The Project Gutenberg eBook of Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Το συναξάρι του Παπά-Παρθένη κι' άλλες νησιώτικες ιστορίες

Author: Paulos Nirvanas

Release date: May 15, 2010 [eBook #32386]

Language: Greek

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK ΤΟ ΣΥΝΑΞΆΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΆ-ΠΑΡΘΈΝΗ ΚΙ' ΆΛΛΕΣ ΝΗΣΙΏΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &. A missing line is marked by []

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Μια γραμμή που λείπει υποδεικνύεται με []

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ

ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ' ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915

του Παπα-Παρθένη

που την έσκαζε ήτανε πως ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ

Ο Παπα-Παρθένης, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήξερε περισσότερα πράματα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη βασιλεία των Ουρανών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε και να πολυξετάζη τα μυστήρια του Θεού. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος», έλεγε συχνά, όταν τον ενοχλούσαν οι πιστοί. Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαρειά η καλογερική, έλεγε κάποτε στους δικούς του, μα κι' ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλη να ζήση με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθή σ' αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν' αυτός που ζη σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας. Όλοι μας, για «το πυρ το εξώτερον» είμαστε παπάδες και λαϊκοί, όλοι πέρα-πέρα. Έτσι του είχε περάσει η ιδέα πως η σωτηρία του ανθρώπου ήτανε αδύνατη. Μα γι' αυτό ίσα-ίσα δεν του βαστούσε η καρδιά του να κακοκαρδίζη τους Χριστιανούς. Όταν έβλεπε τις γρηούλες και τους γέρους στην εκκλησιά, από τον όρθρο, να σέρνουν ταδύνατα κορμιά τους, να σπάζουν τα γέρικα γόνατά τους στις μετάνοιες, να λυώνουν στα πόδια για την αγάπη του Θεού και συλλογιζότανε, πως μ' όλες τις κακοπάθειες, μ' όλες τις νηστείες, μ' όλα τα βάσανα, πάλι δε φύλαγαν τον νόμο του Θεού, όπως θέλουν τα Βιβλία, πάλι δύσκολα θάβρισκαν έλεος στη φοβερή ημέρα της Κρίσεως [λείπει μια γραμμή]και οστά». Μπορεί άνθρωπος να ζήση και να μη καταλαλήση, να μη ζηλέψη, να μην αδικήση τον πλησίον του, χωρίς να το θέλη καμμιά φορά, να μη προδώση, να μη βαρυγκομήση για την τύχη του, να μην «επιθυμήση το πονηρόν» καμμιά φορά σαν άνθρωπος, και μ' όλα του τα γεράματα; Φοβερές αμαρτίες, συνέργειες του Σατανά, έργα του Πονηρού είνε όλη μας η ζωή. Τι να σου κάνουν οι νηστείες; «Ου τα εισερχόμενα, αλλά τα εξερχόμενα», λέει το χαρτί. Τι να σου κάνουν οι προσευχές; «Ουχί ο κράζων μοι: Κύριε! Κύριε! εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών», είπε ο Χριστός. Ο φτωχός ζηλοφθονεί το ξένο καλό. Πώς θέλεις να κρατήση τον Δεκάλογο; «Ουκ επιθυμήσεις…» Ο πλούσιος είνε πλούσιος. «Ευκολώτερον εστι κάμηλον διελθείν δια τριμαλιάς βελόνης ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών». Όσο για τους νέους, αλλοίμονο και τρις αλλοίμονο! Ο Σατανάς τους έχει δεμένους χειροπόδαρα. «Σκεύη του Σατανά». Ασωτείες, παραλυσίες, μοιχείες, όλα τα κάνουν. Ύστερα έρχονται κι' ανάβουν ένα κερί στην εκκλησιά. Καλύτερα να μην τάναβαν κι' αυτό. Κι' αυτός ακόμα — μήπως ήθελε να κρυφθή; — ήτανε άξιος να φέρνη το σχήμα;…

— Ήμουνα άξιος εγώ να παρουσιάζωμαι στο Θυσιαστήριο του Θεού; Ας όψωνται αυτοί που με παρακίνησαν, έλεγε στους δικούς του, στην παπαδιά, σε κάτι ανηψίδια του. Τι να κάνης; «Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι τώφερε η κατάρα». Να τρώμε τις προσφορές των χριστιανών και να ντροπιάζωμε την ιερωσύνη.

 — Πες μου τον καλύτερο! του είπε μια μέρα η παπαδιά. Όλο τον
κατακλυσμό φέρνεις…

 — Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να
γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα.

Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό.

— Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια. Να τους βάλης «κανόνα». Ποιος ήλθε να ξαγορευθή σε σένα και δεν τον άφησες να κοινωνήση; Τώχει να το κάμη ο κόσμος. Άνθρωποι που δεν κοινώνησαν εδώ και δεκαπέντε χρόνια, περίμεναν να γίνης παπάς εσύ για να κοινωνήσουν. Βαφτίζεις και μυρώνεις. Φόρα το πετραχήλι, την ευχή κ' έχει ο Θεός. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες απ' το κελλί σου περνούνε. Ο κόσμος σου ψάλλει όσα σέρνει η σκούπα. Σύρε να τακούσης!

— Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανηψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που τώχε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνης, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είνε μεγάλος. Κανένα δε θαφήση να χαθή. Παιδιά του είμαστε όλοι. Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμεταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του θεού πρέπει να τη λέμε. Κι' ας θυμώνη η παπαδιά…

Ήτανε απάνω στο τραπέζι. Ο παπάς τραβούσε κι' από μία. Του βαστούσε το ίσο και το ανηψίδι. Μόνο η παπαδιά δεν έπινε.

— Αν έπινες και καμμιά, κυρά-παπαδιά, θάσουνε καλύτερη, είπε σε λίγο, κλείνοντας το μάτι στο ανηψίδι. Απ' το νερό έγινες σα βατράχι. Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου.

Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε».

— Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη:

— Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα.

Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η
παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα.
Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση.
Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο…

Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση.

— Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε!

 — Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη
δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά.

 — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ
έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα.

Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα:

— Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση.

Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά.

— Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Ο Θανάσης ο Μελαχροινός καλησπέρισε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, με το παντοτεινό του χαμόγελο.

— Την ευχή σου, δέσποτα.

— Ευλογημένος να είσαι.

— Και πού είνε — καλή ώρα νάχη — η κυρά παπαδιά; Δεν θα την ιδούμε απόψε;

Από μέσα του ήτανε ευχαριστημένος για την απουσία της παπαδιάς και κάποια ευχαρίστηση φαινότανε ζωγραφισμένη στο στεγνό πρόσωπο του, που θάμενε μόνος με το φίλο του. Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτησι, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξυνό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι.

Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και υστέρα είπε σοβαρά:

 — Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη. Υποφέρει πολύ, η
δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση…

Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο:

— Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά.

Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού. Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τάφεραν στα χείλια μ' ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ' αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο. Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι.

Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

— Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης.

Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη:

— Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»…

— Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

— Έχεις λοιπόν την ιδέα, Πάτερ-Παρθένιε, πώς θαύρουν έλεος στην ημέρα της Κρίσεως, όσοι δεν έλαβαν το άγιον βάπτισμα της Ορθοδοξίας; Εμένα δεν το χωρεί το κεφάλι μου. Η προπατορική αμαρτία «αποπλύνεται διά του βαπτίσματος». Έτσι μας λένε τα χαρτιά.

Ο Παπα-Παρθένης αναστέναξε.

— Πώς το θέλεις, ευλογημένε; Είνε πάλι δίκιο να χαθούν τόσοι άνθρωποι, που δεν εγνώρισαν την Αλήθεια; Εκατομμύρια λαός. Να μη βρη έλεος κανένας; Τόσοι καλοί άνθρωποι, ενάρετοι, ελεήμονες, θρήσκοι, που δεν έβλαψαν τον πλησίον τους, πλάσματα του Θεού κι' αυτά σαν κ' εμάς; Εγώ γύρισα Φραγκιά και Ανατολή, γνώρισα λογής- λογής ανθρώπους, Φράγκους, Λουθηρανούς, Σχισματικούς. Είδα χρυσούς ανθρώπους. Και Τούρκους ακόμα, Τούρκους μάλαμα, αγίους ανθρώπους, καλύτερους από μερικούς δικούς μας. Εκατομμύρια κόσμος.

— Λες λοιπόν, Πάτερ-Παρθένιε, να βρουν έλεος όλοι αυτοί;

— Τι να σου πω κ' εγώ, ευλογημένε; Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαγχνος. Κυττάζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το είπε και ο Απόστολος: «Ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, ελεύθερος ή δούλος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Ο Κυρ-Θανάσης είχε αρχίσει να πείθεται απ' τη ρητορική και την καλωσύνη του παπά. Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλωσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεσι νανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα.

— Ο Θεός είνε μεγάλος, είπαν κ' οι δύο μ' ένα στόμα.

— Δεν πίνεις και κανένα κρασάσι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Και «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.

— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν τώχω πολύ διάθεσι.

— Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξη.

Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια.

— Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς.

— Ευχαριστώ. Να δώση ο Θεός.

Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά.

Ο Παπα-Παρθένης άρχισε να λέη για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα.

— Να ιδής, το αίμα, που λες, να τρέχη ποτάμι. Άντερα να χύνωνται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπης τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελλές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου!

— Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα.

Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων.

Άξαφνα, σαν νάπεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο:

— Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς!

— Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος.

Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε.

— Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες. Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας.

— Καλή νύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς.

Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζη. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρωδιά από λουλούδια και βρεμμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλλα του.

— Φουσκοδεντριές, παπά μου.

Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες.

Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβισμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ' τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ' το μακρυνό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί. Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια. Μια βαρειά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθησε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στάδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του. Κάποιους συλλογισμούς ήθελε να διώξη απ' το κεφάλι του, κάτι ζητούσε, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι ζητά. Πέρασε τα γυαλιά απ' ταυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβυνε μ' ένα άσχημο καπνό, κι' άρχισε να διαβάζη στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου…» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι…» Δεν μπορούσε να προχωρήση· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαρειά, ανάρηες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα. Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω…» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο. Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφινε να διαβάση. «… Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται…» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κ' έκλεισε τα μάτια του.

Πώς του ήρθε να γίνη παπάς; Ούτ' αυτός δεν το καταλάβαινε. Ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος. Ναυτικός άνθρωπος, γεμιτζής τόσα χρόνια, μαθημένος στο πέλαγο, στην απλοχωριά, ψημένος στις φουρτούνες, στενόκαρδος πάντα στη στερηά και στα βάσανα του κόσμου, τι την ήθελε την ιερωσύνη; Να παλαίβη με τη δυστυχία του κόσμου, να ζη με τα βάσανα της κακομοιριάς, να παραστέκεται στις συμφορές των ανθρώπων, να βλέπη την Κόλασι μπροστά του μέρα και νύχτα, στη ζωή και στο θάνατο. Και νάχη και την κακολογιά του κόσμου, νάχη και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρη ο ίδιος πώς να πιαστή και πού ναβρή άκρη. Να πάη με τον Κανόνα της εκκλησίας, να σφίξη την καρδιά του, να πη σε κληρικούς και λαϊκούς τη φοβερή αλήθεια, να τους πη πως δεν βρίσκουν έλεος και σωτηρία, να τους βάλη επιτίμια, νηστείες, μετάνοιες, να τους στερήση την Αγία Μετάδοσι, τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Μα η καρδιά του δε βαστούσε. Ποιος είνε αναμάρτητος; «Ουκ εστίν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει». Καλύτερα νάπαιρνε αυτός την αμαρτία απάνω του… Νακολουθήση πάλι το παράδειγμα του Χριστού, να συχωρέση τους αμαρτωλούς, τις κακές γυναίκες, τους παραστρατημένους, τη σάρκα την αδύνατη; Αυτό έκανε. Αυτό του έλεγε η καρδιά του. Τι βγαίνει; Η καταλαλιά του κόσμου τον έπνιγε. Τούλεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ίδια του η γυναίκα τον καταλαλούσε:

— Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνης του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ' Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλης το πετραχήλι στο κεφάλι…

Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνη παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, πούθελε από καπετάνισσα να γίνη παπαδιά, για να τον έχη στο φουστάνι της και να τρώη τις προσφορές του κόσμου.

Κι' αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πη το όχι.

— Άκουσε, παιδί μου, του είπε ο Δεσπότης, στην περιοδεία, που τον είχε μουσαφίρη στο σπίτι. Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Οι γιατροί σού το είπανε. Είσαι νέος ακόμα, ξέρεις γράμματα,, έβγαλες το σχολαρχείο, είσαι ενάρετος άνθρωπος. Η ιερωσύνη ξέπεσε πολύ. Έχομε ανάγκη από καλούς ιερωμένους. Όλοι οι «εξώλεις και προώλεις» γινήκανε παπάδες, όλοι οι αγράμματοι, τα ξύλα ταπελέκητα. Ο Παπα- Δαυλής πάει να λειτουργήση απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός…» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε… ρημάδι». Κι' όταν φθάση στην εκκλησιά βγάζει τ' Άγια και γελάει ο κόσμος μαζή του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό…

Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που τούλεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα-πέρα το νησί. Αγαπούσε και ταστεία ο πανιερώτατος και τάλεγε μια χαρά. «Ανάθεμά τον! Θεέ μου, συχώρεσέ μου! »

— Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς. Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμη τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξη τα θεία, χωρίς να το καταλάβη. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι' αρχίζει να λέη τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντύλι του, όπως συνήθιζε, κι' άρχισε να σκουπίζη τα δάκρυά του. Οι Χριστιανοί, που ήταν απ' το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι' αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλοια, κρατούσαν τα σηκότια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω. Ο προκομμένος ο αρχιμανδρίτης εκεί που με το ένα χέρι σκούπιζε τα δάκρυά του, με το άλλο είχε σηκώσει με τρόπο το ράσο του κ' έδειχνε στους άλλους μισούς τα πισινά του. Ο θεομπαίχτης! Κι' όταν τον έκραξα να τον επιτιμήσω, να τον φτύσω στα μούτρα, τι θαρρείς πως είπε, ο αθεόφοβος: «Αν έδειξα τα πισινά μου, τάδειξα στην πόρτα και στους κολασμένους, τους αγιογδύτες. Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπό μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Νακούσης τα λόγια μου και να κάνης αυτό το μυστήριο.

Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο.

Η γυναίκα του απ' το άλλο μέρος τον έτρωγε:

— Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσης. Τι θα κάνης; Ψαράς θα γίνης να μαζεύης πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώη ο ήλιος κι' ο χειμώνας; Να γίνης παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος.

Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά.

Κι' άφησε τη θάλασσα. Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους. Τι είχε το κάτω-κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ' τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντένα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του τώλεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστεια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέση στη θάλασσα να πνιγή, να πέση απ' το κατάρτι να σκοτωθή απάνω στην κουβέρτα. Τους άκουσε και φοβήθηκε. Και να, τώρα· πάνε πέντε χρόνια κ' είνε καλύτερα απ' τον καθένα τίποτε δεν τον πείραξε. Όλο το κακό ήτανε ναφήση τη θάλασσα, να μαραζώση στη στερηά, να θάβη τον κόσμο, να γενή παπάς — Θεέ μου, συχώρεσέ με. Αχ! και να ήτανε ένα πανάκι, να τον πάρη στο γιαλό, στο πέλαγο, να χόρταση αέρα βάλσαμο, να πιή την αλμύρα με τη φούχτα του!

— Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε..

Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.

Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος.

— Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα;

Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα.

— Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα.

— Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα.

Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα.

 — Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε
να τον μεταλάβης. Τελειώνει…

Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί. Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν τούχε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν.

— Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι' ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω νάρθω, με τέτοιον καιρό;

— Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή άνθρωπου χάνεται. Πρόφτασε!

Ήξερε πως δε θα το ξεφύγη. Συλλογιζότανε την καταλαλιά του κόσμου, συλλογιζότανε και την παπαδιά, που θα τούψελνε τον αναβαλλόμενο. Μα κοντοστεκότανε λίγο· ήθελε να κερδίση καιρό, να χασομερήση.

 — Ποιος ξέρει! Ως που να πάω, ίσως να τον βρω και πεθαμμένο!
έλεγε μέσα του.

Ο άνθρωπος όμως τον έβιαζε λαχανιασμένος· τον τραβούσε απ' το ράσο.

— Καλά, ευλογημένε, έφτασα· μην κάνης έτσι!

Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ' ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντύλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ' όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς.

Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάρηες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα.

— Σύρε κ' έφτασα. Να πάρω τ' Άγια Μυστήρια.

Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι.

Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα.

 — Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως;
Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε.

Μπήκανε στην εκκλησιά. Οι χλωμές μορφές των αγίων απάνω στο τέμπλο, με το φως των καντηλιών, αγρυπνούσαν μέσα στη σιγαλιά, με ορθάνοιχτα μάτια. Του φάνηκε πως τον κύτταζαν άγρια, με θυμό. Ένα σύγκρυο τον έπιασε. Χαμήλωσε τα μάτια του και προχώρησε. Όταν έφτασε μπροστά στο εικονοστάσι τ' Άι-Νικόλα, σήκωσε τα μάτια του με θάρρος. Ο Άγιος με την άσπρη γενειάδα και το ηλιοκαμμένο πρόσωπο, γλυκοθώρητος πάντα, τούδωκε θάρρος. Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε. Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος τούρριξε μία ματιά πονετική, σαν να τούλεγε:

— Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ…

Έκανε πάλι το Σταυρό του.

— Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του.

Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ' απ' τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε. Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς.

Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη. Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθή από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκκαλιάρικα χέρια του να απλώνωνται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ναρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γρηά τον έπιασε απ' τις πλάτες, να του βάλη αντιστύλι. Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά.

— Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει.

Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα. Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα.

Είχε τελειώσει.

Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγκιά του. Τουρχότανε σα ζαλάδα, να πέση κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ' την πόρτα. Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε.

 — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ'
την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι.

 — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε
ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο.

Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος.

— Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά. Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του.

Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του. Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα. Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν. Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ.

— Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά.

Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του. Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια.

— Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!

Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι. Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας.

Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα. Έπειτα βγήκε ο Παπα-Παρθένης μοναχός του, κοκουλωμένος από κεφαλής με το βαρύ του σάλι. Χονδρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν απ' τον ουρανό, ένας αέρας ξαφνικός τίναζε δυνατά τα κλαδιά των δένδρων, η μπόρα ήτανε έτοιμη να ξεσπάση. Ο Παπα-Παρθένης κατηφόρισε βιαστικά το δρόμο.

Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθή περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσα — πολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ' αυτούς κι' ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεσι· τα είχε κατεβασμένα κι' από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθειά. Ο παπάς ήτανε κι' αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από εληοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχροινού, που έφθανε ως το πάτωμα.

Απ' τη βραδειά που είχε πάει να κοινωνήση τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε, όλη τη νύχτα, είδε κ' έπαθε να συνεφέρη.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφιναν. Όλοι οι γιατροί κ' οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ναλλάξη και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη. Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του.

— Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

Ο γιατρός σαν είδε κι' απόειδε, είπε μια ημέρα:

— Άλλη σωτηρία δε γίνεται. Να κάνη κανένα ταξίδι. Ναλλάξη το αέρι.

Η παπαδιά στραβομούριασε. Δεν της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. «Είδαμε και πάθαμε, είπε μέσα της, να τον βγάλωμε απ' τη θάλασσα. Και πάλι τα ίδια;» Γύρισε και κύτταξε το γιατρό.

— Με συμπαθάς, γιατρέ μου. Οι χτικιασμένοι ξέρω που πάνε και ταξιδεύουν. Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάη. Τι να του κάνη το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάη να κρυώση νάχωμε τα χειρότερα;

Ο γιατρός επέμεινε.

— Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάη να ταξιδέψη· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλη τις θέρμες αποπάνω του.

— Κ' εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώση. Εικοσιπέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου. Δε με σηκώνει η στερηά.

Με τα πολλά αποφασίστηκε το ταξίδι. Ήτανε να φύγη εκείνο τον καιρό και το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη. Συγγενής και χρυσός άνθρωπος ο καπετάν Βεκίλης, τι άλλο ήθελε. Τον παρακίνησε κι' ο ίδιος.

— Η κάμαρή μου, δική σου είνε, παπά. Όλες σου τις αναπαύσεις θα τις έχης. Απλοχώρια και πάστρα. Οι καιροί εφκιάξανε, άνοιξι, χαρά θεού. Θα πάω στον Ποταμό να φορτώσω στάρι. Ύστερα θα γυρίσω στον Περαία. Από κει μπαίνεις στο βαπόρι και ξαναγυρίζεις. Ένα μήνα, ενάμισυ βία.

— Ας το δοκιμάσωμε κι' αυτό, είπε η παπαδιά.

Το ταξίδι αποφασίσθηκε. Η παπαδιά ετοίμασε τον καλό της, τούφκιαξε τα ρούχα του, του ζύμωσε και παξιμαδάκια με τη ζάχαρι για το ταξίδι, σαν το παληό καιρό.

— Ποιος θα μου τώλεγε; είπε. Ύστερα από τόσα χρόνια, να γυρίσω πάλι στα ίδια.

Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά.

Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά.

 — Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να
δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια.

Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον. Ήθελε να πειράξη τον πατά, «που ήσαν φίλοι κι' αδελφοί», είπε — θυσία να γίνη ο ένας για τον άλλον — μα δεν συμφωνούσαν πάντα στις ιδέες τους.

— Εκεί στη Φραγκιά που θα πας, να μου χαιρετάς τους αβάφτιστους. Ό,τι και να μου πης, το κεφάλι μου δεν αλλάζει. Άνθρωπος που δεν βαφτίστηκε με τους κανόνας της Ορθοδοξίας, δεν θάβρη έλεος, «εν ημέρα κρίσεως».

 — Δεν ταφίνεις αυτά, ευλογημένε, είπε ο παπάς. Τέτοια ώρα, τέτοια
λόγια. Σαν ξαναγυρίσω τα ξαναλέμε.

Με την ώρα μπήκε κι' ο καπετάν Βεκίλης. Ψηλός, γεμάτος, ηλιοκαμμένος με τα στιβάλια ως τα γόνατα.

 — Παπά μου, ώρα να του δίνουμε. Οι στερηές βγάλανε αέρα. Είμαστε
απίκου, να σαλπάρωμε.

Ύστερα γύρισε και καλησπέρισε τον κόσμο.

— Καλησπέρα σας και σας αφίνομε γεια.

— Κάτι βιαστικά, καπετάνιο;

— Ο καιρός ορίζει.

Σηκωθήκανε όλοι στο ποδάρι. Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο.

— Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο.

— Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι.

Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της. Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος…

     Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει.
     Η καπετάνισσα τον καρτερεί.

Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς.

— Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν.

Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ' τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα-ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίση με το βαπόρι. Απ' τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ' έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε. Σαν τον είχε κοντά της, τούψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, τούκανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτή. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθή κ' οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι' ο Μελαχροινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανηψίδι είχε κατεβή στο γιαλό να φέρη τα συχαρίκια.

Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα:

— Δεν ήρθε ο παπάς.

 — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο
Μελαχροινός.

 — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν
είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε.

Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε.

 — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης.
Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε.

Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες.

— Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε.

Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια.

— Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά.

Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο. Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν.

 — Αμ' τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είνε; τον
είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά.

Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήση.

— Καλά και καλά, άλλος τόσος! Το είδα στον Περαία.

— Καλότυχε. Αμ' πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι;

— Θα σου γράψη, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνη ένα ταξιδάκι. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάη μαζί να ξεσκάση. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες.

— Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να ταρέση καλύτερα η θάλασσα απ' την καλογερική.

Τα λόγια του Μελαχροινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί πούπρεπε.

 — Αμ' γι' αυτό δεν ήθελα να τον αφήσω, η δυστυχισμένη. Παπάς
άνθρωπος, τ' ήθελε μες τα καράβια; Καπετάνιος με τα ράσα;

— Στα καράβια τ' ήθελε; είπε γελώντας ο μούτσος. Μακάρι να τούβγαιναν πολύ καπετανέοι μπροστά. Ο καπετάν Βεκίλης τον έχει δεξί του χέρι. Αυτός του κουμαντάρει το μπάρκο, γι' αυτό τον έφαγε να τον πάρη στην Αμβέρσα. Και πού να σας λέω και τάλλα.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα.

— Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου. Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας! Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, Κύριε!» Σαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμα;» ξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνι!» Κάναμε το σταυρό μας. Τέτοιο θάμα δεν τώχαμε ματαϊδή. Ο λοστρόμος τώχε ακουστά απ' τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Άη-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης.

— Καλότυχο παιδί, πώς ταλές!

Κι' άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες.

— Να με κάψη ο Θεός αν λέω ψέμματα.

Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της.

— Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος! Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του.

Και την πήρανε τα κλάματα.

— Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του.

Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.

— Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά.

Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη.

Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε.

Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά.

— Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη.
Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά.

— Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε…

Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα.

Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος. Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.

Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείση το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι' ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα. Έννοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπο της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελλά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ' αυτιά της από μακρυά, όλο περισσότερα, όλο δυνατώτερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξη. Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γυαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους.

— Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα!

Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα.
Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμμένη.

— Άη-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε.

Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε.

Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.

ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντας του με το λυχνάρι, ανάμεσα στανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψη το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι.

— Αφίνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε…

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι.

— Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά.

Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη.

— Καληνύχτα! ξαναείπε.

Στάθηκε και τον κύτταξε ως που έστρηψε το σοκάκι. Τα βαρειά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο. Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι.

Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε.

«Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα. Ήταν παιδί της θάλασσας. Το σώι της ένα σώι μαρινάρων. Πες πως είχε αναστηθή μες στη θάλασσα. Το σπίτι τους μύριζε κατράμι. Δεν ήταν σπίτι, ήταν καράβι· μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Καθώς ήταν απάνω στο γιαλό, όταν έπαιρνε η σοροκάδα, σάλεβε αλάκερο σαν να ταξίδευε καταμεσής του πελάγου. Τα κύματα που έσπαζαν στο μώλο, ξέπλεναν τα ντζάμια του και θαλάσσωναν το πάτωμα, σαν κουβέρτα καραβιού. Μόνο τάρμενα που τούλειπαν.

Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι.

— Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι;

 — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα
γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.

Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καϋμούς.

— Αμ' σπίτι είνε αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα νάχη ο Θεός.

Κ' έστρηβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κ' έβγαιναν οργιές- οργιές οι πετονιές. Είχε κουράγιο να ξημερωθή στο νυχτέρι.

Η Ουρανίτσα κεντούσε μια ποδιά δίπλα του. Όλο κεντούσε και ξύλωνε.
Ποτέ δεν έκανε τόσες στραβοβελονιές.

 — Αγάντα, Ουρανίτσα! Ζυγώσαμε στη Βενετία. Φανήκανε τα καμπαναριά
της. Σε λίγο θα φουντάρωμε μες στα κανάλια. Πολιτεία μια φορά!

Η Ουρανίτσα τα ήξερε απόξω τα χωρατά του γέρου. Γύριζε και κύτταζε απάνω στον τοίχο, ψηλά-ψηλά, κοντά στο ταβάνι, κρεμασμένα κάτι κάδρα της Βενετιάς, που τα είχε φέρει στα νηάτα του ο γέρος από τα ταξίδια του.

— Είνε ωραία η Βενετιά, πατέρα;

— Ωραία λέει; Ήτανε εκείνα τα χρόνια. Για κύττα το λεοντάρι του Σαν-Μάρκου! Πόσες φορές πέρασα από κάτω! Ωραία λέει; Ε! κ' εμείς είμαστε ωραίοι τότε. Είκοσι χρονών παιδί, καλή ώρα σαν το Γιαννιό τον αρραβωνιαστικό σου. Ποιο λεβέντης ακόμα. Τον καιρόν εκείνο είμαστε καλύτεροι από τους σημερινούς. Όσο πάει και ξεπέφτει η γενηά. Ας είνε… Ας είχα τα χρόνια του κι' ας ήμουνα κ' ο μισός απ' αυτόν. Γελάς ε; Έτσι γελούσε κ' η μάννα σου σαν της μιλούσαν για μένα. Καλότυχη! Όμορφη και καλή ήτανε μα κ' οι Βενετσάνες ήταν ωμορφότερες. Κόντεψε να με χάση εκείνο τον καιρό η μάννα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πη;

Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρήβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά χέρια, σαν νάστρηβε τις αλογότριχες της πετονιάς.

