The Project Gutenberg eBook of Η αγάπη (Τριλογία)

This ebook is for the use of anyone anywhere in the United States and most other parts of the world at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this ebook or online at www.gutenberg.org. If you are not located in the United States, you will have to check the laws of the country where you are located before using this eBook.

Title: Η αγάπη (Τριλογία)

Author: Christos Christovasilis

Release date: May 9, 2010 [eBook #32304]

Language: Greek

*** START OF THE PROJECT GUTENBERG EBOOK Η ΑΓΆΠΗ (ΤΡΙΛΟΓΊΑ) ***

Produced by Sophia Canoni

Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &. Words in italics have been included in _. Footnotes within notes have been placed immediately below the note and have been indented

Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Σημειώσεις μέσα στις σημειώσεις έχουν τεθεί ακριβώς από κάτω από την σημείωση.

Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ
Η ΑΓΑΠΗ (ΤΡΙΛΟΓΙΑ)

Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ - Η ΑΝΕΡΑΣΤΗ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ
ΑΘΗΝΑ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Π. Α. ΠΕΤΡΑΚΟΥ
1906

Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ

     Ψηλά σε ράχην ώμορφη και δεντροστολισμένην,
     Οπούχε κάμπους γύρα της και λόγγους και λειβάδια,
     Και βρύσες δέκα τέσσερες, εφτάκρουνες, δροσάτες,
     Με κάνναλες ολάργυρες και γούρνες μαρμαρένιες,
     Είταν ‘νας Πύργος πάμπαλιος, χίλιων χρονώνε πύργος,
     Πούχε τους τοίχους του πλατυούς, γερούς, βραχοχτισμένους,
     Πράσινους, καταπράσινους και με κισσούς ντυμένους,
     Υπέρψηλα παράθυρα με σιδηριές φραγμένα
     Και θύρα δίφυλλη χοντρή, σιδηροσκεπασμένη,
     Πάντα κλεισμένη και βουβή, μανταλωμένη πάντα,
     Και μέσα κάθονταν κλειστή με τετρακόσιες δούλες,
     Ωριοπανώρια κορασιά, στον κόσμο ξακουσμένη,
     Ρηγάγγονο, ρηγόπαιδο, μοναχοθυγατέρα,
     Πούχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
     Και τον λαμπρόν αυγερινό στη φλογερή ματιά της,
     Κι’ εννιά λιοντάρια για σκυλλιά στους άλυσους δεμένα,
     Π’ όλην τη νύχτα τ’ άφινε λυτά να τριγυρίζουν
     Μες στες πλατύχωρες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες,
     Να τη φυλάν κοιμάμενη, σαν μπιστεμένοι φίλοι,
     Μην έμπουν μέσα αλλόφυλοι, κι’ εχτροί και την αρπάξουν,
     Για να ονειρεύεται ήσυχη στ’ ολόχρυσο κρεβάτι
     Το παλληκάρι τώμορφο, το χιλιοπαινεμένο,
     Που θα βρισκόντανε ποτέ στη γη την οικουμένη,
     Να τώπαιρνε για ταίρι της, να του άνοιγε του Πύργου
     Τη θύρα την κατάκλειστη, μαζί με την καρδιά της.

     Είταν η Κόρη ολάρφανη πο μάνα, πο πατέρα….
     Οι Μοίρες αι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει,(1)
     Που αν μάθαινε την τύχη της, το μαύρο ριζικό της,
     Θάχανε τους γονέους της και μοναχή θα ζούσε….
     (Την έμαθε τη μοίρα της, το μαύρο ριζικό της
     Κ’ έχασε τους γονέους της και μοναχή της ζούσε)
     Κι’ αν έβγαινε και μια στιγμήν από τον Πύργον έξω,
     Θάχανε και τον Πύργο της και τ’ άπειρα της πλούτη
     Και το ψωμί θα λίμαζεν, όσον καιρό κι’ αν ζούσε,
     Κι’ αν όποιον έπαιρν’ άντρα της κι’ αν όποιον αγαπούσε
     Δεν είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     Θα ρεύανε τα μάτια της, πο το πολύ το κλάμα
     Και πάντα μες στη σκοτεινιά θεότυφλη θα ζούσε.
     Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της,
     Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη
     Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση,
     Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

     Προξενητάδες πέζευαν στον Πύργο καθεμέρα
     Της Κόρης της πεντάμορφης, της ξακουσμένης Κόρης,
     Άλλοι σταλμένοι απ’ άρχοντες, κι’ από ρηγάδες άλλοι,
     Και προξενιές της φέρνανε και τη ζητούσαν νύφη
     Για ζηλευτά ρηγόπουλα, για πρώτους αφεντάδες,
     Κι’ εκείνη πάντα αρνώντανε το λόγο της να δώση,
     Κι’ ουδέ ρηγόπουλο ήθελε, κι’ ουδέ κανέν’ αφέντη,
     Αλλ’ ήθελε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι,
     Που να μην έχη ταίρι του σ’ όλη την οικουμένη,
     Στη δύναμη, στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι,
     Και μαραμένοι γύριζαν όλ’ οι προξενητάδες,
     Χωρίς την αρραβώνα της την πολυζηλεμένη.
     Κι’ η Κόρη κάθονταν κλειστή, πικρή και μαραμένη,
     Κι’ ως που να βρη το ταίρι της κατά την αρεσιά της,
     Καθώς αι μαύρες Μοίρες της την είχανε μοιράνει.
     Τρεις ώρες εστολίζονταν ακέριες κάθε μέρα,
     Μπρος σε διαμαντοστόλιστον κι’ ολόχρυσον καθρέπτη,
     Και ξένταε και χτένιζε μακρυά μαλλιά και μαύρα,
     Με διαλυστήρι ολόχρυσο και λεφαντένιο χτένι,
     και τάπλεγε μακρυά-μακρυά και τάφκιανε πλεξίδες,
     Σταυροδεμένες ώμορφα στη μέση στη χωρίστρα.
     Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο,
     Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο,
     Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια
     Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες….
     Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια
     Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι
     Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα,
     Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι,
     Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες,
     Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη,
     Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη,
     Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι,
     Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει:

     « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
     » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες,
     » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους,
     » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;

     « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου.
     » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     » Να καβαλλάη τα θεριά, να πιάνη τα λιοντάρια,
     » Να ξελακκόνη τα βουνά και να τ’ αναμοχλεύη.
     » Και μες στ’ αναμοχλέματα ποτάμια να γυρίζη;

     « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
     » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     » Να μάση χίλια αγριόγιδα και να τα κάνη στάνη,
     » Να τα βοσκάη στους γκρεμούς, στα πλάγια να τ’ αρμέγη
     » Να βγάζη τ’ αγριοβούτυρο, να πήγη τ’ αγριοτύρι;

     « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
     » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     » Νάχη φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα,
     » Να τραγουδάη και νάρχωνται τ’ αρκούδια να χορεύουν,
     » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή τ’ αηδόνια να σωπαίνουν;

     « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
     » Σαν τέτοιον άντρα επιθυμώ, σαν τέτοιον άντρα θέλω,
     » Να δώσω την αγάπη μου, να δώσω την καρδιά μου,
     » Και τη χρυσή αρραβώνα μου, την πολυγυρεμένη,
     » Που χίλοι την εγύρεψαν και χίλιοι την γυρεύουν
     » Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλή τους λύπη,
     » Κι’ ακόμα δεν την έδωκα κι’ ακόμα δεν τη δίνω,
     » Γιατ’ όσοι μου την ζήτησαν και την ζητούν, κανένας
     » Δεν είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     » Όπως το θέλει η Μοίρα μου, το μαύρο ριζικό μου.»

     [?] διαλάλημα, της Κόρης το τραγούδι
     Περνούσε λόγγους και βουνά και θάλασσες και κάμπους,
     Και σαν αγέρας χύνονταν στη γη την οικουμένη,
     Κι’ όλος ο κόσμος τ’ άκουγαν, χωριά και πολιτείες,
     Και στέναζαν από καημό τα παλληκάρια όλα,
     Και δάγκαναν τα χείλια τους και χτύπαγαν τα στήθια,
     Και πέφτανε σ’ απελπισιά δεινή, γιατί κανένας
     Δεν είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     Νάχη τα τέσσερα μαζύ: αξιάδα κι’ ωμορφάδα,
     Υγεία και παλληκαριά, και να μπορή να κάνη
     Της Κόρης τα θελήματα και τα διαλαλητά της,
     Πώλεγε το τραγούδι της στον ήλιο στον τρισήλιο.

     Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια,
     Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη,
     Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας,(2)
     Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος,
     Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι,
     Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι,
     Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο,
     Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη,
     Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα,
     Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος,
     Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες,
     Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια,
     Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα,
     Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι….
     Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του,
     Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος,
     Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα,
     Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι,
     Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη.

     Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος,
     Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη,
     Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη,
     Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του,
     Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι.

     Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία…
     Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα.

     Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε.
     Τ’ αγροίμια ξεφωλιάζονταν, προντούσαν τ’ αγριοπούλλια,
     Κι’ ο κουρνιαχτός σηκόνονταν και πήγαινε τ’ αψήλου,
     Σα να είταν σύννεφο βαρύ, μαύρος καπνός κι’ αντάρα…
     Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε και γοργοπερπατούσε,
     Ένα θεριό καβάλλησε κι’ έπιασε εφτά λιοντάρια,
     Ξελάκκωσε τρία Βουνά, τα τρία στην αράδα,
     Και μες στα ξελακκώματα γύρισε εννιά ποτάμια,
     Ποτάμια γοργορρέματα μ’ αφρούς και καταράχτες,
     Κι’ έτρεχαν χώρες και χωριά, κι’ έτρεχαν πολιτείες
     Να ιδούν της Χήρας το παιδί, να ιδούν το παλληκάρι,
     Που διάβαινε σα διοσημειό, δα θεϊκό μεγάλο.

     Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε,
     Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα.
     Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα,
     Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.
     Σειώνταν η γη στο διάβα του, φουρτουνιασμένη μαύρη,
     Κι’ αχολογούσαν τρόγυρα λακκώματα και κόρφοι,
     Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε λακκές και μεσοβούνια,
     Ξέκοψε χίλια αγριόγιδα και τάκανε μια στάνη…
     Τα βόσκησε μες τους γκρεμούς και τάρμεξε στα πλάγια,
     Κι’ έβγαλε τ’ αγριοβούτυρο κι’ έπηξε τ’ αγριοτύρι.

     Και τράβαγε και τράβαγε κι’ όλο μπροστά τραβούσε
     Σα σύφουνας τρομαχτικός, σαν αγριοβόρρι μαύρο,
     Με τ’ αγριόγιδα μπροστά με τα λιοντάρια πίσω,
     Και τα ποτάμια πλάγι του τρεχάτα κι’ αφρισμένα…
     Σαν κεραυνός σαλάγαγε τ’ αγριόγιδα να τρέχουν,
     Και τα λιοντάρια ανάγκαζε να σέρνωνται κοντά του,
     Κι’ αχούσεν η ανάσα του πο τον πολύν το μόχτο,
     Σαν αγριεμένη θάλασσα, που σπάει στ’ ακρογιάλι,
     Κι’ όταν εκοντοζύγωσε στης Κορασιάς τον Πύργο,
     Ένα τραγούδι αρχίνησε να γλυκοτραγουδάη,
     Με μια ασυνήθιστη φωνή, μ’ έναν σκοπόν ουράνιο,
     Που τρέξανε χαρούμενα στο πλάγι του τ’ αρκούδια,
     Πηδώντας και χορεύοντας, και χοροπερπατώντας,
     Τ’ αηδόνια βουβαθήκανε, πο την πολλή τους ζήλεια,
     Σωπάσαν όλα γύρω του, οι θόρυβοι σβυστήκαν,
     Ο κόσμος όλος στάθηκε προσεχτικός ν’ ακούση
     Τ’ αρμονικό τραγούδι του και τη γλυκειά φωνή του,
     Πώδινε την απάντηση στης Κόρης το τραγούδι.

     « Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι…
     » Έσπασα με τα χέρια μου τα σίδηρα σα βέργες,
     » Βράχους πολλούς ξερρίζωσα με την περπατησιά μου,
     » Κι’ έδραμα σαν την αστραπή, κι’ έτρεξα σαν τ’ αγέρι.
     » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι…
     » Εκαβαλλήκεψα θεριά, κι’ αλύσωσα λιοντάρια,
     » Τρία βουνά ξελάκκωσα, τα τρία στην αράδα,
     » Και μες τα ξελακκώματα γύρισα εννιά ποτάμια.
     » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι…
     » Έμασα χίλια αγριόγιδα και τάκανα μια στάνη,
     » Τα βόσκησα μες τους γκρεμούς και τάρμεξα στα πλάγια,
     » Κ’ έβγαλα τ’ αγριοβούτυρο κ’ έπηξα τ’ αγριοτύρι.

     » Εγώ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι,
     » Έχω φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα,
     » Σαν τραγουδάω χορεύουνε στα πλάγια μου τ’ αρκούδια,
     » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή βουβαίνονται τ’ αηδόνια.

     » Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου!
     » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο,
     » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω,
     » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!»

     Κι’ η Κόρη η πολυγύρευτη, γροικώντας τη φωνή του,
     Και το γλυκό τραγούδι του, που χύνονταν καθάριο,
     Σα βρύση γαργαρόνερη οε μαρμαρένια γούρνα,
     Πετιέται στο παράθυρο, σα διψασμένο αλάφι,
     Να ιδή τον νιον οπώρχονταν γυναίκα να την πάρη,
     Κι’ άμα τον είδε στου θεριού τη ράχη καβαλλάρη,
     Με τ’ αγριόγιδα μπροστά, με τα λιοντάρια πίσω,
     Βγάζει την αρραβώνα της, την πολυγυρεμένη,
     Που χίλιοι την εγύρευαν και χίλιοι την ζητούσαν,
     Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλήν αγάπη,
     Και του τη ρίχνει από ψηλά με το δεξί της χέρι.

     Με μιας του Πύργου ανοίχτηκαν οι σιδηρένιες θύρες,
     Πασίχαρα ακουστήκανε λαλούμενα να παίζουν,
     Κι’ η Κόρη κάτω στη αυλή κατέβηκε τρεχάτη,
     Και του άνοιξε την αγκαλιά, τη μοσχοβολημένη,
     Και του είπε μ’ αναγαλλιασμό και με χαρά μεγάλη :
     —« Εσ’ είσαι ο άντρας, που ήθελα, εσ’ είσαι κι’ ο καλός
                                                       [μου,
     » Γιατ’ είσαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΣ ΣΤΟΝ «ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟ»

(1) «Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει…»

Την πρώτη βραδειά που γεννηθή ένα παιδί, αγόρι ή κορίτσι, έρχονται οι τρεις Μοίρες (α) και του λεν τη μοίρα του. Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε.

(2) «Μόνον της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας»…

Στην Ήπειρο, σε πολλά τραγούδια και παραμύθια σώζεται ακόμα η ανάμνηση του Διγενή Ακρίτα, ως Γυιού της Χήρας. Αυτό μ’ έκανε να δώσω αυτό τ’ όνομα στον «Αντρειωμένο» μου.

(3) Απ’ αυτά κι’ έμεινε στο Λαό η φράση: «Τα τρία κακά της Μοίρας του».

Η ΑΝΕΡΑΣΤΗ

Α. ΤΑ ΜΑΓΙΑ

     Ο Γιάννος (1) ο περίφανος κι’ ο χιλιοπαινεμένος,
     Οπού είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.
     Μια κορασίδα αγάπησε, μια λυγερή παρθένα,
     Τη Μάρω(2) την πεντάμορφη, την πολυζηλεμένη.
     Που την εγύρευαν πολλοί, την αγαπούσαν χίλιοι
     Κι’ είταν αστέρι του χωριού της γειτονιάς καμάρι
     Και της μαννούλας της χρυσή κι’ ολόχαρη ελπίδα.

     Καμμιά δεν την εδιάβαινε, καμμιά δεν την περνούσεν.
     Απ’ όσες κι’ αν ευρίσκονταν σ’ Ανατολή και Δύση.
     Στη χάρη και στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι (3).
     Είχε κορμάκι λυγερό και μέση δαχτυλίδι,
     Στρόγγυλους κόρφους, πεταχτούς, χυτούς και μεστωμέ-
                                                  [νους,
     Δυο μαύρα μάτια φλογερά, που λάμπαν, σαν αστέρια,
     Μέσα σε νύχτα σκοτεινή, φουρτουνιασμένη κι’ άγρια,
     Δυο φρείδια καγγελόφρειδα, σαν ανοιχτά δοξάρια,
     Μέτωπο κάτασπρο, πλατύ, σαν λαμπερόν καθρέφτη.
     Μύτη λειανή, περίφανη, χυτή, σαν το κοντύλι
     Χείλια γλυκά και κόκκινα, σαν ανοιγμένο ρόιδο,
     Μάγουλα, σαν τριαντάφυλλα, μοσκόβολα, δροσάτα,
     Στόμα μικρό και νόστιμο, στα γέλοια βουτηγμένο,
     Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα(4), σαν το μαργαριτάρι,
     Κατακαθάριο πρόσωπο, σαν την αυγή δροσάτο.
     Μακρυά μαλλιά μεταξωτά, σ’ ολόμαυρες πλεξίδες,
     Λαιμό, σαν χήνας κάτασπρο, και χέρια λεφαντένια.
     Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης,
     Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια,
     Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι,
     Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν,
     Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.

     Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων
     Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης,
     Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι
     Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη,
     Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια
     Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες,
     Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα,
     Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι,
     Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια
     Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι,
     Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα…
     Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη
     Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη
     Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια
     Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

     Η Κόρη κάθονταν ψηλά σε γυάλινον εξώστη
     Και κένταε(5) μ’ αργυρές κλωστές, χρυσές και μεταξένιες,
     Απάνω σε κατάλευκο μεταξωτό μαντήλι,
     Όλα τα λούλουδα της γης και τ’ ουρανού τ’ αστέρια,
     Μαντήλι μοσκομάντηλο και της χαράς μαντήλι,
     Που θα φορούσε τη Λαμπρή, σαν θάσαρνε με χάρη
     Το σαραντάδιπλο χορό(6) στο χωροστάτι μέσα,
     Κι’ εκεί που βαρυοξόμπλιαζε κ’ εκεί π’ ωριοκεντούσε
     Την πούλια, τον αυγερινό και τον αποσπερίτη,
     Κι’ έβανε στην εφτάστερη την πούλια αχνή λαμπράδα
     Κι’ αχτίδες ς’ τον αυγερινό, του ήλιου θυγατέρες.
     Κι’ ένα κομμάτι φεγγαριού στο μάγο αποσπερίτη,
     Να σου! και μπαίνει γελαστή η αρχοντοπροξενήτρα
     Και χαιρετάει με χαρά και με περίσσια αγάπη :

     — Καλή σου μέρα, λυγερή και ξακουσμένη Μάρω!—
     Κι’ η Μάρω προσηκόνεται και της απολογιέται :
     — Καλώς μου την αρχόντισσα με τα γλυκά της λόγια….
     Σαν τι αγαπάς αρχόντισσα; Το πρόσταγμά μου ποιο είναι;
     — Δεν έρχομαι με πρόσταγμα, μον έρχομαι μ’ αγάπην…
     Από τον Γιάννον έρχομαι, τον χιλιοπαινεμένο,
     Που τον γυρεύουνε πολλές, τον αγαπούνε χίλιες,
     Γιατ’ είνε άξιος κι’ ώμορφος, γέρος και παλληκάρι.
     Και καν-καμμιά δεν αγαπά και καν-καμμιά δεν θέλει
     Κι’ εσένα μόνον αγαπά κι’ εσένα μόνον θέλει….
     Σε θέλει για γυναίκα του, για ποθητό του ταίρι,
     Και να σου φέρω μώδωκε τη τίμια του αρραβώνα….
     Πάρε την, Μάρω, φόρα την κι’ ευτυχισμένη να είσαι!
     Κι’ αν είσαι συ πεντάμορφη και ταίρι σου δεν έχεις
     Στη χάρη και στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι
     Κι’ ο Γιάννος είν’ ασύγκριτος στα παλληκάρια μέσα….
     Κι’ αν συ ταιριάζης μοναχά του Γιάννου για γυναίκα,
     Κι’ ο Γιάννος γι’ άντρας, Μάρω μου, μονάχα εσένα πρέπει!..
     Γιατί τα φλογερά σου αυτά τα μάτια χαμηλόνεις;
     Μη δε σ’ αρέσει η προξενιά; Μη σ’ άλλον έχεις δώσει
     Την τίμιαν αρραβώνα σου, την πολυγυρεμένη;

     Κι’ η Μάρω απολογήθηκε με μια μεγάλη λύπη :
     — Αρχόντισσα σ’ ευχαριστώ κι’ εσένα και τον Γάννο….
     Την τίμιαν αρραβώνα μου δεν έχω δώσει σ’ άλλον,
     Κι’ ουδέ το Γιάννον αγαπώ, κι’ ουδέ κανέναν άλλον
     Είν’ η καρδιά μου μάρμαρο, είναι μια κρύα πέτρα,
     Που δεν αιστάνθηκε ποτέ τη γλύκα της αγάπης,
     Κι’ όταν μου φέρουν προξενιές και μου μιλούνε γι’ άντρα
     Αιστάνομαι μι’ αποστροφή κι’ ενόχληση μεγάλη.

     — Τι λόγια είν’ αυτά, που λες, πεντάμορφη μου Μάρω;
     Ποια είταν η μαύρη η μάγισσα, πώκανε την καρδιά σου
     Για την αγάπη αδιάφορη και κρύα, σαν την πέτρα;
     Μάρω, δεν ξέρεις τι κακό και τι αμαρτία κάνεις
     Στα νειάτα σου τ’ αγγελικά, στ’ ασύγκριτα σου κάλλη,
     Αφίνοντάς τα ανύπαντρα, αφίνοντάς τα στείρα!
     Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι,
     Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους,
     Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν;
     Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι,
     Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη;
     Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας,
     Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα;
     Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας,
     Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη;
     Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη;
     Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο;
     Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα
     Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα :
     —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.
     Δεν ημπορώ να παντρευτώ, κυρά μου, πίστεψέ με,
     Κι’ ο Γιάννος κι’ η μαννούλα του να μη μου τώχουν κάκια.

     Σαν άκουσε της λυγερής τα λόγια η προξενήτρα,
     Γυρίζει πίσω σκυθρωπή στ’ αρχοντικό του Γιάννου
     Κι’ ανάμεσα σε δυο ζυγιές λαλούμενα τον βρίσκει,
     Χαρούμενον και γελαστόν, σιασμένον κι’ αλλαγμένον,
     Που τραγουδούσε κι’ έλεγε τραγούδια της αγάπης,
     Κι’ άμα την είδε σκυθρωπή να φανιστή μπροστά του,
     Κατάλαβε πώς έρχονταν χωρίς την αρραβώνα
     Της Μάρως της πεντάμορφης, της πολυζηλεμένης,
     Και καταγής σωριάστηκε, σα λαβωμένο αλάφι.
     Φτερανεμίστηκε η χαρά, θρονιάστηκεν η λύπη
     Έπαψαν τα λαλούμενα και τα γλυκά τραγούδια
     Κι’ ο Γιάννος πο τη λύπη του και την απελπισιά του
     Έπεσε αμέσως άρρωστος βαρυά για να πεθάνη.

     Δέκα γιατροί μπαινόβγαιναν, και δέκα παραστέκαν
     Στου Γιάννου το προσκέφαλο, στου Γιάννου το κρεβάτι,
     Και γιατρικό δεν βρίσκονταν και βότανο κανένα
     της πονεμένης του καρδιάς τον πόνο να γιατρέψη.
     Σαράντα μέρες κοίτονταν, σαράντα μερονύχτια
     Μέσα σε στρώματα παχυά και κάτασπρα σεντόνια
     Κι’ η μάννα του ξαγρύπναε στα δάκρυα βουτηγμένη
     Κι’ αδιάκοπα τον ρώταε με πόνο και μ’ αγάπη:
     — Τι θέλεις, Γιάννο μου, να φας και τι να πιής γυρεύεις;
     Μη θέλεις πο λαγό τυρί κι’ απ’ άγριο γίδι γάλα(7),
     Να στήσω στρούγκες στα βουνά και μαντριά στους κάμ-
                                                  [πους,
     Να βάλω στα μαντριά λαγούς κι’ αγριόγιδα στες στρούγκες,
     Κι’ εκεί ν’ αρμέξω τους λαγούς να πήξω λαγοτύρι,
     Ν’ αρμέξω και τ’ αγριόγιδα, τ’ αγριόγαλο να μάσω;
     Κι’ ο Γιάννος της απάνταε και της απολογιώνταν :
     — Δεν θέλω, μάννα, γιατρικό κι’ αρρωστικά δεν θέλω….
     Τη Μάρω μόνον αγαπώ, τη Μάρω μόνο θέλω
     Κι’ αν δεν τη πάρω, μάννα μου, τα κόλυβά μου βράσε».

     Σαράντα μέρες πέρασαν, σαράντα μερονύχτια,
     Κι’ απάνω στη σαράντα μια, πριν ανατείλη ο ήλιος,
     Πετιέται ο Γιάννος, σα ζουρλός, πο το παχύ κρεβάτι,
     Αφίνει τη μαννούλα του στην αγκαλιά του ύπνου.
     Ζώνεται τ’ αλαφρό σπαθί κ’ αδράχνει το κοντάρι
     Και τρέχει-τρέχει, σαν πουλλί, σα γλήγορος πετρίτης,
     Και πάη στης Μάρως το χωριό, στ’ αρχοντικό της Μάρως.
     Την εύρηκε που διάζονταν μεταξωτά διασίδια,
     Μες στη πλατειά της την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη,
     Κι’ έπεσε στα ποδάρια της και με καημό της λέγει:

     —Λυπήσου, Μάρω μια ψυχή, που καίγεται για σένα!
     Λυπήσου με το δύστυχο, τον ποθοπλανταγμένο,
     Και δος μου την αγάπη σου και δος μου την καρδιά σου.
     Να μη με φάη παράκαιρα της γης το μαύρο χώμα.
     Λυπήσου και τη μάννα μου, που άλλο παιδί δεν έχει.
     Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη.
     Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει:
     — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω,
     Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν,
     Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω;
     — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε,
     Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!
     Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα….
     — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα!
     Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης,
     Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια…
     Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου.
     Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

     Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος
     Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του
     Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.
     Να βρη ποτάμι να πνιγή, να βρη γκρεμό να πέση,
     Κι’ εκεί που γοργοπήγαινε κι’ όλο μπροστά τραβούσεν,
     Ο δρόμος τον ετράβησε σ’ έν’ άγριο κορφοβούνι,
     Πούχε γκρεμούς και βάραθρα και τρόχαλα και σάρες
     Και τη στιγμήν όπου έσκυψε στην άβυσσο να πέση,
     Μι’ αναμαλιάρα Γύφτισσα(8) τον άρπαξε από πίσω….
     Την είδε κι’ ανατρόμαξε και πάγωσε η καρδιά του
     Από τον φόβο τον πολύ και την πολλή τρομάρα….
     Είταν ψηλή σαν ξέρακας, σκεβρή και κοκκαλιάρα,
     Στεγνή, κακογεράματη, με μάτια βυθισμένα
     Μέσα σε κόχες βαθουλές, σα φωλιασμένα φείδια,
     Φλογέρες τα ποδάρια της, τα χέρια της περόνια,
     Φτωχοντυμένη, σκυθρωπή, με στόμα αραχνιασμένο.
     Ξεδοντιασμένο κι’ άχαρο και μέσα γυρισμένο
     Τόσο, που λίγο θέλανε να γλυκοφιληθούνε
     Το σεβλερό πηγούνι της με την κυρτή της μύτη.
     Το κοπιασμένο της κορμί σ’ ένα ραβδί κουμπούσε
     Κι’ απάνω από τ’ ακάθαρτο και τρύπιο της φακιόλι
     Πετούσαν έξω σύσκλυδα τα κάτασπρα μαλλιά της….
     Λέγει στο Γιάννο :
           — Τι έπαθες; τι δυστυχία σ’ ηύρε.
     Και θέλησες να σκοτωθής, στην άβυσσο να πέσης
     Και τέτοια νειάτα αγγελικά στο Χάρο να προσφέρης;
     Πε μου τον μαύρον πόνο σου, που τρώει τα σωτικά σου,
     Για να σου δώσω γιατρικό, βοτάνι να σου δώσω,
     Να γιατρευτή η καρδούλα σου, να πάψουν οι καημοί σου.
     Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα :
     —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης
     Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου;

     Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει:
     — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.
     Που μαγειρεύω τες οχιές και τες μονομερίδες,
     Και καταιβάζω από ψηλά τη νύκτα το φεγγάρι,
     Και το χτυπώ, σαν άργανο, το δέρνω, σαν παιδάκι…
     Έχω στη διάτα μου πολλούς κι’ αμέτρητους διαβόλους,
     Δαιμόνους και ισκιώματα και κατσιποδιαραίους
     Και βάνω τους, σα δούλους μου, σαν υποταχτικούς μου,
     Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα
     Και κάνουνε τη τρίσβαθη, τη θάλασσα άνω-κάτω…
     Ρίχνω στ’ αστέρια και μπορώ να μάθω ό, τι θελήσω,
     Κι’ ό, τι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο…
     Βάνω στον κρύον κόρφο μου και κατοικούνε φείδια
     Και μέσα εκεί γεννοβολούν κι’ εκεί κλωσσολογούνε
     Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους…
     Μαγεύω χώρες και χωριά, μαγεύω πολιτείες,
     Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους…
     Μαγεύω τα τρεχούμενα νερά και σταματούνε,
     Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν,
     Του αγέρα τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου,
     Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν.
     Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν τρώνε,
     Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους(9)
     Και τα κορίτσια τ’ άσπλαχνα και δίνουν την καρδιά τους…
     Πε μου τον μαύρον πόνο σου, που τρώει τα σωτικά σου
     Και το καλό σου τ’ όνομα, που σούδωκε ο νουνός σου,
     Για να σου δώσω γιατρικό, βοτάνι να σου δώσω,
     Να γιατρευτή η καρδούλα σου, να πάψουν οι καημοί σου( 10)

     Γυρίζει ο Γιάννος σκυθρωπός και της απολογιέται:
     — Μάγισσα, σαν με ρώτησες, να σου το μολογήσω :
     Γιάννος είταν ο Πάππος μου, Γιάννο και μένα λένε…
     Και τώρα αγάπησα πολύ μια λυγερή παρθένα,
     Τη Μάρω την πρωτόκαλλη, τη χιλιοζηλεμένη,
     Που ξεπερνάει στην ωμορφιά τες Ξωτικιές(11) του λόγγου
     Και τες Νεράιδες( 12) του γιαλού που περπατούν στο κύμα.
     Την αγαπώ με την ψυχή και την καρδιά μου όλην,
     Όπως κανείς δεν αγαπά στον κόσμο τον απάνω,
     Κι’ όμως αυτή δεν μ’ αγαπά, δεν θέλει να με πάρη….
     Μου γύρισε την προξενιά, την τίμια μου αρραβώνα,
     Που χίλιες μου την γύρεψαν και χίλιες τη γυρεύουν,
     Κι’ από τον πόνο τον πολύ κι’ από την εντροπή μου
     Ήρθα στην άκρη του γκρεμού κι’ από ψηλά να πέσω
     Στη σκοτεινή την άβυσσο, στη αγκαλιά του Χάρου.
     Κι’ αν ίσως είσαι μάγισσα και μάγου θυγατέρα
     Και μαγειρεύεις τες οχιές και τες μονομερίδες….
     Αν καταιβάζης πο ψηλά τη νύχτα το φεγγάρι
     Και το χτυπάς, σαν άργανο, το δέρνεις, σαν παιδάκι…
     Αν βρίσκωνται στη διάτα σου αμέτρητοι διαβόλοι,
     Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι,
     Και βάνεις τους, σα δούλους σου, σαν υποταχτικούς σου,
     Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα,
     Και κάνουνε τη τρίσβαθη τη θάλασσα άνω-κάτω….
     Αν ρίχνης στ’ άστρα και μπορείς να μάθης ό, τι θέλεις.
     Κι’ ότι κρατάει κάθε καρδιά στα φύλλα της κλεισμένο…
     Αν βάνης μες στον κόρφο σου και κατοικούνε φείδια
     Και μέσα εκεί γεννοβολούν και μέσα εκεί κλωσσούνε
     Και βγάζουν τα φειδάκια τους και κάνουν τα μικρά τους…
     Αν έχης τόση δύναμη, και αν έχης τόση γνώση
     Και να μαγέψης ημπορείς χωριά και πολιτείες,
     Την αρμυρή τη θάλασσα, τους τέσσερους ανέμους,
     Τα γαργαροτρεχούμενα νερά και σταματούνε,
     Τα ψάρια και δεν κολυμπούν, τ’ αλάφια και δεν τρέχουν,
     Του αγέρια τ’ άγρια πουλλιά και δεν πετούν τ’ αψήλου,
     Τ’ αηδόνια και βουβαίνονται, τες βρύσες και στειρεύουν,
     Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν τρώνε,
     Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους,
     Και τα κορίτσια τ’ άσπλαχνα και δίνουν την καρδιά τους,
     Μάγεψε μου την, Μάγισσα, την άκαρδη παρθένα,
     Που ξεπερνάει στην ωμορφιά τες Ξωτικές του λόγγου
     Και τες Νεράιδες του γιαλού, που περπατούν στο κύμα,
     Να με θελήση γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρω,
     Και να μην πέσω στον γκρεμό, στην άβυσσο μην πέσω,
     Να σκοτωθώ παράκαιρα, να λείψω από τον κόσμο.
     Μάγεψε μου την, Μάγισσα, και ζήτησε ό, τι θέλεις,
     Διαμάντια για τους κόπους σου, φλωριά για τες ορμήνιες
     Κι’ είμαι ικανός και πρόθυμος να σε καλοπληρώσω.

