνει,
Και πέτονται μες στ' άυλα τα σύγνεφα με κείνα.
Και θα θιαμαίνεσαι κι' αυτό το σύστημα που αρέσει
Στες μέλισσες: ζευγάρωμα δε στρέγουν· το κορμί τους,
Στης Αφροδίτης τες χαρές νωθρό, δεν τ' αστενίζουν,
Και δε γεννούν το σπάρμα τους μ' αγώνες και με πόνους·
Μα οι ίδιες από βότανα γλυκά κι' από τα φύλλα
Συνάζουν με το στόμα τους τα τέκνα τους, κ' οι ίδιες
Διαλέν το βασιλέα τους και τους μικρούς Κυρίτες
Και ξαναφτιάνουν την αυλή και το κερένιο κράτος.

Αλλά στους βράχους τους σκληρούς, ενώ κλωθογυρίζουν,
Συχνά συντρίβουν τα φτερά και ξεψυχίζουν κάποιες
Με το βαρύ τους φόρτωμα· τόσο φιλοτιμιούνται
Να κάνουν μέλι, κι' αγαπούν εκείνες τα λουλούδια.
Κ' έτσι λοιπόν ο τελειωμός τους έρχεται της ζήσης,
Πούνε γι αυτές μικρή πολύ. γιατί μήτε δε φτάνει
Το καλοκαίρι το έφτατο· κι' όμως το γένος μνέσκει
Αθάνατο, και του σπιτιού βαστά η καλοτυχία.
Και προσπαπούνων πρόγονους μετρούν. Το ρήγα κι' όλας
Η Αίγυπτο έτσι δεν τιμά, μηδέ η τρανή Λυδία,
Ούτε των Πάρθων οι λαοί κι' ο Μηδικός Υδάσπις.
Σαν είνε ο ρήγας άβλαβος μια γνώμην έχουν όλες.
Μα αφού χαθεί συντρίβεται κ' η πίστη τους αμέσως,
Το στοιβασμένο μέλι τους ατές τους διαγουμίζουν
Και μοναχές τους τες πλεχτές κηρήθρες χαντακόνουν.
Εκείνος είνε ο φυλαχτής του έργου· τον θιαμάζουν,
Με μπουμπουνίσματα πυκνά τον τρογυρίζουν όλες,
Ντρυμόνονται πολλές μαζή σιμά του και τον παίρνουν
Πολλές φορές στο νώμο τους, και ρίχνουν το κορμί τους
Στον πόλεμο, κι' από πληγές λαμπρό χαλεύουν τέλος.

Με τούτες τες απόδειξες και ακολουθώντας τούτα
Τα ξόμπλια, κάποιοι εδίδαξαν πως στα μελίσσια υπάρχει
Μοιράδι από το θεϊκόν το νου κ' αιθέριο πνέμα,
Γιατί ο θεός τα πάντα, λεν, γιομίζει, τη γης όλη,
Τες πλατωσιές της θάλασσας και τουρανού τα βάθη,
Κι' από τον ίδιον την ψιλή ζωή τους ανασέρνουν
Κοπές, κοπάδια κι' άνθρωποι και κάθε γένος άγριο
Κι' όσα γεννιώνται, και σ' αυτόν βέβαια γυρίζουν όλα
Κ' ελεύτερα ξανάρχονται· και δεν υπάρχει τόπος
Του χάρου, μα όλα ζωντανά κι' ανάμεσα στ' αστέρια
Πέτονται και στον ουρανό προς τα ψηλά ανεβαίνουν.

Κι' ανίσως τες βασιλικές καθέδρες και το μέλι,
Οπούνε μες στους θησαυρούς κλεισμένο, ξεβουλώσεις,
Ανασυρμένο σύχλιανε νερό μέσα στο στόμα
Και ξάχνιζέ το, και καπνούς, οπού παντού ντρυμόνουν,
Απλόνοντας το χέρι σου, σκόρπησε. Τα μελίσσια
Τον κάθε χρόνο δυο φορές το πλούσιο δόσιμό τους
Συνάζουν και το μέλι τους σε δυο εποχές τρυγιέται:
Άμα τωραίο της πρόσωπο η Πλειάδα Ταϋγέτη
Δείχνει, και με το πόδι της σκουντά καταφρονώντας
Του Ωκεανού τον ποταμό, κι' όταν αυτή καθίζει.
Φεύγοντας τάστρα των Ψαριών τα βροχερνά, στο κύμα
Το χειμωνιάτικο άχαρη. Μα αμέτρητη είνε η οργή τους.
Και πιτσυλάν, σαν πειραχτούν, στες δαγκασιές φαρμάκι.
Κι' από τες φλέβες κρέμονται και το κεντρί τους μένει
Κρουμμένο, και μες στες πληγές αφίνουν την ψυχή τους.
Κι' ίσως να σκιάζεσαι βαρύ χειμώνα, κ' ίσως θέλεις
Για το μελλάμενον καιρό να οικονομάς το μέλι.