— Ξενητειά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είνε αυτή η ώρα. Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω! Μόνο που το συλλογιζόμουνα και τρέμαν τα φυλλοκάρδια μου. Και σα γύριζε καμμιά και με γλυκοκύτταζε, ανάμεσα στα περιστέρια, μαρμάρωνα στα πόδια μου: Ανοίξανε τα ουράνια! καπετάν Λαλεχό! έλεγα μέσα μου… Χαμένες κουβέντες. Τι να πης να περάση η ώρα!…

Και άφινε πάλι τις τρίχες του μουστακιού του ο καπετάν Λαλεχός κι' άρχιζε να στρήβη τις αλογότριχες. Η Ουρανίτσα άκουγε και δεν άκουγε. Εκατό φορές τις είχε ακούσει τις ίδιες κουβέντες. «Σαν ξεκουτιάνη ο άνθρωπος όλο και τα παληά του αναθυμάται». Είχε δίκηο η μάννα της που του τώλεγε. Μα η Ουρανίτσα δεν πολυπρόσεχε κι' όλα στα λόγια του. Ο νους της ταξίδευε.

Η νοτιά είχε δαιμονιστή. Το σπίτι κουνιότανε συθέμελο.. Από καιρό σε καιρό καθώς έσπαζε το κύμα στο μώλο, τα νερά χτυπούσαν τα ντζάμια σα χαλάζι. Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου. Θαρρεί στον ύπνο της, πως μ' έχει αρπάξει από τα γένεια και με τινάζει, γιατί τις μιλάω για τα περιστέρια της Βενετιάς». Ο καπετάν Λαλεχός ταξίδευε κι' αυτός, καθώς έστρηβε τις αλογότριχες. Όλο και στα κανάλια της Βενετιάς βρισκότανε, όλο και την πλατέα του Σαν- Μάρκου έβλεπε μπροστά του. Όλο και περιστέρια πετούσαν γύρω του και τα τάιζαν οι Βενετσάνες στα κάτασπρα χεράκια τους. Μα η Ουρανίτσα έκανε το χειρότερο ταξίδι από όλους. Ανάμεσα ουρανό και πέλαγο, κινδύνευε και θαλασσοπνιγότανε. Και το σπίτι ταξίδευε κι' αυτό, ταξίδευε με το σορόκο, σάλευε αλάκερο, έκανε νερά. Ο καπετάν Λαλεχός σήκωσε τα μάτια του από την πετονιά σ' ένα τρίξιμο δυνατό που έκαναν τα πορτοπαράθυρα.

— Πρίμα ταξιδεύουμε! είπε, δεν έχομε ανάγκη. Ας φυσάη ως που να σκάση.

Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα».

— Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη.

Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε.

 — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει;
Γύρε να κοιμηθής.

Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της. Δεν έβγαλε τσιμουδιά κάμποση ώρα. Μα δεν μπορούσε να βαστάξη.

— Κινδύνεψες καμμιά φορά, πατέρα, στη θάλασσα; είπε ξερά-ξερά.

Ο καπετάν Λαλεχος βαρειότανε αυτές τις κουβέντες.

« Η θάλασσα αυτά έχει. Σαν είσαι θαλασσινός αυτά περιμένεις.
Φουρτούνες και μπουνάτσες για τους θαλασσινούς είνε».

— Τι τα θέλεις αυτά, παιδί μου, είπε σε λίγο μ' ένα πλατύ χασμουρητό. Άνθρωπος είσαι, κάθε στιγμή κινδυνεύεις. Στερηά και θάλασσα ένα πράμα είνε. Κ' η στερηά χειρότερη απ' τη θάλασσα.

Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κ' έφυγε χωρίς να πη καληνύχτα.

Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτησε.

— Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσης. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα.

Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ' αυτό το ταξίδι.

— Έτσι πνίγονται οι άνθρωποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός. Γατιά είνε μαθές να πνιγούν;

Ένα γράμμα ήρθε με καιρό:

«…Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω περί το αίσιον της υγείας σας και δεύτερον αν ερωτάτε και δι' εμέ καλώς υγιαίνω».

Τίποτε για ταξίδια και για φουρτούνες. Καλό ταξίδι, κακό ταξίδι ένα πράγμα είνε για τους ναυτικούς. Άμα πατήσουν τη στερηά τα ξεχνάνε όλα.

 — Τους τα λέω μα δεν καταλαβαίνουν, έλεγε θυμωμένος ο Καπετάν
Λαλεχός. Γυναικεία μυαλά. Έλαβες γράμμα; Είνε καλά ο άνθρωπος σου;
Τι κάθεσαι και σκοτίζεσαι; Εφημερίδα θα βγάλη να σου τα πη με το
νι και με το σίγμα;

«… Εγώ μπαρκάρησα τώρα μ' ένα βαπόρι Θειακό για τη Νέαν Υόρκη.
Από κει θα σας γράψω πάλι σα θέλη ο Θεός. Να πήτε μόνο της
Ουρανίτσας να μη στενοχωρεύεται. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο
Θεός, μαζί θα κάνουμε τούτη τη Λαμπρή».

Η Ουρανίτσα το είχε μάθει απόξω το γράμμα. Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, τώβγαζε κρυφά-κρυφά απ' τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζη τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

«Από κει θα σας γράψω πάλι. Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση…»

Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε. Ο Γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ' το σπίτι με στίβα τα γράμματα.

— Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ' το παράθυρο.

Τον περίμεν' εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή.

 — Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας.
Δεν έχει, παιδί μου.

Και φυλλομετρούσε τη στίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθή τάχα άλλη μια φορά.

 — Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει
ο Θεός.

Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο.

Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.

— Κύττα την πώς έγεινε η γουστερίτσα! έλεγαν τάλλα τα κορίτσια. Απ' την κακία της κατάντησε έτσι. Θαρρεί πως αυτή είνε κι' άλλη δεν είνε.

Εκείνη τη νύχτα είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Ένα κάτασπρο περιστέρι με μια κόκκινη κορδέλλα στο λαιμό — καλή ώρα σαν τα περιστέρια της Βενετιάς που έλεγε ο πατέρας της — ήρθε κ' εκάθησε στο παράθυρό της. Και κάτι βαστούσε στη μυτίτσα του. Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της.

— Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα.

Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα. Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγη εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάση. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώση.

 — Δε γίνεται, σήμερα θάχωμε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο
ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πη γρήγορο.

Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου.

 — Ο καϋμένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια. Όλοι οι
άλλοι με πλανάνε με τα λόγια.

Απ' τον καιρό που έφυγε ο Γιαννιός, ο Γερο-Λαλεμήτρος είχε βρει το μήνα που τρέφει τους ένδεκα. Όλο και στου Καπετάν Λαλεχού τριγύριζε. Και πάντα έφευγε με τον μπόγο γεμάτο. Ένας γεροφαφούτης, λογάς, ψεύτης, έκοβε κ' έρραβε η γλώσσα του απ' την αυγή του Θεού ως τη νύχτα. Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», τούλεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει ταγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.

— Τη μάγεψες, Λαλεμήτρο, τη γουστερίτσα, τούλεγαν τα κορίτσια της γειτονιάς. Θέλεις να σου κάνουμε τις προξενειές; Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

— Ε! τι να κάνωμε, κορίτσια; έλεγε ο Λαλεμήτρος. Της λέω καμμιά ιστορία να κάνη χάζι. Σκαλίζω και το περιβολάκι, ποτίζω και τα δενδράκια.

Η αλήθεια είνε πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνη κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν τούβγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα πούθελε.

— Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;

— Ακούς λέει; καρφωμένα είνε να μη γυρίσουν; Δε με ρωτάς να σου πω; Πέντε φορές κιντύνεψα να μπατάρω. Αργεί, νομίζεις; Ένα κύμα δυνατό, άλλο κύμα σε πλάγιασε. Κοιμήθηκε το καράβι. Σα δεν μπορέση να σηκωθή, άλλο κύμα το βρήκε, το μπατάρησε. Άργητα θέλει;

Και άρχιζε ατέλειωτες κουβέντες, παραμύθια με το καντάρι. Να μην ήταν αυτός στο τιμόνι, αλλοίμονο! Θα είχαν χαθή όλα τα καράβια του κόσμου.

— Πού καπετανέοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας.

Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παληοί καπετανέοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχη κι' ο Γιαννιός ένα σαν κι' αυτόν, να ταξιδεύη στα σίγουρα.

 — Και αν μπατάρη το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι
ανθρώποι;

 — Νάταν κι' άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκκαλάκι δε
βρίσκεται.

Και σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια. Η Ουρανίτσα κεντούσε απάνω στο πεζούλι της αλτάνας.

 — Πες μου, Καπετάν Λαλεμήτρο, σα δεν αναποδογυρίζουν τα καράβια,
έχουνε άλλο φόβο στη θάλασσα;

Ο Λαλεμήτρος έπαιρνε φωτιά.

— Έχουνε, λέει; Αμ' δε βάζεις τους τράκους; Πού τους αφίνεις τους τράκους; Ο Θεός να φυλάη! Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ' έκοψε στα δύο. Τώχει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνη χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ' έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν' αυτός!

Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, νακούη κι' άλλα. Όρεξι να είχε να λέη ο Γερο — Λαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε.

— Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο;

— Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια! Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές.

Κι' άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε. Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει.

— Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδυά χαρά Θεού. Άξαφνα ακούμε μια φωνή από μακρυά σαν τρόμπα-μαρίνα. Τι φωνή ήταν εκείνη; Ακόμα βουίζουν ταυτιά μου. «Ζη ο Μέγας Αλέξανδρος;» Κερώσαμε όλοι. Άξαφνα σα φώτησι Θεού να μου ήρθε. Μια και δυο απάνω στο άλμπουρο. Παίρνω μια δυνατή ανάσσα και φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Ζη και βασιλεύει!» Και πάλι τα ίδια. Τρεις φορές η Γοργόνα, τρεις κ' εγώ. Και περάσαμε. Ειδεμή αλλοίμονο σε μας· θα μας είχε καταπιεί η θάλασσα.

Ο Λαλεμήτρος σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια και ο μπόγος γεμάτος κάθε βράδυ. Το μερδικό του δεν έλειπε απ' όλα τα καλά. Μα τα λόγια του κατέβαιναν σα φαρμάκι στην καρδιά της Ουρανίτσας. Όλη τη νύχτα τράκους και ξέρες ωνειρευότανε. Κι' ο Γιαννιός της επάλευε με το χάρο, θαλασσοπνιγότανε. Και ζητούσε βοήθεια. Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκα!» Πεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι.

…Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο. Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθησε στο παράθυρο της ξαποσταμένο.

Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του
Λαλεμήτρου βουίζαν σταυτιά της.

 — «Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κ' εγώ
περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς;

Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι. Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε.

Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμμένος κάτω στο μώλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο-τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ' αυτούς κι' ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυτραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι' αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν. Μέσα στις ξεκομμένες, βιαστικές κουβέντες κάτι παράξενο νέο τους έφερνε. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι, άλλοι μουρμούριζαν κ' έφευγαν. Κοντά σε όλους και ο Μαθιός με το φάκελλο του ταχυδρομείου.

Είχαν χυθή να του τον αρπάξουν από τα χέρια. Ο Μαθιός αντιστεκότανε.

 — Δεν μπορώ, παιδιά. Θα πάω στο γραφείο. Δεν μπορώ νανοίξω το
φάκελλο. Ό,τι έχετε θα το λάβετε.

Πολλοί τον ακολούθησαν από πίσω.

Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά. Το πήρε απόφασι και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα.

— Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα… Φέρε μας το γράμμα.

Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρη το γράμμα.

Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος.

— Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είνε; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή.

— Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα τώχω. Ψάξε να το βρης.

Είχε γίνει χλωμή σαν τη ζαφορά.

— Θα σε γελάσω, παιδί μου; Δεν έχει σου λέω.

— Βαριέσαι να ψάξης, Μαθιό. Τόσα γράμματα έχεις στα χέρια σον. Θα είνε μέσα και το δικό μας. Δε γίνεται…

Ο Μαθιός έκανε πως ψάχνει τάχα.

 — Δεν ξέρω εγώ, παιδί μου, τι έχω; Να! ορίστε, όλα τα γράμματα.
Δεν έχει, σου λέω. Σαν είχα σας έφερνα. Με το άλλο.

Η μάννα της Ουρανίτσας, που άκουσε τη λογομαχία, πρόβαλε στο παράθυρο. Πώς μπορούσε να μην έχη γράμμα; Το όνειρο ήταν καθαρό. Ποτέ δε λαθεύτηκε.

— Μαθιό, να ψάξης να βρης το γράμμα. Ο γαμπρός μας μάς έγραψε. Να ψάξης να το βρης.

Ο Μαθιός δεν μπορούσε να εξηγήση την επιμονή τους.

— Σα σας έγραψε θα το λάβετε. Τι να σας πω; Με το άλλο θα το λάβετε.

— Δεν έχει άλλο και ξεάλλο. Να ψάξης να βρης το γράμμα.

— Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν τώφαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας τώδινα.

Το αίμα τού είχε ανεβή στο κεφάλι. Έκαμε να φύγη.

— Πού πας; Να ψάξης να μας βρης το γράμμα. Σαν τώχασες να πας να το βρης.

— Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός.

Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα.

— Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

— Δε χάθηκε στο δρόμο. Εσύ τώχασες.

— Δε χάνω γράμματα. Ξεφορτωθήτε με. Ώρα καλή!

Η γρηά πετάχτηκε η μισή από το παράθυρο.

— Να συμμαζέψης τη γλώσσα σου, μπεκρούλιακα! Μεθάς και χάνεις τα γράμματα των χριστιανών. Έννοια σου και θα δης ποια είμ' εγώ.

Ο Μαθιός είχε γίνει κόκκινος σαν τον αστακό, από το θυμό μου.

— Πας να με ξεφορτώνεσαι, γρηά στρίγγλα, μουρλή, ξεκουτιάρα; Πρωί — πρωί.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά.

— Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;

Η γρηά ξεφώνιζε:

 — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο
μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί.

 — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα,
ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου.

Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.

— Δεν έκανε καλά. Να βρίση νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πη στρίγγλα!

Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι.

Αργούσε να τον πιάση, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξοι.

— Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του.

— Ας μη μ' έβριζε κι' αυτή! είπε ο Μαθιός κ' έκαμε να φύγη.

— Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!…

Εσήκωσε τη μαγκούρα και του την κατάφερε κατακέφαλα.

Το κούτελο του γέμισε αίματα. Τον άρπαξε από το λαιμό. Σε λίγο οι δύο γέροι κυλιόντουσαν στο χώμα. Οι γυναίκες χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κλάματα, ξεφωνητά, στριγγλιές, μαλλιοτραβήγματα. Μπήκαν και τους χωρίσανε. Ο Μαθιός σηκώθηκε, σκουπίζοντας το κούτελό του. Τα παιδιά του μάζεψαν τα γράμματα, που είχανε σκορπίσει στα χώματα. Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κ' έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης:

— Φταίω γω που σας λυπήθηκα παληοθηλυκά και δε σας τώλεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψη… Παντρεύτηκε! Νάταν κι' άλλος.

Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω.

Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα:

— Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!

Ο Μαθιός έβαλε μια δυνατώτερη φωνή, καμπανίζοντας τα λόγια του ένα — ένα, σταράτα, σαν ντελάλης:

— Εγώ ψεύτης! Σύρτε στο γιαλό να μάθετε τα μαντάτα. Ο Μιχαληός ο Καλόγνωμος εδώ είνε. Ό,τι έφτασε από την Αουστράλια. Σύρτε να μάθετε τα μαντάτα.

Τα λόγια του Μαθιού έπεσαν σαν αστροπελέκι από τον ουρανό. Όλοι βουβάθηκαν. Και ύστερα τίποτε. Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζη, μουρμουρίζοντας.

Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ' τα αίματα.

— Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε!

Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα.

Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή!

— Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του.

Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ. Όλοι με τα μάτια βουρκωμένα τον άκουγαν. Κάποιος γύρισε και κύτταξε τον Μαθιό στριμωγμένο σε μια γωνιά.

— Σαν την έβαλε ο Πειρασμός και πήγε και πνίγηκε, τι φταίω εγώ; είπε ο Μαθιός. Και ο Λαλεμήτρος, που τον έβγαλε ο Θεός στη μέση, ξημερώματα του Θεού, στραβομάρα είχε να τρέξη να την αρπάξη, να την πάη σπίτι της; Μόνο λέει τώρα πως δεν πήγε ο νους του πως ήταν η Ουρανίτσα. Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται.

Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί.

 — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.
Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης.

 — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι
έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ;

— Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο.

 — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο
Μαθιός.

— Φταίει κι' ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τονέ βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τονέ βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψη πως παντρεύτηκε. Έλεγε πως τη γελούνε. «Βρε παιδί μου, κάθεσαι και χάνεσαι για έναν άνθρωπο που σε παράτησε και πήγε και παντρεύτηκε στα ξένα; Δεν ήταν άνθρωπος για σένα. Γαμπροί άλλο τίποτε. Θα βρης άλλον καλύτερο, όπως σου αξίζει». Αυτή τίποτε. «Ο Γιαννιός μου πνίγηκε. Τον πήρε η θάλασσα απ' την κουβέρτα. Τα κοκκαλάκια του στην αμμουδιά τα δέρνει η θάλασσα. Θα πάω να τονέ βρω». Σημαδιακά λόγια. Πού είχε τα μάτια του ο Γερο-Λαλεχός;

Ο Μαθιός ήθελε να βγάλη ένα βάρος απ' την ψυχή του. Μέσα του θαρρούσε πως κάτι έφταιγε κι' αυτός. Μα πάλι έλεγε με το νου του: «Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε. Της είπα πως παντρεύτηκε. Αν με πίστευε δε θα πνιγόταν κι' αυτή. Μα βλέπεις ο Πειρασμός της έβαλε στο νου πως πνίγηκε. Και πήγε να τονέ βρη».

— Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε! είπε σε λίγο δυνατά. Ποιος της είπε πως πνίγηκε; Εγώ της είπα πως παντρεύτηκε!… Άλλο πνιγμένος στη στερηά κι' άλλο στη θαλασσα.

 — Έχει δίκηο ο Μαθιός! είπε πάλι ο μπατζανάκης του. Μήπως της
είπε πως πνίγηκε; Σα γύρισαν τα μυαλά της, τι φταίει ο Μαθιός;

Ο Μαθιός πήρε λίγο απάνω του. Άρχιζε να παρηγοριέται και μοναχός του και οι βρισιές της γρηάς Λαλεχίνας του ήρθαν πάλι στο νου του.

— Τη γρουσούζεψε κι' αυτή η μάννα της με τη γρίνια της, όπως έφαγε και τον άντρα της και τον ξεκούτιανε. Τώρα τάβαλε με κείνον. Όλα ο γέρος τα φταίει. Έτσι, λέει, ήταν κι' αυτός ξελογιασμένος σαν το γαμπρό που διάλεξε. Προχτές σα γυρίσανε από το λείψανο την έπιασαν τα δαιμόνιά της. «Από σένα έχασα το κορίτσι μου, του έλεγε. Πήγες και διάλεξες το γαμπρό σαν τα μούτρα σου». Και καθώς την πιάνανε τα δαιμόνια άρπαζε κάτι κάδρα της Βενετιάς, που είχε φερμένα ο γέρος στα νιάτα του, και τα πέταε από το παράθυρο. Τι της έφταιγαν τα κάδρα;

— Γυναικεία μυαλά! είπε ο Κυρ-Φώτης ο Πάρεδρος· δεν βρίσκεις άκρη.

Έλεγε ο ένας το κοντό του κι' ο άλλος το μακρύ του. Αλλοίμονο σ' αυτήν που χάθηκε! Η θάλασσα όξω βούιζε. Τα κύματα έσπαζαν στο μώλο αγριεμμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα:

     «Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται…
     Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε».

Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο-τρία ρόμια για να παρηγορηθή, κούνησε το κεφάλι του.

— Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφασι να πνιγή στη στερηά, είπε. Το κακό είνε που, σαν πέση κι' αυτουνού η αγαπητικιά του να τονέ βρη στη θάλασσα, δε θ' ανταμωθούν ποτέ…

Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου:

«Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε».

ΚΡΑΣΟΚΑΤΑΝΥΞΗ

Ως που να γίνη το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι' άλλα τόσα ως που να γίνη ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός. Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κ' έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί.

— Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει.

Βία να πιή ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι' αυτό με το νερό.
«Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα-
Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά.

Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.

— Πού και πού χρειάζεται, έλεγε. Να ξυπνούν τα αίματα!

Όταν άφησε τη θάλασσα ο Καπετάν Δημήτρης, καραβοτσακισμένος και θεόφτωχος, με δώδεκα δραχμές σύνταξι, ύστερ' από πενήντα χρόνια δούλεψι — τα μισά του τάφαγαν οι καπετανέοι και τα λιμεναρχεία — χωρίς να το καταλάβη έγινε Μπαρμπα-Δημητρός, επιστάτης για χρόνια στα σχολεία, με το βούρβουλα στα χέρια, και χωρίς να το καταλάβη πάλι πήρε τις συνήθειες του μακαρίτη του Παπα-Θανάση, του σύγγαμπρού του. Στο φαγί του έπινε νερό-νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι.

 — Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παληόκοσμος!
Το κρασάκι μας έμεινε!

Και με το δίκηο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δη στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν. Έχασε ό,τι είχε και δεν είχε· έχασε τα υπάρχοντά του· τη γρηά του την πάντρεψε· τα παιδιά του τάστειλε αποκεί που ήρθαν· το φως του τάφησε το μισό στο πέλαγο και μόνο τα πόδια του πληθύνανε. Από δυο γινήκανε τρία.

— Και με τη βοήθεια του Θεού θα ταυγατίσω ακόμα, έλεγε. Να περπατώ με τέσσερα, να κυνηγάω τα μούλικα στα σοκάκια.

Η μόνη του παρηγοριά έμεινε το κρασάκι. Πιο πιστό κι' απ' τη γυναίκα κι' απ' τη θάλασσα, κι' απ' όλα ταγαθά του κόσμου. Ας είνε καλά ταμπέλια του Θεού. Οι βαρέλλες δεν αδειάζουν ποτέ. Κι' αν αδειάσουν, ξαναγεμίζουν…

— Αυτό, που λες, δε θα μαρνηθή ποτέ. Ποτέ δε θα μαρνηθή. Τύφλα νάχουνε γυναίκες κ' υποστατικά και πλεούμενα και παιδιά και σκυλιά. Όλα μαρνηθήκανε και φύγανε. Πάνε. Αυτό δε θα μαφήση, αν δεν ταφήσω. Η ψυχή μου θα βγαίνη κι' ο παπάς θα με δροσίζη με το κουταλάκι… Αυτά είνε που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μακούς εμένα και να μαγαπάς.

Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ' το τεζάχι. Την είχε τη θέσι χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτή απ' τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα τουρχότανε βολικά εκεί σταπόμερο. Πρώτα είχε τις βαρέλλες δίπλα του, τις κύτταζε και τις καμάρωνε: το μοσχάτο, το μπρούσκο, το κοκκινέλι, το λιαστό… Κρασιά και κρασιά. Να πιή και να μεθύση η Οικουμένη. «Άγια χώματα η πατρίδα. Ρουφάει το νεράκι του Θεού και σου δίνει εφτά λογιών κρασί». Έπειτα εύρισκε την ησυχία του εκεί σταπόμερο. Δεν έκανε χάζι τον κόσμο. Αυτά τα παιδιά, με τα πλατειά ζουνάρια και τα μουστάκια τα στρημμένα, του χαλούσανε το στομάχι. Ούτε τα φερσίματά τους, ούτε τα λόγια τους, ούτε τα τραγούδια τους ήθελε να τακούη. Όλο και σαχλαμάρες. Πολιτική, κουβέρνο, συνδυασμοί, κωλυσιεργίες, ένα σωρό αηδίες. Αυτές ήταν οι κουβέντες τους. Κ' ύστερα φραγκοτράγουδα, γκαρίσματα, μπάσα και πρίμα, σωστές πριμαντόνες. Λίγο κρασί και πολλά φούμαρα. Γυναικοδουλειές, ερωτοδουλειές, ξεράσματα. Εκεί στη γωνιά του εύρισκε την ησυχία του. Κάλλια μονάχος. Μονάχος ως που να φανή κανένας άνθρωπος σωστός, του παλαιού καιρού.

Από το σούρπωμα ήτανε εκεί ο Μπαρμπα-Δημητρός. Αυτό το βράδυ είχ' αργήσει να φανή η παρέα του. Δηλαδή, να πούμε, ο Καπετάν Βαγγέλης. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τράβηξε ωστόσο τα κρασάκια του, σιγά-σιγά. Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάνα — δυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα:

— Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου;

Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντες;» έλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε».

Μπήκε άλλος.

— Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό.

Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.

— Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος.

— Την κακή ψυχρή σου μέρα.

— Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε.

— Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του.

Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα. Κοντοστάθηκε, έρριξε μια ματιά ολόγυρα και τράβηξε ολόισα κατά το τεζάχι και κάθησε αντίκρυ στον φίλο του. Ούτε «καλησπέρα» ούτε «καλή σου σπέρα».. Αγροικηθήκανε με τα μάτια.

 — Μονομπράτσο το πήρε! είπε κάποιος από τη γειτονική παρέα.
Ύστερα θα πάρη τις βόλτες.

— Ας τους να λένε! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

Ο Σπανός ξαναγέμισε το εκατοστάρι. Οι γέροι κουτσόπιναν. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά. Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο.

— Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη.

— Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια.

Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες. Και πάντα σύμφωνοι.

— Έτσι που λες,

— Έτσι βέβαια. Αμ' πώς;

Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι' άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα… Ο γέρος, άμα καθήση, κάθησε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ως που να καθήση, και να μη σηκωθή», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

— Έτσι δεν είνε; Πώς;

— Έτσι βέβαια, αμ' πώς;

Σαν έμειναν μόνοι οι δυο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά.

— Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης.

— Ώρες κυττάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

— Δεν τις κυττάω εγώ. Τις κυττάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ' ερωτάει;

Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι.

— Τρομάρα μου. Ώμορφος κατάντησα. Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γρηούλα κι' ας μούλειπαν τα καλά μου.

Τον είχε πάρει το παράπονο.

— Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιο δεν τάχει, ταπογυρεύει.

— Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός.

Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε.

— Το θυμάμαι, λέει; Σαν νάνε τούτη η ώρα.

— Θεός σχωρέσ' την. Άγια γυναίκα.

— Κι' ωμορφούλα, παχουλή, σερπετή. Σου πήρε τα μυαλά.

— Ωμορφούλα, λέει;

Η φωνή του Μπαρμπα-Δημητρού όλο και αντρείευε. Έστησε το κορμί του ολόρθο και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Έστρηψε και το μουστάκι με τα δυο δάχτυλα.

— Άιντε ντε!… Αμ' αν δεν ήτανε τέτοια, δεν έτρωγα τα σίδερα να την πάρω. Πέντε χρόνια αγάπη.

— Πέντε, αι;

— Πέντε σωστά. Μ' έφαγε στο νάζι και στα πεισματικά. Μωρέ το θυμάσαι το Μοσχαδώ;

— Ακούς, λέει!

— Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα. Άξαφνα ακούω μια φωνή: — «Καλώς ώρισες, καπετάνιο!» — «Καλώς σας βρήκαμε». Βρε τι ήτανε εκείνο; Με χτύπησε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Έλα Κύριε! είπα μέσα μου. Τ' είνε τούτο το κακό; Γυρίζω και βλέπω. Θαμπώσανε τα μάτια μου. Χαμογελούσε και κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, οι άλλες βαστούσανε τα γέλια τους. Κοντοστάθηκα. «Δε με γνωρίζεις, Καπετάν Δημήτρη;» μου λέει. Λιγώθηκα. Ανοίξανε τα επουράνια! «Πού να σε γνωρίσω;» της κάνω. Η φωνή μου έτρεμε. Κύριε ελέησον! Τέτοιο μασκαραλίκι δεν το είχα ματαπάθει. — «Δεν είμ' εγώ το Μοσχαδώ της Σειραϊνώς, της παπαδιάς;» — «Εσύ είσαι;» Της δίνω το χέρι. Τα γόνατά μου λυγίσανε. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Τέτοιο ρεζιλίκι δεν τώχα ματαπάθει. «Αμ' πού να σε γνωρίσω; Σάφησα κοριτσόπουλο, και σε βρίσκω κοπέλλα». Ο κόσμος μου ήρθε γύρω. Τράβηξα στο σπίτι, στη γρηά. Μην τα ρωτάς ύστερα…

Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφός του τον κύτταζε στα μάτια.
Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν.

— Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε.

— Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελείωσης;

— Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. «Το Μοσχαδώ σ' αγαπάει. Το Μοσχαδώ τρελλαίνεται για σένα», μου λέγανε η μια κ' η άλλη. Κάτι καταλάβαινα και μοναχός μου. Πάμε μια Κυριακή με τη γρηά να τους χαιρετίσωμε. «Έλα, Μοσχαδώ, μέσα», της λέει η μάννα της. «Δεν μπορώ, μάννα. Με πονάει το κεφάλι μου». — «Έλα που σου λέω». — «Δεν έρχομαι». Κακανογελούσε μέσα με ταδερφάκια της· τέτοιο πονοκέφαλο είχε. Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαι;» Μέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της. Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγης;» μου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;»

— «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλι!» της είπα. — «Καληνύχτα».

Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά. Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κ' έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ' τον καϋμό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω, — τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου.

Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε.

— Μέγας είσαι, Κύριε, μ' αυτά τα θηλυκά! Καθένα με το διάβολό του. Εμένα η γρηά μου δε ήξερε τέτοια πράμματα. Απ' ταυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα!

— Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ 'σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξα;» Δεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια…

Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα. Οι γέροι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους έπιασαν σε καμμιά ντροπή.

— Ποιος είνε!

Ξεροβήξανε και τραβήχτηκε ο ένας απ' τον άλλον.

— Τον κακό σου τον καιρό, μπεκρούλιακα, παραλυμένε!..

Μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε απέξω.

— Να τσακιστής ναρθής στο σπίτι. Που σε μαζεύομε από τις ταβέρνες.

Ήτανε η γυναίκα του Καπετάν Βαγγέλη. Συνειθισμένη ιστορία στην ταβέρνα του Σπανού. Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα.

Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος.

— Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις.

Το ήπιε.

Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο. Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα.

 — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ'
άφηκες.

— Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα.

Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια.

Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Σηκώθηκε άξαφνα απάνω.

— Καληνύχτα σας!

Και τράβηξε κατά την πόρτα.

— Πού πας; Παλάβωσες, γέρο;

— Πού πάω; Στο σπίτι μου. Πού θες να πάω;

— Βρε πέσε, γέρο, ψοφολόγα.

— Καληνύχτα σας, είπα!

— Ώρα σου καλή. Να μη γυρίσης μονάχα και χτυπάς την πόρτα. Ακούς;

— Καληνύχτα, καληνύχτα!

Βγήκε στο δρόμο. Ο Σπανός αμπάρωσε την πόρτα, μουρμουρίζοντας. Πού πάει τέτοια ώρα ο θεοσκοτωμένος! Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του.

— Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ.

Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι.

Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι.

Το σοκάκι ήτανε έρημο.

— Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε.

Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

— Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω.

Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζη από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ!

— Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες;

Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο. Έβγαλε το λαρύγγι του.

— Μοσχαδώ, άνοιξε, σου λέω. Κακιωμένη είσαι πάλε. Άνοιξε.

Η φωνή του είχε γίνει τρυφερώτερη, λιγωμένη:

— Άνοιξε, Μοσχαδώ.

Τίποτε. Το σκυλί μονάχα έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ!
Ο γέρος άρχισε τα κλάματα. Σε λίγο σωριάστηκε κάτω στο χώμα.

Πηδήματα βαρειά ακούστηκαν από μακρυά στο καλντερίμι. Ο Μπαρμπα-
Δημητρός ανασήκωσε το κεφάλι και ξανάπεσε πάλι.

— Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογγούσε με βραχνιασμένη φωνή..

Δυο ανθρώποι ζυγώσανε τρομαγμένοι.

— Μωρέ τ' είν' εδώ; Ποιος βογγάει;

— Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον.

Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κ' έσκυψε να δη. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε:

— Εσύ 'σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο νάχης!

Και τραβήξανε το δρόμο τους.

ΤΟ ΑΧΤΙ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΜΟΥ

Πρωί-πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή. Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικό — και τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πη άνθρωπος. Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια γεμάτα καλωσύνη σαν πάντα. Το ήσυχο χαμόγελο, που χάραζε πάντα γλυκά στο πρόσωπό του, δεν του απόλειπε ούτε τώρα. Το σκοτεινό και βρώμικο κατώγι, έπαιρνε έτσι μια ημεράδα παράξενη, που έμοιαζε με καμαρούλα σπιτιού, που δευλεύουνε μέσα του πρόσχαρες γυναικούλες και χοροπηδούνε τρελλά παιδάκια.

— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται..

Γύρισε και με κύτταξε.

— Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό.

— Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.

— Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε.

Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψη ο Νόμος. Τίποτ' άλλο. Σα θέλης κάτσε και μοναχός σου να τονέ ρωτήσης». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελλάθηκε. Αλλοιώς δεν εξηγιέται το πράμμα.

Σαν κάθησα σιμά του γύρισα και τον κύτταξα από πάνω ως κάτω. Είχα κ' εγώ την ίδιαν ιδέα με τον αστυνόμο. Γυρεύεις; Σα σαλέψη το μυαλό του ανθρώπου και φονιάς γίνεται και κλέφτης κι' ό,τι βάλης με το νου σου. Ωστόσο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτε παράξενο απάνω του. Ούτε σε λόγια, ούτε σε κουνήματα. Ο άνθρωπος ήτανε στα συγκαλά του. Με κύτταζε μόνο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνος τώρα να μου βγάλη κάποιο μυστικό.

 — Πώς τα πέρασες εδώ μέσα, σε τούτο το μπουντρούμι; τον ρώτησα.
Θέλεις τίποτα να σου φέρω; Έχεις καμμιά παραγγελιά για το σπίτι;
Πες μου ό,τι θέλεις ελεύθερα.

— Να σου πω ένα πράμμα; μου είπε χαμογελώντας. Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα τόσο ήσυχα στο σπίτι μου, όσο σε τούτο το έρημο το στρωσίδι Το πιστεύεις;

Και μούδειξε μια παληοκουβέρτα μαζεμμένη σε μια γωνιά!

 — Ο Θεός να με συχωρέση! ξαναείπε. Ούτε στα πούπουλα μέσα δε
θάκανα τέτοιον ύπνο.

Ο δυστυχισμένος! Μόνος του θέλει να δώση παρηγοριά στον εαυτό του, έλεγα μέσα μου.

Με κύτταξε στα μάτια.

— Ε! πάλι καλά! του είπα. Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαχνος, κανένα δεν αφίνει. Ήσουνα καλός άνθρωπος, Καπετάν Γιάννη, άνθρωπο ποτέ σου δεν έβλαψες, θα σε συχωρέση ο Θεός. Έκανες το κακό στην κακή την ώρα, μετανόησες. Κι' αν δεν βρης το δίκηο σου από τους ανθρώπους, ο Θεός δε θα σαφήση να χαθής…

Του είπα κι' άλλα. Όσες παρηγοριές μπόρεσα του τις είπα:

— Σα μετανοήση ο άνθρωπος όλα διορθώνονται.

Κούνησε το κεφάλι του.

 — Δε μετάνοιωσα, συμπέθερε, μου είπε. Αυτό είνε. Δε μετάνοιωσα.
Δε θα μ' έβλεπες έτσι σα μετάνοιωνα. Η μετάνοια είνε μεγάλη πίκρα.
Μεγάλος καϋμός.

Καθόμαστε και κυττάζαμε ο ένας τον άλλον. Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού.

Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε:

— Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία…

— Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε.

— Δε θέλω να γλυτώσω, είπε. Έφταιξα, ας με παιδέψη ο Νόμος. Τι να τηνέ κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι' αυτά που θα σου πω, πάρτα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι Τίποτ' άλλο… Ένα παραμύθι.

Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κυττάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνειθισμένοι από τέτοια πράμματα. Μια κάτασπρη γατούλα κοντοστάθηκε ύστερα στα κάγκελλα και νιαούρισε. Ο Καπετάν Γιάννης της πέταξε ένα κομματάκι ψωμί. Φαινόντουσαν σαν παληοί γνώριμοι Η γατούλα, σαν να ήθελε να δείξη την ευχαρίστησί της, κουλουριάστηκε κοντά στα κάγκελλα, να μας συντροφέψη κι' αυτή. Κύτταζε προσεκτικά με τα γαλανά της ματάκια τον Καπετάν Γιάννη στο στόμα σαν νάκουγε κι' αυτή την ιστορία του. Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι' αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα.

— Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μούπες;

— Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού…

 — Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια.
Ανάθεμα την καλωσύνη!

Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

— Ανάθεμα την καλωσύνη… Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους. Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τονέ δη. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο- Γιάννης με τόνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι' αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ' ένα λόγο ξερό, «ο λόγος στον άνθρωπο!» έλεγε. Σαν έφτασε να μην έχη να φάη κανένας δεν τούδινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανο του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι' αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παριγοριά τους. «Κ' η μεγάλη καλωσύνη, θεια Μαχώ, κουταμάρα είνε μαθές». Έτσι λέγανε στη μαννού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τακούς, συμπέθερε;

Κούνησα το κεφάλι μου.

— Τακούω να λες! ξαναείπε.

Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελλα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τηνέ κύτταξε προσεκτικά, πρόσχαρα.

— Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή τούδωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είνε. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!

Συλλογίστηκε λιγάκι κ' ύστερα ξανάρχισε:

— Τι ελέγαμε; Για τις καλωσύνες. Καλωσύνες, π' ανάθεμά τες. Καλωσύνες. Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ' τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ' τον κόσμο, απ' τον κόσμο πούφαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του. Πρώτος μάστορης στα καράβια. Δικό του ταρσανά, εργαλεία δικά του, κερεστέ βουνά, δουλευτάδες, κοπέλια. Φαμίλιες φάγανε ψωμί κοντά του. Καλφάδες καζαντίσανε. Καλός άνθρωπος με τόνομα. Άγιος κι' αυτός σαν τον πατέρα του. Ψυχικά όσα θέλεις. Το ψωμί να πάρη απ' τα παιδιά του να το δώση στους ξένους. Στις εκκλησιές χαρίσματα, στις ορφανές κοπέλλες προικιά, στους σακάτηδες μισθό κομμένο Πού θα πήγαινε η δουλειά; «Κράτα Μαστρο- Χαράλαμπε και για τα στερνά σου. Τα παιδιά σου συλλογίσου». Του λέγανε οι γνωστικοί. «Έχει ο Θεός. Ο Θεός είνε μεγάλος, έλεγ' εκείνος. Το καλό το βλέπει ο Θεός και το πληρώνει». Ώμορφα του το πλήρωσε. Με τον καιρό λιγοστέψανε οι δουλειές. Καράβια καινούργια τίποτε. Και τα λίγα που μένανε, δεμένα στο μώλο. Μπήκε στο χρέος. Ο Βαγγέλης ο κάλφας του, που τον είχε σαν παιδί του, αυτός μαθές που συχωρέθηκε ψες το βράδυ (δε θέλησε να πη τίποτε άλλο), βρέθηκε άρχοντας. Ο πατέρας μου φτωχός, κι' αυτός άρχοντας! Μάλιστα. Ο παραγυιός να δανείζη τον αφέντη και να του τώχη και για δούλεψι. Πού τις βρήκε τις σφάντζικες ο κασίδης; Ένας Θεός το ξέρει! Ο κλέφτης καζαντίζει, βλέπεις· ο τίμιος πεινάει Και δος του δανεικά ο πατέρας μου ναπαντήση τα έξοδά του. Και δος του ενέχυρα. Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σου;» Του λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε·

— Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό.

Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο:

— Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου. Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου τώπες· Όμως δεν το ξέρω κι' αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ' αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κ' εγώ δεν ξέρω αν τώκανα από καλωσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο. Και για τους ανθρώπους — πώς να σου το πω; — ποτέ μου δε γελάστηκα, είχα πάντα χειρότερην ιδέα από κείνο που είνε. «Ο τάδε σε βρίζει, Καπετάν Γιάννη», μου λέγανε. Και σα με βρίζη; έλεγα από μέσα μου, πάλι καλά. Μπορούσε να μου βγάλη και το μάτι Σα δε μου τώβγαλε, πάλι ευχαριστημένος να είμαι «Ο τάδε σε κλέβει, Καπετάν Γιάννη, και δεν το καταλαβαίνεις»… Και σα με κλέβη, έλεγα ξανά από μέσα μου, πάλι καλά. Σα δε με σκότωσε, να του το χρωστάω και χάρι. Κ' έτσι πάντα ό,τι και να πάθαινα τώπαιρνα για το μικρότερο που μπορούσε να μου κάνη ο κόσμος. Κι' απομόνεβα. Τι να κάνης; Κ' η απομονή μια παρηγοριά είνε. Όλα τα περίμενα απ' τον κόσμο και τίποτε δε με ξάφνιζε. Μα είνε και μερικά πράμματα που δεν τα περιμένεις.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή, γέμισε το τσιμπούκι του και ξανάρχισε:

— Καλωσύνες! Καλωσύνες! Ανάθεμα την καλωσύνη. Με τα γεράματα παραξένεψα κι' όλα. Η καλωσύνη μου καθότανε σα βραχνάς στα στήθια. Νύχτες ολάκερες δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ό,τι χώνεψα όλη μου τη ζωή, ζωντάνευε τώρα μέσα μου και μου στεκότανε μολύβι στο στομάχι Ψαρεύοντας με τη φελούκα στ' ακρογιάλια, ναπαντήσω το ψωμί μου — τι να σου κάνουνε δώδεκα δραχμές σύνταξι; — αυτά συλλογιζόμουνα ολημέρα. Δε μ' έφτανε η κακομοιριά του κόσμου· είχα και την γκρίνια της γυναίκας μου. Μια ζωήν ολάκερη ζήσαμε αντάμα. Λόγο κακό δεν της είπα. Όσο της κουβαλούσα καλή ήτανε κι' αυτή. Μέλι γάλα. Την ώρα που μου χρειάστηκε η καλωσύνη της μ' απόλειψε. Γυναίκες, βλέπεις. Κόσμος. Ξένοι. Όλοι ξένοι γίνονται σα δεν έχης τον τρόπο σου. Πάλε καλά, είπα μέσα μου. Σα μου μαγερεύη, και τρώω, καλωσύνη της. Ας είνε. Τι λέγαμε; Καλωσύνες, καλωσύνες…

Κοντοστάθηκε πάλι μια στιγμή:

— Εψές, που λες, γύρισα μεσημέρι στο καλύβι μου. Κακοκαιρίες, αέρηδες, ούτε μαρίδα τσίμπησε ταγκίστρι μου. Γύρισα με ταδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκα;» της λέω. Γλυφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ' αγριοκύτταξε. «Τι έφερες να φάμε;» μου κάνει. Ντροπιάστηκα κ' εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κ' εσένα, θέλω να φάω. Μ' όλη μου την κούρασι πήγα στο βουνό και σου μάζεψα λίγα ραδίκια. Με τι θα τα βράσω; Τα δάχτυλά μου νανάψω;» Και βλαστήμησε από μέσα της. «Δίκηο έχεις, γυναίκα, της λέω. Η τύχη μας τώθελε. Στάσου να πάω ως κάτω τον ταρσανά να μαζέψω τίποτε ροκανίδια». Παίρνω το τσουβάλι στον ώμο και τραβάω νηστικός. Ο συχωρεμένος τριγύριζε απάνω κάτω, φουσκωμένος σα γαλί, κι' απόπαιρνε τους μαστόρους. Ζύγωσα κι' άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κ' έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά, τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω.

— Γιατί με κλωτσάς, Μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.

— Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα;

Με πήρε το παράπονο

— Εγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ;

— Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα.

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι

 — Στο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και
με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Καθώς έκανα να σηκωθώ σηκώνει το πόδι του και με ματακλωτσάει στο κεφάλι.

— Να μάθης, παληόγερε, να κλέβης τα ξένα ροκανίδια.

Έχασα τον κόσμο από μπροστά μου. Τινάχτηκα απάνω σαν το θηριό. Κ' εγώ δεν ξέρω τι έγινε. Τραβάω το μαχαίρι και του το μπήγω στην καρδιά. Ένα μαχαίρι τόσο δα. Το ψωμάκι μου έκοβα με δαύτο μια ζωή. Το ψωμάκι. Του τώμπηξα στην καρδιά. Σωριάστηκε χάμω το θηρίο. Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα.

— Με το δίκηο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκηο σου.

— Δεν ξέρω δίκηο ξεδίκηο. Ένα πράμμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ' τα στήθια μου. Ανάσσανα. Ο Θεός να με συχωρέση. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι.

Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του.

— Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη. Όλα τα δίκηα δικά σου είνε. Μη φοβάσαι Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν και μας. Θα δούνε το δίκηο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ' αφήσωμε να χαθής.

Χαμογέλασε.

 — Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι'
αυτούς είνε ο κόσμος…

Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του.

— Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε.

Και δεν ξαναείπε λέξι.

ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΟΙΣ

Ο Στρατής το Στοιχειό — έτσι ακουγότανε τώρα σ' όλο το νησί, χρόνια και χρόνια — δεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ' αλάργα απ' τους ανθρώπους. Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα. Ωστόσ' ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι' αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είνε στραβά, αλλοιθωρίζουν, έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. Λίγα πράμματα βλέπομε με τα μάτια μας. Κι' όσα δε βλέπομε, είνε τα περισσότερα». Και σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω…»

Ο Στρατής στη μοναξιά του είχε τους καλύτερους συντρόφους του κόσμου. Και πώς αλλοιώς; Άνθρωπος δε στάθηκε που να μπορή να ζήση μοναχός του. Ούτε τα στοιχειά, ταληθινά στοιχειά. Κι' ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλης, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθειά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε αποπίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είνε στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

— Μοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθή κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρη τρέλλα! Μακρυά απ' τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφό του. Και τάχα μοναχά οι ανθρώποι είνε σύντροφοί μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είνε κάποιες φορές καλύτεροι συντρόφοι απ' τους ανθρώπους. Και μοναχά τούτα; Ένα δέντρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Τους μιλάς και σου μιλούνε. Ταγαπάς και σ' αγαπούνε. Τύφλα νάχουνε οι ανθρώποι και τα καλά τους.

Ωστόσ' ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα,
Ούτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε ζωντανό, ούτ' ένα κούτσουρο ακόμα.

Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε νανεβαίνη συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κ' η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ' αυτή βαστειότανε στον κόσμο.

— Κ' η έγνοια κ' η αγάπη συντρόφοι μας είνε, έλεγε μοναχός του. Κ' οι καλύτεροί μας συντρόφοι. Αυτοί κι' ο Στρατής. Τον ξέρω και με ξέρει. Του μιλώ και μου μιλεί, Μαλλώνομε κι' αγαπίζομε. Ως που να κλείσωμε τα μάτια και να χωρίσωμε για πάντα.

Έτσι κάθε βράδυ, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κύτταζε τάστρα τουρανού κι' άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες χωρίς να τις καταλαβαίνη. Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα….»

Ένα μαγιάτικο βράδυ, χαρά Θεού, που ταστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανό — μυριάδες άστρα είχανε προβάλλει εκείνο το βράδυ απ' όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελλά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την ώμορφη νύχτα — ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδυ. «Τράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή. Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κ' ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ' το κεφάλι κι' άρχισε την κουβέντα:

— Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή.

— Δόξα σοι ο Θεός!

— Για κύττα ταστέρια, Στρατή. Σμάρι ταστέρια απόψε. Γεμίσανε τα ουράνια. Κι' όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε.

— Λες κ' έχει πανηγύρι στα ψηλά ο Γερο-Θεός. Όλα του ταστέρια τάβγαλε όξω, δεν άφησε κανένα απόψε.

— Καιρός γι' αρμένισμα, Στρατή. Σαν έχης τέτοια αστροφεγγιά, τι να το κάνης το φεγγάρι; Άπιστο πράμμα. Σου ρίχνει στάχτη στα μάτια. Σου μπερδεύει τις στερηές, σου ανακατεύει όλα τα πάντα. Λες και κάνει μάγια απάνω στις θάλασσες και μαγεύει τους μαρνέρους. Ανάθεμα το! Δυο φορές ναυαγήσαμε με το φεγγάρι Στρατή, το θυμάσαι;

 — Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε… Και δεν είνε που θα
σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα.

Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά;

 — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να
γελάση.

Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε. Μια ζωή απάνω στη θαλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Έφαγε το σαλάδο με το καντάρι, με το χουλιάρι ήπιε τη θάλασσα. Φουρτούνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ωκεανοί, πολιτείες, χαρές, λύπες, λαχτάρες, αποθυμιές, χαροπαλέματα και πανηγύρια. Ένα κουφάρι παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ανάμεσα στερηά και θάλασσα, χωρίς αναπαμό, χωρίς ανάσσα. Μια ζωή &όρτσα& και &πότζα&. Μια ζωή &σάρπα& και &φούντο&. Τώρα στην ανατολή και τώρα στη δύση. Να τα συλλογίζεσαι και να σου γυρίζη το κεφάλι…

— Και τι απολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.

— Και ποιος απόλαψε τίποτε στον ψευτόκοσμο; Είτε και γυρίζεις σαν τον άνεμο, είτε και μένεις καρφωμένος στο χώμα, σαν το δεντρί, το ίδιο απόλαψες. Χαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται Και δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη…

— Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι.

 — Και σαν πάρη τέλος το παραμύθι, τι σου απόμεινε; Ένας καϋμός.
Ένας καϋμός για τα καλά του κόσμου κ' ένας καϋμός για ταχαμνά του.

— Ως που να κλείσωμε τα μάτια, Στρατή.

— Πες και πως τάχωμε κλεισμένα. Τι βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα. Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώση, τότε θα πω κ' εγώ: «Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το Γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα.

— Ο Θεός να δώση, Στρατή.

— Πάει να μαραθή το καϋμένο το κορίτσι! Ένα μου τάφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κ' εκείνη — Θεός σχωρέσ' την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε. Τι να γένη; Είπα κ' εγώ να μ' αξιώση ο Θεός να το παντρέψω, να το βλογήσω, να πιάσω παιδί απ' τα χέρια του, να χαρή κ' εκείνη εκεί που βρίσκεται. Δεν ήτανε το θέλημα του Θεού. Όλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε την τύχη τους, ακουμπήσανε το κεφάλι τους. Του σχοινιού και του παλουκιού και βρήκανε τον δικό τους. Είχανε μαννάδες αυτά. Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είνε. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κ' η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα.

— Έχει ο Θεός, Στρατή… Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζης μαράζι «Αργοπαντρεμμένη καλοπαντρεμμένη!» το λέει κ' η παροιμία…

Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας. Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε.

— Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά!

— Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή.

 — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ.
Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη…Δεν μπορώ.

Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα. Τσιμουδιά δεν αγροικιότανε τριγύρω. Ταστέρια λαμπυρίζανε βουβά στον ουρανό και τα κυματάκια που φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας αποκοιμήθηκαν κι' αυτά. Λες κι' ο Γερο-Θεός, κουρασμένος απ' την αγρύπνια, είχε κλείσει τα μάτια του μέσα στα ουράνια κ' οι άγγελοι στάζαν' αφιόνια πάνω σε στερηά και θάλασσα, καμμιά φωνή να μην ξυπνίση τον Κύριο.

Ο Στρατής σήκωσε τα μάτια του πονετικά.

— Η Πούλια έγυρε να βασιλέψη, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσωμε πάλι την αυγή…

— Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.

Όλη την ημέρα — ανήμερα του Χριστού — η «Μαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. Ο Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του. Ούτε απόκρηα, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κ' ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού.

Βράδυ-βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ' τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος. Με τον κούκο κατεβασμένον ως κάτω στα μάτια, σαν να μην ήθελε να βλέπη τον κόσμο, μ' ένα μαύρο πουκάμισο που τούπνιγε σα θηλειά το λαιμό, κατέβαινε παραπατώντας απάνω στα ξερολίθαρα. Ψυχή δεν ήτανε στην ακρογιαλιά. Ο ήλιος είχε βασιλέψει, αφίνοντας χρυσάφια πίσω του — ο Στρατής δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα — και το φεγγάρι είχε ψηλώσει στον ουρανό, γεμίζοντας τον ένα γαλάζιο φως. Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. Ο Στρατής, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέση και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή. Μα πάλι του ήρθε να σηκώση την άγκυρα, να ζυγώση στο μώλο και να βγη στη στερηά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά έννοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κ' έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι. Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι' αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγυρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ' ένα μυρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

— Στο καλό, Μαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Νυφούλα με τάσπρα σε προβόδησα, Μαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, Μαχώ, και στην καλή την ώρα. Αυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου…

Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μέσ' στην άψη της κουφόβρασης.

— Στο καλό, Μαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Το Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι' απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι' απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξης δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείση τώρα ο Θεός…

Έκλεισε τα μάτια του και δεν τάνοιξε πια. Καμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κ' οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κ' οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι' αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας:

— Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα…

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ

— Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης:

Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του. Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του.

— Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του.

Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουπο — είχε πάρει πια να βραδυάση — φάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.

— Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα.

— Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί. Τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου; Μια και δυο τάχω ακουσμένα; Κάλλιο να τον έπαιρνε ο Θεός, σου τώπα, να ησύχαζε κι' αυτός, κ' οι γονέοι του, κ' οι ξένοι ανθρώποι.

Απάνω στην κουβέντα, γαβ-γαβ, λυσσάξανε τα σκυλιά στις πρίμες των καϊκιών. Δυο καΐκια ήτανε δεμένα στο μώλο. Γαβ-γαβ κι' από τα δύο, πότε τώνα σκυλί, πότε το άλλο. Τρώγανε τα λυσσακά τους να χυμήξουν όξω απ' το καΐκι, ροκανίζανε το παραπέτο με τα δόντια τους, όσο βλέπανε τον Αγγελή μπροστά τους. Εκείνος είχε σταματήσει απάνω στο μώλο και τα φοβέριζε με τα χέρια του, με το κεφάλι του, με τα πόδια, με όλο του το κορμί. Σηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι. Απ' τον καφενέ πετάχτηκαν όλοι οι χαζοί και κάνανε γούστο. Τα παράθυρα της ακρογιαλιάς γεμίσανε γυναίκες και κοριτσόπουλα. Τα παιδιά τρέχανε με σάλτους και φωνές στο μώλο κ' έσπρωχνε το ένα το άλλο να ζυγώσουνε, μα δεν κοτούσανε απ' το φόβο τους.

— Άκου νακούσης, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός ρουφώντας τον ναργιλέ του. Εδώ σε θέλω να ιδής τ' είνε το μυαλό του ανθρώπου. Αυτός, μάτια μου, έμαθε και τη γλώσσα των σκυλιών. Γαβ-γαβ! Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται Αυτό θα πη να χάσης το νοικοκύρη…

Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι' αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου-κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκρισι, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε. Χαλούσε ο κόσμος και ο Αγγελής το χαβά του.

— Δε σας τώπα, μωρέ, χίλιες φορές; Γιατί δε μ' αφίνετε ήσυχο; Γιατί δε λουφάζετε; Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς για τις ξένες έννοιες; Κουμάντο θα σας βάλω στο κεφάλι μου; Ε;

Τα σκυλιά λυσσάγανε απ' τις κουπαστές. Γαβ-γαβ! Γρρ… γρρ…
Τρώγανε το ξύλο με τα δόντια τους, από τη μάνητα.

— Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδήτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;

Πρώτος και καλύτερος δεν ήμουνα μαθές στην κουβέρτα, στο τιμόνι, στις σταύρωσες, απάνω; Εγώ φοβήθηκα; Πέντε φορές δε χύμηξε το κύμα το ζωντανό να με συνεπάρη απ' την κουβέρτα και πάλαιψα σαν παλληκάρι; Τι σκούζετε το λοιπόν; Ποιος σας έβαλε και σκούζετε;

Σταμάτησε λιγάκι βραχνιασμένος. Τα σκυλιά ουρλιάζανε απ' τις κουπαστές και του δείχνανε τα δόντια τους άγρια και κοροϊδευτικά. Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάρι

— Φοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη!

Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη. Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκι

— Δε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη…

Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

— Εγώ να συμμαζευτώ; Τι σας έφταιξα μαθές; Σα με βρίζουνε τι να κάνω; Φοβιτσιάρης, λέει, κι' άφησα το καράβι και βγήκα στη στερηά και σεργιανώ στα καλντερίμια και τρώω χαράμι το ψωμί… Κάθε μέρα τα ίδια μου λένε τα κοπρόσκυλα. Δεν είνε πια ζωή ετούτη, Μιχαληό μου.

— Έλα, σύρε στο σπίτι κι' άφησε τις παλαβομάρες, να μη σ' αναγελάη ο κόσμος. Έλα, το καλό που σου θέλω.

Ο Μιχαληός τον έσερνε απ' το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε.

— Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνη μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα ματια του απ' το κακό του.

Ο Μιχαληός, σαν είδε κι' απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό.

 — Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπετανέων να τα συμμαζέψουν. Άιντε
να ησυχάσης τώρα.

Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.

— Και των καπετανέων και των αλλωνών. Όλα τα σκυλιά. Κ' εδώ κι' απάνω στους μαχαλάδες. Και τα μαντρόσκυλα και τα μικρά τα κατσαρομάλλικα, τα στρίγγλικα και τα κουτάβια. Όλα να τα συμμαζέψουνε. Να μη με βρίζουνε σαν πηγαίνω το δρόμο μου. Δεν κοτάω να περάσω από γειτονιά. Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ' τις πόρτες κι' απ' τα παραθύρια. «Ο φοβιτσιάρης, ο φοβιτσιάρης!» Εγώ είμαι φοβιτσιάρης, Μιχαληό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ' άφησα και βγήκα στη στερηά — εσύ το ξέρεις το γιατί — ας όψεται που με κατάντησε.

Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαληός τονέ λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι. Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ως που χάθηκε απ' τα μάτια τους.

Ο Μιχαληός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ.

— Κακός μπελλάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχροινό. Κακός μπελλάς. Από τότε που τούστρηψε — πέντε χρόνια πάνε τώρα — πες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.

— Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά;

— Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε. Άκουσες να τρελλαθή άνθρωπος από αγάπη; Ακουστά τώχα κ' εγώ στα παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι, βλέπεις, ένα πράμμα δεν είνε. Άλλος γεννιέται έτσι κι' άλλος γεννιέται αλλοιώς. Με το ζώδιό του καθένας. Ένας μερακλής και βερεμιάρης, κι' άλλος γλεντζές και καρφί δεν του καίγεται..

— Σωστά τα λες! είπε ο Καπετάν Γιάννης ξερά-ξερά, σκυμμένος απάνω στο μαρκούτσι του.

— Έτσι τα κόβει το ξερό μου. Αν είνε αλλοιώς, συμπάθα με. Τον είχα πάρει, που λες, με το μπρίκι μου. Πήγαμε να φορτώσωμε πυρήνα στο Βώλο. Καλός γεμιτζής ο Αγγελής και γερό παλληκάρι Σε κείνο το ταξίδι ωστόσο έγινε άλλος άνθρωπος. Η δουλειά του δουλειά, δε σου λέω! Μα ούτε να φάη, ούτε να πιή, ούτε να κοιμηθή μαθές. Ζαρωμένος στην πλώρη, κοντά στο τσιμπούκι, αγνάντευε το πέλαγο σα χαζός. Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθες;» Τίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα. Δυο μέρες τονέ γυρεύαμε. Πήγε κι' ο νους μου σε κακό, μην τονέ σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδής, μου λέει, καπετάνιε, πως μας τώστρηψε ο Αγγελής. Είνε γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίση στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξη και μη βρέξη. Ο λοστρόμος όμως το χαβά του. «Άκου με που σου μιλάω, καπετάνιο, μου λέει Το παιδί είνε βαρεμένο από αγάπη. Απ' τη στιγμή που σαλπάραμε, τα μάτια του δεν ξεκολλήσανε απ' το νησί, και σαν αφήσαμε το νησί πίσω μας, πάλε, με τη μπούσουλα τα μάτια του εκεί γυρνούσαν μες στο πέλαγο. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Το ξέρεις το μικρό σπιτάκι απάνω στην Ανάληψι, με την κλιματαριά απόξω. Εκεί ταξίδευε η καρδούλα του». Έκανα το σταυρό μου. «Βρε του παπά την κόρη; » του κάνω. «Σωστά, μου λέει. Την παπαδοπούλα τη μικρή, το Μυγδαλιώ, με τις μακρυές κοτσίδες. Και σα θες να μάθης και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρη». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του, λέω. Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις, μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα! Λογαριάζεις με την αγάπη!…» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα.

Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του.

— Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά. Βρήκε και την ώρα πούλειπε ο παπάς στον εσπερινό. Η παπαδιά, όπως είπαμε, ήτανε ένα με το κορίτσι και τον γουστάριζε μαθές για γαμπρό. Σαν τον είδανε ξαφνιστήκανε. «Με το καλό, πώς έτσι ξαφνικά;» του λέει η παπαδιά. Αυτόνε τονέ πήρανε τα κλάματα. «Θα την αφήσω τη θάλασσα, λέει, δε βαστάω πια. Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους. Κι' ο παπάς μαθές στον καιρό του και ταδέρφια μου και ταξαδέρφια μου, όλο μας το σώι και το σώι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μαννάδες κι' αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενητειά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθής μονάχος σημαδιακός;» Τούπε και τούπε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.

Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του:

— Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα.

— Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μας;» του ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω! Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραμματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρωνται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνησε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κ' η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κ' οι δυο τους. Έφυγε καμμιά φορά να πάη να ιδή τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι' άλλα βρήκε. Τακούς;

 — Κ' η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε Γιάννης ο
Μελαχροινός ξερά-ξερά.

— Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραμματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζη, να τον τρώη η ψείρα και η κόνιδα. Παπαδοπούλα ήταν, καπετάνισσα να γένη λαχταρούσε… Παρακάτω μη ρωτάς και μη γυρεύης. Σαν του κλείσανε την πόρτα τα πεθερικά, τούβγαλε κι' αβανιές ο κόσμος. Άλλος πως φοβήθηκε τη θάλασσα, άλλος πως ξερνοβολούσε σαν το γατί, άλλος πως ήτανε σημειωμένος και μην τα ρωτάς. Νύχτες ολάκερες τριγύριζε στις κουμαριές, γύρω απ' την Ανάληψη, σαν το στοιχειό και σαν την άδικη κατάρα, καρτερώντας την κοπέλλα του. Μυαλό είν' αυτό. Δε θέλει και πολύ για να γυρίση. Σαν του γύρισε, άφησε τους ανθρώπους και τάβαλε με τα σκυλιά. Πρώτα-πρώτα τάβαλε με το σκυλί της παπαδιάς. Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και τούλεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως τώχε βαλμένο τάχα η παπαδιά κ' η κόρη της και τώχαν δασκαλέψει να του λέη μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τάβαλε μ' όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ' όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα. Βρίσκεις άκρη; Σαν τον μυρίστηκαν κ' εκείνα τον κυνηγάνε και τον αλυχτούν, όπου βρεθή και — να μην τα πολυλογούμε, Καπετάν Γιάννη μου — είνε να τονέ κλαις.

Ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, πούχε μετρημένα τα λόγια του, τύλιξε το μαρκούτσι γύρω από τον ναργιλέ και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Είχε πάντα τη γνώμη τη δική του, μα δεν την έλεγε, πάρεξ πότε και πού. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του:

— Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε… είπε.

Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο.

Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του. Ήτανε κ' οι δυο σα ζαλισμένοι Γύρω τους ήτανε κι' άλλοι μαζεμμένοι, περιμένοντας ορθοί να μάθουν τα μαντάτα.

— Ο Μιχαληός θα μας πη, είπε κάποιος. Του λόγου του θα ξέρη…

Περιμένανε όλοι με ανοιχτά τα στόματα. Ο Μιχαληός δε μιλούσε. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του.

— Τι να σας πω κ' εγώ! Τα ξέρετε καλύτερά μου. Για την ώρα δε βρέθηκε ακόμα, εξόν από τη βάρκα που την έρριξε η θάλασσα απάνω στον κάβο. Ποιος ξέρει πού ταξιδεύει; Ταξίδι χωρίς μπούσουλα…

— Δεν είπε μαθές τίποτα στο σπίτι του, σαν έφυγε; Δεν το πήρατε χαμπάρι το τι μελετούσε; ρώτησε κάποιος απ' την παρέα.

— Τι να πη; αποκρίθηκε βαριεστισμένος ο Μιχαληός. Τρελλός άνθρωπος τι να πη;… Μοναχός μου τον πήγα ψες στο σπίτι, του, που πάλαιβε με τα σκυλιά των καϊκιών. Σαν νύχτωσε, σηκώθηκε στο πόδι. Πρώτη φορά ήτανε τάχατες που τώκανε; Ποιος να τονέ βαστάξη τρελλόν άνθρωπο; Έβαλε το σκούφο του και λέει της μάννας του: «Αφίνω γεια, μάννα. Στη θάλασσα ξαναγυρίζω. Πάλε γεμιτζής. Παληά μας τέχνη κόσκινο». Κ' έφυγε γελώντας. Πού να βάλη με το νου της κ' η δυστυχισμένη η μάννα του το τι μελετούσε μέσα του…

— Να μην τονέ πάρη πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μέσ' στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις.

Ο Μιχαληός πήρε βαθειάν ανάσσα. Ό,τι και νάλεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του.

— Τονέ πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό. Ύστερα και του τρελλού τα καμώματα τρελλά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνίσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τονέ βλέπει που πολεμούσε να λύση τη βάρκα του Μανώλη του Λεϊμονή, πούτανε δεμένη στο μώλο. Σαν πήδησε μέσα κ' έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφίνω γεια, Μυγδαλιώ. Με το καλό νανταμωθούμε πάλι. Πάω να σου φέρω απ' την Πόλη τα προικιά, τασημικά σου απ' τη Μαρσίλια. Κι' από της Βενετιάς τους χρυσικούς πάω να σου φέρω δαχτυλίδι..» Παλαβά λόγια!… Ορθός στεκότανε στην πρίμη με τη σκότα στα χέρια. Είχε φρεσκάρει. Οι στερηές βγάζανε αέρα. Λασκάδα το πανί, πρίμα κατάπριμα τον έβγαλε ο αέρας κατά το πέλαγο. Τι απόγινε; Πες μου να σου πω.

Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του..

— Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!…

Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων. Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαληός βλαστήμησε από μέσα του:

— Σκασμός βρωμόσκυλα! Τώρα — που να μην έσωνα — θαρρώ πως καταλαβαίνω κ' εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός!

ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ…..

Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό. Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το τροπάρι θέλει να πη πως κάθε ώρα και στιγμή πρέπει να τον περιμένωμε, γιατί εκεί που δεν τωλπίζομε, μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα, μπορεί να φανερωθή. Έτσι ξηγούσε ο παπάς το τροπάρι. Οι παπάδες όμως όλα τα ξηγάνε παπαδίστικα. Η Ταρσίτσα — Θεέ μου, συχώρεσέ με! — τάπαιρνε ωστόσο αλλοιώτικα τα λόγια του τροπαριού. Δεν είνε μονάχα η Εκκλησία — έλεγε από μέσα της — που περιμένει τον «Νυμφίο» της. Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να τον περιμένη και να τον απαντέχη μέρα και νύχτα, για να γίνη το θέλημα του Θεού. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Τα λόγια ήτανε ωραία και τη μεθούσανε. Ανοίγανε μπροστά της ένα μακρινό δρόμο, και σταπόμακρα του δρόμου, σαν κάτασπρη φαντασία μέσα στο σκοτάδι, ερχότανε ψηλός και λυγιστός και λεβέντης ο Νυμφίος. Όλο ερχότανε και κοντοζύγωνε. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα απάνω στο ψηλό παραθυράκι, που τον περίμενε η Ταρσίτσα χρόνια και χρόνια. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!..»

Ύστερα η φαντασία σβυνότανε απ' τα μάτια της, τα δένδρα, τα σπίτια, τα λιακωτά, τριγυρίζανε πάλι και πνίγανε το μικρό σπιτάκι και κρύβανε τον μεγάλο, τον πλατύ δρόμο με τον ήσκιο του απονύχτερου διαβάτη. Μα η Ταρσίτσα δεν απόκανε να περιμένη. Ο γαμπρός δεν ήτανε αγέννητος, δεν ήτανε ονειροφαντασία και ψέμα. Στο δρόμο βρίσκεται και περπατεί κ' έρχεται ολοένα. Απ' Ανατολή ή από Δύσι, από κάπου θα φανή. Απ' την Αθήνα ή απ' την Αμέρικα. Είνε τόποι μακρινοί, που τους χωρίζουνε βουνά και θάλασσες. Και είνε εμπόδια και αντισκόμματα στο δρόμο. Φουρτούνες, άνεμοι, νεροποντές, θηρία, αρρώστειες. Μήνες και χρόνια μπορεί να ταξιδεύη ο άνθρωπος. Όμως θα φτάση μια μέρα εκεί που του τώταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ναπελπίζωνται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ξηγήσει και τα λόγια τούτα. Χαρά σ' εκείνονε — άντρα ή γυναίκα — που θ' αγρυπνάη και θα περιμένη· και πάλι, ντροπή σ' εκείνονε, που θα τον πάρη ο ύπνος και θα κοιμηθή στη μεγάλη την ώρα. Και η Ταρσίτσα αγρυπνούσε μήνες και χρόνια, γιατί της είχε καρφωθή η ιδέα πως ο «Νυμφίος» θαρχότανε νύχτα, όπως το λέει το τροπάρι. Και αν ερχότανε κ' εύρισκε την πόρτα σφαλιστή και το λυχνάρι σβυσμένο και την καλή του παραδομένη στον ύπνο κ' έστεκε κουρασμένος στην οξώπορτα, χτυπώντας σαν τον ξένο και τον έρημο, τι θάλεγε από μέσα του; «Εμένα με φάγανε οι δρόμοι και τα κύματα, εγώ μήνες και χρόνια ταξιδεύω κ' έρχομαι και μια ψυχή δε βρίσκεται να με προσμένη». Θα βαρηγκομούσε ο ταξιδιάρης και θάπαιρνε ξανά το δρόμο και θα τραβούσε κατά τα μάτια του.

Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη.

Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελλούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της, «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα. Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της.

Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της:

     Οπώχει κόρην ακριβή
     του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,

μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλό της και στο δάχτυλο της Αννίτσας.

— Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου τώχει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, ταδέρφια σου ξενητευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου. Το ψωροχτήμα που σ' απόμεινε, μεγαλύτερη η λάτρα του και το έξοδο απ' το καλό του. Φασκέλωσέ το κ' έλα να φάμε μαζί ένα κομμάτι ψωμί που μας έδωκε ο Θεός. Τα παιδιά μεγαλώσανε. Ο Λεωνίδας έγινε παλληκάρι, ένα σκανδαλιάρικο, που πέτρα δεν αφίνει απάνω στην πέτρα. Θα περνάς την ώρα σου μαζί τους, θα σ' έχη και συντροφιά η παπαδιά». Τέτοια μου γράφει, που λες, και μου ξαναγράφει ο παπάς. Και να σου πω, θαρρώ, πως έχει δίκηο. Να μαζέψωμε τα σκουτιά μας και να τραβάμε, πρώτα ο Θεός. Τι καλό είδαμε σε τούτον τον τόπο;

Η αλήθεια είνε πως ο παπάς έγραφε και ξανάγραφε στην ξαδέρφισσά του και την παρακινούσε ολοένα νάρθη μ' αυτά τα λόγια και με άλλα. Ο παπάς όμως είχε το λογαριασμό του. Η παπαδιά δεν τα κατάφερνε στη λάτρα του σπιτιού· είχε γεράσει και το σπίτι πες πως έμενε χωρίς νοικοκυρά. Να πάρη ψυχοπαίδα ο παπάς δεν το αποφάσιζε. Πρώτα οι δουλειές είχαν λιγοστέψει· οι ανθρώποι μέρα με τη μέρα μακρύνανε απ' το δρόμο του Θεού, δεν ήτανε ευλαβητικοί σαν πρώτα. Οι λειτουργιές, οι αγιασμοί, τα πρόσφορα, όλα «τα ελέη του Θεού» είχανε λιγοστέψει. Πού και πού ένας γάμος, τίποτε βαφτίσια, κάνα λείψανο· κι' αυτά στη χάσι και στη φέξι. Αν ήτανε στο χέρι των χριστιανών — έλεγε κάποτε ο παπάς βαρηγκομώντας — θάχανε το κουράγιο να παντρεύωνται και να πεθαίνουν χωρίς παπά! Πού να βγούνε λοιπόν τα έξοδα της ψυχοπαίδας; Ύστερα, και το κάτω-κάτω της γραφής, ταγόρια είχανε μεγαλώσει. Γιατί να βάλη τον πειρασμό μέσ' στο σπίτι του; «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται». Αυτά κι' αυτά τον κάνανε τον παπά ν' αποζητάη την Ταρσίτσα. Ένα χέρι πάντα καλό θα ήτανε για τη λάτρα των παιδιών, για βοήθεια της παπαδιάς, για συντροφιά στο σπίτι. Ύστερα, κοντά στ' άλλα, η Ταρσίτσα είχε και το κομπόδεμά της, έξη-εφτά χιλιαδούλες. Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος. Ναι μεν ο Θεός δε θέλει την απληστία και την προσήλωση στα εγκόσμια, αλλά μήπως πάλι το τροπάρι δε λέη: «Τα καλά και συμφέροντα… παρά του Κυρίου αιτησόμεθα »; Και δος του γράμματα απάνω σε γράμματα ο παπάς.

Η Αννίτσα ξαφνίστηκε στην αρχή. Πολλές φορές της είχε πει η ψυχομάννα της γι' αυτό το ταξίδι, μα πρώτη φορά της μιλούσε τόσο αποφασιστικά.

— Να πάμε, παιδί μου, να πάμε. Και για την τύχη τη δική μου και για τη δική σου την τύχη. Τι καλό είδαμε τόσα χρόνια σε τούτον τον τόπο; Οι ανθρώποι εδώ απογίνανε, δεν είνε να ζήση κανείς. Όλο και το συμφέρον, ο παράς κυβερνάει τον τόπο μας. Πρόστυχοι ανθρώποι, βλέπεις, χωρίς ανατροφή, Χωρίς ευγένεια απάνω τους. Όλες οι κοπέλλες μένουνε στο ράφι. Ποιος γυρίζει να τις κυττάξη; Όλοι γυρεύουνε μετρητά, δεν ξετάζουνε τιμή και υπόληψη.

— Ούτε ωμορφιά, ούτε νιάτα! είπε η Αννίτσα.

— Σα δεν κυττάζουνε την τιμή και την υπόληψη, πούνε το πρώτο πράμμα στη γυναίκα, ξαναείπε η Ταρσίτσα, τι γυρεύεις παρακάτω; Στην Αθήνα είνε άλλος κόσμος. Είνε τριάντα χρόνια τώρα που λείπω, μα θαρρώ πως είμ' εκεί ακόμα. Άλλοι άντρες, παιδί μου. Όλο καρδιά! Και αν πης κι' από ευγένεια στις γυναίκες, άλλο τίποτε. Σε κυττάνε στα μάτια. Έτσι τάφερε η τύχη και γύρισα σε τούτον τον καταραμένο τόπο — Θεός σχωρέσ' τον πατέρα μου, που τώθελε. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, άλλη κι' άλλη θάμουνα τώρα.

Τα λόγια αυτά μπήκανε στην καρδιά της Αννίτσας. Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε.

— Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα;

— Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας. Σύρε και τη μεγάλη κασσέλα από κάτω απ' το κρεββάτι, να ρίξω μια ματιά στα ρούχα, να τα τινάξωμε πριν φύγωμε, ν' αλλάξωμε και τις λεβάντες για το σκόρο…

Η μεγάλη κασσέλα είχε μέσα τα προικιά της Ταρσίτσας, πλούσια προικιά, μεταξωτά και νταντέλλες και κεντήματα ξακουστά σ' όλο το νησί, σαράντα χρόνια τώρα.

… Φύγανε κ' ήρθανε στην Αθήνα.

Τρεις μήνες είχε πια η Ταρσίτσα στο σπίτι του παπά.

— Δεν είνε αυτή η Αθήνα πούξερα μια φορά! Έλεγε στην ψυχοκόρη της συχνά, την ώρα που πηγαίνανε να κοιμηθούνε. Όλα αλλάξανε. Και τόπος και ανθρώποι. Χάλασε ο κόσμος!

Κι' αλήθεια είχε αλλάξει η Αθήνα. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη την Ταρσίτσα, ούτε στο σπίτι, απ' τους φίλους που ερχόντουσαν τις χρονιάρες μέρες να χαιρετήσουνε τον παπά, ούτε στο παράθυρο, ούτε στο δρόμο. Όπου καμμιά παρδαλή, όπου καμμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κυττάξη τις κοπέλλες. Η φρονιμάδα κ' η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέρασι, όπως στον παληό καιρό.

Όμως η Ταρσίτσα είχε κ' ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι' αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασί της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του. Είνε άλλοι που σκοτώνονται ν' αποκαταστήσουν τις ανηψάδες τους, τις κουνιάδες τους, τις ξαδέρφες τους, τις πιο μακρινές τους συγγενίδισσες. Αυτός, μ' όλες του τις γνωριμίες, μ' όλη την υπόληψη που είχε στην ενορία, με όλα τα μέσα του τίποτε δεν έκανε.

Ένα βράδυ, που καθόντουσαν μόνοι στο τραπέζι, ύστερ' από το φαγί — η παπαδιά και τα παιδιά είχανε πάει να κοιμηθούνε — η Ταρσίτσα δε βάσταξε πια. Άνοιξε το στόμα της.

— Αν ήθελες εσύ, παπά, θα ήμουνα αλλοιώτικα σήμερα. Θα ήμουνα κ' εγώ σπίτι μου…

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας:

— Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που νάχης την ευχή του Θεού.

Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

— Και γιατί να τηνέ βγάλω, παπά; Είνε καμμιά αμαρτία, μαθές; Το χρέος κάθε τίμιας γυναίκας είνε ναρθή στον κόσμο, να κάνη το θέλημα του Θεού, ναναστήση παιδιά στη Χριστιανοσύνη με τη δόξα του Κυρίου.

— Καλά και άγια είνε όλ' αυτά, Ταρσίτσα μου, είπε πάλι ο παπάς· μα κάθε πράμμα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αύγουστο, που λέει κ' η παροιμία. Γεράσαμε, ξαδέρφισσα, δεν το κατάλαβες;

— Αυτά είνε λόγια, παπά μου, είπε κουνώντας το κεφάλι, της η Ταρσίτσα. «Προφάσεις εν αμαρτίαις», που λέει το χαρτί. Εγώ δεν είπα μαθές πως είμαι καμμιά κοπέλλα, δεν είπα να πάρω κανένα παλληκαρούδι Όμως είνε κι' ανθρώποι μισοκαιρίτες, που γυρεύουνε να βρούνε μια νοικοκυρά, με μεστωμένα μυαλά, μια τίμια κι' άξια γυναίκα, νάχουνε σίγουρο το κεφάλι τους. Εδώ καν και καν παντρευτήκανε. Μα είχανε κ' έναν προστάτη, θα πης. Σα δεν έχη έναν προστάτη στον κόσμο η γυναίκα, το αδύνατο το μέρος, βλέπει — καλή ώρα! — τα καλά που είδε κ' η Ταρσίτσα!

Τα χείλια της στάζανε φαρμάκι Είχε γίνει χλωμή σα θειαφοκέρι απ' το κακό της. Ο παπάς άρχισε να τη βαρυέται και χασμουρήθηκε δυνατά, κάνοντας το σημείο του Σταυρού με το ένα δάχτυλο μπροστά στα δύο τρία δόντια που τούχανε απομείνει.

— Και τι καλό είδαν, ευλογημένη, κι' αυτές που παντρευτήκανε; Πίκρες και βάσανα. Το κάτω-κάτω της γραφής, πού να τον βρούμε το γαμπρό; Να ξύσωμε τον τοίχο να τον φκιάξωμε; Εδώ είνε κοπέλλες σαν το κρύο νερό, που δε γυρίζει κανένας να τις γυρέψη. Οι γαμπροί σήμερα θέλουνε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες…

— Τάζει ο κόσμος, παπά μου.

— Και σαν τάξωμε, πού θα βρούμε ύστερα να τις μετρήσωμε;

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι.

 — Σαν έμπη ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέση η καρδιά
του, όλα διορθώνονται. Δεν κυττάει πια τις χιλιάδες!

Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες.

— Γελάς, παπά μου;

— Αμ' τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω. Είνε να μη γελάσω; Κάλλια που γελάω εγώ, πάρα να γελάνε οι ξένοι. Καληνύχτα. Έχω και λειτουργία το πρωί και παρακαθήσαμε με τις κουβέντες. Καληνύχτα, ξαδέρφισσα, κι' ο Θεός να σε φωτίση ναρθής στα λογικά σου.

Σηκώθηκε βιαστικά ο παπάς, ξεδιάλυνε τα γένεια με τα δάχτυλά του και τράβηξε κατά την αντικρινή πόρτα.

Η Ταρσίτσα έμεινε στον τόπο σαν νεκρωμένη. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει έτσι ο παπάς. Εκείνο το γέλιο του, εκείνα τα λόγια του τα ξερά και ξεκομμένα, εκείνο το μούτρο που της έκανε, ήτανε σαν ένας κουβάς κρύο νερό, που της αδειάσανε στο κεφάλι. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως ο παπάς είχε δίκηο, πως τα λόγια του ήτανε σωστά, πως έπρεπε να βγάλη απ' το νου της την παντρειά. Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβυσμένη λάμπα, ακουμπησμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλλα δεκάξη χρονών στο νησί, κι' ο πατέρας της τσουγκρίζοντας ταυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντο — μακαρίτες κ' οι δυο — κάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κ' έγινε πιο κόκκινη απ' το αυγό. Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτίου, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τόνομά της: «Ταρσίτσα» κι' αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκωνται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα. Θυμάται ακόμα και κάποια λόγια που λέγανε στο σπίτι «Αυτό το καράβι θα φέρη τα προικιά της Ταρσίτσας». Δεν καταλάβαινε τότε τι θα πη προικιά, μα της έφτανε πως κάτι θα της έφερνε το καράβι και ταγαπούσε και το καμάρωνε.

Έτσι ανάκατα και χωρίς τάξη, τα πρώτα υστερνά και τα υστερνά πρώτα, περνούσανε μπροστά στα μάτια της Ταρσίτσας οι μέρες της ζωής της. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχών — στην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλλα, ούτε νέα καλά — καλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι.. Πότε περάσανε τριάντα χρόνια! Θαρρεί πως είνε τούτη η ώρα που τσουγκρίζανε τα ποτήρια. «Στις χαρές σου», της είχε πει ο παπάς. «Ευχαριστώ, παπά μου, να ζήση η παπαδιά», του είχε πει εκείνη. Τώρα όμως θυμάται πως ο παπάς την είχε ευχηθή με μισή φωνή, χαμογελώντας κάτω απ' τα δασά του τα μουστάκια.