     Τότε γυρίζει η Μάγισσα και σιγανά του λέγει:
     — Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος.
     Και δε φοβάσαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια,
     Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους κόπους, τα ποτάμια,
     Και δίνεις μ’ ευχαρίστηση και προθυμιά μεγάλη
     Διαμάντια για τους κόπους μου, φλωριά για τες ορμήνιες,
     Πετάξου σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια,
     Σε ποταμούς και σε λακκιές και φέρε μου στην ώρα,
     Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο (13),
     Τρία περόνια γύφτικα(14), μια πιθαμή καθένα,
     Φκιασμένα τα μεσάνυχτα, αυγό μονομερίδας,
     Χολή οχιάς φαρμακερής, χελώνας αντεράκια,
     Μάτι σκορπιού κατάμαυρο, κατώχειλο γουστέρας
     Ποδάρια αράχνης κυβουριού, αγκάθι σκαντζοχοίρου,
     Κοιλιά γεμάτη σκουληκιού, τομάρι μαύρου άσβου,
     Αρκούδας ζέρβικο νεφρό, με ξύγγι σκεπασμένο,
     Σκυλλόδοντο λυσσάρικου και λιμασμένου λύκου,
     Μύτη κοράκικου σκυλλιού, λιάρας νυφίτσας σπλήνα,
     Σερνικοθήλυκου λαγού αυτί ριζοκομμένο,
     Μυαλό γαλάρας αλεπούς, αγριόγατας συκώτι,
     Κοράκου κόκκαλο ζερβί, πλεμόνι κουκκουβάγιας,
     Μπούφου κατάμαυρου καρδιά, βυζάκι νυχτερίδας,
     Νύχι δεξί χαμόρραγκα, λαρύγγι γουρουνίσιο,
     Γλώσσα από κίσσα θηλυκή, σκουτί πο πεθαμμένο,
     Τρεις τρίχες πο της Κορασιάς τες μακρειές πλεξίδες,
     Και σε κακάβι αγάνωτο, παλιό, χαλκωματένιο.
     Τρεις χούφτες άκριτο νερό(15), τριτόβραδα παρμένο
     Τη νύκτα τα μεσάνυχτα, τ’ αρνίθια πριν λαλήσουν( 16),
     Κάτω από μύλου φτερωτή, χωρίς λαλιά και κρίση
     Για να σκαρώσω μαγικά, την Κόρη να μαγέψω,
     Να σε θελήση γι’ άντρα, της, γυναίκα να την πάρης.
     Αν ίσως αγαπάς πολύ, κι’ αν ίσως είσαι κι’ άξιος
     Και δεν φοβάσαι τίποτε στον κόσμο τον απάνω,
     Τρέξε, μη χάνης μια στιγμή, και φέρε μου όσα σου είπα.

     Άμ’ άκουσε της Μάγισσας αυτά τα λόγια ο Γιάννος,
     Της είπε με βραχνή φωνή και σουφρωμένα φρείδια:
     — Την αγαπώ παραπολύ και λυόνω, σαν το χιόνι,
     Που το χτυπάει ζεστή νοτιά, κι’ ήλιος γλυκός το δέρνει.
     Ποτέ μου δεν εδείλιασα κι’ είμαι άξιος και παράξιος.
     Και δεν φοβούμαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια,
     Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους βάλτους, τα ποτάμια,
     θα τρέξω σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια.
     Σε ποταμούς και σε λακκιές, κι’ όσα διατάζεις όλα
     Θα σου τα φέρω ανέλλειπα, κι’ απανωθιό στην ώρα,
     Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο,
     Μον να μου πης πού θα σε βρω και πού θα σε συντύχω.

     Κι’ αυτή του απολογήθηκε, τεντόνοντας το χέρι:
     — Μέσα σ’ εκείνη τη σπηλιά με βρίσκεις κάθε μέρα…

     Της ρίχνει ο Γιάννος δώδεκα φλωριά και δυο διαμάντια
     Και τρέχει-τρέχει πεταχτός, σαν τρομαγμένο αλάφι….
     Διαβαίνει όρη και βουνά, και κάμπους και λαγκάδια,
     Ποτάμια και νεροσυρμές, βουνόπλαγα και λάκκους,
     Σειώνταν η γη στο διάβα του, μεριάζανε τα δέντρα
     Κι’ όσα σημάδια η Μάγισσα τον διάταξε να μάση,
     Τα βρήκεν όλα, τ’ άμασε και τάφερέ της όλα
     Στη σκοτεινή της τη σπηλιά, χωρίς να λείψη ούτ’ ένα,
     Την ώρα πώγερνε γλυκά κατά τη δύση ο ήλιος
     Και το φεγγάρι χάνονταν και πιάνονταν καινούργιο,
     Κι’ αυτή τα πήρε στην ποδιά με προσοχή μεγάλη
     Να ιδή αν είτανε σωστά, να ιδή αν είταν κι’ ίδια,
     Κι’ ύστερα στ’ άκριτο νερό, που είταν μες το κακάβι,
     Ανάλαφρα και ταχτικά, τα ρίχνει ένα-ένα,
     Λέγοντας λόγια μαγικά, διαβολεμένα λόγια,
     Που δε μπορούσε τίποτε κανείς να καταλάβη,
     Σα να είτανε παντάξενα κι’ άγνωστης γλώσσας λόγια…
     Στεκόντανε στο πλάγι της ο Γιάννος μ’ αγωνία,
     Βουβός και κατακίτρινος, λαχταρισμένος, κρύος,
     Και του σηκόνονταν ορθές οι τρίχες του κορμιού του,
     Σαν αγρίευαν και γούρλοναν της Μάγισσας τα μάτια,
     Κι’ έβγαζε αφρούς το στόμα της μαζύ με τη φωνή της.
     Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση,
     Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος,
     Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι.
     Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα,
     Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια,
     Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους,
     Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.
     Χρυσοβολούσε ολάκερο το δύσμα πέρα-πέρα
     Και τα λευκά τα σύννεφα, που κρέμονταν ψηλά του,
     Χρυσώθηκαν και γίνηκαν μια μάζα χρυσοφόρα,
     Ένα κομμάτι μάλαμμα, θεώρατο μεγάλο,
     Μ’ άμετρες χρυσοζωγραφιές, βουνά, νησιά και λίμνες,
     Και κάμπους κι’ ώμορφες αχτές, κι’ ολόχρυσα λιμάνια
     Οι ίσκιοι, εγιγαντεύανε κι’ απλόνονταν πελώριοι,

     Και προς τη μαύρη Ανατολή τραβιώνταν να κρυφτούνε,
     Δροσάτη αύρα αρχίναε τον κόσμο να χαϊδεύη,
     Οι στρατοκόποι ανάγκαζαν το κουρασμένο βήμα,
     Οι ζευγολάτες μόχταγαν και κένταγαν με πόνο.
     Καθένας το ζευγάρι του, τα δυο καματερά του,
     Ν’ απετελειώσουν τη σποριά, πριν πάρη το σκοτάδι….
     Τα δέντρα αναγαλλιάζανε και χαίρονταν οι θάμνοι
     Και θράσευαν τα φύλλα τους, που τα είχε μάθει η κάψα,
     Τα πετεινά τσιτσίριζαν ευφρόσυνα στους λόγγους,
     Κι’ ίδιο σκοπό καθένα τους εγλυκοτραγουδούσεν,
     Από τ’ αηδόνι το γλυκό, κι’ ως τον καλό τον σπίνο….
     Στα ρόγγια μέσα τρέχανε τα λαίμαργα τα γίδια
     Και στες πλαγιές τα πρόβατα σιγά-σιγά βοσκούσαν,
     Λαλούσανε περίχαρα και κύπροι και κουδούνια,
     Γαυγύζαν τα μαντρόσκυλλα κι’ έτρεχαν άνω-κάτω,
     Είτε αν διαβάτες πέρναγαν αργόβαδοι στο δρόμο,
     Είτε αν ωσμίζονταν τορόν εγκαιροπατημένον
     Ζουδιών, που μες στα σύνδεντρα γυρίζαν όλη ημέρα,
     Κι’ ο ευτυχισμένος πιστικός εκάθονταν απάνω
     Σε μια ραχούλαν ώμορφη, δενδροστεφανωμένη,
     Και πότε πετροβόλαε τα γιδοπρόβατά του,
     Πότε την αργυρόφωνη φλογέρα του λαλούσε,
     Και σμίγονταν γλυκά-γλυκά μ’ αδελφικήν αγάπη
     Το μαλακό το λάλημα της γλυκερής φλογέρας,
     Τα βροντερά γαυγύσματα καλοθρεμμένων σκύλλων,
     Τα «ντιγκ - ντιγκ - ντιγκ» των κουδουνιών, τα «γλαγκ-
                                  [γλαγκ-γλαγκ των κύπρων,
     Των κοπαδιών ο θόρυβος, οι σάλαγοι, οι κουβέντες,
     Και των πουλλιών το έγκαιρο και μαγικό τραγούδι,
     Κι’ αχολογούσαν οι λακκιές, και βούιζαν οι λόγγοι,
     Σαν να είταν θεία μουσική, ουράνιο πανηγύρι,
     Ύμνος γλυκός, αθάνατος στον δοξασμένον Πλάστη,
     Βγαλμένος μέσα από της Γης τα βλογημένα στήθια,
     Κι’ όταν ο ήλιος κρύφτηκε στα κορφοβούνια πίσω,
     Και το καινούργιο φάνηκε φεγγάρι στα ουράνια,
     Ξεκίνησεν η Μάγισσα, κρατώντας το κακάβι
     Με το ζερβί το χέρι της, το καταστεγνωμένο,
     Κι’ ακκούμπαε με το δεξί σε στέριο δικανίκι….
     Ο Γιάννος καταπόδι της τη σιγακολουθούσε,
     Και ροβολήσανε μαζύ κατήφορο μεγάλο,
     Κι’ όταν κουρνιάσανε γλυκά τα ταπεινά στους λόγγους
     Και σκοτιδιάστηκεν η Γη κι’ ανάψανε τ’ αστέρια,
     Εφτάσανε μες στην καρδιά, τη σκοτεινή και μαύρη,
     Του φοβερού του φάραγγα, στην άκρη της οβίρας(19),
     Όπου την έχουν κατοικειό διαβόλοι εννιά χιλιάδες,
     Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδαραίοι,
     Και δεν τολμάει άνθρωπος σιμά της να περάση,
     Ούτε πρωί με τη δροσιά, ούτε και μεσημέρι….
     Ο μπούφος αγριολάλαε, θρηνούσε η κουκουβάγια,
     Ο γκιώνης μυρολόγαε μ’ απελπισιά μεγάλη,
     Γουρλιώνταν το λυσσάρικο σκυλλί ψηλά στη ράχη,
     Κι’ αχολογούσε ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος….
     Γονάτισεν η Μάγισσα κι’ απόθεκε τα μάγια,
     Εκάρφωσε ψηλά στη γη τα τρία τα περόνια,
     Σαν πυροστιά τριπόδαρη, μπηγμένη μες στο χώμα
     Έβγαλε από τον κόρφο της, τον καταστεγνωμένο,
     Στερνάρι(20) και πυριόβολο(21) και μια κουλούραν(22) ίσκα,
     Κι’ άρχισε να πυριοβολά και να σκορπάη σπίθες,
     Που μες το σκότος φαίνονταν σα σύρμα χρυσαφένιο….
     Άναψεν η ίσκα και μ’ αυτήν ανάμεσα στα τρία
     Περόνια έκανε φωτιά με κλάδους πλατανίσιους,
     Που είτανε σκόρπιοι καταγής και καταστεγνωμένοι,
     Κι’ αρχίνησε να δρασκελάη απανωθιό στη φλόγα,
     Γυμνή, σαν πως τη γέννησεν η μαύρη της η μάννα,
     Φτυώντας πισόπλατα, τριπλά, σε κάθε δρασκελιά της,
     Και λέγοντας σιγά-σιγά μ’ αγριεμένα μάτια :
     — «Τρεις πέντε δέκα πέντε τους, τρεις έξη δεκοχτώ τους
     » Και τρεις εφτά είκοσι μια(23), σε κλειδωνιά κλεισμένα
     » Και μες σε βρωμοπήγαδο ριγμένα Τρίτη βράδυ»(24).

     Χίλιες φορές δρασκέλησεν από το ένα μέρος
     Και χίλιες ξεδρασκέλησεν αντίθετα από τ’ άλλο,
     Ξανάειπε χίλιες δυο φορές τα μαγικά της λόγια
     Και δυο χιλιάδες έφτυσε τριπλά πισόπλατά της,
     Κι’ όλο συμπούσε τη φωτιά κι’ όλο τη συδαυλούσε,
     Κι’ έρριχνε ξύλα απάνω της για να κρατούν τη φλόγα.

     Άξαφνα φώναξε άγρια με τη στριγγιά φωνή του
     Το μαυροπούλλι(25) στη σπηλιά, σα να είχε ανατρομάξει,
     Μαύρα μεσάνυχτα τη Γην εγράπωσαν με λύσσα,
     Σαν πως γραπόνει ο σταυραετός την πέρδικα στα νύχια,
     Κι’ όταν επρόβαλε ψηλά στον ουρανόν έν’ άστρο(26),
     Που τώχουν συμβουλάτορα στα μάγια τους οι μάγοι,
     Άναψε η Μάγισσα κερί πράσινο και φκιασμένο
     Με ξύγγι ανθρώπου ζωντανού, μ’ αιματωμένη ζύμη(27],
     Και το κακάβι σήκωσε, πούχε τα μάγια μέσα,
     Κι’ άρχισε κάθε μαγικό να ρίχνη στην οβίρα,
     Για το καθένα λέγοντας άγρια λόγια κρύα :
     — « Οβίρα μου, που είσαι βαθειά οργυιές σαράντα πέντε,
     » Και σ’ έχουνε για κατοικειό διαβόλοι εννιά χιλιάδες,
     » Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι,
     » Δέξου από δύστυχη καρδιάν αυγό μονομερίδας (28),
     » Που θάβγαινε από μέσα της με δυο κεφάλια φείδι…
     » Χολή οχιάς(29) φαρμακερής, που θα μπορούσε ακέρια,
     » Τρία ποτάμια ξέχειλα να καταφαρμακώση….
     » Άντερα κίτρινα, παχυά σβαρνιάρικης χελώνας(30),
     » Που θάφτονταν εξάμηνο στης Γης τον μαύρον κόρφο….
     » Μάτι σκορπιού φαρμακερού, κατάμαυρο σαν πίσσα,
     » Όπου μπορούσε κι’ έβλεπε στης γης τα κατακλείδια….
     » Κατάστεγνο κατώχειλο γουστέρας κιτρινιάρας,
     » Πούχε τον φόβο σύντροφον αχώριστον στον κόσμο….
     » Μακρυά ποδάρια και λειανά αράχνης κυβουρίσιας,
     » Που γύφαινε αραχνόπανα ψηλά σε πεθαμένους….
     » Σκαντζόχοιρου ψιλόμακρον αγκάθι, σα βελόνι,
     » Μ’ αγκύλωμα φαρμακερό, που χρησιμεύει σ’ όλα,
     » Τα διαβολοκεντήματα, τα διαβολοτεχνίδια….
     » Κοιλιά γεμάτη σκουληκιού, κατάσπρου σαν το χιόνι,
     » Που είταν της βρώμας γέννημα, των ψοφιμιών στολίδι…
     » Τομάρι άσβου(31) ανήλιαγου, νυχτοθρεμμένου μαύρου,
     » Που δεν τον έκρουξαν ποτέ του ήλιου οι αχτίδες…
     » Ζερβί νεφρό κατάμαυρο, με ξίγγι σκεπασμένο,
     » Αρκούδας άγριας μαλλιαρής κι’ ορθοπερβαταρούσας,
     » Που περπατούσε με τα δυο και χόρευε σα νύφη….
     » Σκυλλόδοντο λυσιάρικου και λιμασμένου λύκου,
     » Πώφαγε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια…
     » Μύτη κοράκικου σκυλλιού, μαντρόσκυλλου γκρινιάρη,
     » Που πάλευε, σαν το θεριό, με λύκους και μ’ αρκούδες…
     » Κι’ από μακρυά ωσμιζόντανε τους κατσιποδιαραίους(32)..
     » Λειάρας νυφίτσας(33) βρώμικη κι’ αιμαρωμένη σπλήνα,
     » Που μέρα νύχταν έτρεχε και θέριζε ποντίκια…
     » Σερνικοθήλυκου λαγού δεξί αυτί, που ο ύπνος
     » Δεν το είχε πιάσει κάμποτε στα δολερά του δίχτυα…
     » Μυαλό γαλάρας αλεπούς(34), παμπόνηρης και στρίγλας,
     » Όπου έτρωγε στην πείνα της τα μαύρα τα παιδιά της…
     » Μαύρο συκώτι αγριόγατας, ακάθαρτης, πανούργας,
     » Πούχε γουστέρες για ψωμί και φείδια για προσφάγι….
     » Παλιού κοράκου κόκκαλον από ζερβί ποδάρι,
     » Που είχε ψοφίμια για χαρά και αίμα για πανηγύρι….
     » Πλεμόνι κατακόκκινο κλαψάρας κουκουβάγιας(35),
     » Που είταν του Χάρου μύνημα, της ερημιάς στολίδι,
     » Μπούφου κατάμαυρου καρδιά, νυχτομεγαλωμένου,
     » Που την ημέρα κρύβονταν να μην τον δη ο ήλιος
     » Κι’ όλη τη νύχτα βόγγαε και γαύγυζε, σα σκύλλος(36)…
     » Σκληρό κατάμαυρο βυζί γαλάρας νυχτερίδας(37),
     » Όπου έσκιζεν αδιάκοπα της νύχτας τα σκοτάδια,
     » Και δεν αντίκρυζε ποτέ τη λάμψη της ημέρας….
     » Νύχι δεξί χαμόραγγα(38), που ζούσε μες το χώμα,
     » Κι’ είχε τη μαύρη του φωλιά στης Γης τα κατακλείδια…
     » Πλατύ λαρύγγι γουρουνιού, που είχε μια πύχη μύτη,
     » Και καταλούσε αδιάκοπα τροφή μαγαρισμένη….
     » Γλώσσα από κίσσα θηλυκήν(39), εφτάγλωσση, αιμοβόρα,
     » Όπου έβαλε τον αδερφό τ’ αδέρφι να σκοτώση,
     » Τ’ αδέρφι του το εγκαρδιακό, τον δύστυχο τον Γκιώνη….
     » Σάπιο κατάμαυρο σκουτί, βγαλμένο από το μνήμα,
     » Που στόλιζε κορμί νεκρού μέσα στης Γης τον κόρφο….
     » Τρεις χούφτες άκριτο νερό, τριτόβραδα παρμένο,
     » Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, τα ορνίθια πριν λαλήσουν,
     » Κάτω από μύλου φτερωτή, χωρίς λαλιά και κρίση,
     » Κι’ από της Κόρης της σκληρής τες μακρειές πλεξίδες,
     » Τρεις τρίχες μαύρες και μακρειές, σα φείδια σκοτωμένα.