Κι' ίσως για την πολύπαθη ψυχή τους και το κράτος
Το χαλασμένο συμπονείς· γι' αυτό όμως μη διστάζεις
Να κόφτεις τάδεια τα κεριά κι' απέκει να καπνίσεις
Με το θυμάρι τα κρινιά, τι τες κηρήθρες τρώει
Άγνωστος βόστερας συχνά, και σκώροι, που φοβούνται
Το φως, φωλιάζουν στα κελλιά, και οι άνεργοι ακαμάτες
Καθίζοντας στα γιόματα τα ξένα, και η άγρια σφήκα,
Οπούχει ανώτερα άρματα, ντρυμόνουν στα γυψέλια,
Και της βωτρίδας το δεινό το γένος, ως κ' η αράχνη.
Που η Αθηνά τη φτόνεσε, τα δίχτυα τα ντωμένα
Κρεμά συχνά μπρος στες μπασιές. Όσο χειρότερα όμως
Οι μέλισσες ξεγένονται, τόσο πασκίζουν όλες
Με ζήλο περισσότερο του ρειπισμένου γένους
Να μάσουν τα χαλάσματα, και τα κελλάρια μέλι
Γιομίζουν, κι' απ' τα λούλουδα ταμπάρια ξαναπλέκουν.

Μα ανίσως τα κουφάρια τους (γιατί και στα μελίσσια
Φέρνει η ζωή τα πάθια μας) οι αστένειες τα λιγώσουν·
(Κι' από σημάδια θετικά μπορείς να το νοήσεις:
Γιατί των άρρωστων ευτύς το χρώμα γένεται άλλο,
Και τα ασκημαίνει φοβερή στο πρόσωπο η λιγνάδα.
Και τότες βγάζουν τάψυχα κορμιά από τα γυψέλια
Και κάνουν ξόδια θλιβερά· ή κι' από τα κατώφλια
Μαζεύοντας τα πόδια τους κρεμιώνται μοναχά τους.
Ή κι' όλας μες στα χτίρια τους χασομερούν κλεισμένα
Από την πείνα τους οκνά κι' απ' το ξερό το κρύο
Νωθρά· κι' αντάρα ακούγεται βαρειά κι' όλο βουίζουν,
Καθώς στα δάση κάποτε ψυχρός νοτιάς σβουρίζει,
Καθώς από τα κύματα, που τ' ακρογιάλια πάλι
Τα χύνουν, πολυτάραχο το πέλαγο βογγάει,
Καθώς γοργά βράζει η φωτιά μει τα κλειστά καμίνια·)
Τότες εγώ θα ορμήνευα μυριστικά χαλβάνια
Ν' ανάψεις, και μες στα κρινιά μ' αυλάκια καλαμένια
Να χύσεις μέλι, επίτηδες έτσι ερεθίζοντάς τα
Και προσκαλώντας στη γνωστή θροφή τες αρρωστιάρες.
Θα τα ωφελήσεις σμίγοντας χυμούς από τριμμένα
Κηκίδια και τραντάφυλλα ξερά ή και πετιμέζι
Παχύ από τες πολλές φωτιές, ή και σταφιδιασμένα
Τσαμπιά από αμπέλια ψιθιακά, και τ' Αττικό θυμάρι
Και το θερμασοβότανο το βαρειομυρωδάτο.
Και στα λειβάδια γένεται λουλούδι, που οι ξωμάχοι
Άστρο του έβαλαν όνομα, βοτάνι που το βρίσκουν
Εύκολα αυτοί που το ζητούν, γιατί μεγάλο λόγγο
Από μια μόνη ριζαμιά σηκόνει και χρυσή είνε
Η κούπα, μα τα φύλλα του, πούνε χυτά τρογύρου,
Με το μαβί του γιοφυλλιού του μαύρου χαμολάμπουν.
Πολλές φορές εστόλισε μες στα πλεχτά στεφάνια
Των αθανάτων τους βωμούς, κ' είνε στυφή στο στόμα
Η γέψη του κ' οι πιστικοί στα κοσσισμένα σιάδια
Σιμά στο στραβοπόταμο το Μέλλα το μαζεύουν.
Βράσε τες ρίζες με κρασί μυριστικό και βάλε
Μπρος στες ποριές τους τη θροφή σ' ολόγιομα κανίστρια.

Μα αν ένας χάσει ολομεμιάς το σόι και δεν έχει
Τρόπο τη ρίζα της γενειάς να ξανανειώσει, τότες
Να του ξηγήσω είνε καιρός του Αρκαδιανού διδάχου
Το αξιόλογο το εφεύρεμα και πώς απ' τα σφαμένα
Δαμάλια έβγαλε μέλισσες το σάπιο τους το αίμα.
Όλάκερο το ξάκουσμα θένα αραδιάσω τώρα,
Στα παλαιά γυρίζοντας, από την πρώτη αρχή του.