Αυτή ήτανε η τελευταία μέρα που θυμήθηκε. Ύστερα όλες οι μέρες — τριάντα χρόνια στην αράδα — περάσανε μπροστά της ανακατωμένες, όμοιες, σα μια μέρα μεγάλη, δίχως τέλος. Ένα πράμμα μονάχα καταλάβαινε: πως η ζωή της είχε σταματήσει εκεί, δεν είχε κάνει ένα βήμα μπροστά. Όλος ο περασμένος καιρός ήτανε γι' αυτήν σα μια ξένη ζωή. Γι' αυτό, όταν ο παπάς της είπε: «γεράσαμε, Ταρσίτσα, δεν το κατάλαβες;» ξαφνίστηκε σαν να μάθαινε πρώτη φορά ένα πράμμα που δεν τώχε βάλει ο νους της. Είχε γεράσει το λοιπόν η Ταρσίτσα; Από πότε ως πότε; Η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο δεν είχαν αλλάξει σε τίποτε. Ούτε άντρα είδε στο πλευρό της, ούτε σπιτικό έννοιωσε, ούτε παιδιά ανάστησε γύρω της, να της θυμίζουν πως πέρασαν τα χρόνια. Το κάτω-κάτω της γραφής, ποτέ δε λογάριαζε τα χρόνια της. Κι' αν έκανε καμμιά φορά να τα λογαριάση, γρήγορα παρατούσε τον λογαριασμόν αυτόν και τονέ ξέχανε. Δεν είχε χειμωνιάσει η ψυχή της ακόμα, έλεγε κάποτες ο παπάς. Ένας ήλιος καλοκαιρινός έφεγγε μέσα της και τηνέ ζέσταινε. Μα τώρα εκείνο το γέλιο του παπά ήτανε σαν να την ξύπνισε από ένα όνειρο. Καθώς καθότανε σκυμμένη στο τραπέζι, τα χέρια της, πρώτη φορά, της φανήκανε ζαρωμένα, ματσιδιασμένα. Έκλεισε τα μάτια της να μην τα βλέπη. Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.

Πηγαίνοντας στην κάμαρη της να κοιμηθή, είδε φως στο μικρό καμαράκι που είχε το γιατάκι της η Αννίτσα.

— Δεν κοιμήθηκες ακόμα; της είπε.

— Ακόμα, ψυχομάννα, είπε η Αννίτσα με μουδιασμένη φωνή.

Η Ταρσίτσα έσκυψε στο τζάμι του παραθυριού, που άνοιγε στο στενό πέρασμα. Την είδε πούπλεκε τα μαλλιά της μπροστά σ' ένα μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι, ακουμπησμένο απάνω στο καντηλιέρι.

— Χτενίζεσαι τέτοια ώρα; την ρώτησε.

— Λούστηκα αποβραδύς και συμμαζεύω τα μαλλιά μου, είπε πάλι με μουδιασμένη φωνή η Αννίτσα.

Η ψυχομάννα της την καλονύχτησε και πήγε να κοιμηθή. Θαρρούσε πως άκουγε ακόμα μέσα σταυτιά της το γέλιο του παπά. «Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου;» Αλήθεια. Ήτανε καιρός πια να τη βγάλη. Και τράβηξε κατά την κάμαρή της, σαν άνθρωπος που πήρε μια μεγάλη, μα πικρή απόφασι

Την άλλη μέρα το σπίτι του παπά ήτανε άνω-κάτω. Η Αννίτσα είχε χαθή από το σπίτι. Αργότερα τους φέρανε τα μαντάτα πως την είχε κλέψει ο αγαπητικός της, ένα ώμορφο ξανθό παλληκάρι που δούλευε στο αντικρινό γιαπί. Ζωγράφιζε τα νταβάνια και ζωγραφίζοντας στην ψηλή τη σκαλωσιά σφύριζε και τραγουδούσε τους καϋμούς της αγάπης. Και τραγουδώντας πήρε την καρδιά της Αννίτσας. Η Αννίτσα πάλι κεντούσε κάθε δειλινό στο παραθύρι και, κεντώντας και βελονιάζοντας, πήρε την καρδιά του Αλέκου με τα χαμηλωμένα μάτια της. Αποβραδύς λούστηκε και χτενίστηκε. Και νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, μπήκε κρυφά στο σπίτι ο καλός της και την άρπαξε.

Ο παπάς δεν πολυσκοτίστηκε και τόσο. «Νέοι είνε κι' ας παντρεύωνται», είπε. Η παπαδιά, ναι μεν της κακοφάνηκε πούγινε η ντροπή στο σπίτι της, μα πάλι δεν έκανε και μεγάλο κακό. «Τυχερά πράμματα», είπε.

Η Ταρσίτσα δε μίλησε όλην τη μέρα. Μιλιά δεν της βγήκε απ' το στόμα. Σα σούρπωσε κ' έπεσε η μέρα, την πήρε το παράπονο. «Να όψεσαι, παπά, που μ' αποκοίμισε. Νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, ήρθ' ο ταξιδιάρης να με πάρη. Κ' εγώ που τον περίμενα χρόνια και χρόνια, με πλάκωσε ο βραχνάς στην ώρα τη γραμμένη και δεν τον απείκασα. Χαρά σ' τηνε που αγαπούσε και περίμενε. Την πήρε κ' έφυγε!»

Αναστέναξε βαθειά και σταύρωσε τα χέρια της μέσ' στην ποδιά της.

— Τώρα καιρός είνε να σου σηκώσω το βάρος, παπά μου. Θα γυρίσω στο νησί! είπε.

— Τι να κάνης στο νησί; τη ρώτησε φλομωμένος ο παπάς.

— Αυτό το ξέρω εγώ και η Μοίρα μου! είπε η Ταρσίτσα καταπίνοντας τα δάκρυά της. Είνε κι' άλλες απελπισμένες, με τη μαύρη τη μανδήλα, στην Υπαπαντή.

Σηκώθηκε και τράβηξε στην κάμαρή της, κρατώντας τον τοίχο να μην πέση. Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του.

 — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς
κούνησε το κεφάλι του:

 — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της.
«Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου…

ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

«Μ' έφαε το σκυλί!»

Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμο — ότι ήταν φτασμένο το βαπόρι — ένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κ' έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς τού την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάση καλά-καλά να τον καταλάβη.

Ούτε λογοφέρανε, ούτε τίποτε! Κανένας δεν είχε νοιώσει πώς έγινε το κακό. Σαστισμένοι όλοι γύρω, ντόπιοι και νεοφερμένοι, πριν προφτάσουν να ιδούν τον άνθρωπο που έπεφτε, και τον άνθρωπο πούτρεχε σαν τρελλός, σκίζοντας και τσαλαπατώντας τον κόσμο, αφήκανε το φονιά και χάθηκε. Όλοι μαζευτήκανε ύστερα γύρω από τον χτυπημένο, με πρόσωπα χλωμά και ξαφνιασμένα, με τις τρίχες σηκωμένες. Οι λιγοστές γυναίκες, παίρνοντας τα παιδιά τους απ' τα χέρια, τρέχανε να σωθούνε μακρυά απ' το φονικό, τρέμοντας στη σάστισή τους περισσότερο τον χτυπημένο απ' το φονιά, που βρισκότανε μίλια μακρυά — ποιος ξέρει πού — αυτή τη στιγμή. Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παληάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους.

— Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσωμε τον άνθρωπο. Θα μας μείνη στα χέρια…

Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί.

— Δεν είνε τίποτα. Μην κάνετε έτσι.. είπε ο χτυπημένος.

Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι' αδύνατη. Ο κόσμος παραμέρισε να κάνη τόπο στους δυο νέους, που με τα γερά τους μπράτσα σηκώνανε, στερεά και αναπαυτικά, το παραλυμένο κορμί. Δυνατά τα χέρια τους το δένανε, μα τα πόδια τρέμανε καθώς αργοπατούσαν και πρόβαιναν. Οι άλλοι ολόγυρα σκύβανε αλαλιασμένοι, να γνωρίσουνε τον χτυπημένο.

— Ο Γιώργης ο Πολυζώης δεν είνε;

— Ο Γιώργης ο καλαφάτης!

— Καλέ αυτός! Δεν τονέ βλέπεις; Κάνανε το σταυρό τους.

— Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό;

— Είχε τίποτα με κανένα; Μαλλώσανε;

— Κύριε ελέησον! Ξέρω κ' εγώ τι να πω;

— Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νειόπαντροι!…

Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του.

— Δεν αφίνετε, ρε παιδιά, να περάσωμε; Κάντε μας τη χάρι

Κάνανε τόπο πάλι.

— Στη σπετσαρία! εμπρός!

 — Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ'
τα παιδιά που τον κρατούσανε.

 — Όχι, ρε Μήτσο, είπε ο άλλος. Να μην τον δη έτσι η γυναίκα του.
Άσε να τονέ δέσουνε πρώτα οι γιατροί στη σπετσαρία.

 — Στο σπίτι! Καλύτερα στο σπίτι! είπε ο χτυπημένος. Δεν έχω
τίποτα. Στο σπίτι να με πάτε!

Τα μάτια του σκορπίσανε μια παράξενη λάμψι.

— Στο σπίτι σας λέω! ξαναείπε.

— Μη συχύζεσαι, Γιώργη! είπε ο Μήτσος. Σα θέλης στο σπίτι, στο σπίτι σε πάμε…

— Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα.

Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα!

Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του.

Ξεκινήσανε. Ο κόσμος πίσω μαζεμμένος τώρα, συντροφιές- συντροφιές, μιλούσανε ζωηρά και λογοφέρνανε, άλλοι φεύγανε με τα κεφάλια σκυφτά, κι' άλλοι τους σταματούσανε να μάθουνε το τι έγινε. Κανένας δεν ήξερε το πώς και τι.

— Άλλο πράμμα πάλι τούτο! Έτσι, χωρίς λόγο κ' αιτία!

Ο Μήτσος ο Προκίλης κι' ο Βαγγέλης ο Ζωσιμάς, τα δυο παιδιά που συντροφεύανε τον χτυπημένο, ήτανε παληοί του φίλοι και συντεχνίτες. Όταν έπεσε η πιστολιά, καθισμένοι παράμερα σ' ένα καφενεδάκι, τρέξανε κι' αυτοί με τους άλλους να δούνε τι έγινε. Σα γνωρίσανε τον Γιώργη τον Πολυζώη μείνανε ξεροί. Ο Γιώργης δεν ήτανε άνθρωπος για τέτοιες δουλειές. Ησυχος και γλυκομίλητος, με κανένα δεν είχ' έχθρητα, κι' ούτε πείραξε ποτέ κανένα στη ζωή του. Πέσανε απάνω του και τον αγκαλιάσανε.

— Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια.

— Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης.

— Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε.

— Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω…

Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.

 — Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την
απαλάμη του στην πληγή του.

Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος.

— Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος.

Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε.

Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε:

— Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

— Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης.

— Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ!

— Αυτός ο ψιλικατζής!…

Δεν είπε τόνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο.

— Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είνε! Δίκηο είχε…

Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι.

Ο ψιλικατζής! Ο Σταυρός ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους τώλεγε, θα το καταλαβαίνανε. Θυμηθήκανε αμέσως τα χθεσινοβραδυνά στην ταβέρνα του Σωφρόνη. Σκολάζοντας απ' τη δουλειά τους ο Γιώργης και οι δυο τους, κάτσανε να πιούνε ένα κρασί για ορεχτικό. Ο Γιώργης μάλιστα δεν ήθελε να κάτση. Ήτανε από μέρες συλλογισμένος κ' ήθελε και τώρα να πάη στο σπίτι του.

— Καθήστ' εσείς, ρε παιδιά! Εγώ θα πάω στο σπίτι. Δεν είμαι τόσο καλά, δεν είμαι στα συγκαλά μου τούτες τις μέρες.

Εκείνοι τον βιάσανε να κάτση. Ίσια-ίσια για να τ' αλλάξουνε λιγάκι το κακό κέφι. Ήπιανε ένα κρασί στα βουβά. Ο Γιώργης δε μιλούσε καθόλου. Εκεί που στρήβανε από ένα τσιγάρο, τους ζύγωσε ο Σταύρος ο Γιαννακός.

— Γεια σας!

 — Γεια σου! του είπαν οι άλλοι δύο. Ο Γιώργης έσκυψε και σάλιωσε
το τσιγάρο του δίχως να τον καλησπερίση.

 — Στο χωριό σου δεν καλησπερίζουνε; του είπε προκλητικά ο
Σταύρος.

— Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες…

Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα.

— Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο.

— Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας;

— Θέλει και ρώτημα;

— Θέλω να πω, στο σπίτι του μέσα δεν ορίζει κανείς ποιόν να βάλη και ποιόν να διώξη; Αι λοιπόν, δεν τον ήθελα στο σπίτι μου. Όχι πως μούκανε τίποτε ο άνθρωπος, μα δεν τον έκανα γούστο… Αυτό ήτανε!

— Τον έδιωξες; ρώτησε ο Βαγγέλης.

— Κι' αν τον έδιωχνα δηλαδή, τι ήτανε; Δεν ορίζω;…

— Όχι! ρωτάω δηλαδή…

— Τον έδιωξα. Βέβαια τον έδιωξα. Σα δεν ήθελε να το καταλάβη μοναχός του. Δεν τώβλεπε τάχα; Άμα γίνεσαι βάρος σ' ένα σπίτι, δεν το καταλαβαίνεις; Τούδωκα να καταλάβη πως οι συχνοβίζιτες δε μ' αρέσουνε. Αυτός τίποτε. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, στο σπίτι μου. Επί τέλους ανθρώποι είμαστε, θέλει να πη κανείς κ' ένα λόγο με τη γυναίκα του. Ο ξένος πάντα ξένος είνε. Μια μέρα τ' αποφάσισα και του μίλησα. «Άκου, Σταύρο, του είπα…»

— Δε βαρειέσαι! τον έκοψε ο Μήτσος. Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε…

— Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός. Το πολύ έμπα-έβγα σ' ένα σπίτι, καταλαβαίνεις… Πώς να στο πω; Οι γειτόνοι, ο κόσμος… Δεν είπα να κόψωμε τις φιλίες, μα μια φορά και τόσο, όπως έρχονται κ' οι άλλοι φίλοι, νάρχεσαι να μας βλέπης. Μην το πάρης αλλοιώς… Με συμπαθάς μάλιστα…» Αυτά του είπα.

— Μωρέ, τέτοια γαϊδούρια σαν κι' αυτόν, έκανε ο Μήτσος, με το γλυκό θέλουνε, ή να πάρης το στυλιάρι του μποτζαργάτη!

— Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης.

— Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις..,

— Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος.

— Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι. Μα, ας έχης χάρι, που είνε μπροστά η γυναίκα σου». Και φεύγοντας μουρμούρισε: «… που δε σούπρεπε, κακομοίρη…» Είπα να σηκωθώ να τον γκρεμίσω, μα βαστήχτηκα πάλι. Ας πάη στο διάολο, είπα μέσα μου, κι' ας μείνω με τα λόγια του. Έφυγε.

— Κ' είχε μούτρα να σε ζυγώση σήμερα! είπε ο Βαγγέλης· χαρά στην αδιαντροπιά!

— Τον είδατε! Τι σας να πω…

— Ας τον να κουρεύεται! είπε ο Μήτσος. Την κουβέντα του θάχωμε τώρα; Πολύ του πάει.

Πρόσταξε ένα εκατοστάρι ακόμα. Το ήπιανε και σηκωθήκανε να φύγουν. Αυτό ήταν όλο! Σαν έγινε το κακό, οι δυο φίλοι θυμηθήκανε τα χθεσινά.

— Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου; Καλύτερα να σε πηγαίναμε στη σπετσαρία. Τα βλέπεις τώρα;

Είπε ο Βαγγέλης, καθώς απιθώσανε, με τα πολλά τα βάσανα, τον χτυπημένο στο κρεββάτι, και κύτταζαν να τον συγυρίσουν. Ήθελε να πη ο Βαγγέλης για την Ασημίνα τη γυναίκα του, που λιγοθυμισμένη στο πάτωμα γυρεύανε να τη συνεφέρουνε οι γειτόνισσες. Καθώς είδε τον άντρα της να τον φέρνουνε στα χέρια, έμπηξε μια ψιλή φωνή και σωριάστηκε χάμω. Ανασηκώθηκε μια στιγμή, φώναξε, δάρθηκε, έκανε να πέση απάνω του, μα πάλι ξανασωριάστηκε στο πάτωμα, με μικρά πνιγμένα βογγητά. Μέσα στη στενή καμαρούλα, γεμάτη από γυναίκες και παιδιά, με τον χτυπημένο απ' τη μια μεριά, με τη λιγοθυμισμένη αποκεί, ένα σάστισμα είχε χυθή ολόγυρα, με ξεφωνητά, τρεξίματα κι' αντάρα.

— Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου, ξαναείπε ο Βαγγέλης πασχίζοντας να ξεκουμπώση τον χτυπημένο. Στη σπετσαρία έπρεπε να σε πάμε.

— Δεν πειράζει, έκανε ο Γιώργης, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη γυναίκα του, που κοίτονταν κατάχαμα. Καλύτερα εδώ… Καλύτερα που με φέρατε εδώ…

Ένα χαμόγελο, σα χαρούμενο και κακό μαζί, χάραξε στα χείλια του και γύρεψε ένα ποτήρι νερό. Στην ώρα έφτασε κι' ο γιατρός. Έσχισε τον κόσμο βιαστικός και πέρασε ως το κρέββάτι του λαβωμένου.

— Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου.

Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή.

— Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε.

— Όχι! είπε ο Γιώργης.

Κάτι πήγε να πη ακόμα, μα ο γιατρός τούγνεψε να σωπάση.

 — Εσύ να μη μιλάς. Ν' ακούς μονάχα. Ό,τι θέλεις με τα νοήματα να
το γυρεύης.

 — Γιατρέ μου, δεν κυττάς αποδώ και τη γυναίκα; Θα μας μείνη στα
χέρια! ξεφώνισε μια γυναικούλα,

 — Δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες! έκανε ο γιατρός. Να κάνωμε τη
δουλειά μας πρώτα.

Κ' έσκυψε πάλι απάνω στον χτυπημένο. Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κ' ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες.

— Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλληκάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσης εδώ να τον προσέχης και να κάνης τα όσα θα σου πω.

Τον πήρε πάρα πέρα και τον ωρμήνεψε.

— Τα κρύα πάντα ταχτικά θα του ταλλάζης, το γιατρικό στις ώρες του θα του δίνης και θάχης το νου σου να μην πατάη κανείς εδώ εξόν απ' τη γυναίκα του. Και λίγα λόγια. Άκουσες, παιδί μου; Ο άνθρωπος είνε βαρειά. Απ' τη λάτρα που θα του κάνης κρέμεται να τη γλυτώση. Και πάλι ο Θεός ξέρει! Από στιγμή σε στιγμή τι μας παρουσιάζεται δεν το ξέρομε.

Στην ώρα είχε συνεφέρει κ' η γυναίκα του. Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό.

— Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου…

Κ' έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλι

— Ήσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας… Να μη μας χαλάς ό,τι φτειάνομε.

Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά:

— Πώς τονέ βλέπεις, γιατρέ μου;

— Θα γίνη καλά! είπε μασσημένα ο γιατρός. Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ.

Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός. Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν νάθελε να κρατήση τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεββάτι του αντρός της, κάθησε δίπλα του στο σκαμνί κι' ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατα του, πιάνοντάς του το χέρι.

Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κυττάζοντας τον άντρα της με μια σβυσμένη ματιά, αναστέναξε.

— Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου;

 — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το
χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του.

 — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά,
πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά.

Εκείνος έκλεισε τα μάτια του.

— Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;

— Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά.

Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά. Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι.

Ο Γιώργης εβάρυνε… Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του. Ο Βαγγέλης απ' τη μια μεριά του κρεββατιού, η γυναίκα του από την άλλη, πάντα οι ίδιοι, σκυφτοί κι' αμίλητοι

 — Πέσε, κυρά Ασημίνα, να ξεκουραστής λιγάκι κ' εγώ τον παραστέκω.
Θαρρωστήσης και συ. Πήγαινε, πέσε.

Ντυμένη έγερνε λιγάκι στον καναπέ η γυναίκα του. Σηκωνότανε, κ' έπεφτε ο Βαγγέλης. Αυτό γινότανε τρεις μέρες τώρα.

 — Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, Λίγο νεράκι να βρέξης ταχείλι σου;
Πες μου, Γιώργη μου.

— Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω…

Έκλεινε τα μάτια του κ' έπεφτε σε βύθος.

Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ' τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα. Η Ασημίνα έσκυβε απάνω του, πασχίζοντας να βρη άκρη μέσα σταταίριαστα λόγια. Κάτι την έτρωγε να καταλάβη τι γινότανε μέσα στο παραζαλισμένο κεφάλι του αντρός της. Είχε τάχα κανένα παράπονο μαζί της; Ήξερε τίποτε, που δεν της τώχε πει στα καλά του; Γιατί πάντα τα λόγια του λίγα ήτανε σαν μπερδεμμένα τώρα τελευταία και τα παράπονά του πάντα τάπνιγε μέσα του, περήφανος κι' ακατάδεχτος στον πόνο του. Τρεις μέρες άρρωστος κι' απ' την πρώτη αρχή, που ήτανε καλύτερα ακόμα, δεν είχε βγάλει λέξι ούτε για το φονιά, ούτε για τα όσα τρέξανε τον τελευταίο καιρό στο σπίτι του, ούτε για τίποτε. Τάχα την είχε αποσυχαθή τόσο πολύ, τάχα την εχθρευότανε από μέσα του, τάχα τούχανε σφυρίξει τίποτε σταυτιά; Μα πάλι, γιατί, όταν τον χτυπήσανε, γύρευε και καλά να τον φέρουν αμέσως, στη στιγμή, στο σπίτι του; Ήθελε τώρα η Ασημίνα την αγάπη του και της έκανε κακό να συλλογίζεται πως φεύγει απ' τον κόσμο ο άντρας της μ' ένα παράπονο και πως την καταριέται ίσως, χαροπαλεύοντας, η ψυχή του. Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της. Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα…; Αχ! Θεέ μου!

— Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος.

— Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος. Ύστερα τα ξανάκλεισε πάλι.

— Τίποτε. Δε σε φώναξα…

Η Ασημίνα ένοιωθε πως δεν μπορούσε να βαστάξη πια. Έχανε τον κόσμο. Σηκώθηκε σιγά-σιγά, σκούντηξε τον Βαγγέλη να σηκωθή κ' έπεσε στον καναπέ. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και τρίβοντας τα μάτια του πήγε κ' έκατσε κοντά στον άρρωστο.

— Εσύ 'σαι, Βαγγέλη;

— Εγώ, Γιώργη.

— Να βρέξω το στόμα μου… λίγο νεράκι..

Πήγε και τούφερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κεκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη.

— Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καϋμένε…

Είπε αναστενάζοντας με καλωσύνη.

 — Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνης καλά! του αποκρίθηκε ο
Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του.

Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κ' έσβυσε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου.

— Θα γίνω… είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του.

Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κύτταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα.

— Κυρά Ασημίνα… καλέ, κοιμάσαι, καλέ;

— Τι είνε; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω.

— Δεν τονέ βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα…

Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα.

— Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά!

Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται

— Δε γνωρίζει!… άσπρισε το μάτι του!…

— Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!

Κάτι πήγε να πη ο άρρωστος, μα δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουνε τι έλεγε.

Η Ασημίνα έκανε να μπήξη πάλι τις φωνές. Την έσφιξε απ' το χέρι ο Βαγγέλης. Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα.

Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε.

 — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ'
εγώ… Κουράγιο!…

Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον.

— Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα.

Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

— Τι θέλεις, Γιώργη μου;

Μα τα μάτια εκείνου ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κοίτονταν κουλουριασμένη η Εληά. Έκανε να παίξη τα χείλη του σαν νάθελε να της φωνάξη. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη:

— Κανένα κόκκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είνε μέρες νηστικό το κακόμ…

— Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα.

— Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης.

Τινάχτηκε πάλι και άπλωσε τα χέρια του σα γάντζους.

Και μονομιάς έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του Βαγγέλη και τα χέρια του πέσανε ξερά απάνω στο στρώμα…

 — Συχωρέθηκε! είπε ο Βαγγέλης, κ' έβαλε τα δάχτυλα να του κλείση
τα μάτια.

Η Ασημίνα έμπηξε λεύτερα τώρα τα ξεφωνητά…

Ο ΤΡΑΚΟΣΑΡΗΣ

— Σαν πάρη να σαπίζη το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!

— … Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε.

Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο Γερο — Τρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του…»

— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια… Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν. Κ' οι καπετανέοι μας, πού είν' οι καπετανέοι μας με τις χρυσές καδένες και τα μεταξωτά μαντήλια; Κάθονται στον καφενέ κι' αγναντεύουν το πέλαγο. Άλλοι γένηκαν μπακάληδες κι' άλλοι μπαλωματήδες να βγάλουν το ψωμί τους. Ψωμί, ψωμάκι! Κ' οι καπετάνισσες, πούνε οι καπετάνισσες, με τα μεταξωτά και τα χρυσάφια; Φουστάνι δεν έχουνε να παν στην εκκλησιά. Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε…

Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε. Από πίσω και το βασιληά τονέ βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε.

— Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπάρμπα Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτο εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκηο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι. Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθης να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένεια του Γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώση ο Γερο-Τρακοσάρης να φάμε… Αυτού καταντήσαμε…

Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους. Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ' έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι' άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος. Και κάθε φορά που τύχαινε κάποιος ξένος, νεοφερμένος, που δεν ήξερε τον τόπο, εύρισκε αφορμή να βγάλη το άχτι του, ξαναλέγοντας τα βάσανά του.

— Έτσι που λες, κύριε έφορα. Κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη.

Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτήτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέση ο νους του τι είχε να κάμη με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου.

— Θα με παίρνης πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι Και με το δίκηο σου. Πώς δεν παλάβωσα κ' εγώ είμαι να το απορήσω. Μα σα μ' ακούσης θα πης: «Δίκηο έχει ο Μπαρμπα-Νικόλας». Ο Μπαρμπα-Νικόλας, το λέει ο λόγος! Τι είνε ο Μπάρμπα-Νικόλας; Τίποτα! Ο Μπαρμπα-Νικόλας αύριο θα πεθάνη. Σήμερα είνε και αύριο δεν είνε. Μπαρμπα-Νικόλας θα πη εσύ, ο άλλος, ο παράλλος, όλο το νησί πέρα-πέρα. Σα βασανίζομαι εγώ, βασανίζεσαι και συ. Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρης;» μου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λες;» μου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Εγώ είμαι ο δείνας και ο τάδες, εγώ είμαι αυτός που κάθεται και ψωμοζητάει και φοβάται ν' ανοίξη και το στόμα του να φωνάξη το δίκηο του· εγώ είμαι η χήρα που κλαίει και δέρνεται κλεισμένη μες στο σπίτι της… (ο Μπαρμπα-Νικόλας είχε σηκωθή τώρα από το σκαμνί του σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβη, και η φωνή του έβγαινε βαρειά και τρεμουλιαστή)· εγώ είμαι τορφανό, ο καραβοτσακισμένος, ο σακάτης, ο αρχοντοξεπεσμένος… (η φωνή του τώρα έτρεμε από κάποιο παράπονο, μα καμπάνιζε άγρια και βαρειά σα φοβέρα)· εγώ είμαι ο… Τόπος. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες!

Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά. Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!»

— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι. Πάει, τούφυγε η ψυχή, το πήρε η βρώμα και βγήκανε τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια! Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του λόγου του, καλή του ώρα, το καλό το γεροντάκι που πέρασε πολληώρα από το γιαλό, ο Γερο-Τρακοσάρης. Τον ξέρεις, κύριε έφορα; Πού να τον ξέρης! Να σου τον μάθω εγώ. Είχε όνομα και τώχασε. Τρακοσάρη τον ξέρουν όλοι τώρα. Άρχισε από μπακάλης κ' έγινε τοκιστής. Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε τούμεινε τόνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνη ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια τι να γίνη; Ψωμί, ψωμάκι! Ύστερα να λογαριασμούς ο Τρακοσάρης! Πενήντα δραχμές, εκατό δραχμές, διακόσιες δραχμές. Πλέρωσε τώρα, καπετάνιο, τα διάφορα, πλέρωσε και τα ξύγκικα και καλώς ώρισες στην πατρίδα! Πού να πλερώση ο ναύτης ο άμοιρος! Να πουληθή και πάλε. Θαλασσοπνίγεται για το καρβέλι. Ο Τρακοσάρης εδώ είνε. Δε βαρειέσαι; Αυτό στενοχωρεύεσαι; Έχει ο Θεός! Αύριο θαλλάξουν τα πράμματα. Κανέν' αμανάτι και ο Τρακοσάρης δεν αφίνει κανένα να χαθή. Κανένα δαχτυλίδι, κανένα σκουλαρίκι, βραχιόλι, κάτι θα βρίσκεται στο σπίτι. Νησιώτικο σπίτι Σα σωθούν και τα χρυσαφικά και τα πετράδια, ο Τρακοσάρης δε σου χαλάει το χατήρι. Κανένα ταψί, καμμιά κατσαρόλα, κάθε γάνωμα με το ζύγι του. Ύστερα στο τέλος δεν έχεις να μαγερέψης, να ντυθής; Πάλε ο Τρακοσάρης. Μια υποθήκη να σου βάλη στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσης όσα πρέπει. Σαν ευκολυθής, πάλε με το κολάι δικά σου είνε. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρης! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιος στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπης, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καή η καρδιά σου. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια ταμέτρητα, ποιος να σου τώλεγε! Να ρημάζης εσύ να θεριεύη ο Τρακοσάρης

— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε σε λίγο ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ίσως και να με παίρνης για παλαβό, για αχμάκη, που κάθομαι εδώ και φωνάζω στους καφενέδες. Στους καφενέδες! Όλοι οι καπετανέοι στους καφενέδες καταντήσαμε. Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκο — τι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό του — είπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε. Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ' την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ' εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ' εγώ. Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ' αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα. Μια δεκάρα για τον καφέ, μια δεκάρα για τον καπνό. Στον καφετζή τον Μπαρμπα-Δημητρό να τα δίνης, να πίνω τον καφέ στην υγειά σου». Ακούς, κύριε έφορα; Του πήγα το δαχτυλίδι της γυναίκας μου, μπριλαντένιο δαχτυλίδι, κ' ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρια. Πεντακόσιες δραχμές μες στο νερό! Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά. Χρωστάω κ' εγώ, θα με βάλουν φυλακή!» Βρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι' όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι' όλα!» Είπε πως τα πούλησε, ο Θεός κ' η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψωμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας. Τι ήτανε πάλε το κακό που σ' ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ' η καρδιά μου!» Με πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονο!» Είπα κ' εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε. Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ' εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώση;» Πάνε κι' αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ' εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου. Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαληός. «Να φύγω, πατέρα, μούλεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαληό, τούλεγα, να μας φύγης και συ, τι θα γίνωμε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάννα σου θα πεθάνη από τον καϋμό της!… Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε. Να βρω το ναύλο μου και να φύγω…» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μας;» Να τον στείλω μαθές, είπα κ' εγώ. Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ' ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ' εγώ, μα γιατί σ' αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω…» Σήκωσα είκοσι λίρες κ' έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό. Σε δυο μήνες λαβαίνω ένα γράμμα από το Κεϊπτάουν με τρεις λίρες. «Δουλειές δεν έχει, πατέρα, μούγραφε ο Μιχαληός. Κάνω εδώ ένα κουτσοεμπόριο στο πόδι, όσο για το ψωμί. Ο Θεός ξέρει πώς οικονόμησα αυτές τις τρεις λίρες. Κάνετε υπομονή και πάλι εδώ είμαι». Πέρασαν μήνες· τίποτε, ούτε γράμμα, ούτε να μάθωμε αν ζη για πέθανε ο Μιχαληός. Έδωκ' ο Θεός κ' ήρθε ένας πατριώτης τις προάλλες από τα μέρη αυτά. «Καλά είνε ο Μιχαληός, μας είπε. Στο Κεϊπτάουν δεν μπόρεσε να πιάση δουλειά. Μπαρκάρησε θερμαστής μ' ένα εγγλέζικο βαπόρι». Μας έδωκε και τη σύστασί του, να του γράψουμε σ' ένα &μπορτινχάους&, σα γυρίση να βρη το γράμμα. Τίποτε! Μήνες πέρασαν, γράμμα σε γράμμα τούστειλα. Τίποτε! Έρχονται κ' οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι' άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι' άλλος πως παντρεύτηκε κι' άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα. Η μάννα του πάει να τρελλαθή από το κακό της. «Να όψεσαι που τώστειλες το παιδί στα ξένα». Έχομε και τη γκρίνια στο σπίτι Εγώ να όψωμαι για ο Γερο- Τρακοσάρης; Τον πετυχαίνω τις προάλλες στο παζάρι. Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μου!» Γυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώ;» Άνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι' άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει. Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί…»· Κ' έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ' έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι… Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε…

Το παράπονο τον έπνιγε. Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του.

— Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη.

Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα. Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα. Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά.

— Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει!

Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά.

— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε.

Η φωνή του έτρεμε. Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο.

— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!…

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΚΗ

— Αφέντη, σε γυρεύουν,

Σηκώθηκα και άνοιξα.

— Ποιος;

— Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή.

Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά. Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά:

 — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ
κύριος…

Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο.

Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου.

— Εδώ είμαστε πάλι! Καλώς σας βρήκαμε…

— Να σε πάρη ο Διάβολος!

Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνησι να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμη τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνειθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησι μου με γέλια και χαρές.

Απαράλλακτος από τον καιρό που τον πρωτογνώρισα, κακογερασμένος, με το ίδιο ηλιοκαμένο πρόσωπο, τα λιγοστά ψαρά γένεια του, κουρεμμένος ως το πετσί πάντα, με τα μεγάλα κιτρινωπά και βρώμικα δόντια του, σα δόντια αλόγου, παρδαλοντυμένος, είχε όμως πάντα στο μέτωπο, και στα μικρά, ζωηρά του μάτια, έναν στοχαστικό και περιγελαστικό μαζί αέρα, πολύ παράξενο. Θάλεγες ένα κεφάλι σοφού! Όλ' αυτά όμως δε με συγκινούσαν καθόλου. Όπως δε με συγκινούσαν και οι χειρονομίες του, και τα λόγια του και οι ελληνικούρες του, η ομιλία του η παράξενη, ένα ανακάτωμα από εκκλησιαστικά ρητά και καραβίσια λόγια, που θύμιζαν τον παληό μούτσο και το παληό καλογεροπαίδι του Αγίου Όρους. Τίποτε δε με συγκινούσε.

— Ποιος Διάβολος σ' έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ' έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κ' έφυγες απ' την πατρίδα;

Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος.

— Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν' αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήση εκεί κάτω; Μ' αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου! Εκατό φορές το είπα, κι' ο Διάβολος μ' έσπρωξε, «Διαβόλου συνέργεια», πάλι να γυρίσω. Τις έμαθες αγκαλά τις κλεψιές του δημάρχου! Κ' η γυναίκα του τάψησε μ' ένα στρατιωτικό κ' έφυγε. «Απολωλώς πρόβατο». Κι' ο βουλευτής, πιο παστρικός κι' αυτός, πιάστηκε τις προάλλες με τον εργολάβο του μώλου και δαρθήκανε μέρα-μεσημέρι, γιατί δε συμφώνησαν στη μοιρασιά. Άκου τα του λόγου σου! Αμ' ο παπάς; Ο παπάς της Μεταμορφώσεως, ένας Άγιος Ονούφριος εκεί, τον πιάσανε που «κατέλυε» γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, γιατί του το είπαν, λέει, οι γιατροί. Μ' όλη την κοιλιά! Δε βάσταξα πια. Τον βρήκα παραόξω, κατά την «πρύμη της Εκκλησίας» και του λέω: «Παπά μου, κατάλυσα τράγο σήμερα κι' αύριο θαρθώ να κοινωνήσω». Με στραβοκύτταξε. Ήσαν κι' άλλοι μπροστά. Τραβάω λίγο «αρόδου» και του λέω κ' εγώ: Σαν καταλείς εσύ, παπά μου, γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, εγώ θα καταλύσω τράγο τη Μεγάλη Παρασκευή…» Σήκωσε το ραβδί του να με χτυπήση, παπάς άνθρωπος. Να σου και περνούσε κι' ο δήμαρχος. «Δεν ντρέπεσαι, μου λέει, Νικολάκη, να τα βάζης με τον παπά; Τράβα στη δουλειά σου!» Μου ανέβηκαν τα αίματα. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Γυρίζω και τον κυττάζω: «Εγώ να ντραπώ; Να ντραπής του λόγου σου και με τις κλεψιές σου και με τα καμώματα της γυναίκας σου». Μην τα ρωτάς τι έγινε. Πέσανε να με σκοτώσουν. Μπήκα κ' εγώ στο βαπόρι κι' άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είνε να ζήση άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας… «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου.

Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι ανθρώποι σταματούσαν και κύτταζαν στο χαμηλό παράθυρο.

Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη. Μαζεύτηκε ο κόσμος με τις φωνές σου, του είπα θυμωμένα. Τάχω ακούσει εκατό φορές αυτά…

Έπεσε λίγο η φόρα του, αναστέναζε μ' ένα βαθύ νόημα και ξαναείπε σιγαλά τώρα:

— Και πώς τα καλοπερνάτε εδώ;

Τελείωσε από κει που έπρεπε ν' αρχίση. Είχε πάντα την πονηρία ν' αρχίζη με φούριες για να σκεπάζη την παρουσία του, που ήξερε και μόνος του πως δεν ήταν ευχάριστη, και να τελειώνη με γλύκα και ταπεινοσύνη.

— Αν ρωτάς και για μένα, τα ξέρεις τα χάλια μου. Δεν μπορώ να κρυφτώ. Τα παπούτσια τούτα, που βλέπεις, είνε του προκομμένου του δημάρχου, «τα ελέη των πονηρών». Το βρακί του αφωρεσμένου του παπά, η πατατούκα ενός λοστρόμου, που τα τίναξε τις προάλλες, ας μη τα λέμε από τι, και αυτό το ημίψηλο, που βλέπεις, του παστρικού μας του βουλευτή! Αυτοί κλέβουν και κάνουνε καινούργια. Εμείς παίρναμε ταποφόρια τους…

Τον κύτταξα χωρίς να πω λέξι, όπως βλέπει κανείς όλα τα παράξενα πράμματα στον κόσμο.

Η ευγνωμοσύνη ήταν ζωγραφισμένη ανάποδα στο μέτωπό του! Το ημίψηλο του βουλευτή με τη ναυτική πατατούκα, και το ιερατικό βρακί με τα δημαρχικά παπούτσια έκαναν μια παράξενη και αξιοθρήνητη αρμονία απάνω του. Και θυμήθηκα την υπηρέτριά μου:

— Μη βιάζεσαι, αφέντη· αυτός που σε περιμένει δεν είνε και τόσο κύριος…

Κύριος, ξεκύριος, ήταν ένας μεγάλος μπελάς και μια μεγάλη πληγή ο Νικολάκης ο Γλωσσώτης, ένας μπελάς κληρονομικός. Ο Μακαρίτης ο πατέρας μου, αφού τράβηξε για πολλά χρόνια το διάβολό του από τον καλό του πατριώτη, μου τον άφηκε κληρονομιά μαζί με μερικά χρέη και μερικές δίκες. Τα χρέη πληρώθηκαν, οι δίκες ξεμπέρδεψαν, μα ο Νικολάκης έμεινε και μένει. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου τον είχε τσιμπούρι. Όπου πήγαινε, από πίσω του. Στη Ρωσσία ο πατέρας μου, πίσω του κι' αυτός. Στην Περσία ο πατέρας μου, από κοντά κι' αυτός. Πίσω στην Ελλάδα εκείνος, πίσω πάλι κι' αυτός. Κι' από κάθε τόπο πούφευγε, μαύρη πέτρα πίσω του. Όλοι ήταν κλέφτες, άτιμοι, κάλπηδες. Άνθρωπος που ήταν συνειθισμένος να λέη την αλήθεια, σαν κι' αυτόν, δεν μπορούσε να ζήση.

Ο πατέρας μου δεν τον είχε σε πολλή υπόληψι. Συχνά μου έλεγε ο μακαρίτης πως ήταν τεμπέλης και γλωσσάς. Απ' αυτά τα δύο ελαττώματα δεν μπορούσε να προκόψη. Τώρα η «αλήθεια» μαζί με την τεμπελιά και τη γλωσσιά, τι χωριό έκαναν μέσα του, αυτός το ξέρει μονάχα. Φαίνεται όμως πως δεν ταίριαζαν πολύ καλά.

Θυμούμαι κάποτε, που ζητούσε από τον πατέρα μου να τον βάλη σε καμμιά επιστασία, ο πατέρας μου του είπε:

 — Είχες τέχνη στα χέρια σου και την άφησες. Και τώρα ζητάς
επιστασίες. Να κυττάξης να ξαναπιάσης την τέχνη σου.

— Αυτό θέλω κ' εγώ, είπε. Μα έχω ανάγκη από έξοδα κύριε Κωνσταντίνε. Να μου δώσης πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κ' ένα τραπεζάκι σ' ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον».

— Πρώτα να περιορίσης τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ' έφαγε…

Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τωόντι. Και καλός τεχνίτης! Μα δεν εννοούσε να στρώση ποτέ τον πισινό του. Άφινε στη μέση πετσιά και σύνεργα, ανασήκωνε την ποδιά και δος του στον καφενέ. Να βάλη παντού το λόγο του· να διορθώνη την κοινωνία. Σα δεν πήγαινε στο καφενείο, κάθε λίγο και στο σπίτι του. Να ιδή τι γίνεται Φαίνεται πως ζήλευε λιγάκι και τη γυναίκα του. Πάντα η ίδια η ιστορία. Και όπου καυγάς, όπου λογομαχία, όπου πέντε άνθρωποι μαζεμμένοι, κι' αυτός στη μέση, να ιδή τι τρέχει, να βάλη το λόγο του, να πη τη γνώμη του. Κ' έτσι πάει το μαγαζί κ' οι συρμαγιές μαζί. Στη Ρωσσία τα ίδια, στην Περσία τα ίδια και χειρότερα. Από υπάλληλος ήθελε να γίνη αστυνόμος και ιεροκήρυκας. Ήθελε να διορθώση κ' εκεί τον κόσμο. Πέντε φορές επί τέλους αποφάσισε να ξαναπιάση την τέχνη του. Και πέντε φορές έφαγε από πενήντα δραχμές του πατέρα μου, για ν' αγοράση τα υλικά. Έτρωγε τα χρήματα και πάλι τα ίδια.

Έτσι μου τον άφησε κληρονομιά ο πατέρας μου. Τελείωσαν τα βάσανα του μακαρίτη κι' άρχισαν τα δικά μου.

 — Καμμιά επιστασία, μάτια μου, να συχωρεθή ο γέρος, ο καλός
άνθρωπος.

Αυτή ήταν η κουβέντα του σε κάθε του επίσκεψι.

Φρόντισα κάποτε και τον έβαλα σ' ένα εργοστάσιο. Θυρωρός! Δε μπορούσε να βρεθή καλύτερη θέση γι' αυτόν. Τεμπελιά και κουβέντα. Ένα πρωί πάλι τον βλέπω άξαφνα.

— Αι, πώς τα πάμε;

— Έφυγα. «Ου δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν». Με δυο καιρούς δεν μπορείς ν' αρμενίσης!

Το περίμενα. Δεν μπορούσα όμως ούτε να θυμώσω μαζί του. Το σακκάκι του λοστρόμου με τα παπούτσια του βουλευτή που κλαίγανε μισοτριμμένα και ξεθωριασμένα απάνω του, μου φαινότανε πως μου λέγαν: «Μην τον ξεσυνερίζεσαι τον άνθρωπο».

— Μα γιατί, χριστιανέ μου, αν αγαπάς το Χριστό, γιατί;

— Γιατί, λέει; φώναξε με μια ιερή αγανάκτησι. Αυτό δεν είνε εργοστάσιο, είνε, με συμπάθειο… (και είπε με όλη του τη δύναμι έναν άσχημο λόγο.) Άνδρες και γυναίκες ένα πράμμα· Εργολαβίες και ξεντροπιάσματα. Στέλνει ο κόσμος τα κορίτσια του να βγάλουν το ψωμί τους και βγάζουν… τα μάτια τους. Τι είδανε τα μάτια μου εγώ το ξέρω. Με ξέρεις εμένα. Την αλήθεια θα λέω κι' ας με κρεμάσουν. «Η αλήθεια σώσει υμάς». Το πρωί που ήρθε ο κύριος εργοστασιάρχης δε βάσταξα πια.

— «Τι νέα, κυρ Νικολάκη, μου λέει. Καλά είσαι;

 — «Εγώ καλά είμαι, του λέω, μα το εργοστάσιό σου δεν είνε καλά.
«Επληθύνθησαν αι ανομίαι». Δεν αρμενίζομε καλά.

— «Γιατί; μου κάνει πάλιν σαν απορημένος.

 — «Γιατί αυτό δεν είνε εργοστάσιο, είνε… με συμπάθειο.
»Αντί να μου πη και &σπολλάτη&, θύμωσε…
«Μωραίνει Κύριος…», βλέπεις.

 — «Εσύ να κυττάξης τη δουλειά σου», μου λέει
»Με πήραν τα μπουρίνια.

 — «Η δουλειά μου δεν είνε να βαστάω το φανάρι, του λέω. Σα θέλης
να το βαστάς του λόγου σου, αλλάζει το πράμμα.

»Η αλήθεια είνε πικρή. Έφυγε μουρμουρίζοντας και μούστειλε την εξόφλησί μου να φύγω…

»Τι να του πω; Δεν του είπα τίποτα.

— Έννοια σου, μου κάνει σε λίγο, μη στενοχωριέσαι. Δε θα σε φορτωθώ πια. Δεν είνε τόπος για δουλειά εδώ. Σόδομα, και Γόμορρα. Περιμένω να μου στείλη κανένα λεφτό ο προκομμένος ο γυιός μου (ο προκομμένος ο γυιός του έμοιαζε σαν τον πρώτο αριθμό του λαχείου, που πάντα τον περιμένομε και ποτέ δεν έρχεται) να γυρίσω στην πατρίδα, να ησυχάσω πια με τη γερόντισσα… «Χριστιανά τα τέλη…»

— Αμήν, να δώση ο Θεός, του είπα.

Τα παπούτσια του βουλευτού γελούσαν μέσα από τα μεγάλα τους ανοίγματα. Εγέλασα κ' εγώ. Δέκα φορές είχε ξαναγύρισει στην πατρίδα να ησυχάση και δέκα φορές ξαναήρθε πάλι.

Κάμποσον καιρό δεν τον ξαναείδα. Ένα πρωί — πάντα πρωί, ξημερώματα — να σου τον πάλι.

— Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη;

— Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ. Να μου δώσης ένα γράμμα στο δήμαρχο να με βάλη στη θέσι του. Να φουντάρω για καλά.

Τούδωκα με τα πολλά το γράμμα κ' έπιασε τόπο. Την άλλη μέρα διορίστηκε. Για λίγο καιρό βρήκα την ησυχία μου. Ένα πρωί, που τον συλλογιζόμουν μέσα μου, κ' έλεγα πως ερρίζωσε πια σ' αυτή τη θέσι, παίρνω την εφημερίδα να διαβάσω, στο κρεββάτι Τινάχτηκα απάνω. «Παρ' ολίγον πλημμύρα», διαβάζω με μεγάλα γράμματα. Και παρακάτω: «Εν μέσω μηνί Ιουνίω παρ' ολίγον να μεταβληθή χθες η πόλις εις Βενετίαν και να θρηνήσωμεν σοβαρά δυστυχήματα. Υπαίτιος του κακού δεν ήτο ούτε ο θερινός ανέφελος ουρανός, ούτε οι απεξηραμμένοι χείμαρροι της Αττικής, αλλ' απλώς ο επιστάτης της δεξαμενής Νικόλαος Γλωσσώτης, όστις, εγκαταλείψας την θέσιν του και παρακολουθών την χθεσινήν μικροδιαδήλωσιν κατά του Υπουργείου, ελησμόνησε να κλείση τας στρόφιγγας των μεγάλων τροφοδοτικών σωλήνων της δεξαμενής. Περί το μεσονύκτιον η δεξαμενή εξεχείλισε, χείμαρροι δε ύδατος κυλισθέντες από του λόφου της Καστέλλας εξύπνισαν εντρόμους τους κατοίκους, κατέκλυσαν χαμηλούς τινας οικίσκους και παρέσυραν κατοικίδια ζώα των περιοίκων. Ο περίφημος επιστάτης ζητηθείς ανευρέθη εις παρακείμενον οινοπολείον, αγορεύων κατά της Κυβερνήσεως. Ο κ. δήμαρχος απέλυσεν αμέσως σήμερον την πρωίαν τον ένοχον υπάλληλον…»

Η εφημερίδα δεν έλεγε άλλο τίποτε. Ξέχασε το σπουδαιότερο θύμα της πλημμύρας.

Το καλοκαίρι εκείνο αποφάσισα να πάω να περάσω κανένα μήνα στην πατρίδα. Από την εποχή της πλημμύρας δεν είχα ξαναϊδεί τον περίφημο πατριώτη μου. Ντρεπότανε, φαίνεται, κι' ο ίδιος να με ιδή. Σαν έμαθε πως είμαι για ταξίδι, ήλθε να μ' ανταμώση, ταπεινός αύτη τη φορά και συμμαζεμμένος.

— Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Αλλά δε φταίω κ' εγώ. Η τύχη με κατατρέχει Να με σώσης και τούτη τη φορά. Να με πάρης μαζί σου, να ησυχάσω, στάγια χώματα.

Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα…

— Να κυττάξης να ησυχάσης τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλη αν κλέβη ο δήμαρχος κι' αν μαλλώνη ο βουλευτής με τον εργολάβο. Κι' αν θέλη ο παπάς να φάη γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα και το τι κάνει η γυναίκα του ενός και ταλλουνού, να μη σκοτίζεσαι. Κύτταζε τη δουλειά σου!

— Εγώ ν' ανακατευθώ πια; Κομμάτια να γίνουν όλοι τους! είπε κουνώντας το κεφάλι του. Το καταλαβαίνω και μόνος μου: Η αλήθεια είνε πικρή. Απ' το Θεό να τώβρουν. «Ουαί τω δι' ου το σκάνδαλον έρχεται».

Πέρασα ένα μήνα στο μοναστήρι. Πού και πού ερχότανε κι' ο Κυρ-
Νικολάκης.

— Αι! πώς τα πάμε, Κυρ-Νικολάκη, του λέω μια μέρα·

— Πώς να τα πάμε; Σαν τον κάβουρα. Κλεφτότοπος, παραλυσία. Χάλασαν κ' οι γυναίκες στον τόπο μας. Όλο εργολαβία και ξετσιπωσιά. «Η ανομία επληνθύνθη».

Τον αγριοκύτταξα. Δεν άργησε να με καταλάβη.

 — Έννοια σου, παιδί μου. Δεν ανακατεύομαι πια. Εδώ που τα λέμε, ο
Θεός μονάχα μας ακούει και τα ψηλά πλατάνια. Δεν ανακατεύομαι πια.

Δόξα σοι, ο Θεός, είπα μέσα μου. Καιρός ήτανε πια να ησυχάση κι' αυτός κ' εγώ.

Ήλθε η ώρα που τοιμάστηκα να φύγω. Κουβάλησα ένα μουλάρι, ένα πρωινό, φόρτωσα και τα πράμματά μου και κατέβηκα στη χώρα να πάρω το εισιτήριό μου. Τον περίμενα να φανή κάτω στο γιαλό, όπως μου είχε πει:

— Πρωί-πρωί την Πέμπτη, θα σε περιμένω στο γιαλό, να σου δώσω ένα χέρι στο μπαρκάρισμα.

Πουθενά δε φάνηκε.

— Μην είδατε πουθενά τον Κυρ-Νικολάκη; ρωτώ.

Οι βαρκάρηδες κ' οι αγωγιάτες σκάσανε στα γέλια.

— Τον Κυρ-Νικολάκη! Τώρα κι' άλλη μια φορά. Πάει δουλειά του…

— Πέθανε;

— Όχι ακόμα. Μα τον χάσαμε.

— Πού πάει;

— Λένε πως πάει στο Άγιο Όρος! μου λέει ένας βαρκάρης.

 — Κατά διαβόλου, πες καλύτερα! πετάγεται και μου λέει ένας
αγωγιάτης.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι τρέχει. Ανάμεσα Αγίου Όρους και
Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός.

— Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό;

Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό.

Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας. Ο Κυρ — Νικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν' ανοίγη την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλη σε θεογνωσία:

 — Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά.
Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσης λόγο στο Θεό.

Η χήρα άναψε απ' το θυμό της.

— Και τι σ' έβαλα εγώ; του λέει. Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστής γρήγορα να φύγης, μη σου τσακίσω το ξερό σου.

Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάση.

— Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Ον αγαπά Κύριος, παιδεύει..»

Και για να την καλοπιάση τη χάιδεψε στο μάγουλο.

Τότε ήταν που ήταν. Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές:

— Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις;

Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας. Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές:

— Δεν έρχεσαι να συμμαζέψης τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάση το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πη να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω…

Έκανε να μιλήση ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρη αράδα. Άφριζε τώρα κ' η γυναίκα του, άφριζε κ' η ξένη.

 — Είσαι και τέτοιος, παληόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν
έχομε ψωμί να φάμε!

— Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης.

— Τώρα να σε σώσω!

Βγάζει κι' αυτή το πασσούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες. Είχανε ξεκαρδιστή όλοι από τα γέλια. Βαστούσαν τα σηκότια τους. Μονάχα ο Κυρ-Νικολάκης έκλαιγε, έκλαιγε πικρά. Πρώτη φορά τον είχανε ιδεί να κλαίη έτσι. Τον έπνιγε το άδικο. Έτσι από κλώτσου, κι' από μπάτσου, πήρε τον κατήφορο. Τα παιδιά τρέχανε από πίσω του με τα γιούχα και τον κυνηγούσαν. Τράβηξε κατά τα μάτια του, χάθηκε. Κανένας δεν τον είδε. Άλλοι είπανε πως έπεσε στη θάλασσα, άλλοι πως πήρε τα βουνά, άλλοι πως πήγε στο Άγιον Όρος να καλογερέψη.

Το πιστεύω. Δεν έμενε άλλος τόπος γι' αυτόν…

Ήλθε το βαπόρι και μπαρκάρησα. Μέσα στη βάρκα ένα παιδάκι μούφερε ένα γράμμα κ' έφυγε. Τώβαλα στην τσέπη μου χωρίς να προσέξω. Σαν ξεκίνησε το βαπόρι, θυμήθηκα το γράμμα κ' έβγαλα να το διαβάσω. Ήτανε του Κυρ-Νικολάκη.

«…Εγώ, παιδί μου, να το ξέρης, πηγαίνω, κατά τα μάτια μου. Ο κόσμος πολύ με κατάτρεξε. Κανένα δεν έβλαψα. Την αλήθεια του Θεού έλεγα. Γεννηθήτω το θέλημά του. «Αντί του μάννα χολήν». Αυτός είνε ο κόσμος! Και πάλι γεννηθήτω το θέλημά του. Δεν μπορώ πια να ζήσω στον κόσμο. Πηγαίνω στο Όρος να σώσω τις αμαρτίες μου. Ο Θεός μαζί σου. Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια. Σε χαιρετώ και φεύγω. Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτου — Νικόλαος».

Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ. Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται..

Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη;

ΣΑΝ ΤΑ ΤΡΥΓΟΝΙΑ

Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας;

Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας. Ένα πρωί μια ψαρόβαρκα τον είδε να ταξιδεύη κατά την μπούκα του λιμανιού, μπρούμυτα απάνω στη θάλασσα, με το πρόσωπο βουτηγμένο στο κύμα και τα μεγάλα του άσπρα μαλλιά ανακατωμένα με τους αφρούς. Το κυματάκι, ξεψυχισμένο, έσπρωχνε ολοένα πρίμα κι απαλά το ξυλιασμένο κορμί κατά το πέλαγο, σα μονόξυλο που ταξίδευε δίχως κουπιά και καπετάνιο, μα που είχε βαλμένη τη ρότα του και τραβούσε ήσυχα και στοχαστικά το δρόμο του. Απ' τη βάρκα δεν αργήσανε να τον απεικάσουν, με όλο που δεν είχε φέξει ακόμα καλά-καλά και μια πηχτή παταχνιά σκέπαζε ολόγυρα στερηές και θάλασσες.