     Την ώραν, οπού πέφτανε τα μάγια στην οβίρα,
     Κι’ έπλεαν άλλα στο νερό, σα να είτανε σκουπίδια,
     Κι’ άλλα βυθίζονταν σιγά στον άπατο βυθό της,
     Αρχίνησε ένα χούχλασμα, μια ταραχή μεγάλη,
     Που βούιζεν ο φάραγγας πέρα και πέραν όλος….
     Τα μάγια ανακατόνονταν και τάδερναν οι χούχλοι,
     Σαν τα σκουτιά η νεροτροβιά, που μέσα της δουλεύει,
     Και πότε φαίνονταν ψηλά στους χούχλους ν’ αναιβαίνουν,
     Και πότε χάνονταν βαθυά στο βύθο της οβίρας.
     Κι’ όσο ανεβοκατέβαιναν τα μάγια απάνω κάτω,
     Κι’ έβραζεν όλο το νερό και χόρευαν οι χούχλοι,
     Εχόρευε κι’ η Μάγισσα τρογύρω στην οβίρα,
     Και φτυούσε μέσα κι’ έλεγε παράξενα τραγούδια,
     Στους πλειό παράξενους σκοπούς, σαν άγρια μυρολόγια:

     « Βγάτε από μέσα όλοι, -όλοι-όλοι-όλοι….
     » Τρισκατάρατοι διαβόλοι, -όλοι-όλοι-όλοι….
     » Και πετάτε με ορμή-μή-μή-μή….
     » Στ’ ανερώτευτο κορμί, -μί-μί-μί….
     » Την πανώρια Κορασιά, -σιά-σιά-σιά….
     » Πώχει πέτρα την καρδιά, -διά-διά-διά…..

     » Μπάτε μέσα στην καρδιά της-άτης-άτης-άτης….
     » Και στα πετροσωτικά της, -άτης-άτης-άτης….
     » Ρίξετε τα μαγικά, -κά-κά-κά….
     » Τα διαβολογιατρικά, -κά-κά-κά….
     » Για να γένη μαλακή, -κή-κή-κή….
     » Μαλακή και σπλαχνική-κή-κή-κή….

     » Και το Γιάννο ν’ αγαπήση-ήση-ήση-ήση….
     » Όσο εδώ στον κόσμο ζήση, -ήση-ήση-ήση….
     » Με καρδιά και με ψυχή-χή-χή-χή….
     » Ως την ύστερη πνοή, -ή-ή-ή—
     » Κι’ ως τη μαύρη μέσα γη-η-η-η….
     » Η αγάπη της να ζη-η-η-η…»

     Κι’ αχολογούσε ο φάραγγας, κι’ αχολογούσε ο λάκκος,
     Από τον άγριο το σκοπό και τους χορούς των χούχλων,
     Κι’ εκεί οπού περίμενεν η Μάγισσα μ’ αγώνα
     Να γένη το νερό τυρί(40) της φοβερής οβίρας,
     Να πιάσουνε τα μαγικά κι’ η παινεμένη Μάρω
     Να δώση την καρδούλα της στου Γιάννου την αγάπη,
     Ανάτειλεν ο αυγερινός, λαλήσανε τ’ αρνίθια,
     Γαλάτιασε η ανατολή, και θάμπωσαν τ’ αστέρια….
     Σταμάτησεν η ταραχή, κατάπαψαν οι χούχλοι,
     Λακκίσανε τα ισκιώματα και φύγαν πηλαλώντας,
     Ακούστηκαν οι σάλαγοι, και κύπροι, και κουδούνια,
     Και τα σκυλλογαυγύσματα στα πλάγια και στους λόγγους,
     Και χάθηκαν τα μαγικά στο βάθος της οβίρας.

     Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια,
     Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι,
     Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα,
     Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια
     Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη :
     - Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!
     Αχ! δεν της κάνουν τίποτε τα δόλια μαγικά μου
     Γιατ’ έτυχε η καλότυχη να γεννηθή Σαββάτο (42),
     Σαββάτο, μοσκοσάββατο της Μεγαλοβδομάδας!
     Ανάθεμά τες, που γεννούν τες μάννες τα Σαββάτα,
     Κ’ ακόμα τρις ανάθεμα σ’ εκείνες, που γεννούνε
     Παιδιά και κόρες ώμορφες τρία καλά Σάββατα
     Της τυρινής αποκριάς, της Καθαροβδομάδας
     Και το Μεγαλοσάββατο, που ανοίγουν τα κυβούρια!

ΜΕΡΟΣ Β’

ΤΟ ΒΟΤΑΝΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

— Και τώρα :

Την ερώτησεν ο Γιάννος με λαχτάρα.

     — Τώρα, του λέγει η Μάγισσα, ν’ αλλάξη την καρδιά της.
     Τίποτες άλλο δε μπορεί, παρά ο ανθός εκείνος.
     Που στα τραγούδια λέγεται «Βοτάνι της Αγάπης»(42).

     Πάλι γυρίζει και της λέει της Μάγισσας ο Γιάννος:
     — Πες μου, να ζήσης, Μάγισσα, ξαδέρφη των δαιμόνων,
     Που βρίσκεται τ’ αλάθευτο Βοτάνι της Αγάπης,
     Που την καρδιά της άσπλαγχνης μπορεί να μεταπείση;
     Σε τι λιθάρι βρίσκεται; Σε τι γκρεμό φυτρόνει;
     Όπου κι’ αν είναι το, μπορώ να πάγω και να τώβρω…
     Δε με φοβίζει τίποτε: γκρεμοί, ποτάμια, λόγγοι…
     Μονάχα πε μου, που είναι το, και πώς μπορώ να τώβρω,
     Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ικανός, γερός και παλληκάρι.
     Κι’ αυτή του απολογήθηκε, μ’ απελπισιά μεγάλη:
     — Πίσω από κείνο το βουνό, πούναι ψηλό και μέγα,
     Πώχει τα σύννεφα κορφή και μέση τα λαγκάδια,
     Και ρίζα του της θάλασσας, τ’ απάτητα θεμέλια,
     Στέκει περίφανο, βαρύ, άλλο βουνό μεγάλο,
     Και πίσω πάλιν απ’ αυτό άλλο βουνό προβάλλει,
     Κι’ αυτό τρανό κι’ υπέρψηλο, κι’ αυτό πολύ μεγάλο,
     Και πίσω πάλι κι’ απ’ αυτό άλλο και πάλιν άλλο,
     Βουνά σαράντα στη γραμμή, συνεφοσκεπασμένα,
     Και στο βουνό τ’ ακριανόν, όπου είναι απ’ όλα πίσω,
     Είν’ ένα σπήλιο απάτητο σ’ έναν γκρεμό μεγάλον
     Οπού είναι παραδύσκολο σ’ ανθρώπινο ποδάρι
     Να σκαρφαλώση, ν’ αναιβή και μέσα να πατήση.
     Σ’ αυτού του σπήλιου τη πορειά, στη θύρα αυτού του σπή-
     Φυτρώνει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης, [λιου,
     Πώχει λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι,
     Και μες το σπήλιο κάθεται και το παραφυλάει
     Μέρα και νύχτα ανέλλιπα, χωρίς να κλειή το μάτι,
     Δράκοντας άγριος, φοβερός και μαύρος, σαν την πίσσα,
     Που δεν αφίνει τίποτε σιμά του να ζυγώση,
     Άνθρωπον, ή τετράποδο, πετούμενον, ή μυίγα,
     Κι’ αν ημπορέσης τον γκρεμό ν’ αναίβης, να πατήσης,
     Να πολεμήσης το θεριό και να το ρίξης κάτω,
     Στην άχανη την άβυσσο να σκοτωθή να πάη,
     Κι’ αρπάξης τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης,
     Τρέχα, πετάξου, σαν αητός, και πετροβόλησέ το
     Στης Κορασιάς το πρόσωπο, που σ’ έχει σκλαβωμένο,
     Κι’ άμα την πάρη των ανθιών η ευωδιά η μεγάλη,
     Όπου μεθάει την καρδιά και τη βαρυολιγόνει,
     Στην αγκαλιά σου θα ριχτή, σα διψασμένο αλάφι,
     Θα σ’ αγαπήση από καρδιά και ταίρι θα σε κάνη.

     Απαρατάει στο φάραγγα τη Μάγισσαν ο Γιάννος
     Και παίρνει όρη και βουνά και τρέχει, σαν αγέρας,
     Να πάη ναύρη τον γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο,
     Π’ ανθίζει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης,
     Για φύλακά του έχοντας και για περιοχή του
     Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.
     Διάβηκε ράχες και Βουνά, ποτάμια και λαγκάδια,
     Λειβάδια και νεροσυρμιές, πλαγιές και μονοπάτια
     Σειώνταν η γη στο διάβα του και μέριαζαν τα δέντρα,
     Πουλλάκια κι’ όρνια πέταγαν, προντούσανε τ’ αγροίμια…
     Σαράντα μέρες έκανε, σαράντα μερονύχτια
     Και τέλος φτάνει στο βουνόν, όπου είταν πίσω από όλα.
     Κι’ είχε το δύσκολο γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο,
     Που βρίσκονταν το ποθητό Βοτάνι της Αγάπης,
     Για φύλακα του έχοντας και για περιοχή του
     Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

     Δεν τον ετρόμαξε ο γκρεμός, κι’ ουδέ το μαύρο σπήλιο…
     Δένει στες πλάτες του γερά το φοβερό κοντάρι,
     Κι’ αρχίζει απάνω στο γκρεμό, σα φείδι, να κολλάη….
     Πότε αναιβαίνει δέκα οργυές και πότε πέφτει δέκα….
     Ξαναναιβαίνει, προχωρεί και πάλι ξαναπέφτει….
     Αρχίζει ν’ απελπίζεται, φωνάζει, βλαστημάει…
     Τρέχει ο ίδρος απάνω του κι’ οι φλέβες του χτυπούνε,
     Σα να είταν φείδια ζωντανά και θέλαν να τον πνίξουν…
     Κάθεται ξεκουράζεται, ξαναρχινάει πάλι,
     Κι’ αγάλια-αγάλια προχωρεί, σιγά-σιγά αναιβαίνει.
     Ξαναναιβαίνει δέκα οργυιές, πηγαίνει κι’ άλλες τόσες,
     Όλο αναιβαίνει, προχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει,
     Περνάει τες σαράντα οργυιές, αδιάκοπα αναιβαίνει,
     Δεν τον φοβίζει ο κίντυνος, δεν τον νικάει ο φόβος,
     Αγκομαχάει, στέκεται, ξανακινάει πάλι,
     Και πάλι ματαπροχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει,
     Ματόνουνε τα χέρια του, τα πόδια του ματόνουν
     Και πάλι ματαστέκεται και πάλι αγκομαχάει…
     Γλυστράει και ξεσέρνεται ψηλά στους άγριους βράχους,
     Κι’ εκεί που ξεσερνόντανε και πήγαινε ίσια κάτω,
     Στην άχανη στην άβυσσο ν’ αφανιστή, να πάη,
     Επιάστηκε και στάθηκε κι’ άρχισε πάλι αγάλια
     Να ματασκαρφαλόνεται και να ματαναιβαίνη….
     Ματαναιβαίνει, προχωρεί και ματαπάει, πάει
     Κι’ όλο ζυγόνει στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα.
     Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι,
     Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει,
     Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του,
     Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος,
     Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα,
     Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.
     Άμα τον είδε ο Δράκοντας μπρος της σπηλιάς την θύρα,
     Ρίχνεται απάνω του μ’ ορμή, σα μαύρη τρικυμία,
     Κι’ ο Γιάννος που είταν δυνατός, που είταν και παλλη-
     Γερά τον εκαρτέρησε με δύναμη κι’ αντρεία…. [κάρι,
     Μια κονταριά του τράβηξε και δεύτερη του δίνει….
     Χτυπάει τρίτη, τέταρτη, χτυπάει και χτυπάει,
     Όμως χτυπούσε ανώφελα, σε σιδερένιο δέρμα….
     Χτυπάει ως εκατό φορές κι’ εκεί π’ όλο χτυπούσε,
     Σπάζει στη μέση, σα βεργί, το δυνατό κοντάρι…
     Φυσομανάει ο Δράκοντας από χαρά μεγάλη
     Κι’ απανωθιό του ρίχνεται μ’ ολάνοιχτο το στόμα,
     Γεμάτο δόντια φοβερά και σουβλερά σα λόθρες….
     Ο Γιάννος σέρνει στη στιγμή τ’ αστραφτερό σπαθί του
     Και τον προσμένει σταθερά, σα ριζωμένος βράχος….
     Πιάνονται πάλι, μάχονται, σαν άγρια λιοντάρια,
     Φεγγοβολούν τα μάτια τους πο τον πολύ θυμό τους,
     Του Δράκοντα βγάζουν φωτιές, του Γιάννου βγάζουν φλόγες,
     Βροντοχτυπιούνται αδιάκοπα κι’ αναπαυμό δεν έχουν…
     Δίβουλη η νίκη στέκεται με χέρια σταυρωμένα,
     Κι’ ο ένας δεν ενίκαε, κι’ ο άλλος δε νικώνταν.
     Αγκομαχούσαν φοβερά, που τράνταζε το σπήλιο….
     Αρχίζουν να κουράζωνται, κι’ αρχίζουν να τραβιούνται,
     Ν’ αριεύουν τα χτυπήματα, να παραλύουν την έχτρα,
     Κι’ εκεί που λαχανιάζανε, πο τον πολύ τους κόπο,
     Και κολυμπούσανε κι’ οι δυο στον ίδρωτά τους μέσα,
     Η έχτρα, πώκαιε μέσα τους, σα φοβερό καμίνι,
     Τους εσυμπούσε το θυμό, τους άναβε τη λύσσα,
     Και πάλε ξαναρχίζανε τον φοβερόν αγώνα.
     Και ρίχνονταν ακράτητοι, σα κύματα αγριεμένα,
     Με δύναμη και με θυμό και με μεγάλην έχτρα,
     Σα να μην είχανε πιαστή, να μη είταν κουρασμένοι,
     Μπαρούτι απάνω στη φωτιά, μανία στη μανία,
     Καταστροφή και χαλασμός, βοριάς και τρικυμία.

     Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα,
     Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο,
     Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν,
     Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.
     Ετράνταζε όλο το βουνό και σειώνταν τα λαγκάδια,
     Οι βράχοι ξερριζόνονταν κι’ αρχίναγαν να τρέχουν
     Στον φοβερόν κατήφορο, σα θεϊκή κατάρα….
     Τ’ αγροίμια κατατρόμαξαν κι’ αρχίσαν πηλαλώντας
     Να τρέχουν τα βουνόπλαγα, σα τρομαγμένη αγέλη….
     Οι πέρδικες προντίσανε, βουβάθηκαν τ’ αηδόνια
     Και πέταξαν περίτρομα σ’ άλλα βουνά και λόγγα….
     Τα όρνια ξεπετάχτηκαν από τα γκρέμια μέσα
     Κι’ αφήκαν έρμες τες φωλιές και πέταξαν τ’ αψήλου.
     Τρεις ώρες πολεμούσανε, τρεις ώρες στην αράδα,
     Κι’ εκεί που πολεμούσανε κι’ εκεί που αγκομαχούσαν,
     Πο το πολύ τους πάλεμα, πο το πολύ τους άχτι,
     Εχύμησεν ο Δράκοντας απανωθιό στο Γιάννο,
     Με στόμα μιαν οργυιά βαθύ και μιαν οργυιά ανοιγμένο,
     Να τον αδράξη ολόβολο και να τον ροκανίση,
     Κι’ ο Γιάννος που είταν δυνατός, κι’ ο Γιάννος που είταν
                                                   [κι’ άξιος
     Του μπήγει αμέσως το σπαθί μες το πλατύ λαρύγγι
     Και πέρα πέρα το τρυπάει, το σκίζει και το κόβει.

     Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι,
     Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι,
     Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια,
     Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη,
     Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος….
     Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο,
     Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια,
     Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες,
     Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του,
     Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία….
     Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου,
     Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι,
     Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια,
     Σβαρνίστηκε - σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου
     Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω,
     Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια,
     Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του…
     Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι,
     Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι,
     Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!

     Τότε κι’ ο Γάννος άπλωσε το κουρασμένο χέρι
     Κι’ έκοψε το θαματουργό Βοτάνι της Αγάπης,
     Πούχε λουλούδια σα φλωρί και φύλλα σαν ασήμι,
     Κι’ αμέσως εκατέβηκε πο τον γκρεμό τον μέγα,
     Κρατώντας μες στα χέρια του τ’ αγκύστρι της Αγάπης,
     Κι’ έτρεξε πάλε ακράτητος, χωρίς στιγμής ανάσα,
     Επάνω σ’ όρη και βουνά, πλαγιές και μονοπάτια,
     Λειβάδια και νεροσυρμιές και κάμπους και λαγκάδια
     Και πήγε κι’ ηύρε ξαφνικά την ξακουσμένη Μάρω
     Να πλένη τα ποδάρια της σε κρουσταλλένια βρύση,
     Πούχε ασημένια κάνναλη και μαρμαρένια γούρνα,
     Και τη στιγμή, που έστρεψε τα μάτια της τα μαύρα,
     Να ιδή ποιος ήρθε πίσω της ή γνώριμος ή ξένος,
     Της έρριξε κατάμουτρα τ’ αλάθευτο βοτάνι,
     Κι’ άμα τη πήρε η ευωδιά, κι’ η μοσκοθολημάδα,
     Εχαμογέλασε γλυκά κι’ εβγήκε από τη βρύση,
     Την αγκαλιά της άνοιξε, γεμάτη καλωσύνη,
     Και του είπε μ’ αγκαλλιασμό και με μεγάλη χάρη :
     — Μεγάλο θάμα! Τη στιγμήν αυτή η καρδιά μου ανοίγει
     Και μαλακόνει σα κηρί, που είταν σκληρή σαν πέτρα,
     Και γι’ άντρα μου σε δέχομαι και για γλυκό μου ταίρι.

     Φιλιούνται κι’ αγκαλιάζονται τα δυο τ’ αγαπημένα
     Και δε χορταίνουν φίλημα κι’ αγάπη δε χορταίνουν.
     Ο Γιάννος τρέχει σπίτι του το γάμο να ετοιμάση,
     Τρέχει κι’ η Μάρω από κοντά, πνιγμένη στην αγάπη,
     Και τη στιγμή, που αντίκρυσαν τ’ αγαπητό τους σπίτι,
     Ακούνε μαύρα κλάματα, καθάρια μυριολόγια….
     Του Γιάννου η μάννα μύρονταν κι’ αυτή μυρολογούσε…
     Σαν περδικούλα θλίβονταν, σαν το παππί μαδυώνταν,
     Σαν του κοράκου τα φτερά τη φορεσιά της είχε….
     Για το παιδί της θλίβονταν, τον ξακουσμένο Γιάννο,
     Που είταν χαμένος κι’ άφαντος τρεις μήνες στην αράδα.
     Κι’ ο Γιάννος μπήγει μια φωνή, που βούιξαν οι λάκκοι:
     Μη κλαις, μαννούλα μου γλυκειά, μη κλαις, καλή μου
                                                 [μάννα,
     Δεν πέθανεν ο Γιάννος σου, το μοναχό παιδί σου!
     Έβγα να ιδής πώς έρχονται γλυκά ζευγαρωμένα
     Ο Ήλιος ο περίφανος και το λαμπρό Φεγγάρι…
     Ο Ήλιος είν’ ο Γάννος σου και το Φεγγάρι η Μάρω!

     Παύουν ευτύς τα κλάματα, τα μαύρα μυρολόγια,
     Και βγαίνει η μάννα πεταχτή, τρελλή πο τη χαρά της,
     Και δέχεται στην αγκαλιά τ’ αγαπητά παιδιά της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΕΡΑΣΤΗ

1) Το όνομα Γιάννος είνε ένα είδος ηρωικό όνομα στες λαϊκές παραδόσες και γι’ αυτό το προτίμησα. Σε τι οφείλεται αυτό δεν το ξέρω καλά-καλά, νομίζω όμως, ότι οφείλεται στη φήμη του ονόματος του Διγενή, που πολλές εποποιίες στα πέρατα του Ελληνισμού το έχουν. Στην Ήπειρο, ανάμεσα σε πολλά τραγούδια, που άλλο παρασταίνει το Γιάννο να πολεμάη με το Χάρο :

   « Ο Γιάννος λέει του Χάροντα…
   » Χωρίς αστένεια κι’ αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω,
   » Άιντε μας να παλέψωμε σε μαρμαρένιο αλώνι»

………………………………………… Άλλο να κυριεύη φρούρια : …………………………………………

« Πολλά είν’ τα κάστρα της Φραγκιάς, πολλά και τα ρω-
                                             [μαίικα,
» Σαν το καστέλλι της Ωριάς δεν βρίσκεται στον κόσμο…
» Κανένας δεν το πάτησε, κανείς δεν το πατάει,
» Ο Γιάννος μον το πάτησε…»

Άλλο ως αντάρτη :

« Τρεις Τούρκοι, τρεις Γενίτσαροι, τρί’ άξια παλληκάρια, « Κι’ οι τρεις το Γιάννο γύρευαν, κι’ οι τρεις το Γιάννο [θέλουν» …………………………………………

Άλλο τον παρασταίνει, ότι πολέμησε με εφτά χιλιάδες Τούρκους και στο τέλος να σκοτόνεται από απροσεξιά:

   « Κάτω στες κρύες Βρύσες, στα κρυονέρια,
   » Ψυχομαχάει ο Γιάννος τ’ Αντριανόπουλο,
   » Κομμένος, λαβωμένος και &ορικείμενος…&
   » Τούρκοι τον τραγουδούνε και Ρωμιοί τον κλαιν.

…………………………………………

   — « Δεν είταν μήτε δέκα, μήτε κι’ εκατό…
   » Είταν εφτά χιλιάδες κι’ ίσως πλειότεροι…
   » Για το Χριστό χιλιάδες πέντε σκότωσα,
   » Και δυο χιλιάδες άλλες για την Παναγιά…
   » Κι’ απ’ τες εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε,
   » Πούχε λαγού πηλάλα, πόδι ζαρκαδιού,
   » Κι’ εκείνος λαβωμένος και με λάβωσε…
   » Να τους κι’ ακόμα χίλιοι, πώφτασαν εκεί,
   » Με πιάσαν λαβωμένο και με δέσανε,
   » Και μιαν ακέρια μέρα με παιδέψανε».
…………………………………………

Το ακόλουθο δημοτικό τραγούδι, που υπάρχει στην Ήπειρο, αναφερόμενο σ’ έναν Δίγιαννο, οποίος στη ρύμη των στίχων ονομάζεται Γιάννος, και αποδείχνει, ότι Γιάννος και Διγενής είνε το ίδιο:

» Στην Άρτα τ’ άργανα βαρούν, στην Άρτα κάνουν γάμο…
» Ρηγόπουλο παντρεύεται, βασιλοπούλα παίρνει
» Όλον τον κόσμο κάλεσαν, τη γη την οικουμένη,
» Το Δίγιαννο δεν κάλεσαν, πο τη κακογνωμιά του,
» Γιατί σκοτόνει τους γαμπρούς και παίρνει τες νυφάδες.
» Νάτος! κι’ ο Γιάννος πώφτασε…» κτλ.

2) Για τον ίδιο λόγο προτίμησα και τ’ όνομα Μάρω, ότι δηλ. κι’ αυτό αναφέρεται συχνότερα από κάθε άλλο όνομα και μάλιστα στα ερωτικά τραγούδια, και προ πάντων αναφέρεται ως συνδεμένον με τ’ όνομα Γιάννος.

3)…………..και στο γλυκό τραγούδι»

Και το τραγούδι στην ανόθευτη Ελλάδα από τον ψευτοπολιτισμό, θεωρείται ως συστατικό ωμορφιάς.

4) Άσπρα δοντάκια ξέξασπρα….

Ξέξασπρος = πάρα πολύ άσπρος. Συχνότερα εκφέρεται με το άσπρος: άσπρος-ξέξασπρος=λευκός-λευκότατος.

5) «Και κένταε….»

Το κέντημα, αν δε θεωρήται ως συστατικό ωμορφιάς, θεωρείται όμως ως συστατικό νοημοσύνης, εξυπνάδας, από την οποία πρέπει να παρακολουθήται η ωμορφιά, για να είνε τέλεια.

β )«Το σαραντάδιπλο χορό….»

Χορός με σαράντα δίπλες, με σαράντα κύκλους δηλαδή. Ο σαραντάδιπλος χορός θεωρείται ως ιδανικός χορός, ως χορός, που δε μπορεί να γείνη μεγαλύτερος.

7) «Μη θέλης πο λαγό τυρί κι’ απ’ άγριο γίδι γάλα».

Κατά το δημοτικό στίχο :

«Γυρεύει από λαγό τυρί κι’ απ’ άγριο γίδι γάλα».

Σημαίνει ο στίχος πράγμα πολύ δύσκολο, που μόνο η μεγάλη αγάπη μπορεί να κατορθώση.

8) «Μια αναμαλλιάρα Γύφτισσα….»

Συχνότερα τη μαγική τη κάνουν οι Γύφτισσες, οι Εβραίισσες κι’ οι Τούρκισσες και πολύ σπάνια να βρεθή Χριστιανή μάγισσα. Οι Τουρκογύφτισσες θεωρούνται ως σπουδαιότερες μάγισσες. Κάθε Τουρκογύφτισσα, ποια πολύ και ποια λίγο, είναι και μάγισσα. Ύστερα από τες Γύφτισες έρχονται οι Εβραίισσες. Προτίμησα τη Γύφτισσα, διότι οι Εβραίισσες δε βγαίνουν ποτέ από την πολιτεία και μάλιστα να κατοικούν σε σπήλια, ενώ οι Γύφτισσες πολύ συχνά ζουν στην ερημιά. Πολύ σπάνια και άντρες κάνουν το μάγο, κανένας όμως Χριστιανός. Γύφτοι οι πλειότεροι.

9) «Τ’ αρκούδια κι’ ημερεύουνε, τους λύκους και δεν [τρώνε, «Τα βλογημένα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους…

Παράλληλη ένοια αυτής της δοξασίας έχει και το ακόλουθο δημοτικό άσμα του « Αμάραντου» :

—« Ποιος είδε τον αμάραντο σε τι γκρεμό φυτρόνει;
» Τον τρων τ’ αλάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κι’ ημερόνουν
» Τον τρων τα μαύρα πρόβατα και λησμονούν τ’ αρνιά τους
» Να το είχε φάει κι’ η μάννα μου, να μη είχε κάνει εμένα…»

10) Όλα αυτά που παινιέται η Μάγισσα, ότι π. χ. μαγειρεύει οχιές(1) και μονομερίδες(2) κτλ., ότι καταιβάζει το φεγγάρι και το δέρνει σαν παιδάκι κτλ. είνε πολύ πιστευτά στον Ηπειρωτικό Λαό. Δεν λέγω, ότι δεν είνε πιστευτά και σ’ άλλα ελληνικά μέρη, αλλ’ ημείς ως έδρα των ηθογραφιών μας έχομε την Ήπειρο, και μόνο τες δοξασίες του Ηπειρωτικού Λαού αναγράφομε σ’ αυτό το ποίημα.

1) Έχιδνα. 2) Είδος φαρμακερότατου φειδιού.

11) «…. Τες Ξωτικές του λόγγου».

12) Ξωτικές, φαντάσματα των λόγγων, νύφες, δρυάδες. Παρασταίνονται στα παραμύθια των γριών, ως ωραιότατες νύφες, ντυμένες μ’ ένα άσπρο σιντόνι μοναχά, ότι περιφέρονται συνοδειές — συνοδειές τα λόγγα, κι’ όπου βρουν ώμορφο κι’ ανύπαντρο πιστικό, που να μην έχη απάνω του πυριοβολικά(3),

3) Κομμάτι χάλυβα (τσελικιού) στερνάρι (πυρίτης) και ύσκα, όλα μαζύ λέγονται πυριοβολικά. Όποιος έχει αυτά στον κόρφο του, πιστεύεται, ότι είναι προφυλαγμένος από τα κακά νεύματα.

θυμίαμα κι’ αλάτι τον αρπάζουν, του παίρουν τη φωνή και τον παν στα σπήλια τους. Όταν είναι ανεμοστρόβιλος και χορεύουν τα δεντρόφυλλα σύγκυκλα — σύγκυκλα, ο λαός πιστεύει, ότι χορεύουν Ξωτικιές, κι’ αναμερούνε, κάνοντας το σταυρό τους. Αναφέρονται πολλοί πιστικοί, ως αρπαγμένοι από τες Ξωτικιές. Στην Κρετσούνιτσα(1) ζούσε ως τα πρόπερσυ ένας πιστικός, Σιάνος λεγόμενος, που πίστευε ο κόσμος, ότι τον είχαν πάρει οι Ξωτικιές. Τον είχα ρωτήσει πολλές φορές να μου ειπή πώς είταν οι Ξωτικιές, και μου έλεγε όλο και τα ίδια:

— Είχα τα γίδια στην πλαγιά και καθόμουν σ’ ένα τσιογκάρι και τ’ αγνάντευα. Λάλησα λίγο τη φλογέρα, κι’ ύστερα, σα να νύσταξα, έκλεισα τα μάτια μου. Εκεί που κοιμώμουν, άκουσα ένα μεγάλο σιουμάλισμα και μια φοβερή ταραχή. Βρέθηκα μέσα στη μέση του ανεμοστρόβιλου. Προσπάθησα να φύγω… του κάκου! Είμουν σαν πισταγκωνισμένος. Έκανα να μιλήσω… και δεν είχα φωνή! Ρίχτηκαν τα σκυλλιά απάνω στον ανεμοστρόβιλο, κι’ είδα ένα χορό γυναίκες πανέμορφες, μ’ ένα σιντόνι η καθεμιά ζωσμένη, που τρύπωσαν μέσα στο λόγγο, χορεύοντας και φεύγοντας με τα φύλλα, σαν αστραπή. Έχασα τα λογικά μου. Δεν είξερα πού είμουν. Και όταν ήρθα στον εαυτό μου, ύστερα από μήνες, κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο μαναστήρι. Με γλύτωσε η Μεγαλόχαρη (και κάνοντας το σταυρό του, τελείονε τη διήγηση)· Σ’ αυτή χρωστάω τη φωνή μου».

Το πάθημα του Σιάνου είνε γνωστότατο σ’ όλη την επαρχία.

1) Χωριά των Κουρέντων (Ελλοπίας) 6 ώρες δυσμικά του Γιαννίνου.

12) «Και τες Νεράιδες του γιαλού…»

Το ίδιο κι’ οι Νεράιδες. Είναι κι’ αυτές φαντάσματα των ποταμών και της θάλασσας, και κάθε μέρους, που έχει νερό τρεχούμενο, ωραιότατες νύφες (νηρηίδες). Ο, τι κάνουν οι Ξωτικιές στους πιστικούς, οι Νεράιδες το κάνουν στους ψαράδες και στους ναύτες, αλλά θεωρούνται όχι τόσο κακιές, όσο οι Ξωτικιές.

13) «Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο».

Η ώρα αυτή, που χάνεται το παλιό φεγγάρι και πιάνεται το καινούργιο, θεωρείται ως η καταλληλότερη στιγμή των μαγικών.

14) «Τρία περόνια γύφτικα…»

Τα γύφτικα τα περόνια, δηλαδή αυτά που φκιάνουν οι χαλκιάδες οι εγχώριοι, που είναι όλοι Γύφτοι(1), θεωρούνται καταραμένα, διότι με τέτοια περόνια (γύφτικα) σταύρωσαν το Χριστό, και κατάλληλα για τα μαγικά, ενώ τα χυτά τα περόνια νομίζονται ακατάλληλα για τέτοιες δουλιές.

1) Οι Γύφτοι θεωρούνται απόγονοι των χαλκιάδων εκείνων, που είχαν φκιάσει τα περόνια, που σταύρωσαν τον Χριστό. Λέγονται περιφρονητικά και Φαραώνηδες, ως καταγόμενοι από την Αίγυφτο, της οποίας οι αρχαίοι βασιλιάδες λέγονταν Φαραοί (Φαραώ).