Κι' αλήθεια, εκεί που κατοικεί του Πελλαϊκού Κανώβου
Ο κόσμος ο καλότυχος, στο λιμνασμένο Νείλο,
Τον ξέχειλο τον ποταμό, και με χρωματισμένες
Φελούκες τα χωράφια του διαβαίνει γύρου, γύρου·
Και εκεί που το γειτόνιασμα της σπουρδοαρματωμένης
Περσίδας τον στενοχωρεί, και εκεί που η ρεματιά του
Απ' τους ενδούς τους μελαψούς πηγάζοντας κυλάει
Και μοιρασμένη χύνεται στα εφτά τα στόματά του
Και τη χλωρή την Αίγυπτο με μαύρο χώμα θρέφει,
Ελπίζει ο τόπος από αυτήν την τέχνη σωτηρία.
Πρώτα για τούτην τη δουλειά διαλέγεται ένα μέρος
Στενόχωρο και μικροστό, και χαμηλή μια σκέπη
Κεραμιδένια και φτενοί το περιορίζουν τοίχοι·
Κ' είνε ανοιχτά στους τέσσερους ανέμους παραθύρια
Τέσσερα, που λοξά το φως αφίνουν να διαβαίνει.
Κι' απέκει δευτερόχρονο χαλεύεται δαμάλι,
Που νάχει κι' όλας κέρατα γυρτά στο μέτωπό του,
Και του σφαλίζεται η πνοή στο στόμα και τ' αρθούνια
Τα δίδυμα, ενώ πολεμά πολύ, κι' αφού ψοφήσει
Από το ξύλο, χτυπητά τα σπλάχνα του χαλιώνται
Μες το πετσί τανέγγιχτο. Κι' αφού έτσι μες στο κλείσμα
Βαλθεί, θενά παραιτηθεί, και κάτου απ' τα πλευρά του
Κλαριά κομμένα θα στρωθούν, θρούμπες και χαμοδάφνες
Νωπές· και τούτο γένεται τόμου πρωτοσαλέψουν
Οι Ζέφυροι τα κύματα και πρίχου κοκκινίσουν
Οι κάμποι από χρωματισιές καινούριες, πριν κρεμάσει
Απ' τα δοκάρια τη φωληά το λάλο χειλιδόνι.
Και σταπαλά τα κόκκαλα ζεσταίνοντας ως τόσο
Βράζει ο χυμός, και ζωντανά, που να τα ιδείς ξενίζεις,
Μισερωμένα στην αρχή βρυάζουν και σε λίγο
Με τα φτερούγια τους λαλούν στον αλαφρόν αέρα.
Όλο ψηλότερα πετούν, ως που στο τέλος όξω
Χυμούν με ορμή, σαν τη βροχή που χύνεται από γνέφι
Καλοκαιρίσιο, ή και καθώς σαΐττες που τες κρούει
Το νεύρο, σαν πρωταρχινάν γοργοί τη μάχη οι Πάρθοι.

Ποιος, Μούσες, ποιος αθάνατος έδειξε αυτήν την τέχνη;
Που αυτή η καινούρια μάθηση τανθρώπου νάχει αρχίσει;
Ο Αρισταίος ο πιστικός, καθώς ο λόγος λέει,
Σαν έχασε από λοιμικό και πείνα τα μελίσσια
Φεύγοντας τα Πηνειακά τα Τέμπη, λυπημένος
Στάγιο το κεφαλόβρυσο, στου ποταμού την άκρη.
Εστάθηκε κλαιάμενος πολύ και της γεννήτρας
Τούτα τα λόγια εμίλησε: — “Μάννα, Κυρήνη, μάννα.
Που μες στα βάθη κατοικείς σ' αυτήν την καταβόθρα,
Γιατί από γένος θεϊκό περίλαμπρο (αν αλήθεια,
Ως μούπες, είνε ο Απόλλωνας πατέρας μου ο θυμβραίος)
Από τες μοίρες μισητό μ' εγέννησες; Η αγάπη,
Πούχες για εμέ, πού εδιώχτηκε; τι με παρακινούσες
Να καρτερώ τον ουρανό; Μα κοίτα, ως και της ζήσης
Της πρόσκαιρης τη δόξα αυτή που, αφού εδοκίμασα όλα,
Μου επροβοδούσε μεταβιάς η ακάματη επιμέλεια,
Ενώ είσαι εσύ μητέρα μου, την παραιτώ· ομπρός τώρα
Η ίδια εσύ ξερρίζωσε τα χρήσιμα τα δέντρα,
Η ίδια με το χέρι σου φωτιά χαλάστρα φέρε
Στους σταύλους και κατάστρεφε το θέρισμα και κάψε
Τες φυταλιές, κι' ανέμισε και το τρανό πελέκι
Στ' αμπέλια, αφού εσυχάθηκες τον έπαινο μου τόσο.”