— Για πού νάχη βάλει ρότα τούτο το πλεούμενο; είπε ο βαρκάρης στο μούτσο του, γυρίζοντας κατά το μπροστινό κουπί, που έλαμνε νυσταγμένα και ανόρεχτα το παιδί, και σιάρισε το δικό του, για να γυρίση τη βάρκα κατά το κουφάρι, που έπλεε τώρα τρεις-τέσσαρες οργυιές ζερβιά τους.

— Ποιο πλεούμενο; είπε το παιδί, που δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του.

Και κράτησε το κουπί για να κυττάξη καλύτερα.

— Τράβα το κουπί σου! του είπε ξερά ο καπετάνιος.

Αυτός σιάριζε ολοένα, ως που βάλανε πλώρη κατά το «πλεούμενο». Με δυο κουπιές, το διπλαρώσανε.

— Παναγιά μου! Τι είναι τούτο; Άνθρωπος;… φώναξε το παιδί.

— Αμ' τι ήθελες νάναι; Σκυλόψαρο;.. έκανε ο καπετάνιος. Από τέτοια η θάλασσα, άλλο τίποτα, παιδί μου.

Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του.

 — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο
Καπετάν-Πρέκας!… Αυτός δεν είναι;

Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.

— Ο Καπετάν-Πρέκας! Δεν τονέ βλέπεις;

Ο βαρκάρης σέρνοντας το σκοινί, να το δέση στην πρύμη, σήκωσε μια στιγμή το δεξί του χέρι κ' έκανε, το σταυρό του.

— Κύριε ελέησον! Τούτο πάλι ήτανε απ' τάγραφα…

Δεν είπε άλλο λόγο. Σιγουράρησε το σκοινί πίσω στην πρύμη και ξανακάθησε στο κουπί.

 — Έλα! Τράβα να γυρίσωμε! είπε στο παιδί. Τη δουλειά μας την
κάναμε σήμερα! Πιάσαμε μεγάλο ψάρι..

Έβαλε πλώρη κατά το λιμάνι Η καταχνιά είχε αρχίσει να σκορπίζεται ολόγυρα, ο ήλιος ροδοχρύσωνε τα κύματα, πνοή δε φύσαγε από πουθενά κ' η ψαρόβαρκα έσχιζε ράθυμα τα κοιμισμένα νερά, σέρνοντας πίσω της το ασπρειδερό κουφάρι, με τα σκόρπια κάτασπρα μαλλιά, που φαντάζανε σαν ανάλαφρος αφρός απάνω στην καταγάλανη πλατωσιά, καθώς τα χάιδευε και τα γαργαλούσε η συρμή του νερού. Άλλες βάρκες, μέσα στην αυγινή κάλμα, με τα πανιά κρεμασμένα, μάταια πασχίζανε να βρούνε τον καιρό, αργοσαλεύοντας εδώ κ' εκεί στη θανατερή γαλήνη, μακραίνοντας με ράθυμα κουπιά κατά τανοιχτά και καρτερώντας με λαχτάρα ένα καλόβολο σαγανάκι, μέσα στο πηγμένο πέλαγο.

Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, πόδιζε ολοένα κατά το λιμάνι, δίχως κανένας θαλασσομάχος να βάζη με το νου του, μέσα στην πλατειά τη θάλασσα, από μακρυά κι' από σιμά, πως ένα ξόδι τούτη τη στιγμή έσχιζε, χωρίς παπάδες και ξεφτέρια, τα κύματα. Μόνο, καθώς περνούσε η βάρκα δίπλα από ένα καΐκι, φορτωμένο με κερεστέ, που μια φελούκα πάσχιζε σέρνοντας το να το βγάλη απ' τη μπούκα του λιμανιού, δυο ναύτες σκύψανε απ' το παραπέτο, κάτι ρωτήσανε, κουνήσανε τα κεφάλια, και γυρίσανε στη δουλειά τους. Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν' ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρη στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέση απ' το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κ' έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μώλο…

Η αστυνομία, που καταπιάσθηκε ανακρίσεις, άμα βγάλανε τον πνιγμένο στη στερηά, δεν ξεκαθάρισε και πολλά πράμματα. Οι γιατροί, που τον σχίσανε στο νεκροταφείο, δεν βρήκανε καμμία αιτία απάνω του, ούτε λαβωματιά, ούτε χτύπημα, ούτε άλλο σημάδι κανένα. Είπανε πως πνίγηκε, καθαρά και ξάστερα. Απ' τις μαρτυρίες των ανθρώπων, που δώκανε ανάκριση, δε βγήκε τίποτε παραπάνω. Ο Καπετάν-Πρέκας, βράδυ-βράδυ, έφυγε απ' το σπίτι του — όπως είπε μια ψυχοπαίδα, που είχανε στο σπίτι — παίρνοντας μαζί του το αρμίδι του και τα δολώματά του να πάη να ψαρέψη κάτω στο μώλο, καθώς έκανε χρόνια τώρα.

— Απ' τη μέρα, που συχωρέθηκε η ψυχομάννα, πάνε τρεις μέρες τώρα — είπε η κοπέλλα — δεν είχε βγη από το σπίτι. Εχθές είπε πως στενοχωρήθηκε μέσα στο σπίτι κ' έφυγε. Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα…

— Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος.

— Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία. Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας…

— Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμος — αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ' τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω, φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια;

Η κοπέλλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί.

— Θεός σχωρέσ' τονε! Έδειχνε ποτέ τίποτες ο χριστιανός; Αμ' αυτός καλά-καλά, ούτε την έκλαψε, που λέει ο λόγος, τέτοιαν άγια γυναίκα. Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου…

Ο αστυνόμος άκουγε βαρετά κι' ανόρεχτα, με συχνά χασμουρητά. Καταλάβαινε πως η ανάκριση ήτανε για τον τύπο. Για έγκλημα ούτε ιδέα! Νταραβέρια ο Καπετάν-Πρέκας δεν είχε με κανένα, κακό άνθρωπου δεν είχε κάνει ποτές του και λίγοι μέσα στο νησί ήτανε τόσο αγαπημένοι και καλοδεχούμενοι παντού σαν κι' αυτόν. Τι ήθελες να γίνη λοιπόν; Καθώς ήτανε σκυφτός στο μώλο, απάνω στο αρμίδι του, θα τον πήρε ο ύπνος, θάγυρε το κορμί του μπροστά και θάπεσε στη θάλασσα. Ψυχή στο μώλο δεν ήτανε τέτοια ώρα. Κάτι άλλα γεροντάκια που ψαρεύανε πάντα μαζί τον, του κάνανε παρέα κάμποση ώρα κ' ύστερα φεύγανε. Αυτός πάντα έμενε τελευταίος, Αυτά τα ήξερε όλο το νησί κι' απ' την ανάκριση, που έγινε, βεβαιωθήκατε. Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μώλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι' αδύναμος, πάλαιψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώση. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.

— Αυτά λοιπόν, παιδί μου… ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της.

— Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια! Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος… Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε. Έλεγε πως δεν την αγαπάει, πως δεν την πονεί, μαθές, όπως αγαπάνε και πονούνε οι άλλοι άντροι τις γυναίκες τους. Θεός σχωρές' τον, μα…

Η γλώσσα του θηλυκού είχε πάρει δρόμο κ' έκοβε κ' έρραβε. Ο αστυνόμος την αντίσκοψε.

 — Καλά, παιδί μου! Αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Φτάνει Σύρε στο
καλό…

Και γυρίζοντας κατά τον γραμματικό, πούγραφε, του είπε:

— Περί αυτοκτονίας, ούτε ιδέα! Τι λες κ' εσύ;

— Σύμφωνος! είπε ο γραμματικός.

Και οι ανθρώποι της Εξουσίας, ευχαριστημένοι απ' τη δουλειά τους και ήσυχοι, πως οι σκοτούρες τους τελείωναν ως εδώ, κλείσανε τα χαρτιά τους, με χασμουρητά, και σηκώθηκαν να κατεβούνε στον καφενέ.

Μα και κανένας δεν πολυσκοτίσθηκε να μάθη το πώς και το γιατί πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας. Λεφτά δεν είχε, ούτε κληρονόμους για να σκαλίσουν τη δουλειά, να βάλουν υποψίες με το νου τους και να μαλλιοτραβηχθούν γύρω απ' τον ξαφνικό θάνατό του. Και μια φορά που η Αστυνομία, που τα ξεψαχνίζει όλα και βγάζει την αλήθεια μέσ' απ' το πηγάδι, είπε καθαρά και ξάστερα, πως ό,τι γίνηκε, γίνηκε από κακή ώρα, έλειψε και η περιέργεια του κόσμου και μαζί με τον τάφο του Καπετάν-Πρέκα κλείσανε και τα στόματα των γυναικών στις γειτονιές και τους αυλόγυρους.

Αν ήτανε νέος, παλληκάρι, ο Καπετάν-Πρέκας, θα μπορούσε να πη κανένας πως ο ξαφνικός του θάνατος, τρεις μέρες ύστερ' απ' το θάνατο της γυναίκας του, δεν ήτανε, που λέει ο λόγος, από Θεού. Ποιος ξέρει! Είνε κι' αντρόγυνα που μοιάζουνε σαν τα τρυγόνια…

— Όμως στον καιρό μας, — όπως έλεγε κ' η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, η γρηά η κλησάρισσα του Άη-Παντελεήμονα, φιλόσοφος παρανόμι και πράμμα, — στον καιρό μας, παιδί μου, τέτοια πράμματα δεν γίνονται πια. Οι χηρευάμενοι, παιδί μου, τώρα πούγινε άσπρος ο Χάρος, παχαίνουν και φουσκώνουν, σαν τα καπόνια, κ' οι χήρες, όταν έρχωνται στην εκκλησιά για τα σαράντα, έχουνε διπλά προγούλια. Στα κόλυβα του χρόνου πια, μην τα ρωτάς, παιδί μου! Τύφλα νάχουνε όλα τα μαντζούνια κι' όλα τα κουκουνάρια του κόσμου, μπροστά στη θλίψι της χηρείας. Μονάχα οι μαννάδες απομείνανε, συφορά τους! να κλαίνε τα πεθαμμένα τους παιδιά…

Όσο για τον Καπετάν-Πρέκα ούτε λόγος να γίνεται. Γέρος άνθρωπος, ένα σάψαλο εκεί, σαράντα χρόνια παντρεμμένος, αυτό τούλειπε. Να πάη ν' ανταμώση την τρυγόνα του!

— Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν τουρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ' όσα του ήτανε γραφτό να ζήση, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ' το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρή το μαύρο πουκάμισο ο παληόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου…

Ωστόσο ο Καπετάν-Πρέκας θάφτηκε δίπλα στη γρηά του, κι' αν δεν μοιράστηκε μαζί της το υστερνό κρεββάτι, μοιράστηκε τον ήσκιο ενός γέρικου πεύκου.

— Κρίμα! είχε πει η γρηά Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, που δεν ήτανε βολετό ν' ανοίξουνε το λάκκο της γρηάς του και να της τον βάλουνε στην αγκαλιά της. Να κοιμηθούνε σαν τα τρυγονάκια, τα πουλάκια μου!…

— Λοιπόν! νακούσης αυτό που σου λέω εγώ. Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του!

Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που τούχε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με ταληθινό του τόνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι' ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε. Μα καλαφάτηδες με το ίδιο τόνομα ήτανε κι' άλλοι. Για να τον βρης έπρεπε να γυρέψης τον Γιάννη τον Μακαρίτη. Να πούμε την αλήθεια, δεν τούμοιαζε καθόλου για μακαρίτης. Ολοστρόγγυλος, καλοθρεμμένος, ροδοκόκκινος, με κάτι μάτια γεμάτα φωτιά και πονηρία ήτανε ζωντανός απ' τους πιο ζωντανούς. Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε…» κ' έκοβε την κουβέντα. Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση.

Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ…

Και ξαναχτύπησε τη γροθιά του, κάνοντας να ξεχειλίση μια κανάτα, γεμάτη μπρούσκο κρασί, απιθωμένη καταμεσής του τραπεζιού.

 — Εβίβα! του είπε ο Ρήγας του Μαθιού, ένας βαρελτζής απ' την
Κούμη, που τον συντρόφευε. Και σήκωσε το ποτήρι του.

 — Γιατί τάχα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Σου φαίνεται παράξενο
τάχα;

 — Βρε βάλε να πιούμε, ξαναείπε ο Ρήγας του Μαθιού. Λόγια σαπέρα
θα λέμε τώρα;

Και χτύπησε το αδειανό του ποτήρι στο τραπέζι, σκουπίζοντας με το ζερβί του τα δασά του μουστάκια.

 — Καλά, Μαστρο-Ρήγα! έκανε πειραγμένος ο Γιάννης. Με
συμπαθάς… Σα με πήρες για παλαβό, που δεν ξέρω τι λέω…

Ο Ρήγας του Μαθιού χαμογέλασε πρόσχαρα.

— Σαν το θέλης, μωρέ μάτια μου, έτσι είναι. Μήπως είπα το ενάντιο; Θα κακοκαρδίσωμε τώρα για το μακαρίτη τον Πρέκα; Σα βαρέθηκε τη ζωή του και πήρε βουτιά στο μώλο, λογαριασμός δικός του! Ας δώση λόγο εκεί που βρίσκεται. Μετρημένα μονάχα τα λόγια σου, να μην πάνε σταυτιά της Εξουσίας και σε σέρνουνε στην Ανάκρισι…

— Την Εξουσία να την απαυτώσω, μουρμούρισε ο Γιάννης, με συμπάθειο! Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ' τη μύτη της…Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ' ακούσης, πως ο Καπετάν- Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξη τον καϋμό της γρηάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας!

Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια.

— Σου το μήνυσε; είπε.

Ο Γιάννης ο Μακαρίτης πετάχθηκε απάνω θυμωμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και τράβηξε ένα μικρό πραμματάκι από μέσα.

— Το βλέπεις αυτό;

— Ένα δαχτυλίδι.

— Το δαχτυλίδι του Καπετάν-Πρέκα. Τι λες τώρα;

— Πώς βρέθηκε στα χέρια σου;

— Δική μου δουλειά. Το βρήκα στο μώλο…

— Γιατί δεν τώδωκες στην Εξουσία;

— Την Εξουσία σου είπα την έχω απαυτώσει. Το δαχτυλίδι θα πάη στην εικόνα, που μου παράγγειλε.

Ο Ρήγας του Μαθιού τον κύτταξε τώρα στα μάτια σα χαζός.

— Τώξερες λοιπόν, θεοσκοτωμένε;

— Δεν ήξερα τίποτε, που να ξεραθώ! Εκείνο το βράδυ τον αντάμωσα που τραβούσε κατά το μώλο. «Άκου, συμπέθερε! μου λέει Πάρε τούτο το δαχτυλίδι. Εμένα τα δάχτυλά μου φυράνανε κ' εκεί που ψαρεύω με παίρνει καμμιά φορά ο ύπνος και θα μου πέση στο γιαλό. Φύλαξε το και μου το δίνεις ταχειά». Μούδωκε το δαχτυλίδι και με καλονύχτησε. Σε λίγο κοντοστάθηκε: «Άκου, συμπέθερε! Τι να το κάνω τώρα το δαχτυλίδι, σαν έχασα τον άνθρωπό μου; Αν περάσης από καμμιά εκκλησία, κρέμασε το της Παναγιάς, για το συχώριο της Μαριγώς…» Και ως που να καταλάβω, κατηφόρισε βιαστικά. Έκανα να του μιλήσω, μα δε στάθηκε ν' ακούση… είχε σκυμμένο το κεφάλι του και κατηφόριζε σαν να τον κυνηγούσαν.

— Τι λες, βρε παιδί; έκανε ο Ρήγας του Μαθιού, σκυμμένος απάνω στο δαχτυλίδι, τριμμένο απ' την πολυκαιρία και φτενό-φτενό σα χαλκαδάκι.

— Πιστεύεις τώρα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης.

Ο Ρήγας του Μαθιού έκανε το σταυρό του.

 — Όλα γίνονται στον κόσμο, Γιάννη παιδί μου. Τι να πω κ' εγώ;…
Θα πιούμε άλλο;

Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του.

— Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.

ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΛΑ

Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

— Δυο μέρες αλισβερίσι! είπε. Παραβιάστηκε να πεθάνη ο χριστιανός.

Ως το βράδυ, το βασίλεμμα, απ' το λεβέντικο κορμί και τη χαρούμενη καρδιά του Πέτρου δεν είχε απομείνει άλλο μέσα στο μαγαζάκι παρά ένα όνομα κ' ένας καϋμός.

Μέσ' απ' τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού, πίσω στο μικρό περιβολάκι, κάτω απ' τη φουντωτή λεύκα, τρεις χαροκόποι κι' ο παραγυιός του Πέτρου κάνανε την &παρηγοριά&. Ήτανε η τακτική παρέα του μακαρίτη. Μονάχα γι' αυτούς άνοιξε σήμερα η κάνουλα κι' άναψε το τετράγωνο φανάρι, κρεμασμένο από ένα κλαδί της λεύκας. Το σκαμνί του Πέτρου μονάχα ήτανε αδειανό απόψε κ' ένα ποτήρι γεμάτο στη θέσι του.

— Ψεύτικος κόσμος, π' ανάθεμά τον! είπε ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης ο μαραγκός.

— Ό,τι φάη κι' ό,τι πιή κανένας… αναστέναξε ο Θανάσης ο Βιόλας ο παπλωματάς, σκύβοντας τολοστρόγγυλο κεφάλι του απάνω στην ολοστρόγγυλλη κοιλιά του.

 — Κι' ό,τι αγαπήση! είπε με ψιλή φωνούλα ο Μαθιός ο γυρολόγος,
τραγουδιστής με τόνομα και μερακλής ακουσμένος.

Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του.

Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του. Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές.

— Λεβέντικο δέντρο!… έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του. Σαν νοιώση τη δροσιά του μες στη ρίζα του, αναγαλλιάζει η φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γλυκοσαλεύουνε και γλυκοτραγουδούνε. Μερακλίδικο δέντρο, μα την πίστι μου! Μόνο φωνή που δεν έχει να σου μιλήση σαν άνθρωπος.

Ο Μαθιός ο γυρολόγος σήκωσε, το γεμάτο ποτήρι, που ήτανε στη θέσι του μακαρίτη, και το άδειασε στη ρίζα του δέντρου.

 — Έτσι συνήθιζε να το κάνη ο καϋμένος ο Πέτρος, είπε. Ας
ευχαριστηθή η ψυχή του εκεί που βρίσκεται.

Οι άλλοι χαμογελάσανε πικρά.

— Παράξενο σου φαίνεται; ξαναείπε ο Μαθιός. Άνθρωπος και δέντρο ένα πράμμα είνε. Όπως συνηθίση κανένας. Άλλα δέντρα διψάνε το νερό και τούτο διψάει το κρασί.

— Αλλοίμονο! είπε ο Θανάσης ο Βιόλας. Ο άνθρωπος πάει και τούτο μένει Ποιος το ξέρει; Όλοι μας θα πάμε και τούτο θα βρίσκεται ακόμα. Θα ψηλώνη και θα θεριέβη. Άλλοι θαρθούν να πιούνε κι' άλλοι να τραγουδηθούνε στον ήσκιο του.

Τσουγκρίσανε τα ποτήρια: «Θεός σχωρέσ' τονε!»

— Έννοια σου και τίποτε δε θα μείνη σε τούτον τον κόσμο! είπε σιγά και θλιβερά ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης. Έχουνε και τα δέντρα τη μοίρα τους. Άλλα το τσεκούρι, κι' άλλα ταστροπελέκι, κι' άλλα το σκουλήκι στη ρίζα. Αυτό είνε το χειρότερο. Ο κρυφός καϋμός…

 — Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το
σκουλήκι στην καρδιά.

 — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ
έλεγα πως χωράτευε.

 — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την
αγαπούσε τηνέ ξέχασε.

Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

— Ωχ! καϋμένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμμένους γυρεύεις; Δε στρήβεις το καντούνι να τηνέ ιδής! Στο παραθύρι κάθεται και… «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι.

Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τάδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος.

— Και τι με τούτο; είπε. Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα;

— Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.

Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε.

 — Τι θέλεις να μας πης, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι' αγαπάη το
Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρης του λόγου σου.

Ο Μαθιός κοκκίνησε ως ταυτιά.

 — Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν'
αγαπήση όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.

 — Δεν ταφίνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλλοί σ' αυτόν που
χάθηκε.

Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι.

— Θεός σχωρέσ' τονε!

Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ' έναν αναστεναγμό,

— Ψεύτικος κόσμος! Ας τονε να πάη να χαθή.

Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Η φωνή του τρεμουλιαστή, διάφανη, κρουσταλλένια, γέμισε τη νύχτα με μια γλύκαν ασύγκριτη. Έκρυβε τέτοιο παράπονο μέσα της, που μπορούσε να ραγίση και τα λιθάρια. Ολονών τα μάτια βουρκώσανε.

— Έτσι ντε! Ψαλτικά μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Ναναγαλλιάση κ' η ψυχή του μακαρίτη, εκεί που βρίσκεται.

Ο Μαθιός αναστέναξε. Ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του και κυττάζοντας κατά τον ουρανό με τα μεγάλα, λιγωμένα μάτια του, ξανάρχισε με μια φωνή πιο τρεμουλιαστή τώρα, μια φωνή παθιάρα, με κάτι παραπονετικά παιγνίδια, σα λάλημ' αηδονιού. «Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σποδός. Πάντα σκιάς ασθενέστερα. Πάντα ονείρου απατηλότερα».

Γυρίσανε όλοι και τονέ κύτταξαν με μάτια βουρκωμένα. Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους.

Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «…Πάντα ονείρου απατηλότερα».

Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του. Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ' το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκειά και κρουσταλλένια:

«Ωχ! Αγγελικούλα μου!»

Όλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι' αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβύσει ανάμεσα στα κλαδιά. Και το φουντωτό δεντράκι, που τώχε φυτέψει ο Πέτρος ο Βάγιας με τα χέρια του, απλωνότανε τώρα σα μαύρο, βουρκωμένο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των χαροκόπων.

ΑΝΤΡΟΓΥΝΟ

Δώδεκα παιδιά είχε αποκτήσει ο μακαρίτης ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το Μοσχαδώ· έξη αρσενικά και έξη κορίτσια. Υστερνός από όλους ο Μοναχάκης. Ο Μοναχάκης ο μικρός, ο χαδούλης, με τόνομα. Ιδιος κι' απαράλλακτος ο πατέρας του. Είπε και τον έκανε.

— Τούτο είνε το δικό μου παιδί, έλεγε ο γέρος, χωρατεύοντας κάποτε τις καλές μέρες, που μαζεύονταν όλοι αρσενικοί και θηλυκοί, ένα τσούρμο παιδιά και αγγόνια, στο σπίτι του Μαστρο-Αποστόλη. Κανένας σας μαθές δε μούμοιασε ούτε στη λεβεντιά, ούτε στη γνώμη. Μοναχάκης και πάλε Μοναχάκης. Καλόγνωμος και στοχαστικός σαν τον πατέρα του. Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πης κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα.

Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τάφερνε γύρω για να θυμηθή πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του.

— Έτσι ήμουνα κ' εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω. Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε! Τριάντα χρόνια ζήσαμε μαζί, μονιασμένοι και αγαπημένοι· ψυχρό λόγο δεν άκουσε ο ένας από τον άλλον. Το Μοσχαδώ απάνω, το Μοσχαδώ κάτω. Κ' εκείνη τον Αποστόλη της. Άλλος από τον Αποστόλη δεν ήταν στον κόσμο. Μια μέρα να μη την έβλεπα, έχανα τον κόσμο. Ο Θεός μας έδωκε με το τσουβάλι τα παιδιά. Γέμισε το σπίτι παιδιά. Το Μοσχαδώ τίποτε! Πρώτα ο Αποστόλης κ' ύστερα όλα τα παιδιά. Κ' εγώ πάντα κοντά της. Τη δουλειά μου στο σπίτι την είχα. Στον αυλόγυρο όλη την ημέρα. Τα βαρέλια εκεί, οι ντούγες, τα τσέρκια, τα σύνεργα όλα στον αυλόγυρο. Ντακ και ντουκ όλη την ημέρα. Δεν περνούσε ώρα να μην έρθη το Μοσχαδώ κοντά μου. Όλο και κάτι εύρισκε να με ρωτήση. Πότε για τα παιδιά, πότε για το φαΐ, πότε για το ένα, πότε για το άλλο. Εγώ το καταλάβαινα. «Μοσχαδώ, σου το είπα, στιγμή δεν μπορείς να κάνης χωρίς εμένα». Κ' εκείνη θύμωνε μαθές, Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε και μούλεγε: «Την όρεξί σου έχω…» κ' έφευγε τάχα κακιωμένη. Και πάλι να σου την! Όταν τελείωνα τη δουλειά, με λυπότανε κάποτε και μούλεγε: «Δεν πας και συ μαθές, Αποστόλη, στον καφενέ, να ξεσεκλετισθής, να πάρης τον αέρα σου. Σε βαρέθηκα να σε βλέπω…» Στον καφενέ! Τι να κάνω στον καφενέ; «Στα καρφιά κάθεται ο Αποστόλης, μου λέγανε στον καφενέ. Άιντε πήγαινε, Αποστόλη, να μη σε δείρη η γυναίκα σου!…» Καλότυχοι, τόσο ήξεραν, τόσο έλεγαν… Πάνε κείνα τα χρόνια. Μου την πήρε ο Θεός, δόξα νάχη τόνομά του. Από τότε δεν είμαι στον κόσμο τούτο· είμαι από τον άλλον κόσμο. Ζωντανός και πεθαμμένος. Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν' ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να τώχετε, κανένας να μη με κλάψη. Κόκκινα ναντυθήτε…

Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν:

— Μέρα που είνε, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είνε γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα.

— Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κ' εγώ, έλεγε ο γέρος. Μα έτσι, σαν κουβεντιάζω για τη μάννα σας, θαρρώ πως την έχομε μαζί μας στο τραπέζι, μέρα που είνε.

Και γύριζε πάλε στον Μοναχάκη, σκουπίζοντας τα μάτια του.

— Να, τούτος, μούμοιασε, ο Μοναχάκης. Ιδιος κι' απαράλλακτος. Καλόγνωμος και πονετικός σαν κ' εμένα. Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρη. Όπως έζησα εγώ με τη μακαρίτισσα τη μάννα σας, άμποτε να ζήση κι' αυτός. Μονοιασμένα κι' αγαπημένα. Ο Θεός μόνο να μη του δώση το κακά που είδανε τα μάτια μου. Μαζί να ζήσουν και μαζί να πεθάνουν, να μην ιδούνε χωρισμό τα μάτια τους.

Ο Μοναχάκης κατέβαζε τα μάτια του.

 — Δεν παντρεύομαι εγώ, πατέρα. Εγώ θα γηροκομήσω με το Κυρατσώ.
Τώχομε ειπωμένα.

Το Κυρατσώ, η μεγαλύτερή του αδελφή, χηρεμμένη από χρόνια, που τον είχε αναστήσει στα χέρια της, τον χάιδευε στην πλάτη.

— Μαζί Μοναχάκη, μαζί θα γηροκομήσωμε.

Όταν έφυγε ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης ν' ανταμώση τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το κομπόδεμα τάφησε στον Μοναχάκη. «Ό,τι έχω και δεν έχω για το Μοναχάκη είνε. Τάλλα τα παιδιά πήραν το δικό τους». Ο Μοναχάκης σαν πήρε το κομπόδεμα, κάμποσα κολονάτα, ξεμπαρκάρησε από τη μπομπάρδα του γαμπρού του, που ήταν τσαρμαρισμένος, λοστρόμος άξιος με τόνομα, κ' ένα πρωί μπαρκάρησε για τη Σκιάθο.

 — Αφίνομε υγεία, είπε στο Κυρατσώ, την αδελφή του. Άλλαξα γνώμη.
Πάω στο Σκιάθο να παντρευτώ.