15) « Τρεις χούφτες άκριτο νερό τριτόβραδα παρμένο…»

Όσους αριθμούς αναφέρω, 3, 7, κλ. είναι καθιερωμένοι από τες προλήψες του λαού.

Το «άκριτο νερό», παρμένο την Τρίτη τη νύχτα κάτω από τη φτερωτή του μύλου, χωρίς εκείνος που τα πάρη να μιλήση ή απλώς να βγάλη φωνή, είναι από τα κυριώτερα συστατικά της μαγείας.

Από τες ημέρες της εβδομάδας η Τρίτη είναι για τα μάγια κατάλληλη και το Σάββατο για τ’ αντιμαγικά.

Κάθε μάγισσα ή μάγος δε ζητάει όλα τα μαγικά είδη, που αναφέρομε σ’ αυτό τα μέρος του ποιήματος. Ο καθένας ζητάει τρία είδη το πολύ και μ’ αυτά φκιάνει τα μαγικά του, αλλ’ εμείς βάλαμε στα στόμα της Μάγισσας όλα, όσα μπόρεσα να μάθω από πολλούς, που είχαν καταφύγει σε διάφορες μάγισσες, κι’ έτσι κατάρτισα μια μαγολογία, όσο το δυνατό μεγαλύτερη. Και όμως με όσα αράδιασα νομίζω, ότι ούτε τα μισά τα είδη δεν έβαλα στη μαγολογία μου.

16) «…………τ’ αρνίθια πριν λαλήσουν».

Όλα τα διαβολικά βγαίνουν στον Απάνω Κόσμο τα μεσάνυχτα και περπατούν ως την ώρα, που θα πρωτολαλήσουν οι πετεινοί.

17) «Λέγοντας λόγια μαγικά, διαβολεμένα λόγια», «που δε μπορούσε τίποτε κανείς να καταλάβη».

(Όρα σελίδα 33 στίχ. 4 και 5).

Οι μάγισσες, όταν βρίσκωνται στο έργο τους, προφέρουν ασυνάρτητα λόγια, που δε μπορεί να βγάλη κανείς έννοια.

18) «Σαν άγριευαν και γούρλοναν της Μάγισσας τα μάτια «Κι’ έβγαζε αφρούς το στόμα της μαζύ με τη φωνή της».

(Όρα σελ. 33 στίχ. 10 και 11).

Λέγοντας και ξαναλέγοντας οι μάγισσες τ’ ασυνάρτητά τους τα λόγια, λαβαίνουν άγριο ύφος, γουρλώνουν τα μάτια τους κι’ αφρίζουν. Αυτά τα κάνουν, εννοείται, μπροστά στους ενδιαφερομένους, για να τους φοβίσουν.

19) Οβίρα=κοίλωμα μέσα στην κοίτη των ποταμών, όπου είναι το βαθύτερο μέρος, θεωρείται ως κατοικία δαιμόνων.

20) Στερνάρι = πυρίτης λίθος.

21) Πυριόβολος = χάλυψ.

22) Ύσκα, είδος παρασίτου φυτού, που φυτρόνει στα δέντρα. Το καταλληλότερο είναι εκείνο, που βγαίνει στες ιτιές και στα πλατάνια. Τα στενάρι, ο πυριόβολος και η ύσκα είναι τα τρία σύνεργα με τα οποία ανάβουν φωτιά. Η φωτιά του στερναριού θεωρείται κατάλληλη για τα μαγικά.

23) «Τρεις πέντε δεκαπέντε τους, τρεις έξη δέκα οχτώ
                                               [τους.
   »Και τρεις εφτά είκοσι μια…»

Όλα αυτά είναι από τ’ ασυνάρτητα. Ίσως νάχουν και κάποια εξήγηση, που εγώ δε γνωρίζω.

24) «…………….. Σε κλειδωνιά κλεισμένα
   » Και μες σε βρωμοπήγαδο ριγμένα Τρίτη βράδυ».

Τα μάγια, για να μη χαλάσουν με τ’ αντιμαγικά, τα κλειούν στην κλειδωνιά, δηλαδή παίρνουν μια ανοιχτή χεροκλειδωνιά και την κλειούν με το κλειδί της, κι’ ύστερα για να μη βρεθή από κανένα και την ανοίξη, και βγουν τα μαγικά, την πετούν σε βρωμοπήγαδο, δηλαδή σε πηγάδι με νερό ακάθαρτο, την Τρίτη το βράδυ.

25) Μαυροπούλλι, πουλλί μαύρο, που δεν το βλέπει κανείς, μυστηριώδικο.

26) «Κι’ όταν επρόβαλε ψηλά στον ουρανό έν’ άστρο, »Που τώχουν συμβουλάτορα στα μάγια τους οι μάγοι»

Δεν μπόρεσα να εξιχνιάσω ποιο άστρο είναι αυτό.

27) «Άναψε η Μάγισσα κερί πράσινο και φκιασμένο » Με ξύγγι ανθρώπου ζωντανού…»

Είναι φοβερό ν’ ακούση κανείς, πως γίνεται αυτό το κηρί! Εκείνος, που έχει ανάγκη από τέτοιο κηρί, πηγαίνει και ξεκοιλιάζει έναν άνθρωπο, του αρπάζει την ξυγγοπάνα, που σκεπάζει τα εσωτικά του και φεύγει. Αλλά για να είναι χρήσιμη αυτή η ξυγγοπάνα, πρέπει ο άνθρωπος που την είχε, να είταν ζωντανός την ώρα, που ο φονιάς την τραβούσε από μέσα. Μ’ αυτή την ξυγγοπάνα φκιάνουν ξυγγόκηρο, και τα ξυγγόκηρο αυτό νομίζουν, ότι έχει την ιδιότητα να μη σβύνη από τον δυνατώτερον αγέρα, και χρησιμεύει σ’ εκείνους προπάντων, που πηγαίνουν ν’ ανοίξουν τους θησαυρούς, που βρίσκονται σε υπόγεια ή σε σπηλιές, διότι κάθε άλλο κηρί σβύνεται εκεί μέσα και μόνο το κηρί, που γίνεται από ξυγγοπάνα, βγαλμένη από ζωντανό άνθρωπο δε σβύνει. Πιστεύουν ακόμη, ότι το φως αυτού του κηριού τυφλόνει και τον Δράκοντα, που φυλάει τους υπόγειους θησαυρούς.

28) «…………………………..αυγό μονομερίδας

Πιστεύεται, ότι ένα αυγό της μονομερίδας από όσα κάνει, βγάζει φείδι με δύο κεφάλια: τα ένα στη φυσική του θέση, και το άλλο στην ουρά.

29) «Χολή οχιάς»

Η οχιά είναι το φαρμακερώτερο φείδι του κόσμου. Ο λαός λέγει:

      « Όποιον φάγη η οχιά,
      «Ούτε κρίση, ούτε λαλιά.»

10) «……………….. σβαρνιάρικης χελώνας,

«Που θάφτουνταν εξάμηνο στης γης το μαύρο χώμα.»

Αλήθεια τα μισό το χινόπωρο, όλον το χειμώνα και το Μάρτη ακόμα η χελώνα βρίσκεται ναρκωμένη μέσα στα χώμα. Γι’ αυτό και θεωρείται κατάλληλη για τα μαγικά.

31) «Ασβού τομάρι ανήλιαγο….»

Ο Ασβός είναι νυχτόβιο τετράποδο, που δε βγαίνει ποτέ την ημέρα. Ονομάζεται λατινικά Trohus. Στο μέγεθος είναι μικρότερο από κοινό σκυλλί. Είναι σαρκοβόρο, αλλά αγαπά πολύ και το χλωρό αραποσίτι (καλαμπόκι). Κάνει μεγάλη καταστροφή στα χωράφια, που είναι σπαρμένα αραποσίτι. Το τομάρι του είναι περίφημο.

32) «…………..τους κατσιποδαραίους.

Κατσιποδιάρης—αίοι = δαιμονικά με ποδάρια κατσικίσια (από το κατσικοπόδαρος κατσιποδιάρης). Τα ισκιώματα είναι φαντάσματα, δαιμονικά, που πετούν στον αγέρα, ενώ οι κατσιποδιαραίοι περπατούν στη γη.

33) «Λειάρας νυφίτσας…»=ποικιλόχροης, παρδαλής ικτίδας (νυφίτσα = ικτίς). Είναι η καταστροφή των ποντικιών. Δεν τα τρώγει, αλλά τα πνίγει μόνον και τ’ αφίνει. Αυτό το τετράποδο είναι μικρό και συμπαθητικό και πολύ συχνά έρχεται μέσα στα χωριά, για να καταστρέψη ποντίκια.

34) «Μυαλό γαλάρας αλεπούς…»

«Όπου έτρωγε στην πείνα της τα μαύρα τα παιδιά της».

Βεβαιόνουν πολλοί κυνηγοί, ότι ηύραν αλεπού να τρώη στην πείνα της τα μικρά της. Ο Λαός πιστεύει πολύ αυτή την αφιλοστοργία της αλεπούς.

35) «Πλεμόνι κατακόκκινο κλαψάρας κουκκουβάγιας, «Που είταν του Χάρου μύνημα, της ερημιάς στολίδι».

Η κουκκουβάγια (γλαυξ) θεωρείται δυσοίωνο πουλλί. Αν λαλήση η κουκκουβάγια σε κατοικημένο σπίτι, θάνατος κι’ ερημιά θα το επακολουθήση.

36) «Μπούφου κατάμαυρη καρδιά…. «Που την ημέρα κρύβονταν να μη τον δη ο ήλιος, «Κι’ όλη τη νύχτα βόγγαε και γαύγυζε σα σκύλλος».

Είναι πολύ απαίσιο το λάλημα του μπούφου στα μαύρα τα σκοτάδια, μέσα στα σύδεντρα και στα λακκώματα. Όταν λαλάη πολύ, στο τέλος έχει ένα γύρισμα σα γαύγυσμα σκυλλιού. Νομίζει κανείς, ότι δεν είναι πουλλίσιο λάλημα.

37) «……………Γαλάρας νυχτερίδας».

Ίσως δεν είναι γνωστό στον πολύν κόσμο, που δεν καταγίνεται με τη ζωολογία, ότι η νυχτερίδα είναι πετεινό χωρίς φτερά, ότι γεννάει μικρά κι’ όχι αυγά, κι’ ότι έχει βυζιά και τα βυζαίνει.

38) «Νύχι δεξί χαμόραγγα….»

Αρουραίος ποντικός. Λέγεται ακόμα και κουφός και τυφλοπόντικας. Αυτό το ζώο είναι νυχτόβιο και δε βγαίνει καθόλου την ημέρα. Ζη υποχθόνιο και τρέφεται με ρίζες φυτών και υποχθόνια έντομα.

39. «Γλώσσα από κίσσα θηλυκήν, εφτάφωνη γλωσ- [σούλα, »Οπού έβαλε τον αδερφό τ’ αδέρφι να σκοτώση, »Τ’ αδέρφι του το εγκαρδιακό, το δύστυχο το [Γκιώνη

Υπάρχει παράδοση, ότι μια φορά κι’ έναν καιρό είταν δυο αδέρφια. Ο ένας λέγονταν Μαλώνης κι’ ο άλλος Γκιώνης. Ο πρώτος είταν ζευγίτης κι’ ο δεύτερος πιστικός. Μια μέρα, που θα κούρευαν τα γίδια, ήρθε κι’ ο ζευγίτης να βοηθήση τον πιστικό. Έλειπε ένα βετούλι. Ύστερα από κάμποση ώρα το άκουσαν να βελάζη κάτω στο λάκκο. Πάη ο Γκιώνης να το πάρη. Όταν έφτασε στο λάκκο έψαξε δώθε-κείθε, δεν μπόρεσε να το βρη. Γυρίζοντας στο στάλο, που κούρευαν, ακούστηκε πάλε τα βελιατό του βετουλιού. Τον ξαναστέλλει ως μεγαλύτερος ο Μαλώνης το Γκιώνη να πάρη το βετούλι. Ξαναπηγαίνει ο Γκιώνης, μεταψάχνει και δε βρίσκει τίποτε και ματαγυρίζει μ’ αδειανά τα χέρια, χωρίς το βετούλι.

Και για να μη το πολυλογούμε πήγε κι’ ήρθε πολλές φορές στο λάκκο, χωρίς να βρη και να φέρη το βετούλι. Τότε ο Μαλώνης, θυμωμένος, τραβάει μια το ψαλίδι και σκοτόνει το Γκιώνη, και κινάει για το λάκκο μόνος του να βρη το βετούλι. Φτάνοντας εκεί τι βλέπει; Μια κίσσα, που βέλαζε σα βετούλι. Τότε ο Μαλώνης ήρθε στον εαυτό του από το θυμό του, θυμήθηκε το κακό που έκανε να σκοτώση τον αδερφό του, έκλαψε, χτυπήθηκε και στο τέλος από τη λύπη του έγεινε πουλλί — αυτό που λέμε Γκιώνη — κι’ από τότε όλο κλαίει και φωνάζει τον αδικοσκοτωμένο αδερφό του: «Γκιων! Γκιων! Γκιων!» Και θα φωνάζη, ως που θα τον λυπηθή ο θεός — αν το λυπηθή — και στείλη από τον Κάτω Κόσμο στη ζωή πάλε τον αδερφό του τον Γκιώνη. Τότε θα γένη πάλε άνθρωπος και θα ζήση χαρούμενος με τον αδερφό του.

Όλο αυτά το κακό τώκανε η Κίσσα, η εφτάφωνη, που λαλάει εφτά λογιών.

49) «Να γένη το νερό τυρί…»

Ως μεγαλύτερη μάγισσα θεωρείται εκείνη, που μπορεί να πήξη το νερό. Όταν θέλουν να φημίσουν μια μάγισσα λένε : —«Αυτή πήγει τα νερά!»

41) «Αχ! δεν της κάνουν τίποτε τα δόλια μαγικά μου, «Γιατ’ έτυχε η καλότυχη να γεννηθή Σαββάτο».

Τα σαββατογεννήματα δεν τα πιάνουν τα μάγια και πλειότερο δεν πιάνουν εκείνους, που γεννηθούν ένα από τα «τρία καλά Σάββατα» της Τυρινής, της Καθαροβδομάδας και το Μεγαλοσάββατο. Αυτά τα Σάββατα πιστεύει ο Λαός, ότι βγαίνουν οι πεθαμένοι από τον Κάτω-Κόσμο, και περιφέρονται αόρατοι στα μέρη, που έζησαν, γι’ αυτό κι’ ο κόσμος φκιάνει κόλλυβα για τους πεθαμένους του. Πιστεύει ακόμα, ότι τα κόλλυβα αυτά τα τρων οι πεθαμένοι και μόνο νομίζομε, ότι τα τρώμε εμείς και ότι εκείνοι οι πεθαμένοι, που δεν έχουν δικούς να τους φκιάνουν κόλλυβα, μένουν νηστικοί. Για αυτό πολλά εχούμενα σπίτια, φκιάνουν κοντά στα δικά τους για τους πεθαμένους τους κι’ ένα σκουτελλάκι για τους φτωχούς τους πεθαμένους κι’ εκείνους, που δεν έχουν δικούς στον κόσμο.

42) «Που στα τραγούδια λέγεται «Βοτάνι της Αγάπης».

Ο Λαός πιστεύει, ότι υπάρχει βοτάνι (φυτό), που μπορεί να κάνη το παλληκάρι, ή το κορίτσι ν’ αγαπήσουν το πρόσωπο, που δεν αγαπούσαν. Τα δημοτικά τραγούδια είναι γεμάτα από τα όνομα του βοτανιού της αγάπης. Το φαντάζονται ως μικρό θάμνο με λουλούδια κίτρινα, σα φλωρί, και φύλλα άσπρα, σαν ασήμι, και πιστεύουν, ότι δε στεγνόνει ποτέ, σαν τ’ άλλα τα φυτά, ούτε αλλάζει τα φύλλα του. Θεωρείται ως σπανιώτατο φυτό, ότι βρίσκεται σ’ άβατους γκρεμούς, απάτητα σπήλια και μακρυνά κι’ υπέρψηλα βουνά, κι’ ότι κοντά σ’ αυτές όλες τες δυσκολίες το φυλάει κι’ ένας τρομερός Δράκοντας.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ

ΑΦΙΕΡΟΝΕΤΑΙ στον Εξοχώτατον αντιπρόσωπό της, τον κ. ΝΕΟΚΛΗ ΚΑΖΑΖΗΝ, Πρόεδρον της Εταιρείας του «Ελληνισμού»

     Ψηλά σε σπίτια τρίπατα και γυάλινον εξώστη.
     Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω,
     Πανώρια κόρη προεστού, μοναχοθυγατέρα,
     Οπού δεν είχε ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση
     Στην ωμορφιά και στην τιμή και στο γλυκό τραγούδι,
     Κι’ απάνω στα κεντήματα, και στα ξομπλιάσματά της
     Γλυκό τραγούδιν έδερνε, τραγούδι της αγάπης
     Με μια φωνή χαρμόσυνη, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

     Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μεταξωτό μαντήλι,
     Που είταν ψιλό και διάφανο, σα φεγγαριού αχτίδα,
     Πούχε το χρώμα του χιονιού, του Ήλιου τη λαμπράδα,
     Μαντήλι μοσκομάντηλο, μαντήλι της αγάπης,
     Που θάδινε του Κωσταντή, του αρραβωνιαστικού της,
     Τη μέρα, που θα φόρεγαν τα τίμια τους στεφάνια,
     Και θα τους βλόγαε ο παπάς με το δεξί του χέρι,
     Μπρος το Βαγγέλιο το ιερό και μπρος στην Παναγία,
     Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους.

     Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω,
     Τ’ ώριο μαντήλι του γαμπρού, του γάμου τους το δώρο,
     Μ’ ολόχρυσες κι’ ολάργυρες κλωστές και μεταξένιες,
     Οπού είχαν τόσα χρώματα, όσα και τα λουλούδια
     Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι,
     Στη μια την άκρη το Σταυρό, στην άλλη το Βαγγέλιο,
     Και μες στη μέση από τα δυο Χριστό και Παναγία,
     Κι’ ανάμεσα από το Χριστό κι’ από την Παναγία
     Γάμου στεφάνια ολόχρυσα, σταυροστεφανωμένα.
     Που είχαν σε κάθε βελονιά σπειρί μαργαριτάρι,
     Και γύρα γύρα στους σταυρούς των στεφανιών με χάρη
     Χίλια αγγελούδια φτερωτά, που βάσταε το καθένα
     Με το δεξί το χέρι του κι’ ένα χρυσό στεφάνι…
     Κι’ ανάμεσα στα χαρωπά του γάμου τα στεφάνια
     Δυο δαχτυλίδια ολόχρυσα με διαμαντένιες πέτρες
     Και μες στες πέτρες έλαμπαν αγκαλιαστά με χάρη
     Ο Ήλιος ο χρυσάχτιδος και το λαμπρό Φεγγάρι.

     Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με χάρη και με γνώση
     Δυο άσπρα σπίτια τρίπατα μ’ αυλές και με παραύλια,
     Με τοίχους μαρμαρόχτιστους, με μαρμαρένιες σκάλες,
     Και παραθύρια με γυαλιά και γυάλινους εξώστες,
     Τώνα στα πόδια του Χριστού, τ’ άλλο στης Παναγίας…
     Το πρώτον είταν του Γαμπρού, το δεύτερο της Νύμφης,
     Γεμάτα κόσμο και τα δυο κι’ από χαρά γεμάτα,
     Και στες πλατύχωρες αυλές χορούς και πανηγύρια,
     Και ψησταριές μ’ αμέτρητα κριάρια σουβλισμένα.

     Και μες στη μέθη από τα δυο τ’ αγαπημένα σπίτια,
     Κένταγε γάμο αρχοντικό, ξεφαντωμένο ψίκι(1),
     Με δώδεκα ζυγές βιολιά και χίλιους καλεσμένους….
     Μπροστά τραβούσεν ο νουνός και πίσω οι φυλαχτάδες( 2),
     Στη μέση πήγαινε ο Γαμπρός με την πανώρια Νύφη,
     Σα μήλα, σαν τριαντάφυλλα, σα δροσερά λουλούδια,
     Και πλειο μπροστά το φλάμπουρο, σταυροστεφανωμένο,
     Γαλάζιο-καταγάλαζιο, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση,
     Και μες στη μέση του Σταυρού κεντούσε τον Άη Γιώργη
     Σε σιδερόψαρο άλογον απάνω καβαλλάρη,
     Που βάσταγε στα χέρια του τ’ ολάργυρο κοντάρι,
     Και χτύπαε το Δράκοντα στ’ αλόγου του τα πόδια(3).
     Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με προσοχή μεγάλη
     Τον ολοστρόγγυλο ουρανό, τον αστροστολισμένο.
     Και κάτων από τ’ ουρανού τη διάπλατη τη σκέπη,
     Χειροπιασμένες δυο αδερφές : τη Μέρα και τη Νύχτα.
     Η μια είταν άσπρη—ξέξασπρη και φόραγε χιονάτα,
     Κι’ είχε τον Ήλιο πρόσωπο με τες χρυσές του αχτίδες,
     Η άλλη είταν μελαχροινή, στα ολόμαυρα ντυμένη,
     Με το Φεγγάρι πρόσωπο κι’ αστέρινο στεφάνι,
     Και στην κορφή του στεφανιού, στη μέση του μετώπου,
     Ο λαμπερός Αυγερινός τη λάμψη του σκορπούσε…
     Κι’ ανάμεσα στες δυο αδερφές, τες πολυαγαπημένες,
     Κατακαθάρια ανατολή, αχτιδοστολισμένη.
     Κι’ ηλιοβασίλεμα λαμπρό και συννεφοχτισμένο
     Απλόνονταν ολόλαμπρα σα χρυσαφένιες λίμνες.

     Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στ’ ανάερα τα πόδια
     Της Νύχτας της μελαχροινής και της καθάριας Μέρας
     Τες τέσσαρες τες εποχές, γλυκά χεροπιασμένες,
     Την Άνοιξη τη δροσερή, των λουλουδιών τη μάννα,
     Ντυμένη φόρεμα λαμπρό, λουλουδοστολισμένο,
     Το Καλοκαίρι το χρυσό, το ηλιοφλογισμένο,
     Το κίτρινο Χινόπωρο με τα πεσμένα φύλλα,
     Και τον Χειμώνα τον ψυχρό με τ’ άσπρα του τα γένια,
     Κι’ ολόγυρα στες εποχές, τες αεροβατούσες,
     Ηλιολαμπές και συννεφιές, βροχές, χαλάζια, χιόνια,
     Και μες στα μαύρα σύννεφα φλόγινα αστροπελέκια,
     Σα φείδια ολοφώτεινα βαθυά να τ’ αυλακόνουν.
     Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα,
     Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη,
     Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια,
     Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε,
     Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια,
     Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της…
     Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες,
     Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια,
     Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες,
     Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία(4),
     Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

     Κένταγε κι’ ωριοκένταγε μ’ υπομονή μεγάλη
     Θάλασσα απέραντη, πλατειά, βαθύμακρα λιμάνια.
     Ακρογιαλιές πανέμορφες, νησιά χαριτωμένα,
     Κι’ απάνω στον νερόκαμπο να ουριοταξειδεύουν
     Κάθε λογής πλεούμενα, κάθε λογής καράβια….
     Άλλα να τρέχουν με φωτιά, κι’ άλλα με τον αγέρα,
     Να ξαπετούν απάνω τους οι πεινασμένοι γλάροι
     Και δίπλα στες ακρογιαλιές τα κύματα να σπάζουν
     Από την ακροθαλασσιά, κι’ ως μες στα ριζοβούνια
     Κένταγε κάμπο διάπλατο, λουλουδιασμένον κάμπο,
     Μ’ αμέτρητα άνθια κι’ εύοσμα, μ’ αρίφνητα λουλούδια
     Που πιάνονταν τα χρώματα και γένονταν κομμάτια
     Το άσπρο με το πράσινο, το κίτρινο με τ’ άσπρο,
     Το θαλασσί με το σταχτί, το κόκκινο με όλα
     Κι’ οι παπαρούνες, χαρωπές, στα κόκκινα ντυμένες,
     Απλόνονταν περίφανες στ’ απέραντα λειβάδια,
     Σα να είτανε βασίλισσες του μυρωμένου κάμπου.

     Εδώ κι’ εκεί σποραδικά στον μυρωμένον κάμπο
     Κένταγεν ώμορφα χωριά, χωριά και χωριουδάκια.
     Με περιβόλια, με νερά, με δέντρα και με κάμπους,
     Και γύρα σ’ όλα τα χωριά, κι’ όλα τα χωριουδάκια,
     Χωράφια με γεννήματα, πυκνά και μεστωμένα,
     Κι’ αμπέλια χοντροκούτσουρα, πρατύφυλλα, γεμάτα
     Σταφύλια κατακόκκινα και κίτρινα σταφύλια,
     Κι’ ανάμεσα από τα χωριά και τα καλά χωράφια
     Κοπάδια γιδοπρόβατα, και βώδια και φοράδια
     Κι’ ανθρώπους ν’ αναδεύωνται και να μοχτούν με πόνο,
     Και κάπου—κάπου κένταγε γυναίκες να λευκαίνουν,
     Μ’ άσπρα ποδάρια ολόγυμνα μες το νερό χωσμένα,
     Και κοπελλιές πανέμορφες στες ράχες να χορεύουν.

     Ανάμεσα από τα χωριά και μεταξύ στους κάμπους
     Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν ένα αργυρό ποτάμι,
     Μ’ αυλάκια, με παραύλακα και με πολλά γεφύρια,
     Με καταρράχτες τρύψηλους, που πέφτουν αφρισμένοι,
     Σε μύλους, σε νεροτροβές και σε πολλά μαντάνια,
     Κι’ απόδιπλα του ποταμού, κατά σειρά στους όχτους,
     Χιλιάδες δέντρα πράσινα: ιτιές, πλατάνια, λεύκες,
     Κι’ απάνω στα κλωνάρια τους να στέκουν, να πετούνε
     Χίλιων λογιών πετούμενα, χιλιών λογιών πουλλάκια.

     Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον
     Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα,
     Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες,
     Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη
     Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη,
     Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι,
     Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες,
     Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου(5).

     Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο,
     Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα,
     Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες,
     Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια,
     Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια
     Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια,
     Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι
     Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.
     Και τέλειονε το κέντημα, το χιλιοξομπλιασμένο,
     Κεντώντας πόλη κάτασπρη κοντά σε περιγιάλι,
     Με μάρμαρα πελεκητά και χρυσοσκαλισμένα,
     Και στην κορφή πανέμορφο βασιλικό παλάτι,
     Οπού έχει μέσα βασιλιά κι’ απανωθιώ σημαία
     Γαλάζια-καταγάλαζια, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση,
     Και μες στη μέση του Σταυρού κορώνα στουροφόρα….
     Κι’ αντίκρυ από του Βασιλιά το κάτασπρο παλάτι,
     Κένταγε βράχον ένδοξο, περίφανο, μεγάλον,
     Από τον ήλιο κόκκινο κι’ από τα χρόνια μαύρο,
     Και στην κορφή τον ξακουστό και θείον Παρθενώνα,
     Της Τέχνης άγιο λείψανο, του Ωραίου άγιο βήμα,
     Προσκυνητάρι σεβαστό του κόσμου πέρα ως πέρα.
     Κι’ εμπρός του τον Πολιτισμό δειλά γονατισμένο,
     Να σκύβη το κεφάλι του και να τον προσκυνάη.

     Κι’ εκεί οπού αργοτέλειονε τ’ ωριόπλουμο μαντήλι,
     Όλη τη γνώση βάνοντας κι’ όλη την εξυπνάδα,
     Να σου και μπαίνει ο Κωσταντής, αρματοφορεμένος,
     Με τη χαρά στο πρόσωπο, γλυκά ζωγραφισμένη,
     Και την αγάπη στην καρδιά, σα ριζωμένο δέντρο :
     — Καλή σου μέρα. Λυγερή!
        — Καλώς μου τον λεβέντη!
     — Τι νάναι αυτό το κέντημα;
        — Του γάμου μας το δώρο,
     Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου,
     Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα,
     Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια,
     Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία,
     Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους.
     Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.
     Σου αρέσουν τα κεντήματα; Σου αρέσει το μαντήλι;
     Μαρτύρους βάνω το Χριστό και τη Κυρά Παρθένα,
     Ότι σου τ’ ωριοκέντησα με την καρδιά μου όλη….
     Όπως δε θα είταν ικανή καμμιά άλλη να το κάνη….
     Πε μου σου αρέσει, Κωνσταντή, τ’ ωριόπλουμο μαντήλι;—

     Ρίχνει τα μάτια ο Κωνσταντής απάντω στα κεντίδια,
     Κυττάζει και θυαμαίνεται της κόρης την αξιάδα.
     Οπού δεν έχει ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση
     Στην ωμορφιά και στην τιμή, στη γνώση και στο ξόμπλι…
     Κυττάζει, συλλογίζεται και δεν απολογιέται,
     Σα ναύρισκε ένα φταίξιμο, κάποιο βαρύ ψεγάδι,
     Μες στ’ άπειρα κεντήματα, τα χιλιοξομπλιασμένα,
     Κι’ η Κόρη από τη βιάση της και τον πολύν καημό της,
     Του λέγει με ανυπομονησιά και με κρυφή λαχτάρα :
     — Μη δε σου αρέσει, Κωνσταντή, του γάμου το μαντήλι;

     Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της,
     Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει:
     — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι;
     Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση
     Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση;
     — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη.
     — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου….
     Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια,
     Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη….
     Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!

     Γεμίσαν από δάκρυα του Κωνσταντή τα μάτια
     Και στα πλατυά τα στήθια του σπαρτάριζε η καρδιά του,
     Σα να ήθελε να πεταχτή, και σαν πουλλί να φύγη….
     Κι’ η Κόρη κατατρόμαξεν από την ταραχή του,
     Και του είπε παρακαλεστά και με πολλήν αγάπη :
     — Μη Κωνσταντή μου θλίβεσαι και βαρυαναστενάζης….
     Μον πε μου τι του λείπεται και ποιο είναι το ψεγάδι,
     Κι’ αν δεν το φκιάσω, όπως μου πης κι’ όπως μου παραγγεί-
     Την αρραβώνα γύρνα μου και μη με κάνης ταίρι… [λης,
     Και τότε από τη λύπη κι’ από την εντροπή μου,
     Θα κόψω τα μαλλάκια μου και θα φορέσω μαύρα
     Και θα τραβήσω μακρυά μ’ απελπισιά μεγάλη,
     Σε μοναστήριν άγνωστο τα νειάτα μου να κλείσω.
     Αν όμως δώση ο Θεός κι’ η Παναγιά η Παρθένα
     Και σου το φκιάσω, Κωνσταντή, κατά την αρεσιά σου,
     Ρόιδο και μήλο κόκκινο θα σου ξεπροβοδήσω,
     Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.—

     Τότε γυρίζει ο Κωνσταντής με δάκρυα και της λέγει:
     — Πάρε κλωστές ολάργυρες, χρυσές και μεταξένιες,
     Που νάχουν τόσα χρώματα, όσα έχουν τα λουλούδια
     Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι,
     Ασπροκαθάριες, κίτρινες, σταχτιές, γαλάζιες, μαύρες,
     Ασπρόμαυρες, κεραμιδιές, μουντές, κροκιές, γεράνιες,
     Άλικες, βαθυκόκκινες, τριανταφυλλιές, κρασάτες,
     Πράσινες, μαυροπράσινες, καφιές και καστανάτες,
     Κι’ ολόγυρα στον ξακουστό και θείον Παρθενώνα
     Κέντα μια Ελλάδα απέραντη, πανένδοξη, μεγάλη….
     Ελλάδα του Θεμιστοκλή, Ελλάδα του Αλεξάντρου,
     Που να ξαπλώνεται βαρυά σ’ Ανατολή και Δύση….
     Κι’ ανάμεσα απ’ Ανατολή κι’ ανάμεσα από Δύση.
     Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη,
     Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια,
     Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια….
     Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι,
     Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα,
     Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε….
     Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα,
     Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι,
     Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια,
     Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα,
     Άλλα να πάνε πίσω—μπρος κι’ άλλα να σταματούνε,
     Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν…
     Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα,
     Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια,
     Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη,
     Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες,
     Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο(6).
     Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία,
     Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα,
     Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια,
     Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα,
     Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες,
     Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια,
     Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες….
     Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο,
     Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα:
     Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα….
     Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας,
     Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο,
     Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι..
     Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο,
     Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες,
     Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα
     Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι,
     Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη,
     Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους…
     Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιο &«Χριστός—ανέστη»&.