Μα την αντάρα αγρίκησεν η μάννα στο θαλάμι
Κάτουθε από τον τρίσβαθο τον ποταμόν. Οι Νύμφες
Γύρου της έγρεναν μαλλί της Μίλητος βαμμένο
Σε χορταμένα βάμματα, πράσινα σαν κρουστάλλι,
Η Δρυμώ, η Λίγεια, κ' η Ξανθώ, κ' η Φυλλοδόκη ακόμα,
Που στο λευκό τους το λαιμό λαμπρά σγουρά εχυνόνταν,
[Κ' η Κυμοδόκη, κ' η Σπειώ, κ' η Θάλεια, κ' η Νυσαίη,]
Ως κ' η Κυδίππη κ' η ξανθή Λυκωριάδα, η μία
Παρθένα, η άλλη πρωταριά στους πόνους της Ειλήθυιας,
Ως κ' η Βερόη κ' η αδερφή Κλειώ, που θυγατέρες
Ήταν κ' οι δύο του Ωκεανού κ' ήταν κ' οι δυο ζωσμένες
Με μάλαμα και με πετσιά χρωματιστά κ' οι δύο,
Κ' η Εφύρα, κ' η Ώπις, κ' η Ασιακή Δηιόπεια και τέλος
Η γοργοπόδα Αρέθουσα με δίχως τα βελτόνια.
Και στες κυκλοκαθούμενες διηγότουν η Κλυμένη
Τες μάταιες έγνοιες του Ήφαιστου και του Άρη τες απάτες
Και τες κλεμμένες ηδονές, και τες πυκνές αγάπες
Αναμετρούσε των θεών απ' τον καιρό του Χάους.
Κ' ενώ από το τραγούδι της συνεπαρμένες στρίφουν
Τ' αδράχτια και το μαλακό τον κάματό τους γνέθουν,
Ταυτιά της μάννας χτύπησε το κλάμα του Αρισταίου
Πάλι κι' όλες εσάστισαν στους κρουσταλλένιους θρόνους.
Μα πρώτη από τες αδερφές η Αρέθουσα προβάλλει
Στην κορυφή της ρεματιάς τολόξανθο κεφάλι
Τηράζοντας κι' από μακρυά τα λόγια τούτα λέει: —
“Του κάκου δεν ετρόμαξες, αχ αδερφή Κυρήνη.
Το τόσο στέναγμα· είνε αυτός· η πλιο μεγάλη σου έγνοια,
Ο Άρισταίος ο άχαρος, που δίπλα στου πατέρα
Πηνειού το κύμα στέκεται για σένα δακρυσμένος,
Και σου μιλεί,” σκληρόψυχη μητέρα “κράζοντάς σε.
Κι' από τη σκιάξη αγνώριστη, κρουσμένη η μάννα λέει:
“Φέρτον, ομπρός, φέρτον σε μας· τούνε συχωρεμένο
Των αθανάτων των θεών ν' αγγίξει τα κατώφλια.”
Και τα βαθειά τα κύματα φαρδιά προστάζει αμέσως
Ν' ανοίξουν και τα πόδια του βάζει εκεί μέσα ο νέος.
Όμως το κύμα εστάθηκε τρογύρω του καμπύλο
Σαν το βουνό, στο διάπλατο τον κόρφο τον εδέχτη
Και κάτου από του ποταμού την κοίτη τον επήρε.
Κ' επροχωρούσε τώρα αυτός θιαμάζοντας τα κράτη
Τα ογρά, και της μητέρας του τα σπίτια και στα σπήλια
Λίμνες κλειστές ολόγυρα και δάση που εβουίζαν,
Και στατικός απ' των νερών το κίνημα το μέγα
Όλους τηρά τους ποταμούς τους διάφορους να τρέχουν
Κάτου απ' τη γης την απεικιά, στους τόπους τους: το Λύκο,
Το Φάσιδα, και τες πηγές όθε με βια αναβρύζει
Ο Ενιπέας ο τρίσβαθος κι' ο Κάικος της Μυσίας,
Κι' ο πετρερός ο Ύπανις βροντώντας, κι' όθε βγαίνει
Ακόμα κι' ο Τιβερινός πατέρας και τ' Ανίη
Η ρεματιά κι' ο Ηριδανός, πούχει στο πρόσωπό του
Το δαμαλίσιο ολόχρυσα τα δυο τα κέρατά του,
Και σαν εκείνος ποταμός άλλος κανείς δε ρέει
Ανάμεσα στα λιπαρά χωράφια και κανένας
Με τόση ορμή στο πορφυρό το πέλαγο δε βγαίνει.
Και στην κισσεροθόλωτη τη γράβα εμπήκε απέκει
Του κρυφτοντά, κ' εγνώρισε του γιού της η Κυρήνη
Το περιττό παράπονο, κ' οι δυο αδερφές στα χέρια
Κατά την τάξη ξάστερο βρυσόνερο του χύνουν,
Και φέρνουν σφογγιστόπαννα με φλόκια κουρεμένα.