Το Κυρατσώ ξαφνίστηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβη. Στη Σκιάθο! Γιατί μαθές στη Σκιάθο; Χαθήκανε τα κορίτσια στη Σκόπελο;

 — Δεν έχομε μαθές, Μοναχάκη, κορίτσια στο Σκόπελο; Οι
Σκιαθίτισσες πλιο σου πήρανε την καρδιά σου;

Ο Μοναχάκης χαμογέλασε.

— Καλό και άξιο το Σκόπελο και τα κορίτσια του. Μα το ταίρι που θέλει ο Μοναχάκης δε βρίσκεται στο Σκόπελο.

Σα βγήκε στη Σκιάθο ο Μοναχάκης, η καρδιά του λαχτάρησε. Κάτω στο καρνάγιο καμαρωτό και περήφανο, έτοιμο να πέση στη θάλασσα, με την αρματωσιά του λεβέντικη, στεκότανε απάνω στα σκαριά, ένα καινούριο μπρίκι. Έλεγες πως ζητούσε να ξεφύγη μόνο του από τα σκαριά, να γλυστρήση στο γιαλό και να σχίση τη θάλασσα. Η καρδιά του Μοναχάκη λαχτάρησε.

 — Νάχω την ευχή του πατέρα μου! Να την η νύφη που μου πρέπει.
Καλή και μπιστεμμένη, άξια και ώμορφη.

Μια και δυο κίνησε και πήγε στο σπίτι της Μαχούλας της αδελφής του. Ο γαμπρός του, ο πρώτος μάστορης στη Σκιάθο. Ο Μαστρο- Γιαλής με τόνομα. Τα καλύτερα καράβια της Σκιάθος από τα χέρια του περάσανε — ο Μαστρο-Γιαλής με τα χρυσά τα χέρια. Η δόξα του στα πέλαγα τριγύριζε. Όταν λέγανε οι μαρνέροι, αγναντεύοντας στο πέλαγο, «σκιαθίτικο καράβι», κολλούσανε τα χείλια τους. Μαστρο- Γιαλής και πάλε Μαστρο-Γιαλής. Άλλος μάστορης σαν αυτόν δε στάθηκε. Χρυσά χέρια. Άνθρωπο μονάχα δεν μπορούσε να σκαρώση με τα χέρια του. Ο Μοναχάκης μια και δυο στην αδελφή του. Τους βρήκε που τρώγανε ψωμί. Δεν ξέρανε τι να του κάνουν. Ο Μοναχάκης ο χαϊδεμμένος, ο Μοναχάκης «ο μικρός», όπως τον έλεγαν, ο Μοναχάκης ο καλόγνωμος! Θυσία τα πάντα για τον Μοναχάκη. Σα φάγανε και ήπιανε, ο Μοναχάκης στριφογύρισε μια το κομπολόι στον αέρα.

— Κάτι θα σου πω, Γιαλή, είπε.

— Ό,τι θέλεις, Μοναχάκη. Χατήρι δικό σου δε χαλάει.

— Το μπρίκι πούχεις στα σκαριά κάθισε στην καρδιά μου.

— Το καμαρώνω εγώ που τώκανα, είπε ο Γιαλής. Πετυχημένο καράβι Όλα δεξιά μου ήρθανε σε τούτο το καράβι Δε βαρυγκώμησα μια στιγμή απάνω του. Ο κερεστές του τεφαρίκι· τα ξάρτια του βασιλικά· τα καρφιά του μαλαματένια. Λες και χλιμιντράει σαν το άτι απάνω στα σκαριά. Καμαρωτό σαν κοπέλλα. Την ξέρεις την παραξενιά μου, καράβι δεν παίνεσα ως τα τώρα, που βγήκε από τα χέρια μου. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος δε βγαίνει μπροστά στην «Αθηνά»,

— Άκουσε, Γιαλή, είπε ο Μοναχάκης, μετρώντας στοχαστικά τις χάντρες του κομπολογιού του. Τηνέ θέλω την «Αθηνά». Για ποιόν την έχεις σκαρώσει;

Ο Γιαλής πετάχτηκε από το σκαμνί του.

— Έλα μαζί, Μοναχάκη. Τυχερό σου θα είνε. Πάμε να βρούμε τα παιδιά του Καπετάν-Τσοβού. Τον έχεις ακουστά τον Καπετάν- Τσοβό. Γι' αυτόν την έχω σκαρωμένα. Ο Καπετάν-Τσοβός πέθανε τις προάλλες, στο τελευταίο του ταξίδι στην Οδέσσα, μέσα στο μεγάλο του το μπάρκο την «Ευαγγελίστρια». Πούντιασε και πέθανε. Τα παιδιά του τώχουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια.

Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του.

— Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρης καμμιά κοπέλλα!

Ο Μοναχάκης χαμογέλασε.

— Κοπέλλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος!….

…. Ανήμερα τ' Άη-Γιαννιού η «Αθηνά», καμαρωτή και περήφανη, με γάπιες και παπαφίγκους, έβγαινε πρίμα από το λιμάνι για το πρώτο της ταξίδι. Καπετάνιος ο Μοναχάκης ο Κουμιώτης. Όλο το νησί είχε κατεβή κάτω στο γιαλό. Ο Μαστρο-Γιαλής κάτω στην αμμουδιά κουνούσε το μεγάλο κόκκινο μαντήλι του.

 — Ώρες καλές! Καλορρίζικα, Μοναχάκη! Την καλύτερη κοπέλλα της
Σκιάθος εσύ την πήρες. Να ζήσετε και να γεράσετε…

Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του.

— Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά!

Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο. Οι κοπέλλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυιαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο.

— Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια…

Τριάντα χρόνια — μια ζωή — κυβέρνησε ο Καπετάν-Μοναχάκης την «Αθηνά». Ο Καπετάν-Μοναχάκης πάντα άξιος και καλόγνωμνος, η «Αθηνά» πάντα καλοθάλασση και προκομμένη. Ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς. Η «Αθηνά» και πάλε «Αθηνά». Πάντα ταξίδια, πάντα φουρτούνες. Τον Μοναχάκη δεν τον σήκωνε το λιμάνι Σαν καθότανε μια βδομάδα στο λιμάνι ο Μοναχάκης αρχίζανε να τον τρων τα νύχια του.

— Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω,

Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε.

— Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Οι αδερφάδες του, τανήψια του, τα ξαδέρφια του — δώδεκα παιδιά είχε κάνει ο μακαρίτης ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, ο πατέρας του, με τη μακαρίτισσα το Μοσχαδώ τη γυναίκα του — ένα σόι τρικούβερτο, τον σταύρωναν.

— Σε καλό σου, Μοναχάκη… Κάτσε να κάνωμε Λαμπρή μαζί, κάτσε να κάνωμε Χριστούγεννα.

Αυτός τίποτε.

— Τι με θέλετ' εμένα; Δόξα σοι ο Θεός, ένα τσούρμο παιδιά και θυγατέρες έχετε. Τι με θέλετ' εμένα;

Και πάντα στο καράβι. Εκεί να φάη, εκεί να κοιμηθή. Καμμιά φορά ξεγελειόταν κ' έτρωγε ψωμί με τους δικούς του. Στα καρφιά καθότανε.

— Στρώσε να κοιμηθής, Μοναχάκη. Μέλι μαθές έχει το καράβι; Νύχτα ώρα, σκοτάδι, που θα πας, χριστιανέ μ', στο λιμάνι; Γέρος άνθρωπος είσαι· θα πέσης να τσακιστής.

Αυτός τίποτε.

— Η γρηά περιμένει Καλή σας νύχτα… κ' έφευγε.

Η αδερφή του η μεγάλη, το Κυρατσώ, τον πείραζε.

— Καλά έκανες και δεν παντρεύτηκες, Μοναχάκη. Θα σε χώριζε η γυναίκα σου…

Στον καφενέ το ίδιο. Κάτω στο γιαλό ήταν ο καφενές του Καπετάν- Πεφάνη. Μια φορά, στον καλό καιρό, ήτανε ανεμόμυλος. Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας, απάνω από το χάλασμα. Ο Καπετάν-Πεφάνης, σαν τσάκισε κανένα δυο γολέττες κι' άλλα τόσα μπρίκια, τσάκισε κι' αυτός στο τέλος, πρίστηκαν τα πόδια του, πέρασε από την Επιτροπή, είδαν κ' οι γιατροί τα χάλια του και τον λυπήθηκαν — πήρε τη σύνταξί του. Κι' από καπετάνιος έγινε καφετζής στον ανεμόμυλο. Στον καφενέ του μαζευόντουσαν όλα τα γεροντάκια, όλοι οι καραβοτσακισμένοι Πίνανε τον ναργιλέ τους και τρίβανε τους ρεμματισμούς τους, θυμάμενοι τα παληά τους. Ο Καπετάν-Πεφάνης έφκιανε και κάτι μπλάστρια για τους πόνους, με λιβάνι και τρεμεντίνα, ένα κ' ένα για τους ρεμματισμούς. Κι' από τότε πούβαλε μπροστά την καινούργια τέχνη, οι δουλειές του πήγαιναν καλά. Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε ταπομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρη τον ναργιλέ και ν' ανταμώση τον ξάδερφο του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, παρμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν- Μοναχάκης και τον έκανε χάζι. Ο Γιαννιός το ίδιο. Σαν τον έβλεπε και κατέβαινε, άρχιζε τα χωρατά.

— Ακόμα εδώ είσαι, Μοναχάκη; Παρακάθησες. Πότε θα σαλπάρης;

— Δε μας σηκώνει η στερηά, Γερο-Μελιγκόνη. Όσο βαστάμε θα ταξιδεύωμε.

Ο Γιαννιός τον πείραζε πάλι

 — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και δεν το κατάλαβες. Με τα
μπλάστρια του Καπετάν-Πεφάνη πολεμάς να βασταχτής.

Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνη πούλησι του Καπετάν-Πεφάνη.

— Δίκηο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κ' εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στερηά.

Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη! Φουμάριζε τον ναργιλέ του και το νου του στο καράβι. Όξω χαλούσε ο Θεός τον κόσμο, ο άνεμος ξερρίζωνε τα δέντρα, η θάλασσα έβραζε όξω, ο Μοναχάκης χαμπάρι.

— Αφίνομε υγεία, ξάδερφε. Καιρός να σαλπάρωμε.

Ο Μελιγκόνης έκανε το σταυρό του.

 — Έλα Χριστέ και Παναγιά. Βρήκες πάλι τον καιρό να ταξιδέψης, με
την ισημερία!

Ο Καπετάν-Μοναχάκης τίποτε. Δεν είχε βαστημούς. Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε…

Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ.

 — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου
σου.

Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του.

 — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά
να πέσης θα γλυτώσης.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης κατέβαινε πάλι στον καφενέ. Ο Γερο-
Μελιγκόνης άρχιζε πάλι.

— Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και γνώσι δεν έβαλες.

— Ας είνε καλά τα μπλάστρια του καπετάν-Πεφάνη. Μπλάστρια εγώ και μπλάστρια η «Αθηνά» καλά βαστειόμαστε για την ώρα. Είμαστε τώρα και οι δυο φρεσκοπαλαμισμένοι. Την παλάμισα την «Αθηνά» στο Σκιάθο, με παλάμισε κ' εμένα ο Γερμανός ο γιατρός μ' ένα σπίρτο σ' όλους τους αρμούς, και ξανανοιώσαμε. Ταχειά πάλε σας αφίνομε υγεία.

Και πάλι σάλπα ο Μοναχάκης.

— Τριάντα χρόνια, μια ζωή! αυτή η δουλειά γίνεται, έλεγε στον καφενέ ο Γερο-Μελιγκόνης. Ήμουν νιός και γέρασα, θαλασσοπνίγηκα, τσακίστηκα, παντρεύτηκα και χήρεψα, παιδιά έκανα και παιδιά έθαψα, τρία καράβια πέρασαν από τα χέρια μου και πάνε κατά διαβόλου, σπίτια είχα και σπίτια ξέκανα, εληές είχα και ξεράθηκαν, ζωντανά και ψόφησαν, και ο Μοναχάκης Μοναχάκης και η «Αθηνά» «Αθηνά». Δόξα νάχη ο Θεός! Να ζήσουνε και να γεράσουνε!

Τριάντα χρόνια παλέψανε με το χάρο ο Καπετάν-Μοναχάκης με την «Αθηνά». Μαζί περάσανε φουρτούνες και μπουνάτσες, ημέρες καλές και μαύρες ημέρες. Μια ζωή ουρανό και θαλασσα. Χίλιες φορές άνοιξε το κύμα να τους καταπιή και χίλιες φορές χαιρέτησαν με λαχτάρα τα λιμάνια. Κόσμο και ντουνιά γυρίσανε μαζί. Μπόρες και νεροποντές, κάλμες και καταχνιές, αστροπελέκια και σύφουνες, όλα μαζί τα πέρασαν. Των τράκων οι λαχτάρες και της ξέρας τα παραμονέματα και της φωτιάς η τρεμούλα μαζί τους γέρασαν. Η ξενητειά μαζί τους μάρανε και η πατρίδα μαζί τους καλωσώρισε. Τριάντα χρόνια μια ζωή! Κ' έλεγε καμμιά φορά, ολόρθος, πίσω στο κάσσαρο, ο Καπετάν- Μοναχάκης στριφογυρίζοντας στον αέρα το κομπολόγι του και μασώντας το μουστάκι του:

— Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Μαζί γεράσαμε, μαζί θα πεθάνωμε.

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της.

— Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη.

Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε. Άμα καλυτέρεψε λιγάκι, τούδωκε δρόμο. Σαλπάρησε για την πατρίδα. Αφήκανε τη Μαρσίλια με καλόν καιρό. Απόξω από το Σπαρτιβέντο ο καιρός άρχισε να χαλάη τα μούτρα του, Το γύρισε στη νοτιά. Στην αρχή ο σορόκος αδύνατος με κουφοθάλασσα. Όσο πήγαινε άρχισε να δυναμώνη. Η «Αθηνά» ταξίδευε παλληκαρίσια με τις κάτω γάπιες, καβαλλίκευε το κύμα σαν άτι. Ο καιρός όλο και δυνάμωνε. Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται.

— Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης ακουμπησμένος πάντα πίσω στην κουπαστή, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο σαν να μετρούσε ένα-ένα τα κύματα να τελειώσουν: «πάει και τούτο, πέρασε κι' αυτό», τα κύματα τα ατέλειωτα, που καταποδιαστά το ένα κυνηγούσε το άλλο, ξαφνίστηκε απ' τη φωνή του λοστρόμου, σαν να του χαλούσε το μέτρημα. Γύρισε και τον κύτταξε.

— Τη δουλειά σου! είπε.

Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλυστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτή από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλη:

— Τη δουλειά μου;… τη δουλειά μου.

Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι. Ο Καπετάν-Μοναχάκης στη θέσι του μουσκεμμένος ως το μεδούλι, ροκανίζοντας καμμιά γαλέττα στο πόδι, άγρυπνος τώρα δυο νύχτες. Τα κόκκαλά του αρχίνησαν να τον πονούν. Κάθε τόσο κατέβαζε τα χέρια του ξαφνικά, σαν να τον τρυπούσαν με καρφιά, κ' έτριβε μαλακά-μαλακά τα μεριά και τα γόνατα.

 — Δεν πας να γύρης λίγο, καπετάνιο; Θαρρωστήσης, του είπε ο
τιμονιέρης ένα-δυο φορές.

 — Δεν έχω ανάγκη, παιδί μου. Έννοια σου, βαστάω ακόμα, έλεγε ο
Καπετάν-Μοναχάκης.

Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός έγινε ξόδι. Ο Καπετάν-Μοναχάκης φώναξε το λοστρόμο.

— Άκουσε, Γιαννιό!

Ο λοστρόμος έτρεξε.

— Να μαζέψωμε τάλλα τα πανιά… Με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα θα το κρατήσωμε τραβέρσο. Τραβέρσο, να ιδούμε ως πότε θα φυσάη ο διαλόκαιρος!…

Ο λοστρόμος τράβηξε, σαλτάροντας άθελα από το μπότζι, κατά την πλώρη. Οι ναύτες τρέξανε στους στίγκους, άλλοι στα μαντάρια και στα μπράτσα. Η φωνή του λοστρόμου πνιγότανε μες στη βοή του άνεμου. Οι ναύτες είδαν κ' έπαθαν να μαζέψουν τα πανιά, με την ψυχή στα δόντια. Τέτοιο λυσσασμένον καιρό, χρόνια είχε να ιδή ο Καπετάν-Μοναχάκης μήνα Σεπτέμβριο. Η θάλασσα βουνό. Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα. Ο καπετάν Μοναχάκης έρριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξη κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρη ή να το ποδίση. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε… Βόηθα, Παναγία μου! Η «Αθηνά» σηκωνότανε σαν άτι αφρισμένο, σούζα, και καθώς έπεφτε να βουτήση πάλι, γκοπ! έλεγες πως έπεφτε απάνω σε βράχο. Τώρα θανοίξη, να κοπή σε δύο, έλεγες. Οι αρμοί της τρίζανε τρομακτικά στο σκαμπανέβασμα, όλο το καράβι βογγούσε σα θεριό λαβωμένο.

— Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Παλληκάρι σαν πάντα…

Είπε ο Καπετάν-Μοναχάκης με μια φωνή σβυσμένη, σαν να μιλούσε από μέσα του. Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι. Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τάσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένεια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, έννοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέμματα. Αν δε μας φάη η θαλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάη το στρώμα», είπε από μέσα του…

Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κ' έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγυρε με τα πανιά γεμάτα κ' επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξη. Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κ' έλουσε πρύμα-πλώρα το καράβι. Ο λοστρόμος αρπάχτηκε απ' την αρμαδούρα· λίγο και τον έπαιρνε η θάλασσα. — Όρτσα! φώναξε στον τιμονιέρη μουσκεμμένος. Η «Αθηνά» τινάχτηκε πάλι σαν παλληκάρι. Σακατεμένη ετούτη τη φορά. Ο Καπετάν-Μοναχάκης το καταλάβαινε. Οι πόνοι τον σουβλούσαν κι' αυτόν σαν καρφιά.

 — Πάει, κ' οι δυο σακατευτήκαμε, είπε τρίβοντας τη μέση του.
Σώθηκαν τα ψέματα. Ο Θεός να βάλη το χέρι του.

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος. Ψηλός, ξερακιανός, σκεβρωμένος, ξεδοντιάρης, με μια μύτη που κατέβαινε σαν αγκίστρι ως το στόμα, με μεγάλα άγρια φρύδια, αξούριστος πάντα με τα γένεια σαν καρφιά, είχε μάτια γαλανά και ήμερα μέσα στην αγριάδα του προσώπου του. Ο Καπετάν-Μοναχάκης τον αγαπούσε χωριστά, γιατί δεν έβγαζε ποτέ τσιμουδιά από το στόμα του. «Μέρα, μέρα. Νύχτα, νύχτα». Ο Γερο-Φλώκος τα είχε σα χαμένα τούτη τη φορά.

— Μας πήρανε τα νερά, καπετάνιο. Ένα μπόι νερό. Γκουπ και γκουπ το σκαμπανέβασμα, μας σακάτεψε.

Και στάθηκε χωρίς να πη άλλο λόγο.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης συλλογίστηκε.

 — Φλώκο παιδί μου, έλα στο τιμόνι να σκαντσάρης τον τιμονιέρη.
Εγώ θα κατεβώ να ιδώ τι γίνεται, κι' ας ετοιμάσουν την τρούμπα.

Προχώρησε με κόπο. Οι πόνοι τον έσφαζαν. Κομματιασμένος σε δυο. Σε λίγο ήρθε πάλι απάνω. Μόλις βαστούσε στα πόδια του. Έκανε να πέση κάτω να σωριαστή.

— Δε βαστάω πια. Θα πάω να γύρω λίγο.

Ο λοστρόμος άρπαξε τη ρόδα του τιμονιού, από τα χέρια του Γερο-
Φλώκου.

 — Γερο-Φλώκο, δώσ' ένα χέρι να βοηθήσης τον καπετάνιο να
κατεβή.

Ο Γερο-Φλώκος με τα κοκκαλιάρικα μα δυνατά του χέρια άρπαξε τον καπετάνιο από τη μέση.

— Βαστάξου απάνω μου, καπετάνιο. Έννοια σου.

Και κατέβαιναν. Οι αρμοί της «Αθηνάς» έτριξαν στο σκαμπανέβασμα, ο καπετάνιος βογγούσε.

 — Βόγγα συ και βόγγα γω, είπε ο Μοναχάκης στενάζοντας, ο Θεός να
βάλη το χέρι του με τούτη τη σοροκάδα.

Δεν είχε γύρει ακόμα στην κουκέτα του κ' ένα κρακ δυνατό ακούστηκε απ' την κουβέρτα, σα σπάσιμο αλυσίδας.

— Φλώκο παιδί μου, στην κουβέρτα γλήγορα. Μας έσπασε το τιμόνι.

Ο Φλώκος μια και δυο βρέθηκε απάνω.

— Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος.

Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τάβαλαν στη θέσι τους.
Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και
καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη.
Πόνεσε δυνατά, κι' άρχισε να μουρμουρίζη:

— Και τώρα πού να ποδίσης; Πού να ποδίσης, δε μου λες;

Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστάς το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάση τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον Γερο-Φλώκο:

 — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό. Βρε μάτια μου,
Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξη;

Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Τραβούσε μοναχά την άκρη της μύτης του με τα δυο του δάκτυλα, σαν να ήθελε να την κατεβάση περισσότερο, να τη χώση στο στόμα του.

Ο λοστρόμος άφριζε από το κακό του.

— Βρε Φλώκο παιδί μου, τη μύτη σου τραβάς; Εμείς χανόμαστε κ' εσύ το χαβά σου; Βρε κατάλαβες πως χανόμαστε; Και πού να ποδίσης τώρα, δε μου λες πού να ποδίσης!

Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα.

— Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες;

Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του.

— Ο Θεός να με συχωρέση. Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν- Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δης, Γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεμματισμοί, κάλλιο τώχει να πάη στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δη άλλον καπετάνιο σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ' αυτόν τον άνθρωπο.

Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Είχε ακούσει πολλά παράξενα στη ζωή του. Έπιασε πάλι την άκρη της μύτης του και την τραβούσε να την κατεβάση στο στόμα, κυττάζοντας το πέλαγο.

Όλη τη νύχτα κι' όλη την ημέρα το κρατήσανε τραβέρσο με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα. Η τρούμπα δούλευε αδιάκοπα. Ο καπετάνιος δε ματαφάνηκε στην κουβέρτα. Κάπου — κάπου τα βογγητά του έφθαναν ως απάνω. Πονούσε δυνατά. Ο Γερο- Φλώκος κατέβαινε πού και πού κ' έρριχνε μια ματιά, μήπως γύρευε τίποτε. Όλο και νερό έπινε. Τον έκαιγε η θέρμη.

Τη νύχτα άρχισε να ξαστερώνη κατά τη Δύση.

— Τα είδες; είπε ο Γερο-Φλώκος στο λοστρόμο. Ο πουνέντες ξαστέρωσε.

Κ' έτρεξε να δώση τα συχαρίκια στον καπετάνιο.

Κατά τα ξημερώματα φύσηξε πουνέντες. Η θάλασσα της νοτιάς άρχισε να πέφτη σιγά-σιγά. Έδωκε ο Θεός και τη σκαπουλάρησαν.

— Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος.

— Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος.

Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν.

… Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βώλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι. Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι με τα σκαμνιά τους κύτταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγγους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάση κάτω στους καφενέδες.

— Το βαπόρι, το βαπόρι.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του.

— Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια.

Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε.

 — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι. Το σκαρί του
απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη.

 — Αυτό είνε, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε
και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι' όλο.

Τάλλα γεροντάκια κύτταζαν μα δεν ξεχώριζαν.

— Αυτό είνε, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θάπαθε. Δεν το βλέπεις πως είνε σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.

Ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης τα χρειάστηκε.

— Φέρε μας ένα ρούμι, Πεφάνη. Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται.

Το βαπόρι έστρηψε σιγά-σιγά, έλυσε το μπρίκι και σταθηκε στον ατμό, σφυρίζοντας. Το μπρίκι τράβηξε ίσα κατά το μύλο, με το δρόμο, που είχε, και βιάστηκε να ρίξη και τις δυο άγκυρες. Ένα νερόχιονο άρχισε να πέφτη και με το βασίλεμμα το κρύο εσπούριζε. Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγη.

— Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται.

Έκαμε να τραβήξη μπροστά και στάθηκε.

— Πεφάνη! Πεφάνη!

Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ' τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κύτταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά.

Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτός — ξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκι — με τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνη με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμμένοι. Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα. Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του. Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ.

Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε.

— Ο Μοναχάκης!

Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή.

 — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν… Ο Μοναχάκης ανήμπορος!
Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;

Και σαλτάρησε στον άμμο. Η βάρκα είχε ζυγώσει. Έτρεξαν κ' οι άλλοι από πίσω.

— Καλώς ωρίσατε! Τι τρέχει μαθές!

— Τον καπετάνιο έχουμε ανήμπορο… ακούστηκε μια φωνή από τη βάρκα.

— Βαρειά; ρώτησε πάλι ο Μελιγκόνης.

— Δεν είνε τίποτα! αποκρίθηκε μασσημένα μια φωνή από τη βάρκα. Μη σκιάζεσθε. Κρύωσε και πιάστηκαν τα πόδια του μαθές.

Ο Μελιγκόνης ησύχασε.

— Δόξα νάχη ο Θεός! Περαστικά ας είνε. Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε;

— Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόνησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε.

Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθησαν στην άμμο με την πλώρη. Ο Γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα. Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη.

— Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι.

— Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση… είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

 — Δεν μπορώ, Γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να
ξανασσάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω.

Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο Γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε.

— Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είνε τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό. Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε.

— Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσης.

— Άφησε τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησε τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδή ο ένας τον άλλον!

Μεγάλη κουβέντα! Τι είπανε κανένας δεν άκουσε, μα ολωνών τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ύστερα ο Μοναχάκης πήρε μια βαθειά ανάσσα και ρίχνοντας μια ύστερη ματιά αχόρταγη στην «Αθηνά»:

— Σχώρα με και Θεός σχωρέσοι! μουρμούρισε.

Η «Αθηνά» σάλεψε λυπητερά μέσα στο μούχρωμα, σαν ναπείκασε τα λόγια του Μοναχάκη. Σάλεψε μ' ένα παράπονο ανθρωπινό.

Ο Γερο-Φλώκος πήρε πάλι στον ώμο τον καπετάνιο, αγάλια-αγάλια.

Τον Μελιγκόνη τον έπιασαν τα κλάματα. Λιγόψυχος πάντα ο Γιαννιός ο
Μελιγκόνης, τραβήχτηκε παράμερα και σκούπιζε τα μάτια του.

 — Σαν παιδί κάνεις, καϋμένε Μελιγκόνη, του είπε ο Πεφάνης. Θέλεις
να σε ιδή ο Μοναχάκης, που τόνε κλαις ζωντανό μαθές;

— Δεν κλαίω, παιδί μου Πεφάνη. Δεν κλαίω. Έτσι με πήρε το παράπονο. Είδα αντρόγυνα να χωρίζουν, και δεν έκλαψα. Μα τώρα δεν ξέρω μαθές, Πεφάνη παιδί μου, δεν ξέρω, με πήρε το παράπονο…

Και άρχισε να κλαίη σαν το παιδί.

ΤΕΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Το συναξάρι του Παπα-Παρθένη… Σελ. 3
Στον αφρό της θάλασσας…………..28
Κρασοκατάνυξις………………….45
Το άχτι της γενιάς μου…………..55
Νυν απολύοις……………………64
Τα σκυλιά………………………72
Ιδού ο Νυμφίος έρχεται…………..82
Ένας θάνατος……………………94
Ο Τρακοσάρης…………………..107
Το τέλος του Νικολάκη…………..116
Σαν τα τρυγόνια ……………….128
Αγγελικούλα …………………..138
Αντρόγυνο……………………..143

End of Project Gutenberg's Papa Parthenis' Legendary, by Pavlos Nirvanas