     Κέντα, Χρυσάιδω μου καλή, κέντα χρυσό μου ταίρι,
     Κέντα στες τέσσερες γωνιές της σκλάβας Εκκλησιάς μας,
     Τέσσαρα κάτασπρα τζαμιά, θεώρατα, μεγάλα,
     Γυρμένα ξάπλα καταγής, συθέμελα πεσμένα,
     Σα να είταν ξεθεμέλειωτοι, σεισμοδαρμένοι πύργοι…
     Κάθε τζαμί κατάκοιτο να δείχνη κι’ έναν τόπο :
     Τώνα να δείχνη τη Φραγκιά και τ’ άλλο τη Ρωσσία,
     Το τρίτο την Ανατολή, το τέταρτο τη Μέκκα…
     Κάθε τζαμί από κάτω του νάχη κι’ απώνα Χότζα
     Με πασουμάκια κίτρινα και πράσινο σαρίκι.
     Αιματωμένον, κάτωχρο και νεκροτεντωμένο….
     Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, την μεσιανή τη θύρα
     Κέντα σημαία κόκκινη, κατάχαμα απλωμένη,
     Που νάχη μισοφέγγαρο κι’ αστέρι μες στη μέση…
     Κέντα στην άκρη του ιερού, προς του βοριά το μέρος,
     Μια θυροπούλα απόκρυφη κι’ έναν παπά να μπαίνη…
     Κείνον τον ίδιον τον Παπά, τον άγιο, τον φευγάτο,
     Να ξαναπή τα γράμματα και να ξακολουθήση
     Τη λειτουργιάν, οπού άφησε μισοτελειωμένη( 7),
     Όταν εμπήκεν ο Αμηράς στην Πόλη καβαλλάρης…
     Κι’ απανωθιώ στης Εκκλησιάς τον χρυσαφένιον τρούλλο,
     Οπού σηκόνει αδιάκοπα αιώνες τώρα πέντε,
     Αφωρισμένο φόρτωμα, καταραμένο βάρος,
     Έν’ άγριο Μισοφέγγαρο, μ’ ολάνοιχτο το στόμα,
     Φοβέρα του Πολιτισμού και της Χριστιανωσύνης,
     Κέντα σημαία με Σταυρό, μεγάλη, ασπρογαλάζια,
     Με κάμπο καταγάλαζιο και το Σταυρό της άσπρο,
     Και κέντα την ολάνοιχτη, σ’ υπέρψηλο κοντάρι,
     Που νάχη απάνω στην κορφήν αητό με δυο κεφάλια,
     Και πλειό ψηλά από τον αητόν, ωσάν ουράνιο τόξο,
     Κέντα μι’ αχτίδα ολάχρυση, του Ήλιου θυγατέρα
     Και μες στον αχτιδόκαμπο(8) γράψε έναν άγιο στίχο :
     &«Πάλε με χρόνους και καιρούς, πάλε δικά μας θα είνε»
     Που φώτιζε το Γένος μας σε χρόνους μαυρισμένους,
     Και μας θερμαίνει την καρδιά και μας γεννάει ελπίδες,
     Ελπίδες χρυσοφτέρωτες, χρυσοστεφανωμένες.

     Κι’ εκεί κοντά στην Εκκλησιά και δίπλα στην πλατεία,
     Κέντα έναν τάφο πενιχρό, λησμονημένον τάφο,
     Μ’ ένα καντήλι, ταπεινό να καίη στο κεφάλι,
     Κι’ απάνω στην κατάλευκη και την τρισάγια πλάκα,
     Κέντα μι’ απλήν επιγραφή, μ’ αυτές τες λέξες μόνο :
     «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς-Ο Μάρτυρας του Γένους» (9).

     Κι’ ενώ μιλούσε ο Κωσταντής, τα μάτια της Χρυσάιδως
     Από τα δάκρυα τα πολλά, ετρέχανε σα βρύσες,
     Γιατί την έκαψε βαθυά ο πόνος της Πατρίδας,
     Που βρίσκεται αλυσόδετη στ’ Αγαρηνού τα χέρια,
     Κι’ ο πόνος του Μοναστηριού, του κοσμοξακουσμένου,
     Που το πατούν οι άπιστοι και τώχουνε τζαμί τους,
     Κι’ όταν απόειπε ο Κωσταντής τες ώμορφες ωρμήνιες,
     Γυρίζει με πολλή χαρά και λέγει του η Χρυσάιδω :
     —Μετά χαράς σου, Κωνσταντή, καμάρι της ψυχής μου,
     Κι’ αν δεν σου τάχω έτοιμα σε τρεις βδομάδες μέσα,
     Όπως μου τα είπες ταχτικά με την αράδαν όλα,
     Να μη με πούνε ταίρι σου, να μη με πουν Χρυσάιδω!—

     Άμ’ άκουσε της Λυγερής τ’ αγαπημένα λόγια,
     Ο Κωσταντής ξεκίνησε και πάη στ’ αρχοντικό του,
     Και πριν να σώση ο καιρός και κλείσουν τρεις βδομάδες.
     Η Λυγερή αποκέντησε τ’ ωριόπλουμο μαντήλι,
     Κατά πώς την ωρμήνεψε και το ήθελε η καρδιά του,
     Κι’ αμέσως του προβόδησε το ρόιδο και το μήλο(9),
     Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.

     Κι’ ο Κωσταντής, λαβαίνοντας το μήνυμα της Κόρης,
     Της έστειλε γι’ αντιλογιά φλωρί κωσταντινάτο(10),
     Εκάλεσε τους φίλους του και τη γενιά του όλη,
     Κι’ έστησε γάμο και χαρά και μέγα πανηγύρι,
     Και κίνησε χαρούμενος, γαμπρός καμαρωμένος,
     Με φλάμπουρο και με βιολιά και χίλιους καλεσμένους.
     Και πάη να πάρη ταίρι του τη λυγερή Χρυσάιδω.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ

1) Γαμήλια συνοδεία, από το λατινικό obsecvium.

2) Φυλαχτάδες λέγονται η συνοδεία της νύφης. Αυτοί είναι υπόλογοι προς τους γονέους της, να την παν χωρίς να πάθη τίποτα ως το σπίτι του γαμπρού.

3) Στην Ήπειρο σώζεται σε πολλά χωριά ακόμα σημαία σταυροφόρο με τον Άγη Γιώργη στη μέση. Αυτή η σημαία χρησιμεύει ως στρώμα της Άγια-Τράπεζας, κι’ όταν γένεται γάμος, προσαρμόζεται σ’ ένα μακρύ κοντάρι, στήνεται στο προαύλιο του σπητιού του γαμπρού και προπορεύεται στη συνοδεία, που πηγαίνει να πάρη τη νύφη.

4) Γράφοντας αυτόν τον στίχο, είχα στο νου μου τα Γιάννινα.

5) Αυτούς τους στίχους :

     « Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες.
     » Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτης
     » Και στη ψηλότερη κορφή, στου Άγι’ Ηλιά τη ράχη» κτλ.

τους πήρα από το τραγούδι του Ολύμπου:

     « Ο Έλυμπος κι’ ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλλόνουν
     » Ποιο ρίχνει τες πολλές βροχές, ποιο τα πολλά τα χιόνια.
     » Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχές, κι’ ο Έλυμπος τα χιόνια.
     » Τώνα παινιέται στα σπαθιά και τ’ άλλο στα ντουφέκια.
     » Ο Κίσσαβος έχει σπαθιά κι’ ο Έλυμπος ντουφέκια…
     » Γυρίζει ο κόντο-Κίσσαβος και λέει με περηφάνεια :
     — «Εμένα λένε Κίσσαβο, της Λάρισσας καμάρι,
     » Με χαίρεται όλη η Κονιαριά, με τ’ άσπρα τα σαρίκια,
     » Κι’ οι μπέηδες οι Λαρισσινοί με τα γοργά τους τ’ άτια.
     » Γυρίζει τότε ο Έλυμπος και λέγει του Κισσάβου :
     — «Τι λες αυτού, μπρε Κίσσαβε, κονιαροπατημένε,
     » Που σε πατούν οι Τούρκισσες, κι’ οι παλιο-Φατιμέδες,
     » Εγώ είμαι ο γέρω-Έλυμπος, ο κοσμοξακουσμένος,
     » Πώχω σαράντα-δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες,
     » Κάθε κορφί και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτης,
     » Και στην ψηλή μου την κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη,
     » Κουρνιάζει κι’ αντριεύεται αητός με δυο κεφάλια,
     » Που μες τα νύχια του κρατεί βασιλικό κεφάλι,
     » Και κάθε μέρα την αυγή, στο κρούξιμο του ήλιου,
     » Κυττάει την Αγιά-Σοφιά και χύνει μαύρα δάκρυα».

(ΕΘΝΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ. Συλλογή Χ. Χριστοβασίλη σελ. 31, αριθ. 3).

6) Συνειθίζεται η νύφη να δίνη του γαμπρού, πριν να στεφανωθούν, μαντήλι, κεντημένο.

7) Αυτούς τους στίχους:

     « Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες,
     » Κάθε καμπάνα με Παπά και σήμαντρο με διάκο…»

τους έχω πάλε παρμένους από τον «Εθνικό Θρήνο». (ΕΘΝΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ Χ. Χριστοβασίλη σελ. 13).

     « Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ουρά-
     » Σημαίνει κι’ η Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, [νια,
     » Πώχει τριακόσιες καλογριές κι’ εξήντα δυο καμπάνες,
     » Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο…»

8) Οι στίχοι:

     « Κέντα στην άκρη του ιερού, προς του βοριά το μέρος,
     » Μια θυροπούλα απόκρυφη κι’ έναν παπά να μπαίνη,
     » Κείνον τον ίδιον τον Παπά, τον άγιο, τον φευγάτο,
     » Να ξαναπή τα γράμματα και να εξακολουθήση
     » Τη λειτουργιάν, οπού άφησε μισοτελειωμένη,
     » Όταν εμπήκεν η Τουρκιά στην ξακουσμένη Πόλη»

Τους πήρα από μια εθνική παράδοση, η οποία λέγει:

«Όταν εμπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, οι Χριστιανοί είχαν καταφύγει στην Αγιά Σοφιά, νομίζοντας, ότι θα καταιβή Άγγελος Κυρίου και κρατώντας πύρινη σπάθα θα τους έδιωχνε ως την &Κόκκινη Μηλιά& και θα λευτερόνονταν όλοι από τους Αγαρηνούς. Δυστυχώς όμως ο Άγγελος Κυρίου δεν κατέβηκε, γιατ’ είταν θέλημα Θεού, από τες αμαρτίες μας, να τουρκέψη η Πόλη, κι’ αυτή η Αγιά Σοφιά. Προχωρώντας- προχωρώντας οι Τούρκοι μπήκαν και στην Αγιά-Σοφιά, κι’ άρχισαν να πιάνουν και να σκλαβόνουν όσους είταν μέσα, και να αρπάζουν όλα τα πολύτιμα στολίδια της Μεγάλης Εκκλησιάς, και και τη στιγμή, που θα έπιαναν και τον λειτουργό τον Παπά, που δεν είχε τελειώσει ακόμα τα γράμματα της λειτουργιάς, άνοιξε μια θυροπούλα από την ζερβιά τη μεριά προς τον Γαλατά, που είταν σιδηροκλεισμένη, κι’ έφυγε απ’ εκεί με το δισκοπότηρο στα χέρια, για να μην πέση η άγια &Κοινωνιά& στα τούρκικα τα χέρια, κι’ η θυροπούλα ματάκλεισε σαν που είταν πρώτα, κι’ ως τα σήμερα προσπαθούν οι Τούρκοι να την ανοίξουν, αλλά δε μπορούν. Όταν όμως σωθούν αι αμαρτίες μας, κι’ ανατείλη η μέρα, που θα ελευτερωθή η Πόλη, ο Παπάς εκείνος, που μένει από τότε κλεισμένος και ζωντανός κάπου, θα ξαναγυρίση στην Αγιά Σοφιά, από την ίδια θυροπούλα, που βρίσκεται ως τα σήμερα κλεισμένη, ιεροφορεμένος, ξεσκούφωτος και κρατώντας στα χέρια του το άγιο δισκοπότηρο με την &Κοινωνιά&, και θα εξακολουθήση τη λειτουργιά, που δεν είχε αποτελειώσει, λέγοντας τα γράμματα, που υπολείπονται, και τη στιγμή, που θα ειπή το: &«Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν»& θα σωριαστή καταγής πεθαμένος. Στη στιγμή θα μπη στην Εκκλησιά ο νέος Κωσταντίνος(1) κι’ οι Τούρκοι θα γένουν άφαντοι από την Πόλη κι’ απ’ όλο μας το Βασίλειο. Εκείνη την ημέρα τόσο αίμα θα χυθή στην Πόλη, που ένα δαμάλι τριέτικο, για να περάση από την άκρη ενός δρόμου στην άλλη, θα πλέξη μες σε ποτάμι από αίμα».

1) Κωσταντίνος την έχασε την Πόλη και Κωσταντίνος θα την πάρη, λέγει η εθνική παράδοση.

9) Ο στίχος αυτός :

«Πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας θα είναι»

είναι παρμένος αυτούσιος από τον «Εθνικό Θρήνο. (ΕΘΝΙΚΑ ΑΣΜΑΤΑ Χ. Χρηστοβασίλη σελ. 15 στιχ. 3ος).

     «Σώπασε, Κυρά Δέσποινα και σεις Αγίοι μην κλαίτε.
     «Πάλε με χρόνους με καιρούς πάλε δικά μας θα είναι»

10) «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς».

Μαρμαρωμένος Βασιλιάς ή στοιχειωμένος Βασιλιάς θεωρείται ο τελευταίος Έλληνας Αυτοκράτορας Κωσταντίνος Παλαιολόγος. Η εθνική παράδοση λέγει:

«Ο Κωσταντίνος σκοτώθηκε, αφού σκοτώθηκαν όλοι οι αρχηγοί του, κι’ όλοι οι στρατιώτες του. Στο δρόμο, που τον πήγαινε ο Χάρος στο Κάτω-Κόσμο με όλο το στράτεμμά του, ήκουσε σκοτωμένους Τούρκους, που κουβέντιαζαν κι’ έκλαιγαν για το σκοτωμό τους και δεν είταν ζωντανοί, να χαρούν τον κόσμο στην τουρκεμένη την Πόλη, που στον κάθε Τούρκο έλαχαν δέκα χριστιανικά σπίτια και δέκα Χριστιανές γυναίκες σα νεράιδες. Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Κωσταντίνος, παίρνει τους σκοτωμένους αρχηγούς του και στρατιώτες του, εφτά χιλιάδες πέρα-πέρα, και γυρίζει για τον Απάνω-Κόσμο. Προσπαθάει ο Χάρος να τους σταματήση, φοβερίζει… στάθηκε αδύνατο! Ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του γύρισε στον Απάνω-Κόσμο, κι’ επειδή δε μπορούσαν να ξαναβρούν ο καθένας το σκοτωμένο κορμί του, στοιχειώθηκαν και περιφέρονται από τότε την νύχτα αρματωμένοι, άλλοι καβάλλα στ’ άλογα, κι’ άλλοι πεζοί, ενώ τα κορμιά τους μένουν άλυωτα στα μνήματά τους, καρτερώντας νάρθη η ώρα, που ο Κωσταντίνος θα μπη νικητής στην Πόλη, θα διώξη την Τουρκιά, και θ’ ανοίξη την Αγιά-Σοφιά, όπου ο Πατριάρχης μ’ όλους τους δεσποτάδες του και τους αρχιμαντρίτες του, τους παπάδες του και τους διάκους τους, θα διαβάση την νεκρώσιμη &Ακολουθία&. Τότε στη στιγμή ο Κωσταντίνος ο Βασιλιάς με το στράτεμά του θα ξαφανιστούν και θα καταιβούν στον Κάτω-Κόσμο, και θα λυώσουν τα κορμιά τους και θ’ αναιβή στο θρόνο της Πόλης Χριστιανός Βασιλιάς, Κωσταντίνος κι’ αυτός λεγόμενος στ’ όνομά του, κι’ ο τόπος μας θα ελευτερωθή».

11) «Κι’ αμέσως του προβόδησε το ρόιδο και το μήλο»

Το ρόιδο συμβολίζει την εκτέλεση, ενός πράγματος, που δεν είταν τελειωμένο, και το μήλο τον προσδιορισμό της ημέρας του γάμου.

12) «Της έστειλε γι’ αντιλογιά φλωρί κωσταντινάτο»

Το κωσταντινάτο, ήτοι το βυζαντινό νόμισμα, που έχει από τη μια μεριά το Χριστό και από την άλλη τον Κωσταντίνο και την Ελένη με το Σταυρό ανάμεσά τους, θεωρείται ως το εξοχώτερο δώρο του γαμπρού προς τη νύφη, διότι νομίζεται ιερό και δυνάμενο ν’ αποδιώξη κάθε κακό, και μάλιστα μάγια και βασκανίες. Το «κωσταντινάτο» θεωρείται ακόμα και ως απαράβατο συμβόλαιο του γάμου.

ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Π. Α. ΠΕΤΡΑΚΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

     Α’. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ
     1) Διηγήματα της Στάνης.
     2) Διηγήματα της Ξενιτειάς.
     β) Διηγήματα Θεσσαλικά.
     4) Διηγήματα του Βουνού και του Κάμπου (βραβευμένα στον
     Ψυχάρειο διαγωνισμό για τη γλώσσα)
     5) Αγώνες του Σουλίου για την Πατρίδα (βραβευμένο δράμα
     έμμετρο).
     β) Για την τιμή (δράμα έμμετρο).
     7) Ο Κατσαντώνης (ιστορικό διήγημα).
     8) Σουλιώτες και Λιάπηδες (διήγημα).
     9) Ο Καπετάν Καλόγηρος (διήγημα).
     10) Εθνικά Άσματα.
     11) Ηπειρωτικά Παραμύθια.
     12) Η Αγάπη (Τριλογία).

     Β’. ΠΟΛΙΤΙΚΑ
     1) Η Δύναμις του Ελληνισμού εν Ηπείρω (αναδημοσιευθέν υπό
     της Κυανής Βίβλου της Αγγλίας 1903 Α’. 1901. Σελ. 104).
     2) Ήπειρος και Αλβανία.
     3) Η Ήπειρος γεωγραφικώς και εθνολογικώς από των
     Αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον.

End of Project Gutenberg's Love (trilogy), by Christos Christovasilis