Και μερικές τα φαγητά φορτόνουν στα τραπέζια
Και τα ποτήρια ολάγιομα πιθόνουν και καπνίζουν
Φωτιές απάνου στους βωμούς Παγχαϊκές. Και τότες,
“Πάρε μια κούπα Λυδικό κρασί” του λέγει η μάννα
“Κι' ας στάξουμε του Ωκεανού.” Και παρευτύς εκείνη
Περικαλεί τον Ωκεανό, τον κύρη απ' ό,τι υπαρχει,
Ως και τες αδερφάδες της τες Νύμφες που ρουμάνια
Υπερασπίζουν εκατό κι' άλλα εκατό ποτάμια.
Και τρεις φορές εμόσκεψε με διάφανο νεχτάρι
Τον αναμμένον το βωμό και τρεις φορές η φλόγα
Λάμποντας επετάχτηκε προς την κορφή του θόλου.
Κι' αυτό το αγούρι στην ψυχή της δίνει θάρρος, κ' έτσι
Αρχίζει τότες να μιλεί: — “Μέσα στου Ποσειδώνα
Το βόθυνα, στην Κάρπαθο, μάντης υπαρχει, ο μπλάβος
Πρωτέας, κι' αυτός τα πέλαγα διαγέρνει σ' ένα αμάξι,
Που δίποδα αλογόψαρα το σέρνουν. Την Παλλήνη
Ξανάειδε την πατρίδα του και τους λιμιώνες τώρα
Της Ημαθίας· κι' αυτόν εμείς οι Νύμφες τον τιμούμε
Και τον τιμά κι' ο γέροντας Νηρέας, γιατί γνωρίζει
Ο μάντης όλα: τωρεινά και περασμένα κι' όσα
Μέλλουν σε λίγο να γενούν. Το θέλησε έτσι βέβαια
Ο Ποσειδώνας, που εκεινού του βόσκει τα τεράστια
Κοπάδια και τες άσκημες τες φώκες μες στα βάθη
Του βόθυνα· κι' αυτόν εσύ με τα δεσμά, παιδί μου,
Θα τον σκλαβώσεις παρευτύς για να σου φανερώσει
Κάθε αφορμή του λοιμικού και για να σου βολέψει
Την έβγαση. Χωρίς στανιό δε θα σου δώκει ορμήνειες·
Και δε λυγάει με δέησες· τη βια μεταχειρίσου·
Του σκλαβωμένου τα δεσμά γδώνε· σ' εκείνα οι δόλοι
Οι μάταιοι τέλος θραύονται. Η ίδια, σαν ανάψει
Ο ήλιος του μεσημεριού τες φλόγες και διψάσουν
Τα χόρτα και τα ζωντανά τους ίσκιους προτιμήσουν,
Στου γέροντα τες μοναξιές, εκεί που αποτραβιέται,
Όταν από τα κύματα μουδιαίνει, θα σε πάρω
Για να τον πιάσεις εύκολα, σύντα τον παίρνει ο ύπνος.
Μα τότες που θα τον κρατείς πιασμένον με τα χέρια
Και τα δεσμά πολλές φορές, πολλών θηρίων μυσείδια
θα σε γελούν· τι παρευτύς θα γένει αναμαλλιάρης
Κάπρος και τίγρης τρομερός και λιόντας χρυσοχήτης
Και δράκοντας λεπιδωτός ή και της στιας το βρόντο
Θα κάμει κ' έτσι απ' τα δεσμά θα ξεγλυστρήσει, ή κι όλας
Γενάμενος λυωτό νερό θα φεύγει. Μα όσο εκείνος
Όλες λαβαίνει τες μορφές, τόσο εσύ, γιέ μου, σφίγγε
Περσότερο τα δυνατά δεσμά του, ως που στο τέλος,
Το σώμα πάλι αλλάζοντας, θα γένει τέτοιος όπως
Θα ιδείς τον σαν τα βλέφαρα του κλειούν στο πρωτούπνι.”
Έτσι είπε κ' επερίχυσε το κρουσταλλένιο μύρο
Της αμβροσίας κ' εμόσκεψε με κείνο όλο το σώμα
Του τέκνου της, κι' ανάδωκαν τα ομορφοστολισμένα
Σγουρά του μια γλυκειά πνοή και δύναμη επιδέξια
Αγρίκησε στα μέλη του. Σ' ενού βουνού το πλάι
Το φαγωμένο βρίσκεται σπηλιά πολύ μεγάλη,
Κ' εκεί ντρυμόνουν κύματα πολλά με τους ανέμους,
Κι' απέκει σπαν απόπερα σ' ένα κλειστό λιμάνι,
Αραξοβόλι σίγουρο του ξαφνισμένου ναύτη
Από τα χρόνια τα παληά. Και μέσα εκεί ο Πρωτέας
Αποτραβιέται στα ριζά βράχου τρανού· κ' η Νύμφη,
Στο φως ενάντια, βάζει εκεί το νιο σε μια κρουβίστρα.
Κι' άφαντη σ' ένα σύγνεφο στέκεται εκείνη αλάργα.
Ο Σείριος κι' όλας έκαιγε θερμός τους διψασμένους
Ινδούς, κι' ο ήλιος το μισό το δρόμο πυρρωμένος
Έσωνε, κ' εμαραίνονταν τα βότανα, κ' οι αχτίδες
Ανάβραζαν τα βαθουλά ποτάμια, πούχαν μείνει
Απόξερα στες μπούκκες τους, κ' ήταν ζεστά ως το βούρκο·
Σαν ο Πρωτέας βγαίνοντας από το κύμα ερχότουν
Στες μαθημένες του σπηλιές κι' ολόγυρά του ο κόσμος
Ο νοτερός της θάλασσας της ανοιχτής πηδώντας
Πέρα σκορπά πικρή δροσιά. Στο περιγιαλι οι φώκες
Εδώ κ' εκεί ξαπλόνονται να κοιμηθούν, κ' εκείνος,
Καθώς ο σταυλοφύλακας πολλές φορές στα όρη,
Σαν τα μοσκάρια σπίτι τους τα φέρνει ο Αποσπερίτης
Κ' οι λύκοι αψιόνουν των αρνιών τα βλιάσματα γρικώντας,
Καθίζει μες στη μέση τους απάνου σε μια ξέρα
Και τες μετρά ξεταστικά. Και μεταβιάς προσμένει
Ο Αρισταίος, σα βολικιά στιγμή του επαρουσιάστη,
Τα κουρασμένα πόδια του ο γέροντας ν' απλώσει,
Και με φωνή του χύνεται μεγάλη και με σπέδες
Κυριεύει τον κοιτάμενον. Κι' αυτός απ' τάλλο μέρος
Δε λησμονά τες τέχνες του, την όψη παίρνει απ' όλα
Τα θιαμαστά τα πράματα, και φλόγα και θηρίο
Γένεται τρομερώτατο και ξάστερο ποτάμι.
Μα αφού δε βρίσκει της φυγής τον τρόπο με τους δόλους
Παίρνει ξανά την πρώτη του μορφή και νικημένος
Τέλος με στόμα ανθρώπινο του αναθιβαίνει τότες:
“Και ποιος σ' επρόσταξε λοιπόν απόκοτο κοπέλι
Μέσα στα σπίτια μας να μπεις; και τι ζητάς εδώθε;”
Είπε· και του αποκρίθηκε: “Ξέρεις, Πρωτέα, ξέρεις
Ο ίδιος, και σε τίποτα δε σ' απατάει κανένας·
Μα ας μην το θέλεις ούτε συ· στες προσταγές υπάκουοι
Των αθανάτων των θεών ήρθαμε εμείς· εδώθε
Για τα χαμένα πράματα μαντέματα ζητώντας.”
Τόσα είπε μόνο, και σ' αυτά με δύναμη μεγάλη
Τα μάτια πούχαν γαλανές αναλαμπές απέκει
Ο μάντης στριφογύρισε, βαρειά έστριξε τα δόντια
Κι' άνοιξε τέλος για να ειπεί την προφητεία το στόμα:
“Αληθινό είνε, οργή θεού σε κυνηγά· πλερώνεις
Κρίμα μεγάλο. Δύστυχος, χωρίς να φταίει καθόλου,
Ο Ορφέας, α δεν αντισταθούν οι μοίρες, ανασταίνει
Για σένα τούτες τες ποινές και φοβερά μανίζει
Μαζή σου, γιατί του άρπαξεν ο χάρος τη συμβία.
Εκείνη, όταν σ' εξέφευγε γοργά κατά το μάκρος
Του ποταμού, στα πόδια της η θανατογραμμένη
Κόρη δεν είδε τον τρανό τον ύδρο που τους όχτους
Στα ψηλά χόρτα εφύλαγε. Μα των βουνών τα χτένια
Εγιόμισαν απ' τες φωνές ομόλικων Δρυάδων,
Κλαιν τα Παγγαία τα ψηλά κ' οι ράχες της Ροδόπης,
Κ' η γης η πολεμόχαρη του Ρήσου, οι Γέτες, ο Εύρος,
Η Ωρείθυια κι' όλας η Αττική. Κ' εκείνος με χελώνα
Κούφια πρααίνει την πικρήν αγάπη του και σένα
Συμβία γλυκειά ολομόναχος σε ψάλλει στ' ακρογιάλι,
Εσέ σαν έρχεται το φως, εσέ σα φεύγει η μέρα,
Εμπήκε και στου Ταίναρου την καταβόθρα, στ' Άδη
Τα τρίσβαθα τα στόματα, σε λόγγους που τα μαύρα
Τα σκιάχτρα τους μελάνιαζαν, κ' ηρθε στο βασιλέα
Τον τρομερό και στες ψυχές των αποκοιμημένων,
Και στες καρδιές που δε λυγάν με παρακάλια ανθρώπων.
Άλλα από το τραγούδι του συγκινημένοι οι ίσκιοι
Και τ' άσαρκα φαντάσματα που πλια ζωή δεν έχουν,
Από του Ερέβους έβγαιναν τα τρίσβαθα τα μέρη,
Πλήθος πολύ, σαν τα πουλιά που κρούβονται χιλιάδες
Στα φύλλα, σαν οχ τα βουνά το σούροπο τα διώχνει
Ή κ' οι βροχάδες οι δαρτές: μάννες αντάμα κι' άντρες,
Και ηρώων μεγαλόψυχων κορμιά πούχαν πεθάνει,
Και κορασιές ανύπαντρες, παιδιά μικρά, και νέοι
Που σε πυρές πιθώθηκαν μπρος στων γονηών τα μάτια.
Κι' όλους ο βάλτος μελανός και τάσκημο καλάμι
Του Κωκυτού και με ταργό το κύμα της η λίμνη
Η αχάρευτη απ' ολόγυρα τους σταματούν, κ' η Στύγα,
Που εννιά φορές ανάμεσα περνά, τους περιορίζει.
Ως κ' η καρδιά του Τάρταρου, το σπίτι του θανάτου,
Και οι Εριννύες, που τα μαλλιά με μπλάβα φείδια πλέκουν,
Εσάστισαν, και χάσκοντας αντικρατεί τα τρία
Τα στόματά του ο Κέρβερος, και στέκεται ως και η ρόδα,
Που στρίφει τον Ιξίονα, γιατί κι' ο αέρας πέφτει.
Και τώρα πλια ξανάγερνε, κ' είχε ξεφύγει απ' όλα
Τα κίντυνα και προς το φως του κόσμου η Ευρυδίκη.
Που πάλι τούχε χαριστεί, κατόπι ακολουθώντας,
(Τι τέτοιο νόμο τούβαλεν η Περσεφόνη) ερχότουν.
Όταν κυριεύει ξαφνικά τον άβουλο ερωτάρη
Μια τρέλλα, που συχωρετή θε νάταν, αν ο Άδης
Εγνώριζε να συχωρεί: σιμά στο φως τελείως,
Από το πάθος της ψυχής παρμένος, λησμονάει,
Και, ώφου! την Ευριδίκη του γυρίζοντας τηράζει.
Όλα τα κόπια εχάθηκαν· χαλιώνται κ' οι συνθήκες
Του τύραννου του φοβερού και τρεις φορές στες λίμνες
Τ' Αόρνου αντάρα ακούστηκε. Και τότες “Ποιος” του λέει
“Ορφέα και με τη δύστυχη και σε μας έχει χάσει;
Ποια μάνητα; Αχ, οι άσπλαχνες οι μοίρες πάλι οπίσω
Με κράζουν, κ' ύπνος τα θολά τα μάτια μου σκεπάζει.
Και τώρα γεια σου! εβύθισα, με τρογυρίζει νύχτα
Βαρηά κι' απλόνω κατά σε του κάκου εγώ τα χέρια
Τανήμπορα, που, αλοίμονο! δε θάνε πλια δικά σου.”
Είπε· κι' από τα μάτια του, σαν ο καπνός που λυώνει
Μες στον αέρα τον ψιλό, στα βάθη φεύγει αμέσως·
Και τον Ορφέα πουθελε πολλά να κρίνει ακόμα
Κ' ίσκιους του κάκου προσπαθεί να πιάσει πλια δεν είδε.
Και τώρα δεν του συχωρεί τ' Άδη ο περαματάρης
Το βάλτο πάλι να διαβεί που τούκοφτε το δρόμο.
Τι θάκανε; σα δυο φορές του αρπάχτηκε η συμβία,
Που θένα πήγαινει με τι παράπονο τον Άδη
Και τους θεούς με τι φωνές αυτός θα εσυγκινούσε;
Μα κρύα πλια τώρα στης Στυγός τη βάρκα εκείνη πλέει,
Κ' έκλαιγε εκείνος, καθώς λεν, κατά σειρά εφτά μήνες
Μες στου Στρυμόνα το έρημο το φρύδι κι' αποκάτου
Από ένα βράχο τρίψηλο και στο ψυχρό το σπήλιο
Ξετύλιγε τη μοίρα του κ' ημέρευε τον τίγρη
Με το τραγούδι κ' έκανε τα δέντρα να σαλεύουν,
Όπως στης λεύκας την ισκιά δέρνεται η Φιλομήλα
Θρηνώντας τα χαμένα της τα τέκνα, που τα πήρε
Ο ζευγουλάτης ο άκαρδος, ιδόντας τη φωληά της,
Αφτέρωτα, και τότε αυτή τη νύχτα κλαίει σε κλάδο
Καθούμενη, και τ' άχλιο της τραγούδι ξαναρχίζει,
Και θλιβερό το κλάμα της γιομίζει όλο τον τόπο.
Και την καρδιά δεν του λυγάν οι Υμέναιοι κ' η Αφροδίτη,
Μα ταξειδεύει μοναχός τους υπερβόρειους πάγους.
Το χιονισμένον Τάναϊ και τα Ριπαία λιβάδια,
Που οι πάχνες πάντα σκέπουν τα, και κλαίει την Ευρυδίκη,
Που ο Χάρος του την άρπαξε, και τ' άχρηστα τα δώρα
Του Πλούτωνα. Κ' η πίστη του τες μάννες των Κικόνων
Εκαταφρόνεσε· κι' αυτές στα νυχτικά μυστήρια
Του Βάκχου, όταν εγιόρταζαν τους αθανάτους, σκίζουν
Τον άγουρο και τον σκορπούν στους ανοιχτούς τους κάμπους.
Και τότε, ενώ την κεφαλή, που τούχαν ζεριζώσει
Από το μαρμαρόλευκο λαιμό, την εκυλούσε
Στη μέση της κατεβασιάς ο Οιαγριακός ο Έβρος,
Η κρύα του η γλώσσα, κ' η ίδια του η φωνή την Ευρυδίκη
Κράζει (και τούφευγε η ψυχή): “αχ δύστυχη Ευρυδίκη!
Κι' αντιλαλούν όλες οι οχτιές του ποταμού; Ευρυδίκη.”
Είπε και πέφτει στο βαθύ το πέλαγο ο Πρωτέας.
Και κει που πέφτει τ' αφριστό το κύμα στριφουλίζει.
Μα όχι η Κυρήνη, τι έκρινε και τούτα του σκιασμένου:
“Τες λυπηρές αφαντασιές μπορείς ν' αφήσεις, γιε μου·
Τούτη είν' η αιτία του λοιμικού· στες μέλισσες οι Νύμφες,
Που τους χορούς τους στα ψηλά τα νάπη αυτή οδηγούσε,
Το θλιβερόν το χαλασμό τους έστειλαν για τούτο.
Μα πρόσφερέ τους ταπεινός χαρίσματα ζητώντας
Ειρήνη, και προτίμησε τες σπλαχνικές Ναπαίες,
Τι εκείνες με τα τάματα τη χάρη θα σου κάμουν,
Και θένα πάψουν την οργή. Μα στη σειρά από τώρα
Τον τρόπο της παράκλησης εγώ θα σου αραδιάσω:
Τέσσερους ταύρους προφαντούς μ' εξαίρετο κουφάρι,
Που τες χλωρές κορφές για σε του Λύκαιου τώρα βόσκουν,
Και τέσσερες με αμάλλαγη ζυγοτριβή δαμάλες
Θε να διαλέξεις και βωμούς θα χτίσεις άλλους τόσους
Μπρος στους ψηλούς των θεαινών ναούς γι' αυτά τα ζώα,
Και από τη φλέβα του λαιμού το αίμα θα τους βγάλεις
Τάγιαστικό και τα κορμιά στο φυλλωμένο δάσος
θα παραιτήσεις· κ' ύστερα τόμου θα βγαίνει η Αυγούλα
Η έννατη θυσίασε του Ορφέα παπαρούνες
Ληθαϊκές και μελανό κριάρι σκότωσέ του,
Και σα ξανάρθεις στο δρυμό με μια σφαχτή μοσκάρα
Την Ευρυδίκη τίμησε, και θάνε ειρηνεμένη.”
Και δεν αργεί· τες προσταγές της μάννας πράζει αμέσως·
Πάει στους ναούς· στιεί τους βωμούς, που τούδειξε, και φέρνει
Τέσσερους ταύρους προφαντούς μ' εξαίρετο κουφάρι,
Και τέσσερες με αμάλλαγη ζυγοτριβή δαμάλες.
Κ' ύστερα, όταν η έννατη ξανάφανεν Αυγούλα,
Στέρνει του Ορφέα προσφορές και πάει στο δάσος πάλι.
Μα ξάφνου εκεί ένα θάμασμα, που κι' αν το λες ξενίζεις
Παρατηρούν οι θυσιαστές μες στων βωδιών τα σπλάχνα
Τα νερουλά, εμπουμπούριζαν απ' όλην την κοιλιά τους
Οι μέλισσες, κι' απ' τα πλευρά τα τσακισμένα εβράζαν,
Κ' εσηκονόνταν σύγνεφο τεράστιο στον αέρα,
Κ' εμαζευόνταν στες κορφές των δέντρων κι' απ' τους κλάδους
Τους λυγερούς σαν τα τσαμπιά του σταφυλιού εκρεμώνταν.

Αυτά για τ' όργωμα της γης και για την επιμέλεια
Των ζωντανών εγώ έψαλλα, και για τα δέντρα ακόμα,
Όταν ο μέγας Καίσαρας τινάζει του πολέμου
Ταστροπελέκι στο βαθύν Ευφράτη και χαρίζει
Νόμους στους πρόθυμους λαούς νικώντας, και το δρόμο
Αρχίζει προς τον Όλυμπο. Και τον καιρόν εκείνον
Εμενα, το Βεργίλιο, που εμέστωνα στες τέχνες
Άδοξης σκόλης η γλυκειά μ' έθρεφε Παρθενόπη,
Εμέ που παιγνιδίζοντας των πιστικών τραγούδια
Είχα τονίσει μια φορά και τολμηρό κοπέλλι,
Τίτυρε, κάτου απ' της οξιάς τη στέγη εσέ είχα ψάλει.

***